Αυγουστίνος Καντιώτης



Κυριακη μετα την Ὕψωσιν (Γαλ. 2,16-20) – Ενας μονο σωζει· Ἰησους Χριστος!

date Σεπ 20th, 2025 | filed Filed under: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΜΒ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2690
Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὕψωσιν (Γαλ. 2,16-20), 21 Σεπτεμβρίου 2025
Συντάκτης (†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Ν. Καντιώτης

Ενας μονο σωζει· Ἰησους Χριστος!

«Καὶ ἡμεῖς εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν ἐπιστεύσαμεν,
ἵνα δικαιω­θῶ­­μεν ἐκ πίστεως Χριστοῦ καὶ οὐκ
ἐξ ἔργων νόμου» (Γαλ. 2,16)

Ιησ.Ὅλοι, ἀγαπητοί μου, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πιστεύουν· ὅποιος λέει ὅτι δὲν πιστεύει εἶνε ψέμα. Μά, θὰ μοῦ πῆτε, ἀφοῦ ξέρεις ὅτι σήμερα πολλοὶ εἶνε ἄθεοι καὶ φωνάζουν, Δὲν ὑπάρχει Θεός! πῶς ἐσὺ μᾶς λὲς ὅτι ὅλοι πιστεύουν; Μολονότι ξέρω ὅτι ὑπάρχουν ἄθεοι, ἐπαναλαμ­βάνω, ὅλοι πιστεύουν· τὸ ζήτημα εἶνε ποῦ πιστεύουν. Ἐὰν ὅ­λα τὰ δισεκατομμύ­ρια τῆς ὑφηλίου πίστευαν στὸ Χριστό, αὐτὴ ἡ Γῆ θὰ ἦταν παράδεισος· ἡ λέξι πόλεμος θὰ ἦταν ἄγνωστη. Μὰ δὲν πιστεύουν ὅ­λοι στὸ Χριστό. Ποῦ πιστεύουν τότε;
Ἀπὸ τὸ σύνολο τῆς ἀνθρωπότητος οἱ Χριστιανοὶ εἶνε τὸ 25%· τὸ ἄλλο 75% τί εἶνε; Ἄλ­λοι ἀπ᾽ αὐτοὺς πιστεύουν στὸ Μωάμεθ, στὸ Κοράνιο, ὅπως οἱ Τοῦρκοι· ἄλ­λοι πιστεύουν στὸ Βούδδα, ὅπως οἱ Ἰνδοί· ἄλλοι πιστεύουν ἀ­κόμα στὰ εἴδωλα, ὅπως οἱ Γιαπωνέζοι, πολλοὶ κάτοικοι τῆς Ἀφρικῆς, τῆς Αὐστραλίας, καὶ αὐ­­τῆς τῆς Ἀμερικῆς.

* * *

Μὰ κ᾽ ἐμεῖς οἱ βαπτισμένοι Ὀρθόδοξοι πῶς ζοῦμε; Ἂν κατέβαινε ἄγγελος καὶ μᾶς κο­σκίνιζε, ἐλάχιστους θά ᾽βρισκε ἀληθινοὺς Χριστιανούς. Οἱ πολλοὶ τὸ βάπτισμα πῆ­ραν μόνο· τὸ νερὸ τῆς κολυμβήθρας μόνο τὸ πετσί τους ἄγγιξε, βαθύτερα δὲν προχώρησε.

