Κυριακη μετα την Ὕψωσιν (Γαλ. 2,16-20) – Ενας μονο σωζει· Ἰησους Χριστος!


Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΜΒ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2690
Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὕψωσιν (Γαλ. 2,16-20), 21 Σεπτεμβρίου 2025
Συντάκτης (†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Ν. Καντιώτης
Ενας μονο σωζει· Ἰησους Χριστος!
«Καὶ ἡμεῖς εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν ἐπιστεύσαμεν,
ἵνα δικαιωθῶμεν ἐκ πίστεως Χριστοῦ καὶ οὐκ
ἐξ ἔργων νόμου» (Γαλ. 2,16)
Ὅλοι, ἀγαπητοί μου, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πιστεύουν· ὅποιος λέει ὅτι δὲν πιστεύει εἶνε ψέμα. Μά, θὰ μοῦ πῆτε, ἀφοῦ ξέρεις ὅτι σήμερα πολλοὶ εἶνε ἄθεοι καὶ φωνάζουν, Δὲν ὑπάρχει Θεός! πῶς ἐσὺ μᾶς λὲς ὅτι ὅλοι πιστεύουν; Μολονότι ξέρω ὅτι ὑπάρχουν ἄθεοι, ἐπαναλαμβάνω, ὅλοι πιστεύουν· τὸ ζήτημα εἶνε ποῦ πιστεύουν. Ἐὰν ὅλα τὰ δισεκατομμύρια τῆς ὑφηλίου πίστευαν στὸ Χριστό, αὐτὴ ἡ Γῆ θὰ ἦταν παράδεισος· ἡ λέξι πόλεμος θὰ ἦταν ἄγνωστη. Μὰ δὲν πιστεύουν ὅλοι στὸ Χριστό. Ποῦ πιστεύουν τότε;
Ἀπὸ τὸ σύνολο τῆς ἀνθρωπότητος οἱ Χριστιανοὶ εἶνε τὸ 25%· τὸ ἄλλο 75% τί εἶνε; Ἄλλοι ἀπ᾽ αὐτοὺς πιστεύουν στὸ Μωάμεθ, στὸ Κοράνιο, ὅπως οἱ Τοῦρκοι· ἄλλοι πιστεύουν στὸ Βούδδα, ὅπως οἱ Ἰνδοί· ἄλλοι πιστεύουν ἀκόμα στὰ εἴδωλα, ὅπως οἱ Γιαπωνέζοι, πολλοὶ κάτοικοι τῆς Ἀφρικῆς, τῆς Αὐστραλίας, καὶ αὐτῆς τῆς Ἀμερικῆς.
* * *
Μὰ κ᾽ ἐμεῖς οἱ βαπτισμένοι Ὀρθόδοξοι πῶς ζοῦμε; Ἂν κατέβαινε ἄγγελος καὶ μᾶς κοσκίνιζε, ἐλάχιστους θά ᾽βρισκε ἀληθινοὺς Χριστιανούς. Οἱ πολλοὶ τὸ βάπτισμα πῆραν μόνο· τὸ νερὸ τῆς κολυμβήθρας μόνο τὸ πετσί τους ἄγγιξε, βαθύτερα δὲν προχώρησε.
Μιὰ μειονότης, ἐλάχιστοι, εἶνε αὐτοὶ ποὺ πιστεύουν πραγματικὰ στὸν Κύριο. Οἱ ἄλλοι ἀπὸ τοὺς χριστιανούς μας τί κάνουν; Ἐμένα ῥωτᾶτε; Ἔξυπνοι εἶστε. ῾Ρῖξτε μιὰ ματιὰ στὰ σπίτια, στοὺς δρόμους, δεξιὰ – ἀριστερά, τεντῶστε τὸ αὐτάκι σας, πάρτε ζυγαριὰ καὶ ζυγίστε, καὶ θὰ δῆτε. Ποῦ πιστεύουν;
� Πρῶτα-πρῶτα στὸ χρῆμα. Μὴν κοροϊδευώμαστε, σήμερα «θεὸς τοῦ αἰῶνος τούτου» (πρβλ. Β΄ Κορ. 4,4) εἶνε ὁ μαμωνᾶς ποὺ εἶπε ὁ Χριστός (βλ. Ματθ. 6,24. Λουκ. 16,13). Λεφτά, λύσσα γιὰ λεφτά. Ἀπ᾽ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ, καὶ τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ ἀκόμα, εἶνε μέσ᾽ στὴ γῆ σὰν τὰ μαμούνια· στὰ ἐμπόρια, στὶς κομπῖνες, στὶς ἀτιμίες· γιὰ νὰ θησαυρίσουν, γιὰ λεφτά! Εἶνε αὐτὸς ποὺ τὸν λένε χαμοθεό. Ὅποιος ὅμως κυνηγᾷ τὸ χαμοθεό, τὸ μαμωνᾶ, χάνει τὸν ἄνω Θεό· δὲν μπορεῖ νὰ ἔχῃ καὶ τοὺς δύο.
