Αυγουστίνος Καντιώτης



ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ! ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ!

date Μαρ 8th, 2023 | filed Filed under: MIA ZΩNTANH ISTORIA Α

Από βιβλίο «ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, ο π. Αυγουστίνος Καντιώτης,
στην Κοζάνη» Νο1, μερος 29, σελ. 67-74, Κοζάνη 2003

____________________________________________________

Xριστιανικόν φυλλάδιον αριθμ. 5 – Kοζάνη, 1-1-1944

+ H AΓAΠH +

«Tαύτα εντέλλομαι υμίν, ίνα αγαπάτε αλλήλους» (IHΣOYΣ XPIΣTOΣ)
____________________________
ΣYNTAKTHΣ- Aρχιμ. Aυγουστίνος N. Kαντιώτης- Iεροκήρυξ

__________________________________________________________________

Επί τω Νέω Έτει

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ! ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ!

1944! Νέον ἔτος. Πρώτη τοῦ ἔτους! Ἑορτή τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Ἀλλά ποῖος εἶναι ὁ Μ. Βασίλειος; Ἄγνωστος, δυστυχῶς, εἰς τόν πολύν λαόν καί εἰς αὐτούς τούς Ἕλληνας Ἐπιστήμονας. Καί ὅμως, ὑπῆρξεν ἕνας γίγας τοῦ πνεύματος, ἕνας Μυριήλ τῆς Χριστιανοσύνης, ἕνας φωστήρ τῆς οἰκουμένης. Ἄγνωστος ἐν Ἑλλάδι ὁ Ἅγιος, ὅστις ἐτίμησε τήν Ἑλλάδα, διότι εἰς τάς κλεινάς Ἀθήνας ἐμορφώθη καί γενόμενος ἐπίσκοπος τῆς Ἑλληνικωτάτης πόλεως Καισαρείας ὁμίλησε μέ τήν ἀθάνατον Ἑλληνικήν γλῶσσαν καί ἐκήρυξε μέ δύναμιν Δημοσθένους. Ἄγνωστος! Τά συγγράμματά του εἶναι μετεφρασμένα εἰς τάς σπουδαιοτέρας γλώσσας τοῦ κόσμου. Ἐν Ἑλλάδι, ὅμως, ποῖος τά μελετᾶ; Δυστυχῶς, οἱ θησαυροί αὐτοί τῆς Χριστιανικῆς σοφίας εἶναι κεκρυμμένοι, θαμμένοι εἰς τά βάθη μοναστηρίων καί βιβλιοθηκῶν. Ἄγνωστος ὁ Ἅγιος! Γνωστός μόνον ἀπό τό τραγούδι τῆς πρωτοχρονιᾶς πού ψάλλουν τά ἀθῶα παιδικά χείλη: «Ἅγιος Βασίλης ἔρχεται…»…. Ἀλλά καί τό τραγούδι αὐτό δέν ἀποδίδει τήν πραγματικήν εἰκόνα τοῦ Μ. Βασιλείου. Εἶναι μᾶλλον, ὅπως τό χαρακτηρίζει ὁ Ἐθνικός μας ἱστορικός Παπαρρηγόπουλος, «γελοιογραφία τοῦ Μεγάλου ἀνδρός»! Διότι τόν παρουσιάζει ὡς ἕνα γέροντα ἀσπρομάλλη. Ποῖον;


