Ἡ θεωρια του Θεου (Του Μητροπολιτου Φλωρινης Αυγουστινου)


Ἑορτολόγιο
Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΜΒ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2683
Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος
Τετάρτη 6 Αὐγούστου 2025
Ἡ θεωρια του Θεου
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἑορτὴ καὶ πανήγυρις. Εἶνε ἑορτὴ δεσποτική· ἑορτάζει ὁ Δεσπότης. Ποιός δεσπότης, ἐγώ; Κάθε ἄλλο. Τί θὰ πῇ δεσπότης; Δεσπότης θὰ πῇ αὐτὸς ποὺ δεσπόζει, ποὺ ἔχει ἐξουσία. Ἐξουσία ἔχει καὶ ὁ δάσκαλος στοὺς μαθητάς του, ὁ προϊστάμενος στοὺς ὑπαλλήλους του, ὁ ἀξιωματικὸς στοὺς στρατιῶτες του, ὁ ἄντρας στὴ γυναῖκα του, ὁ πατέρας στὰ παιδιά του, ὁ ἱερεὺς στὴν ἐνορία του, ὁ ἐπίσκοπος στὸ ποίμνιό του, ὁ βασιλεὺς στὸ βασίλειό του. Ἐξουσία ἔχουν στὸν οὐρανὸ καὶ οἱ ἄγγελοι. Ἀλλὰ πάνω ἀπ᾽ ὅλες τὶς ἐξουσίες (ἀνθρώπων, ἀγγέλων, ἀρχαγγέλων, ζώντων καὶ νεκρῶν, στοιχείων τῆς φύσεως), ἐξουσία ποὺ ὑπερέχει ὅλων, ἡ κορυφὴ τῶν ἐξουσιῶν, εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Αὐτὸς εἶνε ὁ Δεσπότης ποὺ ἑορτάζει σήμερα.
Ὁ Χριστός, ἐνῷ ἦταν Θεός, ἐν τούτοις κατὰ τὸ διάστημα τῆς ζωῆς του στὸν κόσμο αὐτὸν φαινόταν σὰν ὁ πιὸ φτωχὸς καὶ ἀδύναμος ἄνθρωπος. Σπίτι δὲν εἶχε. Ἐδῶ καὶ ὁ πιὸ φτωχὸς τὸ βραδάκι θὰ πάῃ νὰ κοιμηθῇ στὴν καλύβα του. Ὁ Χριστὸς δήλωνε ἄστεγος. Ἀλεποῦδες καὶ πουλιά, ἔλεγε, ἔχουν κάπου μιὰ φωλιά, «ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ» (Ματθ. 8,20. Λουκ. 9,58). Ἦταν ὁ ἀληθινὰ ἀκτήμων· φράγκο δὲν ὑπῆρχε στὴν τσέπη του. Ὅποιος θὰ τὸν ἔβλεπε στὸ δρόμο μποροῦσε νὰ φανταστῇ, ὅτι αὐτὸς εἶνε ἐκεῖνος ποὺ ἐξουσιάζει τὰ σύμπαντα;
Καὶ ὅμως ἦταν Θεός. Καὶ τὸ ἔδειξε. Μία τρανὴ ἀπόδειξις ὅτι εἶνε Θεός, εἶνε καὶ ἡ σημερινὴ ἑορτὴ τῆς Μεταμορφώσεως. Δηλαδή; τί συνέβη σήμερα; ποιό γεγονὸς ἑορτάζουμε ποὺ ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε Θεός;
* * *
Νά τί μᾶς λέει τὸ εὐαγγέλιο (βλ. Ματθ. 17,1-9). Στὴν Παλαιστίνη ὑπάρχει ἕνα βουνὸ ποὺ λέγεται Θαβώρ. Στὴν κορυφή του οἱ ὀρθόδοξοι Ἕλληνες πρὶν ἀπὸ πεντακόσα χρόνια ἔχτισαν μία ἐκκλησία τῆς Μεταμορφώσεως. Καὶ ἀνεβαίνει ἐκεῖ ὁ πατριάρχης τὴν ἅγια αὐτὴ ἡμέρα, μὲ τὸ παλαιὸ ἡμερολόγιο, καὶ ἑορτάζουν.
