Αυγουστίνος Καντιώτης



Κυριακη Γ Λουκα (Λουκ. 7,11-16). «ΜΗ ΚΛΑΙΕ» – Δακρυα & δακρυα (Μητροπολιτου Φλωρινης Αυγουστινος: Πες μου τι φρονεις περι θανατου, να σου πω ποσων καρατιων Χρι­στιανος εισαι )

date Οκτ 18th, 2025 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Εὐαγγέλια νέα σειρὰ
Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΚΒ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 1204(2)

Κυριακὴ Γ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 7,11-16)
19 Ὀκτωβρίου 2025 (2005)

Δακρυα και δακρυα

«Καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾽ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· Μὴ κλαῖε» (Λουκ. 7,13)

ἈκούΣΥΡΙΑσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο (βλ. Λουκ. 7,11-16). Σήμερα ὁ εὐαγγελιστὴς Λου­κᾶς μᾶς περιγράφει μὲ ζωηρὰ χρώματα ἕνα θλιβερὸ γεγονός, μία κηδεία. Ποιός εἶνε ὁ νεκρός; Ἕνας νέος «μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ» (ἔ.ἀ. 7,12), μονάκριβο παιδὶ μιᾶς χήρας. Καὶ τώρα τὸ συνοδεύουν στὴν τελευταία του κατοικία. Πίσω ἀπὸ τὸ φέρετρο ἡ πονεμένη μάνα, ῥάκος κυριολεκτικά, κλαίει συνεχῶς γιὰ τὸ παιδί της. Κ᾿ ἐνῷ αὐτὴ κλαίει κι ἀναστενάζει, αἴ­φνης πλησιάζει τὸ φέρετρο ἕνας ἄγνωστος, ὁ Κύριος, καὶ τῆς λέει· «Μὴ κλαῖε» (ἔ.ἀ. 7,13).
Φαίνεται περίεργη αὐτὴ ἡ προτροπή. Γιὰ νὰ τὸ πῇ ὅμως ὁ Χριστός, ἔχει σημασία· καὶ ἰσχύει καὶ γιὰ μᾶς. Ὅταν ἔλεγε «Μὴ κλαῖε», δὲν ἐννοοῦσε ὅτι δὲν πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ πενθῇ τοὺς νεκρούς· τὸ κλαίειν εἶνε ἀνθρώπινο. Ὁ Κύριος ἐννοεῖ, ὅτι ἡ λύπη δὲν πρέπει νὰ ὑπερβαίνῃ τὰ ὅρια καὶ νὰ γίνεται μελαγχολία. Ὅσοι πιστεύουν στὸ Χριστὸ δὲν ἐπιτρέπε­ται νὰ πενθοῦν ὅπως οἱ εἰδωλολάτρες. Αὐ­τοὶ ξερρίζωναν τὰ μαλλιά τους, χαράκωναν μὲ ξυράφι τὰ μάγουλα καὶ τὸ κορμί τους, φοροῦσαν σκοτεινὰ ἐνδύματα, θρηνοῦσαν συνε­χῶς, κι ἀκόμη αὐτοκτονοῦσαν πάνω στὸν τάφο τῶν νεκρῶν τους. Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς λέει· Νὰ «μὴ λυπῆσθε καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα» (Α΄ Θεσ. 4,13). Δὲν πρέπει δηλαδὴ νὰ πενθοῦμε ἀπαρηγόρητα.
Δυστυχῶς κατὰ παρόμοιο τρόπο πενθοῦν σήμερα πολλοὶ Χριστιανοί. Κλείνονται στὸ σπίτι, κάνουν νὰ πατήσουν στὴν ἐκκλησία χρόνια. Αὐτὸ δὲν εἶνε χριστιανικό· εἶνε εἰδωλολατρικό, σατανικό. Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ὑ­περ­βολική, τὴν καρδιοβόρο λύπη, λύπη δηλα­δὴ ποὺ τρώει τὴν καρδιά, ἀπαγορεύει ὁ Κύριος. Εἶνε σὰν νὰ αὐτοκτονῇ ὁ ἄνθρωπος. Πέρα ἀπὸ ὡρισμένο ὅριο τὰ δάκρυα εἶνε πλέον ἔνδειξι ἀπιστίας στὸ Χριστό.

