Αυγουστίνος Καντιώτης



Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΙΑ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθ.18,23-35) – Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΓΝΩΜΟΝΟΣ ΟΦΕΙΛΕΤΟΥ

date Αυγ 20th, 2023 | filed Filed under: ΛΟΓΟΙ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ

Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΙΑ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Κατά Ματθαίον, κεφ. ΙΗ΄, εδάφια 23-35

++23 Διὰ τοῦτο ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὃς ἠθέλησε συνᾶραι λόγον μετὰ τῶν δούλων αὐτοῦ. 24 Ἀρξαμένου δὲ αὐτοῦ συναίρειν προσηνέχθη αὐτῷ εἷς ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων. 25 Μὴ ἔχοντος δὲ αὐτοῦ ἀποδοῦναι ἐκέλευσεν αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ πραθῆναι καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ τὰ τέκνα καὶ πάντα ὅσα εἶχε, καὶ ἀποδοθῆναι. 26 Πεσὼν οὖν ὁ δοῦλος προσεκύνει αὐτῷ λέγων· κύριε, μακροθύμησον ἐπ᾿ ἐμοὶ καὶ πάντα σοι ἀποδώσω. 27 Σπλαγχνισθεὶς δὲ ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου ἀπέλυσεν αὐτὸν καὶ τὸ δάνειον ἀφῆκεν αὐτῷ. 28 Ἐξελθὼν δὲ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος εὗρεν ἕνα τῶν συνδούλων αὐτοῦ, ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια, καὶ κρατήσας αὐτὸν ἔπνιγε λέγων· ἀπόδος μοι εἴ τι ὀφείλεις. 29 Πεσὼν οὖν ὁ σύνδουλος αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ παρεκάλει αὐτὸν λέγων· μακροθύμησον ἐπ᾿ ἐμοὶ καὶ ἀποδώσω σοι. 30 Ὁ δὲ οὐκ ἤθελεν, ἀλλὰ ἀπελθὼν ἔβαλεν αὐτὸν εἰς φυλακὴν ἕως οὗ ἀποδῷ τὸ ὀφειλόμενον. 31 Ἰδόντες δὲ οἱ σύνδουλοι αὐτοῦ τὰ γενόμενα ἐλυπήθησαν σφόδρα, καὶ ἐλθόντες διεσάφησαν τῷ κυρίῳ ἑαυτῶν πάντα τὰ γενόμενα. 32 Τότε προσκαλεσάμενος αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ λέγει αὐτῷ· δοῦλε πονηρέ, πᾶσαν τὴν ὀφειλὴν ἐκείνην ἀφῆκά σοι, ἐπεὶ παρεκάλεσάς με. 33 Οὐκ ἔδει καὶ σὲ ἐλεῆσαι τὸν σύνδουλόν σου, ὡς καὶ ἐγώ σε ἠλέησα; 34 Καὶ ὀργισθεὶς ὁ κύριος αὐτοῦ παρέδωκεν αὐτὸν τοῖς βασανισταῖς ἕως οὗ ἀποδῷ πᾶν τὸ ὀφειλόμενον αὐτῷ. 35 Οὕτω καὶ ὁ πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος ποιήσει ὑμῖν, ἐὰν μὴ ἀφῆτε ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν τὰ παραπτώματα αὐτῶν.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ[:Ματθ.18,23-35]

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΓΝΩΜΟΝΟΣ ΟΦΕΙΛΕΤΟΥ

Όπως στην περίπτωση της κιθάρας δεν αρκεί μόνον μια χορδή για να προκληθεί μελωδία, αλλά πρέπει όλες να τις κρούουμε με τον κατάλληλο τρόπο και ρυθμό, έτσι και στην περίπτωση της ψυχικής αρετής δεν αρκεί για τη σωτηρία μας η τήρηση μόνο μίας εντολής του Κυρίου, αλλά πρέπει να τις τηρούμε όλες με ακρίβεια και αυστηρότητα, εάν βέβαια έχουμε διάθεση να επιτύχουμε πραγματική μελωδία.

Έμαθε το στόμα σου να μην ορκίζεται, όπως ορίζει μία εντολή; Έχει ασκηθεί η γλώσσα σου να λέγει σε κάθε περίσταση μονάχα «ναι» και «όχι», όπως ορίζει μία άλλη; Ας μάθει λοιπόν να αποφεύγει και κάθε κακολογία και να δείχνει περισσότερο ενδιαφέρον για την εντολή αυτή, επειδή χρειάζεται και περισσότερος κόπος εκ μέρους μας για την εκπλήρωσή της. Και αυτό διότι στην περίπτωση του όρκου χρειαζόταν να υπερνικήσουμε απλώς μία συνήθεια, ενώ στην περίπτωση της οργής χρειάζεται μεγαλύτερος αγώνας, επειδή αυτό είναι πάθος τυραννικό και πολλές φορές παρασύρει όσους δεν έχουν νήψη και τους γκρεμίζει στο βάραθρο της απώλειας.

Υπομείνετε λοιπόν τον εκτεταμένο λόγο μου που θα ακολουθήσει· διότι θα ήταν παράλογο να τραυματίζεστε κάθε μέρα στις αγορές, στα σπίτια σας από φίλους, από συγγενείς, από εχθρούς, από γείτονες, από δούλους, από γυναίκα, από παιδί, από τις ίδιες σας τις σκέψεις και να μη φροντίζετε για τη θεραπεία των τραυμάτων αυτών ούτε μία φορά την εβδομάδα και μάλιστα όταν γνωρίζετε ότι ο τρόπος αυτός της θεραπείας είναι και δωρεάν και ανώδυνος· διότι τώρα δεν κρατώ σίδερο στο χέρι μου, αλλά μεταχειρίζομαι λόγο αντί σιδήρου, λόγο όμως κοπτερότερο από κάθε σίδηρο, ο οποίος αποκόπτει από τη ρίζα τη σήψη της αμαρτίας, χωρίς να προκαλεί πόνο σε εκείνον που πάσχει. Δεν κρατώ φωτιά στο δεξί μου χέρι, αλλά κρατώ διδασκαλία σφοδρότερη και από τη φωτιά, που δε φέρει καυτήρα στην πληγή, αλλά ματαιώνει την εξάπλωση της κακίας και αντί πόνου, παρέχει πολλή ευχαρίστηση στον απαλλασσόμενο από την κακία. Εδώ δεν χρειάζεται χρόνος, δεν χρειάζονται μόχθοι, δεν χρειάζονται χρήματα. Αρκεί μόνο θέληση και θα επιτύχουμε αμέσως όλα όσα έχουν σχέση με την αρετή. Και αν εννοήσουμε την αξίωση του Θεού που μας προστάσσει και νομοθετεί, θα δεχτούμε αρκετή διδασκαλία και προτροπή· διότι δεν σας διδάσκουμε με δική μας έμπνευση, αλλά σας οδηγούμε όλους στον Νομοθέτη. Ακολουθείτε λοιπόν και ακούστε τους θείους νόμους.

Πού λοιπόν ομίλησε ο Κύριος για την οργή και τη μνησικακία; Και σε πολλά άλλα σημεία, αλλά ιδιαιτέρως στην παραβολή αυτή που είπε στους μαθητές για εκείνον τον κακό οφειλέτη, αρχίζοντας κάπως έτσι:

«Δι τοτο μοιώθη βασιλεία τν ορανν νθρώπ βασιλε, ς θέλησε συνραι λόγον μετ τν δούλων ατο(:Επειδή στη βασιλεία των ουρανών το καθήκον να συγχωρούμε όσους μας έχουν φταίξει είναι απεριόριστο, γι’ αυτό μοιάζει η βασιλεία των ουρανών μ’ έναν επίγειο βασιλιά, που θέλησε να του αποδώσουν λογαριασμό οι δούλοι και αυλικοί του, στους οποίους είχε αναθέσει τη διαχείριση των φόρων και των εισπράξεών του).

ρξαμένου δ ατο συναίρειν προσηνέχθη ατ ες φειλέτης μυρίων ταλάντων. μ χοντος δ ατο ποδοναι κέλευσεν ατν κύριος ατο πραθναι κα τν γυνακα ατο κα τ τέκνα κα πάντα σα εχε, κα ποδοθναι. πεσν ον δολος προσεκύνει ατ λέγων· κύριε, μακροθύμησον π᾿ μο κα πάντα σοι ποδώσω. σπλαγχνισθες δ κύριος το δούλου κείνου πέλυσεν ατν κα τ δάνειον φκεν ατ(:Και όταν αυτός άρχισε να κάνει το λογαριασμό, του έφεραν ένα χρεώστη, ο οποίος χρωστούσε δέκα χιλιάδες τάλαντα, δηλαδή ένα αμύθητο ποσό. Επειδή όμως αυτός δεν είχε να πληρώσει, διέταξε ο Κύριος να πουληθεί κι αυτός και η γυναίκα του και τα παιδιά του όλα όσα είχε, και να πληρωθεί το χρέος. Έπεσε λοιπόν καταγής ο δούλος και τον προσκυνούσε λέγοντας: “Κύριε, δώσε μου λίγο χρόνο ακόμη, κι όλα όσα χρωστώ θα σου τα πληρώσω”. Τότε ο κύριός του τον λυπήθηκε και αισθάνθηκε συμπάθεια γι’ αυτόν, κι έτσι τον άφησε ελεύθερο, του χάρισε μάλιστα και το δάνειο).

ξελθν δ δολος κενος ερεν να τν συνδούλων ατο, ς φειλεν ατ κατν δηνάρια, κα κρατήσας ατν πνιγε λέγων· πόδος μοι ε τι φείλεις. πεσν ον σύνδουλος ατο ες τος πόδας ατο παρεκάλει ατν λέγων· μακροθύμησον π᾿ μο κα ποδώσω σοι· δ οκ θελεν, λλ πελθν βαλεν ατν ες φυλακν ως ο ποδ τ φειλόμενον(:Όταν όμως βγήκε έξω ο δούλος εκείνος, βρήκε έναν από τους συνδούλους του που του χρώσταγε εκατό δηνάρια, δηλαδή ένα μικρό ποσό. Κι αφού τον σταμάτησε, τον πίεζε σκληρά λέγοντας: “Εξόφλησέ μου ό,τι μου χρωστάς”. Έπεσε λοιπόν στα πόδια του ο συνδούλός του και τον παρακαλούσε λέγοντας: “Περίμενέ με και δώσε μου μια παράταση χρόνου, και θα σε πληρώσω”. Αυτός όμως δεν ήθελε, αλλά πήγε στο δικαστήριο και τον έριξε στη φυλακή, μέχρι να πληρώσει ό,τι του χρωστούσε).

