Αυγουστίνος Καντιώτης



ΛΟΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΡΑΣ (Καλλινικος, μαρτυς – 29 Ιουλιου)

AΠΟ ΒΙΒΛΙΟ· ΑΓΙΟΙ «ΑΠ᾽ ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ»
ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ

ΛΟΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΡΑΣ

(Καλλίνικος, μάρτυς – 29 Ἰουλίου)λογιος

Ὑπάρχουν, ἀγαπητοί μου, ὑπάρχουν ἄνθρωποι, πού ὁ κόσμος τούς ὀνομάζει λογίους. Τί θά πῆ λόγιος; Εἶνε ὁ ἄνθρωπος, πού ὅταν τέλειωσε τό σχολεῖο, μικρό ἤ μεγάλο, δέν ἔκλεισε τά βιβλία, δέν ἔπαψε νά μελετᾶ, ἀλλά, ἀπό μιά ἐπιθυμία ζωηρή νά γνωρίση περισσότερα πράγματα, διαβάζει συνεχῶς διάφορα βιβλία, θρησκευτικά, ἱστορικά, φυσικά καί γενικά ἐγκυκλοπαιδικά βιβλία, καί ἀπό τή μελέτη του αὐτή ἀποκτᾶ γνώσεις καί μπορεῖ νά μιλάη καί νά διαφωτίζη τούς ἄλλους σέ ποικίλα θέματα. ‘Ίσως ὁ λόγιος νά μήν ἔχη πανεπιστημιακό δίπλωμα, ἀλλά μέ τή διαρκή μελέτη μεγαλώνει τούς διανοητικούς καί πνευματικούς του ὁρίζοντες καί γνωρίζει πολύ περισσότερα ἀπό ἕναν πού σπούδασε μέν σέ ἀνώτερες σχολές ἤ πανεπιστήμια, ἀλλά δέν εἶνε φίλος τῶν βιβλίων καί τῆς μελέτης. Ὁ ἄνθρωπος, ὅσα κι ἄν μάθη, μέχρι τά βαθειά γεράματά του πρέπει νά λογίζεται ἕνας μαθητής. Γι’ αὐτό ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι: «Γηράσκω ἀεί διδασκόμενος».

Ἕνας τέτοιος λόγιος εἶνε καί ὁ ἅγιος Καλλίνικος, πού τήν ἱερά του μνήμη γιορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας στίς 29 Ἰουλίου.
‘Επίγεια πατρίδα τοῦ ἁγίου Καλλινίκου ἦταν ἡ Κιλικία. Ἡ Κιλικία συνορεύει μέ τή Συρία. Σπουδαία πόλις τῆς Κιλικίας ἦταν ἡ Ταρσός, πόλις ἐμπορική ἀλλά καί ἀξιόλογο κέντρο ἑλληνικῶν γραμμάτων. Στήν πόλι αὐτή γεννήθηκε καί ὁ κορυφαῖος τῶν ἀποστόλων, ὁ Παύλος. Τέκνο τῆς Κιλικίας ἦταν καί ὁ μάρτυρας Καλλίνικος.
‘Από μικρή ἡλικία πίστεψε στό Χριστό καί τόν ἀγαποῦσε περισσότερο ἀπ’ ὅλα τά πρόσωπα καί τά πράγματα.

