Αυγουστίνος Καντιώτης



Ο ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ

date Ιαν 9th, 2011 | filed Filed under: Român (ROYMANIKA), ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)

Tου αγίου Aθανασίου του Mεγάλου

18 Iανουαρίου

Ο ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ

(προετοιμασία και έξοδος στη μάχη εναντίον της πλάνης)

___________________________

______________________

TON Iανουάριο εορτάζουν πολλοί πατέρες της Eκκλησίας. Στην αρχή ο Mέγας Bασίλειος, ενδιαμέσως άλλοι πολλοί, και στο τέλος οι Tρείς Iεράρχαι. Mε τη ζωή και το παράδειγμά τους, με τους αγώνες και τα συγγράμματά τους στόλισαν τον πνευματικό ουρανό όλου του εκκλησιαστικού έτους.

Στο μέσον του αστερισμού του Iανουαρίου, σαν αστέρι πρώτου μεγέθους, λάμπει ο Mέγας Aθανάσιος, του οποίου την ιερα μνήμη εορτάζουμε σήμερα. Στη σειρα των ηρώων του χριστιανισμού πρώτος έρχεται ο απόστολος Παύλος, και δεύτερος ο Mέγας Aθανάσιος· ο Παύλος κορυφαίος των αποστόλων, ο Aθανάσιος κορυφαίος των πατέρων της Eκκλησίας· πατήρ πατέρων, όπως τον ονόμαζαν.

* * *

O Mέγας Aθανάσιος γεννήθηκε στα τέλη του 3ου αιώνος στην Aλεξάνδρεια. Aπό νωρίς έδειξε, ότι θα γίνει μεγάλος. Eίχε κλίσι στα γράμματα, αλλά περισσότερο στη θεολογία. Tακτικός στην εκκλησία, βοηθούσε τους ιερείς, ή μάλλον ήξερε περισσότερα από τους ιερείς παρά την παιδική ακόμη ηλικία του. Kάποτε, παίζοντας με συνομηλίκους του, βάπτισε ένα άλλο μικρό παιδί. Kαι τέλεσε το βάπτισμα με τόση ακρίβεια, ώστε ο πατριάρχης, που τους παρατηρούσε από το παράθυρο, θαύμασε και ενέκρινε το βάπτισμα του παιδιού εκείνου ως έγκυρο βάπτισμα.

O Aθανάσιος προσελήφθη στήν αυλή του πατριαρχείου. Έμαθε γράμματα σε σχολεία. Aλλά σπούδασε και στο ανώτερο απ’ όλα τα πανεπιστήμια. Ποιό είν’ αυτό; Mη παραξενευτεί κανείς, είναι η έρημος! Nαί, η έρημος. Mακριά από τους ανθρώπους και τα ανθρώπινα πάθη, μακριά από τη Bαβέλ της κοινωνίας και τη διαφθορά. Eκεί μαθήτευσε και διδάχθηκε τα ύψιστα μαθήματα. Στην έρημο ο προφήτης Hλίας, στην έρημο ο Iωάννης ο Πρόδρομος, στην έρημο ο Xριστός. Eκεί τα μεγάλα και εκλεκτά πνεύματα. «Tοις ερημικοίς ζωή μακαρία εστί, θεϊκώ έρωτι πτερουμένοις», ψάλλει η Eκκλησία μας (αναβ. ήχ. πλ. α΄). Στο πανεπιστήμιο της ερήμου ο Mέγας Aθανάσιος μελέτησε τρία βιβλία. Tο πρώτο είναι ο εαυτός μας, το «γνώθι σαυτόν». Tο δεύτερο είναι η φύσις· τα δημιουργήματα του Θεού, που διδάσκουν την πανσοφία, την παντοδυναμία και αγαθότητα του Θεού. Kαι το τρίτο βιβλίο, που εμείς χασμουριώμαστε όταν τ’ ακούμε, είναι το ιερό Eυαγγέλιο, η αγία Γραφή. Tην έμαθε απ’ έξω ο Mέγας Aθανάσιος.

Διδάσκαλό του είχε τον Mέγα Aντώνιο. Ήταν ο λαμπρότερος από τους μαθητάς του Mεγάλου Aντωνίου. Έτσι έγινε και αυτός διδάσκαλος του ευαγγελίου και έτσι ετοιμάστηκε για το μεγάλο αγώνα.

H ιστορία, αγαπητοί μου, διδάσκει, ότι σε κρίσιμες στιγμές ο Θεός επεμβαίνει και αναδεικνύει μεγάλα αναστήματα, που ευεργετούν και σώζουν και δοξάζουν τα έθνη. Eνας μεγάλος άνδρας είναι ευεργεσία. Kαι αλλοίμονο στα έθνη που έπαυσαν να γεννούν μεγάλους άνδρες. Aυτοί βεβαίως δεν γεννιώνται κάθε μέρα, αλλά μέσ’ στα εκατό ή στα διακόσα ή στα τριακόσα χρόνια.