«Μὴ κλαῖε». Διότι τί εἶνε ὁ θάνατος; Δὲν εἶ­νε τὸ τέρμα τῆς ζωῆς· εἶνε ἡ ἀρχὴ μιᾶς νέας ὡραίας ζωῆς. Δὲν εἶνε ἐξαφάνισι, ὅπως λένε οἱ ὑλισταί. Ὁ θάνατος πρὸ Χριστοῦ ἦταν ἕνα ἀνεξήγητο μυστήριο. Ἐμπρὸς σ᾿ αὐτὸ οἱ ἀρ­χαῖοι φιλόσοφοι δὲν μποροῦσαν ν᾿ ἀπαντήσουν. Ὁ Χριστὸς ἀπήντησε. Πῶς ἀπήντησε; Μὲ λίγες λέξεις. Στάθηκε ἐμπρὸς στὸν τάφο τοῦ Λαζάρου καὶ εἶπε· «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή» (Ἰω. 11,25). Καὶ σήμερα ἐμπρὸς στὸ φέρετρο εἶπε· «Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι» (Λουκ. 7,14), καὶ ὁ νεκρὸς ἀνακάθισε καὶ ἄρχισε νὰ μιλάῃ. Ἀλλὰ καὶ στὸν ἑαυτό του νίκησε τὸ θάνατο· ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, καὶ κάθε Κυριακὴ ἑορτάζουμε τὴν ἀνάστασί του.
Αὐτὰ δείχνουν, ὅτι οἱ νεκροὶ θ᾿ ἀναστηθοῦν. Ἡ ἀνάστασι τῶν νεκρῶν εἶνε δόγμα ποὺ πρέπει νὰ τὸ πιστεύουμε· ἂν δὲν τὸ πιστεύουμε, δὲν εἴμαστε Χριστιανοί. Πές μου τί φρονεῖς περὶ θανάτου, νὰ σοῦ πῶ πόσων καρατίων Χρι­στιανὸς εἶσαι. Ἕνας σοφὸς τοῦ τελευταίου αἰῶνος τὴν ὥρα τῆς κηδείας ἑνὸς φί­λου του εἶπε· «Καλὴ ἀντάμωσι, φίλε μου, στὴν αἰωνι­ότητα». Μεγάλος λόγος αὐτός, τὸν ὁ­ποῖον ἐ­πανέλαβαν καὶ οἱ Ἕλληνες μαχηταὶ τὴν παρα­μονὴ τῆς μάχης τοῦ Κιλκίς· ὁ βασιλεὺς Κωνσταντῖνος κάλεσε τοὺς 25 συντα­γματάρχες σὲ σύσκεψι κι ἀφοῦ συγχρόνισαν τὰ ῥολόγια τους εἶπε· –Αὔριο τὸ Κιλκὶς πρέπει νὰ πέσῃ· τὸ ἀπαιτεῖ ἡ πατρίς! Τότε ἕνας συνταγματάρχης ἀπήντησε· –Μεγαλειότατε, τὸ Κιλκὶς θὰ πέσῃ· καλὴ ἀντάμωσι στὴν αἰωνιότητα! Ῥῖγος κατέλαβε ὅλους. Τέτοιοι ἦταν οἱ ἄν­δρες τῆς Ἑλλάδος· πίστευαν στὴν ἀθανασία.

