Αυγουστίνος Καντιώτης



Μια αγαπη υπαρχει στον κοσμο, αγαπη που τρεχει σαν ποταμος αστειρευτος. Ω και να μπορουσα να σας πεισω σημερα να πλησιασετε αυτο τον ποταμο και με το δαχτυλακι να γευ­θητε μια σταλαγματια απο το νερο του! Κολυμπαμε στην αγαπη Του οι αχαριστοι και ο κοσμος δεν την αισθανεται. –

date Ιούλ 7th, 2019 | filed Filed under: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΒ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 1892

Κυριακὴ Γ΄ Ματθαίου (῾Ρωμ. 5,1-10)
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου

Κολυμπαμε στην αγαπη Του οι αχαριστοι

«Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν» (῾Ρωμ. 5,5)

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΟΥ

Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸν σημερινὸ ἀπό­στολο (βλ. ῾Ρωμ. 5,1-10); Θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ σᾶς πῶ μερικὰ λόγια ἐπὶ τῆς περικοπῆς.

* * *

Μία ἀγάπη ὑπάρχει στὸν κόσμο, ἀγάπη ποὺ τρέχει σὰν ποταμὸς ἀστείρευτος. Ὤ καὶ νὰ μποροῦσα νὰ σᾶς πείσω σήμερα νὰ πλησιάσετε αὐτὸ τὸν ποταμὸ καὶ μὲ τὸ δαχτυλάκι νὰ γευ­θῆ­τε μιὰ σταλαγματιὰ ἀπὸ τὸ νερό του!
Ὁ κόσμος ὁμιλεῖ γιὰ διάφορα εἴδη ἀγάπης. Τραγούδια, ποιηταί, ζωγράφοι, ὅλοι τὴν ἀγάπη ὑμνοῦν. Ὁ ἕνας λέει γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ ἔ­χουν δυὸ φίλοι, ὁ ἄλλος γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ ἔ­χουν τ᾽ ἀ­δέρ­φια, ὁ ἄλλος γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ ἔ­χουν τὰ ἀν­τρόγυνα, ὁ ἄλ­λος γιὰ τὴν ἀ­γάπη τῶν παι­διῶν στοὺς γονεῖς, ὁ ἄλλος γιὰ τὴν ἀ­γά­πη τῆς μάνας στὸ παιδί. Δι­άφορες ἀγά­πες. Ἀλλὰ καμμιά δὲν εἶνε ἀθάνατη, ὅλες ἔρ­χον­ται καὶ παρέρχον­ται. Φαίνον­ται ὅτι εἶνε ἀ­­γάπη· στὸ βάθος εἶνε κάτι ἐλλιπές, δὲν στέκει στὸ ὕψος τῆς ἀγάπης.