Μιὰ μειονότης, ἐλάχιστοι, εἶνε αὐτοὶ ποὺ πιστεύουν πραγματικὰ στὸν Κύριο. Οἱ ἄλλοι ἀπὸ τοὺς χριστιανούς μας τί κάνουν; Ἐμένα ῥωτᾶτε; Ἔξυπνοι εἶστε. ῾Ρῖξτε μιὰ ματιὰ στὰ σπίτια, στοὺς δρόμους, δεξιὰ – ἀριστερά, τεν­­­­τῶστε τὸ αὐτάκι σας, πάρτε ζυγαριὰ καὶ ζυγίστε, καὶ θὰ δῆτε. Ποῦ πιστεύουν;
� Πρῶτα-πρῶτα στὸ χρῆμα. Μὴν κοροϊδευώμαστε, σήμερα «θεὸς τοῦ αἰῶνος τούτου» (πρβλ. Β΄ Κορ. 4,4) εἶ­νε ὁ μαμωνᾶς ποὺ εἶπε ὁ Χριστός (βλ. Ματθ. 6,24. Λουκ. 16,13). Λεφτά, λύσσα γιὰ λεφτά. Ἀπ᾽ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ, καὶ τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ ἀκόμα, εἶνε μέσ᾽ στὴ γῆ σὰν τὰ μαμούνια· στὰ ἐμ­πόρια, στὶς κομπῖνες, στὶς ἀτιμίες· γιὰ νὰ θησαυ­ρίσουν, γιὰ λεφτά! Εἶνε αὐτὸς ποὺ τὸν λέ­νε χαμοθεό. Ὅποιος ὅ­μως κυνηγᾷ τὸ χαμοθεό, τὸ μαμωνᾶ, χάνει τὸν ἄ­νω Θεό· δὲν μπορεῖ νὰ ἔχῃ καὶ τοὺς δύο.
� Ἄλλοι, οἱ νεώτερες γενεές, λατρεύουν τὶς ἡδονές· τὰ γλέντια, τὶς διασκεδάσεις, τὴ γλυκειὰ ζωή. Σκοπός τους εἶ­νε «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13 = Α΄ Κορ. 15,32). Ὅπως τὰ κοράκια πέφτουν στὰ ψοφίμια, ἔτσι αὐτοὶ πέφτουν στοὺς αἰσχροὺς ἔρωτες, στὶς ἀνηθικότητες, σὲ ὅλ᾽ αὐτά.
� Ἄλλοι εἶνε εὐγενέστεροι, ἰδανικό τους εἶ­­νε ἡ οἰκογέ­νεια. Θεοποιοῦν τὸν ἢ τὴν σύζυ­γο, θεοποιοῦν τὸ παιδί. Ναί, ν᾽ ἀγαπᾷς τὸν ἄν­­­τρα σου, ν᾽ ἀγαπᾷς τὴ γυ­ναῖκα σου, ν᾽ ἀ­γαπᾷς τὰ παιδιά σου· ἀλλὰ μέχρι ἑνὸς σημείου. Παρα­πάνω ἀπὸ αὐ­τοὺς εἶνε –«δεῦτε προσκυνή­σωμεν»– ἐ­κεῖ­­νος ποὺ δίνει καὶ τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά, καὶ τὰ χωράφια καὶ τὰ γίδια· ὁ Θεός. Λοιπὸν μὴ μοῦ κά­νεις τὸν ἄντρα εἴδωλο, τὴ γυναῖκα εἴδωλο, τὸ παιδὶ εἴδωλο. Τοὺς εἶδες; Ὅσο ζῇ ἡ γυναίκα, ζοῦν τὰ παιδιά, ὑ­πάρ­χει ὑγεία στὸ σπίτι, τότε ὅλα καλά· πέθανε ἡ γυναίκα, πέθανε ὁ ἄντρας, πέθανε τὸ παιδί; τότε πέθανε ὁ θεός τους. Ὅλα τὰ εὐ­­­αγγέλια νὰ κατεβάσῃς, ὅλα τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ νὰ πῇς, δὲν τοὺς παρηγορεῖς· γιατὶ χάσανε τὸ θεό τους. Μὰ ζῇ ὁ Θεός, ζῇ καὶ βασιλεύει. Δὲν πεθαίνει, εἶνε αἰώνιος. «Νῦν καὶ ἀεί». Τί θὰ πῇ «Νῦν καὶ ἀεί»; Ἐμεῖς εἴμαστε στὸ «νῦν», ἐνῷ στὸ «ἀεί», στὴν ἀπέραντη αἰ­ωνιότητα, εἶνε ὁ Χριστός, ὁ ἐν Τριάδι Θεός.
