Αυγουστίνος Καντιώτης



Ὀρθοδοξη Θεολογικη Ἑρμηνεια της Παραβολης του Ἀχρειου Δουλου (Ματθ. 18:23-35)

date Αυγ 25th, 2025 | filed Filed under: ΜΗΝΥΜ. ΠΑΡΑΛ. ΠΡΟΩΘ.

Ὀρθοδοξη Θεολογικη Ἑρμηνεια της Παραβολης

του Ἀχρειου Δουλου (Ματθ. 18:23-35)

Εἰσαγωγή

Ἡ παραβολὴ τοῦ ἀχρείου δούλου ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ δυνατὰ διδακτικὰ ἐργαλεῖα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, μὲ τὸ ὁποῖο μᾶς καλεῖ νὰ κατανοήσουμε τὸ βάθος τοῦ Θεϊκοῦ ἐλέους, τὴν βαρύτητα τῆς ἀνθρώπινης ἁμαρτίας, καὶ τὴν ἀπόλυτη ἀνάγκη τῆς ἀμοιβαιότητας στὴ συγχώρεση. Σὲ αὐτὸν τὸν λόγο, θὰ ἐξετάσουμε τὴν περικοπὴ μὲ βάση τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση.

Τὸ Πλαίσιο τῆς Παραβολῆς

Ὁ Κύριος διδάσκει αὐτὴν τὴν παραβολὴ ὡς ἀπάντηση στὸν Πέτρο, ὁ ὁποῖος ρωτᾶ:
«Κύριε, ποσάκις ἁμαρτήσει εἰς ἐμὲ ὁ ἀδελφός μου καὶ ἀφήσω αὐτῷ;» (Μάτθ. 18:21).

Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ (70×7 φορὲς) καὶ ἡ ἐπακόλουθη παραβολὴ δείχνουν ὅτι ἡ συγχώρεση δὲν ἔχει ὅρια, ἀφοῦ οὔτε ὁ Θεὸς βάζει ὅρια στὸ ἔλεός Του.

Ἀνάλυση Στὴν Ἁγία Γραφή :

α) Ὁ Βασιλιᾶς (Μάτθ. 18:23) – Ὁ Θεός: Ὁ Πατὴρ τῆς Οἰκονομίας τῆς Σωτηρίας

«Ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρὼπῳ βασιλεῖ…» 

· Ὁ Θεὸς παρουσιάζεται ὡς Κύριος ποὺ ζητάει λογαριασμὸ ἀπὸ τοὺς δούλους Του. Αὐτὸ δείχνει τὴ Θεϊκὴ δικαιοσύνη, ἀλλὰ καὶ τὴν οἰκονομία Τοῦ ἐλέους (Ψάλμ. 102:8 –  οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων ὁ Κύριος, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος).
Βαθύτερη Σκέψη:

Αὐτὴ δὲν εἶναι ἡ πράξη ἑνὸς τυράννου,αλλά ἑνὸς Πατέρα-Βασιλιᾶ ποὺ λειτουργεῖ μὲ οἰκονομία. Ἡ «σύναξη λόγου» δὲν εἶναι μιὰ ψυχρὴ λογιστικὴ διαδικασία, ἀλλὰ μία πνευματικὴ διερεύνηση τῆς σχέσης Τοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο. Ὁ Βασιλιᾶς ξέρει ἤδη τὸ χρέος· θέλει νὰ δεῖ πῶς ὁ δοῦλος θὰ ἀνταποκριθεῖ στὴ χάρη Του. Ὁλόκληρη ἡ ἱστορία τῆς σωτηρίας εἶναι αὐτὸς ὁ «λογαριασμός»: ὁ Θεός μας παραδίδει τὸν νόμο, τοὺς προφῆτες καὶ τελικὰ τὸν Υἱό Του, καὶ περιμένει ἀπὸ ἐμᾶς τὴν πίστη καὶ τὴ μετάνοια ὡς ἀπάντηση. Ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν εἶναι ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ βασιλεία τῆς ἀγάπης καὶ τῆς δικαιοσύνης, ὅπου ὁ Κύριος δὲν εἶναι μακρινὸς δεσπότης, ἀλλὰ ὁ συμμέτοχος στὴ μοῖρα τῶν δούλων Του, ποὺ τοὺς καλεῖ σὲ κοινωνία.

β) Ὁ Δοῦλος μὲ τὰ 10.000 Τάλαντα (Μάτθ. 18:24) – Ὁ Ἁμαρτωλὸς Ἄνθρωπος: Ἡ Τραγικὴ Πραγματικότητα τῆς Πτώσης

· «ὀφείλων μυρίους τάλαντα»

· Τὸ χρέος (≈ 3,4 τόνοι χρυσοῦ!) συμβολίζει τὸ ἀσύλληπτο βάρος τῆς ἀνθρώπινης ἁμαρτίας (Ρώμ. 3:23). Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἐξοφλήσει μὲ ἀνθρώπινες δυνάμεις (Ψάλμ. 48:8).

