Αυγουστίνος Καντιώτης



ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΙΗΣΟΥΣ; (Επισκοπου Αυγουστινου Ν. Καντιωτου)

date Αυγ 2nd, 2025 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Εὐαγγέλια νέα σειρὰ
Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΜΒ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2682

Κυριακὴ Η΄ Ματθαίου (Ματθ. 14,14-22)
3 Αὐγοὐστου 2025
Συντάκτης (†) ἐπίσκοπος π.Αὐγουστῖνος Ν. Καντιώτης

Που ειναι ὁ Ἰησους;

Ιησ.Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ εὐαγγέλιο (βλ. Ματθ. 14,14-22). Ἀλλὰ δὲν φτάνει μόνο νὰ τ᾽ ἀ­κοῦμε. Τὸ εὐαγγέλιο δὲν τὸ λέμε στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ περάσῃ ἡ ὥρα, ὅπως ἀνοίγε­τε τὸ ῥαδιόφω­­νο γιὰ νὰ περάσῃ ἡ ὥρα, ὅπως κάθεστε στὸ καφφενεῖο γιὰ νὰ κουβεντιάσετε· τὸ εὐαγγέλιο αὐτό, ποὺ ἀκούσαμε σήμερα, θὰ μᾶς δικά­σῃ στὸν ἄλλο κόσμο. Γιατί θὰ μᾶς δικάσῃ; Διότι αὐτὰ ποὺ λέει πρέπει νὰ τὰ κάνουμε. Ἄντρες – γυναῖκες, μικροὶ – μεγά­λοι, εἴ­μαστε ὑ­ποχρεωμένοι νὰ κάνουμε ὅ,τι διατάζει.

* * *

Τί μᾶς λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο ποὺ ἐμεῖς δὲν τὸ κάνουμε; Λέει, ὅτι ὁ Χριστὸς πῆρε μιὰ μέρα τοὺς δώδεκα μαθητάς του καὶ βγῆκε ἔ­ξω ἀπὸ τὴν πόλι· πῆγε μακριά, πολὺ μακριά…
Θά ᾽ρθῃ τέτοια ὥρα. Νομίζετε, ὅτι θὰ μένε­τε πάντα στὰ σπιτάκια σας, θ᾽ ἀνοίγετε τὰ ῥαδιόφωνα καὶ τὴν τηλεόρασι ἢ θὰ ᾽χετε τὸ καθρεφτάκι νὰ κοιτάζεστε; Θά ᾽ρθῃ ὥρα. Εἶνε γραμμένο μέ­σα στὶς προφητεῖες. Θά ᾽ρθῃ ὥ­ρα ποὺ δὲν θὰ προλάβῃς νὰ πάρῃς τὸ πουκά­μισό σου, δὲν θὰ πάρῃς μαζί σου οὔτε φράγ­κο. Ὅπως στὴ Μικρὰ Ἀσία δὲν πρόλαβαν νὰ πάρουν τίποτα κ᾽ ἔφυγαν μὲ τὴν ψυ­χὴ στὰ δόν­τια, ἔτσι, ἐὰν δὲν μετανοήσουμε, θὰ γίνῃ μιὰ μεγάλη καταστροφή. Καὶ ὅσοι πᾶ­νε στὰ βου­νὰ καὶ τὶς ῥεματιές, μέσα σὲ σπηλιὲς καὶ ἐ­ρη­μιὲς μὲ τ᾽ ἄγρια θηρία, αὐ­τοὶ ἴσως σωθοῦ­νε. Γιατὶ τὰ σπίτια, ποὺ καθένα ἔπρεπε νά ᾽νε μιὰ ἐκκλησιά, τώρα μὲ ὅσα συμβαίνουν ἔγιναν κο­λαστήρια· ὅταν ὁ ἄν­τρας βλαστημᾷ, ἡ γυναίκα βγάζῃ γλῶσσα, τὰ παιδιὰ ὑβρίζουν πατέρα καὶ μάνα…, ἐκεῖ εὐλογία δὲν ὑπάρχει. 
