Ἡ θεια μακροθυμια «Κυριε, μακροθυμησον ἐπ᾽ ἐμοι και παντα σοι ἀποδωσω» (Ματθ. 18,26) – Συντακτης (†) ἐπισκοπος Αυγουστινος Ν. Καντιωτης


Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΜΒ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2686
Κυριακὴ ΙΑ΄ Ματθαίου (Ματθ. 18,23-35)
24 Αὐγούστου 2025 πρωὶ
Συντάκτης (†) ἐπίσκοπος π. Αὐγουστῖνος Ν. Καντιώτης
Ἡ θεια μακροθυμια
«Κύριε, μακροθύμησον ἐπ᾽ ἐμοὶ καὶ πάντα σοι ἀποδώσω» (Ματθ. 18,26)
Ἂς εὐχαριστήσουμε ἀγαπητοί μου, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν γιὰ ὅλες τὶς φανερὲς καὶ ἀφανεῖς εὐεργεσίες καὶ τὶς ἐξαιρετικὲς εὐλογίες του. Δὲν εἴμαστε ἄξιοι εὐλογιῶν, εἴμαστε ἄξιοι τιμωριῶν. Ἀλλ᾽ ὁ Θεὸς μακροθυμεῖ σ᾽ ἐμᾶς. Ὅποιος θέλει νὰ λάβῃ μιὰ ζωηρὴ εἰκόνα τῆς μακροθυμίας του, ἂς διαβάσῃ τὴν παραβολὴ τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου (βλ. Ματθ. 18,23-35). Τί λέει ἐκεῖ· «Μακροθύμησον ἐπ᾽ ἐμοὶ καὶ πάντα σοι ἀποδώσω» (ἔ.ἀ. 18,26,29).
* * *
Στὰ λαμπρὰ ἀνάκτορα ἕνας στρατιώτης πῆγε ἅρπαξε ἀπ᾽ τὸ γιακᾶ ἕνα δοῦλο καὶ τὸν ἔφερε μπροστὰ στὸ βασιλιᾶ νὰ λογοδοτήσῃ. Ἔτρεμε αὐτὸς σὰν τὰ φύλλα, γιατὶ δὲν ἦταν τίμιος. Εἶχε δανειστῆ πολλὰ χρήματα ἀπὸ τὸ δημόσιο ταμεῖο, νὰ τὰ χρησιμοποιήσῃ γιὰ τὴν ὑπηρεσία τοῦ λαοῦ, ἀλλὰ τὰ καταχράσθηκε. Τὰ ποσὰ ὅμως ἦταν χρεωμένα ἐπ᾽ ὀνόματί του στὰ διαχειριστικὰ βιβλία τοῦ κράτους. Διατάζει ὁ βασιλεὺς τοὺς λογιστὰς νὰ μετρήσουν τὸ χρέος του. Μετρᾶνε μετρᾶνε…, καὶ τί βρίσκουν· ἕνα ποσὸ ἰλιγγιῶδες. Ὁ δοῦλος χρωστοῦσε – πόσα νομίζετε· δύο ἑκατομμύρια πεντακόσες χιλιάδες (2.500.000) λίρες! Τρόμαξε ὅταν τ᾽ ἄκουσε· –Μπρός, ᾽ξόφλησέ τα, τοῦ λέει ὁ βασιλιᾶς. Τί νὰ ᾽ξοφλήσῃ; αὐτὸς εἶχε χρεωκοπήσει· δὲν εἶχε τίποτε ἀπολύτως.
–Νὰ πουληθῇ, διατάζει, κι αὐτὸς καὶ ἡ γυναίκα καὶ τὰ παιδιὰ καὶ ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του. Σὰν ἄκουσε ἐκεῖνος τέτοια ἀπόφασι, πέφτει κλαίγοντας καὶ παρακαλεῖ γονατιστός· –Ἀφέντη, «μακροθύμησον», ἀνάβαλε τὴν ἐκτέλεσι, δός μου μιὰ προθεσμία, κ᾽ ἐγὼ σοῦ ὑπόσχομαι, ὅτι θὰ ἐξοφλήσω ὅλο τὸ χρέος μου. Ἂν καὶ ὁ ἀπένταρος δὲν ὑπῆρχε καμμία ἐλπίδα νὰ ἐξοφλήσῃ ποτὲ τὸ χρέος, ὁ καλὸς βασιλιᾶς ἀπὸ εὐσπλαχνία τὸν ἄφησε ἐλεύθερο καὶ τοῦ χάρισε τὸ δάνειο! –Ἄντε στὸ καλό, τοῦ λέει. Κ᾽ ἐκεῖνος τὸν χιλιοευχαριστοῦσε.