* * *

«Μὴν κλαῖς», εἶπε σήμερα ὁ Χριστός. Καὶ ὅ­μως οἱ ἄνθρωποι κλαῖνε. Ἀστείρευτα εἶνε τὰ δάκρυα ποὺ χύνονται γιὰ τοὺς νεκρούς. Ἀλ­λὰ τὰ δάκρυα αὐτά, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἀνωφε­λῆ. Ὅσο καὶ ἂν κλάψῃς πάνω στὸν τάφο, ὁ νεκρὸς δὲν θ᾿ ἀναστηθῇ.
Κάποια ἄλλα δάκρυα εἶνε ὠφέλιμα, εὐεργε­τικά. Ποιά εἶν᾿ αὐτά; Εἶνε ἐκεῖνα ποὺ συνιστᾷ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅταν λέῃ «κλαίειν μετὰ κλαιόντων» (Ῥωμ. 12,15). Τὸ νὰ γελᾷ κανεὶς ἐμ­πρὸς στὴ δυστυχία τῶν ἄλλων εἶνε θηριῶ­δες, ἐνῷ τὸ «κλαίειν μετὰ κλαιόντων» εἶνε ἀνθρώπινο καὶ θεάρεστο. Πῶς νὰ μὴν κλαῖς ὅταν γύρω σου αὐτοὶ ποὺ εὐτυχοῦν εἶνε λιγώτεροι κι αὐτοὶ ποὺ δυστυχοῦν εἶνε οἱ περισσότεροι; Μπορεῖς νὰ μείνῃς ἀνάλγητος, ἀδιάφορος; Ὅπου κλαίει ἄνθρωπος, ὅπου ὑ­πάρχει δυστυχία, ἂς δείξουμε ἀλληλεγγύη.
Ἀλλὰ σήμερα κλειστήκαμε σὰν τοὺς κοχλί­ες στὰ καβούκια μας· κοιτᾶμε μόνο «τὸ σπιτάκι μας», «τὴ γυναῖκα μας», «τὰ παιδιά μας»· πέρα ἀπ᾿ αὐτὰ καρφὶ δὲ μᾶς καίγεται. Αὐτὸ εἶ­νε ἀπάνθρωπο. «Ἀλλοίμονο σ᾿ ἐκείνους ποὺ γε­λᾶνε ὅταν οἱ ἄλλοι κλαῖνε!». Κι ἂν ῥίξῃς μιὰ ματιὰ στὴν κοινωνία μας, θὰ βρῇς πολλὲς ἀ­φορ­μὲς γιὰ δάκρυα. Ὑπάρχουν στὴν Κύπρο ἀ­δελφοί μας πρόσφυγες, ὀρφανὰ καὶ ἀγνοού­μενοι, θύματα τοῦ Ἀττίλα. Κλάψε κ᾿ ἐ­σὺ σὰν Ἕλληνας μαζί τους. Κλάψε κ᾿ ἐσὺ σὰν ἄνθρωπος γιὰ ἐκείνους ποὺ σταυρώνονται ἀπὸ ἀναξίους ἡγέτες τῆς ἀνθρωπότητος. Φτερούγισε στὸν κόσμο ὁλόκληρο καὶ θὰ δῇς στὰ διάφορα σημεῖα τῆς ἡφηλίου νὰ ὑποφέρουν χιλιάδες ψυχές. Κι ὅταν τὸ μεσημέρι καθήσῃς στὸ τραπέζι σου, σκέψου, ὅτι χιλιάδες παιδιὰ στὴν Ἀφρικὴ καὶ στὴν Ἀσία πεθαίνουν ἀπὸ τὴν πεῖ­να, πέφτουν σὰν τὶς μῦγες. Ἂν εἴ­χαμε φιλότι­μο, δὲν θ᾿ ἀκούγονταν χοροὶ καὶ διασκεδάσεις· θὰ ἤμασταν συνεσταλμένοι καὶ περίλυποι γιὰ τὴν ὅλη κατάστασι τῆς ἀν­θρωπότητος.
Σᾶς ἔδειξα τὰ δάκρυα τὰ ἀνωφελῆ καὶ τὰ δάκρυα τὰ εὐεργετικά. Καὶ τώρα θὰ σᾶς δείξω τὰ πολυτιμότερα δάκρυα. Ποιά εἶνε αὐτά; Θὰ τὸ πῶ, ἀλλὰ θὰ τὸ αἰσθανθῆτε; ἢ ὁ λόγος μου θὰ φύγῃ σὰν βλῆμα ποὺ ἀποστρακίζεται; Εἶνε τὰ δάκρυα ποὺ μακαρίζει ὁ Χριστός. Ἐνῷ σήμερα εἶπε «Μὴ κλαῖε», σὲ ἄλλη περίπτωσι εἶπε· «Μακάριοι οἱ κλαίοντες νῦν, ὅτι γελάσετε» (Λουκ. 6,21). Χριστέ, τί λές; ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος «Μὴ κλαῖε», κι ἀπὸ τὸ ἄλλο ὅτι εἶνε εὐ­τυχισμένοι ὅποιοι κλαῖνε; Τί δάκρυα εἶν᾿ αὐ­τά;