Βαθύτερη Σκέψη:

Τὸ«μύρια τάλαντα» δὲν εἶναι ἁπλᾶ ἕνα μεγάλο νούμερο. Εἶναι σύμβολο τῆς ἀπόλυτης καὶ ὁλοκληρωτικῆς χρεοκοπίας τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου. Ἀποκαλύπτει ὅτι ἡ ἁμαρτία δὲν εἶναι ἁπλᾶ μεμονωμένες πράξεις, ἀλλὰ μιὰ κατάσταση ὕπαρξης, μιὰ ὀντολογικὴ στρέβλωση τῆς σχέσης μὲ τὸν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος, μέσῳ τῆς πτώσης τοῦ Ἀδάμ, γεννήθηκε μέσα σὲ αὐτὸ τὸ χρέος. Δὲν τὸ «συσσώρευσε» μόνο μὲ τὶς πράξεις του· τὸ κληροδότησε. Αὐτὴ εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. Ἡ ἀδυναμία ἐξόφλησης δείχνει ὅτι κανένας ἀσκητισμός, καμία θυσία, κανένας νόμος ἀπὸ μόνος του δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς ξαναφέρει στὴ Θεϊκὴ χάρη. Ἀναγνωρίζουμε ἐδῶ τὴν ἀνάγκη γιὰ ἕναν Λυτρωτή, γιὰ κάποιον ἔξω ἀπὸ ἐμᾶς ποὺ θὰ μπορέσει νὰ καλύψει αὐτὸ τὸ ἀπύθμενο χάσμα.

γ) Ἡ Ἀπειλὴ τῆς Πώλησης (Μάτθ. 18:25) – Ἡ Δικαία Κρίση: Τὸ Σοβαρὸ Τίμημα τῆς Ἁμαρτίας

· «ἐκέλευσεν αὐτὸν πραθῆναι…»

· Ἡ δουλεία συμβολίζει τὴν πνευματικὴ καταδίκωση (Ρώμ. 6:23).
· Χωρὶς ἔλεος, ἡ ἁμαρτία ὁδηγεῖ σὲ ἀπώλεια τῆς θείας κοινωνίας.
Βαθύτερη Σκέψη:

Ἡ πώληση τῆς οἰκογένειας καὶ ὅλων τῶν ὑπαρχόντων δὲν εἶναι μιὰ βάρβαρη τιμωρία,αλλά ἡ λογικὴ συνέπεια τῆς πνευματικῆς νομοθεσίας (Β Βασ. 4:1). Ἡ ἁμαρτία, ἐξ ὁρισμοῦ, ἀποξενώνει ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ εἶναι ἡ Πηγὴ τῆς Ζωῆς. Χωρὶς Αὐτόν, ὁ ἄνθρωπος πέφτει σὲ πνευματικὴ δουλεία ὑπὸ τὴν τυραννία τοῦ πονηροῦ καὶ τῆς φθορᾶς. Ἡ «ἀπώλεια τῆς θείας κοινωνίας» εἶναι ὁ θάνατος, ὄχι μόνο σωματικός, ἀλλὰ καὶ πνευματικός. Αὐτὴ ἡ ἀπειλὴ δείχνει τὴ σοβαρότητα τοῦ ἁμαρτήματος ἐνώπιον τοῦ ἁγίου Θεοῦ. Δὲν εἶναι ὅτι ὁ Θεὸς «θυμώνει», ἀλλὰ ὅτι ἡ ἁμαρτία αὐτοκαταδικάζεται ὅταν ἔρθει ἀντιμέτωπη μὲ τὴν ἀπόλυτη Ἁγιότητα. Εἶναι μιὰ ζωγραφικὴ ἀπεικόνιση του: « μισθὸς τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος» (Ρώμ. 6:23α).

δ) Ἡ Ἱκεσία καὶ ἡ Συγχώρεση (Μάτθ. 18:26-27) – Τὸ Θεϊκὸ Ἔλεος: Ἡ Ἐνσάρκωση τῆς Ἀγάπης τοῦ Πατέρα

· «Μακροθύμησον ἐπ’ ἐμοί…»

· Ὁ δοῦλος ἀναγνωρίζει τὴν ἀδυναμία του, ἀλλὰ ὁ Κύριος δὲν τοῦ δίνει χρόνο – του χαρίζει ὁλόκληρο τὸ χρέος!

· Αὐτὸ προεικονίζει τὴ συγχώρεση μέσῳ τοῦ Σταυροῦ (Κόλ. 2:14).

