Κoλασι – παραδεισος (Του Μητροπολιτου Φλωρινης Αυγουστινου Καντιωτου)
Νοέ 1st, 2025 |
Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
Περίοδος Δ΄ – Ἔτος Κ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 1013(2)
Κυριακὴ Ε΄ Λουκᾶ (Λουκ. 16,19-31)
2 Νοεμβρίου 2025 (2003)
Συντάκτης (†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Ν. Καντιώτης
Κoλασι – παραδεισος
Ὑπῆρχε, ἀγαπητοί μου, ἐποχὴ ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἦταν φτωχοὶ ἀλλὰ ζοῦσαν εὐτυχισμένοι. Ἦταν εὐτυχισμένοι, γιατὶ εἶχαν ἕνα μεγάλο θησαυρό. Ὁ θησαυρὸς αὐτός, ποὺ ὑπῆρχε μέσα στὶς καλύβες καὶ στὰ φτωχὰ σπίτια, ἦταν ἡ πίστις. Πίστευαν ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι. Πίστευαν, ὅτι ὑπάρχει Θεὸς ποὺ ἔφτειαξε τὸν κόσμο· ὅτι ὁ Θεὸς εἶνε πατέρας ὅλων, ὅτι ἡ πρόνοιά του ἁπλώνεται παντοῦ, κι ὅτι δὲν πέφτει οὔτε φύλλο ἀπὸ τὸ δέντρο χωρὶς τὸ θεῖο θέλημα. Πίστευαν, ὅτι ὁ Θεὸς εἶνε δίκαιος· τιμωρεῖ τὸ κακὸ καὶ ἀμείβει τὸ ἀγαθό. Πίστευαν, ὅτι ὁ ἄνθρωπος διαφέρει ἀπὸ τὰ ζῷα· ἐκεῖνα ψοφᾶνε, μὰ ὁ ἄνθρωπος ἔχει ψυχὴ ἀθάνατη. Πίστευαν ἀκόμη, ὅτι πέραν τοῦ τάφου ὑπάρχει ζωή, αἰώνιος ζωή· ὅτι ὑπάρχει παράδεισος ποὺ πηγαίνουν οἱ δίκαιοι, καὶ κόλασις ποὺ πηγαίνουν οἱ ἄδικοι, οἱ ἁμαρτωλοὶ κι ἀμετανόητοι. Τὰ πίστευαν αὐτὰ τότε.
Σήμερα; Ὤ σήμερα! Αἰώνας ἀπιστίας. Οἱ ἄνθρωποι δὲν πιστεύουν· ὑπάρχουν μάλιστα μερικοὶ ἄθεοι, ποὺ ἅμα τοὺς πῇς ὅτι ὑπάρχει κόλασι καὶ παράδεισος, ἐμπαίζουν καὶ λένε· Κόλασι – παράδεισος παραμύθια τῶν γερόντων· ἐδῶ εἶνε ἡ κόλασι, ἐδῶ καὶ ὁ παράδεισος…
Σ᾿ αὐτὸ τὸν ἰσχυρισμὸ ἀπαντᾷ σήμερα τὸ εὐαγγέλιο (βλ. Λουκ. 16,19-31), ποὺ περιέχει μία ἀπὸ τὶς ὡραιότερες παραβολὲς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μᾶς διηγεῖται τὴ ζωὴ δυὸ ἀνθρώπων· πῶς ἔζησαν ἐδῶ σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο, καὶ πῶς ζοῦν τώρα στὸν ἄλλο κόσμο. Μᾶς διηγεῖται γιὰ ἕνα πλούσιο καὶ γιὰ ἕνα φτωχό. Εἶνε γνωστὴ ἡ παραβολή· ἂς μὴν τὴν ἐπαναλάβω.
Τί βλέπουμε ἐδῶ; Ὅτι ὁ πλούσιος πῆγε στὴν κόλασι, ὁ φτωχὸς πῆγε στὸν παράδεισο.