δόντες δ ο σύνδουλοι ατο τ γενόμενα λυπήθησαν σφόδρα, κα λθόντες διεσάφησαν τ κυρί αυτν πάντα τ γενόμενα. Τότε προσκαλεσάμενος ατν κύριος ατο λέγει ατ· δολε πονηρέ, πσαν τν φειλν κείνην φκά σοι, πε παρεκάλεσάς με. Οκ δει κα σ λεσαι τν σύνδουλόν σου, ς κα γώ σε λέησα; κα ργισθες κύριος ατο παρέδωκεν ατν τος βασανιστας ως ο ποδ πν τ φειλόμενον ατ(:Όταν όμως είδαν οι άλλοι σύνδουλοί του αυτά που έγιναν, λυπήθηκαν πολύ. Κι αφού ήλθαν στον κύριό τους, του διηγήθηκαν όλα όσα συνέβησαν. Τότε ο κύριός του τον προσκάλεσε και του είπε: “Δούλε πονηρέ, όλο το χρέος εκείνο, το τόσο μεγάλο, σου το χάρισα, επειδή με παρακάλεσες. Δεν έπρεπε κι εσύ να λυπηθείς και να σπλαχνισθείς το σύνδουλό σου, όπως κι εγώ σε λυπήθηκα και σου έδειξα έλεος, αν και δεν είμαι σύνδουλός σου αλλά κύριός σου;” Και οργισμένος ο κύριός του τον παρέδωσε σ’ αυτούς που βασανίζουν τους φυλακισμένους, για να τον τιμωρούν μέχρι να εξοφλήσει όλα όσα χρωστούσε).

Οτω κα πατήρ μου πουράνιος ποιήσει μν, ἐὰν μ φτε καστος τ δελφ ατο π τν καρδιν μν τ παραπτώματα ατν(:Έτσι θα κάνει σε σας και ο επουράνιος Πατέρας μου, στον Οποίο λόγω των αναρίθμητων αμαρτιών σας είστε χρεώστες αναρίθμητου χρέους, εάν δεν συγχωρήσετε ο καθένας σας τον αδελφό του όχι με το στόμα σας μόνο, αλλά από την καρδιά σας)»[Ματθ.18,23-35].

Αυτή λοιπόν είναι η παραβολή. Πρέπει όμως να πούμε για ποιον λόγο άρχισε με την αιτιολογία «δι τοτο» και στη συνέχεια μάς παρουσίασε την παραβολή αυτήν · διότι δεν είπε απλώς «μοιώθη βασιλεία τν ορανν», αλλά «δι τοτο μοιώθη βασιλεία τν ορανν». Με ποια αφορμή λοιπόν είναι συνδεδεμένη η παραβολή; Μιλούσε στους μαθητές Του περί ανεξικακίας και τους διαπαιδαγωγούσε και τους δίδασκε ότι πρέπει να συγκρατούμε την οργή και να μη δίδουμε πολλή σημασία στις αδικίες που μας γίνονται από άλλους, λέγοντας τα εξής: «Ἐὰν μαρτήσ ες σ δελφός σου, παγε κα λεγξον ατν μεταξ σο κα ατο μόνου· άν σου κούσ, κέρδησας τν δελφόν σου(:Από το ενδιαφέρον λοιπόν αυτό του Θεού για κάθε χαμένο πρόβατό του διδαχθείτε κι εσείς πώς πρέπει να φέρεστε σε κάθε αδελφό σας που παραπλανήθηκε. Εάν δηλαδή σου φταίξει σε κάτι ο αδελφός σου, πήγαινε και υπόδειξέ του το φταίξιμό του αυτό ιδιαιτέρως, μεταξύ σας εσύ κι εκείνος μόνο, χωρίς να είναι παρών κανένας άλλος. Εάν σε ακούσει και αναγνωρίσει το σφάλμα του, κέρδισες τον αδελφό σου)»[Ματθ.18,15].

Καθώς ο Χριστός συζητούσε με τους μαθητές Του αυτά και άλλα παρόμοια και τους δίδασκε να εμβαθύνουν στα πράγματα, ο Πέτρος, ο κορυφαίος του χορού των αποστόλων, το στόμα των μαθητών, ο στύλος της Εκκλησίας, το στερέωμα της πίστεως, το θεμέλιο της ομολογίας του Χριστιανισμού, ο αλιέας της οικουμένης, ο οποίος ανύψωσε το ανθρώπινο γένος στον ουρανό από τον βυθό της πλάνης, ο ένθερμος σε όλες τις περιστάσεις και γεμάτος παρρησία, περισσότερο μάλλον αγάπη παρά παρρησία, ενώ όλοι σιωπούσαν, αφού προσήλθε στον Διδάσκαλο, λέγει: «Κύριε, ποσάκις μαρτήσει ες μ δελφός μου κα φήσω ατ; ως πτάκις;(:Κύριε, πόσες φορές θα μου φταίξει ο αδελφός μου και θα τον συγχωρήσω; Είναι αρκετό ως επτά φορές;)»[Ματθ.18,21].

Ταυτόχρονα και ρωτά και υπόσχεται και πριν λάβει απάντηση, φιλοτιμείται. Επειδή γνώριζε καλώς τη γνώμη του διδασκάλου, ότι δηλαδή κλίνει προς τη φιλανθρωπία, και χαρίζεται προπαντός σε εκείνον που παραβλέπει τις αμαρτίες των πλησίον του και δεν τις κρίνει με αυστηρότητα, επιθυμώντας να φανεί αρεστός στον νομοθέτη, λέγει: «ως πτάκις;(:έως επτά φορές;)». Για να μάθεις λοιπόν τώρα τι είναι άνθρωπος και τι είναι Θεός, και ότι η προθυμία του ανθρώπου σε όσο βαθμό και αν ανέλθει συγκρινόμενη προς τη γενναιοδωρία Εκείνου, είναι ευτελέστερη και από τη μεγαλύτερη πτωχεία, και ότι όσο είναι η σταγόνα στο απέραντο πέλαγος, τόση είναι η αγαθότητά μας εν συγκρίσει προς την ανέκφραστη φιλανθρωπία Του, άκουσε τη συνέχεια.

Όταν είπε ο Πέτρος, «έως επτά φορές», και νόμισε ότι επιδεικνύει μεγαλοψυχία, και πλούτο, άκουσε τι απάντηση έλαβε από τον Κύριο: «Ο λέγω σοι ως πτάκις, λλ᾿ ως βδομηκοντάκις πτά(:Δεν σου λέω έως επτά φορές, αλλά έως εβδομήντα φορές το επτά, δηλαδή αναρίθμητες φορές)»[Ματθ.18,22]. Μερικοί νομίζουν ότι είπε «εβδομήντα επτά», αλλά δεν είναι ορθό. Το «βδομηκοντάκις πτά» είναι σχεδόν πεντακόσια· διότι επτά φορές το εβδομήντα είναι τετρακόσια ενενήντα. Και μη νομίσεις ότι το παράγγελμα αυτό, αγαπητέ μου, είναι δύσκολο· διότι εάν κάποιον που αμάρτησε απέναντι σε σένα, τον συγχωρήσεις μία φορά και δύο και τρεις φορές την ημέρα, και αν ακόμη είναι από πέτρα, και αν αυτός που σε λύπησε είναι αγριότερος και αυτούς τους δαίμονες, δεν θα είναι τόσο αναίσθητος, ώστε να περιπέσει πάλι στα ίδια αμαρτήματα, αλλά αφού σωφρονιστεί από τη συχνή συγχώρηση, θα γίνει καλύτερος και μαλακότερος.

Και εσύ πάλι, εάν είσαι προετοιμασμένος να παραβλέψεις τόσες φορές τα αμαρτήματα που έγιναν σε βάρος σου, αφού ασκηθείς από την πρώτη και δεύτερη και τρίτη συγχώρηση, δεν θα έχεις στο εξής καμία δυσκολία σε αυτού του είδους τη φιλοσοφία, διότι θα έχεις γυμναστεί άπαξ δια παντός, με τη συχνότητα της συγχωρήσεως, να μην πλήττεσαι από τα αμαρτήματα των πλησίον σου. Όταν άκουσε αυτά ο Πέτρος, έμεινε έκθαμβος, φροντίζοντας όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για εκείνους οι οποίοι επρόκειτο να εμπιστευθούν από τον Θεό σε αυτόν ως το μελλοντικό ποίμνιό του.

Για να μην κάνει λοιπόν ο Πέτρος το ίδιο, που έκανε και με τις άλλες εντολές, απέκλεισε εκ των προτέρων από τον εαυτό του οποιαδήποτε ερώτηση. Και τι έκανε με τις άλλες εντολές; Εάν ο Χριστός παρήγγειλε κάτι που φαινόταν ότι περιείχε κάποια δυσκολία, προλάμβανε τους άλλους και ρωτούσε και ζητούσε να μάθει για την εντολή. Και πράγματι όταν προσήλθε ο πλούσιος και ρωτούσε τον Χριστό για την αιώνια βασιλεία και έμαθε τι πρέπει να πράξει για να γίνει τέλειος, και έφευγε λυπημένος για τα χρήματά του, τότε είπε ο Χριστός: «Εκοπώτερόν στι κάμηλον δι τρυμαλις αφίδος εσελθεν πλούσιον ες τν βασιλείαν το Θεο εσελθεν(:Είναι ευκολότερο μια καμήλα να περάσει από τη μικρή τρύπα που ανοίγει η βελόνα, παρά ένας πλούσιος να μπει στη βασιλεία του Θεού)»[Μάρκ.10,25].

Ο Πέτρος τότε, αν και είχε γυμνώσει τον εαυτό του από όλα και δεν είχε πλέον ούτε το άγκιστρο, αλλά είχε εγκαταλείψει και την τέχνη και τη βάρκα, πλησίασε τον Χριστό και του είπε: «Κα τίς δύναται σωθναι;(:Και ποιος μπορεί να σωθεί, αφού είναι τόσο δύσκολο, σχεδόν αδύνατο, να σωθούν οι πλούσιοι;)»[Μάρκ.10,26]. Και ενώ δεν είχε γίνει ακόμη ο Πέτρος ποιμένας, είχε ψυχή ποιμένα, και ενώ δεν είχε αναλάβει ακόμη την εξουσία, διατηρούσε τη φροντίδα που άρμοζε σε άρχοντα, μεριμνώντας για ολόκληρη την οικουμένη· διότι εάν ήταν πλούσιος και είχε μεγάλη περιουσία, ίσως μπορούσε κάποιος να πει ότι ζητούσε την πληροφορία αυτήν, διότι φρόντιζε όχι για τους άλλους, αλλά για τον εαυτό του. Τώρα όμως η πτωχεία του τον απαλλάσσει από αυτήν την υποψία και αποδεικνύει ότι φρόντιζε για τη σωτηρία των άλλων και γι’ αυτό ανησυχούσε και διερευνούσε και ήθελε να μάθει από τον Διδάσκαλο την οδό της σωτηρίας.

Για τον λόγο αυτόν και ο Χριστός τον ενθάρρυνε και του έλεγε: «Παρ νθρώποις δύνατον, λλ᾿ ο παρ Θε· πάντα γρ δυνατά στι παρ τ Θε (:Στους ανθρώπους αυτό είναι αδύνατο, αλλά όχι και στο Θεό· διότι στον Θεό είναι όλα δυνατά. Ο Θεός με τη χάρη Του ενισχύει τους καλοδιάθετους πλουσίους, κι έτσι καθιστά δυνατή και σε αυτούς τη σωτηρία)» [Μάρκ.10,27]· [πρβ. Λουκ.18,27: «Τ δύνατα παρ νθρώποις δυνατ παρ τ Θε στιν(:Εκείνα που είναι αδύνατο να γίνουν με την ασθενική δύναμη του ανθρώπου, είναι κατορθωτά και δυνατά με τη χάρη και τη δύναμη του Θεού· διότι μόνον ο Θεός μπορεί να λύσει τα δεσμά της καρδιάς κάθε καλοπροαίρετου πλουσίου προς το χρήμα και να τον καταστήσει άξιο της σωτηρίας)»].

Πάλι, όταν ο Χριστός ομιλούσε περί γάμου και γυναίκας και έλεγε ότι «Ἐῤῥέθη δέ· ς ν πολύσ τν γυνακα ατο, δότω ατ ποστάσιον.γ δ λέγω μν τι ς ν πολύσ τν γυνακα ατο παρεκτς λόγου πορνείας, ποιε ατν μοιχσθαι, κα ς ἐὰν πολελυμένην γαμήσει, μοιχται(:Έχει δοθεί ακόμη η εντολή: ‘’Εκείνος που θα χωρίσει και θα διώξει τη γυναίκα του, ας της δώσει έγγραφο διαζυγίου’’. Εγώ όμως σας λέω ότι εκείνος που θα διώξει τη γυναίκα του χωρίς να υπάρχει αιτία μοιχείας, συντελεί στο να γίνει αυτή μοιχαλίδα, εάν συζευχθεί με άλλον. Κι εκείνος που θα νυμφευθεί διαζευγμένη γυναίκα διαπράττει μοιχεία, διότι συνδέεται με γυναίκα που ανήκει σε άλλον)»[Ματθ.5,31-32] και τους συμβούλευε να υποφέρουν όλες τις κακίες των γυναικών πλην της πορνείας, ο Πέτρος, ενώ οι άλλοι σιωπούσαν, πλησίασε τον Χριστό και του λέγει: «Ε οτως στν ατία το νθρώπου μετ τς γυναικός, ο συμφέρει γαμσαι (:Εάν ο λόγος του διαζυγίου του άνδρα με τη γυναίκα είναι αυτός, και για μία μόνο αιτία επιτρέπεται το διαζύγιο, τότε δεν συμφέρει να προχωρεί κανείς σε γάμο)»[Ματθ.19.10]. Πρόσεχε να δεις και εδώ με πόση διακριτικότητα απέδωσε και την πρέπουσα στον Διδάσκαλο τιμή και φρόντισε και για τη σωτηρία των άλλων, χωρίς και στην προκειμένη περίπτωση να μεριμνά για τον εαυτό του.

Για να μην πει λοιπόν και εδώ κάτι παρόμοιο ο Πέτρος, πρόφθασε ο Κύριος με την παραβολή και αναίρεσε την αντίρρησή του. Για να δείξει λοιπόν ότι πρέπει να είμαστε απεριόριστα συγχωρητικοί απέναντι στους συνανθρώπους μας που με τον ένα ή άλλο τρόπο μάς αδικούν, είπε λοιπόν: «Δι τοτο μοιώθη βασιλεία τν ορανν νθρώπ βασιλε, ς θέλησε συνραι λόγον μετ τν δούλων ατο(:Το καθήκον να συγχωρούμε αυτούς που μας έφταιξαν είναι απεριόριστο. Γι’ αυτό και η βασιλεία των ουρανών έχει παρομοιωθεί με ένα βασιλέα, που θέλησε να λογαριαστεί με τους δούλους του, στους οποίους είχε εμπιστευτεί την διαχείριση των οικονομικών του)». Ήθελε να δείξει ότι για τούτο λέγει την παραβολή αυτήν, για να μάθεις δηλαδή ότι ακόμη και αν εβδομήντα φορές το επτά την ημέρα συγχωρείς τα αμαρτήματα του αδελφού σου, δεν δύνασαι ακόμη να πεις ότι έπραξες μέγα πράγμα, αλλά απέχεις πολύ και απερίγραπτα από τη φιλανθρωπία του Κυρίου και δεν δίνεις τόσο όσο λαμβάνεις.

Ας ακούσουμε λοιπόν με προσοχή την παραβολή· διότι αν και φαίνεται πως από μόνη της είναι σαφής, έχει όμως κρυμμένο μέσα της και κάποιον ανέκφραστο θησαυρό νοημάτων. «μοιώθη βασιλεία τν ορανν νθρώπ βασιλε, ς θέλησε συνραι λόγον μετ τν δούλων ατο (:Μοιάζει η Βασιλεία του Θεού με έναν επίγειο άνθρωπο βασιλιά, ο οποίος θέλησε να του αποδώσουν λογαριασμό οι δούλοι και οι αυλικοί του για τα πεπραγμένα τους)».

Μην προσπεράσεις επιπόλαια την φράση, αλλά φαντάσου, παρακαλώ, το δικαστήριο εκείνο και, εισερχόμενος στη συνείδησή σου, αναλογίσου όσα έχεις πράξει σε όλη σου τη ζωή· και όταν ακούσεις ότι λογαριάζεται με τους δούλους Του, να σκεφθείς ότι εννοεί και βασιλείς, και στρατηγούς, και επάρχους, και πλουσίους και πτωχούς, και δούλους και ελευθέρους και τους πάντες: «Τος γρ πάντας μς φανερωθναι δε μπροσθεν το βήματος το Χριστο, να κομίσηται καστος τ δι το σώματος πρς πραξεν, ετε γαθν ετε κακόν(:Διότι όλοι μας πρέπει να παρουσιαστούμε οπωσδήποτε μπροστά στο δικαστικό βήμα του Χριστού, φανεροί και ξεσκεπασμένοι, για να αποκομίσει και να απολαύσει ο καθένας, ανάλογα με όσα έπραξε με το σώμα, είτε αγαθά είναι συνολικά τα έργα του αυτά, είτε κακά)»[Β΄Κορ.5,10]. Και αν είσαι πλούσιος, σκέψου ότι θα δώσεις λόγο, πού ξόδεψες τα χρήματα, σε πόρνες ή προς ενίσχυση των πτωχών, πού, σε παρασίτους και κόλακες ή σε εκείνους που είχαν ανάγκη, πού λοιπόν, στην ακολασία ή στη φιλανθρωπία, στις απολαύσεις και την ασωτία και τη μέθη ή στη βοήθεια των καταπιεζομένων;

Και θα σου ζητηθεί να δώσεις λόγο όχι μόνο για τη δαπάνη, αλλά και για την απόκτησή τους. Ποιο δηλαδή από τα δύο, απέκτησες την περιουσία σου με δίκαιους μόχθους ή με την αρπαγή και την πλεονεξία, πώς κληρονόμησες την πατρική σου περιουσία ή κατέστρεψες τα σπίτια των ορφανών και διάρπαξες τις περιουσίες των χηρών; Και όπως εμείς ζητούμε λογαριασμό από τους υπηρέτες μας όχι μόνο για τα έξοδα, αλλά και για τα έσοδα, εξετάζοντας από πού έλαβαν τα χρήματα και από ποια πρόσωπα, και πώς και πόσα, το ίδιο λοιπόν και ο Θεός ζητεί από εμάς ευθύνες όχι μόνο για τη δαπάνη των χρημάτων μας, αλλά και για τον τρόπο της αποκτήσεώς τους.

Και δεν δίνει μόνο ο πλούσιος λόγο, αλλά δίνει και ο πτωχός για τη φτώχειά του. Αν π.χ. υπέμεινε την πτωχεία του με γενναιότητα και ευχαρίστηση, αν δεν αποθαρρύνθηκε, αν δεν δυσανασχέτησε, αν δεν καταφέρθηκε ενάντια στην πρόνοια του Θεού, βλέποντας άλλον να ζει στην απόλαυση και την σπατάλη και αυτός να στερείται των πάντων. Όπως ο πλούσιος θα δώσει λόγο για την ελεημοσύνη, το ίδιο και ο πτωχός εάν επέδειξε υπομονή. Ή μάλλον όχι μόνο για την υπομονή, αλλά και για αυτήν την ελεημοσύνη[πρβλ. Μάρκ.12,42-44: «Κα πολλο πλούσιοι βαλλον πολλά· κα λθοσα μία χήρα πτωχ βαλε λεπτ δύο, στι κοδράντης(:Και πολλοί πλούσιοι έρριπταν πολλά χρήματα στο κουτί για τους απόρους· Ήρθε όμως μία φτωχή χήρα και έριξε δύο λεπτά, δηλαδή ένα κοδράντη. Κάλεσε τότε ο Ιησούς τους μαθητές Του και τους είπε: “Αληθινά σας λέω ότι η φτωχή αυτή χήρα έριξε περισσότερα απ’ όλους αυτούς που ρίχνουν χρήματα στο θησαυροφυλάκιο· διότι όλοι αυτοί έριξαν απ’ το περίσσευμά τους. Αυτή όμως έριξε από το υστέρημά της και από την τέλεια φτώχειά της όλα όσα είχε, όλη την περιουσία της”)»]· διότι η φτώχεια δεν αποτελεί εμπόδιο προς ελεημοσύνη. Και μάρτυρας η χήρα εκείνη που κατέβαλε τα δύο λεπτά και με τη μικρή εκείνη εισφορά υπερέβαλε, κατά τη μαρτυρία του Κυρίου, εκείνους που κατέβαλλαν πολλά.

Και όχι μόνο πλούσιοι και φτωχοί, αλλά και άρχοντες και δικαστές εξετάζονται με μεγάλη αυστηρότητα, μήπως παραβίασαν το δίκαιο, μήπως έλαβαν τις αποφάσεις τους για τους δικαζόμενους επηρεαζόμενοι από εύνοια ή μίσος, μήπως ψήφισαν παρά τη συνείδησή τους διότι κολακεύτηκαν, μήπως έβλαψαν από μνησικακία ανθρώπους αθώους. Και όχι μόνο οι κοσμικοί άρχοντες, αλλά και όσοι προΐστανται των Εκκλησιών θα λογοδοτήσουν για την εξουσία τους. Και μάλιστα αυτοί είναι εκείνοι, οι οποίοι έχουν πικρές και βαριές ευθύνες. Και πράγματι, ο επιφορτισμένος με την υπηρεσία του λόγου και του κηρύγματος θα εξεταστεί εκεί με μεγάλη ακρίβεια, μήπως είτε από οκνηρία ή από φθόνο παρέλειψε κάτι από αυτά που έπρεπε να πει και απέδειξε με τα έργα του ότι τα ανέπτυξε όλα και δεν απέκρυψε τίποτε από τα ωφέλιμα.