Βαθύτερη Σκέψη:

Ἡ ἱκεσία τοῦ δούλου εἶναι ατελής καὶ γεμάτη ἄγνοια. Ζητάει «χρόνο», νομίζοντας ὅτι μπορεῖ νὰ ἐξοφλήσει τὸ ἀνεξόφλητο. Ἀλλὰ ὁ Πατέρας βλέπει βάθυτερα : βλέπει τὴν ταπείνωση καὶ τὴν πρόθεση. Ἡ ἀντίδρασή Του εἶναι ριζικὴ καὶ ὑπερβατική. Δὲν λέει «δεκτό, θὰ σὲ περιμένω», ἀλλὰ «ἀφῆκεν αὐτῷ» – τὸ ἄφησε, τὸ ἐξάλειψε. Αὐτὴ ἡ πράξη δὲν βασίζεται σὲ κάτι ποὺ ἔκανε ὁ δοῦλος, ἀλλὰ ἀποκλειστικὰ στὸ «σπλαγχνισθεῖς» τοῦ Κυρίου – στὴ συμπονετική, σπλαχνικὴ ἀγάπη Του. Αὐτὴ εἶναι ἡ προ-αναγγελία τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ πραγματοποίηση αὐτῆς τῆς συγχώρεσης. Ἐκεῖ, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ μονογενής, πληρώνει ἐκ τοῦ ἀντιδίκου τὸ χρέος ποὺ ἐμεῖς ἀδυνατούσαμε νὰ πληρώσουμε. Ἡ «χειρόγραφον τοῖς δόγμασιν» ποὺ ἦταν ἐναντίον μας καθηρέθη καὶ προσηλώθη στὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ (Κόλ. 2:14). Ἡ ἄφεση εἶναι δωρεὰν (χάριτι) γιὰ ἐμᾶς, ἀλλὰ πολύτιμη γιὰ τὸν Θεό, ποὺ τὴν ἀπέκτησε μὲ τὸ τίμημα τοῦ Αἵματος τοῦ Υἱοῦ Του.

ε) Ἡ Σκληρότητα τοῦ Δούλου (Μάτθ. 18:28-30) – Ἡ Ἀνθρώπινη Ἀσπλαγχνία καὶ τὸ Πνεῦμα τῆς Ἀντιλογίας

· «ὀφείλων ἑκατὸν δηνάρια» (100 ἡμέρες μισθὸς)

· Ἀσύγκριτα λιγότερο ἀπὸ τὸ δικό του χρέος.

· Ἡ βία («ἔπνιγεν» – τὸν ἔπνιγε, τὸν ἅρπαζε μὲ μῖσος) καὶ ἡ φυλακὴ δείχνουν πνευματικὴ σκληρότητα καὶ ἔλλειψη μετανοίας.

Βαθύτερη Σκέψη:

Αὐτὴ ἡ σκληρὴ συμπεριφορὰ τοῦ δούλου,που μόλις ἀπελευθερώθηκε ἀπὸ τὸ ἀσύλληπτο χρέος του, ἀλλὰ ἀρνήθηκε νὰ συγχωρήσει τὸ ἐλάχιστο, δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ ἀτομικὴ ἠθικὴ ἀποτυχία. Εἶναι προτύπωση καὶ εἰκόνα ἑνὸς πνεύματος ποὺ ἀντιτίθεται στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Μποροῦμε νὰ δοῦμε σὲ αὐτὴν τὴν πράξη τὴν ἴδια σκληροκαρδία ποὺ ἐπέδειξαν οἱ Γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι (καὶ κάθε φιλοσοφία ποὺ στηρίζεται στὸ ψεῦδος καὶ τὴν αὐτοδικαιοσύνη), οἱ ὁποῖοι:
· Ἔχουν λάβει τὸ Νόμο (μιὰ μορφὴ χάρης καὶ γνώσης) ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ ἀντὶ νὰ γίνουν κανάλι ἐλέους γιὰ τὸν λαό, τὸν «ἔπνιγαν» μὲ βαρεῖς φόρους καὶ κανόνες (Μάτθ. 23:4, Λούκ. 11:46).
· Ἀρνοῦνταν συνεχῶς τὴ συγχώρεση καὶ τὸ ἔλεος σὲ ἐκείνους ποὺ τὴν ἀναζητοῦσαν, ὅπως φαίνεται στὴν κριτικὴ τοὺς ἐναντίον τοῦ Ἰησοῦ ποὺ συγχωροῦσε ἁμαρτωλοὺς (Μάτθ. 9:3).
· Παραδέχτηκαν ποτὲ ὅτι χρωστοῦσαν ὁ ἴδιοι ἕνα «χρέος 10.000 ταλάντων» ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ; Ἀντίθετα, θεωροῦσαν τοὺς ἑαυτούς τους δικαίους καὶ τοὺς ἄλλους ἁμαρτωλοὺς (Λούκ. 18:9-14).