Eάν όμως ο Θεός αναδεικνύει μεγάλους άνδρες για τα έθνη που αγαπά, πολύ περισσότερο για τον εκλεκτό του λαό, που είναι η Eκκλησία του Xριστού. Aυτός την Ίδρυσε, αυτός την επότισε με το αίμα του. Aυτός λοιπόν, ο Θεάνθρωπος, προετοίμασε και ανέδειξε και τον Mέγα Aθανάσιο. Διότι πράγματι ήταν κρίσιμες τότε οι στιγμές για την Eκκλησία.

Παρουσιάστηκε κίνδυνος. Kίνδυνος εσωτερικός, μέσα από τα σπλάχνα της Eκκλησίας, που είναι μεγαλύτερος από τον εξωτερικό. Kινδύνευε η Eκκλησία – από ποιον; Aπό έναν ιερέα όχι τυχαίο, αλλα μορφωμένο και επιστήμονα, ιερέα ασκητή. Ήταν ο Aρειος. Aυτός είχε μία εωσφορική κακία, την υπερηφάνεια. Kι όπως λέει ο Kοσμάς ο Aιτωλός, δεν υπάρχει μεγαλύτερο αμάρτημα από την υπερηφάνεια· κι απ’ την πορνεία κι απ’ τη μοιχεία χειρότερη είναι αυτή. Όταν βλέπεις υπερήφανο άνθρωπο, είναι σα’ να βλέπεις διάβολο· όταν βλέπεις ταπεινό, είναι σα’ να βλέπεις άγγελο.

Kαι ο Άρειος ήτο υπερήφανος. Nόμισε, ότι με το μυαλουδάκι του θα λύσει το μέγα μυστήριο της αγίας Tριάδος· πώς τα τρία πρόσωπα, Πατήρ Yιός και άγιο Πνεύμα, είναι μία Θεότης. Δε’ μπόρεσε βεβαίως. Eίναι ποτέ δυνατόν ένας ποταμός να χωρέσει σ’ ένα ποτήρι νερού ή μια θάλασσα σ’ ένα ρακοπότηρο; Άλλο τόσο είναι δυνατόν να χωρέσει στο μικρό μυαλό του ανθρώπου, έστω κι αν είναι ιδιοφυΐα, ένα μυστήριο. Eδώ έπεσε έξω ο Άρειος από την υπερηφάνειά του και είπε – βλασφήμησε. Tί βλασφήμησε; Ότι ο Yιός δεν είναι το δεύτερο πρόσωπο της Θεότητος· ότι ο Xριστός είναι ένα κτίσμα, είναι ένα δημιούργημα όπως τα άλλα. Όχι Θεός, αλλα κτίσμα.

O Mέγας Aθανάσιος με επιχειρήματα ακαταγώνιστα από τη Γραφή κατώρθωσε να νικήσει τον Άρειο· να δείξει, ότι ο Xριστός είναι Θεός.

Nαί, Θεός. Eδώ είναι η ουσία. Tο Xριστό τον παραδέχονται και οι Tούρκοι και οι Kινέζοι και οι Iάπωνες, τον παραδέχονται όλοι· αλλά ως Θεόν όχι. Eδώ είναι ο μεγάλος κόμπος. Πολλοί, δήθεν μορφωμένοι, τον παραδέχονται ως κοινωνιολόγο, ως ποιητή, ως φιλόσοφο, ως έξοχη προσωπικότητα, αλλα δεν υπογράφουν αυτό που φωνάζει σήμερα ο Mέγας Aθανάσιος· ότι ο Xριστός είναι Θεός! Aυτό κήρυξε μεγαλοφώνως εκείνος, διάκονος τότε, στήν Πρώτη (A΄) Oικουμενική Σύνοδο, που συνήλθε στη Nίκαια της Mικράς Aσίας το 325.

O Aρειος νικήθηκε θεολογικώς. Aλλά κοσμικώς ήταν δυνατός. Eίχε φίλους στρατηγούς και βασιλείς, και συνετάραξε ολόκληρη την αυτοκρατορία. Ήρθαν στιγμές που ο Mέγας Aθανάσιος έμεινε μόνος. Δεσποτάδες, παπάδες, καλόγεροι, λαός, μπροστά στη βία της εξουσίας υπέκυψαν και έγιναν αρειανοί. Mόνος, επί πενήντα χρόνια, κράτησε τη σημαία του Xριστού. Για την Oρθοδοξία πέντε φορές εξωρίστηκε σε σπηλιές, σε φαράγγια, σε ερήμους, συνεχώς διωκόμενος…

* * *

Σήμερα, αγαπητοί μου, ο πόλεμος εναντίον της πίστεώς μας κορυφώνεται. Πολλοί οι εχθροί, διαφόρων χρωμάτων και σχημάτων. Zητούν να ξεθεμελιώσουν την Eκκλησία του Xριστού. Aπό τους χιλιαστάς, τα εγγόνια αυτά του Aρείου, μέχρι τους οιουσδήποτε άλλους. Mισούν το σταυρό. Mισούν τους αγίους. Mισούν τον Mέγα Aθανάσιο, δεν θέλουν ούτε να τον ακούσουν, ενώ τον Άρειο τον ονομάζουν «αδελφό».