Επίσης, σε εκείνον, στον οποίο έλαχε η Επισκοπή, όπου είναι μεγαλύτερο το αξίωμα, στο οποίο ανήλθε, τόσο μεγαλύτερος θα ζητηθεί λόγος, όχι μόνο για τη διδασκαλία και την προστασία των πτωχών, αλλά και για τις χειροτονίες και για άλλα αναρίθμητα. Και αυτά καθιστώντας φανερά ο απόστολος Παύλος έγραψε στον Τιμόθεο: «Χερας ταχως μηδεν πιτθει, μηδ κοιννει μαρταις λλοτραι(:Να μη θέτεις γρήγορα τα χέρια σου σε κανένα για να τον χειροτονήσεις, ούτε να γίνεσαι συμμέτοχος και συνυπεύθυνος σε ξένες αμαρτίες, τις οποίες είναι επόμενο να διαπράξει αυτός που χειροτονείται ανάξια. Να διατηρείς τον εαυτό σου καθαρό κι από δικές σου αμαρτίες αλλά κι από ξένες)»[Α΄Τιμ.5,22].

Και γράφοντας στους Εβραίους για τους δικούς τους άρχοντες, τους φόβιζε με άλλο τρόπο λέγοντας: «Πείθεσθε τος γουμένοις μν κα πείκετε· ατο γρ γρυπνοσιν πρ τν ψυχν μν ς λόγον ποδώσοντες· να μετ χαρς τοτο ποισι κα μ στενάζοντες· λυσιτελς γρ μν τοτο(:Να υπακούτε και να υποτάσσεστε με προθυμία, χωρίς δισταγμούς και δυσφορίες, στους πνευματικούς προϊσταμένους σας· διότι αυτοί αγρυπνούν για τη σωτηρία των ψυχών σας, επειδή θα δώσουν λόγο για σας στον Χριστό. Υπακούετε, λοιπόν, σε αυτούς με προθυμία, ώστε να εκτελούν το έργο αυτό της πνευματικής καθοδηγήσεώς σας με χαρά και όχι με στεναγμούς· διότι το να στενάζουν από τη δική σας απείθεια, είναι επιζήμιο σε σας τους ιδίους, επειδή ο Θεός θα σας τιμωρήσει γι’ αυτό)»[Εβρ.13,17].

Τότε λοιπόν θα δώσουμε λόγο όχι μόνο για πράξεις, αλλά και για λόγους. Καθώς δηλαδή και εμείς όταν εμπιστευτούμε στους δούλους μας χρήματα, ζητούμε από αυτούς λογαριασμό για όλα, έτσι και ο Θεός, ο οποίος μας εμπιστεύτηκε λόγους, θα μας ζητήσει λόγο για τον τρόπο της δαπάνης τους. Μας ζητείται λόγος και εξεταζόμαστε λοιπόν με αυστηρότητα, μήπως δαπανήσαμε αυτά στην τύχη και άσκοπα· διότι τα χρήματα, τα οποία δαπανήθηκαν στην τύχη και άσκοπα, συνήθως δεν βλάπτουν τόσο, όσο ένας λόγος που ειπώθηκε άσκοπα και όχι στην κατάλληλη στιγμή· διότι χρήματα που δαπανήθηκαν άσκοπα προκαλούν πολλές φορές ζημία οικονομική, ενώ λόγος που ειπώθηκε απερίσκεπτα, ανέτρεψε ολόκληρα σπίτια και κατέστρεψε και αφάνισε ψυχές. Και τη χρηματική ζημία είναι δυνατόν να τη διορθώσουμε πάλι, λόγο όμως, ο οποίος μία φορά ειπώθηκε δεν είναι δυνατόν να τον ανακαλέσουμε. Και ότι τιμωρούμαστε για τους λόγους, το λέγει ο Χριστός.

Άκουσέ το, λοιπόν: «Λέγω δ μν τι πν ῥῆμα ργν ἐὰν λαλήσωσιν ο νθρωποι, ποδώσουσι περ ατο λόγον ν μέρ κρίσεως· κ γρ τν λόγων σου δικαιωθήσ κα κ τν λόγων σου καταδικασθήσ(:Για να καταλάβετε λοιπόν πόσο αυστηρά θα κριθείτε για τα βλάσφημα και συκοφαντικά σας λόγια, σας λέω ότι για κάθε λόγο περιττό και ανώφελο που τυχόν θα πουν οι άνθρωποι, θα δώσουν λόγο γι’ αυτόν την ημέρα της κρίσεως· διότι από τα καλά σου λόγια θα δικαιωθείς, και από τα πονηρά σου λόγια θα καταδικαστείς)»[Ματθ.12,36-37].

Και δεν λογοδοτούμε μόνο για τους λόγους, αλλά και για τα ακούσματα. Π.χ. αν πίστεψες αβασάνιστα ψευδείς κατηγορίες σε βάρος του πλησίον σου: «Ο παραδέξ κον ματαίαν. ο συγκαταθήσ μετ το δίκου γενέσθαι μάρτυς δικος(:Εάν είσαι δικαστής, δεν πρέπει να παραδεχτείς ποτέ επιπόλαια και αναπόδεικτη κατηγορία. Εάν κληθείς ως μάρτυρας, ποτέ δεν πρέπει να έλθεις σε συμφωνία με αυτόν που διέπραξε το αδίκημα, ώστε να γίνεις ψευδομάρτυρας)»[Έξ.23,1]. Και αν οι αποδεχόμενοι ψευδές άκουσμα δεν θα συγχωρηθούν, τότε όσοι διαβάλλουν και κατηγορούν, ποια δικαιολογία θα έχουν;

Και τι λέγω για λόγους και ακούσματα, αφού έχουμε ευθύνες και για τις σκέψεις μας; Και τούτο υπογράμμιζε ο Παύλος, όταν έλεγε: «στε μ πρ καιρο τι κρίνετε, ως ν λθ Κύριος, ς κα φωτίσει τ κρυπτ το σκότους κα φανερώσει τς βουλς τν καρδιν, κα τότε παινος γενήσεται κάστ π το Θεο(:Γι’ αυτό μη λέτε ο Παύλος ή ο Απολλώς ή ο Πέτρος είναι ο καλύτερος. Μην κάνετε δηλαδή καμία κρίση πέρα από τον ορισμένο καιρό, μέχρι να έρθει ο Κύριος. Αυτός θα ρίξει άπλετο φως σε αυτά που είναι κρυμμένα τώρα στο σκοτάδι και θα φανερώσει τις εσωτερικές σκέψεις και αποφάσεις των καρδιών. Και τότε τον έπαινο στον καθένα θα τον αποδώσει όχι κάποιος άνθρωπος, αλλά ο Θεός)» [Α΄Κορ.4,5].

Και ο ψαλμωδός Δαβίδ λέγει: «τι νθύμιον νθρώπου ξομολογήσεταί σοι, κα γκατάλειμμα νθυμίου ορτάσει σοι (:Κανείς τότε δεν θα τολμήσει να ανοίξει το στόμα του· διότι τα σχέδια και οι σκέψεις του κάθε ανθρώπου ακόμη και οι κακές, θα έχουν μεταστραφεί από την πανσοφία Σου, ώστε να υπηρετούν τις θείες Σου βουλές, και θα μετατραπούν σε ύμνους δοξολογίας του ονόματός Σου. Και ό,τι απομείνει ως λείψανο από τις σκέψεις και τις ενθυμήσεις αυτές, θα γίνει αφορμή εορτασμού και εξυμνήσεως της δόξας Σου)» [Ψαλμ.75,11]. Τι εννοεί όταν λέει στον ψαλμό αυτόν ότι «νθύμιον νθρώπου ξομολογήσεταί σοι»; Π.χ. εάν ομίλησες προς τον αδελφό σου με δόλο και πονηρή σκέψη, αν δηλαδή τον επαινούσες με το στόμα και τη γλώσσα, και στην ψυχή σου σκεπτόσουν κακά για αυτόν και τον φθονούσες.

Το ίδιο πάλι υπαινισσόταν ο Χριστός, όταν έλεγε ότι τιμωρούμαστε όχι μόνο για τα έργα μας, αλλά και για τις σκέψεις: «γ δ λέγω μν τι πς βλέπων γυνακα πρς τν πιθυμσαι ατν δη μοίχευσεν ατν ν τ καρδί ατο(: Εγώ όμως σας λέω ότι καθένας που βλέπει οποιαδήποτε γυναίκα έχοντας πονηρή επιθυμία να αμαρτήσει μαζί της, ήδη με την εμπαθή αυτή ματιά του την μοίχευσε μέσα στην καρδιά του και αμάρτησε με την πρόθεση και τη διάθεσή του)»[Ματθ.5,28]. Κοίτα, η αμαρτία δεν έγινε πράξη, αλλά έμενε ακόμη στη διάνοια. Αλλά ούτε σε αυτήν την περίπτωση δεν μπορεί να μείνει ακατάκριτος ο περιεργαζόμενος τα κάλλη των γυναικών για να ανάψει επιθυμία πορνείας.

Όταν λοιπόν ακούσεις ότι λογαριάζεται με τους δούλους του, μη δεις επιπόλαια τη φράση, αλλά σκέψου όλο το νόημά της και να φανταστείς κάθε ηλικία και των δύο φύλων, και των ανδρών και των γυναικών. Βάλε με τον νου σου πώς θα είναι τότε το δικαστήριο, αναλογίσου όλα τα αμαρτήματα που έχεις κάμει. Και αν μάλιστα εσύ λησμονήσεις κάτι από τα αμαρτήματά σου, ο Θεός δεν θα λησμονήσει ποτέ, αλλά θα τα στήσει όλα εμπρός στους οφθαλμούς μας, αν δεν προλάβουμε να τα εξαλείψουμε τώρα με τη μετάνοια και την εξομολόγηση, και με το να μη μνησικακούμε ποτέ κατά του πλησίον.

Για ποια λοιπόν αιτία θέσπισε τη λογοδοσία για τα λόγια και τις πράξεις μας; Όχι βέβαια επειδή αγνοεί Αυτός(πώς είναι δυνατός να αγνοεί Αυτός που γνωρίζει τα πάντα πριν γίνουν;-πρβλ. Δαν.Α,42: « Θες αώνιος τν κρυπτν γνώστης, εδς τ πάντα πρν γενέσεως ατν(:Εσύ ο αιώνιος Θεός, ο οποίος γνωρίζεις τα κρυπτά των ανθρώπων, γνωρίζεις τα πάντα και πριν ακόμη γίνουν)», αλλά για να πείσει εσένα τον δούλο ότι δικαίως οφείλεις, ό, τι οφείλεις.