* * *
Γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· Ὁ πλούσιος αὐτὸς γιατί πῆγε στὴν κόλασι; μήπως γιατὶ εἶχε λεφτά; Μὰ στὴν παραβολὴ ἐδῶ βλέπουμε, ὅτι ἕνας ἄλλος πλούσιος, ὁ Ἀβραάμ, δὲν πῆγε στὴν κόλασι· τὸν βλέπουμε μέσα στὸν παράδεισο νὰ ἀγάλλεται καὶ νὰ εὐφραίνεται. Ἦταν ὅμως πολὺ διαφορετικὸς ὁ Ἀβραάμ. Ὁ Ἀβραὰμ ἦταν φιλάνθρωπος καὶ ἐλεήμων· ὅποιος περνοῦσε ἀπὸ τὴν καλύβα του τὸν φιλοξενοῦσε, ἔκανε καλὸ στὸν κόσμο. Πλούσιος ἦταν κι ὁ Ἰώβ· εἶχε κι αὐτὸς μεγάλη περιουσία, ἀλλὰ ἔδινε στοὺς φτωχούς. Ὁ πλούσιος λοιπὸν αὐτὸς τοῦ εὐαγγελίου πῆγε στὴν κόλασι γιατὶ δὲν ἔκανε καλὴ χρῆσι τοῦ πλούτου του, ἦταν σκληρὸς καὶ ἀπάνθρωπος, εἶχε πέτρινη καρδιά. Ὑπάρχουν τέτοιοι ἄνθρωποι, ποὺ δὲν συγκινοῦνται. Καὶ αὐτὸς μόνο τὸν ἑαυτό του κοίταζε, κανένα ἄλλο. Δὲν ἔδινε οὔτε στὸν ἄγγελό του νερό. Κατοικοῦσε σὲ παλάτι· ντυνόταν μὲ τὰ πιὸ ἀκριβὰ ῥοῦχα· ἔτρωγε τὰ πιὸ ἐκλεκτὰ φαγητά· ἔπινε τὰ πιὸ σπάνια ποτά· ζοῦσε φιλήδονα καὶ φιλόσαρκα· ὑπηρέτες καὶ ὑπηρέτριες τὸν περικύκλωναν.
Μὲ τ᾿ ἀγαθὰ ποὺ εἶχε, ῥοῦχα καὶ τροφές, θὰ μποροῦσε νὰ ντύσῃ καὶ νὰ θρέψῃ ἑκατὸ – διακόσους φτωχούς. Κι ὅμως αὐτὸς δὲν βοηθοῦσε κανένα. Καὶ στὴν πόρτα του μέρα – νύχτα στεκόταν ἕνας φτωχός, ὁ Λάζαρος. Αὐτὸς πεινοῦσε, κ᾿ ἕνα πιάτο φαγητὸ δὲν εἶδε ποτέ ἀπὸ τὸν πλούσιο. Περίμενε μόνο ὁ ταλαίπωρος, πότε θ᾿ ἀνοίξῃ ἡ πόρτα νὰ τινάξουν τὸ τραπεζομάντηλο οἱ ὑπηρέτες καὶ νὰ πέσουν τὰ ψίχουλα· κι αὐτὸς σάλιωνε τὸ δάχτυλο καὶ μάζευε ἀπὸ κάτω ἕνα – ἕνα τὰ ψίχουλα, ἀνακατεμένα μὲ τὸ χῶμα, γιὰ νὰ τὰ φάῃ!
Τέτοιος ἀπάνθρωπος ἦταν ὁ πλούσιος. Γι᾿ αὐτὸ πῆγε στὴν κόλασι. Γιατὶ ἐκεῖνο ποὺ ζητάει ὁ Θεὸς παραπάνω ἀπ᾿ ὅλα εἶνε, νά ᾿χουμε ἀγάπη. Ἀγάπη δίδαξε ὁ Χριστός· ἀγάπη ὄχι μὲ λόγια, ἀλλὰ μὲ τὰ ἔργα.