� Ἄλλοι, οἱ νεώτερες γενεές, λατρεύουν τὶς ἡδονές· τὰ γλέντια, τὶς διασκεδάσεις, τὴ γλυκειὰ ζωή. Σκοπός τους εἶνε «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13 = Α΄ Κορ. 15,32). Ὅπως τὰ κοράκια πέφτουν στὰ ψοφίμια, ἔτσι αὐτοὶ πέφτουν στοὺς αἰσχροὺς ἔρωτες, στὶς ἀνηθικότητες, σὲ ὅλ᾽ αὐτά.
� Ἄλλοι εἶνε εὐγενέστεροι, ἰδανικό τους εἶνε ἡ οἰκογένεια. Θεοποιοῦν τὸν ἢ τὴν σύζυγο, θεοποιοῦν τὸ παιδί. Ναί, ν᾽ ἀγαπᾷς τὸν ἄντρα σου, ν᾽ ἀγαπᾷς τὴ γυναῖκα σου, ν᾽ ἀγαπᾷς τὰ παιδιά σου· ἀλλὰ μέχρι ἑνὸς σημείου. Παραπάνω ἀπὸ αὐτοὺς εἶνε –«δεῦτε προσκυνήσωμεν»– ἐκεῖνος ποὺ δίνει καὶ τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά, καὶ τὰ χωράφια καὶ τὰ γίδια· ὁ Θεός. Λοιπὸν μὴ μοῦ κάνεις τὸν ἄντρα εἴδωλο, τὴ γυναῖκα εἴδωλο, τὸ παιδὶ εἴδωλο. Τοὺς εἶδες; Ὅσο ζῇ ἡ γυναίκα, ζοῦν τὰ παιδιά, ὑπάρχει ὑγεία στὸ σπίτι, τότε ὅλα καλά· πέθανε ἡ γυναίκα, πέθανε ὁ ἄντρας, πέθανε τὸ παιδί; τότε πέθανε ὁ θεός τους. Ὅλα τὰ εὐαγγέλια νὰ κατεβάσῃς, ὅλα τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ νὰ πῇς, δὲν τοὺς παρηγορεῖς· γιατὶ χάσανε τὸ θεό τους. Μὰ ζῇ ὁ Θεός, ζῇ καὶ βασιλεύει. Δὲν πεθαίνει, εἶνε αἰώνιος. «Νῦν καὶ ἀεί». Τί θὰ πῇ «Νῦν καὶ ἀεί»; Ἐμεῖς εἴμαστε στὸ «νῦν», ἐνῷ στὸ «ἀεί», στὴν ἀπέραντη αἰωνιότητα, εἶνε ὁ Χριστός, ὁ ἐν Τριάδι Θεός.
� Ἄλλοι ὅμως ἔχουν πλανηθῆ μὲ τὰ μάγια. Γέμισε ὁ τόπος ἀπὸ μάγους· ὄχι μόνο στὰ χωριὰ ἀλλὰ καὶ στὶς μεγάλες πολιτεῖες. Μπαίνουν παντοῦ, ἀνεβαίνουν τὰ σκαλιὰ μεγάλων σπιτιῶν, ὅπου εἶνε οἱ κυρίες καὶ οἱ μορφωμένοι· καὶ κάνουν χρυσὲς δουλειές. Ἀρρώστησε τὸ παιδί; δὲν τὸ φέρνουν στὴν ἐκκλησιά, τὸ πᾶνε στὴ μάγισσα νὰ τὸ κάνῃ καλά. Κάνουν συνοικέσιο; πᾶνε στὴ μάγισσα. Θέλουν νὰ μάθουν τὸ μέλλον; στὴ μάγισσα. Βλέπουν ἀντρόγυνο ἀγαπημένο καὶ τὸ φθονοῦν; θὰ βάλουν τὸ διάβολο νὰ τὸ χωρίσῃ, θὰ πᾶνε στὶς μάγισσες. Πιστεύουν στὰ μάγια.