Ἐκεῖνον ὅστις ἀπό ὑπερβολικούς κόπους δια τήν Ἐκκλησίαν – ἄϋπνος ἔμενε τήν νύκτα φροντίζων δια τό ποίμνιόν του – ἔπαθε τήν ὑγείαν καί εἰς ἡλικίαν 49 ἐτῶν ἀπέθανε φθισικός! Δια νά σᾶς δώσωμεν μίαν ἰδέαν τῆς σοφίας τοῦ Μ. Διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας, μετεφράσαμεν (παρεφράσαμεν μᾶλλον) εἰς γλῶσσαν ἁπλήν,ἁπλῆν ἕνα μέρος μιᾶς θαυμασίας του ὁμιλίας περί τῆς ματαιότητος τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς. Τώρα, πού πατοῦμεν τό πρῶτο σκαλοπάτι τοῦ νέου ἔτους καί ζοῦμεν οἱ περισσότεροι μέ ὄνειρα ψεύτικης εὐτυχίας, ἄς ἀκούσωμεν τόν Μέγαν διδάσκαλον καί σύμφωνα μέ τάς πολυτίμους συμβουλάς του, ἄς χαράξωμεν νέον πρόγραμμα ζωῆς, χριστιανικῆς ζωῆς, κατά τό νέον ἔτος 1944. Τότε θά εἴμεθα εὐτυχεῖς. Διότι θά ἴδωμεν καί θά ζήσωμεν τήν ζωήν ἀπό τήν πραγματικήν ὄψιν. Προσέξατε λοιπόν. Ὁμιλεῖ ὁ Μ. Βασίλειος ὁ Οὐρανοφάντωρ! «Ὁ ἄνθρωπος μένει εἰς τήν κοιλίαν τῆς μητέρας του. Μορφοῦται εἰς τήν μήτραν τό ἔμβρυον. Πλάσσεται ὁ νέος ἄνθρωπος καί ὅταν πλέον φθάσει ἡ ὥρα, δέν τόν κρατεῖ οὔτε μιάν ἡμέραν ἡ μήτρα. Ἀρκετά τόν ἐφιλοξένησεν. Ἀνοίγει, λοιπόν, γλιστρᾶ τό ἔμβρυον, ἔρχεται εἰς τόν κόσμον ὁ νέος ἄνθρωπος. Εἶναι ὁ «πύκτης τῆς θλίψεως». Ἔτσι τόν ὀνομάζω, διότι εἰς ὅλην του τήν ζωήν θά ἔχει σύντροφον τήν θλῖψιν, μέ τήν ὁποίαν θά γρονθοκοπῆται, ὅπως γρονθοκοπῶνται εἰς τά στάδια τῶν ἀγώνων δύο πυγμάχοι. Θά πολεμᾶ τήν θλῖψιν καί θά προσπαθεῖ νά τήν νικήσει. Δι’ αὐτό τόν ὀνόμασα «πύκτην τῆς θλίψεως». Δέν ἀκούεις; μόλις ὁ ἄνθρωπος βγῆκεν ἀπό τήν κοιλίαν τῆς μάνας του καί ἀνέπνευσε τόν ἀέρα τῆς γῆς, ἡ πρώτη φωνή εἶναι τό κλάμα. Αὐτό εἶναι τό προοίμιον τοῦ βίου. Καί ἀπό τήν πρώτην αὐτήν φωνήν δύνασαι νά προμαντεύσεις τό μέλλον τοῦ ἀνθρώπου. Θά ζήσει μέ τήν θλῖψιν καί θά ἀποθάνη μέ τήν θλῖψιν. Ἔπεσεν εἰς τήν γῆν τό βρέφος καί δέν ἐγέλασεν, ἀλλά μόλις ἔπεσεν ἠσθάνθη τόν πόνον καί κλαίει. Κλαίει, διότι ἐναυάγησεν εἰς τήν θάλασσαν τῶν θλίψεων. Καί ἰδού. Τρέφεται μέ δάκρυα, τοῦ κόπτει τό γάλα ἡ μητέρα, ὅταν φθάσει ὁ καιρός τῆς ἀπογαλακτίσεως, καί ἐκεῖνο κλαίει ἀπαρηγόρητο, διότι δέν ἤθελε νά