Και περισσότερο όχι για να μάθεις μόνο, αλλά και για να αποπλύνεις τις αμαρτίες σου, να καθαριστείς τελείως και να διορθωθείς· διότι και τον προφήτη για αυτόν ακριβώς τον λόγο τον διέταξε να λέγει τα αμαρτήματα των Ιουδαίων. «ναβόησον ν σχύϊ κα μ φείσ, ς σάλπιγγα ψωσον τν φωνήν σου, κα νάγγειλον τ λα μου τ μαρτήματα ατν κα τ οκ ακβ τς νομίας ατν(:Φώναξε με όλη σου τη δύναμη, μη λυπηθείς την φωνή σου· ύψωσε και δυνάμωσε την φωνή σου σαν μεγαλόφωνη σάλπιγγα και, πες καθαρά στον λαό μου τα αμαρτήματά τους και στους απογόνους του Ιακώβ τις παρανομίες τους)»[Ησ.58,1].

«ρξαμένου δ ατο συναίρειν προσηνέχθη ατ ες φειλέτης μυρίων ταλάντων(:Και όταν αυτός άρχισε να κάνει το λογαριασμό, του έφεραν ένα χρεώστη, ο οποίος χρωστούσε δέκα χιλιάδες τάλαντα, δηλαδή ένα αμύθητο ποσό)»[Ματθ.18,24]. Άραγε πόσα του είχε εμπιστευθεί, αφού κατέφαγε τόσα πολλά; Μεγάλος ο όγκος του χρέους· και δεν ήταν μόνον αυτό το φοβερό, αλλά το ότι τον έφεραν και πρώτο στον Κύριο του. Επειδή εάν μεν τον έφερναν ύστερα από πολλούς άλλους που φάνηκαν συνεπείς, δεν θα ήταν τόσο θαυμαστό το να μη εξοργισθεί ο Κύριος, επειδή η συνέπεια των προηγουμένων οφειλετών θα Τον είχε κάνει ημερότερο προς τους ασυνεπείς που ακολούθησαν· το να φανεί όμως ασυνεπής στις υποχρεώσεις του αυτός πού εισήλθε πρώτος και μολονότι φάνηκε τόσο ασυνεπής, να αντιμετωπιστεί με τόση φιλανθρωπία από τον Κύριό του, αυτό είναι το ιδιαιτέρως θαυμαστό και παράδοξο.

Διότι οι άνθρωποι, όταν βρουν τούς οφειλέτες τους, χαίρονται τόσο πολύ, σαν να βρήκαν ένα θήραμα και κάνουν τα πάντα για να λάβουν πίσω όλο το χρέος. Και αν δεν κατορθώσουν να το λάβουν εξαιτίας της φτώχειας των οφειλετών, τότε εκδηλώνουν την οργή τους για τα χρήματα στο ταλαίπωρο σώμα των δυστυχών και άθλιων εκείνων, βασανίζοντας και κτυπώντας το και υποβάλλοντάς το σε αμέτρητα άλλα μαρτύρια. Ο Θεός όμως αντιθέτως, επινόησε και μεταχειρίστηκε όλα τα μέσα για να τον απαλλάξει από τα χρέη· διότι σε μας τους ανθρώπους, ο πλούτος είναι το να απαιτήσουμε τα οφειλόμενα, ενώ για τον Θεό, πλούτος είναι το να συγχωρήσει. Εμείς, όταν λάβουμε πίσω τα οφειλόμενα, τότε γινόμαστε ευπορότεροι, ενώ ο Θεός όταν συγχωρήσει τα αμαρτήματα, τότε κυρίως πλουτίζει· διότι πλούτος του Θεού είναι η σωτηρία των ανθρώπων, όπως λέγει ο Παύλος: « γρ ατς Κριος πντων, πλουτν ες πντας τος πικαλουμνους αὐτόν(:Ο ίδιος Κύριος είναι Κύριος και Θεός όλων, προσφέροντας πλούσιες τις δωρεές Του σε όλους εκείνους, οι οποίοι Τον επικαλούνται)»[Ρωμ.10,12]

Αλλά ίσως κάποιος ειπεί: «Και πώς Αυτός που θέλει να χαρίσει και να συγχωρήσει τα ανομήματα, διέταξε να τον πωλήσουν;» Αυτό ακριβώς είναι που φανερώνει πάρα πολύ την φιλανθρωπία Του. Όμως ας μη βιαζόμαστε, αλλά ας προχωρούμε με την σειρά στην διήγηση της παραβολής: «Μ χοντος δ ατο ποδοναι (:Επειδή αυτός δεν είχε να ξεπληρώσει)»,λέγει. Τι σημαίνει «μ χοντος δ ατο ποδοναι»; Πάλι επίταση της ασυνέπειάς του· επειδή όταν λέγει ότι «δεν μπορούσε να τα επιστρέψει», δεν εννοεί τίποτε άλλο παρά ότι ήταν στερημένος κατορθωμάτων και όλων των αρετών και δεν είχε κανένα έργο αγαθό, για να λογαριαστεί στην απαλλαγή των αμαρτημάτων του· διότι λογαριάζονται, οπωσδήποτε λογαριάζονται τα κατορθώματα και οι ενάρετές μας πράξεις για την απαλλαγή των αμαρτημάτων μας, όπως και η πίστη λογαριάζεται στη δικαιοσύνη. «Τ δ μ ργαζομέν, πιστεύοντι δ π τν δικαιοντα τν σεβ, λογίζεται πίστις ατο ες δικαιοσύνην(:Σε εκείνον όμως ο οποίος δεν έχει να επιδείξει έργα, πιστεύει όμως στον Θεό, ο Οποίος δίδει δικαίωση και σε αυτόν ακόμη τον ασεβή, εάν μετανοήσει, η πίστη του λογαριάζεται τόσο πολύ, ώστε ο Θεός τον αναγνωρίζει ως δίκαιο για την πίστη του αυτή)»[Ρωμ.4,5].

Και τι λέγω για πίστη και κατορθώματα, αφού και οι θλίψεις μας λογαριάζονται για την εξάλειψη των αμαρτημάτων; Και αυτό το φανερώνει ο Χριστός με την παραβολή του Λαζάρου, παρουσιάζοντας τον Αβραάμ να λέγει προς τον πλούσιο ότι ο Λάζαρος απόλαυσε στη ζωή του τα κακά και γι’ αυτό εδώ βρήκε παρηγορία[βλ.Λουκ.16,25: «Επε δ βραάμ· τέκνον, μνήσθητι τι πέλαβες σ τ γαθά σου ν τ ζω σου, κα Λάζαρος μοίως τ κακά· νν δ δε παρακαλεται, σ δ δυνσαι (:Ο Αβραάμ όμως του απάντησε: “Παιδί μου, θυμήσου ότι εσύ απόλαυσες με το παραπάνω τα αγαθά σου όταν ζούσες στη γη. Ενώ ο Λάζαρος αντίστοιχα απόλαυσε τα κακά της δυστυχίας και της ασθένειας. Τώρα όμως εδώ ο Λάζαρος παρηγορείται γι’ αυτά που υπέφερε τότε συνεχώς, ενώ εσύ υποφέρεις και βασανίζεσαι χωρίς διακοπή, όπως αδιάκοπη και συνεχής ήταν η ευτυχία σου πάνω στη γη”)»].

Το λέγει επίσης και ο Παύλος, όταν γράφει προς τους Κορινθίους για τον πόρνο ως εξής: «Παραδοναι τν τοιοτον τ σαταν ες λεθρον τς σαρκός, να τ πνεμα σωθ ν τ μέρ το Κυρίου ησο(:Ας παραδώσουμε τον άνθρωπο αυτό στον σατανά αποκόπτοντας τον από την εκκλησία, για να τιμωρηθεί και να κολασθεί σκληρά το σώμα του και να συνετισθεί με την παιδαγωγία αυτή, ώστε να σωθεί έτσι η ψυχή του την ημέρα της δευτέρας παρουσίας του Κυρίου Ιησού)»[Α΄Κορ.5,5]. Παρηγορώντας επίσης και άλλους που αμάρτησαν έλεγε τα εξής: «Ε γρ αυτος διεκρίνομεν, οκ ν κρινόμεθα· κρινόμενοι δ π το Κυρίου παιδευόμεθα, να μ σν τ κόσμ κατακριθμεν (: Διότι εάν ανακρίναμε τον εαυτό μας και τον εξετάζαμε και μετανοούσαμε ειλικρινώς για τα αμαρτήματά μας και έτσι προετοιμασμένοι προσερχόμασταν στο μέγα μυστήριο της Θείας Κοινωνίας με φόβο Θεού, δεν θα καταδικαζόμασταν από τον Θεό· με τέτοιες τιμωρίες όταν λοιπόν τιμωρούμαστε από τον Κύριο με ασθένειες, τιμωρούμαστε παιδαγωγικά από Αυτόν για να διορθωθούμε και να μην κατακριθούμε στην άλλη ζωή μαζί με τον κόσμο που ζει μακριά από τον Θεό)»[Α΄Κορ.11,32].

Και εάν ο πειρασμός και η νόσος και η αδυναμία και ο αφανισμός του σώματος, τα οποία υπομένουμε ακουσίως, χωρίς να τα δημιουργούμε εμείς οι ίδιοι, μας λογαριάζονται για την εξάλειψη της αμαρτίας, πολύ περισσότερο τα κατορθώματα και οι αρετές, τα οποία πραγματοποιούμε εκουσίως και ασκούμε, και με τη δική μας προσπάθεια, διότι το θέλουμε εμείς και το επιδιώκουμε.