� Ἄλλοι πιστεύουν σὲ προλήψεις καὶ δεισιδαιμονίες. Προχθὲς εἶχα μπεῖ σ᾽ ἕνα αὐτοκίνητο. Βλέπω μπροστά, ἀντὶ γιὰ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, νά ᾽χῃ ἕνα πέταλο. Τοῦ ᾽κανα ὁλόκληρη διδαχή, μὰ τοῦ κάκου· ἐπέμενε νὰ πιστεύῃ στὸ πέταλο! Στὴν Ἀθήνα σὲ ἕνα σωφφέρ, ποὺ τὸ εἶχε σὰν εἰκόνισμα, ἀποπειράθηκα νὰ τὸ ξεκρεμάσω καὶ πῆγε νὰ μὲ σκοτώσῃ. Αὐτό, λέει, εἶνε τὸ γούρι μου, αὐτὸ μὲ σῴζει. Δὲν σὲ σῴζει ὁ σταυρός, ἡ Παναγιά, ὁ Θεός; ἕνα πέταλο ἀλόγου λοιπὸν ἔγινε σωτηρία σου;
� Ἄλλοι πάλι, θεωρούμενοι ἀνώτερα πνεύματα, λόγιοι, προφέσσορες, ἀφρόκρεμα τῆς κοινωνίας, λατρεύουν τὴν ἐπιστήμη. Πέρασαν ἀπὸ τὸ πανεπιστήμιο, ἔμαθαν μερικὰ γραμματάκια, κι ὅταν ἔρχονται στὰ χωριά μας τὰ εὐλογημένα σκορπίζουν σὰν τὶς ὀχιὲς δηλητήριο, τὴν ἀπιστία. Ἐγὼ εἶμαι ἐπιστήμονας! σοῦ λέει. Τί ἐπιστήμονας, ποὺ ἂν τὸν βάλῃς νὰ γράψῃ μιὰ σελίδα θὰ κάνῃ δεκαπέντε λάθη. Εἶνε καλὸς στὸ τάβλι· τὰ βιβλία τά ᾽κλεισε, ἔχει ὅμως τὸ θράσος νὰ παριστάνῃ τὸ σοφὸ καὶ νὰ διαδίδῃ τὴν ἀθεΐα. Ἐμεῖς, λέει, πιστεύουμε στὴν ἐπιστήμη. Ποιά ἐπιστήμη; Ὑπάρχουν δυὸ ἐπιστήμες· μιὰ ποὺ γράφεται μὲ μικρὸ ἔψιλον καὶ σημαίνει ἐκμετάλλευσις (γίνομαι γιατρὸς ἢ δικηγόρος γιὰ νὰ γδέρνω τὸν κόσμο), καὶ ἡ Ἐπιστήμη, μὲ ἔψιλον κεφαλαῖο, ποὺ σημαίνει ὑπηρεσία τῆς ἀνθρωπότητος. Οἱ μεγάλες κορυφὲς τῆς ἐπιστήμης πιστεύουν στὸ Θεὸ καὶ βλέπουν παντοῦ στὸ σύμπαν τὰ μεγαλεῖα του. Ὅλοι αὐτοὶ πιστεύουν· μόνο τοῦ ἄφρονος ἡ διάνοια κλονίστηκε καὶ «εἶπεν ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἔστι Θεός» (Ψαλμ. 13,1).