� Ἄλλοι ὅμως ἔχουν πλανηθῆ μὲ τὰ μάγια. Γέμισε ὁ τόπος ἀπὸ μάγους· ὄχι μόνο στὰ χωριὰ ἀλλὰ καὶ στὶς μεγάλες πολιτεῖες. Μπαίνουν παντοῦ, ἀνεβαίνουν τὰ σκαλιὰ μεγάλων σπιτιῶν, ὅπου εἶνε οἱ κυρίες καὶ οἱ μορφωμένοι· καὶ κάνουν χρυσὲς δουλειές. Ἀρρώστησε τὸ παιδί; δὲν τὸ φέρνουν στὴν ἐκκλησιά, τὸ πᾶ­νε στὴ μάγισσα νὰ τὸ κάνῃ καλά. Κάνουν συνοικέσιο; πᾶνε στὴ μάγισσα. Θέλουν νὰ μάθουν τὸ μέλλον; στὴ μάγισσα. Βλέπουν ἀντρόγυ­νο ἀγαπημένο καὶ τὸ φθονοῦν; θὰ βά­λουν τὸ διάβολο νὰ τὸ χωρίσῃ, θὰ πᾶνε στὶς μάγισ­σες. Πιστεύουν στὰ μάγια.
� Ἄλλοι πιστεύουν σὲ προλήψεις καὶ δεισιδαιμονίες. Προχθὲς εἶχα μπεῖ σ᾽ ἕνα αὐτοκίνητο. Βλέπω μπροστά, ἀντὶ γιὰ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, νά ᾽χῃ ἕνα πέταλο. Τοῦ ᾽κανα ὁ­λόκληρη διδαχή, μὰ τοῦ κάκου· ἐπέμενε νὰ πιστεύῃ στὸ πέταλο! Στὴν Ἀθήνα σὲ ἕνα σωφφέρ, ποὺ τὸ εἶχε σὰν εἰ­κόνισμα, ἀποπειράθηκα νὰ τὸ ξεκρε­μάσω καὶ πῆγε νὰ μὲ σκοτώσῃ. Αὐτό, λέει, εἶνε τὸ γούρι μου, αὐτὸ μὲ σῴζει. Δὲν σὲ σῴζει ὁ σταυρός, ἡ Παναγιά, ὁ Θεός; ἕνα πέταλο ἀλόγου λοιπὸν ἔγινε σωτηρία σου;
� Ἄλλοι πάλι, θεωρούμενοι ἀνώτερα πνεύματα, λόγιοι, προφέσσορες, ἀφρόκρεμα τῆς κοι­νωνίας, λατρεύουν τὴν ἐπιστήμη. Πέρασαν ἀπὸ τὸ πανεπιστήμιο, ἔμαθαν μερι­κὰ γραμ­ματάκια, κι ὅταν ἔρχονται στὰ χωριά μας τὰ εὐ­λογημένα σκορπίζουν σὰν τὶς ὀ­χιὲς δηλητήριο, τὴν ἀπιστία. Ἐγὼ εἶμαι ἐπιστήμονας! σοῦ λέει. Τί ἐπιστήμονας, ποὺ ἂν τὸν βά­λῃς νὰ γράψῃ μιὰ σελίδα θὰ κάνῃ δεκαπέντε λάθη. Εἶνε καλὸς στὸ τάβλι· τὰ βιβλία τά ᾽κλει­σε, ἔχει ὅμως τὸ θράσος νὰ παριστάνῃ τὸ σο­φὸ καὶ νὰ διαδίδῃ τὴν ἀθεΐα. Ἐμεῖς, λέει, πιστεύουμε στὴν ἐπιστήμη. Ποιά ἐπιστήμη; Ὑ­πάρχουν δυὸ ἐπιστήμες· μιὰ ποὺ γράφε­ται μὲ μικρὸ ἔψιλον καὶ σημαίνει ἐκμετάλλευσις (γίνομαι γιατρὸς ἢ δικηγόρος γιὰ νὰ γδέρνω τὸν κόσμο), καὶ ἡ Ἐπιστήμη, μὲ ἔψιλον κεφαλαῖο, ποὺ σημαίνει ὑπηρεσία τῆς ἀν­θρωπότη­τος. Οἱ μεγάλες κορυφὲς τῆς ἐπιστήμης πιστεύουν στὸ Θεὸ καὶ βλέπουν παντοῦ στὸ σύμπαν τὰ μεγαλεῖα του. Ὅλοι αὐτοὶ πιστεύουν· μόνο τοῦ ἄφρονος ἡ διάνοια κλονίστηκε καὶ «εἶπεν ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἔστι Θεός» (Ψαλμ. 13,1).