Αυτός όμως ο αχάριστος δούλος της παραβολής αυτής που εξετάζουμε και στερημένος από κάθε αρετή ήταν, και αφόρητο φορτίο αμαρτημάτων είχε· γι’ αυτό λέγει «μ χοντος δ ατο ποδοναικέλευσεν ατν κύριος ατο πραθναι(:επειδή όμως αυτός δεν είχε να ξεπληρώσει το χρέος του, διέταξε ο Κύριος να πωληθεί)»· αυτό μας φανερώνει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο την φιλανθρωπία του Δεσπότου, ότι και τον κάλεσε να λογοδοτήσει και να πωληθεί διέταξε. Επειδή και τα δύο τα έκαμε ώστε αυτός να μην πωληθεί. Από πού γίνεται αυτό φανερό; Από το τέλος· διότι αν ήθελε να πωληθεί αυτός ο δούλος, ποιος Του το απαγόρευε; Ποιος Τον εμπόδιζε;

Γιατί λοιπόν διέταξε να πωληθεί, αφού δεν επρόκειτο να το κάνει; Με την απειλή του αύξησε τον φόβο για να τον παρακινήσει σε ικεσία· και τον παρακίνησε σε ικεσία, για να λάβει από αυτό αφορμή συγχωρήσεως. Βεβαίως μπορούσε και πριν από την παράκληση να τον απαλλάξει από το χρέος, αλλά δεν το έπραξε για να μην πέσει σε χειρότερα. Μπορούσε και πριν από το λογοθέσιο να δώσει τη συγχώρηση, αλλά για να μη γίνει ωμότερος προς τους συνανθρώπους του, αγνοώντας το πλήθος των δικών του αμαρτημάτων, γι’ αυτό τον βοήθησε πρώτα να συνειδητοποιήσει το μέγεθος του χρέους του, και τότε του το χάρισε όλο· διότι, εάν αφού πρώτα έγινε η λογοδοσία και αποκαλύφθηκε το χρέος και άκουσε την απειλή, και έγινε φανερή η καταδίκη της οποίας ήταν άξιος, φάνηκε τόσο άγριος και σκληρός προς τον σύνδουλό του, σε πόση αγριότητα θα είχε φθάσει, αν τίποτε από αυτά δεν είχε συμβεί; Γι’ αυτό τα έκανε όλα αυτά ο Θεός και τα επιχειρούσε, για να συγκρατήσει και να περιορίσει εκ των προτέρων εκείνη τη σκληρότητα. Εάν όμως με τίποτα από αυτά δεν διορθώθηκε, αίτιος δεν είναι ο διδάσκαλος, αλλά εκείνος που δεν δέχθηκε την διόρθωση.

Ας δούμε όμως πώς προσπαθεί να θεραπεύσει την πληγή. «Πεσν ον», λέγει, « δολος προσεκύνει ατ λέγων· κύριε, μακροθύμησον π᾿ μο κα πάντα σοι ποδώσω(:Έπεσε λοιπόν στα πόδια του Κυρίου του ο δούλος και τον προσκυνούσε λέγοντας: “Κύριε, δείξε επιείκεια και μακροθυμία σε εμένα και όλα όσα σου χρωστώ, θα σου τα ξεπληρώσω”)». Και μάλιστα δεν είπε ότι δεν είχε να του τα επιστρέψει· έτσι όμως συνηθίζουν να κάνουν όσοι χρεωστούν· και αν ακόμη δεν μπορούν να επιστρέψουν τίποτε, υπόσχονται, ώστε να απαλλαγούν από τα παρόντα δεινά.

Ας ακούσουμε όσοι ραθυμούμε στην προσευχή, πόση είναι η δύναμη των παρακλήσεων. Αυτός δεν επέδειξε νηστεία, ούτε ακτημοσύνη, ούτε τίποτε παρόμοιο, αλλά αν και ήταν έρημος και γυμνός από κάθε αρετή, επειδή μόνο παρεκάλεσε τον Κύριο, κατόρθωσε να Τον παρακινήσει σε ευσπλαχνία. Ας μην κουραζόμαστε λοιπόν ποτέ να Τον παρακαλούμε με την προσευχή μας· διότι ποιος θα μπορούσε να γίνει αμαρτωλότερος από αυτόν, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τόσα ανομήματα, ενώ κατόρθωμα δεν είχε κανένα, ούτε μικρό, ούτε μεγάλο; Δεν είπε όμως μέσα του «δεν έχω παρρησία, είμαι γεμάτος εντροπή· πώς μπορώ να τον πλησιάσω; πώς μπορώ να παρακαλέσω;», πράγμα που πολλοί επιβαρυμένοι με αμαρτίες το λέγουν, πάσχοντες από διαβολική ευλάβεια. Σου λείπει η παρρησία; Γι’ αυτό πλησίασε, για να αποκτήσεις παρρησία πολλή. Μήπως είναι άνθρωπος αυτός που πρόκειται να συμφιλιωθεί μαζί σου, για να ντραπείς και να κοκκινίσεις; Είναι ο Θεός, που περισσότερο από εσένα θέλει να σε απαλλάξει από τα ανομήματα. Δεν επιθυμείς εσύ τόσο την ασφάλειά σου, όσον Εκείνος ποθεί την σωτηρία σου. Και αυτό μας το δίδαξε με τα ίδια Του τα έργα.

Δεν έχεις παρρησία; Γι’ αυτό ακριβώς θα μπορέσεις να αποκτήσεις παρρησία, επειδή έχεις αυτήν την αίσθηση· διότι η μεγαλύτερη παρρησία είναι το να μη νομίζεις ότι έχεις παρρησία. Όπως ακριβώς η μεγαλύτερη καταισχύνη είναι το να δικαιώνει κανείς τον εαυτό του ενώπιον του Κυρίου· εκείνος είναι ακάθαρτος, έστω και αν είναι ο αγιότερος από όλους τούς ανθρώπους· όπως ακριβώς δίκαιος γίνεται εκείνος που έπεισε τον εαυτό του ότι είναι ο τελευταίος από όλους. Και μάρτυρες για τα λεγόμενα είναι ο Φαρισαίος και ο Τελώνης. Μην απελπιζόμαστε λοιπόν για τις αμαρτίες μας, ούτε να απογοητευόμαστε, αλλά ας προσερχόμαστε στον Θεό, ας γονατίζουμε ενώπιόν Του, ας παρακαλούμε, καθώς έκαμε και αυτός, αφού μέχρι το σημείο αυτό έδειξε τη καλή του διάθεση. Και το ότι δεν έχασε το θάρρος του, και το ότι δεν απελπίσθηκε, και το ότι ομολόγησε τις αμαρτίες του, και το ότι ζήτησε κάποια αναβολή και παράταση, όλα αυτά είναι καλά και φανερώνουν συντριβή διανοίας και ψυχή ταπεινωμένη. Αυτά πού ακολούθησαν όμως δεν είναι όμοια με τα προηγούμενα· διότι όσα συγκέντρωσε με την ικεσία, αυτά τα σκόρπισε όλα σε μία στιγμή με την οργή κατά του πλησίον.

Αλλά ας έλθουμε πρώτα στον τρόπον της συγχωρήσεως· ας δούμε πώς τον απήλλαξαν από το χρέος και από ποια αιτία οδηγήθηκε ο Κύριος σ’ αυτό. «Σπλαγχνισθες δ κύριος το δούλου κείνου», λέγει, «πέλυσεν ατν κα τ δάνειον φκεν ατ(:Τότε ο κύριός του τον λυπήθηκε και αισθάνθηκε συμπάθεια γι’ αυτόν, κι έτσι τον άφησε ελεύθερο, του χάρισε μάλιστα και το δάνειο)»[Ματθ.18,27]. Εκείνος ζήτησε αναβολή, αυτός έδωσε συγχώρηση, δηλαδή έλαβε περισσότερο από αυτό που ζήτησε.

Γι’ αυτό και ο Παύλος λέγει: «Τ δ δυναμέν πρ πάντα ποισαι περεκπερισσο ν ατούμεθα νοομεν, κατ τν δύναμιν τν νεργουμένην ν μν(:Στον Θεό, ο οποίος έχει τη δύναμη να κάνει για μας απείρως μεγαλύτερα και περισσότερα από όλα όσα εμείς ζητούμε ή μπορούμε να βάλουμε με το μυαλό μας, και να τα κάνει σύμφωνα με τη δύναμη που ενεργεί μέσα μας για τον αγιασμό και τη σωτηρία μας)»[Εφ.3,20]· διότι ούτε να φανταστείς δεν μπορείς τόσα πολλά, όσα Εκείνος είναι έτοιμος να σου δώσει.Μην ντραπείς λοιπόν, μην κοκκινίσεις· ή μάλλον, να ντρέπεσαι για τις αμαρτίες σου, να μην απελπίζεσαι όμως, ούτε να απομακρυνθείς από την προσευχή, αλλά πλησίασε, έστω και να Του δώσεις την ευκαιρία να επιδείξει την φιλανθρωπία Του με τη συγχώρηση των αμαρτιών σου. Εάν όμως φοβηθείς να Τον πλησιάσεις, τότε εμπόδισες την αγαθότητά Του, συγκράτησες την αφθονία της καλοσύνης Του, όσον βεβαίως εξαρτάται από εσένα.

Ας μη δειλιάζουμε λοιπόν, ούτε να διστάζουμε στις προσευχές. Επειδή, και αν ακόμη πέσουμε σε αυτό το ίδιο το βάραθρο της κακίας, έχει τη δυνατότητα γρήγορα να μας ανασύρει από εκεί. Κανείς προφανώς δεν έκαμε τόσες αμαρτίες, όσες αυτός ο δούλος της παραβολής· διότι πράγματι διέπραξε κάθε είδος πονηρίας· αυτό φανερώνουν τα μύρια τάλαντα. Κανείς δεν ήταν τόσο έρημος από αρετές όσο αυτός· διότι αυτό σημαίνει ότι δεν είχε να πληρώσει το χρέος του. Αλλά όμως αυτόν που είχε προδοθεί από παντού, μπόρεσε να τον σώσει η δύναμη της προσευχής. «Και έχει τόσο μεγάλη δύναμη η προσευχή», θα ειπεί κάποιος, «ώστε να απαλλάξει από την ποινή και την τιμωρία αυτόν που με έργα και με μύριους τρόπους ήλθε σε σύγκρουση με τον Κύριο;». Ναι, άνθρωπε, τόσο μεγάλες δυνατότητες έχει· διότι δεν κατορθώνει αυτή μόνη της τα πάντα, αλλά έχει σύμμαχο και πολύ μεγάλο βοηθό την φιλανθρωπία του δεχόμενου την προσευχή Θεού, η οποία και τα κατόρθωσε όλα στην περίπτωση αυτήν, και κατέστησε ισχυρή την προσευχή. Αυτό λοιπόν υπονοούσε όταν έλεγε «σπλαγχνισθες δ κύριος το δούλου κείνου πέλυσεν ατν κα τ δάνειον φκεν ατ(:αφού λοιπόν τον ευσπλαχνίστηκε τον δούλο Του εκείνον, τον άφησε ελεύθερο και του χάρισε όλο το χρέος)», για να μάθεις ότι μαζί με την προσευχή και πριν από την προσευχή όλα τα έκανε η φιλανθρωπία και η ευσπλαχνία του Κυρίου.

«ξελθν δ δολος κενος ερεν να τν συνδούλων ατο, ς φειλεν ατ κατν δηνάρια, κα κρατήσας ατν πνιγε λέγων· πόδος μοι ε τι φείλεις (:Όταν όμως βγήκε έξω ο δούλος εκείνος, βρήκε έναν από τους συνδούλους του που του χρώσταγε εκατό δηνάρια, δηλαδή ένα μικρό ποσό. Και αφού τον σταμάτησε, τον πίεζε σκληρά λέγοντας: ‘’Εξόφλησέ μου ό,τι μου χρωστάς’’)». Άραγε τι θα μπορούσε να υπάρξει αισχρότερο από αυτό; Ενώ η ευεργεσία που ο ίδιος δέχτηκε, ηχούσε ακόμη στην ακοή του, λησμόνησε την φιλανθρωπία και την ευσπλαχνία του Κυρίου. Βλέπεις πόσο μεγάλο αγαθό είναι το να ενθυμείται κανείς τις αμαρτίες του; Διότι και αυτός, εάν τις είχε διαρκώς στη μνήμη του, δεν θα γινόταν τόσο σκληρός και απάνθρωπος. Γι’ αυτό συνεχώς λέγω, και δεν θα παύσω να το λέγω, ότι είναι πάρα πολύ χρήσιμο και αναγκαίο το να κρατούμε διαρκώς στη μνήμη μας όλα μας τα πταίσματα· διότι τίποτε δεν μπορεί να καταστήσει την ψυχή τόσο φιλόσοφη και επιεική και ήπια, όσο η διαρκής μνήμη των αμαρτημάτων.