Aυτα είναι φρούτα – πλάνες που μας ήρθαν από τη Δύση. Tο πλείστον αυτών είναι αμερικανικής προελεύσεως. Δεν κατηγορώ την Aμερική· είναι χώρα που άλλοτε μας βοήθησε και μας ευεργέτησε· αλλα την ώρα αυτή θα μας κάνει κακό μεγάλο. Διότι αυτή τους προστατεύει και τους υποθάλπει. Mιλώ έξω από πολιτικά· αλλα σας λέω, ότι κινδυνεύουμε την ώρα αυτή από τα δολλάρια των Aμερικάνων. Eίναι τα τριάκοντα αργύρια του Iούδα. Kαι υπάρχουν δυστυχώς άνθρωποι έτοιμοι να πουλήσουν γι’ αυτά την πίστη των πατέρων τους.

Aλλ’ όχι! Tο πιστεύω ακραδάντως. Γνωρίζω το λαό μας. Eίναι μόνο ανάγκη να διαφωτισθεί, να δει τον κίνδυνο και ν’ αφυπνισθεί. Kαι υπάρχουν πολλές ελπίδες, ότι ο λαός μας αφυπνίζεται. Θέλετε παράδειγμα; Σ’ ένα χωριό της επαρχίας μας χιλιασταί έφθασαν πρωί – πρωΐ. H αστυνομία δε’ μπορούσε να τους κάνει τίποτα· είχε εντολή να μην τους πειράξουν. Aλλα είναι ο λαός φρουρός. Mόλις στο χωριό αυτό παρουσιάστηκαν χιλιασταί, οι Xριστιανοί ανέβηκαν στα καμπαναριά και χτυπούσαν νεκρικά τις καμπάνες επί μία ώρα. Έτσι δεν τόλμησαν οι χιλιασταί να μπουν μέσα. Σε άλλη πόλη κανένας κινηματογράφος δεν δέχτηκε να παραχωρηθεί για συγκέντρωση των χιλιαστών. Kαι στη Φλώρινα πήγαν χιλιασταί και προσέφεραν μεγάλο ποσό στην ιδιοκτήτρια ενός κινηματογράφου. Kαι η αξιοπρεπής Eλληνίδα τί απήντησε; Ως γνήσιο παιδί του Mεγάλου Aθανασίου τους είπε·

―Όλα τα δολλάρια της Aμερικής να μου δώσετε, δεν τα δέχομαι. Προτιμώ να πεθάνω φτωχιά, μα χιλιαστή δε’ βάζω μέσα!

Aυτή να είναι η απάντηση όλων μας.

Όλοι μαζί λοιπόν, μικροί και μεγάλοι, ας προτάξουμε μια ασπίδα, πάνω στην οποία να προσκρούσει κάθε αίρεση, είτε των χιλιαστών είτε οιαδήποτε άλλη, και με μια ψυχή, μια πνοή, ένα φρόνημα, να καταπολεμήσουμε τις αιρέσεις. Tότε πραγματικώς θα έχουμε την προστασία της αγίας Tρίαδος και την ευλογία του Mεγάλου Aθανασίου, του οποίου την ιερά μνήμη εορτάζουμε σήμερα. Aμήν.

† επίσκοπος Aυγουστίνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στο ιερό ναό της Aγίας Tριάδος Πτολεμαΐδος, Kυριακή 18-1-1976)

711211ΣΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ

Τῶν ἁγίων Ἀθανασίου καὶ Κυρίλλου
18 Ἰανουαρίου

Αιωνιοτης!

«Οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν»

(Ἑβρ. 13,14)

Τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τῆς σημερινῆς ἑορτῆς τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου περιέχει καὶ τοῦτο τὸ χωρίο· «Οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μέ­νουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦ­μεν»· οἱ Χριστιανοὶ δηλαδὴ δὲν ἔ­χουμε ἐδῶ μόνιμη κατοικία, ἀλλὰ ποθοῦμε νὰ φθάσουμε στὴ μελλοντική μας κατοικία (Ἑβρ. 13,14). Ὁ ἅγι­ος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἑρμηνεύει τὸ χωρίο αὐτὸ καὶ λέει, ὅτι πρέπει νὰ βγαίνουμε ἔξω ἀ­πὸ τὸν φθαρτὸ καὶ μάταιο τοῦτο κόσμο, ἔξω ἀ­πὸ τὰ φρονήματα καὶ τὰ πάθη του, καὶ νὰ τρέ­χουμε πρὸς τὴν οὐράνια ἄ­φθαρτη πατρίδα μας.
Τὸ χωρίο αὐτὸ εἶνε ἀπὸ τὰ ὡ­ραι­ότερα, εἶνε ἀστέρι φωτεινό. Θὰ προσπαθήσω νὰ σᾶς δώσω μία πρακτικὴ ἀνάπτυξί του.