Αὐτὸ εἶνε τὸ πρῶτο μέρος τῆς παραβολῆς, ποὺ δείχνει τὴν ἀγάπη καὶ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ. Δὲν συνεχίζω στὸ δεύτερο μέρος (ἐκεῖ φαίνεται ὅτι ὅσο ὁ Θεὸς εἶνε ὅλο ἀγάπη κ᾽ εὐσπλαχνία, τόσο ἄσπλαχνος εἶνε ὁ ἄνθρωπος στὸ συνάνθρωπό του). Ποιός εἶνε ὁ βασιλεύς; ποιός ὁ δοῦλος; ποιό τὸ χρέος;
Βασιλιᾶς; Ἐγὼ ἕνα βασιλιᾶ ξέρω, ποὺ πρέπει νὰ πέφτουμε νὰ τὸν προσκυνοῦμε καὶ νὰ τοῦ λέμε· Χαῖρε, ὁ βασιλεὺς ἡμῶν! Εἶνε ἀφέντης μέγας, ὑψηλός, αἰώνιος, πάνω ἀπ᾽ τὰ βουνά, τὴ γῆ, τὰ ἄστρα. Βασιλιᾶδες καὶ πρίγκιπες πέρασαν πολλοί· ποιός τοὺς θυμᾶται; Τὸ δικό μας Βασιλιᾶ τὸν πῆραν οἱ Ἑβραῖοι καὶ τὸν σταύρωσαν στὸ Γολγοθᾶ· τὸν κάρφωσαν καὶ τὸ αἷμα του ἔτρεχε ἀπὸ τὸ ἅγιο μέτωπο, τὰ χέρια, τὰ πόδια καὶ τὴν πλευρά του. Ἕνας εἶνε ὁ γλυκύτατος Ἀφέντης μας. Γι᾽ αὐτὸν στὴν ἐκκλησία λέμε στὸ Χερουβικό· «Ὡς τὸν βασιλέα τῶν ὅλων ὑποδεξόμενοι», ἐλᾶτε νὰ ὑποδεχτοῦμε τὸ βασιλιᾶ μας, τὸν ἀφέντη μας, τὸ Θεό μας, τὸν κυβερνήτη μας, τὸν πλάστη μας, τὸν εὐεργέτη μας, τὸν πατέρα μας, τὸν ἀδελφό μας, τὸν ποιμένα μας, τὸν κριτή μας. Ὅσα ὀνόματα καὶ ἂν ἀραδιάσουμε, δὲν φτάνουν νὰ ἐκφράσουν τὸ βάθος τῆς εὐγνωμοσύνης ποὺ ὀφείλουμε στὸ Χριστό. «Τί ἀνταποδώσομεν τῷ Κυρίῳ περὶ πάντων ὧν ἀνταπέδωκεν ὑμῖν;» (αἶν. ἦχ. γ΄). Αὐτὸς εἶνε ὁ Βασιλεύς μας.