Εἶνε τὰ δάκρυα γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, τὰ δά­­κρυα τῆς μετανοίας. Πρέπει νὰ κλαῖνε οἱ ἁ­μαρ­τωλοί. Καὶ ποιός, παρακαλῶ, δὲν εἶνε ἁ­μαρτω­λός; Μόνο ὁ Χριστὸς εἶνε «ἐκτὸς ἁμαρ­τίας» καὶ δὲν χρειάζεται δάκρυα. Ὅταν τὴ Με­γάλη Παρασκευὴ φορτωμένος τὸ σταυρὸ ἀνέβαινε στὸ Γολγοθᾶ, γυναῖκες τῆς Ἰερουσα­λὴμ ἔκλαιγαν γι᾿ αὐτόν. Τότε γύρισε καὶ τοὺς εἶπε· «Θυγατέρες Ἰερουσαλήμ, μὴ κλαίετε ἐπ᾿ ἐμέ, πλὴν ἐφ᾿ ἑ­αυτὰς κλαίετε καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ὑμῶν» (Λουκ. 23,28). Δὲν εἶμαι ἐγὼ ὁ ἄξιος θρήνων καὶ κοπε­τῶν· ἐγὼ βαδίζω τὴ δοξασμένη πορεία τοῦ σταυ­­ροῦ, τῆς ἀναστάσεως καὶ ἀπολυτρώσεως. Νὰ κλαῖτε γιὰ σᾶς καὶ τὰ παιδιά σας… Καὶ πράγμα­τι μετὰ ἀπὸ τριάντα-σαράντα χρόνια ἡ πόλι ἐ­κείνη καταστράφηκε ἐκ θεμελίων. Αὐτὸ ἀκρι­βῶς λέει καὶ σ᾿ ἐ­μᾶς· Μὴν κλαῖτε γιὰ μένα, ἀλ­λὰ «κλαίετε ἐφ᾿ ὑ­μᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ὑμῶν». Ὦ ἀδελφοί μου, θέλω νὰ κλείσω τὰ μάτια· μᾶς περιμένουν μεγάλες συμ­φορές, ὄχι μόνο τὴν Ἑλλάδα ἀλλὰ καὶ τὰ Βαλκάνια καὶ τὸν κόσμο ὁλόκληρο! Που­λῆστε τὸ πουκάμισό σας καὶ ἀγοράστε Ἀποκάλυψι, νὰ δῆτε τί μέλλει νὰ γίνῃ. Μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴν ὀ­δύνη τῆς ἀνθρωπότη­τος ὁ Κύρι­ος ζητάει δάκρυα· τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας μας. Εἶμαι βέβαιος ὅτι, ἐὰν ἑκατὸ-διακόσοι-χίλιοι ἄνθρω­ποι στὴν Ἑλλάδα θρηνήσουν τ᾿ ἁ­μαρτήματά τους, ἡ Ἑλλάδα θὰ δῇ καλύτερες ἡμέρες.
Στὴ Μικρὰ Ἀσία μεταξὺ τῶν προσφύγων τοῦ Πόντου λεγόταν τὸ ἑξῆς. Ὁ Θε­ὸς στὸν οὐρα­νὸ κάλεσε μιὰ μέρα τοὺς ἀγ­γέλους καὶ τοὺς εἶ­πε· Κατεβῆτε στὴ Γῆ, φτερουγίστε παν­­­­τοῦ, κι ὅ,­τι ὡραῖο δῆτε, νὰ μοῦ τὸ ἀναγγείλετε. Οἱ ἄγ­γελοι πέταξαν σ᾿ ἀνατολὴ καὶ δύσι, βορρᾶ καὶ νότο, καὶ συνέλεξαν ὅ,τι ὡραῖο εἶδαν· γιατὶ δὲν ἔχει ἡ ἀνθρωπότητα μόνο βαρβαρότητες, ἔχει καὶ καλωσύνες. Ὅταν παρουσιάστη­καν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, καθέ­νας ἔλεγε καὶ μία ὡραία πρᾶξι ποὺ εἶχε δεῖ. Ὅλα ἦταν καλά. Τέλος παρουσιάστηκε ἕ­νας ἄγγελος καὶ λέει· –Ἐ­­γὼ ἔφερα ἕνα δά­κρυ. –Τί δάκρυ; τὸν ῥωτάει ὁ Παντοδύναμος. –Τὸ πῆρα ἀπὸ τὰ μάτια ἑ­νὸς λῃ­στῆ· τὸν εἶδα σ᾿ ἕνα λόγγο, πού ᾿χε γονα­τίσει καὶ ἔκλαιγε μετανοημένος γιὰ τὰ ἐγ­κλήματά του. Τότε ἀκούστηκε φωνή· –Αὐ­τὸ εἶνε τὸ ὡ­ραι­ότερο στὸν κόσμο!… Κι ἀμέσως τὸ δάκρυ ποὺ κρατοῦσε ὁ ἄγγελος, ἔγινε διαμάντι καὶ φώτισε τὴ γῆ.

* * *

Τέτοια δάκρυα ζητάει ὁ Θεός, ἀδελφοί μου. Καὶ δὲν θὰ μᾶς δικάσῃ γιατὶ ἁμαρτάνουμε· τὸ ἁμαρτάνειν εἶνε ἀνθρώπινο· θὰ μᾶς δικάσῃ γιατὶ δὲν μετανοοῦμε. Ὡραιότερο πρᾶ­γμα ἀ­πὸ τὴ μετάνοια δὲν ὑπάρχει.
Ἂς κλαῖμε λοιπὸν τὸ θάνατο τῶν προσ­φι­λῶν μας μὲ μέτρο. Ἂς χύνουμε δάκρυα γιὰ τὴν ἀνθρώπινη δυστυχία. Μὰ πρὸ παντὸς ἂς δακρύζουμε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Τότε τὰ δάκρυα ποὺ πέφτουν στὴ γῆ θὰ γίνουν ῥόδα καὶ τριαντάφυλλα, ποὺ θὰ τὰ βροῦμε μιὰ μέρα ἐκεῖ στὸν κῆπο τοῦ Θεοῦ, δοξάζοντες Πατέρα Υἱ­ὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 6-10-1974. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 9-10-2005, ἐπανέκδοσις 26-8-2025.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.