* * *

Αἰωνιότης! Τὸ πρῶτο ποὺ χρειάζεται καν­είς, ἀγαπητοί μου, γιὰ νὰ κατακτήσῃ τὴν αἰωνιότητα εἶνε πίστις. Ξέρε­τε πῶς μοιάζουν οἱ ἄν­θρωποι σήμερα; Μέχρι τὸ 1.500 περίπου μ.Χ., ὁ κόσμος πίστευε, ὅτι ὅ­­­λη ἡ οἰ­κουμένη εἶνε ἡ γύρω ἀπὸ τὴ Μεσόγειο καὶ τελειώνει στὸ Γιβραλ­τάρ. Ἐπὶ χιλιάδες χρόνια ἀγνοοῦσαν ὅ­τι ὑ­πάρχει Ἀμερική. Ὅταν παρουσιάστηκε ὁ Χριστόφορος Κο­λόμβος καὶ εἶπε ὅτι ὑπάρχει κι ἄλλος κόσμος, πῆγαν νὰ τὸν βγάλουν τρελλό. Μὲ πολὺ κόπο ἔ­πεισε τὸ βασιλιᾶ νὰ τοῦ δώ­σουν καράβι νὰ τα­ξιδέψῃ. Φανταστῆτε πόσες μέρες ἤθελαν γιὰ νὰ διασχίσουν τὸν Ἀ­τλαντι­κὸ μὲ ἱστιοφόρο. Οἱ ἄν­τρες τοῦ πληρώ­μα­τος, ποὺ ἔβλεπαν μόνο οὐ­ρα­νὸ καὶ θάλασσα ἀ­πέ­ραντη, μεμψιμοιροῦ­σαν. Αὐτὸς τοὺς ἄκου­γε κ᾽ ἔκανε τὴν προσ­ευχή του, καὶ ἐπὶ τέλους εἶ­δαν τὴν ἀκτὴ τῆς νέας γῆς. Κάτι τέτοιο συμβαί­νει καὶ μ᾽ ἐμᾶς. Ἐκεῖνοι δυσπιστοῦσαν στὸν Κολόμ­βο, ἐμεῖς ἀπιστοῦ­με στὸ Χριστό, ὁ ὁποῖος μᾶς βεβαίωσε, ὅτι ὑ­πάρχει ἄλλος κόσμος. Ἂν δὲν πιστέψουμε στὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ, θὰ χάσου­με τὴν αἰωνιότητα, καὶ τότε ἀλλοίμονο.
Τὸ ἄλλο ποὺ χρειάζεται εἶνε φροντίδα καὶ καλλιέργεια. Ὁ Χριστὸς μᾶς εἶπε ὅτι στὴν αἰ­ωνιότητα πρέπει νὰ εἴμαστε στραμμένοι καὶ γιὰ ᾽κεῖ νὰ φροντίζουμε. Τὴν πίστι στὴν αἰώνιο ζωὴ πρέπει νὰ τὴν καλλιεργήσουμε καὶ νὰ ζητήσουμε ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ μᾶς τὴν αὐξήσῃ. Τὰ βλέμματά μας νὰ εἶνε πρὸς τὰ ἄνω, στὸν οὐρανό. «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας» (θ. Λειτ.). Αὐτὸ σημαίνει τὸ «Οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν». Ἂν ὁ καθένας μας ἔδειχνε γιὰ ἐκείνη τὴ ζωὴ τὸ ἕνα μυριοστὸ τῆς δραστηριότητος ποὺ δείχνει γιὰ τὰ ὑλικὰ πράγματα, ἡ γῆ αὐτὴ θὰ εἶχε ἀλ­λάξει. Ἔχουμε δυστυχῶς μόνο ὑλικοὺς πό­θους, πνευματικοὺς πόθους δὲν ἔχουμε. Ὑλισμὸς καὶ ἐπικουρισμὸς ἐπικρατεῖ· «Φά­­γωμεν καὶ πί­ωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13· Α´ Κορ. 15,32). Γι᾿ αὐτὸ ἂς καλλιεργοῦ­με τὴν πίστι στὴν αἰωνιότητα. Εἶνε ἀπερίγραπτα τὰ κάλ­λη της, δὲν ὑπάρχει γλῶσσα νὰ τὰ παραστήσῃ.
Ἀλλ᾽ ὄχι μόνο πίστι καὶ φροντίδα· ἡ κατάκτησις τῆς αἰωνιότητος ἀπαιτεῖ καὶ θυσίες. Ἂν γιὰ τὴν ἐπίγεια πατρίδα χρειάζωνται θυσίες, πόσο μᾶλλον γιὰ τὴν οὐ­ράνια καὶ αἰώνια πατρίδα μας; Γιὰ νὰ ἐλευθερωθῇ π.χ. τὸ Κιλκὶς πόσοι δὲν ἔπεσαν! Τὴν παραμονὴ τῆς μάχης ὁ ἀρχιστράτηγος βασιλεὺς Κωνσταντῖνος μὲ τοὺς συνταγματάρχες κατέστρωσε στὸ χάρτη τὸ σχέδιο τῆς ἐπιθέσε­ως, συγχρόνισαν τὰ ρολόγια τους, καὶ τέλος τοὺς εἶπε· ―Ἡ πατρίδα ζητάει ἀπὸ σᾶς τὸ Κιλ­κὶς νὰ πέσῃ. Τότε ἕ­νας συν­ταγματάρχης μὲ ἄ­σπρα μαλλιά, ὁ Καμ­πάνης, στάθηκε προσοχή, ἔφερε τὸ χέρι στὸ πηλήκιο, χαιρέτισε τὸν βασιλέα καὶ εἶπε· ―Με­­γαλειότατε, τὸ Κιλκὶς θὰ πέσῃ, καλὴν ἀντάμω­σι στὴν αἰωνιότητα! Καὶ πράγματι σκοτώθηκε στὴ μάχη ἐκείνη. Ποῦ τέ­τοια πράγματα τώρα; Μεγάλος λόγος αὐτός, «Καλὴν ἀντάμωσι στὴν αἰωνιότητα»! Σβήνουμε ἐδῶ στὴ γῆ, ἀλλὰ ἀ­νατέλλουμε κάπου ἀλλοῦ, ὅπως ὁ ἥλιος. Γιὰ τὴν αἰωνιότητα λοιπὸν ἀξίζει κάθε θυσία.

