Αυγουστίνος Καντιώτης



ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΓΕΡΟΥ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗ & THΣ ΜΑΡΙΚΑΣ ΣΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ & Η ΠΡΩΤΗ ΨΥΧΡΟΛΟΥΣΙΑ 2) MIA OIKOΓΕΝΕΙΑ ΠΟΥ ΡΙΜΑΞΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ – Η Ντορα Μπακογιαννη: «Η Τουρκια εχει ακρογιαλιες ατελειωτες πανω στο Αιγαιο, αρα εχει καποιο δικαιωμα κι εκεινη… Aνιστοριτη, που χωνεις την μουρη σου παντου! Τα παραλια που έχει η Τουρκια ήταν Ἑλλαδα. Έσφαξε τους Ελληνες για να τα αποκτησει. 3) ΟΙ ΔΙΩΞΕΙΣ & Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΑΜΑΜΑ

date Απρ 6th, 2023 | filed Filed under: ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΑΝΘΕΛΛΗΝΕΣ

ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΓΕΡΟΥ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗ, THΣ ΜΑΡΙΚΑΣ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΤΟΥ ΣΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ & Η ΠΡΩΤΗ ΤΟΥΣ ΨΥΧΡΟΛΟΥΣΙΑ

Μητσ. Φλ. ιντΟ Μητσοτάκης επισκέφτηκε την Φλώρινα σαν πρωθυπουργός, είχε μαζί του και την γυναίκα του Μαρίκα. Και όπως είναι εθυμοτυπία πηγε να συνατήση τον Μητροπολιτη Φλωρινης Αυγουστινο Καντιώτη, στο γραφεῖο του.
Ο π. Αυγουστῖνος βρισκόταν στον επάνω όροφο της Μητροπόλεως, στο δωμάτιό του και διάβαζε. Τον ειδοποίησαν και κατέβηκε. Μπαίνοντας εὶδε την γυναίκα του Μητσιοτάκη να κάθεται σταυροπόδι, και αντι για καλημέρα, απευθύνθηκε σε αυτην και είπε αυστηρα: Κατέβασε κάτω το πόδι σου. Τους έπιασε όλους ψυχρολουσία. Τότε του ειπαν ότι έχει πρόβλημα το πόδι της, για αυτό καθεται έτσι. Τότε ζήτησε συγνώμη ο Μητροπολίτης.
Οταν μια μάνα βγάλει καλά παιδια την μακαρίζουν οι άνθρωποι, όταν βγάλει απληστα, αχορταγαν, που ριμάζουν την κοινωνία και την Ελλάδα, για να γεμίσουν τις τσέπες τους, την καταριῶνται. Την μάνα των Μητοτσακέων την μακαριζουν οι Ελληνες ή την καταριωνται;  Δεν απαντοῦμε εμεῖς, επειδη έχει πεθάνει, ας απαντηση ο κάθε αναγνώστης και ας πράξει ότι τον φωτίση ο Θεός, για να βάλει φρένο σε κάθε μασώνο και κακοποιο στοιχεῖο.

589345584235671765gogba2) Ντορα Μπακογιαννη: Πιεζει για…
δικαιωματα της Τουρκιας στο Αιγαιο

Σοκ από τις δηλώσεις της αδελφής του πρωθυπουργού: «Πρέπει να πούμε την εικόνα στον κόσμο, για να ξέρει ποια είναι»Διαβαστε:

https://www.triklopodia.gr/%ce%bd%cf%84%cf%8c%cf%81%ce%b1-%ce%bc%cf%80%ce%b1%ce%1-%ce%b4%ce%b9%ce%ba%ce%b1%ce%b9%cf%8e/

Ακου τι είπε:

«Η Τουρκία έχει ακρογιαλιές ατελείωτες πάνω στο Αιγαίο, άρα έχει κάποιο δικαίωμα κι εκείνη πάνω στο Αιγαίο. Είναι κουβέντα αυτονόητη για όποιον ασχολείται».

