Μεγαλη η δυναμι της προσευχης (Ομιλια του Μητροπολιτου Φλωρινης Αυγουστινου)


ΤουΕὐαγγέλια νέα σειρὰ
Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΜΒ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2684
Κυριακὴ Θ΄ Ματθαίου (Ματθ. 14,22-34)
10 Αὐγούστου 2025
Μεγαλη η δυναμι της προσευχης
«Καὶ ἀπολύσας τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος κατ᾽ ἰδίαν προσεύξασθαι» (Ματθ. 14,23)
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, βρίσκομαι ἐδῶ γιὰ νὰ κηρύξω. Ἀλλὰ σεῖς δὲν ἔχετε ἀνάγκη ἀπὸ διδασκαλία· ξέρετε τί λέει τὸ Εὐαγγέλιο. Ἀφοῦ λοιπὸν ὑπάρχει γνῶσις, τί ὑπολείπεται; Ἐφαρμογή, νὰ ἐφαρμόσουμε τὸ Εὐαγγέλιο.
Θὰ μιλήσω ἁπλᾶ. Μὴν ἀκούσετε ἐμένα· ἀκοῦστε τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Ἐκεῖνος μιλάει στὴν ἐκκλησία. Τὴν ὥρα ποὺ ὁ παπᾶς διαβάζει τὸ Εὐαγγέλιο, μιλάει ὁ Χριστός. Ἀκοῦστε λοιπὸν τὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ μας. Τί μᾶς λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο; (βλ. Ματθ. 14,22-34).
* * *
Ὁ Χριστὸς βρέθηκε σὲ ἔρημο. Ἔτσι βρέθηκαν τότε καὶ οἱ πατεράδες μας ὡς στρατιῶτες στὴ Μικρὰ Ἀσία, τὸν Αὔγουστο τοῦ 1922, ὅταν διάβηκαν τὴν Ἁλμυρὰ ἔρημο…
Γιατί ὁ Χριστὸς πῆγε σὲ ἔρημο; μήπως γιὰ νὰ κάνῃ μοναστήρι; Ὄχι· πῆγε γιατὶ μακριὰ ἀπὸ τὸ θόρυβο τοῦ κόσμου μπορεῖ κανεὶς νὰ προσευχηθῇ καλύτερα.
Ὅταν ὅμως οἱ ἄνθρωποι ἔμαθαν ποῦ βρίσκεται, ξεκίνησαν ὅλοι, βάδισαν χιλιόμετρα κ᾽ ἔφτασαν ἐκεῖ γιὰ νὰ τὸν ἀκούσουν. Τὸν ἄκουγαν λοιπὸν ὧρες ὁλόκληρες ἀχόρταγα. Ξέχασαν πὼς τὸ σῶμα ἔχει ἀνάγκη, δὲν ἔνιωσαν πεῖνα! Καὶ τότε τί ἔγινε; Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, δικαίωμά τους· ἐμεῖς πιστεύουμε. Ὅπως ἔλεγε τὸ εὐαγγέλιο τῆς περασμένης Κυριακῆς (βλ. Κυρ. Η΄ Ματθ. 14,14-22), ὁ Χριστὸς πῆρε 5 ψωμιὰ καὶ 2 ψάρια, τὰ εὐλόγησε καὶ ἀπ᾽ αὐτὰ ἔφαγαν καὶ χόρτασαν ὅλοι ἐκεῖνοι! Ἔτσι γίνεται ὅπου ὑπάρχει εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ἂν ἔχῃς τὴν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ μας, κάτι ἐλάχιστο θὰ τρῶς καὶ θά ᾽σαι εὐχαριστημένος. Ἐὰν εἶνε μαζί μας ὁ Θεός, δὲν ἔχουμε τὴν ἀνάγκη κανενός. «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ» (Ψαλμ. 33,11).