Διάβαζε τήν Ἁγία Γραφή καί ἄλλα ἀκόμα θρησκευτικά βιβλία καί ἀπέκτησε σπουδαία γνῶσι τοῦ Χριστιανισμοῦ καί θεωρεῖτο λόγιος καί μορφωμένος ἄνθρωπος, ἱκανός νά συζητῆ μέ ὁποιονδήποτε πάνω σέ ζητήματα θρησκείας. Δέν ἔλεγε περιττά λόγια. Ὅ,τι ἔλεγε διακρινόταν γιά τή σοφία. Τά λόγια του σάν μαγνήτης τραβοῦσαν τούς ἀνθρώπους, καί πολλοί πίστεψαν στό Χριστό. Σ’ αὐτό συνετέλεσε πολύ καί ἡ ἐνάρετη ζωή πού ζοῦσε. Ἦταν τύπος καί ὑπογραμμός τῆς πίστεως καί τῆς ἀρετῆς. Μιά φλόγα ἔκαιγε στήν καρδιά του, ἡ ἐπιθυμία νά κηρύξη τό Εὐαγγέλιο, εἰ δυνατόν, σ’ ὅλο τόν κόσμο.
Ὁ Καλλίνικος ἄρχισε νά περιοδεύη τή Μικρά Ἀσία καί κήρυττε σέ πόλεις καί χωριά τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ. Τέλος ἔφτασε στήν Ἄγκυρα. Στήν πόλι αὐτή ὑπῆρχαν πολλοί εἰδωλολάτρες. Τό κήρυγμα τοῦ Καλλινίκου τούς χώρισε. Ἄλλοι μέν, καλοπροαίρετοι, πίστεψαν, ἐγκατέλειψαν τά εἴδωλα κι ἔγιναν χριστιανοί. Ἄλλοι ὅμως, πονηροί καί διεστραμμένοι, δέν πίστεψαν, ἀλλά ἀντέδρασαν πολύ στό κήρυγμά του καί ἄρχισαν νά τόν κατηγοροῦν καί νά τόν συκοφαντοῦν. Οἱ συκοφαντίες τους ἔφτασαν μέχρι τόν ἄρχοντα τῆς πόλεως, πού ὀνομαζόταν Σακερδώς. Ὁ Σακερδώς ἦταν φανατικός εἰδωλολάτρης. Ἀγαποῦσε πολύ τά χρήματα καί μισοῦσε τό Χριστό καί τούς χριστιανούς. Ὁ Σακερδώς, ὅταν ἄκουσε πώς ὁ Καλλίνικος κηρύττει τό Χριστό, ἐξωργίστηκε καί διέταξε νά τόν φέρουν μπροστά του. Μεταξύ τοῦ ἄρχοντα καί τοῦ Καλλινίκου ἔγινε ὁ ἑξῆς διάλογος.

Σακερδώς: Ὅλοι θυσιάζουν στούς θεούς, πού μᾶς δίνουν ὅλα τά καλά καί μᾶς εὐεργετοῦν, καί μόνο σύ τολμᾶς νά τούς περιφρονῆς; Καί δέν φτάνει ὅτι δέν τούς προσκυνᾶς, ἀλλά μέ τά κηρύγματα πού κάνεις προτρέπεις τούς ἀνθρώπους ν’ ἀφήνουν τή λατρεία τῶν θεῶν μας.
Καλλίνικος: Εἶμαι δοῦλος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτός εἶνε ὁ ἀληθινός Θεός. Αὐτός ἡ δύναμίς μου. Αὐτός ὁ πλοῦτος μου καί τό καύχημα μου. Φροντίζω νά εἶμαι καθαρός ἀπ’ τήν εἰδωλολατρία, πού κάνει μεγάλο κακό στόν κόσμο. Περιοδεύω τά διάφορα μέρη καί κηρύττω τό Χριστό καί παρακαλῶ τούς ἀνθρώπους νά βγοῦν ἀπό τό σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρίας καί νἄρθουν στό φῶς τοῦ Χριστοῦ, πού λάμπει σάν τόν ἥλιο. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ λέει, ὅτι ὅποιος ἐπιστρέψη ἁμαρτωλό στή μετάνοια καί τόν κάνει ν’ ἀφήση τήν πλάνη καί τήν ἁμαρτία, αὐτός θά σώση καί τήν ψυχή του ἀπ’ τόν αἰώνιο θάνατο. Καί σύ, ἄρχοντά μου, σέ παρακαλῶ, ἄφησε τήν εἰδωλολατρία καί ἔλα στήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, καί τότε θά γνωρίσης τή μεγάλη διαφορά, πού ὑπάρχει μεταξύ εἰδωλολατρίας καί Χριστιανισμοῦ.