Κυρά μου, φτάνει που καταβρόχθησες την Ελλάδα εσύ και το σόϊ σου. Θα σου βγουν από τις μυτες σου αυτά που έφαγες, πανε στην Τουρκία για να περάσης καλά. Κουμάντο στην Ελλάδα δεν θα κάνεις, φτάνει πιά.
Τα παράλια που έχει η Τουρκία ήταν Ἑλλάδα και έσφαξε τους Ελληνες για να τις αποκτήση

589345584235671765gogba

3) ΟΙ ΔΙΩΞΕΙΣ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΑΜΑΜΑ

από το χωρίο Εσταγιε της Τρίπολης στην Σεβάστεια

Είναι μια αληθινή ιστορία που έζησε ένα μικρο κορίτσι που τον Νοέμβριο του 1916 εξορίστηκε μαζί με τους γονείς της και άλλους 3000 συγχωριανούς της από το χωρίο Εσταγιε της Τρίπολης στην Σεβάστεια και χάθηκε μέσα στην αναμπουμπούλα που επεκράτησε από την στιγμή της συγκέντρωσης των κατοίκων της υποχρεωτικής πορείας των γυναικόπαιδων από το Espiye Tirebolu έως την πόλη της Σεβαστείς (Sivas) 315 χλμ μέσα από κακοτράχαλα βουνά και από υψόμετρο στο επίπεδο της θάλασσας στα 1285 μέτρα που είναι η Σεβάστεια.

Ανεξάρτητα από την ηλικία η κατάσταση που έζησαν οι Έλληνες ειναι δραματική ήταν φανερό ότι στίχος ήταν η φυσική τους εξόντωση νηστικα και πεινασμενα τα παιδιά βάδιζαν ατελείωτες ώρες και κάποια από αυτά χάθηκαν ανάμεσα σε αυτά βρέθηκε να περιπλανάται και η 8χρονη ορφανή Ταμάμα, η ηρωίδα του βιβλίου του αείμνηστου Γιώργου Ανδρεάδη,ο οποίος σε ένα από τα πολλά ταξίδια που έκανε στην πατρίδα του στον Πόντου άκουσε για την ιστορία της και την αναζήτησε γράφοντας στην συνεχεία ένα βιβλίο με το όνομα της
Οππως έμαθε αργότερα ήταν η κόρη του παπα-Γιάννη από την Έσπιε της Τρίπολης. Την περιέθαλψε η 15χρονη Αϊσέ, η μοναχοκόρη ενός χήρου Τούρκου ταγματάρχη που την φρόντιζε πλέον σαν μέλος της οικογένειάς της.
Στα γεράματα της, άρχισε να μιλάει τη μητρική της γλώσσα και να ζητάει να πάει στο χωριό της.
Το 1970 η Ταμάμα-Ραϊφέ, όπως ονομάστηκε, μετά από εγκεφαλικό θυμήθηκε την ποντιακή της καταγωγή, θυμήθηκε το χωριό της, το Εσπιγίε στον Πόντο, και την οικογένειά της. Αναζητήθηκαν επί τρία χρόνια οι δύο αδελφές της και βρέθηκαν τελικά το 1973, στην Καλαμαριά η Συμέλα και στη Βέροια η Μαριγούλα.
Σημαντικό μέρος των Ελλήνων της Τρίπολης εξολοθρεύτηκε κατά τη διάρκεια του αναγκαστικού εκτοπισμού που διήρκεσε από τον Νοέμβριο του 1916 μέχρι τον Ιανουάριο του 1917.
Ήδη από τα μέσα Μαρτίου του 1917 πολλοί από τους εκτοπισμένους –αφού πλήρωσαν λύτρα– κατάφεραν να βρουν καταφύγιο σε ελληνικές οικογένειες στην Τοκάτη, στη Νεοκαισάρεια, στην Αμάσεια και στη Σεβάστεια.