Δοῦλος; Χρεωκοπημένος δοῦλος, ποὺ χρωστάει ἕνα τέτοιο τεράστιο ποσό, ποιός εἶνε; Εἶμαι ἐγὼ ποὺ σᾶς μιλῶ καὶ σεῖς ποὺ μ᾽ ἀκοῦτε. Ἐμεῖς εἴμαστε οἱ χρεῶστες δοῦλοι. Καὶ
Χρέος; Τόσο μεγάλο χρέος ποιό εἶνε; Τὸ εὐαγγέλιο, ἀδέρφια μου, δὲν ἐννοεῖ χρέος ὑλικό. Ὁ τίμιος ἄνθρωπος, ὅταν ἔχῃ ὑλικὸ χρέος, δὲν μπορεῖ νὰ ἡσυχάσῃ. ῾Ρώτησα ἕνα νέο ποὺ ἦρθε τώρα ἀπὸ τὸν Καναδᾶ· –Γιατί, παιδί μου, ἄφησες τὸ χωριό, τὴν πατρίδα μας, καὶ ξενιτεύτηκες; –Ἔφυγα, πάτερ, λέει, γιατὶ εἴχαμε χρέος, ὁ πατέρας μου χρεώθηκε. Δὲν ἤθελα νὰ μὲ λένε στὸ χωριὸ χρεωκόπο, δόλιο ἄνθρωπο. Ἔφυγα στὸν Καναδᾶ, δούλεψα καὶ χαίρομαι ποὺ γύρισα κ᾽ ἐξώφλησα τὸ χρέος μας…
Ὑπάρχει ὅμως, ἀδελφοί μου, ἕνα ἄλλο χρέος, ὄχι ὑλικό, ποὺ ἀλλοίμονο ἂν κατεβοῦμε στὴ μαύρη γῆ χωρὶς νὰ τό ᾽χουμε ᾽ξοφλήσει. Ποιό εἶνε τὸ χρέος αὐτό; Εἶνε τὰ κρίματά μας, οἱ ἁμαρτίες μας.
Ὤ οἱ ἁμαρτίες μας! εἶνε ἀμέτρητες. Μετρᾷς τὶς τρίχες τῆς κεφαλῆς σου; μετρᾷς τοὺς κόκκους τῆς ἄμμου στὴν ἀκρογιαλιά; μετρᾷς τὰ φύλλα τοῦ δάσους; «Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη …τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;», λέει τὴ Μεγάλη Τρίτη ἡ Κασσιανή. Νὰ μετρήσουμε τὶς ἁμαρτίες; Εἶνε ἀμέτρητες. Ἁμαρτάνουμε μὲ τὰ χέρια, μὲ τὰ πόδια, μὲ τὴ γλῶσσα, μὲ τ᾽ αὐτιά, μὲ τὰ μάτια, μὲ τὴ σκέψι· ναὶ μὲ τὴ σκέψι μας, ὅταν μέσα μας ὑπάρχῃ πονηρὸς λογισμός, αἰσχρὸς λογισμός, ἐκδικητικὸς λογισμός. Ἁμαρτάνουμε τὴν ἡμέρα, ἁμαρτάνουμε τὴ νύχτα.
Ἀκόμα καὶ μέσ᾽ στὴν ἐκκλησιὰ ἁμαρτάνουμε! Ἡ ἁγία Γραφὴ λέει· «Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος· οὐκ ἔστι τοῦτο ἀλλ᾽ ἢ οἶκος Θεοῦ, καὶ αὕτη ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ» (Γέν. 28,17). Μπῆκες στὴν ἐκκλησιά; διῶξε κάθε ἔγνοια· «πᾶσαν ἀποθώμεθα μέριμναν» (θ. Λειτ. Χερουβ.). Τὴν ὥρα αὐτὴ μὴ σκεπτώμαστε τίποτε ἄλλο· οὔτε ἀμπέλια καὶ χωράφια, οὔτε παιδιὰ καὶ δουλειές, μόνο τὸ Θεὸ καὶ τὶς ἁμαρτίες μας. Πρὶν ἑκατὸ – διακόσα χρόνια οἱ πρόγονοί μας ἔμπαιναν στὴν ἐκκλησιὰ καὶ κλαίγανε· ὅταν περνοῦσαν τὰ ἄγια, τὰ μάτια τους ἦταν ὑγρά…
Ἁμαρτάνουμε διαρκῶς. Μιὰ ἁμαρτία εἶνε ὅλη ἡ ζωή μας. «Ἔα», ἄσ᾽ τα, λέει ὁ Ἰὼβ στὸ ποιητικὸ βιβλίο του· τί εἶνε ὁ ἄνθρωπος; σιχαμένος καὶ ἀκάθαρτος, συνήθισε τὴν ἁμαρτία, κάνει τὴν ἀδικία ἄφοβα, σὰ νὰ πίνῃ ἔνα ποτήρι (βλ. Ἰὼβ 15,16). Μιὰ κοπριὰ εἶν᾽ ὁ ἄνθρωπος, κοπριὰ τοῦ διαβόλου, κι ἂς πηγαίνῃ στὰ κομμωτήρια, κι ἂς ἀλείφεται μὲ ἀρώματα, κι ἂς λούζεται σὲ μπανιέρες. Ἔχει πλῆθος ἁμαρτίες, εἶνε χρεωμένος μὲ «μύρια τάλαντα».