Ὅταν βράδιασε ὁ Χριστὸς ἀπέλυσε τὸ πλῆθος. Ἔφυγαν γυρίζοντας εὐχαριστημένοι ὅλοι στὰ σπίτια τους. Καὶ ὁ Χριστὸς τί ἔκανε; Ἀκοῦστε ποῦ πῆγε! Ἄκου, ἐσὺ πατέρα κ᾽ ἐσὺ μάνα, κ᾽ ἐσὺ παπᾶ, κ᾽ ἐσὺ δεσπότη, κ᾽ ἐσὺ πατριάρχη· ἀκοῦστε ὅλοι τί ἔκανε ὁ Χριστός. Κουρασμένος νὰ διδάσκῃ ὅλη τὴν ἡμέρα καὶ νὰ θεραπεύῃ τοὺς ἀρρώστους, ἀντὶ νὰ πάῃ νὰ κοιμηθῇ, ἀνέβηκε στὸ βουνό, ὕψωσε τὰ χέρια του καὶ ὅλη νύχτα ἔκανε προσευχή. Ὄχι τόσο γιὰ τὸν ἑαυτό του – τί ἀνάγκη εἶχε ὁ ἀναμάρτητος; Παρακαλοῦσε τὸν οὐράνιο Πατέρα γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Καὶ πράγματι τὴν ὥρα ἐκείνη ὑπῆρχε ἀνάγκη· κάποιοι κινδύνευαν.
Τὴν ὥρα ποὺ ἐσὺ ἀναπαύεσαι ξαπλωμένος, τὴν ὥρα ἐκείνη κάποιος στὸ δρόμο σκοτώνεται, κάποιο ἀντρόγυνο φιλονικεῖ, κάποιο σπίτι διαλύεται, κάποιος εἰσβάλλει στὸ σπίτι καὶ μαχαιρώνει τὸν ἄλλο…· κάθε λεπτὸ γίνονται ἐγκλήματα. Κάθε λεπτὸ ὑπάρχουν ἀνάγκες· ὁ ἕνας κοπιάζει στὰ χωράφια, ἄλλος παλεύει μὲ τὰ κύματα, ἄλλος δουλεύει στὰ ἐργοστάσια, ἄλλος πονάει καὶ βογγάει στὰ νοσοκομεῖα, κάποιος εἶνε στὰ χειρουργεῖα καὶ οἱ γιατροὶ τοῦ ἀνοίγουν τὰ σπλάχνα, κάποια ὀρφανὰ πεινοῦν καὶ στεροῦνται, κάποιος ξεψυχάει…
Σκέψου τα αὐτά. Ἀλλοίμονο σ᾽ ἐκεῖνον ποὺ γελάει ὅταν οἱ ἄλλοι κλαῖνε. Καὶ κλαῖνε πολλοί, πάρα πολλοί, σὲ ὅλο τὸν κόσμο, σὲ ἀνατολὴ καὶ δύσι. Λοιπόν, ἄνθρωπε, γονάτισε καὶ προσευχήσου· παρακάλεσε τὸ Θεὸ καὶ τὴν Παναγιὰ γιὰ τὰ ὀρφανὰ καὶ τὶς χῆρες· νὰ φυλάῃ τὸν κόσμο, νὰ φωτίζῃ τοὺς κυβερνῆτες νὰ εἰρηνεύῃ ἡ ἀνθρωπότητα. Ἄνθρωπος ποὺ δὲν προσεύχεται δὲν ἀξίζει νὰ λέγεται ἄνθρωπος. Γυναῖκες ἄντρες καὶ παιδιὰ ποὺ μ᾽ ἀκοῦτε, κάντε προσευχή· ὅπως ὁ Χριστός.