Η ΕΞΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΟΥ ΕΣΠΙΓΙΕ 1916

–Η οικογένεια του Παπαγίαννη
Ο πατήρ Ιωάννης Κοτρίδης, στο ποντιακό όμως ιδίωμα και την συνήθεια της εποχής, ήταν ο Γιάννες, της οικογενείας των Κοτράντων
Νιόπαντρος ο παπα- Γιάννης, με την παπαδιά του την Κυριακή,- έκτιζε στην Έσπιε το σπιτικό του. Στα χωράφια με την παπαδιά, φρόντιζε για την επιβίωση της οικογένειάς του και στην εκκλησία φρόντιζε για την πνευματική τροφή όλων των χριστιανών της Έσπιε. Ήταν ένας αγαπητός παπάς. Ο πανάγαθος θεός του χάρισε για πρώτο παιδί μία όμορφη κορούλα, την Μαρικούλα. Για ένα χωρικό Πόντιο, ήταν η πρώτη κρυάδα της ζωής του, γιατί όνειρο και μεγάλη επιθυμία όλων και του Παπαγιάννη ήταν, το πρώτο παιδί να είναι αγόρι. Γρήγορα όμως η όμορφη Μαρικούλα απάλυνε την πικρία του πρώτου σοκ. Κρυφά μέσα στην εκκλησιά του Αγίου Γεωργίου, ο Παπαγιάννης, ανάμεσα στις καθημερινές προσευχές, με πόνο ψυχής, παρακαλούσε τον Θεό, το δεύτερο παίδι να είναι αγόρι. Η Παπαδιά ήταν ήδη έγκυος και από ώρα σε ώρα ερχόταν ο καιρός να γεννήσει. Η αγωνία του Παπαγιάννη, για το αναμενόμενο παιδίήταν τρομερή. Ήταν όμώ ς βέβαιο, ότι ο Θεός τον οποίο υπηρετούσε, θα άκουγε τουλάχιστον στην μία από τις τόσες προσευχές, που με πόνο ψυχής, επί μήνες τώρα, Του απηύθυνε. Τι δυστυχία όμως, όταν η μαμή ξεγέννησε την Κυριακή, την παπαδιά, που πάλι γέννησε κορίτσι; Η Συμέλα ήταν το δεύτερο κορίτσι του Παπαγιάννη. Δύο χρόνια αργότερα η παπαδιά περίμενε πάλι παιδί. Αυτή τη φορά ο Παπαγιάννης δεν ήξερε τι να κάμει. Να προσευχηθεί, ή όχι; Μήπως ο Θεός τον άκουσε τις προηγούμενες φορές; Η Πίστη του κλονίστηκε. Ζούσε την βουβή αγωνία του, μέχρι την ημέρα, που η παπαδιά γέννησε το τρίτο παιδί και πάλι κορίτσι. Ο παπάς το βάπτισε και έδωσε το όνομα ΤΑΜΑΜΑ. Όνομα άγνωστο μέχρι τότε στους χριστιανούς. Βγαίνει από τα τούρκικα και σημαίνει κάτι σαν » φτάνει πια «. Αγανάκτησε ο Πα;τα-
16 γιάννης και με το Θεό του και σαν εκδίκηση το βάπτισε και έδωσε όνομα άγνωστο για κορίτσι και μάλιστα στα τούρκικα, σαν να του έλεγε «θεέ μου, φτάνει πια». Στενό συγγενή ο Παπαγιάννης είχε στην Έσπιε, τον αδελφό του τον Κωστή, με την γυναίκα του την Ελένη. Ο Κωστής ήταν μεγαλύτερος στην ηλικία και λίγο ασθενικός. Ζούσαν πολύ αγαπημένα και τα σπίτια τους ήσαν πολύ κοντά το ένα με το άλλο. Τα σπίτια τους είχαν κοινό φράχτη και ελεύθερα τα παιδιά μπορούσαν να πάνε από το ένα σπίτι στο άλλο, χωρίς να βγουν από τον περιορισμένο με φράχτη αυλόγυρο. Δυστυχώς η θεία Ελένη δεν απόκτησε ποτέ της παιδιά, πράγμα που πολύ στεναχωρούσε την ίδια και τον Κωστή. Ευτυχώς τα παιδιά του Παπαγιάννη μοίραζαν την χαρά και στο δικό τους σπίτι.
— 1909
Όταν γεννήθηκε στο Εσπιγίε η Ταμάμα ΤΟ 1909
Η μητέρα Κυριακή και ο πατέρας Παπαγιάννης ήθελαν γιο. Όμως μετά τη Μαριγούλα και τη Συμέλα απέκτησαν για τρίτη φορά κόρη.
Στην τελετή της βάπτισης ο Παπαγιάννης ονόμασε την κόρη του Τ ΑΜΑΜΑ. Όνομα άγνωστο μέχρι τότε στους χριστιανούς. Βγαίνει από τα τούρκικα και σημαίνει κάτι σαν » φτάνει πια Ο Παπαγιάννης έδειξε την οργή του ονομάζοντας την κόρη του «φτάνει, εντάξει». Αγανάκτησε ο Παπαγιάννης και με το Θεό του και σαν εκδίκηση το βάπτισε και έδωσε όνομα άγνωστο για κορίτσι και μάλιστα στα τούρκικα, σαν να του έλεγε «θεέ μου, φτάνει πια».
-1913
Όταν ήρθε το έτος 1913, ο Παπαγιάννης έδωσε όρκο να πάει με την οικογένειά του στη Σουμελά, στη μεγάλη λειτουργία της Παναγίας. Σε ηλικία τεσσάρων ετών, η Tüma έκανε ένα δύσκολο και επίπονο ταξίδι στην Τραπεζούντα με την οικογένειά της. Έφτασαν στη Σούμελα με μουλάρια και, όπως χιλιάδες Έλληνες, παρακολούθησαν το μεγάλο τελετουργικό στις 15 Αυγούστου
1915
Το έτος 1915 έκανε δώρο στην Κυριακή και στον Παπαγιάννη. Ενα αγόρι. Η μητέρα και ο πατέρας νόμιζαν ότι οι προσευχές τους στη μεγάλη λειτουργία εισακούστηκαν. Το μωρό βαφτίστηκε στις 15 Αυγούστου, την ημέρα της Λειτουργίας. Του δόθηκε το όνομα «Αλέξανδρος» (Αλέξανδρος). Συχνά θα τον έλεγαν «Αλέκο».
1916
Το έτος είναι 1916. Μέσα Νοεμβρίου. Μαύρες ειδήσεις έφτασαν στην Εσπιγιέ. Ο Tellal ανακοίνωσε ότι οι Έλληνες πρέπει να συγκεντρωθούν ακριβώς μπροστά στην εκκλησία. Δεν θα υπήρχαν διακρίσεις μεταξύ ασθενών, παιδιών και ηλικιωμένων. Όλοι, μα όλοι, έπρεπε να πάρουν το δρόμο μόνο με όσα μπορούσαν να κουβαλήσουν. Οι Espiye Έλληνες εξορίζονταν. Οι πλούσιοι μπορούσαν να νοικιάζουν άμαξες. Οι περισσότεροι έπρεπε να περπατήσουν.
Τους είπαν ότι θα πήγαιναν 50 χιλιόμετρα στην ενδοχώρα από τη θάλασσα. Εξορίστηκαν όμως στο Σίβα που απέχει 200 χιλιόμετρα. Ο Σίβας ήταν ένα μέρος που δεν είχαν γνωρίσει ποτέ. Ήταν εντελώς νεότερος, όχι αρκετά μεγάλος για να καταλάβει τι είχε συμβεί. Όλοι στο χωρίο ετοιμάστηκαν ανάμεσα τους και η οικογένεια του Παπαγιάννη