Αὐτὸ τὸ πνεῦμα τῆς αὐτοδικαιοσύνης, τῆς σκληρότητας καὶ τῆς ἄρνησης τῆς συγχώρεσης εἶναι τὸ «πνεῦμα τοῦ ἀντιχρίστου» (1 Ἰωάν. 4:3), ποὺ ἐνεργεῖ στὸν κόσμο καὶ μέσα ἀκόμα καὶ στήν ἐκκλησία , «ὡς λέων ὠρυόμενος, περιπατεῖ ζητῶν τινα νὰ καταπίη» (1 Πέτρ. 5:8) – ὄχι μόνο σωματικά, ἀλλὰ κυρίως πνευματικά, κλέβοντας τὶς καρδιὲς ἀπὸ τὴ χάρη τῆς μετάνοιας καὶ τῆς συγχώρεσης.

στ) Ἡ Θεϊκὴ Ἀντίδραση (Μάτθ. 18:31-34) – Ἡ Κρίση ἐπὶ τῶν Ἀχάριστων

· «Παρέδωκεν αὐτὸν τοῖς βασανισταῖς»

· Οἱ σύνδουλοι (οἱ πιστοὶ ποὺ ζοῦν στὸ πνεῦμα τῆς ἀγάπης, ἢ καὶ οἱ Ἄγγελοι ποὺ λειτουργοῦν βάσει τοῦ Θεϊκοῦ θέληματος) «ἐλυπήθησαν σφόδρα». Λυποῦνται βαθιὰ ὅταν βλέπουν ἕναν ἀδελφὸ νὰ πέφτει στὴ σκληροκαρδία, γιατί αὐτὸ τραυματίζει τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ κακοποιεῖ τὴ δικαιοσύνη τῆς Βασιλείας. Ἡ πράξη τους νὰ «διασαφήσουν τῷ Κυρίω» δὲν εἶναι μήνυση, ἀλλὰ λύπη καὶ ἔκφραση πίστης στὴ Θεϊκὴ δικαιοσύνη, ἀφοῦ ὅ,τι συμβαίνει μεταξὺ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας ἀφορᾶ τὸν Κύριο.

· ἀπώλεια τῆς χάρης ἔρχεται ὅταν ἀρνούμαστε νὰ συγχωρήσουμε (Μάτθ. 6:15). Ὁ Κύριος τὸν ἀποκαλεῖ «πονηρὲ δοῦλε», γιατί ἡ ἄρνηση τοῦ ἐλέους εἶναι, κατὰ βάθος, κακία καὶ ἀπόρριψη τῆς ἴδιας τῆς φύσης τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι Ἀγάπη (Α Ἰωάν. 4:8). Ἡ παράδοση στοὺς βασανιστὲς δὲν εἶναι τόσο μιὰ «νέα τιμωρία», ἀλλὰ ἡ συνέπεια τῆς ἐπιλογῆς του νὰ ζήσει ἐκτὸς τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ. Ὅπως γράφει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Δὲν εἶναι ὁ Θεὸς ποὺ τιμωρεῖ, ἀλλὰ ἡ ἁμαρτία ποὺ γεννᾶ τὸν ὀδυνηρό της καρπό.»

Συμπέρασμα γιὰ τὸν Πιστό:

Ὁ πιστὸς καλεῖται να προσέχει τὴν καρδιὰ τοῦ (Παροιμ. 4:23). Νὰ ἀναγνωρίζει ὅτι τὸ μικρότερο χρέος (πληγή, προσβολὴ) ποὺ τοῦ ὀφείλεται ἀπὸ τὸν ἀδελφό του, δὲν εἶναι τίποτα μπροστὰ στὸ χρέος ποὺ τοῦ συγχωρέθηκε ἀπὸ τὸν Χριστὸ στὸ Σταυρό. Τὸ πνεῦμα τοῦ σκληροῦ δούλου – ποὺ ἐνσαρκώνουν οἱ γραμματεῖς κάθε ἐποχῆς – «ὡς λέων ὠρυόμενος, περιπατεῖ» ψάχνοντας νὰ κλέψει ἀκριβῶς αὐτὴ τὴν ἐπίγνωση ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ πιστοῦ, ἀντικαθιστῶντας τὴν μὲ πικρία, μνησικακία καὶ ψυχρὴ αὐτοδικαιοσύνη. Ἡ ἄμυνα τοῦ πιστοῦ εἶναι νὰ θυμᾶται πάντα τὰ «10.000 τάλαντα» ποὺ τοῦ συγχωρέθηκαν καὶ νὰ ζεῖ στὸ φῶς τῆς ταπεινῆς εὐγνωμοσύνης καὶ τοῦ ἀδιάλειπτου ἐλέους.