Πῶς θὰ σβήσουν οἱ ἁμαρτίες μας, πῶς θὰ ἐξοφλήσουμε τὸ χρέος; Μόνοι μας ἀδύνατον, ὅπως ὁ δοῦλος τῆς παραβολῆς. Ὄχι μιὰ μεγάλη ἀλλὰ καὶ τὴν πιὸ μικρὴ ἁμαρτία μόνος σου δὲν μπορεῖς νὰ τὴ σβήσῃς. Ἔλα ἐσύ, γυναίκα ποὺ ἀτίμασες τὸν ἄντρα σου· μπορεῖ νὰ τὸν ἀπατᾷς μὲ τὴν ἰδέα πὼς δὲν σὲ εἶδε κανείς, ἀλλὰ στὴν καρδιά σου ἔχεις κάρβουνο. Τὸ ἴδιο καὶ σὺ ὁ ἄντρας ποὺ ἀτίμασες τὰ στέφανά σου· μπορεῖ ἡ ταλαίπωρη σύζυγός σου νὰ μὴν τὸ ξέρῃ, ἀλλὰ ἐσὺ δὲν ἡσυχάζεις. Ὄχι τέτοιες μεγάλες ἁμαρτίες, ἀλλὰ καὶ τὴν πιὸ μικρή, ἕνα ψεματάκι π.χ., δὲν μπορεῖς νὰ τὴ διαγράψῃς. Ἑκατὸ χρόνια κλεισμένος σὲ μιὰ σπηλιὰ νὰ τρῶς χορτάρια, νὰ κάνῃς χίλιες γονυκλισίες καὶ χίλια κομποσκοίνια, δὲν μπορεῖς.
Ν᾽ ἀπελπιστοῦμε λοιπόν; Ὄχι. Νὰ καταφύγουμε στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Πῶς; Παιδιὰ – ἀδέρφια μου, ἔφτασα στὸ κρίσιμο σημεῖο τῆς ὁμιλίας. Πιστέψτε το, παρακαλέστε τὸ Θεὸ νὰ τὸ πιστέψω κ᾽ ἐγὼ βαθύτερα. Πῶς, λοιπόν, μποροῦν νὰ συγχωρηθοῦν οἱ ἁμαρτίες μας; Ἀπαιτεῖται πίστι γιὰ νὰ γίνῃ τὸ θαῦμα! «Ὅσοι πιστοί»! ἀκοῦμε στὴ θεία λειτουργία· ὅσοι δὲν πιστεύουν, ἂς ἀνοίξουν οἱ πόρτες νὰ φύγουν. Ἐκεῖ, πάνω στὴν ἁγία τράπεζα, γίνεται τὸ θαῦμα· ἐκεῖνο τὸ κρασὶ πού ᾽νε μέσα στὸ ἅγιο δισκοπότηρο, ἀφοῦ γονατίσουμε ὅλοι καὶ παρακαλέσουμε, θὰ γίνῃ αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ μιὰ σταλαγματιά –τί λέω–, ἕνα ἠλεκτρόνιο ἀπὸ τὸ αἷμα ἐκεῖνο σβήνει ὅλα τὰ ἁμαρτήματά μας. Ἐὰν ὁ Χριστὸς δὲν σταυρωνόταν καὶ δὲν ἔχυνε τὸ αἷμα του, ἦταν ἀδύνατο νὰ σωθοῦμε· ἐὰν μπορούσαμε νὰ σωθοῦμε μόνοι μας, δὲν θὰ ἐρχόταν ἐκεῖνος στὸν κόσμο.