� Κάποιοι ἄλλοι, τέλος, πιστεύουν στὴν πολιτική, στὰ κόμματα καὶ τοὺς ἀρχηγούς, τοὺς ὁ­ποίους ἀνεβάζουν πο­λὺ ψηλά. Ἔχουμε πικρὴ πεῖρα αὐτῆς τῆς προσωπολατρίας. Αὐτὰ τὰ πρόσωπα, οἱουδήποτε χρώματος –ὁμιλῶ ἔ­­ξω ἀπὸ παρατάξεις καὶ πάνω ἀπὸ κόμματα, ὡς κληρικὸς καὶ ἱερο­κήρυκας–, αὐτὰ στὰ ὁ­ποῖα στηρίζουν σήμερα τὴν ἐλπίδα τους, νὰ ξέρετε καλά, μιὰ μέρα θὰ πέσουν, γιατὶ εἶνε ἄν­θρωποι. Καὶ ἡ πατρίδα μας πλήρωσε ἀκρι­βὰ τὴ λατρεία σὲ πολιτικοὺς ποὺ ἀποδείχθηκαν ἀνάξιοι τῆς ἐμπιστοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ λαοῦ. Ὁ λόγος τῆς Γραφῆς εἶνε αἰώνι­ος· «Μὴ πεποίθατε ἐπ᾽ ἄρχοντας, ἐπὶ υἱοὺς ἀν­θρώπων, οἷς οὐκ ἔστι σωτηρία» (Ψαλμ. 145,3). Μὴ στη­ρίζεστε, λέει, σὲ ἐπίγει­ους ἄρχον­τες, ποὺ σήμερα κυριαρχοῦν· θὰ πέσουν καὶ ἡ πτῶσι τους, ἀφοῦ δὲν εἶνε ἀτομική, συμπαρασύρει πολλοὺς καὶ εἶνε ἀξία θρήνων πολλῶν.

* * *

Ἀδελφοί μου, ἀπευθύνομαι σ᾽ ἐσᾶς ὡς ἀ­πε­σταλμένος Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου, ἁμαρτω­λὸς κ᾽ ἐγὼ πρὸς ἁμαρτωλούς, καὶ σᾶς λέω· Σβῆστε τὰ ἀπατηλὰ αὐτὰ πιστεύω καὶ κρατῆ­στε ἕνα καὶ μόνο, τὸ Πιστεύω τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ «Πιστεύω» μας, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ 138 λέξεις, εἶνε γραμμένο ὄχι μὲ μελάνι ἀλλὰ μὲ αἷμα πατέρων καὶ μαρτύρων· γι᾽ αὐτὸ καὶ δὲν σβήνει ποτέ. Τὸ «Πιστεύω» μας, ἡ πίστι στὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, αὐτὴ σῴζει.