Ἄκουσα παλιὲς ἱστορίες, ὅτι στὸν Πόντο ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ μεγάλου Βασιλείου ἔμαθαν τὴ νύχτα, τὰ μεσάνυχτα, ὅταν τὰ ῥολόγια δείχνουν 12 ἡ ὥρα, τὰ ἀντρόγυνα νὰ διακόπτουν τὸν ὕπνο τους καὶ νὰ σηκώνωνται γιὰ προσευχή, γιατὶ ἦταν μιὰ παράδοσι ὅτι γῆ, ἀστέρια, τὸ σύμπαν τὴν ὥρα αὐτὴ προσεύχονται ὅλα στὸ Θεό.
Λέει λοιπὸν τὸ εὐαγγέλιο, ὅτι ὅταν νύχτωσε, τὴν ὥρα ποὺ ἄλλοι κοιμοῦνταν, ὁ Χριστὸς ἀνέβηκε στὸ βουνὸ γιὰ προσευχή, μόνος του. Τὴν ὥρα ἐκείνη κάποιοι κινδύνευαν σοβαρὰ στὴ μεγάλη λίμνη τῆς Τιβεριάδος τὴ Γεννησαρέτ (εἶνε πιὸ μεγάλη κι ἀπὸ τὴ Βεγορίτιδα κι ἀπὸ τὴν Πρέσπα). Δώδεκα ἄνθρωποι ὄχι ξένοι, οἱ μαθηταὶ – τὰ παιδιά του, μὲ δική του ἐντολὴ εἶχαν μπεῖ σ᾽ ἕνα μικρὸ καραβάκι, μιὰ βάρκα, νὰ περάσουν ἀπέναντι. Ἀλλ᾽ ἐνῷ ταξίδευαν σηκώθηκε ἄνεμος ἀντίθετος, κύματα μεγάλα χτυποῦσαν τὴ βαρκούλα κι ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα φοβοῦνταν πὼς θὰ ναυαγήσουν.
Μὰ νά· ἐκεῖ κατὰ τὰ ξημερώματα, –ἄλλος φόβος πάλι– βλέπουν μέσ᾽ στὴ νύχτα κάποιον νὰ πλησιάζῃ σ᾽ αὐτοὺς βαδίζοντας πάνω στὰ κύματα. –Θεέ μου, φωνάζουν, φάντασμα! Δὲν ἦταν ὅμως φάντασμα· ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. –Θάρρος! τοὺς φωνάζει, ἐγὼ εἶμαι, μὴ φοβᾶστε.
Οἱ ἄπιστοι θὰ ποῦν· Εἶνε δυνατόν ποτε αὐτό; Ἄπιστε, ἐκεῖνος ποὺ ἔκανε τὸ ξύλο νὰ ἐπιπλέῃ στὸ νερὸ ἢ καὶ τὸ λάδι νὰ ἐπιπλέῃ στὸ νερό, ὁ ἴδιος δὲν μποροῦσε νὰ ἐπιπλέῃ;
Ὁ Πέτρος λοιπὸν ξεθαρρεύει καὶ λέει· –Ἂν εἶσαι σύ, Κύριε, πρόσταξέ με νὰ ἔρθω πρὸς ἐσένα βαδίζοντας κ᾽ ἐγὼ πάνω στὰ νερά. –Ἔλα, τοῦ λέει ὁ Χριστός. Κι ὁ Πέτρος, ἀφοῦ κατέβηκε ἀπὸ τὸ πλοῖο, βημάτισε γιὰ λίγο πάνω στὰ κύματα πηγαίνοντας πρὸς τὸν Ἰησοῦ. Βλέποντας ὅμως τὸν ἄνεμο δυνατὸ φοβήθηκε, ἄρχισε νὰ βυθίζεται καὶ φώναξε· –«Κύριε, σῶσόν με». Ἀμέσως ὁ Χριστὸς ἁπλώνει τὸ χέρι, τὸν πιάνει καὶ τοῦ λέει· –Ὀλιγόπιστε, γιατί δίστασες; Καὶ μόλις αὐτοὶ μπῆκαν στὸ πλοῖο ὁ ἄνεμος κόπασε. Καὶ ὅλοι οἱ ἐπιβάτες ἔπεσαν καὶ προσκύνησαν τὸν Ἰησοῦ λέγοντας· Ἀληθινὰ εἶσαι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὸ μὲ λίγα λόγια εἶνε τὸ περιεχόμενο τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου.