⃝ Ὡραία ἡ ἀγάπη τῶν φίλων, ἀλλὰ βλέπεις καὶ φίλους ποὺ μετὰ ἀπὸ χρόνια χωρίζουν, ἀλληλο­ϋβρίζονται καὶ ἀπορεῖς πῶς ἡ φιλία ἔγινε ἔχθρα.
⃝ Ὡραία ἡ ἀγάπη τῶν ἀδελφῶν. Βγῆκαν ἀ­πὸ τὴν ἴδια κοιλιά, βύζαξαν τὸ ἴδιο γάλα. Μὰ συχνὰ γιὰ τὸ τίποτα, γιὰ ἕνα οἰκόπεδο, διαπληκτίζον­ται στὰ δικαστήρια, μισοῦνται θα­νάσιμα. «Γιατί εἶνε τό­σο βαθειά βγαλμένο τὸ μάτι σου;», λέει ὁ κόσμος· «γιατὶ μοῦ τό ᾽βγαλε ὁ ἀδερφός μου».
⃝ Καλὴ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ ἀνδρογύνου. Βγαίνουν ἀπὸ τὴν ἐκκλησιά, τοὺς ῥαίνουν μὲ ῥοδοπέτα­λα, τοὺς εὔχονται νὰ ζήσουν εὐ­τυχισμένοι. Μὰ δὲν περνάει χρόνος καὶ τρέχουν σὲ δικηγόρο γιὰ διαζύγιο. Ποῦ εἶνε λοιπὸν ἡ συζυγικὴ ἀγάπη;
⃝ Νὰ δοῦμε καὶ τὴν ἀγάπη τῶν παιδιῶν; Ἐνῷ οἱ γονεῖς κοπίασαν γι᾽ αὐτά, ἔρχεται στιγμὴ ποὺ τὰ παιδιὰ τοὺς συμπεριφέρονται ἄστοργα καὶ τοὺς ἐγκαταλείπουν τελείως.
⃝ Λέμε τέλος ὅτι, ἂν ὑπάρχῃ μιὰ γνήσια ἀγάπη στὸν κόσμο, αὐτὴ εἶνε ἡ ἀγάπη τῆς μάνας. Ναί· ἀλλὰ μήπως δὲν βλέπουμε καὶ μάνες ποὺ ξερριζώνουν ἀπ᾽ τὰ σπλάχνα τους τὴ μητρότη­τα καὶ τρέχουν σὲ κλινικὲς καὶ πετοῦν τὰ παιδιά τους; Δὲν ὑπάρχουν καὶ πατεράδες ποὺ ἀποκλη­ρώ­­νουν τὰ παιδιά τους ἀπὸ μιὰ ἰδιοτροπία;
Ποῦ πῆγαν λοιπὸν ὅλες αὐτὲς οἱ ἀγάπες; Ἂς τὶς ὑμνῇ ὁ κόσμος· ἐγὼ δὲν θέλω σήμερα νὰ μιλήσω γι᾽ αὐτές. Θὰ σᾶς δείξω μιὰ ἄλλη ἀγάπη, πιὸ πλατειὰ κι ἀπ᾽ τὸν οὐρανό, πιὸ βαθειὰ κι ἀπ᾽ τὴ θά­λασσα, ἀγάπη ποὺ «ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν», ὅπως λέει ὁ σημερι­νὸς ἀπόστολος (῾Ρωμ. 5,5). Ποιά εἶνε ἡ ἀγάπη αὐτή;