Γι’ αυτό ο Παύλος κρατούσε στη μνήμη του όχι μόνο τα μετά το λουτρό του βαπτίσματος αμαρτήματα, αλλά και αυτά που προηγήθησαν από αυτό, μολονότι βεβαίως είχαν εξαφανιστεί ολότελα. Εάν όμως εκείνος κρατούσε στη μνήμη του τα αμαρτήματά του πριν από το βάπτισμα, πόσο μάλλον εμείς πρέπει να μη λησμονούμε όσα έχουμε διαπράξει και μετά το βάπτισμα· διότι με τη διατήρησή τους στην μνήμη μας, όχι μόνο τα εξαφανίζουμε, αλλά και προς όλους τους ανθρώπους θα συμπεριφερόμαστε με περισσότερη επιείκεια, και τον Θεό θα Τον υπηρετήσουμε με μεγαλύτερη αφοσίωση, αφού μαθαίνουμε πολύ καλά και κατανοούμε με την ανάμνησή τους την ανέκφραστη φιλανθρωπία Του.

Αυτό το πράγμα όμως εκείνος δεν το έκαμε, αλλά ξεχνώντας το μέγεθος των οφειλών του, λησμόνησε και την ευεργεσία. Και αφού λησμόνησε την ευεργεσία, έγινε κακός με τον σύνδουλό του και με την κακία πού έδειξε σ’ εκείνον έχασε όλα όσα κέρδισε από τη φιλανθρωπία του Θεού. «Κρατήσας ατν πνιγε λέγων· πόδος μοι ε τι φείλεις(:Αμέσως τον έπιασε και τον πίεζε κατά τον πλέον σκληρό τρόπο λέγοντας: ‘’Πλήρωσέ μου ό,τι μου χρωστάς’’)». Δεν είπε: «Δώσε μου πίσω τα εκατό δηνάρια που μου χρωστάς», επειδή ντρεπόταν το ασήμαντο του χρέους, αλλά «ό,τι οφείλεις».

«Πεσν ον σύνδουλος ατο ες τος πόδας ατο παρεκάλει ατν λέγων· μακροθύμησον π᾿ μο κα ποδώσω σοι(:Έπεσε τότε ο σύνδουλος εκείνος στα πόδια αυτού και τον παρακαλούσε λέγοντας· Δείξε σε μένα επιείκεια και μακροθυμία και θα σου επιστρέψω τα οφειλόμενα)»[Ματθ.18,29]. Με τα ίδια λόγια, πού βρήκε και εκείνος τη συγχώρηση προηγουμένως, με τα ίδια και αυτός αξιώνει να σωθεί. Εκείνος όμως από την υπερβολική του σκληρότητα ούτε με αυτά τα λόγια κάμφθηκε, ούτε σκέφθηκε ότι ο ίδιος με τα λόγια αυτά σώθηκε. Και όμως, και αν ακόμη τον συγχωρούσε, ούτε έτσι θα ήταν εκδήλωση φιλανθρωπίας και ευσπλαχνίας, αλλά απλώς οφειλή και χρέος· διότι εάν το έκανε αυτό πριν γίνει η λογοδοσία και πριν ληφθεί εκείνη η απόφαση και απολαύσει τόσο μεγάλη ευεργεσία, το γεγονός θα μπορούσε να αποδοθεί στη δική του μεγαλοψυχία.

Τώρα όμως, μετά από τόσο μεγάλη δωρεά και άφεση τόσων πολλών αμαρτημάτων, ήταν πλέον υποχρεωμένος να φερθεί στον σύνδουλό του με ανεξικακία, σαν κάποια αναγκαία οφειλή. Αλλά όμως ούτε αυτό έκαμε, ούτε σκέφθηκε πόση ήταν η διαφορά της αφέσεως την οποία και αυτός απήλαυσε και που έπρεπε να δείξει στο σύνδουλό του· διότι όχι μόνο στο ποσό των οφειλών, ούτε στο αξίωμα και το κύρος των προσώπων, αλλά και σε αυτόν τον ίδιο τον τρόπο θα μπορούσε κανείς να δει μεγάλη διαφορά. Επειδή εκείνα μεν ήσαν δέκα χιλιάδες τάλαντα, ενώ αυτά ήσαν μονάχα εκατό δηνάρια. Και αυτός μεν που όφειλε και του χαρίστηκαν τα δέκα χιλιάδες τάλαντα, προσέβαλε και αυθαδίασε εμπρός στον Κύριο του, ενώ ο οφειλέτης των εκατό δηναρίων αμάρτησε προς έναν σύνδουλό του· αυτός επομένως, αφού είχε ευεργετηθεί, είχε υποχρέωση να χαρίσει και αυτός το χρέος στον σύνδουλό του· ενώ ο Κύριος τον είχε απαλλάξει από όλο το χρέος χωρίς να δει να γίνεται εκ μέρους του κάποιο μικρό ή μεγάλο αγαθό.

Δεν έβαλε όμως τίποτε από αυτά στο νου του, αλλά εντελώς τυφλωμένος από την οργή τον έπιασε από το λαιμό και τον έκλεισε στην φυλακή. Βλέποντας αυτά όμως οι σύνδουλοί του, λέγει η Γραφή, αγανάκτησαν· και τον καταδικάζουν πριν από τον Κύριο οι σύνδουλοι, για να μάθεις πόσο ήμερος είναι ο Κύριος. Όταν ο Κύριός του τα άκουσε αυτά, τον κάλεσε και λογαριάζεται πάλι μαζί του, και δεν αποφασίζει έτσι απλώς την καταδίκη, αλλά προηγουμένως δικαιολογείται. Και τι λέγει; «Δολε πονηρέ, πσαν τν φειλν κείνην φκά σοι, πε παρεκάλεσάς με (:Δούλε πονηρέ, όλο το τεράστιο εκείνο χρέος σού το χάρισα, διότι με παρεκάλεσες)»[Ματθ.18,32].

Ποιος θα μπορούσε να δείξει μεγαλύτερη καλοσύνη από αυτήν του Κυρίου; Όταν του όφειλε τα μύρια τάλαντα, ούτε καν με λόγο τον λύπησε, ούτε πονηρό τον απεκάλεσε, αλλά μόνο διέταξε να πωληθεί· και αυτό, για να τον απαλλάξει από τα χρέη. Όταν όμως έγινε κακός στον σύνδουλό του, τότε οργίζεται και θυμώνει· για να μάθεις ότι ευκολότερα συγχωρεί τα αμαρτήματα που έγιναν απέναντι σε Αυτόν, παρά αυτά πού έγιναν στους συνανθρώπους μας. Και δεν το κάνει μόνο εδώ αυτό, αλλά και σε άλλη περίπτωση. «Ἐὰν ον προσφέρς τ δρόν σου π τ θυσιαστήριον κκε μνησθς τι δελφός σου χει τι κατ σο», λέγει, «φες κε τ δρόν σου μπροσθεν το θυσιαστηρίου, κα παγε πρτον διαλλάγηθι τ δελφ σου, κα τότε λθν πρόσφερε τ δρόν σου(:Κάθε προσβολή λοιπόν εναντίον των αδελφών μας είναι αξιόποινη. Γι’ αυτό, εάν προσφέρεις το δώρο σου στο θυσιαστήριο κι εκεί θυμηθείς ότι ο αδελφός σου έχει κάτι εναντίον σου για κάποια αδικία που του έκανες, άφησε εκεί το δώρο σου μπροστά στο θυσιαστήριο και πήγαινε πρώτα και συμφιλιώσου με τον αδελφό σου, και τότε, αφού συνδιαλλαγείς, έλα και πρόσφερε το δώρο σου, διότι μόνο τότε αυτό θα γίνει δεκτό από τον Θεό)»[Ματθ.5,23-24]. Βλέπεις πως προτιμά παντού τα δικά μας από τα δικά Του και δεν θεωρεί τίποτε ανώτερο από την ειρήνη και την αγάπη προς τον συνάνθρωπο;

Και αλλού πάλι: «ς ν πολύσ τν γυνακα ατο παρεκτς λόγου πορνείας, ποιε ατν μοιχσθαι(:Εγώ όμως σας λέω ότι εκείνος που θα διώξει τη γυναίκα του χωρίς να υπάρχει αιτία μοιχείας, συντελεί στο να γίνει αυτή μοιχαλίδα, εάν συζευχθεί με άλλον. Κι εκείνος που θα νυμφευθεί διαζευγμένη γυναίκα γίνεται μοιχός)»[Ματθ.5,32]. Και με τον Παύλο νομοθέτησε έτσι: «Ε τις δελφς γυνακα χει πιστον, κα ατ συνευδοκε οκεν μετ᾿ ατο, μ φιέτω ατήν(:Και στους υπόλοιπους εγγάμους λέω το εξής, το οποίο δεν όρισε βέβαια απευθείας ο Κύριος, αλλά το ορίζω εγώ ως απόστολος Του: Εάν κανείς χριστιανός αδελφός έχει γυναίκα άπιστη, την οποία νυμφεύτηκε πριν πιστέψει, και αυτή δέχεται με την καρδιά της να κατοικεί μαζί του, ας μην την αφήνει, αλλά ας εξακολουθεί να την έχει σύζυγο)»[Α΄Κορ.7,12]. «Εάν πορνεύσει», λέγει, «να την διώξεις· εάν όμως είναι άπιστη απέναντι σε εμένα τον Θεό, μην την διώξεις· εάν δηλαδή αμαρτήσει σε εσένα, χώρισέ την· εάν αμαρτήσει σε Εμένα, κράτησέ την».

Έτσι και εδώ όταν αμάρτησε τόσο πολύ απέναντι σε Αυτόν, τον συγχώρησε· όταν όμως αμάρτησε στον σύνδουλό του με λιγότερα και μικρότερα αμαρτήματα από αυτά που αμάρτησε στον Κύριό του, δεν τον συγχώρησε, αλλά τον τιμώρησε αυστηρά. Και εδώ μεν τον απεκάλεσε πονηρό, ενώ εκεί ούτε καν με λόγια δεν τον λύπησε. Γι’ αυτό και εδώ προστίθεται και τούτο, ότι οργίστηκε και τον παρέδωσε στους βασανιστές· ενώ όταν του ζητούσε να απολογηθεί για τα μύρια τάλαντα, τίποτε παρόμοιο δεν πρόσθεσε, για να μάθεις ότι εκείνη μεν η απόφαση δεν ήταν αποτέλεσμα οργής, αλλά φροντίδας που απέβλεπε στη συγχώρηση· αυτή λοιπόν η προς τον σύνδουλό του αμαρτία ήταν που τον εξόργισε τόσο πολύ.