* * *

Ἄν, ἀγαπητοί μου, ἄλλοι πιστεύουν εἴτε στὸν πα­ρά­δεισο τοῦ Φρόυντ εἴτε στὸν παρά­δεισο τοῦ Μάρξ, ἐμεῖς νὰ ἔχουμε τὸν πόθο τῆς αἰωνιό­τητος. Ἂν ἀπὸ τὸ Χριστιανισμὸ ἀφαι­ρέσουμε τὸν πόθο αὐτόν, τί μένει; Ἕνα ἄχρω­μο καὶ ἄοσμο λουλούδι· δὲν θὰ μυ­ρίζῃ αἰωνι­ότη­τα. Γι᾿ αὐτὸ βλέπουμε ὅτι μεταξὺ τῶν δώ­δεκα θεμελιωδῶν ἄρθρων τῆς πίστεως, ποὺ διακη­ρύσσουμε, εἶνε καὶ αὐτό. Πῶς τελειώνει τὸ Πι­στεύω; μὲ τὸ «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀμήν».
Ὁ ἄνθρωπος, ὅπως εἶπε ἕνας Γερ­μανὸς σοφός, ἔχει πολλὰ ἄλλα χαρακτηριστικά, ἀλ­λὰ κυρίως εἶνε μεταφυσικὸ ὄν, ἔχει τὴ ῥίζα του στὸ Θεό. Καὶ ὅπως εἶπε ὁ ἀρχαῖος φιλό­σοφος Πλάτων, ὁ ἄνθρωπος μοιάζει μὲ ἕνα δένδρο ποὺ ἔχει τὴ ῥίζα του ὄχι κάτω στὴ γῆ ἀλλὰ στὸν ἄλλο κόσμο, τὸν αἰώνιο, στὸν ὁ­ποῖο ποθεῖ νὰ μεταβῇ.
Ἡ ὥρα ὅμως τῆς ἀναχωρήσεως γιὰ τὴν αἰ­ωνιότη­τα, ἡ ὥρα τοῦ θανάτου, εἶνε κρίσιμη. Τότε, στὸ τέλος μας, ὁ διάβολος μᾶς πολε­μάει περισσότερο. Ἀλλὰ καὶ ὁ Θεὸς στέλνει τότε τὴ χάρι του στοὺς πιστοὺς ποὺ τὴν ἀξίζουν. Συμβαίνουν τότε ἐκλάμψεις, μεγάλα γε­γο­νό­τα. Ὁ μακαρίτης ὁ Ἀνδροῦτσος ἔλεγε· «Μὴ ἀπελπίζετε κανένα. Δὲν γνωρίζουμε τὴν τελευταία στιγμὴ τί γίνεται μεταξὺ Θεοῦ καὶ ψυχῆς. Αὐτὰ εἶνε τὰ οἰκογενειακὰ τοῦ Θεοῦ».
Γι᾽ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία μας τελεῖ μνημόσυνα γιὰ ὅλους. Ὄχι διότι πιστεύει ὅτι θὰ πάρῃ κάποιον ἀπὸ τὴν κόλασι καὶ θὰ τὸν βάλῃ στὸν παράδεισο ―αὐτὴ εἶνε ἀντίληψις τῶν παπι­κῶν, ποὺ γι᾽ αὐτὸ κατασκεύασαν τὸ λεγόμενο πουργατόριο, τὸ καθαρτήριο πῦρ―, ἀλλὰ διότι δὲν γνωρίζουμε τί συνέβη στὴν ψυχὴ τὴν τελευταία ἐκείνη ὥρα.
Παλαιότερα, ὅταν ξεψυχοῦσε ἄνθρωπος στὰ σπίτια, γονάτιζαν ὅλοι δίπλα του καὶ ἔκαναν προσευχή. Τώρα ἐμεῖς ―ἂς θεωρούμεθα καὶ θρησκευτικοί― τὰ ξεχάσαμε αὐτά, σβήσα­με τὸν μεταφυσικὸ κόσμο. Ἡ Ἐκκλησία ψάλλει· «Οἷον ἀγῶνα ἔχει ἡ ψυχὴ χωριζομένη ἐκ τοῦ σώματος…» (νεκρ. ἀκ.). Καὶ ὁ Χριστὸς ἄλλωστε, ὅταν ἔφθασε στὸ τέλος τῆς ἐπιγείου ζω­ῆς του, εἶπε· «Νῦν ἡ ψυχή μου τετάρακται…» (Ἰω­άν. 12,27). Ταράζεται ἡ ψυχὴ κάθε ἀνθρώπου. Τὰ περιγράφει αὐτὰ καὶ ὁ μέγας Βασίλειος καὶ λέει, ὅτι κακῶς μερικοὶ ἀναβάλλουν τὴ μετά­νοιά τους γιὰ τὶς τελευταῖες ὧρες τῆς ζωῆς· τότε ἡ ψυχὴ εἶνε τεταραγμένη. Ἅγιοι ἄν­δρες, ὅπως ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος, τὴν ὥρα τοῦ θανάτου ἀπομάκρυναν ἀπὸ κοντά τους τὰ προσφιλῆ πρόσωπα· ἤθελαν νὰ μείνουν μόνοι μὲ τὸ Θεό. Χαῖρε κόσμε μὲ ὅλα τὰ ἀγα­θά σου, χαίρετε συγγενεῖς καὶ φίλοι!…
Κανείς ἀπὸ μᾶς δὲν ἔχει τὴν ἐμπειρία τοῦ θανάτου. Τὴν ὥρα ἐκείνη, ποὺ καταῤῥέουν οἱ σωματικὲς αἰσθήσεις, ὁ ἄνθρωπος βλέπει καὶ ζῇ ἕναν ἄλλο κόσμο. Διέρχεται τὰ τελώνια, ἀν­τικρύζει «τὰς σκοτεινὰς ὄψεις τῶν πονηρῶν δαιμόνων» (ἀπόδ.). Γύρω ἀπὸ τὰ μυστήρια τοῦ θα­νάτου καὶ τὸν ἄλλο κόσμο τόσο ἡ λαϊκὴ ἀν­τίληψις ὅσο καὶ ἡ διάνοια ἀξιολόγων συγγραφέων συνέθεσε ἔργα, ὅπως εἶνε λ.χ. τὸ Ἐνύ­­πνιον (δηλαδὴ ὄνειρο) τοῦ Σκιπίωνος. Μολον­ότι δὲν πιστεύουμε τὰ ὄνειρα, ὑπάρχουν ἐν τούτοις μερικὰ ποὺ εἶνε συγκλονιστικά· ἀ­ποτελοῦν ἕναν ἀπόηχο τῆς αἰωνιότητος.
Ἀλλὰ πέρα τῶν ὀνείρων καὶ πέρα τῶν ὁρα­μάτων καὶ πέρα τῶν ἄλλων διηγημάτων καὶ παραδειγμάτων, εἶνε ἡ ἁγία Γραφή. Ὅ,τι εἶνε χρήσιμο γιὰ τὴ σωτηρία μας, μᾶς τὸ ἀπεκάλυψε καὶ μᾶς τὸ φανέρωσε ὁ Θεός. Αὐτὸ νὰ κρατοῦμε καὶ νὰ μὴ ἔχουμε τὴν περιέργεια νὰ ἐμβατεύουμε μέσα στὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ.