Κάποτε στὰ χρόνια τοῦ πολέμου ὡς στρατι­ωτικὸς ἱερεὺς πῆ­γα νὰ περάσω ἕνα ποτάμι καὶ μὲ σταμάτησαν εὐ­τυχῶς· Μὴν περνᾷς τὸ γεφύρι, μοῦ εἶπαν, σάπισαν τὰ ξύλα του καὶ θὰ πέσῃς μέσα… Σὲ σάπια σανίδα μὴν πατᾷς, θὰ τσακιστῇς.
Ὅ­λα τ᾽ ἄλλα πρόσωπα ἢ πρά­γματα εἶνε ἐ­πισφα­λῆ, σάπιες σανίδες. Μὴ στηρίζετε, ἀ­δελφοί μου, τὸ μέλλον σας, τὸ μέλλον τῶν παι­διῶν, τῆς οἰκογενείας σας, τοῦ χωριοῦ σας, τῆς πατρίδας μας, σὲ πρό­σωπα καὶ ἰδεολογίες Δύσεως καὶ Ἀνατο­λῆς. Ἀτενίστε ψηλά, σὰν Χριστιανοὶ Ἕλληνες, στηριχθῆτε ὄχι σὲ σάπιες σανίδες, ἀλλὰ στὸ βράχο τοῦ Γολγο­θᾶ, τὸν ποτισμένο μὲ τὸ αἶμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖ­ος σὲ κάθε θεία λειτουρ­γία μᾶς λέει· Λάβετε φάγετε καὶ Πίετε ἐξ αὐτοῦ…, τοῦτο ἐστὶ τὸ σῶμα μου καὶ τὸ αἷμα μου, τὸ τῆς καινῆς διαθήκης (θ. Λειτ.). Ναί, πάνω στὸ βράχο αὐτὸν νὰ στηριχθοῦμε.
Θέλω μὲ ἕνα παράδειγμα νὰ διασαφηνίσω τὴν θεμελιώδη αὐτὴ ἀλήθεια, ὅπως τὴν κηρύτ­τει σήμερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος μὲ τὰ λό­για «Ἡμεῖς εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν ἐπιστεύσαμεν, ἵνα δι­καιωθῶ­μεν ἐκ πίστεως Χριστοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔρ­γων νόμου» (Γαλ. 2,16).
Ἕνας διαβάτης περπατώντας ἀπρόσεκτα γλίστρησε κ᾽ ἔπεσε σὲ λάκκο βαθύ, μὲ τοιχώμα­τα λεῖα χωρὶς προ­εξοχές. Πῶς νὰ βγῇ ἐπάνω; Προσπάθησε μιά, δυό, τρεῖς φο­ρὲς νὰ σκαρφαλώσῃ, μὰ δὲν μπόρεσε· γλιστροῦσε κ᾽ ἔπεφτε πάλι μέσα. Βάζει τὶς φωνές, μὰ ποῦ νὰ τὸν ἀκούσουν ἀπὸ ᾽κεῖ κάτω; Ἔμεινε ἀ­πελ­πισμένος. Μετὰ ἀπὸ ὥρα νά κ᾽ ἔρχεται κάποιος. Μόλις τὸν εἶδε τοῦ λέει· Μωρέ, καλά ἔ­παθες, ψόφα ἐκεῖ! Ἦταν ἐχθρός του. Ἀργότερα ἔρχεται κάποιος ἄλλος. Ὅταν ἔ­σκυψε νὰ δῇ, τὸν ἔπιασε ἴλιγγος· ζαλισμένος ἔκανε πίσω, μὴν πέσῃ κι αὐτὸς στὸ λάκκο, κ᾽ ἔ­φυ­γε. Μετὰ πέρασε κάποιος εὔσπλαχνος· τὸν συμ­πόνεσε, ἔβγαλε τὸ μαντήλι του καὶ θρηνοῦ­σε· Ἄχ, τὸν καημένο τί ἔπαθε!