* * *

Εἶνε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Τὸ λέμε, μὰ κανείς δὲν συγ­κινεῖ­ται, δὲν συγ­κλονίζε­ται. Ἄχ νά ᾽μουν ποιητὴς νὰ τὴν ψάλω, νά ᾽μουν ζωγράφος νὰ τὴ ζωγραφίσω, νά ᾽μουν ῥή­τορας νὰ τὴν ἐξυμνήσω. Γι᾽ αὐτὴν ὁ­μιλεῖ ὁ σημερινὸς ἀπόστολος· γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Τὴν αἰσθάνεσθε; Ὁ κό­σμος δὲν τὴν αἰ­σθάνεται. Λέει ὁ ἄλλος «φίλε μου» ἢ «ἀ­δελφέ μου», λέει ὁ ἄλλος «γυναίκα μου» ἢ ἡ ἄλλη «ἄντρα μου», λέει ὁ ἄλλος «πατέ­­ρα» ἢ «μάνα μου» καὶ γεμίζει ἡ καρδιά του· τὸ αἰ­σθάνεται. Ἀλλ᾽ ὅταν ποῦμε «Θεέ μου» ποιός τὸ αἰσθάνεται; Ἀπ᾽ ὅλες τὶς λέξεις αὐτὴ ἔπρεπε νὰ μᾶς συγκινῇ, νὰ τὴν προ­φέρουμε μὲ ὅλο τὸ σεβασμό. Κι ὅμως μένουμε ἀδιαφόροι. Ὁ ἕνας συγκινεῖται μὲ τὴν ἐρωμένη του, ἡ ἄλλη μὲ τὸν ἀγαπητικό της, ὁ ἄλλος μὲ τὴ μάνα του, ὁ ἄλ­λος μὲ τὸν πατέ­ρα του, ὁ ἄλλος μὲ τὸ παιδί του. Ἡ λέξι Θεὸς δὲν μᾶς συγκινεῖ. Γιατί; Διότι δὲν ἀγαπήσαμε τὸ Θεό. Καὶ δὲν τὸν ἀγαπήσαμε, διότι δὲν γνωρίσαμε τὴν ἀγάπη του.
–Μὰ ποῦ εἶνε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ; θὰ πῆτε. Ὅπου νὰ ῥίξῃς τὸ βλέμμα σου, θὰ τὴ δῇς. Ὅ­πως εἶπε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ἐν αὐτῷ ζῶ­μεν»· ὅπως τὸ ψάρι κολυμπάει μέσ᾽ στὴ θάλασ­σα, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς μέσα στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Κι ὅπως ἅμα βγά­λῃς τὸ ψάρι ἀπ᾽ τὴ θάλασσα σπαρταράει, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς· «ἐν τῷ Θεῷ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐ­σμέν» (Πράξ. 17,28)· ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μᾶς κρατάει.
Θέλετε ἀποδείξεις τῆς ἀγάπης του; Ὁ ἥλιος, αὐ­τὸ τὸ ἐργοστάσιο ἠλεκτρισμοῦ ποὺ στέλνει ἑ­κα­τομμύρια κιλοβὰτ δωρεὰν καὶ μᾶς θερμαί­νει καὶ μᾶς φωτίζει· ὁ ἀέρας, ποὺ πνέει πάνω στὴ φλούδα τῆς Γῆς κι ἂν λείψῃ λίγα δευτερόλεπτα θὰ πάθουμε ὅλοι ἀσφυξία· τὸ νερό, ποὺ τρέχει γάργαρο καὶ μᾶς δροσίζει· οἱ καρποί, ποὺ βγάζει ἡ μάνα