Ἐκεῖ πῆγε ὁ Χριστὸς σὰν σήμερα μὲ τοὺς δώδεκα μαθητάς. Διάλεξε τρεῖς, τὸν Πέτρο (γιὰ τὴν πίστι του) τὸν Ἰάκωβο (γιὰ τὴν ἐλπίδα του) καὶ τὸν Ἰωάννη (γιὰ τὴν ἀγάπη του), ἄφησε τοὺς ἄλλους ἐννέα στοὺς πρόποδες, καὶ μὲ τοὺς τρεῖς ἀνέβηκε ψηλά. Καὶ τότε συνέβη τὸ θαῦμα. Ποιό θαῦμα; Ἂς μὴν τὸ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, ἐμεῖς τὸ πιστεύουμε. Ἂν δὲν τὸ πιστεύουμε, εἴμαστε ἐλεύθεροι νὰ φύγουμε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία· οἱ ἄντρες ἂς παίζουν τάβλι στὸ καφφενεῖο, οἱ γυναῖκες ἂς κάνουν τὸν περίπατό τους, τὰ παιδιὰ ἂς κλωτσοῦν τὶς μπάλλες τους. Δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ μᾶς ὁ Χριστός. «Ὅσοι πιστοί» (θ. Λειτ.).
Ποιό θαῦμα λοιπὸν ἔγινε ἐκεῖ πάνω; Σὲ μιὰ στιγμὴ μπροστὰ στοὺς τρεῖς μαθητὰς ὁ Χριστὸς μεταμορφώθηκε, ἄλλαξε ὄψι. Τὸ πρόσωπό του ἔλαμψε σὰν τὸν ἥλιο κι ἀκόμη πιὸ πολύ – δίπλα του ὁ ἥλιος θάμπωσε. Τὰ ῥοῦχα τοῦ Χριστοῦ, τὰ ἀπέριττα ποὺ εἶχε ὑφάνει ἡ Παναγία μὲ τὰ χέρια της στὸν ἀργαλειό, ἄστραψαν πιὸ λευκὰ κι ἀπὸ τὸ χιόνι, ὁλόλαμπρα σὰν τὸ φῶς. Δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ τοῦ Χριστοῦ φάνηκαν δύο σεβαστὰ πρόσωπα νὰ τὸν περιβάλλουν τιμητικά· ὁ ἕνας ἦταν ὁ Μωυσῆς, ποὺ εἶχε ζήσει πρὶν ἀπὸ χίλια πεντακόσα χρόνια καὶ ἔλαβε τὶς δέκα ἐντολές, κι ὁ ἄλλος ἦταν ὁ Ἠλίας, ὁ πύρινος προφήτης ποὺ εἶχε ζήσει πρὶν ἀπὸ ὀχτακόσα χρόνια· νάτοι ὁλοζώντανοι συνωμιλοῦσαν μαζί του. Καὶ ἦταν τέτοια ἡ εὐφροσύνη, ὥστε ὁ θερμὸς Πέτρος εἶπε· Κύριε, ὡραῖα εἶνε νὰ μείνουμε ἐδῶ πάνω γιὰ πάντα· καὶ ἂν θέλῃς νὰ κάνουμε τρεῖς σκηνές, μία γιὰ σένα, μία γιὰ τὸ Μωυσῆ καὶ μία γιὰ τὸν Ἠλία· ἐγὼ δὲν θέλω τίποτε ἄλλο, μοῦ φτάνει μόνο νὰ βλέπω τὴ δόξα τοῦ προσώπου σου. Κ᾽ ἐνῷ ἔλεγε αὐτά, ἕνα φωτεινὸ σύννεφο, λαμπερὸ σὰν τὸν ἥλιο, τοὺς σκέπασε· καὶ μιὰ φωνὴ ποὺ ἐρχόταν ἀπὸ τὸ σύννεφο, φωνὴ τοῦ οὐρανίου Πατρός, ἀκούστηκε νὰ λέῃ ἐκεῖνο ποὺ εἶχε πεῖ καὶ στὸν Ἰορδάνη κατὰ τὴ βάπτισι· «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε» (Ματθ. 17,5. Μάρκ. 9,7. Λουκ. 9,35). Περίφοβοι οἱ μαθηταὶ ἔπεσαν μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ. Τέλος τὸ ὅραμα ἔληξε. Ὁ Ἰησοῦς πῆρε πάλι τὴν ταπεινή του μορφὴ καὶ τοὺς καθησύχασε.