Ὁ Χριστὸς λοιπὸν ἄφησε τὰ μεγάλα σπίτια καὶ τὶς πολιτεῖες, καὶ πῆγε στὴν ἐρημιά. Γιατί; Γιατὶ ἐκεῖ ὁ ἄν­θρωπος εἶνε πιὸ κοντὰ στὸ φῶς τοῦ Θεοῦ. Μέσ᾽ στὴ μεγαλούπολι εἶσαι κοντὰ στὸν διάβολο. Στὶς μεγάλες πολιτεῖες ὁ διάβολος κάνει τὸ μεγάλο κακό.
Στὴν ἐρημιὰ ὁ Χριστὸς βρῆκε κατάλληλο καιρὸ γιὰ προσευχή. Στὴν ἐρημιά, στὴν ὕπαιθρο, ἔξω στὰ χωράφια σηκώνεσαι πρωί, βλέπεις τὸν ἥλιο καὶ λὲς «Δόξα σοι τῷ δείξαντι τὸ φῶς» (Δοξολ.)· ἐκεῖ ἀκοῦς τ᾽ ἀηδόνι νὰ κελαηδάῃ, ὅλα τὰ πουλιὰ νὰ ψάλλουν, τὸ ποταμάκι νὰ κυλάῃ τὰ νερά του, ὅλα νὰ ὑμνοῦν τὸ Θεό. Στὴν ἔρημο ὁ ἄνθρωπος πλησιάζει τὸ Θεό.
Πῆγε στὴν ἐρημιὰ ὁ Χριστός, γιὰ νὰ προσ­ευ­χηθῇ στὸν οὐράνιο Πατέρα του, γιὰ νὰ βρῇ ὁ ἴδιος λίγη ἀνάπαυσι, ν᾽ ἀναπαυθοῦν καὶ οἱ μαθηταί του. Ἀλλὰ ὁ κόσμος, ποὺ τὸν ἔχασε, στενοχωροῦνταν. Ποῦ εἶνε ὁ Χριστός; ἔλεγαν οἱ ἄντρες. Ποῦ εἶνε ὁ Χριστός; ἔλεγαν οἱ γυναῖ­κες. Ποῦ εἶνε, μάνα, ὁ Χριστός; ἔλεγαν τὰ μικρὰ θῷα παιδάκια, ποὺ τ᾽ ἀγαποῦσε ὁ Κύρι­ος, ἔβαζε τὰ χέρια του πάνω στὰ κεφαλάκια τους καὶ τά ᾽παιρνε στὴν ἀγκαλιά του. Δὲν ἄν­­τεχαν νὰ ζήσουν χωρὶς αὐτὸν οὔτε μιὰ μέρα.
Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ζήσῃ χωρὶς σπίτι, χωρὶς λεφτά, χωρὶς γυναῖκα, χωρὶς παιδιά· μὰ χωρὶς Χριστό, χωρὶς τὸ Θεό, δὲν μπορεῖ νὰ ζή­­σῃ. Τὸ ψάρι δὲν ζῇ χω­ρὶς θάλασσα, τὸ που­λὶ δὲν ζῇ χωρὶς ἀέρα, κι ὁ ἄνθρωπος δὲν ζῇ χωρὶς Θεό. Δὲν Τὸν χορταίνει ἡ ψυχή του, νιώθει κάτι ἀνώτερο γι᾽ Αὐτὸν ἡ καρδιά του.