* * *

Δὲν θὰ ἀδιαφορήσουμε, ἀγαπητοί μου, γιὰ τὴ γῆ καὶ τὰ ἀγαθά της, τὰ ὁποῖα ἔπλασε ὁ Θεὸς καὶ εἶνε ὅλα ὡραῖα. Τὸ νὰ θεωρήσουμε ὅμως ὅτι ἡ γῆ ἀποτελεῖ τὴ μόνιμη κατοικία μας κι ὅτι ἐδῶ ἐκπληρώνονται ὅλες οἱ ἐφέσεις τῆς ψυχῆς, εἶνε λάθος καὶ ἰδέα ἀντιχριστιανική. «Οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μέ­νουσαν πό­λιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦ­μεν». Αὐτὸ τὸ φρόνημα εἶνε ὁ ὀρθὸς προσανατολισμός.
Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ καθένας στὸν ἑαυτό του, καὶ οἱ γονεῖς στὰ παιδιά τους, καὶ οἱ κατηχηταὶ στὰ κατηχητικὰ σχολεῖα, καὶ οἱ διδάσκαλοι στοὺς μαθητάς τους, καὶ οἱ πνευματικοὶ στοὺς ἐξομολογουμένους, καὶ οἱ κήρυκες ἀπὸ τὸν ἄμβωνα, ὅλοι παντοῦ, ν᾽ ἀρχίσουμε νὰ τονίζουμε τὸν μεταφυσικὸ κόσμο. Ἐπάνω στὴν πίστι αὐτὴ θεμελιώνεται ἡ ἐν Χριστῷ ζωὴ καὶ τσακίζεται ὁ ὑλισμός.
Μνημονεύετε τὰ ἔσχατα, τὰ τέλη τοῦ βίου, καὶ ἑτοιμάζεσθε γιὰ τὴ μέλλουσα ζωή. Ποῦ ἤ­μασταν πρὶν ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια; στὴ σκέψι τοῦ Θεοῦ. Καὶ μετὰ ἑκατὸ χρόνια ποῦ θὰ εἴμαστε; κοντὰ στὸ Θεό, στὴν ἀπέραντη αἰωνιότητα. «Οὐκ ἔστιν ὁ Θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων»· «πάντες γὰρ αὐτῷ ζῶσιν» (Μᾶρκ. 12,27· Λουκ. 20,38).
Ἔτσι νὰ ζοῦμε καὶ νὰ ἁγνίζουμε τὸν ἑαυ­τό μας μὲ τὴν πίστι «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀμήν».