Αὐτὸ μὲ ἁπλᾶ λόγια εἶνε τὸ θαῦμα ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα καὶ βεβαιώνει, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε ἁπλῶς ὁ ταπεινὸς ἐργάτης τῆς Ναζαρέτ· εἶνε αὐτὸς ποὺ ἐξουσιάζει τὰ σύμπαντα, εἶνε ὁ Θεός, ὁ Θεάνθρωπος.
* * *
Ὅταν, ἀδελφοί μου, ὁ Πέτρος εἶδε τὸν Διδάσκαλό του σ᾽ ἐκείνη τὴ δόξα, σ᾽ ἐκεῖνο τὸ ἔκθαμβο μεγαλεῖο, εἶπε· Κύριε, δὲν μοῦ κάνει καρδιὰ νὰ φύγω ἀπὸ ᾽δῶ. Δὲν θέλω νὰ πάω οὔτε στὴ γυναῖκα μου (ἦταν ἔγγαμος), οὔτε στὰ παιδιά μου, οὔτε στὸ χωριό μου· πουθενά. Θέλω νὰ μείνω ἐδῶ, πάνω σ᾽ αὐτὸ τὸ βράχο, κι ἂς καίγωμαι κι ἂς βρέχωμαι κι ἂς κρυώνω κι ἂς παγώνω, κι ἂς πέφτουν κεραυνοί· φτάνει μόνο νὰ βλέπω τὸ πρόσωπό σου.
Τὸ καταλάβατε; Πῶς νὰ ἐξηγήσουμε τὴν ἐπιθυμία αὐτὴ τοῦ Πέτρου; Ὅπως ἡ φτωχὴ μάνα ποὺ ἀγαπάει τὸ παιδί της τῆς ἀρκεῖ νὰ τὸ βλέπῃ κι ὅταν αὐτὸ εἶνε καλὰ λησμονεῖ τὴ φτώχεια της· ὅπως ὁ νέος ποὺ ἀγαπᾷ τὴ μνηστή του, χαίρεται νὰ τὴν κοιτάζῃ κι ἀδιαφορεῖ γιὰ τὸ τί λέει ὁ κόσμος γύρω του· ὅπως κ᾽ ἐμεῖς αἰσθανόμαστε ἀγαλλίασι ὅταν βλέπουμε τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα μας ἢ ἄλλο ἀγαπητό μας πρόσωπο καὶ ὅλα τ᾽ ἄλλα μᾶς εἶνε ἀδιάφορα, ἔτσι ὁ Πέτρος· πάνω ἀπ᾽ ὅλους καὶ ἀπ᾽ ὅλα εἶχε τὸ Χριστὸ καὶ ἔνιωθε τρισευτυχισμένος νὰ βλέπῃ τὸ πρόσωπό του. «Κύριε, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι» (Ματθ. 17,4. Μάρκ. 9,5. Λουκ. 9,33). Νὰ μείνουμε ἐδῶ, αὐτὸ ἀξίζει, ὅλα τ᾽ ἄλλα μηδέν. Αὐτὴ ἦταν ἐπιθυμία τοῦ Πέτρου, αὐτὴ καὶ τῶν ἄλλων τριῶν μαθητῶν.