Μᾶς σῴζει ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ. Ξέρετε τί εἶνε ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ; Καὶ ἂν ὅλα τὰ βουνὰ ἦταν κάρβουνα ἀναμμένα κ᾽ ἔπεφταν μέσ᾽ στὴ θάλασσα, ἡ θάλασσα νικᾷ τὴ φωτιὰ καὶ ὄχι ἡ φωτιὰ τὴ θάλασσα. Θάλασσα εἶνε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἂν μᾶς συνεριζόταν ὁ Θεός, ἂν κοίταζε τὶς ἁμαρτίες μας, δὲν θὰ ζούσαμε. Καὶ ὅμως ὑπάρχουμε καὶ ζοῦμε τὰ σκουλήκια, οἱ νεώτεροι σταυρωταί του. Ὦ Χριστέ, δόξα τῇ μακροθυμίᾳ σου!
Ἔλα λοιπόν, ἁμαρτωλέ, πάρε τ᾽ ἁμαρτήματά σου, ῥῖξ᾽ τα μέσ᾽ στὴ θάλασσα τῆς μακροθυμίας τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὴ τὰ σβήνει.
Ἕνας σοφὸς διδάσκαλος, ποὺ ἔζησε πρὶν ἀπὸ ἑκατό – διακόσα χρόνια, ἔλεγε· Φοβοῦμαι τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ περισσότερο φοβοῦμαι τὴ μακροθυμία του· γιατὶ ἂν ἁμαρτήσω καὶ μὲ κυνηγᾷ ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, καταφεύγω στὴ μακροθυμία του· ἂν ὅμως ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ τελειώσῃ, τί μοῦ μένει; δὲν ἔχω ἀλλοῦ πλέον νὰ καταφύγω.
Ἐμεῖς τώρα μὲ τ᾽ ἁμαρτήματά μας γεμίζουμε σταλαγματιὰ – σταλαγματιὰ τὸ ποτήρι· κάποτε ὅμως τὸ ποτήρι θὰ ξεχειλίσῃ. Ἐκεῖ βρισκόμαστε, ἀδέρφια μου. Ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ μᾶς ἀνέχεται. Πρῶτος παγκόσμιος πόλεμος, δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, συμμοριτοπόλεμος, ἐμφύλιοι σπαραγμοί, ἀναστατώσεις, κεφάλια, κορμιά… Φοβερὰ πράγματα, πρωτοφανῆ στὴν πατρίδα μας καὶ στὸν κόσμο ὁλόκληρο. Ἐμεῖς μετανοήσαμε; ἐπιστρέφουμε στὸν Κύριο; γίναμε καλύτεροι;
Χειρότεροι γίναμε. Λοιπόν, ἐγὼ φοβᾶμαι, ἀδέρφια μου, ὅταν βλέπω τὴν ἀμετανοησία, τὶς βλασφημίες, τὴν ἀσέβεια, τὴν ἐγκατάλειψι τῶν ἱερῶν καὶ ὁσίων, τὴν ἀδιαντροπιά. Τὸ εἶπα, τὸ ἐπαναλαμβάνω, γιατὶ εἶνε χαρακτηριστικό. Σ᾽ ἕνα μεγάλο χωριὸ ὁ καλὸς παπᾶς χτύπησε τὸ πρωὶ τὴν καμπάνα. Πόσοι μαζεύτηκαν; 10 γυναικοῦλες, 5 ἄντρες, καὶ παιδὶ νὰ σηκώσῃ τὰ ἑξαπτέρυγα δὲν ὑπῆρχε. Τί εἰσέπραξε ὁ ναός; 25 δραχμές. Τὸ βράδυ ἔρχονται τὰ ὄργανα καὶ μία ντιζὲζ μὲ νόμιμη(!) ἄδεια. Κι ἀπὸ τὶς 10 τὸ βράδυ μέχρι τὶς 3 ὅλοι τους ἦταν ἐκεῖ, καὶ οἱ γέροι ἀκόμα, ν’ ἀκούσουν τραγούδια τοῦ διαβόλου ποὺ ἐρεθίζουν τὰ ἔνστικτα. Καὶ εἰσέπραξε, παρακαλῶ, ἡ ντιζὲζ 58.000 δραχμές! Ἡ πορνεία μᾶς κατέκλυσε, ἡ βλασφημία κυριαρχεῖ, ἡ ἀπιστία καὶ ἡ ἀθεΐα, ἡ πλεονεξία καὶ ἡ φιλαργυρία, ἡ ἐκδίκησι… Ὦ Θεέ μου, «μακροθύμησον ἐφ᾽ ἡμῖν», δός μας παράτασι ζωῆς γιὰ μετάνοια, δός μας ἔλεος.