Σακερδώς: Ἔτσι πού μιλᾶς δέν κάνεις τίποτε ἄλλο παρά νά ζητᾶς τό θάνατό σου. Ἐγώ ἀπό τά λόγια σου δέν πρόκειται ν’ ἀλλάξω τήν πίστι μου στούς θεούς. Σύ ὅμως, πού εἶσαι ἐχθρός τῶν θεῶν, θά τιμωρηθῆς σκληρά. Θά σέ κατασπαράξω καί θά δείξω στόν κόσμο πόσο κακό εἶνε νά περιφρονοῦνται καί νά ἐξυβρίζωνται οἱ θεοί μας.
Καλλίνικος: Δέν φοβᾶμαι τίς ἀπειλές σου. Ἑτοίμασε ὅποια τιμωρία θέλεις. Φωτιά, μαχαίρια, σπαθιά κοφτερά, τροχούς, μαστίγια καί ὅ,τι ἄλλο κολαστήριο εἶμαι ἕτοιμος νά ὑποστῶ γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ὅλα δέ ἐκεῖνα, πού ὁ κόσμος θεωρεῖ τερπνά καί εὐχάριστα, ἐγώ τά θεωρῶ σκιές καί ὄνειρα. Ἕνα ποθῶ: Νά μαρτυρήσω καί νά ἑνωθῶ μέ τό Χριστό καί νά ζήσω μαζί του στήν ἀπέραντη μακαριότητα.
Τότε ὁ ἄρχοντας διέταξε νά τόν γδύσουν καί νά τόν δείρουν μέ βούρδουλα. Ὁ εἰδωλολάτρης κήρυκας τήν ὥρα πού τόν χτυποῦσαν φώναζε: – Καλλίνικε, προσκύνησε τούς θεούς καί ζήτησε τή βοήθεια τους, γιά νά γλυτώσης ἀπ’ τά βάσανα. Ὁ Καλλίνικος, σάν νά μήν ἦταν τό δικό του κορμί πού χτυπιόταν, ἀλλά ξένο κορμί, φαινόταν γαλήνιος καί εἰρηνικός καί εὐχαριστοῦσε τό Θεό, πού τόν ἀξίωνε νά βασανίζεται γιά τήν ἀγάπη του. Κουράστηκαν οἱ στρατιῶτες νά τόν χτυποῦν. Ὁ Σακερδώς, βλέποντας τήν ἐπιμονή τοῦ μάρτυρα, διέταξε ν’ ἀφήσουν τό βούρδουλα καί μέ σιδερένια νύχια νά ξεσχίσουν τίς σάρκες του. Οἱ σκληροί στρατιῶτες ἐξετέλεσαν τή διαταγή τοῦ τυράννου, καί τό σῶμα του μάρτυρα ἔγινε ὁλόκληρο μιά πληγή. Ὕστερα ἀπ’ τά βασανιστήρια ὁ τύραννος διέταξε νά τιμωρηθῆ ἀκόμα πιό σκληρά. Διέταξε νά τοῦ φορέσουν σιδερένια παπούτσια, πού ἀπό μέσα εἶχαν αἰχμηρά καρφιά, νά τόν ἀναγκάσουν νά τρέξη ἀρκετό δρόμο, καί τέλος, ἄν ζήση, νά τόν ρίξουν στό καμίνι καί νά τόν κάψουν. Ὅ,τι διέταξε ὁ τύραννος ἔγινε. Ὁ Καλλίνικος φόρεσε τά παπούτσια μέ τά καρφιά. Οἱ στρατιῶτες πάνω στά ἄλογα τόν βίαζαν νά τρέχη. Τά καρφιά μπήχτηκαν στίς σάρκες τῶν ποδιῶν του καί ὁ πόνος ἦταν φρικτός. Ἀλλ’ ὁ μάρτυρας ὑπέφερε καί τό νέο αὐτό μαρτύριο. Ὁ ἡρωισμός του προκάλεσε τόν θαυμασμό καί αὐτῶν ἀκόμη τῶν στρατιωτῶν. Τό συναξάριο λέει, πώς τήν ἡμέρα ἐκείνη τοῦ μαρτυρίου τοῦ ἁγίου Καλλινίκου ὁ ἥλιος ἔκαιγε πολύ καί οἱ στρατιῶτες κουράστηκαν καί δίψασαν, ὁ δέ Καλλίνικος, μιμητής τοῦ ἐσταυρωμένου Λυτρωτοῦ, προσευχήθηκε γιά τούς δήμιους του καί τό θαῦμα ἔγινε. Ἄνοιξε μιά πέτρα, ἔβγαλε ἄφθονο δροσερό νερό καί ἤπιαν ὅλοι οἱ στρατιῶτες.
Ὕστερα ἀπό τόν ἡρωισμό καί τήν ἀγάπη πού ἔδειξε στούς στρατιῶτες ὁ Καλλίνικος, οἱ στρατιῶτες δίσταζαν νά ἐκτελέσουν τή διαταγή. Ἀλλ’ ὁ φόβος τοῦ ἄρχοντα κυριάρχησε μέσα στίς δειλές ψυχές τους καί ἔτσι, ὅταν ἔφτασαν στό τέρμα τοῦ δρόμου, ἄναψαν καμίνι. Καί ὅταν τό καμίνι κοκκίνισε, οἱ στρατιῶτες πῆραν τόν Καλλίνικο, πού ἦταν ἕνα πληγωμένο κορμί, καί τόν ἔρριξαν μέσα στό καμίνι. Ἔτσι στίς 29 Ἰ-ουλίου ὁ Καλλίνικος, ὁ λόγιος, ὁ κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου, παρέδωσε τήν ψυχή του στόν Πλάστη τῶν ὅλων.
Ἔχουν καί οἱ λόγιοι τό μάρτυρά τους.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.