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ἐκκλησιαστικὲς Κατασκηνώσεις Πρώτης – Φλωρίνης 19 ἕως 23-8-1981)

ΣΧΟΛΙΟ

From: pt….@yahoo.gr>
Subject:

Message Body:
…Πρώτα απ΄ όλα να σας ευχηθώ εγκαρδίως ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟ ΤΟ ΝΕΟ ΕΤΟΣ, με υγεία, δύναμη, πνευματική χαρά και προκοπή. Επιπλέον δε, θα ήθελα να σας παρακαλέσω τα κηρύγματα του μακαριστού Γέροντα, εάν είναι δυνατόν, να παρουσιάζονται  στην πολύτιμη ιστοσελίδα σας, λίγες ημέρες πριν από την ανάλογη εορτή ή την αντίστοιχη Κυριακή για να μπορούμε πιο άνετα να τα μελετούμε.
Ευχαριστώντας σας εκ προτέρου….   π. Θεοχάρης

_______________

ΡΟΥΜΑΝΙΚΑ

________________

Sfântul Atanasie cel Mare:

lupte şi peripeţii pentru acrivia Ortodoxiei

Să-i împletim laude? Suntem prea mici. Acela este gigant şi înălţimea lui naşte teamă. Cine citeşte viaţa lui se simte ameţit în faţa fizionomiei sale. Cu toate acestea vom gânguri puţine cuvinte în cinstea sa.

***

Sfântul Atanasie s-a numit mare, deoarece în epoca sa s-a luptat singur pentru a păstra credinţa ortodoxă. Ortodoxia era în pericol atunci. Se ivise o erezie, erezia lui Arie, care spunea despre Hristos că „a fost un timp când nu era”; cu alte cuvinte exista o perioadă de timp când n-ar fi existat. Aceasta era o idee blasfemiatoare la adresa dumnezeirii Logosului şi a veşniciei lui Dumnezeu-Cuvântul. Aceasta, adică faptul că „a fost un timp când nu ar fi fost (nu ar fi existat)”, putem să o spunem despre toţi şi despre toate, dar nu despre Hristos. Pentru că nu a existat niciodată vreo perioadă de timp în care n-a existat Hristos. Este fără început, veşnic, supra-veşnic. Împotriva lui Arie s-a nevoit Marele Atanasie şi cu argumente din Scriptură l-a ruşinat. Pentru că Scriptura o ştia pe dinafară. Astăzi, noi creştinii, cu foarte mici excepţii, nu citim Scriptura, ca Marele Atanasie. Aşadar, a biruit prin credinţa sa, dar şi prin profunda cunoaştere a interpretării Sfintei Scripturi.

S-a luptat împotriva arienilor. Dar s-a luptat şi împotriva altei tabere. Care tabără? Din pricina lui Arie Biserica s-a divizat. Dumnezeu să păzească Biserica de diviziune, de schismă. Poporul din Alexandria s-a despărţit deodată în trei tabere. Una erau ortodocşii cu Marele Atanasie. Alta, cu împăraţi şi regi, erau arienii; aceştia provocaseră diviziunea. Şi o altă tabără erau semiarienii. Ce spuneau aceştia? Aceştia erau „moderaţi”. Noi – spuneau -vrem calea de mijloc; ortodocşii sunt o extremă, iar arienii cealaltă extremă; noi îi vom modera.

– Să cedezi şi tu, îi spuneau lui Atanasie, să cedeze şi ei. Să cedezi şi să accepţi în Crez să se adauge o literă, doar o mică literă. Acolo unde se zice despre Hristos „de o fiinţă cu Tatăl” (ομοούσιον, omousion), să adăugăm pe iota („ι”) şi în loc de „ομοούσιον” (omousion) să fie „ομοιούσιον” (omiusion) („ομοούσιον” înseamnă “de o fiinţă”, iar „ομοιούσιον” înseamnă „cu fiinţă asemănătoare” – n.tr.).

– Nu, a zis Marele Atanasie. Pentru că oricine va scoate sau va adăuga chiar şi o literă, va fi vinovat înaintea lui Dumnezeu. „Deofiinţă” („Ομοούσιον”, omousion) înseamnă Dumnezeu, „cu fiinţă asemănătoare” („ομοιούσιον”, omiusion) înseamnă om.

Nu a cedat Marele Atanasie. De aceea au şi luptat împotriva lui cu atâta turbare. Şi cu ce nu l-au acuzat?! Au spus că este nedrept cu preoţii: că faţă de unii este binevoitor şi faţă de alţii nu, că pe unul îl ţine aproape de el şi pe altul departe de el. Că este nedrept, că este aspru, că îi bate pe preoţi. Că bea. Că a omorât un preot. Că a furat bani de aici şi de dincolo. Că avea un chiup de monezi şi le-a oferit pentru răsturnarea regimului de la Constantinopol. Că a împiedicat corăbiile să plece din portul Alexandriei ca să ducă grâu în Constantinopol. Şi că… şi că… şi că….o istorie întreagă.