ζ) Τὸ Τελικὸ Μάθημα (Μάτθ. 18:35) – Ἡ Ὑποχρέωση τῆς Συγχώρεσης: Ἡ Συγχώρεση ὡς Ὀντολογικὴ Ἀλήθεια τοῦ Νέου Ἀνθρώπου

· «Οὕτω καὶ ὁ Πατὴρ μοῦ ὁ ἐπουράνιος ποιήσει ὑμῖν, ἐὰν μὴ ἀφῆτε ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν τὰ παραπτώματα αὐτῶν.»

· Ἡ συγχώρεση πρέπει νὰ εἶναι εἰλικρινής, ὄχι μόνο λεκτική.
· Ἂν δὲν συγχωροῦμε, δὲν ἔχουμε καταλάβει τη χάρη τοῦ Θεοῦ.
Βαθύτερη Σκέψη:
Ὁ στίχος αὐτὸς δὲν εἶναι ἁπλᾶ μιὰ «ἠθικὴ συμβουλὴ» ἢ μιὰ «προϋπόθεση» γιὰ νὰ μὴν τιμωρηθοῦμε. Εἶναι ἡ ἀποκάλυψη μιᾶς ὀντολογικῆς πραγματικότητας, μιᾶς βαθιᾶς πνευματικῆς ἀλήθειας γιὰ τὴ σχέση μεταξὺ Θεϊκοῦ καὶ ἀνθρώπινου ἕλους.

1. «Ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν» (Ἀπὸ τῶν καρδιῶν σας): Ἡ συγχώρεση δὲν ἀφορᾶ μιὰ ἐξωτερική, νομικὴ συναλλαγή. Πρόκειται γιὰ ἐσωτερικὴ θεραπεία καὶ μεταμόρφωση. Ἡ «καρδιὰ» στὴν Βιβλικὴ γλῶσσα εἶναι τὸ κέντρο τῆς ὕπαρξης, ὁλόκληρου τοῦ νοῦ, τῆς θελήσεως καὶ τοῦ συναισθήματος. Νὰ συγχωρήσει κανεὶς «ἀπὸ τὴν καρδιὰ» σημαίνει νὰ ξεριζώσει ἀπὸ τὸ βάθος τοῦ ὅλου εἶναι του τὸ φυτὸ τῆς πικρίας καὶ τῆς μνησικακίας καὶ νὰ φυτέψει ἀντὶ αὐτοῦ τὸ σπόρο τῆς συγχωρητικότητας. Αὐτὴ εἶναι δουλειὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὄχι τῆς ἀνθρώπινης προσπάθειας μόνο. Εἶναι νὰ ἀφήσεις τὸν πόνο νὰ σταυρωθεῖ μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, ὥστε νὰ ἀναστηθεῖ ἡ ἀγάπη.