Ζητοῦσαν τὸ Χριστὸ λοιπόν. Καὶ τί ἔγινε; κά­τι πρωτάκουστο. Ἄφησαν τὶς δουλειές τους οἱ ἄντρες, τὰ σπίτια οἱ γυναῖκες, τὰ σχολειά τους τὰ παιδιά, κ᾽ ἕνα κοπάδι ὁλόκληρο, δεκαπέν­τε χιλιάδες κόσμος, ἔφυγαν καὶ πῆγαν μακριά! Πέρασαν ῥαχοῦλες, λειβάδια, ποτάμια, ῥεμα­τιές… Ὅ­ποιος τοὺς ῥωτοῦσε, Τί ζητᾶτε; Ψάχνουμε τὸ Χριστό, ἔλεγαν.
Ὕστερα ἀπὸ ὁδοιπο­ρία ὡρῶν τὸν βρῆκαν στὴν ἐ­ρημιά, καὶ ἡ χαρά τους ἦταν μεγάλη. Ἦ­ταν σὰν τὴ χαρὰ ποὺ νιώθει ὁ διψα­­σμέ­νος ὅ­ταν βρῇ δροσερὸ νερό, σὰν τὴ χα­­ρὰ ποὺ ἔχει ὁ πεινασμένος ὅταν βρῇ ψωμί, σὰν τὴ χαρὰ ποὺ ἔχει ὁ φτωχὸς ὅταν σκάβον­τας τὴ γῆ βρῇ θησαυρὸ πολύτιμο. Χάρηκαν ποὺ εἶδαν τὸ Χρι­στό. Κ᾽ ἐκείνη τὴν ἡμέρα αὐτὸς ἄρχισε νὰ τοὺς διδάσκῃ κι αὐτοὶ ἄκουγαν προσηλωμένοι. Ὅ­πως τὸ σφουγγάρι ῥουφάει τὸ νερό, ἔτσι οἱ ψυχές τους ῥουφοῦσαν τὰ λόγια του.
Καὶ περνοῦσε ἡ ὥρα, ἔγινε μεσημέρι· πέρα­­σε τὸ μεσημέρι, ἔγινε τρεῖς ἡ ὥρα, ἔγινε τέσσερις, πῆγε πέντε, βασίλευε ὁ ἥλιος, κι αὐ­τοὶ ἐκεῖ. Τὰ παιδιὰ ξέχασαν τὰ παιχνίδια τους, οἱ ἄντρες τὶς δουλειές τους, καὶ ὅλοι καρφωμένοι ἄκουγαν τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ. Μετὰ ἐκεῖ­νος ἅπλωσε τὰ ἅγια χέρια του καὶ θεράπευσε τοὺς ἀρρώστους. Καὶ κανείς δὲν σάλευε ἀπ᾽ τὴ θέσι του. Μὰ ζύγωνε πιὰ ἡ νύχτα κ᾽ ἔπρεπε νὰ ἐπιστρέψουν στὰ χωριά τους. Καὶ θά ᾽ταν βέβαια πεινασμένοι. Καὶ τότε ὁ Χριστὸς τί ἔκανε; Πῆρε πέντε ψωμιὰ κι αὐτὰ κριθαρένια καὶ δυὸ ψάρια καὶ τί τὰ ᾽κανε; –ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, δικαίωμά τους– τὰ εὐλόγησε. Καὶ μ᾽ αὐτὸ τί ἔγινε· μὲ τὰ πέντε ψωμιὰ χόρτασαν πέντε χιλιάδες ἄντρες, διπλάσιες γυναῖκες, μικρὰ παιδιά, καὶ περίσσεψαν τόσα κομμάτια ποὺ γέμισαν δώδεκα κοφίνια!
Τί μᾶς λέει αὐτό; Κάτι ποὺ τὸ ξέχασε ὁ κόσμος. Ὅτι ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ εἶνε μεγάλο, πολὺ μεγάλο πρᾶγμα. Δὲν τὸ κατάλαβε ὁ κό­­σμος. Θὰ τὸ καταλάβῃ. Ἕνα ψίχουλο, μιὰ φούχτα ἀλεύρι, ἂν εὐ­­λογήσῃ ὁ Χριστός, φτάνει νὰ θρέψῃ ἕνα χωριό. Ἂν ὅμως δὲν ὑπάρχῃ εὐλογία τοῦ Θεοῦ, σπέρνε, βάλε κομπίνες, θέριζε, μάζευε, γέμιζε ἀποθῆκες, ὅλα αὐτὰ οὔτε ἕναν ἄνθρωπο δὲν θὰ μποροῦν νὰ θρέψουν. Ἅμα ὑπάρχῃ ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ, τὸ λίγο φτάνει καὶ τρέφει πολλούς.