� Κάποιοι ἄλλοι, τέλος, πιστεύουν στὴν πολιτική, στὰ κόμματα καὶ τοὺς ἀρχηγούς, τοὺς ὁποίους ἀνεβάζουν πολὺ ψηλά. Ἔχουμε πικρὴ πεῖρα αὐτῆς τῆς προσωπολατρίας. Αὐτὰ τὰ πρόσωπα, οἱουδήποτε χρώματος –ὁμιλῶ ἔξω ἀπὸ παρατάξεις καὶ πάνω ἀπὸ κόμματα, ὡς κληρικὸς καὶ ἱεροκήρυκας–, αὐτὰ στὰ ὁποῖα στηρίζουν σήμερα τὴν ἐλπίδα τους, νὰ ξέρετε καλά, μιὰ μέρα θὰ πέσουν, γιατὶ εἶνε ἄνθρωποι. Καὶ ἡ πατρίδα μας πλήρωσε ἀκριβὰ τὴ λατρεία σὲ πολιτικοὺς ποὺ ἀποδείχθηκαν ἀνάξιοι τῆς ἐμπιστοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ λαοῦ. Ὁ λόγος τῆς Γραφῆς εἶνε αἰώνιος· «Μὴ πεποίθατε ἐπ᾽ ἄρχοντας, ἐπὶ υἱοὺς ἀνθρώπων, οἷς οὐκ ἔστι σωτηρία» (Ψαλμ. 145,3). Μὴ στηρίζεστε, λέει, σὲ ἐπίγειους ἄρχοντες, ποὺ σήμερα κυριαρχοῦν· θὰ πέσουν καὶ ἡ πτῶσι τους, ἀφοῦ δὲν εἶνε ἀτομική, συμπαρασύρει πολλοὺς καὶ εἶνε ἀξία θρήνων πολλῶν.
* * *
Ἀδελφοί μου, ἀπευθύνομαι σ᾽ ἐσᾶς ὡς ἀπεσταλμένος Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου, ἁμαρτωλὸς κ᾽ ἐγὼ πρὸς ἁμαρτωλούς, καὶ σᾶς λέω· Σβῆστε τὰ ἀπατηλὰ αὐτὰ πιστεύω καὶ κρατῆστε ἕνα καὶ μόνο, τὸ Πιστεύω τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ «Πιστεύω» μας, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ 138 λέξεις, εἶνε γραμμένο ὄχι μὲ μελάνι ἀλλὰ μὲ αἷμα πατέρων καὶ μαρτύρων· γι᾽ αὐτὸ καὶ δὲν σβήνει ποτέ. Τὸ «Πιστεύω» μας, ἡ πίστι στὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, αὐτὴ σῴζει.
Κάποτε στὰ χρόνια τοῦ πολέμου ὡς στρατιωτικὸς ἱερεὺς πῆγα νὰ περάσω ἕνα ποτάμι καὶ μὲ σταμάτησαν εὐτυχῶς· Μὴν περνᾷς τὸ γεφύρι, μοῦ εἶπαν, σάπισαν τὰ ξύλα του καὶ θὰ πέσῃς μέσα… Σὲ σάπια σανίδα μὴν πατᾷς, θὰ τσακιστῇς.
Ὅλα τ᾽ ἄλλα πρόσωπα ἢ πράγματα εἶνε ἐπισφαλῆ, σάπιες σανίδες. Μὴ στηρίζετε, ἀδελφοί μου, τὸ μέλλον σας, τὸ μέλλον τῶν παιδιῶν, τῆς οἰκογενείας σας, τοῦ χωριοῦ σας, τῆς πατρίδας μας, σὲ πρόσωπα καὶ ἰδεολογίες Δύσεως καὶ Ἀνατολῆς. Ἀτενίστε ψηλά, σὰν Χριστιανοὶ Ἕλληνες, στηριχθῆτε ὄχι σὲ σάπιες σανίδες, ἀλλὰ στὸ βράχο τοῦ Γολγοθᾶ, τὸν ποτισμένο μὲ τὸ αἶμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος σὲ κάθε θεία λειτουργία μᾶς λέει· Λάβετε φάγετε καὶ Πίετε ἐξ αὐτοῦ…, τοῦτο ἐστὶ τὸ σῶμα μου καὶ τὸ αἷμα μου, τὸ τῆς καινῆς διαθήκης (θ. Λειτ.). Ναί, πάνω στὸ βράχο αὐτὸν νὰ στηριχθοῦμε.
Θέλω μὲ ἕνα παράδειγμα νὰ διασαφηνίσω τὴν θεμελιώδη αὐτὴ ἀλήθεια, ὅπως τὴν κηρύττει σήμερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος μὲ τὰ λόγια «Ἡμεῖς εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν ἐπιστεύσαμεν, ἵνα δικαιωθῶμεν ἐκ πίστεως Χριστοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔργων νόμου» (Γαλ. 2,16).