Εἶνε ἆραγε αὐτὴ καὶ δική μας ἐπιθυμία; ποθοῦμε πάνω ἀπ᾽ ὅλα νὰ βλέπουμε τὸν Χριστό;
–Μὰ πῶς νὰ τὸν δοῦμε; ποῦ εἶνε τώρα ὁ Χριστός; θὰ μοῦ πῆτε. Μακάρι νὰ ἤμασταν κ᾽ ἐμεῖς τότε στὸ Θαβὼρ καὶ νὰ χαιρώμαστε ὅλα τὰ ὡραῖα ἐκεῖνα! Ἀλλὰ τώρα;
Καὶ ὅμως, σᾶς λέω, μποροῦμε νὰ τὸν δοῦμε. Θέλεις στ᾽ ἀλήθεια νὰ δῇς τὸ Χριστό; Λοιπόν, ἂν πιστεύῃς, ὁ Χριστὸς εἶνε ἐδῶ! Ἐδῶ εἶνε ἂν πιστεύῃς, εἴπαμε· ἂν δὲν τὸ πιστεύῃς, τότε ποτέ σου μὴν πατήσῃς στὴν ἐκκλησία. Νά τὰ καφφενεῖα, τὰ γήπεδα, οἱ ταβέρνες, ὅ,τι θέ᾽ς. Στὴν ἐκκλησία μόνο «ὅσοι πιστοί»! Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια ὅταν ἄρχιζε ἡ Λειτουργία κλείνονταν οἱ πόρτες. Τώρα σὲ ὁποιαδήποτε στιγμὴ μπαίνει ὁ καθένας στὴν ἐκκλησιά, ἀδιαφορώντας γιὰ τὰ ἅγια. Ἐκεῖ εἶνε ὁ Χριστός. Ὅποιος μπαίνει ἐκεῖ, δὲν πατάει τὴ γῆ· βρίσκεται στὸν οὐρανό. Εἶνε ζήτημα πίστεως.
Ἂν ἀφήσῃς ἕνα χοῖρο μέσα σ᾽ ἕνα περιβόλι, τί περιμένεις; Αὐτὸς δὲν θέλει λουλούδια, ὡραῖα πράγματα· θέλει λάσπη, βόρβορο, σάπια πράγματα νὰ φάῃ. Καὶ μιὰ σφήγκα δὲν πηγαίνει στὰ ἄνθη ὅπως ἡ μέλισσα· πάει στὰ σάπια κρέατα. Σὺ λοιπὸν τί εἶσαι; σφήγκα, ἀκάθαρτο πλάσμα, ἢ περιστέρι καὶ μέλισσα;
῾Ρωτᾷς, ποῦ εἶνε ὁ Χριστός; Στὴν Ἐκκλησία εἶνε. Πίσω ἀπὸ τὴ φωνὴ τοῦ παπᾶ καὶ τοῦ ψάλτη μιλάει ὁ Ἠσαΐας, ὁ Ἠλίας οἱ προφῆτες. Μετὰ τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…» ἀκούγονται οἱ εὐαγγελισταί, ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Πάνω στὴν ἁγία τράπεζα γίνεται τὸ θαῦμα, πιὸ μεγάλο –μπορῶ νὰ πῶ– ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἔγινε στὸ Θαβώρ. Ἐκεῖ μέσ᾽ στὸ δισκοπότηρο κάθε ψίχουλο καὶ κάθε σταλαγματιὰ εἶνε Χριστός, λάμπει περισσότερο ἀπὸ τὸν ἥλιο.