* * *

Αὐτό, ἀδελφοί μου, μᾶς λέει σήμερα τὸ εὐ­αγγέλιο· ὅτι ὅλοι ἔ­τρεξαν στὸ Χριστό· κι ὅτι κ᾽ ἐμεῖς πρέπει νὰ τρέχουμε στὸ Χριστό.
–Μὰ ποῦ εἶνε ὁ Χριστός; θὰ πῆτε. Ἂν ἦ­­ταν δῶ στὸν κόσμο, κ᾽ ἐμεῖς θὰ τρέχα­με· θ᾽ ἀφήναμε τὶς δουλειὲς νὰ πᾶμε νὰ τὸν δοῦμε, νὰ τὸν ἀκούσουμε, νὰ μᾶς κάνῃ κα­λά, νὰ πάρουμε τὴν εὐλογία του. Μὰ τώρα ποῦ εἶ­νε;
Ἄπιστε κόσμε, ψεύτη ντουνιᾶ, ἐδῶ εἶνε ὁ Χριστός, στὴν Ἐκκλησία! Ἂν πιστεύῃς, ὅλος ὁ Χριστὸς εἶν᾽ ἐδῶ· τὰ λόγια του, τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα του εἶνε πάνω στὴν ἁ­γία τράπεζα. Ἐ­δῶ εἶνε, ἐδῶ διδάσκει, ἐδῶ εὐλογεῖ, ἐ­δῶ θερα­πεύει. Ὅποιος ἔρχεται μὲ πίστι, τὸν συναντᾷ. Στὴ μέση τῆς Λειτουργίας γίνεται ἡ ὑποδοχή του κι ἀκοῦμε στὸ χερουβικό· «Οἱ τὰ χερου­βὶμ μυστικῶς εἰ­κονίζοντες… Ὡς τὸν Βασιλέα τῶν ὅ­λων ὑποδεξόμενοι», νὰ ὑποδεχτοῦ­με τὸν Βασιλέα τῶν ὅλων. Τὴν ὥρα ἐκείνη, ἀδέρ­φια μου, δὲν πατᾶμε τὴ γῆ, εἴμαστε σὰν τοὺς ἀγγέλους, ἕτοιμοι νὰ ὑποδεχτοῦμε τὸ Χριστὸ τὸν βασιλιᾶ μας. Μὲ τῆς ψυχῆς τὰ μάτια τὸν βλέπουμε, τὸν ἀκοῦμε, τὸν κοινωνοῦμε.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἐκεῖ εἶνε ὁ Χριστός, τί πρέπει νὰ κάνουμε; Νὰ τρέξουμε κοντά του. Μόλις ἀ­­­­κουστῇ ἡ καμ­πάνα, φτερὰ στὰ πόδια καὶ ὄλοι στὴν ἐκκλησιά. Τὸ κάνουμε; Ὄχι. Ποῦ πᾶνε οἱ ἄνθρωποι; Ἐμένα ῥωτᾶτε; Ἀντέστε τὴν Κυρι­ακὴ τὸ πρωὶ στὰ πρακτορεῖα, στοὺς σταθμούς, στὴν ἐθνικὴ ὁδό, στὰ λιμάνια, νὰ δῆτε ποῦ πάει ὁ κόσμος κοπάδια – κοπάδια!