2. Ἡ Συγχώρεση ὡς Ἀπόδειξη Ὑιότητας: Ὁ λόγος ποὺ ὁ Πατήρ μας «θὰ κάνει ἔτσι» σὲ ἐμᾶς ἂν δὲν συγχωροῦμε, εἶναι γιατί ἡ ἄρνηση τῆς συγχώρεσης εἶναι μιὰ ἄρνηση τῆς δικῆς Του φύσης. Ὁ Θεὸς εἶναι Ἀγάπη (Α Ἰωάν. 4:8) καὶ τὸ ἔλεος εἶναι ἡ ἐκδήλωση αὐτῆς τῆς ἀγάπης. Ὅταν ἐμεῖς, ποὺ λέμε ὅτι εἴμαστε «τέκνα Θεοῦ», ἀρνιόμαστε νὰ συγχωρήσουμε, ἀρνιόμαστε πρακτικά νὰ μοιάσουμε στὸν Πατέρα μας. Ἀρνούμαστε νὰ κληρονομήσουμε τὸ οἰκογενειακό μας χαρακτηριστικό. Ἑπομένως, ἡ τιμωρία δὲν ἔρχεται ὡς μιὰ «ἐκδικητικὴ ἀπάντηση», ἀλλὰ ὡς ἡ λογικὴ συνέπεια τῆς ἀπόστασης ποὺ ἐμεῖς ἐπιλέγουμε νὰ βάλουμε ἀπὸ Αὐτόν. Βγαίνουμε μόνοι μας ἀπὸ τὸ περιβάλλον τῆς χάρης, ποὺ εἶναι τὸ μόνο περιβάλλον ὅπου μπορεῖ νὰ ζήσει ἕνα τέκνο τοῦ Θεοῦ.
3. Μιὰ Πνευματικὴ Διάγνωση: Τὸ «ἐὰν μὴ ἀφῆτε» (ἂν δὲν ἀφήσετε) λειτουργεῖ ὡς πνευματικὸ διαγνωστικὸ ἐργαλεῖο. Ἡ ἀδυναμία μας νὰ συγχωρήσουμε ἀποκαλύπτει μιὰ τρομερὴ πνευματικὴ πραγματικότητα: ὅτι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι δὲν ἔχουμε ζήσει βαθιὰ τὴ δική μας συγχώρεση. Ἔχουμε δεχτεῖ τὴ συγχώρεση ὡς μιὰ θεωρία, ἀλλὰ ὄχι ὡς μιὰ ζωογόνο ἐμπειρία ποὺ ἀνακατασκευάζει ὅλο μας τὸ εἶναι. Ἂν τὴν εἴχαμε ζήσει πραγματικά, θὰ ἀναβλύζαμε ἀπελπισμένα νὰ τὴ μοιραστοῦμε, ὅπως ἕνας ποὺ βγῆκε ἀπὸ μιὰ φωτιὰ καὶ προειδοποιεῖ τοὺς ἄλλους. Ἡ μνησικακία, λοιπόν, εἶναι πάντα σύμπτωμα ὅτι κάτι εἶναι βαθιὰ νοσηρὸ στὴ σχέση μας μὲ τὴ Θεϊκὴ χάρη.
4. Ἡ Ἐσχατολογικὴ Διάσταση: Ὁ τελικὸς στίχος τῆς παραβολῆς εἶναι ἐσχατολογικός. Μᾶς ὁδηγεῖ ἀμέσως στὴν Μεγάλη Κρίση. Ἐκεῖ, ὁ κανόνας μὲ τὸν ὁποῖο θὰ κριθοῦμε εἶναι ὁ ἴδιος ποὺ ἐφαρμόσαμε στοὺς ἀδελφούς μας (Μάτθ. 7:2). Στὴν προσευχὴ τοῦ Κυρίου, δεσμευόμαστε: «καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφήκαμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν» (καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν,ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν). Σὲ αὐτό το «ὡς» (ὅπως) βασίζεται ἡ κρίση. Ὁ Πατέρας θὰ πάρει στὰ σοβαρὰ τὶς δικές μας προσευχὲς καὶ τὶς δικές μας ἐπιλογές. Ἂν ζήσαμε μιὰ ζωὴ ποὺ ἀρνήθηκε νὰ συγχωρήσει, τότε στὴν οὐσία ζητήσαμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς κρατήσει ὑπόκειμενους στὸ δίκαιο τῆς αὐστηρῆς δικαιοσύνης, καὶ ὄχι στὸ καθεστὼς τῆς χάρης. Τὸν παρακαλέσαμε νὰ μὴν μᾶς συγχωρήσει «ἀπὸ τὴν καρδιά Του».
Συμπέρασμα γιὰ τὸν Πιστό: Ἡ ἐντολὴ αὐτὴ εἶναι ἀπὸ τὶς πιὸ ἀπαιτητικὲς στὸ Εὐαγγέλιο,γιατί χτυπάει τὴν ὕπουλη ρίζα τῆς παλαιᾶς μας φύσης: τὴν αὐτοδικαιοσύνη καὶ τὴν ἰδεολογία του «τί μοῦ ὄφειλες». Γιὰ τὸν ὀρθόδοξο χριστιανό, ὁ δρόμος γιὰ νὰ φτάσει κανεὶς στὴ «συγχώρεση ἀπὸ καρδιᾶς» περνᾶ ἀπὸ τὴ συχνὴ Ἴερα Θεία Μετάληψη, ὅπου λαμβάνουμε τὸ Φάρμακο τῆς Ἀθανασίας, τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Σταυρωμένου Ἀμνοῦ, ποὺ συγχώρεσε ἐκ τοῦ σταυροῦ ἐκείνους ποὺ τὸν ἐσταύρωσαν. Μόνο μὲ τὴν θεώση μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀποκτήσει τὴν «καρδιὰ σαρκίνην» τοῦ νέου ἀνθρώπου, ποὺ ἔχει τὴν ἱκανότητα νὰ συγχωρεῖ, γιατί ἔχει συγχωρεθεῖ ἀπεριόριστα καὶ ζεῖ μέσα σὲ αὐτὴ τὴν πραγματικότητα.