χάσει τό βυζί τῆς μάνας. Μεγαλώνει λίγο καί ἀρχίζει νά φοβῆται τούς γονεῖς του. Φθάνει εἰς ἡλικίαν νά ὑπάγει εἰς τό σχολεῖον. Νέα θλῖψις! Φοβεῖται τώρα τόν διδάσκαλον. Ὁ φόβος δέν τόν ἀφήνει νά ἀναπαυθεῖ. Δέν ἐμελέτησε τό μάθημα καί ἐτιμωρήθη. Νέα δάκρυα. Καί ἀφοῦ, ὕστερα ἀπό πολλήν μελέτην καί κόπον, ἔμαθε πολλά, ἐπροχώρησεν εἰς τά γράμματα, ἐπέτυχεν εἰς τάς ἐξετάσεις, ἐπί τέλους ἀξιώνεται νά λάβει τό πτυχίον του μέ ἄριστα. Δέν εἶναι πλέον φοιτητής. Ἀλλά ἰδού νέα θλῖψις! Ἡ ἡλικία προσκαλεῖται εἰς τόν Στρατόν. Ὡς στρατιώτης πόσαι νέαι θλίψεις! Ἀποστρατεύεται, ρίπτεται πλέον ὥριμος ἄνδρας εἰς τήν βιοπάλην. Ἀγωνίζεται νά δημιουργήσει μέλλον. Ἀρχή νέων θλίψεων. Φοβεῖται ἄρχοντας, ὑποπτεύεται εἰς κάθε του βῆμα ἐχθρόν, προσηλώνεται εἰς τό χρῆμα, κυνηγᾶ τό κέρδος, λυσσᾶ δια νά κερδίσει μίαν δραχμήν, ἀδικεῖται καί ἀδικεῖ, τρέχει εἰς τά δικαστήρια ἄλλοτε κατηγορούμενος καί ἄλλοτε μηνυτής. Τήν νύκτα δέν κοιμᾶται, τήν ἡμέραν ζεῖ ὡσάν ἕνας σκλάβος. Καί ἔγινε σκλάβος, διότι μόνος του ἐδημιούργησε τόσας περιττάς ἀνάγκας, αἱ ὁποῖαι τοῦ ἀφήρεσαν τήν ἐλευθερίαν. Δέν ζεῖ ἐλεύθερος. Ἔγινε δοῦλος τῶν ἐπιθυμιῶν του. Ἄλλοτε πάλιν ἀφήνει τό χρῆμα ἤ μᾶλλον μαζί μέ τό χρῆμα κυνηγᾶ τήν δόξαν. Νέαι θλίψεις! Ἀνέρχεται εἰς τά μεγαλύτερα ἀξιώματα, γίνεται στρατηγός, κυβερνήτης, ἀρχηγός λαοῦ, συσσωρεύει πλοῦτον καί δόξαν. Ἀνεπαύθη; Ὄχι. Διότι τώρα ἐπροχώρησεν ἡ ἡλικία, τοῦ παρουσιάσθησαν αἱ πρῶται ἄσπρες τρίχες, ὀλίγα ἀκόμη χρόνια καί ἔφθασαν τά γεράματα. Καί ἔτσι, πρίν προφθάσει νά ἀπολαύσει ἐκεῖνα δια τά ὁποῖα τόσα χρόνια ἐκοπίασε καί τόσον ἱδρῶτα ἔχυσεν, τόν ἁρπάζει μέσα ἀπό τά πλούτη καί τήν δόξαν ὁ θάνατος καί τότε γι’ αὐτόν τόν ἄνθρωπον ἠμπορεῖ κανείς νά πεῖ. «Νά ἕνα πλοῖον βαρυφορτωμένο μέ πολύτιμον φορτίον πού, ἀφοῦ πέρασε πελάγη καί ὠκεανούς, ναυαγεῖ τώρα μέσα εἰς τό λιμάνι». Τί ματαιότης! Ὁ θάνατος περιπαίζει ὅλους ἐκείνους τούς ἀνθρώπους πού ζοῦν μέ μάταιες ἐλπίδες. Τέτοιος εἶναι ὁ βίος τῶν ἀνθρώπων! Θάλασσα, πού ἄλλοτε ἔχει γαλήνην καί ἄλλοτε τρικυμίαν, ἀέρας, πού φυσᾶ ὄχι ἀπό μίαν κατεύθυνσιν, ἀλλά ἀπό ὅλα τά σημεῖα τοῦ ὁρίζοντος, ὄνειρον πού δέν πραγματοποιεῖται, ρεῦμα ποταμοῦ πού ὅλο τρέχει, καπνός πού δέν διαλύεται, σκιά πού δέν ἠμπορεῖς νά τήν πιάσεις, πέλαγος πού δέν ἐνοχλεῖται ἀπό τά ἄγρια ἀφρισμένα κύματα. Πέλαγος. Τό πλοῖον ταξιδεύει. Ἡ ζάλη εἶναι φοβερά, τό ταξίδιον πολύ ἐπικίνδυνον, οἱ δέ ἐπιβάται – ἡμεῖς δηλαδή οἱ ἄνθρωποι – δέν προσέχομεν, νομίζομεν ὅτι εἴμεθα ἀσφαλεῖς καί κοιμούμεθα. Αἱ θλίψεις ὁμοιάζουν μέ τά κύματα πού κτυποῦν τά πλευρά τοῦ πλοίου καί ὠρύονται. Οἱ ἄνθρωποι, πού εἶναι ἐχθροί μας καί μᾶς ὑποκρίνονται τόν φίλον, ὁμοιάζουν μέ ὑφάλους, δηλαδή μέ τούς βράχους πού εἶναι κρυμμένοι ὀλίγες πιθαμές κάτω ἀπό τήν ἐπιφάνειαν τῆς θαλάσσης, καί δέν φαίνονται. Οἱ ἅρπαγες (Μ. Βασίλειος, ἐάν ἔζη εἰς τήν ἐποχή μας, ἀντί «ἅρπαγες» θά ἔλεγε «οἱ ἄνθρωποι τῆς μαύρης ἀγορᾶς, οἱ λῃσταί, οἱ γῦπες, αὐτοί πού ζητοῦν νά τραφοῦν μέ τά κρέατά μας»), οἱ ἅρπαγες ὁμοιάζουν μέ τούς πειρατάς τῆς θαλάσσης πού περιμένουν τό πλοῖον δια νά τό ληστεύσουν. Τά γεράματα ὁμοιάζουν μέ τόν χειμῶνα καί τέλος ὁ θάνατος ὁμοιάζει μέ τό ναυάγιον. Ἄνθρωπε! Βλέπεις τήν ζάλην, τά κύματα, τούς ὑφάλους, τούς πειρατάς, τόν χειμῶνα; Πρόσεχε: εἶσαι ὁ πλοίαρχος τῆς ζωῆς. Πρόσεχε πώς ταξιδεύεις. Φόβος εἶναι νά μή γεμίσει τό πλοῖον σοῦ ἀπό νερά καί ἀπό ἄχρηστον φορτίον! Ἄχρηστον φορτίον τά πολλά σοῦ ἑκατομμύρια ἤ δια νά εἴπωμεν καλύτερα ἡ φιλαργυρία σου, ἡ πλεονεξία σου, τά πάθη σου. Αὐτά θά φέρουν τό ναυάγιο. Ἄδειασε τό πλοῖον σοῦ ἀπό αὐτά. Γέμισέ το μέ πολύτιμον φορτίον. Πλοῦτος, θησαυρός πού δέν κλέπτεται, δέν χάνεται, δέν ὑποτιμᾶται, εἶναι ἡ εὐσέβεια. Ἄκουσε τόν Ἀπόστολον Παῦλον: «Μέγας πλουτισμός εἶναι ἡ εὐσέβεια, ἡ αὐτάρκεια. Διότι τίποτα δέν ἐφέραμεν εἰς τόν κόσμον καί τίποτε δέν θά πάρωμεν μαζί μας. Ὅταν ἔχωμεν τροφήν καί σκεπάσματα, ἄς ἀρκούμεθα εἰς αὐτά» (Ἀ΄ Τιμόθ. 6, 6 -7). Λοιπόν τό πρόγραμμά μας: Νά ἀποφεύγωμεν τά περιττά ὡς ἄχρηστα, νά ζητοῦμεν τά ἀναγκαῖα. Αὐτά διδάσκει ὁ Μέγας Βασίλειος. Καί ποῖος, τώρα, δέν θά ἐφαρμόσει τάς σοφάς του συμβουλάς;

Ρίζα ὅλων τῶν κακῶν ἡ φιλαργυρία

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.