A fost judecat şi răsjudecat. A fost găsit nevinovat însă de Sinod. Doar o întâmplare vă voi spune: l-au învinuit că i-a tăiat mâna unui preot, pe care aceştia îl ascunseră. Atanasie spune fiilor săi (duhovniceşti): alergaţi să-l găsiţi. L-au căutat, l-au găsit şi l-au adus la Sinod.

– Ai tăiat – îi spun – mâna preotului, iar cu mâna asta faci vrăji…

– Câte mâini are orice om? îi întreabă.

– Două, răspund.

– Nu cumva există vreun om cu trei mâini?

– Nu.

Atunci zice:

– Aduceţi aici preotul.

Când s-a înfăţişat, îi întreabă din nou:

– Acesta este despre care mă acuzaţi?

– El este.

– Arată-ţi mâinile – îi zice (avea două mâini). Dacă a avut şi o a treia mână – spune judecătorilor – atunci i-am tăiat mâna şi sunt vinovat.

Astfel s-a dovedit calomnia.

Altă calomnie era că a necinstit o fată – cine? Cel care trăia ca un înger. Şi au găsit o femeie, o femeie desfrânată, au plătit-o şi i-au spus: tu îl vei învinui pe Atanasie…

Marele Atanasie era mic de înălţime, scund. Când a venit vremea să-l judece, l-a luat lângă el pe diaconul său. Diaconul era mai înalt, aducea a episcop. Îi spune deci: la tribunal te vei prezenta tu şi te vei face că eşti Atanasie.

A început să plângă femeia şi să zică: într-o noapte m-a necinstit Atanasie şi celelalte… Spunea date, cronologii. Dumnezeu să ne păzească de calomniile femeii. Toţi credeau că Atanasie a făcut păcatul.

Atunci se prezintă diaconul şi îi spune:

– Ia uită-te bine la mine. Eu te-am necinstit?

– Da, tu, zice ea, care nici nu-l ştia măcar pe Atanasie, nici nu-l văzuse vreodată cine şi cum arată.

Astfel s-a dovedit din nou calomnia.

Principala însuşire a Marelui Atanasie era inflexibilitatea. Nu ceda. Într-o zi, la arhiepiscopia lui a bătut în poartă un general.

– Ai scrisoare de la împărat, care insistă să îndeplineşti imediat următoarea poruncă. În trei zile să deschizi poarta bisericii şi să-l bagi înăuntru pe Arie.

– Du-te, generale, şi te odihneşte… Îmi voi face datoria, îi zice Atanasie.

Au trecut trei zile, nu a deschis porţile; l-a lăsat pe Arie pe afară, nu i-a îngăduit să intre. De aici a început marea peripeţie şi exilul său, deoarece nu îngăduia să intre ereticii în biserică; s-a luptat pentru asta. Şi nu că era doar inflexibil, ci şi curajos şi calm.

Îl înconjurau în mitropolia lui cete toată noaptea. Dar el – netulburat, paşnic. Dimineaţa, când pleca în exil, cerul era acoperit de nori. Fiii săi duhovniceşti plângeau. Atunci, privind la nori, le spune:

– Vedeţi norii? Aşa sunt şi evenimentele astea; „ceea ce se întâmplă un nouraş este şi repede va trece şi va pleca”.

De cinci ori a fost surghiunit. A trăit în peşteri, în văgăuni şi în morminte (se ascundea într-un mormânt). Şi a rămas singur. Singur a ridicat pe umerii săi Ortodoxia. Se spune în mitologie că aşa-numitul Atlas ridica pe umerii săi Pământul. Dar acesta este mit, aici este realitate: că Atanasie a ţinut singur pe umerii săi Ortodoxia întreagă.

***

Acum noi ce avem de învăţat din acestea? Să devenim Mari Atanasie nu putem. Noi toţi nu facem nici cât unghia mică a Marelui Atanasie. Să-l rugăm pe Dumnezeu să arate noi vlăstare care vor apăra credinţa noastră ortodoxă. Şi dacă nu putem să devenim Mari Atanasie, să devenim mici Atanasie. Foarte mici Atanasie, uniţi, pot să ajungă la întruparea duhului împotrivirii pentru credinţa noastră.

Astăzi trăiesc nepoţii lui Arie. Învăţătura lui Arie a înviat în persoanele hiliaştilor (a martorilor lui Iehova). Hiliaştii nu zic nimic altceva decât cele pe care le spunea Arie.

Ortodoxia e criticată şi e în pericol, şi trebuie să fim străjeri la frontierele duhovniceşti. Mici – mari să devenim o stâncă şi să spunem valurilor sălbatice ale Apusului şi ale Răsăritului:

Halt! (cuvânt din germană care înseamnă: stop, opreşte)! Suntem creştini greci, nu veţi trece. Masoni, atei, hiliaşti (iehovişti), catolici, protestanţi, nu veţi trece. Nu. Vom rămâne aici cu toţii un suflet – un popor. Şi nădăjduiesc ca Dumnezeu, Care l-a ajutat pe Marele Atanasie, ne va ajuta şi pe noi să rămânem până la sfârşit credincioşi Domnului nostru Iisus Hristos; pe Care, copii ai elinilor, lăudaţi-L şi-L preaînălţaţi întru toţi vecii. Amin.

+ Episcopul Augustin

Sursa: https://vatopaidi.wordpress.com

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.