Εἴμαστε ἄξιοι; Ἂν κατέβαινε ἄγγελος καὶ μᾶς κοσκίνιζε, ἀμφιβάλλω ἂν θ᾽ ἄφηνε πέντε νὰ μποῦν στὴν ἐκκλησιά. Ὁ ἄλλος χτὲς τὸ βράδυ ὠργίαζε μὲ τὴ γυναῖκα του, ὁ ἄλλος χαρτόπαιζε, ὁ ἄλλος βλαστημοῦσε, ὁ ἄλλος μεθοῦσε… Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια, ποὺ οἱ ἄνθρωποι πίστευαν, στὴ θεία λειτουργία –δὲν εἶνε ψέμα– ἔβλεπαν τὸ Χριστό. Μόλις χτυποῦσε ἡ καμπάνα ἔμπαιναν στὴν ἐκκλησιά, περνοῦσαν δυό, τρεῖς, τέσσερις ὧρες, καὶ δὲν τοὺς ἔκανε καρδιὰ νὰ βγοῦν ἔξω! Εὐχαριστιοῦνταν. Καὶ στὸ τέλος ἔβλεπαν Φῶς καὶ ἔλεγαν· «Εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον, εὕρομεν πίστιν ἀληθῆ, ἀδιαίρετον Τριάδα προσκυνοῦντες…» (θ. Λειτ.). «Τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν», τὸ θαβώρειον φῶς, εἶνε μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ὅποιος πιστεύει, καὶ σκοτεινὸς σὰν τὸν ᾅδη νὰ εἶνε, βγαίνει φωτεινός. Αὐτὴ εἶνε ἡ πίστις μας.
Εὐχαριστιοῦνται σήμερα οἱ ἄνθρωποι στὸν ἐκκλησιασμό; Πές μου ποῦ εὐχαριστιέσαι, νὰ σοῦ πῶ τί εἶσαι. Ἄλλος εὐχαριστιέται στὸ πιοτό, ἄλλος στὸ χαρτοπαίγνιο, ἄλλος στὸ αἰσχρὸ θέαμα – στὴν τηλεόρασι, ἄλλος στὰ διάφορα παιχνίδια… Ἄ, κόσμε, ντουνιᾶ ψεύτη, δὲν εἶσαι ἄξιος τῆς θεωρίας τοῦ Θεοῦ, νὰ δῇς τὸ Θεό, τὸ ἄκτιστο Φῶς. Ἀξίζεις ἆραγε νὰ λέγεσαι ἄνθρωπος; Στὸν ἐκκλησιασμὸ ἐλάχιστοι. Ὤ, κρύο κάνει σήμερα, βρέχει, δὲν μποροῦμε νὰ πᾶμε, θὰ λερώσουμε τὰ παπούτσια μας… Στὰ γήπεδα ὅμως χιλιάδες καὶ ὑπὸ βροχὴν μὲ τὶς ὀμπρέλλες, γιὰ νὰ δοῦνε τί· τὶς μπάλλες καὶ τὶς κωτσιὲς καὶ ἄλλα ἀγωνίσματα.
Φτάσαμε σὲ τέτοια ἐποχή. Δὲν ἔχουμε ἀγάπη στὸ Χριστό, δὲν μοιάζουμε μὲ τὸν Πέτρο. Γι᾽ αὐτὸ σᾶς παρακαλῶ πολύ, νὰ ἐξετάσουμε τὸν ἑαυτό μας, νὰ μετανοήσουμε, ν᾽ ἀγαπήσουμε τὸ Χριστό, νὰ ζητήσουμε κ᾽ ἐμεῖς νὰ δοῦμε Θεοῦ πρόσωπο. Νὰ ποῦμε μετανοημένοι· Ἐμένα δὲν μ᾽ εὐχαριστεῖ οὔτε ἡ μπάλλα, οὔτε τὸ κρασί, οὔτε ὁ τζόγος, οὔτε οἱ ἔρωτες· ἕνα μ᾽ εὐχαριστεῖ, ὁ Χριστὸς καὶ μόνο ὁ Χριστός. Ν᾽ ἀποκτήσουμε φλογερὴ καρδιά.
Ὅ,τι σᾶς λέει ὁ ἱερεύς σας, νὰ τὸ ἐκτελῆτε. Νὰ τρέχετε στὴν ἐκκλησιὰ ν᾽ ἀκούσετε τὸ Χριστό, νὰ δῆτε τὸ Χριστό, νὰ κοινωνήσετε τὸ Χριστό, νὰ πάρετε τὴν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τότε μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ θὰ εἶστε ὄντως εὐτυχεῖς καὶ μακάριοι.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἀναλήψεως Κυρίου Περδίκκα – Ἑορδαίας τὴν Παρασκευὴ 6-8-1971 τὸ πρωί. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 11-7-2025.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.