Ἐὰν ὅμως τὸ ποτήρι ξεχειλίσῃ, τότε, ἀδέρφια μου, σταματῶ. Σᾶς τὸ λέω καθαρά, ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα ἔρχεται τρίτος παγκόσμιος πόλεμος, ὁ τελευταῖος πόλεμος τῆς ἀνθρωπότητος, ποὺ ἡ Ἀποκάλυψις τὸν ὀνομάζει Ἁρμαγεδῶνα (16,16). Τί ἐστι Ἁρμαγεδών; Ἀφάνταστο, ἀφάνταστο τὸ κακό. Θὰ ἔρθῃ ὁ πόλεμος. Δὲν θ᾽ ἀρχίσῃ πλέον ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα· πολὺ μακριὰ θ᾽ ἀρχίσῃ. Τότε!… τότε οὐαὶ τῷ κόσμῳ.
Ἀδέρφια μου, δὲν εἶνε καιρὸς γιὰ γλέντια, γιὰ ντιζὲζ καὶ διασκεδάσεις. Ὅλοι μας, ὅσοι ἀγαποῦμε τὸν τόπο μας, τὴν πατρίδα μας, τὴν οἰκογένειά μας, τὰ ὡραῖα ἰδανικά, νὰ ζήσουμε κατὰ Θεόν. Διότι ἀσφάλεια δὲν εἶνε ἡ Ῥωσία, δὲν εἶνε ἡ Γερμανία, δὲν εἶνε τὰ μάρκα, δὲν εἶνε οἱ λίρες. Τὸ μικρὸ τοῦτο ἔθνος ἔζησε καὶ θαυματούργησε μὲ τὴν πίστι στὸ Θεό. Δὲν ὑπάρχει πίστι στὸ Θεό; μὴ κοροϊδευώμαστε, μὴν ἐμπαιζώμαστε. Ἔτσι μόνο θὰ ζήσουμε, ἔτσι μόνο θὰ προοδεύσουμε, ἔτσι μόνο θὰ δοξαστοῦμε, ἔτσι μόνο θ᾽ ἀπολαύσουμε τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ.
Ἁπλώνω τὰ χέρια μου στὸ μικρὸ κ᾽ εὐλογημένο τόπο. Εὐλογῶ τὰ σύνορά μας, τὰ παιδιὰ ποὺ φυλάγουν σὰν ἀκρῖτες καὶ σὰν ἄγγελοι Κυρίου. Καὶ ὅταν ἐμεῖς προσευχώμαστε, ὅταν ἐμεῖς εἴμαστε κοντά τους καὶ τοὺς ἐμψυχώνουμε μὲ τὸ παράδειγμά τους, νὰ τὸ ξέρουν ἐχθροὶ καὶ φίλοι ὅτι, ἂν ἐμεῖς εἴμαστε πιστοί, ἂν εἴμαστε εἰλικρινεῖς, ἂν εἴμαστε Χριστιανοὶ πραγματικοί, τὰ σύνορά μας ἀπὸ Πρέσπα μέχρι Ἕβρο θὰ γίνουν ἠλεκτρικὸ σύρμα, καὶ ὅποιος τὰ πλησιάσῃ θὰ καῇ, διότι «εἰ ὁ Θεὸς ὑπὲρ ἡμῶν, τίς καθ’ ἡμῶν;» (῾Ρωμ. 8,31). «Γνῶτε», λοιπόν, «ἔθνη καὶ ἡττᾶσθε, ὅτι μεθ᾽ ἡμῶν ὁ Θεός» (Μ. Ἀπόδ.). Καὶ θὰ εἶνε μεθ᾽ ἡμῶν ὁ Θεός, ἐὰν ζήσουμε ὅλοι μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Κυρίου.
Εἴθε ὁ Κύριος διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ, τοῦ μεγάλου ἐθναποστόλου καὶ ἰσαποστόλου, νὰ ἐλεήσῃ ὅλους μας· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Ἐθνικοῦ – Φλωρίνης τὴν Κυριακὴ 25-8-1968 παρουσίᾳ καὶ Ἀθηναίων προσκυνητῶν. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 20-7-2025.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.