… Ἦρθε μετὰ ἄλλος, ποὺ προσπαθοῦσε νὰ τὸν παρη­γορή­σῃ λέγοντάς του· Κάνε ὑπομονή. Ἔρχεται κ᾽ ἕνας ἄλλος, ποὺ ἔδειξε κάποιο ζωηρότερο ἐνδιαφέρον· αὐτὸς τοῦ πετάει ἕνα σχοινί, ἀλ­λὰ ἦταν κοντό· πηδοῦσε ὁ ταλαίπωρος νὰ τὸ πιάσῃ καὶ δὲν μποροῦσε. Τὸν ἔπιασε πάλι ἀ­πογοήτευσι. Τέλος ἔρχεται καὶ κάποιος – ὤ αὐ­τός! ἔ­φτειαξε σκάλα, κατέβηκε κάτω στὸ λάκκο, τὸν ἀγκάλιασε, τὸν φίλησε, τὸν παίρνει στὴν πλάτη του, τὸν ἀνεβάζει ἐπάνω ψηλά, τὸν βγάζει ἀπὸ τὸ λάκκο. Καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ σώ­θηκε ἔπεσε μπρὸς στὸν εὐεργέτη του μπρούμυτα καὶ τοῦ εἶπε· Σ᾽ εὐγνωμονῶ αἰώνια, σ᾽ εὐχαριστῶ γι᾽ αὐτὸ ποὺ μοῦ ἔκανες!
Παραμύθι εἶνε; Ὄχι. Παραβολικὰ σᾶς μίλησα. Ποιός εἶ­νε αὐτὸς ποὺ ἔπεσε στὸ λάκκο; Αὐ­τὸς εἶμαι ἐγώ, εἶσαι σύ, εἴμαστε ὅλη ἡ ἀν­θρω­πότητα. Ποιός εἶνε ὁ λάκκος; Εἶνε ἡ πτῶ­σι στὴν ἁμαρτία, ποὺ ὡδήγησε στὸ θάνατο καὶ στὸν ᾅδη ὅπως ἀκοῦμε στὸν Ἑξάψαλμο· «Ἔ­θεντό με ἐν λάκκῳ κατωτάτῳ, ἐν σκοτεινοῖς καὶ ἐν σκιᾷ θανάτου» (Ψαλμ. 87,7). Ὁ λάκκος εἶνε ὅ­λα τὰ εἴδη τῶν ἁμαρτιῶν· μῖσος, ψευδομαρτυρία, πορνεία, μοιχεία, φόνος, βλασφημία…
Πῶς νὰ βγῇ ἀπὸ τὸ λάκκο ὁ ἄνθρωπος; Εἶνε ἀλήθεια ὅτι πέρασαν ἀπὸ τὴ Γῆ μεγάλα πρόσωπα· ποιηταί, φιλόσο­φοι, ἱδρυταὶ θρησκει­ῶν, ὅπως ἀναφέρει ἡ ἱστορία. Κανέ­νας δὲν κατώρθωσε κάτι. Τὸ πολὺ – πολὺ ἅπλωσαν τὸ κον­τό τους σχοινί, ποὺ δὲν ἔφτανε ὥσ­τε νὰ τ᾽ ἁρπάξῃ ὁ πεσμένος καὶ ν᾽ ἀνεβῇ ἐ­πάνω. Ποιός τὸν ἔβγαλε ἀπὸ τὸ λάκκο; Μόνο ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Δὲν εἶνε παραμύθι, εἶνε ἀλήθεια. Κατέβηκε ἀ­πὸ τοὺς οὐρανοὺς ἐδῶ στὴν ἁμαρτωλὴ γῆ καὶ στοὺς κευθμῶνες τοῦ ᾅδου. Εἴδατε γερα­νό; Ὁ σταυ­ρὸς τοῦ Χριστοῦ ἔγινε ὁ γερα­νὸς ποὺ ἔπεσε βαθειὰ μέσα στὸν ᾅδη καὶ μᾶς ἅρπαξε· ἔγινε ἡ κλῖμαξ, ἡ σκάλα, μὲ τὴν ὁποία ἀνεβαίνουμε στοὺς οὐ­­­ρανούς, ὅπως λέει γιὰ τὸ Σταυρὸ ἡ Ἐκκλησία· «Ὤ θείας κλίμακος! δι᾽ ἧς ἀνατρέχομεν εἰς οὐρανούς» (αἶν. ιδ΄ Σεπτ.).