Ἕνας διαβάτης περπατώντας ἀπρόσεκτα γλίστρησε κ᾽ ἔπεσε σὲ λάκκο βαθύ, μὲ τοιχώματα λεῖα χωρὶς προεξοχές. Πῶς νὰ βγῇ ἐπάνω; Προσπάθησε μιά, δυό, τρεῖς φορὲς νὰ σκαρφαλώσῃ, μὰ δὲν μπόρεσε· γλιστροῦσε κ᾽ ἔπεφτε πάλι μέσα. Βάζει τὶς φωνές, μὰ ποῦ νὰ τὸν ἀκούσουν ἀπὸ ᾽κεῖ κάτω; Ἔμεινε ἀπελπισμένος. Μετὰ ἀπὸ ὥρα νά κ᾽ ἔρχεται κάποιος. Μόλις τὸν εἶδε τοῦ λέει· Μωρέ, καλά ἔπαθες, ψόφα ἐκεῖ! Ἦταν ἐχθρός του. Ἀργότερα ἔρχεται κάποιος ἄλλος. Ὅταν ἔσκυψε νὰ δῇ, τὸν ἔπιασε ἴλιγγος· ζαλισμένος ἔκανε πίσω, μὴν πέσῃ κι αὐτὸς στὸ λάκκο, κ᾽ ἔφυγε. Μετὰ πέρασε κάποιος εὔσπλαχνος· τὸν συμπόνεσε, ἔβγαλε τὸ μαντήλι του καὶ θρηνοῦσε· Ἄχ, τὸν καημένο τί ἔπαθε!… Ἦρθε μετὰ ἄλλος, ποὺ προσπαθοῦσε νὰ τὸν παρηγορήσῃ λέγοντάς του· Κάνε ὑπομονή. Ἔρχεται κ᾽ ἕνας ἄλλος, ποὺ ἔδειξε κάποιο ζωηρότερο ἐνδιαφέρον· αὐτὸς τοῦ πετάει ἕνα σχοινί, ἀλλὰ ἦταν κοντό· πηδοῦσε ὁ ταλαίπωρος νὰ τὸ πιάσῃ καὶ δὲν μποροῦσε. Τὸν ἔπιασε πάλι ἀπογοήτευσι. Τέλος ἔρχεται καὶ κάποιος – ὤ αὐτός! ἔφτειαξε σκάλα, κατέβηκε κάτω στὸ λάκκο, τὸν ἀγκάλιασε, τὸν φίλησε, τὸν παίρνει στὴν πλάτη του, τὸν ἀνεβάζει ἐπάνω ψηλά, τὸν βγάζει ἀπὸ τὸ λάκκο. Καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ σώθηκε ἔπεσε μπρὸς στὸν εὐεργέτη του μπρούμυτα καὶ τοῦ εἶπε· Σ᾽ εὐγνωμονῶ αἰώνια, σ᾽ εὐχαριστῶ γι᾽ αὐτὸ ποὺ μοῦ ἔκανες!
Παραμύθι εἶνε; Ὄχι. Παραβολικὰ σᾶς μίλησα. Ποιός εἶνε αὐτὸς ποὺ ἔπεσε στὸ λάκκο; Αὐτὸς εἶμαι ἐγώ, εἶσαι σύ, εἴμαστε ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα. Ποιός εἶνε ὁ λάκκος; Εἶνε ἡ πτῶσι στὴν ἁμαρτία, ποὺ ὡδήγησε στὸ θάνατο καὶ στὸν ᾅδη ὅπως ἀκοῦμε στὸν Ἑξάψαλμο· «Ἔθεντό με ἐν λάκκῳ κατωτάτῳ, ἐν σκοτεινοῖς καὶ ἐν σκιᾷ θανάτου» (Ψαλμ. 87,7). Ὁ λάκκος εἶνε ὅλα τὰ εἴδη τῶν ἁμαρτιῶν· μῖσος, ψευδομαρτυρία, πορνεία, μοιχεία, φόνος, βλασφημία…
Πῶς νὰ βγῇ ἀπὸ τὸ λάκκο ὁ ἄνθρωπος; Εἶνε ἀλήθεια ὅτι πέρασαν ἀπὸ τὴ Γῆ μεγάλα πρόσωπα· ποιηταί, φιλόσοφοι, ἱδρυταὶ θρησκειῶν, ὅπως ἀναφέρει ἡ ἱστορία. Κανένας δὲν κατώρθωσε κάτι. Τὸ πολὺ – πολὺ ἅπλωσαν τὸ κοντό τους σχοινί, ποὺ δὲν ἔφτανε ὥστε νὰ τ᾽ ἁρπάξῃ ὁ πεσμένος καὶ ν᾽ ἀνεβῇ ἐπάνω. Ποιός τὸν ἔβγαλε ἀπὸ τὸ λάκκο; Μόνο ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Δὲν εἶνε παραμύθι, εἶνε ἀλήθεια. Κατέβηκε ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς ἐδῶ στὴν ἁμαρτωλὴ γῆ καὶ στοὺς κευθμῶνες τοῦ ᾅδου. Εἴδατε γερανό; Ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ ἔγινε ὁ γερανὸς ποὺ ἔπεσε βαθειὰ μέσα στὸν ᾅδη καὶ μᾶς ἅρπαξε· ἔγινε ἡ κλῖμαξ, ἡ σκάλα, μὲ τὴν ὁποία ἀνεβαίνουμε στοὺς οὐρανούς, ὅπως λέει γιὰ τὸ Σταυρὸ ἡ Ἐκκλησία· «Ὤ θείας κλίμακος! δι᾽ ἧς ἀνατρέχομεν εἰς οὐρανούς» (αἶν. ιδ΄ Σεπτ.).