Θεολογικὲς Ἐφαρμογές: Ἡ Ζωντανὴ Διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας

α) Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ Ἀνθρώπινη Ἀπόκριση: Ἡ Δυναμικὴ τῆς Ἀγάπης

Ἡ σχέση μεταξὺ Θεϊκοῦ ἐλέους καὶ ἀνθρώπινης ἀπόκρισης δὲν εἶναι μιὰ ψυχρὴ συναλλαγή,αλλά ἡ δυναμικὴ μιᾶς ζωντανῆς, ἀγάπης γεμάτης σχέσης. Ὁ Θεὸς δὲν «πρωτοχορηγεῖ» τὸ ἔλεος σὰν ἕνα ἁπλὸ δάνειο· Τὸ ἐκχέει ἀδιάκοπα καὶ ἀφθονὼς (Ρώμ. 5:20) ὡς ἔκφραση τῆς οὐσίας Του. Ἡ ἀνθρώπινη ἀπόκριση – ἡ συγχώρεση τοῦ πλησίον – δὲν εἶναι τὸ «τίμημα» γιὰ τὴ συγχώρεσή μας, ἀλλὰ τὸ φυσιολογικό, ζωτικὸ «ἀνάσασμα» τοῦ νέου ἀνθρώπου ποὺ ἔχει γεννηθεῖ μέσα σὲ αὐτή τη χάρη. Εἶναι ἡ ἀπόδειξη ὅτι ἡ χάρη δέχτηκε καὶ μεταμορφώνει τὴν καρδιά. Ὅπως τὸ δέντρο γνωρίζεται ἀπὸ τὸν καρπό του, ἔτσι καὶ ἡ πραγματικὴ ἐμπειρία τῆς Θεϊκῆς συγχώρεσης γνωρίζεται ἀπὸ τὸν καρπὸ τῆς συγχωρητικότητας. Ἡ ἄρνησή μας νὰ συγχωρήσουμε εἶναι, κατὰ συνέπεια, πνευματικὴ ἀσφυξία – μιὰ ἄρνηση νὰ ἀναπνεύσουμε τὸ ὀξυγόνο τῆς χάρης ποὺ μᾶς περιβάλλει.

β) Ἡ Ἐκκλησία ὡς Χώρα Συγχώρεσης: Τὸ Μυστήριο τῆς Ἀνανέωσης

Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἁπλᾶ ἕνας χῶρος ὅπου διδάσκεται ἡ συγχώρεση.Είναι ὁ τόπος ὅπου ἡ συγχώρεση γίνεται πραγματικότητα καὶ δύναμη ζωῆς. Ἡ Ἁγία Εὐχαριστία εἶναι ἡ κορυφὴ αὐτῆς τῆς πραγματικότητας. Δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα γεῦμα μνήμης· εἶναι ἡ συμμετοχὴ στὸ Σῶμα καὶ στὸ Αἷμα τοῦ Λυτρωτῆ, στὸν Ὁποῖο «ἔχομεν τὴν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν» (Κόλ. 1:14). Σὲ κάθε Θεία Λειτουργία, ὁ πιστὸς καλεῖται νὰ λέει: «Καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός, καὶ ἡ χάρις τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν, καὶ ἡ κοινωνία καὶ ἡ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου καὶ Ζωοποιοῦ Πνεύματος, εἴη μετὰ πάντων ὑμῶν.». Ἡ συγχώρεση εἶναι ἡ πιὸ στέρεη ἔκφραση αὐτῆς τῆς ἀγάπης. Ζῶντας σὲ συγχώρεση, ὁ πιστὸς δὲν ἁπλῶς «ὑπακούει σὲ μιὰ ἐντολή», ἀλλὰ συμμετέχει στὴν κοινωνία τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅπου ἡ ἀγάπη εἶναι αἰώνια καὶ ἀπόλυτη (χωρὶς ὅρους).

γ) Ἡ Ἐσχατολογικὴ Προοπτική: Ὁ Κανόνας τῆς Ἀγάπης στὴν Κρίση

Ἡ Κρίση δὲν θὰ εἶναι μιὰ νομικὴ ἐξέταση μὲ ἄγνωστους νόμους,αλλά ἡ ἀποκάλυψη τῆς ὁριστικῆς καὶ αἰώνιας συνέπειας τῶν ἐπιλογῶν μας. Ὁ κανόνας μὲ τὸν ὁποῖο θὰ κριθοῦμε εἶναι ὁ κανόνας τῆς ἀγάπης, ποὺ μᾶς παραδόθηκε στὸ Εὐαγγέλιο. Τὸ «Συγχώρεσες ὅπως ἐγώ σου συγχώρεσα;» δὲν εἶναι μιὰ νέα πληροφορία, ἀλλὰ ἡ βεβαίωση τῆς αἰώνιας συνέπειας τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡ τελικὴ ἐπιβεβαίωση ὅτι ὁ σκοπὸς τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης εἶναι ἡ θεώση – ἡ ὁμοίωση μὲ τὸν Θεὸ στὴν ἀγάπη. Ὅποιος ἐπιλέγει τὴ μνησικακία καὶ τὴν αὐτοδικαιοσύνη, ἐπιλέγει ἐνεργὰ νὰ μὴν μπεῖ στὴ Βασιλεία, γιατί ἡ Βασιλεία εἶναι ἀγάπη καὶ συγχώρεση. Ἡ κρίση, ἑπομένως, εἶναι ἡ ἀποδοχὴ ἀπὸ τὸν Θεὸ τῆς τελικῆς μας ἐπιλογῆς: νὰ εἴμαστε μέσα ἢ ἔξω ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς ἀγάπης Του.