Ἔτσι λοιπὸν σωθήκαμε. Καὶ κηρύττοντας αὐ­τὸ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅτι ἕνας μόνο μᾶς σῴζει, δὲν ὑπάρχει ἄλλος, λέει· «Καὶ ἡμεῖς εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν ἐπιστεύσαμεν, ἵνα δικαιωθῶ­μεν ἐκ πίστεως Χριστοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔργων νόμου» (Γαλ. 2,16).
Ναί, ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ Σωτήρας μας, καὶ σ᾽ αὐ­τὸν πίστεψε ὄχι μόνο ὁ Παῦλος, ἀλλὰ μία ἀν­αρίθμητη στρατιὰ ἁγί­ων· μικρὰ παιδιὰ ὅπως ὀ ἅγιος Κήρυκος, κοπέλλες ὅπως οἱ ἅγιες Θέκλα, Βαρβάρα, Αἰκατερίνη, νέοι ὅπως οἱ 40 Μάρ­τυρες, διᾶκοι ὅπως ὁ ἅγιος Λαυρέντιος, παπᾶδες ὅ­πως ὁ ἅγιος Χαράλαμπος, ἐπίσκοποι ὅπως ὁ ἅγιος Ἐλευθέ­ριος· πίστεψαν λαϊκοί, πίστεψαν στρατιωτικοὶ ὅπως οἱ ἅ­γιοι Δημήτριος, Γεώργιος, Θεόδωροι· πίστεψαν οἰ­κου­μενικοὶ διδάσκαλοι ὅπως ὁ Βασίλει­ος καὶ ὁ Χρυσόστομος· πίστεψαν βασιλιᾶ­δες ὅ­πως ὁ ἅγιος Κωνσταντῖνος καὶ βασίλισσες ὅπως ἡ ἁγία Ἑλένη…, στρατιὰ ὁλόκληρη. Ὅλοι ἦρ­θαν μπροστὰ στὸ Χριστὸ λέγοντάς του· Χαῖ­ρε, ὁ βασιλεὺς ἡμῶν, σὺ εἶσαι ὁ βασιλεύς μας!
Πιστεύουμε κ᾽ ἐμεῖς οἱ νεώτεροι Ἕλληνες. Ἐμεῖς λοιπόν, ποὺ τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε γραμμέ­νο στὰ ἑλληνικά, ἐμεῖς ποὺ ὁ τόπος μας ἀνέδειξε τόσους μάρτυρες, ἐ­μεῖς ποὺ μὲ τὴν πίστι στὸ Χριστὸ εἴδαμε ἐλεύθερη τὴν πατρί­δα μας, ἐμεῖς τώρα θ᾽ ἀρνηθοῦ­με τὸ Χριστό; Ὄ­χι, ἀδέρφια μου! προτιμότερο νὰ σβήσῃ ὁ ἥ­λιος, νὰ λειώσουν τὰ βουνά, ν᾽ ἀ­νοίξῃ ἡ γῆ νὰ μᾶς καταπιῇ, παρὰ νὰ Τὸν ἀρνηθοῦμε. Ἐὰν ἐμεῖς ἀρνηθοῦμε τὸ Χριστό, καὶ οἱ πέτρες θὰ φωνάξουν· «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χρι­στός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 & θ. Λειτ.).

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Γεωργίου Ν. Ζίχνης – Σερρῶν τὴν 19-9-1965, μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 13-8-2025.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.