Άραγε τι θα μπορούσε λοιπόν να υπάρξει χειρότερο από την μνησικακία, αφού ανακαλεί και την ήδη αποφασισμένη φιλανθρωπία του Θεού, και αυτό που δεν κατόρθωσαν να προκαλέσουν τα αμαρτήματα, αυτό κατορθώνει να το προκαλέσει η οργή για την αδικία σε βάρος του πλησίον; Μολονότι έχει γραφτεί ότι «μεταμέλητα γρ τ χαρίσματα κα κλσις το Θεο(:διότι ο Θεός, όταν δίνει τα χαρίσματα και όταν εκλέγει και καλεί, ως αλάθητος και πάνσοφος που είναι, δεν κάνει λάθος και είναι γι’ αυτό τα χαρίσματά Του αμετάκλητα και αμετακίνητα)»[Ρωμ.11,29]. Πώς λοιπόν εδώ μετά την ανακοίνωση της δωρεάς, μετά την εκδήλωση της φιλανθρωπίας, ανεκλήθη πάλι η απόφαση; Εξαιτίας της μνησικακίας· ώστε δεν θα έσφαλλε κάποιος αν ονόμαζε αυτή πιο φοβερή από κάθε αμαρτία· διότι όλες οι άλλες κατέστη δυνατόν να βρουν συγχώρηση, ενώ αυτή όχι μόνον δεν μπόρεσε να επιτύχει συγνώμη, αλλά και τις άλλες, που είχαν αφανισθεί ολότελα, τις ανανέωσε πάλι.

Ώστε η μνησικακία είναι διπλό κακό, διότι και καμία απολογία δεν έχει ενώπιον του Θεού, και τα υπόλοιπα αμαρτήματα μας, και αν ακόμη συγχωρηθούν, πάλι τα ανακαλεί και τα στρέφει εναντίον μας· πράγμα το οποίο έκανε και εδώ στην προκειμένη περίπτωση. Επειδή τίποτε, τίποτε δεν μισεί και δεν αποστρέφεται τόσο ο Θεός, όσο έναν άνθρωπο που είναι μνησίκακος και διατηρεί την οργή του. Αυτό μας το έδειξε εδώ ιδιαιτέρως, αλλά και στην προσευχή που μας παρέδωσε παρήγγειλε να λέγουμε έτσι: «Κα φες μν τ φειλήματα μν, ς κα μες φίεμεν τος φειλέταις μν(:Και συγχώρησε τα βαρύτατα χρέη μας, δηλαδή τις αναρίθμητες αμαρτίες μας, όπως και εμείς συγχωρούμε εκείνους, οι οποίοι είναι οφειλέτες απέναντί μας εξαιτίας των αδικημάτων που μας έκαμαν)»[Ματθ.6,12].

Γνωρίζοντας λοιπόν όλα αυτά, και αφού γράψουμε την παραβολή αυτή στις καρδιές μας, όταν έλθουν στον νου μας όσα έχουμε πάθει από τους συνδούλους μας, ας αναλογισθούμε και αυτά που και εμείς έχουμε κάνει στον Κύριο· και με τον φόβο των δικών μας αμαρτημάτων, θα μπορέσουμε να απομακρύνουμε γρήγορα τον θυμό για τα ξένα παραπτώματα. Εάν πρέπει να ενθυμούμαστε αμαρτήματα, μόνον τα δικά μας πρέπει να ενθυμούμαστε· διότι εάν κρατήσουμε στη μνήμη τα δικά μας, ποτέ δεν θα δώσουμε σημασία στα ξένα· όπως ακριβώς εάν λησμονήσουμε τα δικά μας, εύκολα εκείνα θα εισχωρήσουν στους λογισμούς μας. Πράγματι, και αυτός εάν είχε κρατήσει στη μνήμη του τα μύρια τάλαντα, δεν θα θυμόταν τα εκατό δηνάρια· επειδή όμως τα λησμόνησε εκείνα, γι’ αυτό έπιασε από το λαιμό τον συνδούλο του, και θέλοντας να απαιτήσει τα ολίγα, ούτε αυτό επέτυχε, αλλά επέσυρε στην κεφαλή του και τον όγκο των μυρίων ταλάντων.

Γι’ αυτό θα τολμούσα να ειπώ ότι η μνησικακία είναι η φοβερότερη από όλες τις αμαρτίες· ή μάλλον δεν το λέγω αυτό εγώ, αλλά ο Χριστός το φανέρωσε με την παραβολή αυτή· διότι αν δεν ήταν φοβερότερη από μύρια τάλαντα, εννοώ από τα αναρίθμητα αμαρτήματα, δεν θα ανακαλούσε εξαιτίας της και εκείνα. Τίποτε λοιπόν ας μη φροντίζομε τόσο, όσο το να καθαριζόμαστε από την οργή και το να συμφιλιωνόμαστε προς εκείνους που είναι δυσαρεστημένοι μαζί μας, γνωρίζοντας πως ούτε η κοινωνία των Αχράντων Μυστηρίων, ούτε τίποτε άλλο από αυτά, θα μπορέσει να μας βοηθήσει εκείνη την ημέρα. Όπως πάλι εάν νικήσουμε αυτήν την αμαρτία, έστω και αν έχουμε μύρια πλημμελήματα, θα μπορέσουμε να επιτύχουμε κάποια συγνώμη. Και δεν είναι δικός μας ο λόγος, αλλά του ίδιου του Θεού, ο οποίος πρόκειται να μας κρίνει· διότι όπως είπε εδώ, ότι «Οτω κα πατήρ μου πουράνιος ποιήσει μν, ἐὰν μ φτε καστος τ δελφ ατο π τν καρδιν μν τ παραπτώματα ατν»[Ματθ.18,35], έτσι και αλλού λέγει: «Ἐὰν γρ φτε τος νθρώποις τ παραπτώματα ατν, φήσει κα μν πατρ μν οράνιος(:Εάν όμως δεν συγχωρήσετε τους ανθρώπους που αμάρτησαν απέναντί σας, ούτε ο Πατέρας σας θα συγχωρήσει τις δικές σας αμαρτίες προς Αυτόν)»[Ματθ.6,15].

Για να έχουμε λοιπόν και εδώ γαλήνια και ήρεμη ζωή και εκεί να επιτύχουμε συγχώρηση και άφεση, ας προσπαθούμε και ας φροντίζουμε να συμφιλιωνόμαστε με όσους εχθρούς έχουμε· διότι έτσι και τον Κύριό μας θα συμφιλιώσουμε μαζί μας, και τα μέλλοντα αγαθά θα επιτύχουμε, των οποίων είθε όλοι να αξιωθούμε με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στον Οποίο ανήκει η δόξα και το κράτος στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/de-decem-millium-talentorum-debitore.pdf

  • Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1986, τόμος 26, σελίδες 18-35.

  • Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 30, σελ. 86-104.

  • Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.

  • Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.

  • Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα

23 Επειδή στη Βασιλεία των Ουρανών το καθήκον να συγχωρούμε όσους μας έχουν φταίξει είναι απεριόριστο, γι’ αυτό μοιάζει η Βασιλεία των Ουρανών με έναν επίγειο βασιλιά, που θέλησε να του αποδώσουν λογαριασμό οι δούλοι και αυλικοί του, στους οποίους είχε αναθέσει τη διαχείριση των φόρων και των εισπράξεών του. 24 Και όταν αυτός άρχισε να κάνει τον λογαριασμό, του έφεραν έναν χρεώστη, ο οποίος χρωστούσε δέκα χιλιάδες τάλαντα, δηλαδή ένα αμύθητο ποσό. 25 Επειδή όμως αυτός δεν είχε να πληρώσει, διέταξε ο Κύριος να πουληθεί και αυτός και η γυναίκα του και τα παιδιά του και όλα όσα είχε, και να πληρωθεί το χρέος. 26 Έπεσε λοιπόν καταγής ο δούλος και τον προσκυνούσε λέγοντας: «Κύριε, δώσε μου λίγο χρόνο ακόμη και όλα όσα χρωστώ θα σου τα πληρώσω». 27 Τότε ο κύριός του τον λυπήθηκε και αισθάνθηκε συμπάθεια γι’ αυτόν, κι έτσι τον άφησε ελεύθερο, του χάρισε μάλιστα και το δάνειο.
28 Όταν όμως βγήκε έξω ο δούλος εκείνος, βρήκε έναν από τους συνδούλους του που του χρώσταγε εκατό δηνάρια, δηλαδή ένα μικρό ποσό. Κι αφού τον σταμάτησε, τον πίεζε σκληρά λέγοντας: «Εξόφλησέ μου ό,τι μου χρωστάς». 29 Έπεσε λοιπόν στα πόδια του ο σύνδουλός του και τον παρακαλούσε λέγοντας: «Περίμενέ με και δώσε μου μια παράταση χρόνου και θα σε πληρώσω». 30 Αυτός όμως δεν ήθελε, αλλά πήγε στο δικαστήριο και τον έριξε στη φυλακή, μέχρι να πληρώσει ό,τι του χρωστούσε. 31 Όταν όμως είδαν οι άλλοι σύνδουλοί του αυτά που έγιναν, λυπήθηκαν πολύ. Και αφού ήλθαν στον κύριό τους, του διηγήθηκαν όλα όσα συνέβησαν. 32 Τότε ο κύριός του τον προσκάλεσε και του είπε: «Δούλε πονηρέ, όλο το χρέος εκείνο, το τόσο μεγάλο, σου το χάρισα, επειδή με παρακάλεσες. 33 Δεν έπρεπε και εσύ να λυπηθείς και να σπλαχνιστείς τον σύνδουλό σου, όπως κι εγώ σε λυπήθηκα και σου έδειξα έλεος, αν και δεν είμαι σύνδουλός σου αλλά κύριός σου;». 34 Και οργισμένος ο κύριός του τον παρέδωσε σε αυτούς που βασανίζουν τους φυλακισμένους, για να τον τιμωρούν μέχρι να εξοφλήσει όλα όσα χρωστούσε. 35 Έτσι θα κάνει σε σας και ο επουράνιος Πατέρας μου, στον Οποίο λόγω των αναρίθμητων αμαρτιών σας είστε χρεώστες αναρίθμητου χρέους, εάν δεν συγχωρήσετε ο καθένας σας τον αδελφό του όχι με το στόμα σας μόνο, αλλά από την καρδιά σας.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.