* * *
Σὰν τὸν Πέτρο εἴμαστε κ᾽ ἐμεῖς, ἀδελφοί μου· κινδυνεύουμε μέσα σὲ μιὰ θάλασσα, σ᾽ ἕνα κόσμο ποὺ ταράζουν χίλια κύματα. Δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος, οἰκογένεια, κοινωνία χωρὶς κύματα. Κάθε ἄνθρωπος κινδυνεύει. Ὄχι μονάχα ὁ φτωχὸς στὴν καλύβα γιατὶ δὲν ἔχει ψωμὶ νὰ φάῃ· ὄχι μόνο ὁ ἀγρότης μὲ τὰ τρακτὲρ ποὺ εὔκολα ἀνατρέπεται· ὄχι μόνο ὁ ἐργάτης στὰ ἐργοστάσια ἀπὸ τὶς βαρειὲς μηχανές…· ἀλλὰ κι αὐτοὶ ποὺ εἶνε στὰ μεγάλα ἀξιώματα καὶ κατοικοῦν στὰ παλάτια κ᾽ ἔχουν τὰ χρήματα· ὅλοι κινδυνεύουν. Ἄλλοι κινδυνεύουν ἀπὸ ἀρρώστιες, ἄλλοι ἀπὸ φτώχεια, ἄλλοι ἀπὸ συκοφαντίες καὶ διαβολές…
Ὅλοι αὐτὴ τὴν ὥρα κινδυνεύουμε – ἀπὸ ποῦ; Πουλῆστε τὸ πουκάμισό σας καὶ ἀγοράσατε τὴν Ἀποκάλυψι τοῦ Ἰωάννου. Ἐκεῖ γράφει, ὅτι θὰ γίνῃ ἕνας τελευταῖος πόλεμος, ὁ Ἁρμαγεδών (16,16). Τέλος τοῦ κόσμου θὰ εἶνε. Θ᾽ ἀνοίξουν οἱ καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ, θὰ πέσουν ἀπὸ ψηλὰ «φιάλαι» (15,7· 16,1-4,8,10,12,17· 17,1· 21,9). Αὐτὲς εἶνε σὰν μπουκάλες. Νάτα ποὺ «βγαίνουν» ὅλα. Θὰ ῥίξουν, λέει, ἀπὸ ψηλὰ τὶς φιάλες καὶ ὅπου πέσουν, θά ᾽νε καταστροφή· στὰ νερὰ θὰ ψοφήσουν τὰ ψάρια, τὰ δέντρα θὰ ξεραθοῦν, τὰ βουνὰ θὰ λειώσουν, πολιτεῖες θὰ σβήσουν, δὲν θὰ ὑπάρχῃ ζωή. Οἱ φιάλες δὲν θά ᾽χουν μέσα νεράκι ἢ κρασὶ ἢ σαμπάνια. Τί θά ᾽χουν; Φωτιά. Καὶ πράγματι, ὅταν πέφτουν οἱ πυρηνικὲς βόμβες μοιάζουν σὰν ἀνεστραμμένες μπουκάλες – νταμιτζάνες. Ὦ Θεέ μου! 3.000 τέτοιες ἔχουν οἱ ῾Ρῶσοι, 4.000 ἔχουν οἱ Ἀμερικᾶνοι· τὰ μεγάλα ἔθνη σὲ καταστροφικὴ δραστηριότητα… Ὁ Θεὸς νὰ βάλῃ τὸ χέρι του.