Ἔτσι λοιπὸν σωθήκαμε. Καὶ κηρύττοντας αὐτὸ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅτι ἕνας μόνο μᾶς σῴζει, δὲν ὑπάρχει ἄλλος, λέει· «Καὶ ἡμεῖς εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν ἐπιστεύσαμεν, ἵνα δικαιωθῶμεν ἐκ πίστεως Χριστοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔργων νόμου» (Γαλ. 2,16).
Ναί, ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ Σωτήρας μας, καὶ σ᾽ αὐτὸν πίστεψε ὄχι μόνο ὁ Παῦλος, ἀλλὰ μία ἀναρίθμητη στρατιὰ ἁγίων· μικρὰ παιδιὰ ὅπως ὀ ἅγιος Κήρυκος, κοπέλλες ὅπως οἱ ἅγιες Θέκλα, Βαρβάρα, Αἰκατερίνη, νέοι ὅπως οἱ 40 Μάρτυρες, διᾶκοι ὅπως ὁ ἅγιος Λαυρέντιος, παπᾶδες ὅπως ὁ ἅγιος Χαράλαμπος, ἐπίσκοποι ὅπως ὁ ἅγιος Ἐλευθέριος· πίστεψαν λαϊκοί, πίστεψαν στρατιωτικοὶ ὅπως οἱ ἅγιοι Δημήτριος, Γεώργιος, Θεόδωροι· πίστεψαν οἰκουμενικοὶ διδάσκαλοι ὅπως ὁ Βασίλειος καὶ ὁ Χρυσόστομος· πίστεψαν βασιλιᾶδες ὅπως ὁ ἅγιος Κωνσταντῖνος καὶ βασίλισσες ὅπως ἡ ἁγία Ἑλένη…, στρατιὰ ὁλόκληρη. Ὅλοι ἦρθαν μπροστὰ στὸ Χριστὸ λέγοντάς του· Χαῖρε, ὁ βασιλεὺς ἡμῶν, σὺ εἶσαι ὁ βασιλεύς μας!
Πιστεύουμε κ᾽ ἐμεῖς οἱ νεώτεροι Ἕλληνες. Ἐμεῖς λοιπόν, ποὺ τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε γραμμένο στὰ ἑλληνικά, ἐμεῖς ποὺ ὁ τόπος μας ἀνέδειξε τόσους μάρτυρες, ἐμεῖς ποὺ μὲ τὴν πίστι στὸ Χριστὸ εἴδαμε ἐλεύθερη τὴν πατρίδα μας, ἐμεῖς τώρα θ᾽ ἀρνηθοῦμε τὸ Χριστό; Ὄχι, ἀδέρφια μου! προτιμότερο νὰ σβήσῃ ὁ ἥλιος, νὰ λειώσουν τὰ βουνά, ν᾽ ἀνοίξῃ ἡ γῆ νὰ μᾶς καταπιῇ, παρὰ νὰ Τὸν ἀρνηθοῦμε. Ἐὰν ἐμεῖς ἀρνηθοῦμε τὸ Χριστό, καὶ οἱ πέτρες θὰ φωνάξουν· «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 & θ. Λειτ.).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Γεωργίου Ν. Ζίχνης – Σερρῶν τὴν 19-9-1965, μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 13-8-2025.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.