γῆ ἑκατομμύρια χρόνια τώ­ρα καὶ μᾶς τρέφει· αὐτὸ τὸ χῶμα ποὺ πατοῦ­με καὶ ποὺ ἂν σαλευθῇ λίγο δὲν θὰ μείνῃ τίπο­τα ὄρ­θιο· αὐτὰ τ᾽ ἀστέρια στὸν οὐρανό, αὐτὰ τὰ πουλιά, αὐτὰ τὰ δέν­τρα· κι ὅ,τι ἄλλο ὑπάρχει γύρω μας, ἀπὸ τὸ βρύο μέχρι τὸν πλάτανο κι ἀ­πὸ τὸ χαλικάκι μέχρι τὰ ἄστρα, τὰ πάντα εἶ­νε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Μὰ δὲ σᾶς εἶπα τίποτα.
Ὑπάρχει κάτι ἄλλο, ἀνώτερο, ὑψηλότερο. Ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ στὸ ναὸ νὰ εὐχαριστή­σουμε τὸ Θεὸ καὶ γιὰ τὸν ἥλιο καὶ γιὰ τὸν ἀέρα καὶ γιὰ τὶς τροφὲς καὶ γιὰ ὅποιο ἄλλο δῶρο του, ἀλ­λὰ πρὸ παντὸς γιὰ κάποια μεγαλύτερη εὐ­εργεσία, ποὺ ἂν δὲν τὴν αἰσθάνεσαι δὲν ἀξίζει νὰ λέγεσαι Χριστιανός. Ποιά εἶνε; Ἂς μὴν πιστεύ­ουν οἱ ἄπιστοι, ἐμεῖς πιστεύουμε· τί;
Γιά σκεφτῆτε. Ἂν ἔρθῃ στὸ σπιτάκι σου σή­με­­ρα ὁ βασιλιᾶς καὶ μπῇ καὶ καθήσῃ στὴν πολυ­θρόνα, θὰ τό ᾽χῃς καύχημα. Ἀλλ᾽ ὄχι ἕνας ἐ­πίγειος ἄρχοντας, πού ᾽νε κι αὐτὸς ἄνθρωπος σὰν ἐμᾶς, ἀλλὰ «ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ Κύριος τῶν κυριευόντων» (Α΄ Τιμ. 6,15), αὐ­τὸς ποὺ μᾶς δημιούργησε ἀπ᾽ τὸ μηδέν, ἄφησε τὰ οὐράνια πα­λάτια, κατέβηκε ἐδῶ στὴ Γῆ, ντύθηκε τὴν πιὸ φτωχὴ στολή, πέρασε ὅλα τὰ μαρτύρια, σταυρώθηκε, ἔχυσε τὸ τίμιό του αἷ­μα, ἀναστήθηκε καὶ ἀναλήφθηκε στοὺς οὐρανούς, καὶ σκόρπι­σε μύρια πνευμα­τικὰ ἀγαθὰ στὸν κόσμο. Ἂν δὲν ἐρ­χόταν, θὰ ἤ­μασταν μέσ᾽ στὸ σκοτάδι καὶ τὴν ἀ­πελπισία. Αὐτὴ λοιπὸν ἡ μεγάλη εὐεργεσία μᾶς συγ­καλεῖ στοὺς ναοὺς κάθε Κυριακὴ κι ὁ ἱερεὺς μπροστὰ στὸ ἱερὸ θυ­σιαστήριο λέει· «Σὺ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶ­ναι ἡμᾶς παρήγαγες καὶ παραπεσόντας ἀνέστησας πάλιν, καὶ …εἰς τὸν οὐ­­ρα­νὸν ἀνήγαγες καὶ τὴν βασιλείαν σου ἐχαρί­σω τὴν μέλλουσαν. Ὑπὲρ τούτων ἁπάντων εὐ­χαριστοῦμέν σοι…, ὑπὲρ πάντων ὧν ἴσμεν καὶ ὧν οὐκ ἴσμεν, τῶν φανερῶν καὶ ἀφανῶν εὐ­εργεσι­ῶν». Σ᾽ εὐ­­χα­ριστοῦμε, Κύριε, γιὰ ὅλα· γιὰ τὶς φα­νερὲς καὶ ἀφανεῖς εὐεργεσίες σου (εὐχ. ἁγ. ἀναφορᾶς).