Κινδυνεύουμε ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ νὰ γίνῃ παρανάλωμα τοῦ πυρὸς ὅλος ὁ κόσμος. Ποιός θὰ μᾶς σώσῃ; Κανείς. Οὔτε ἡ ἐπιστήμη, οὔτε τὰ πλούτη καὶ οἱ θησαυροί. Μόνο ὁ μεγαλοδύναμος Θεός. Τί θὰ μᾶς σώσῃ; Ἐὰν κάτω στὴ Γῆ ὑπάρχουν δίκαιοι. Μὰ ὑπάρχουν δίκαιοι; ποιός σήμερα ἐκτελεῖ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ; Μόνο τὰ ἀθῷα παιδιά. Ὕστερα ἀπὸ τὰ φοβερὰ ἁμαρτήματα ποὺ κάνουμε, θά ᾽πρεπε νὰ πέσῃ φωτιὰ ἀπ᾽ τὰ οὐράνια, ν᾽ ἀνοίξῃ ἡ γῆ νὰ μᾶς καταπιῇ. Ἐγὼ πιστεύω ὅτι, ἂν ὁ Θεὸς δὲν κατέστρεψε ἀκόμη τὸν κόσμο, εἶνε διότι ὑπάρχουν στὸν κόσμο αὐτὰ τ᾽ ἀγγελούδια, ποὺ γονατίζουν μπροστὰ στὶς εἰκόνες καὶ παρακαλοῦν μὲ τὴν ἀθῴα τους γλῶσσα τὸ Θεό. Αὐτὰ τὰ μικρὰ βάλτε τα, μανάδες, μπροστά, νὰ Τὸν παρακαλέσουν· ἐμᾶς τοὺς ἄλλους δὲν μᾶς ἀκούει πιά, ζοῦμε μέσ᾽ στὴν ἁμαρτία, ἀτιμία, διαφθορά. Ἂς ποῦμε κ᾽ ἐμεῖς αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Πέτρος, καὶ τὸ «Κύριε, σῶσόν με» νὰ τὸ κάνουμε «Κύριε, σῶσον ἡμᾶς»!
Ἡ Ἐκκλησία μας πάντα προσεύχεται. Κάθε Κυριακὴ καλεῖ σὰν μάνα τὰ παιδιά της ὅλα νὰ προσευχηθοῦν. Παρακαλεῖ ἡ Ἐκκλησία μας γιὰ τοὺς ἀγρότες νὰ βγάλουν καρπό, γιὰ τοὺς ναυτικοὺς ποὺ παλεύουν στὰ κύματα, γιὰ τοὺς ἀρρώστους ποὺ βογγοῦν στὰ κρεβάτια, γιὰ τὰ παιδιά, γιὰ τοὺς νέους, γιὰ τοὺς γέρους· γι᾽ αὐτοὺς ποὺ ἐξουσιάζουν, γι᾽ αὐτοὺς ποὺ ἐξουσιάζονται, γιὰ ὅλο τὸν κόσμο.
Προσευχή, ἀδελφοί μου! εἶνε μεγάλο πρᾶγμα. Προσευχὴ στὸ σπίτι σας, προσευχὴ ὅταν τὸ πρωὶ ξημερώνει· σεῖς οἱ γυναῖκες τὸ σταυρό σας, σεῖς οἱ ἄντρες στὰ χωράφια τὸ σταυρό σας. Τὸ μεσημέρι, πρὶν νὰ φᾶτε σηκωθῆτε ὄρθιοι. Μεγάλη πράγματι ἡ προσευχή. Προσευχὴ παντοῦ. Καὶ μέσα στὰ διαστημόπλοια οἱ ἀστροναῦτες προσεύχονταν κι ἀπὸ ᾽κεῖ ψηλὰ ἔλεγαν «Κύριε ἐλέησον»! Γιατὶ ὅπου νὰ πᾷς, παντοῦ εἶνε ὁ Θεός· «Ἐν παντὶ τόπῳ τῆς δεσποτείας αὐτοῦ· εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον» (Ψαλμ. 102,22), λέει ἡ Ἐκκλησία μας.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὴν ἐνορία Πενταβρύσου – Ἑορδαίας τὴν 3-8-1969 μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 15-7-2025.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.