Η ΣΕΙΡΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗ

Όταν ήρθε η σειρά του, ο Παπαγιάννης σήκωσε τον άρρωστο αδερφό του από το κρεβάτι και πήγαν στο προαύλιο της εκκλησίας. 480 ψυχές ξεκίνησαν την Κυριακή 16 Νοεμβρίου 1916, ώρα 11, για το δρόμο του Γολγοθά.

Η ΤΥΧΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΩΝ ΕΞΟΡΙΣΜΕΝΩΝ

Μόλις οι τελευταίοι Χριστιανοί άφηναν το χωριό, παίρνοντας το δρόμο για τα βουνά, φανατισμένοι Νεότουρκοι Τσέτες μαζεύτηκαν κοντά στο τζαμί…
Από απέναντι από το σπίτι του Παπαγιαννη και μέσα από το παράθυρο, ο Μουσουλμάνος γείτονας Ιμπραχήμ παρακολουθούσε με αγωνία να δει τι θα κάμουν.
Σε λίγο έσπασαν την πόρτα του Παπαγιάννη, άρχισαν να πετάνε έξω τα υπάρχοντα του και ετοιμάζονταν για την μοιρασιά.
Τότε η ψυχή του Ιμπραχήμ δεν άντεξε για το κακό που γινόταν στους γείτονές του και ιδιαίτερα στον φίλο του τον Παπαγιάννη
Άνοιξε την πόρτα, έτρεξε στην αυλή του Παπαγιάννη και φώναξε στους πλιατσικολόγους: Αλλαχτάν μπουλ (από το Θεό να το βρείτε).
Ήταν το μόνο που πρόλαβε να φωνάξει ο Ιμπραχήμ, αφού η κατάρα του έσβησε με ένα πυροβολισμό. Η σφαίρα βρήκε τον Ιμπραχήμ στο μέτωπο και τον έριξε κάτω νεκρό…

Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΣΕΒΑΣΤΕΙΑ

Τους είπαν ότι θα πήγαιναν 50 χιλιόμετρα στην ενδοχώρα από τη θάλασσα. Εξορίστηκαν όμως στην Σεβάστεια που απέχει 353 όπου αναγκαστήκαν να πάνε με τα πόδια κάτι που είχε δραματικές συνέπειες.
Οη η χριστιανική Έσπιε. Ήταν 480 ψυχές, που ξεκίνησαν Κυριακή ώρα 11 στις 16 Νοεμβρίου 1916, τον Δρόμο του Γολγοθά. Ο δρόμος, που πήραν -τι τραγική ειρωνεία;- ήταν ο δρόμος που πήγαιναν για τα παρχάρια, κάθε Ιούνιο. Ο δρόμος της χαράς και της αγαλλίασης, έμελλε να γίνει ο δρόμος του μαρτυρίου. Σκυφτοί όλοι από τα βάρη, που ο καθένας κουβάλαγε, γέροι, άρρωστοι, παιδιά όλοι μαζί και από δίπλα υποζύγια και χωροφύλακες. Οι τελευταίοι ήρθαν για την τάξη, μήπως περνούσαν από μουσουλμανικά χωριά και αγανακτισμένοι οι μουσουλμάνοι, για το κακό, που προξένησαν οι Χριστιανοί στην Τουρκία, προέβαιναν σε πράξεις εκδίκησης. Όλα τραγικά, και αθώα φτιαγμένα. Φεύγοντας από την Έσπιε, ο Παπαγιάννης δάκρυσε. Δεν ήξερε, που τους πάνε και όλοι περίμεναν από αυτόν ενημέρωση. Ανηφορίζοντας τις πλαγιές του Νότου, κανείς δεν γύρισε πίσω να κοιτάξει την Έσπιε και την θάλασσα. Δεν πέρασε μισή ώρα, που είχαν απομακρυνθεί από την Έσπιε και ακούστηκε ο αντίλαλος από έναν πυροβολισμό, μέσα από το χωριό. Μετά ησυχία. Κοντοστάθηκαν λίγο και μετά συνέχισαν την πορεία τους. Ήταν η ώρα 4 τοαπόγευμα. Είχαν ήδη περπατήσει πάνω από 20 χιλιόμετρα. Έκαμαν στάση εκεί σε μια ωραία πηγή. Πάντοτε έκαμαν στάση στην πηγή αυτή, όταν πήγαιναν στα Παρχάρια. Με χαρές και κεμεντζέδες έπιναν νερό, έπλεναν το πρόσωπό τους και συνέχιζαν. Τώρα, ούτε χαρές, ούτε κεμεντζέδες. Κρύο και καμία διάθεση. Από το σημείο αυτό έβλεπε κανείς την Έσπιε για τελευταία φορά. Μετά το βουνό έγερνε και διαδεχόταν το ένα το άλλο, χωρίς πια να μπορείς να αντικρίσεις την θάλασσα. Ασυναίσθητα γύρισαν όλοι το βλέμμα τους προς την Έσπιε. Κάποιος φόβος τους διακατείχε, ότι ίσως να μη την ξανάβλεπαν. Για μερικούς άρρωστους και γερασμένους, ο φόβος αυτός ήταν βέβαιος. Ο ήλιος είχε ήδη πέσει μέσα στην Μαύρη Θάλασσα για να δύσει. Τι να δουν; Όλος ο μαχαλάς τους ήταν γεμάτος σε καπνούς.
Ο Παπαγιάννης δάκρυσε, γύρισε το κεφάλι προς τα εμπρός και άλλο δεν ξανακοίταξε πίσω του. Τί είχε γίνει; Οι Χριστιανοί είχαν πάρει ό,τι μπορούσαν μαζί τους και διπλαμπάρωσαν τις πόρτες και τα παράθυρά τους. Ο αξιωματικός τους είχε διαβεβαιώσει, ότι δεν υπήρχε λόγος να ανησυχούν για τις περιουσίες τους. Να έπαιρναν μαζί τους μόνο τα όσα είχαν ανάγκη. Το κράτος θα φύλαγε τα σπίτια και τις περιουσίες τους. Εξάλλου δεν θα πήγαιναν και πολύ μακριά. Μόνον 50 χιλιόμετρα και για σύντομο διάστημα, μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος με τους μεθύστακες τους Ρώσσους. Το ότι θα πήγαιναν πάνω από 