* * *

Ὕστερα ἀπ᾽ ὅλα αὐτά, ἀδελφοί μου, τὸ ἐλά­χιστο ποὺ ἔχουμε νὰ κάνουμε ἐμεῖς εἶνε, νὰ ᾽ρθουμε στὴν ἐκκλησία, νὰ σταθοῦμε μπροστὰ στὸν Ἐσταυρωμένο κι ἀπ᾽ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς νὰ ποῦμε· Χριστέ, σ᾽ εὐχαριστοῦμε. Ἕνα εὐχα­ριστῶ περιμένει ἀπὸ μᾶς τὰ ἀνάξια πλάσματά του. Τὸ λέμε; Ἕνα κόκκαλο πετᾷς στὸ σκυλὶ καὶ κουνάει τὴν οὐ­ρὰ σὰν νὰ λέῃ· Ἀφέντη, σ᾽ εὐχα­ρι­στῶ – τόσο εὐγνῶμον εἶνε. Μακάρι νὰ εἴχαμε ἐμεῖς τὴν εὐγνωμοσύνη ποὺ ἔχει ἕνα σκυλί.
Ἔρχεται Κυριακή, χτυπᾶνε οἱ καμπάνες· πό­­σοι ἐρχόμαστε στὴν ἐκκλησιὰ νὰ ποῦμε τὸ εὐ­χαριστῶ; Γέμισαν οἱ παραλίες κ᾽ οἱ ἀμμουδιές. Ἂν ἤμασταν Χριστιανοί, δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ὑ­πάρχῃ οὔτε ἕνας ἔξω ἀλλὰ ὅλοι νὰ εἴμαστε στὴν ἐκκλησία. Ὁ λαός μας δυστυχῶς σήμερα δὲν ἐκκλησιάζεται. Ἐὰν ἀφαιρέσουμε αὐ­τοὺς ποὺ ἔρχονται γιὰ τὰ μνημόσυνα, οὔτε δύο στοὺς ἑκατὸ δὲν ἐκκλησιάζονται. Καὶ κα­τὰ τὴν τάξι τῆς Ἐκκλησίας, τὰ μνημόσυ­να γίνον­ται τὸ Σάββατο· τὴν Κυρι­ακὴ ἕ­να μνημόσυνο νὰ ὑπάρχῃ, τὸ μνη­μόσυνο τοῦ Χριστοῦ, ὅ­πως λέει ἡ θεία Λειτουργία· «Μεμνημένοι τοίνυν… τοῦ σταυροῦ, τοῦ τάφου, τῆς τριημέ­ρου ἀναστάσεως, τῆς εἰς οὐρανοὺς ἀναβάσε­ως, τῆς δευτέρας καὶ ἐνδόξου πάλιν παρουσίας» (πρὸ τοῦ καθαγ.)· μόνο ἡ δική Του μνήμη, τίποτε ἄλλο.
Δὲν εἶνε ὅμως μόνο αὐτό, ὅτι οἱ πολλοὶ δὲν πατοῦν στὴν ἐκκλησία· εἶνε καὶ τὸ ἄλλο. Τὴν ἅ­για ὥρα, ποὺ μέσα στὴν ἐκκλησία γίνονται θαύματα, ἔξω, σὲ δρόμους, γήπεδα, οἰκοδο­μὲς κ.λπ., ἀκούγονται φρικτὲς βλαστήμιες τῶν θείων, καὶ οὐδείς διαμαρτύρεται. Ἂν κάποιος πῇ τὴ μάνα σας μὲ τὴν κακὴ λέξι, θὰ τὸν σκοτώσετε. Σήμερα μακάριοι εἶνε ὅσοι δὲν ἔχουν αὐτιὰ ν᾽ ἀκοῦνε. Ἀγανακτεῖ ἡ ψυχή μας. Εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἀλλὰ μὴ γίνουμε καὶ ἀσεβεῖς. Ἂχ πατρίδα μου Ἑλλάδα, πῶς κατήντησες, ποὺ ἤσουν κάποτε ἁγιασμένη χώρα! Ποῦ εἶσαι, Κουντουριώτη, ποὺ μέσα στὸ καράβι σου τὸν «Ἀβέρωφ» δὲν ἄφηνες κανένα νὰ βλαστημάῃ τὸ Θεό;
Φοβᾶμαι, ἀδέρφια μου, –γράψτε το– ὅτι ὁ Θεὸς θὰ στείλῃ τὸν προφήτη Ἠλία μὲ τὴ μάχαι­ρα, ὄχι πλέον ἀπὸ ἀτσάλι ἀλλὰ μάχαιρα πυρη­νικῆς ἐνεργείας, καὶ θὰ σφάξῃ καὶ θὰ σφάξῃ· θὰ κολυμπήσῃ στὸ αἷμα τὸ μοσχάρι καὶ τὸ ἄλο­γο μέχρι τὰ χαλινάρια (βλ. Ἀπ. 14,20). Ναί, θὰ γίνουν ὅ­λα αὐτά. «Ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ» (Ἐφ. 5,6. Κολ. 3,6).
Ἕνας τρόπος ὑπάρχει νὰ γλυτώσου­με. Μᾶς καλεῖ ὁ Ἐσταυρωμένος νὰ τὸν πλησιάσουμε, νὰ τὸν ἀγαπήσουμε, νὰ μετανοήσουμε, νὰ ἐπι­στρέψουμε κοντά του, καὶ τότε μόνο «σωθησό­μεθα (θὰ σωθοῦμε) ἀπὸ τῆς ὀργῆς» του ὅ­πως λέει ὁ ἀπόστολος (῾Ρωμ. 5,9)· τῆς ὁποίας ὀργῆς εἴθε ν᾽ ἀπαλλαγοῦμε διὰ πρεσβειῶν τοῦ προφήτου Ἠλιοὺ καὶ πάντων τῶν ἁγίων· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Προφήτου Ἠλιοὺ Ἁγ. Παρασκευῆς – Ἀθηνῶν τὴν 12-7-1964. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 12-5-2015.
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς περικοπὲς στὸ cd 101β΄Α τῆς σειρᾶς «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868).

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.