 Συμπέρασμα: Ἡ Παραβολὴ ὡς Κλειδὶ γιὰ τὴ Χριστιανικὴ Ταυτότητα

Αὐτὴ ἡ παραβολὴ δὲν μᾶς διδάσκει ἁπλᾶ κάποιες ἠθικὲς ἀρχές. Μᾶς ἀποκαλύπτει τὴν ταυτότητά μας.

1. Ἀναγνωρίζουμε τὴν πραγματική μας κατάσταση: Δὲν εἴμαστε ἁπλῶς «ἀνθρώπινοι» μὲ κάποιες ἀδυναμίες. Εἴμαστε χρεοκοπημένοι ὀφειλέτες μὲ ἕνα ἀσύλληπτο χρέος, ποὺ μᾶς ἀπειλεῖ μὲ πνευματικὴ καταστροφή. Αὐτὴ εἶναι ἡ ταπείνωση ποὺ ἀνοίγει τὸ δρόμο γιὰ τὴ χάρη.
2. Δεχόμαστε τὴν ριζική μας λύτρωση: Ἡ συγχώρεση ποὺ λαμβάνουμε δὲν εἶναι ἀναβολὴ ἢ μείωση τοῦ χρέους. Εἶναι πλήρης καὶ ὁλοκληρωτικὴ ἄρση του, ποὺ πραγματοποιήθηκε μὲ τὸ αἴτιο τίμημα τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ βάση τῆς χριστιανικῆς εὐχαριστίας (εὐχαριστία) καὶ τῆς ἐλευθερίας μας.
3. Ζοῦμε τὴν νέα μας φύση: Ἡ ἄρνηση νὰ συγχωρήσουμε δὲν εἶναι ἕνα ἁπλὸ παράπτωμα, ἀλλὰ μιὰ πνευματικὴ ἀνωμαλία, μιὰ ἄρνηση τῆς νέας μας ταυτότητας. Εἶναι νὰ συμπεριφερόμαστε σὰν δοῦλοι ποὺ ζοῦν στὴ σκλαβιά, ἐνῷ ὁ Βασιλιᾶς μας ἔχει χαρίσει τὴν ἐλευθερία. Ἀκυρώνουμε πρακτικά τη χάρη ὄχι ἐπειδὴ ὁ Θεὸς τὴν «ἀνακαλεῖ», ἀλλὰ ἐπειδὴ ἐμεῖς τὴν ἀπορρίπτουμε μὲ τὴ ζωή μας, δείχνοντας ὅτι ποτὲ δὲν τὴν καταλάβαμε ἢ τὴν δεχτήκαμε πραγματικά.

«Ἄφετε, καὶ ἀφεθήσεται ὑμῖν» (Λούκ. 6:37). Αὐτὴ ἡ ρήση τοῦ Κυρίου δὲν εἶναι συμβουλή, ἀλλὰ ὑπόσχεση καὶ νόμος τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Εἶναι τὸ ἀεροδιάστημα στὸ ὁποῖο κινεῖται ἡ Χάρη.

Ἂς ζήσουμε, λοιπόν, ὄχι ὡς δοῦλοι ποὺ φοβοῦνται τὴν τιμωρία, ἀλλὰ ὡς ἀληθινὰ τέκνα τοῦ Φωτός, ποὺ ἔχουν ἀποκτήσει τὴ φύση τοῦ Πατέρα τους. Ἂς συγχωροῦμε ὄχι ἀπὸ ὑποχρέωση, ἀλλὰ ἀπὸ ἀνάγκη, γιατί ἡ συγχώρεση εἶναι τὸ ἀληθινό μας «ἀνάσασμα», ἡ γλῶσσα τῆς οἰκογένειας στὴν ὁποία ἔχουμε υἱοθετηθεῖ. Μόνο ἔτσι θὰ γίνουμε ἀξιόπιστοι μάρτυρες τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, ὅπου ὁ Βασιλιᾶς βασιλεύει μὲ Ἔλεος καὶ ἡ συγχώρεση εἶναι ὁ νόμος τῆς ζωῆς.

Ἀμήν. 

 
Κωφίδης Εὐάγγελος

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.