200 χλμ. νότια, πάνω από Βουνά, μέχρι την Σεβάστεια, το ότι θα τους έκλεβαν τα υπάρχοντα τους και ότι θα έκαιγαν και τα σπίτια τους, αυτό δεν τους το είπε και ένας Θεός γνωρίζει, εάν ο ίδιος το ήξερε. Πάντως συνiχεια τους καθησύχαζε για όλα και έτσι είχαν ξεκινήσει από την Έσπιε. Πράγματι, μόλις πέρασε μισή ώρα από την στιγμή που και οι τελευταίοι Χριστιανοί έβγαιναν από το χωριό προς τα βουνά, μέσα στην Έσπιε έμπαιναν ζιπκαλήδες τσετέδες, του Τοπάλ Οσμάν. Γύρω τους έτρεξαν και μερικοί νεαροί της Έσπιε, οι περισσότεροι από τις οικογένειες των προσφύγων. Ήσαν όλοι νεοφώτιστοι Νεότουρκοι, που ήθελαν την Τουρκία τουρκική, απηλλαγμένη από τα φίδια τους Χριστιανούς. Φανατισμένοι όλοι, μαζεύτηκαν κοντά στο τζαμί. Ο Χότζας τους φανάτισε ακόμη περισσότερο και με τις ευλογίες του ξεκίνησαν προς τον έρημο ρωμαίικο μαχαλά. Εκεί διασκορπίστηκαν και ο καθένας ανέλαβε την λεία του.
Αφού άδειασαν όλα τα σπίτια και έκαμαν τις επιλογές τους, φόρτωσαν την λεία τους σε κάρα/ Σε τρεις ώρες όλα είχαν τελειώσει. Αμέσως μετά φωτιές σάρωσαν όλα τα έρημα σπίτια των Ρωμιών και ο καπνός ανέβηκε ψηλά στον ουρανό, σαν επίλογος του τέλους μιας ιστορίας ενός λαού, που έζησε και μόχθησε στα χώματα εκείνα πάνω από χρόνια. Ήσαν οι καπνοί, που αντίκρυσαν οι Ρωμιοί, όταν έστρεψαν το βλέμμα τους στο αγαπητό τους χωριό, για να το αποχαιρετήσουν για τελευταία φορά, από την πηγή, πριν από τα παρχάρια, όπου είχαν κάνει στάση. Κάτι γκρέμισε μέσα τους. Ο Παπαγιάννης κατάλαβε, ότι όλα τα λόγια του Τούρκου αξιωματικού ήσαν ψέμα.
Ο Σεβάστεια ήταν ένα μέρος που δεν είχαν γνωρίσει ποτέ. Ήταν εντελώς νεότερος, όχι αρκετά μεγάλος για να καταλάβει τι είχε συμβεί. Μπόρεσε όμως να συνειδητοποιήσει ότι ο άρρωστος θείος του, ο Κωστής, είχε πεθάνει μόλις ξεκίνησε. Πριν κλείσει η τέταρτη μέρα, πέθανε και ο μικρότερος αδελφός της Τάμα, ο Αλέκος, ο μαθητής του Παπαγιάννη. Πέρασαν είκοσι μέρες. Είχαν ήδη περάσει 50 χιλιόμετρα. Οι εξόριστοι αντιμετώπιζαν τώρα τη χιονοθύελλα.
Τέσσερις μέρες πέρασαν σαν αιώνας, από την ημέρα που ξεκίνησαν από την Εσπιέ.
Μέσα σε 4 μέρες, ο Παπαγιάννης έχασε τον αδελφό του και τον αγαπημένο του γιο, που με τόσες προσδοκίες έφερε στον κόσμο.
Τίποτε πια δεν τον ενδιέφερε. Ούτε που θα πάνε, ούτε αν θα σωθούν ή αν θα χαθούν. Το ξημέρωμα βρήκε και άλλους νεκρούς.
Τα περισσότερα θύματα ήταν μικρά παιδιά.
Συνολικά 20 άτομα πέθαναν εκείνο το βράδυ. Μετά από ταλαιπωρίες και πορείες δυόμισι μηνών, τα υπολείμματα ενός ζωντανού χωριού έφτασαν στη Σεβάστεια, μόνο… 38 ψυχές ,ηταν 480 όταν ξεκίνησαν
Ο Παπαγιάννης δεν μπορούσε να αντέξει αυτή την καταιγίδα και μένει στον τόπο .
Τα κοριτσια ήταν πλέον χωρίς πατέρα.
Σαν να μην έφτανε αυτό, άρχισε η επιδημία του τύφου.
Η μητέρα της Τάμα έλιωσε σαν κερί.