… Ἄλλοι στὶς παραλίες γιὰ μπάνια ἀνακατεμένοι ἄντρες – γυναῖκες, ἄλλοι στὰ βουνὰ γιὰ ὀρειβασία, ἄλλοι στὰ καρτέρια γιὰ κυνήγι…· ὅλοι πᾶνε νὰ διασκεδάσουν. Κ᾽ οἱ ἐκκλησιὲς τὴν Κυρια­κὴ ἀ­δειανές. Ἂν ὅμως ἔρθῃ στὸ χωριὸ κινηματο­γράφος, ἂν ἔρθῃ ἀρκουδιάρης, ἂν γίνῃ γλέντι καὶ χορός, τότε καὶ ἡ κουτσὴ γριὰ θὰ πάῃ νὰ δῇ ἐκεῖνα τὰ ἄπρεπα. Χτυπάει καμπάνα; «Στοῦ κουφοῦ τὴν πόρτα ὅσο θέλεις χτύπα». Στὴ Μι­κ­ρὰ Ἀσία καμπάνες δὲν ὑπῆρχαν, ὁ Τοῦρκος δὲν ἐπέτρε­­πε. Καὶ χωρὶς καμπάνες οἱ ἐκ­κλησιὲς γεμᾶτες, κανείς δὲν ἀπουσίαζε· μόνο λε­χῶνες καὶ ἄρρωστοι ἔμεναν στὰ κρεβάτια. Ἁ­γιασμένα χρόνια. Τώρα σεῖς τὰ ἐγγόνια τους μπασταρδέψατε, φύγατε ἀπὸ τὰ ἅγια καὶ ἱερά. Κι αὐτὲς οἱ καμπάνες θὰ μᾶς δικάσουν τὴν ἡ­μέρα τῆς Κρίσεως. Τότε δίχως καμπάνες οἱ ἐκ­κλησιὲς γεμᾶτες, τώρα μὲ καμπάνες ἠχηρὲς κανείς δὲν πάει στὴν ἐκκλησιὰ τοῦ Χριστοῦ μας.
Γι᾽ αὐτὸ εἶπα, ὅτι ἐκεῖνοι οἱ πεν­τακισχίλιοι θὰ μᾶς δικάσουν. Ἂν ὑποθέσουμε ὅτι στὴ χώρα ὑπῆρχε μόνο μιὰ ἐκκλησιά, καὶ πάλι ἔπρεπε νὰ κάνουμε χιλιόμετρα νὰ πᾶμε ἐκεῖ. Ἅμα ἀρρωσταίνῃ τὸ κορμί, βλέπεις, ἂν ἔχουμε πόνο στὴν καρδιὰ ἢ στὰ πνευμόνια ἢ στὰ νεφρά, πᾶμε Θεσσαλονίκη, Ἀθήνα, ἀκόμα καὶ στὸ ἐ­ξω­τερικό. Στὴν Ἀφρική, λένε, εἶνε ἔνας καρ­διοχειρουργός, καὶ ταξίδεψε αὐτὲς τὶς μέ­ρες κάποιος ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη καὶ πῆγε ἐ­κεῖ, στὴν ἄκρη τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ γίνῃ καλά. Ἅ­μα τὸ τομαράκι ἀρρωστήσῃ, τραβᾷς στὴν Ἑλ­βετία, στὴ Σουηδία, στὴ Νορβηγία, στὴν Ἀμέρικα, νὰ γίνῃς καλά. Ἀλλὰ ἐδῶ; Δίπλα σου εἶνε ἡ ἐκκλησιά. Θυ­μᾶμαι, σ᾽ ἕνα χω­ριὸ κάποιος ἔ­μενε δίπλα στὴν ἐκκλησία κι ὁ εὐλογημένος ἐπὶ πενήντα χρόνια δὲν ἔκανε ἕνα βῆμα νὰ μπῇ νὰ προσκυνήσῃ! Κάν᾽ το τώρα, πού ᾽σαι στὸ πόδι. Θὰ ἔρθῃ βέβαια κι αὐτὸς μιὰ μέρα στὴν ἐκ­κλησιά, ἀλλὰ μὲ τοὺς τέσσερις (θὰ τὸν σηκώνουν τέσσερις)· τότε ὅμως θά ᾽νε ἀργά.
Λοιπόν, σήμερα αὐτοί, ποὺ περπάτησαν χιλιόμετρα νὰ βροῦν τὸ Χριστό, θὰ μᾶς δικάσουν.
Σεῖς, πάλι καλά, ἤρθατε στὴν ἐκκλησία. Οἱ ἄλλοι ὅ­μως ποῦ εἶνε; Σᾶς εἰδοποιῶ ὅτι, ὅποιος ἀπουσιάζει ἀ­πὸ τὸν ἐκκλησιασμὸ ἀδικαιολόγητα, ἔχει συνέπειες. Ὁ δάσκα­λος σημειώνει τὶς ἀπουσίες καὶ δὲν σοῦ δίνει χαρτί· ὁ λοχίας στὸ στρατὸ κάνει προσκλητήριο καὶ ἂν δὲν πῇς παρὼν εἶσαι λιποτάκτης. Ἄ, ἐκεῖ τρέχεις· ἐδῶ; Σχολειὸ καὶ στράτευμα τοῦ Χριστοῦ μας εἶνε ἡ Ἐκκλησία. Ἀπουσιάζεις μιά, δυό, τρεῖς φορές; Δὲν κάνεις πρόοδο, εἶσαι παραβάτης. Καὶ μὴ γελᾶνε κάτι κυρίες καὶ δεσποινάρια καὶ λένε· Ἄκου τί λέει ὁ δεσπότης; Ὁ δεσπότης σοῦ λέει τώρα τί πρέπει νὰ ξέρῃς γιὰ τὸ καλό σου! Δὲν θέλεις ν᾽ ἀκούσῃς; Δὲν θὰ μὲ ξαναδῇς· θὰ μὲ δῇς πιὰ στὸν ἄλλο κόσμο, μπροστὰ στοὺς ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους· καὶ τότε, ὅπως ἐδῶ ἡ ἀστυνομία ἔχει τὴν ταυτότητά σου καὶ τὸ φάκελό της, ἔτσι ἐκεῖ ὁ ἄγγελός σας θ᾽ ἀνοίξῃ τὸ βιβλιάριό σας καὶ θὰ σᾶς πῇ· Ποῦ ἤ­σασταν ὅταν χτυποῦσαν οἱ καμπάνες, ὅταν ἁγιάζονταν τὰ τίμια δῶρα, ὅταν ἔβγαινε τὸ δισκοπότηρο; Ἄχ ἀν­τρόγυνα ποὺ βρωμίζετε τὴν Κυριακὴ ἡμέρα, ἂχ χωριά­τες ποὺ τραβᾶτε στὰ χωράφια, ἂχ παιδιὰ ποὺ παίζε­τε στοὺς δρόμους, ἂχ κόσμε ποὺ ἀδιαφορεῖς! θὰ πληρώσῃς τὴν ἀπουσία σου. Ὅποιος τρεῖς φορὲς ἀ­πουσιάσῃ ἀπὸ τὴν ἐκ­κλη­σία χωρὶς λόγο, εἶνε ἀφωρισμένος ἀπὸ μόνος του. Ὄχι ἀπὸ μένα· ἀπὸ τὸ Θεό.
Ὅποιος λοιπὸν θέλει νά ᾽νε ἐν τάξει μὲ τὸν ἑαυτό του, μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ μὲ τὸ Θεό, ἂς φροντίσῃ, κάθε φορὰ ποὺ χτυπάει ἡ καμπάνα νά ᾽νε στὴν ἐκκλησία, γιὰ νὰ ἔχῃ τὴν εὐλογία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Πάντων Δροσεροῦ – Ἑορδαίας τὴν 1-8-1971. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 7-7-2025.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.