ΤΥΧΗ ΤΗΣ ΤΑΜΑΜΑ

Η Ταμαμα ήταν μόλις επτά ετών. Έχασε πρώτα το σπίτι και την πατρίδα του, μετά τον μικρότερο αδερφό του, μετά τον πατέρα και τη μητέρα του. Μαζί με τις μεγαλύτερες αδερφές τους έμειναν ορφανές και χωρίς ρίζες. Θα τους φρόντιζε η θεία τους η Ελένη. Είχαν περάσει δυόμισι μήνες από τότε που όταν έφτασαν στον Σεβάστεια . Οι περισσότεροι Έλληνες της Εσπιγιέ ήταν ήδη νεκροί.

Η ΕΓΚΑΤΑΣΗ ΤΩΝ ΟΡΦΑΝΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΕ ΣΤΡΑΤΩΝΑ

Τα 2 μικρά κορίτσια του Παπαγιαννη μαζί με την αδερφή τους και όλα τα ορφανά του Εσπιγιε τα εγκατέστησαν σε ένα στρατώνα της Σεβάστειας
Το φαγητό που δόθηκε δεν ικανοποίησε κανέναν.
Τα παιδιά έφευγαν από τους στρατώνες και ζητιάνευαν .
Οι κάτοικοι της Σεβάστειας ήταν ευγενικοί και καλοπροαίρετοι.
Βοηθούσαν τα παιδιά που ζητιανεύουν. Υπήρχαν και εκείνοι που υιοθέτησαν ορφανά παιδιά.
Για παράδειγμα, ο Επιδιορθωτής Παπουτσιών Χατζί Εμίρ ήταν ένας φτωχός άνθρωπος.
Αν και είχε οκτώ παιδιά, υιοθέτησε δύο αγόρια. Ίσως ήθελε έναν γιο σαν τον Παπαγιάννη. Το γεγονός ότι όλα της τα παιδιά ήταν κορίτσια την ώθησε να υιοθετήσει.

Η ΤΑΜΑΜΑ ΤΟ 8ΧΡΟΝΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΣΤΗΝ ΖΗΤΙΑΝΙΑ *& Η ΥΙΟΘΕΤΗΣΗ

Εντάχθηκε με τα παιδιά που ζητιανεύουν που δραπέτευσαν από τους στρατώνες. Στην αρχή ζητιανεύει με τις μεγαλύτερες αδερφές του, αλλά σύντομα βρήκε το κουράγιο να ζητιανεύει μόνο του.
Μια μέρα, ένα νεαρό κορίτσι άνοιξε μια από τις πόρτες που χτύπησε.
Κάλεσε την Τάμα και την τάισε καλά.
Μετά την έντυσε με καθαρά ρούχα. Εντάξει, την επόμενη μέρα την ίδια ώρα, χτύπησε την ίδια πόρτα.
Εκείνο το νεαρό κορίτσι, η Ayşe, άνοιξε ξανά την πόρτα. Αυτή τη φορά, όχι μόνο τάισε την Τάμα αλλά την πήρε και στο μπάνιο και έκανε ένα καλό μπάνιο.Το γεύμα που έφαγε μετά το μπάνιο στο ζεστό νερό έβαλε για ύπνο την οκτάχρονη Τάμα. Κουλουριάστηκε στο κάθισμά του και αποκοιμήθηκε.
Όταν ξύπνησε, είδε ε τον πατέρα της Ayşe, ταγματάρχη Μουσταφά, και ήταν τρομοκρατημένος.
Ευτυχώς, ο Major δεν ήταν ένας από τους στρατιώτες που γνώριζε η Ταμάμα . Με την επιμονή της Ayşe και με τη συγκατάθεσή της, ο Ταγματάρχης υιοθέτησε την Ταμάμα . Μαζί άρχισαν να μένουν σε ένα από τα κατασχεμένα αρμενικά σπίτια.

1918
RAIFE
Όταν ήρθε το 1918, ειπώθηκε ότι ο πόλεμος με τη Ρωσία είχε τελειώσει και οι εξόριστοι που ζούσαν ακόμη μπορούσαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους.
Αυτό που έμεινε ανείπωτο ήταν ότι αυτοί οι εξόριστοι δεν είχαν πλέον σπίτι.
Φρόντισε γι’αυτό ο Τοπάλ Οσμάν και οι Τσέτες .
Οι συμμορία του είχε αρπάξει τα πάντα δεν είχε απομείνει από τους εξόριστους. Με άλλα λόγια, η Μαύρη Θάλασσα «απελευθερώθηκε» από τους Έλληνες του Πόντου. Παρόλα αυτά, τα περισσότερα από τα υιοθετημένα παιδιά ξεριζώθηκαν από τα σπίτια τους για να «γυρίσουν σπίτι».
Ωστόσο, κανένας Πόντιος Έλληνας δεν μπόρεσε να επιστρέψει και να ζήσει στην πατρογονική του πατρίδα.
Οι μεγαλύτερες αδερφές της Τάμα και η θεία τους, Ελένη, μετανάστευσαν στην Ελλάδα. Έθαψαν την Εσπιγιέ και τα αδέρφια της Τάμα στις αναμνήσεις τους.
Οι αρχές ήθελαν να στείλουν και την Τάμα πίσω, αλλά ο Ταγματάρχης Μουσταφά ήταν αρκετά δυνατός για να πει «όχι».
Λοιπόν, τώρα ήταν κόρη του. Ο Ταγματάρχης πήρε το επώνυμο «Εντάξει» χρόνια αργότερα, όταν θεσπίστηκε ο περί επωνυμίας Νόμος.
Ολόκληρος ο πληθυσμός καταγράφηκε ως «Raife Okay». Όταν ο Ταγματάρχης Μουσταφά πέθανε, η Tama άρχισε να ζει με την Ayşe, η οποία είναι τώρα παντρεμένη.
Δεδομένου ότι ο σύζυγος της Ayşe είναι αξιωματικός, η Tama πήγαινε σε άλλο μέρος της Τουρκίας για κάθε ραντεβού. Δεν σκέφτηκε ποτέ να παντρευτεί ή μετά. Έγινε η δεύτερη μητέρα των τεσσάρων παιδιών της Ayşe.
Όταν η Ayşe και ο σύζυγός της εγκαταστάθηκαν στην Άγκυρα, η Tama θα ήταν πλέον πολίτης της Άγκυρας.
Η Ταμάμα, η οποία επέζησε της της Μικρασιατικής καταστροφής , ήταν τυχερη κατά μια άποψη ,βρήκε καταφύγιο σε μια Τουρκική οικογένεια ενός Τούρκοι αξιωματικού, ζώντας για δεκαετίες με άλλο όνομα.
Ποσες χιλιάδες όμως παιδιά επέζησαν από αυτή την θύελλα
Στα γεράματα της, άρχισε να μιλάει τη μητρική της γλώσσα και να ζητάει να πάει στο χωριό της. Γεγονός που σηματοδοτεί την περίτρανη απόδειξη ότι… η ταυτότητα δεν χάνεται, ως το τέλος της ζωής Πρόκειται για την ιστορία ενός κοριτσιού που χάθηκε στο διωγμό του Ποντιακού Ελληνισμού.
Τα γυρίσματα της ταινίας έγιναν στη Ριζούντα, την Τρίπολη του Πόντου και στα Πριγκηπόνησα. Επίσης στην πλατεία Αριστοτέλους και στο Επταπύργιο της Θεσσαλονίκης, στα χωριά της Δράμας: Μαρμαριά, Νικηφόρος και Υψηλή Ράχη. Καθώς και στην Καβάλα, στην παλιά πόλη και στο Υδραγωγείο.
VIDEO
Ακούστε ένα τραγούδι στην Ποντιακή διάλεκτο που τους στίχους έγραψε ο Παναγιώτης Μωυσιάδης και επένδυσε με μουσική ο Βασίλης Μιχαηλίδης εμπνευσμένο από το βιβλίο του Γιώργου Ανδρεάδη << Ταμάμα – Η αγνοουμένη του Πόντου>> που αλιεύσαμε από το youtube
ανάρτηση newpont9
https://www.youtube.com/watch?v=-1PybBETATE

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.