Ἀλλὰ σήμερα οἱ ἄνθρωποι εἶνε σκληροί. Ποτέ ἄλλοτε ὁ κόσμος δὲν μάζεψε τόσα χρήματα ὅσα στὴν ἐποχή μας. Κι ὅμως οἱ καρδιὲς εἶνε σκληρές. Θέλετε παράδειγμα; Πρὸ ἐτῶν σ᾿ ἕνα κέντρο διασκεδάσεως κάποιου χωριοῦ ἔφτασε μιὰ διεφθαρμένη «καλλιτέχνιδα», ντιζέζ, ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς νυχτερίδες τῆς ἡδονῆς ποὺ ξελογιάζουν τοὺς ἄντρες. Καὶ μέσα σὲ μιὰ νύχτα εἰσέπραξε ἑκατὸν δέκα χιλιάδες (110.000) δραχμές, ἀστρονομικὸ τότε ποσό. Τὰ μάζεψε, καὶ τὸ πρωὶ ἔφυγε. Τὴν ἄλλη μέρα βγῆκε ὁ παπᾶς γιὰ ἔρανο ὑπὲρ τοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ, ποὺ τόσες ὑπηρεσίες προσφέρει. Καὶ πόσα, λέτε, δώσανε; Πεντακόσες πενήντα (550) δραχμές! Κάντε σύγκρισι. Ἐγὼ ἀπορῶ, πῶς στέκονται ἀκόμη τὰ ἄστρα στὸν οὐρανὸ καὶ δὲν πέφτουν στὰ κεφάλια μας, μὲ τόση διαφθορὰ ἀλλὰ καὶ τόση σκληροκαρδία. Ἄσπλαχνος ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς, ἄσπλαχνος καὶ ὁ κόσμος σήμερα. Κι ὅπως ἐκεῖνος ἔπεσε στὴν κόλασι, ἔτσι καὶ ὁ σημερινὸς κόσμος.
Χθὲς λυπήθηκα ἕναν ἄνθρωπο. Εἶνε ἀνάπηρος, κουτσός, μὲ δεκανίκια. Ἔπεσε ἀπ᾿ τὸ δέντρο καὶ χτύπησε. –Πάρτε με, λέει, στὸ γηροκομεῖο. –Μὰ στὸ γηροκομεῖο παίρνουμε ὅσους δὲν ἔχουν παιδιὰ νὰ τοὺς κοιτάξουν· ἐσύ; –Ἄχ, λέει κι ἄρχισε νὰ κλαίῃ, ἔχω δεκατρεῖς γυιοὺς καὶ δεκατρεῖς νυφάδες! μὰ κανείς δὲν μὲ δέχεται στὸ σπίτι… Τί σκληρότητα! Ξεπεράσαμε καὶ τὰ ἄγρια θηρία· ἐκεῖνα ἀγαποῦν καὶ τρέφουν τοὺς γονεῖς τους.
Σκληρὲς οἱ καρδιὲς γιὰ τοὺς γονεῖς, σκληρὲς καὶ γιὰ τὰ παιδιά. Γέμισαν τὰ σπίτια ἀπὸ λεφτά. Καὶ ξέρετε γιατί γέμισαν; Νὰ σᾶς πῶ μιὰ ἐξήγησι. Ἄλλοτε ἡ οἰκογένεια εἶχε πολλὰ παιδιά. Λεφτὰ δὲν εἶχε – παιδιὰ εἶχε. Τώρα; Ἕνα – δύο παιδιὰ μόνο· καὶ τὰ χρήματα ποὺ περισσεύουν ποῦ πᾶνε; Στὴν καλοπέρασι καὶ τὴν πολυτέλεια, σὲ διαμερίσματα καὶ πολυκατοικίες κ.λπ.. Ἔχε λοιπὸν λεφτά, καὶ μὴν ἔχεις παιδιά! Τότε ἦταν φτωχοί, γιατὶ εἶχαν παιδιά. Ἡ μάνα ἔπαιρνε τὸ ψωμί, ἔκανε τὸ σταυρό της καὶ τὸ μοίραζε σὰν ἀντίδωρο στὰ παιδιά της. Τώρα; Χόρτασαν! γιατὶ ἔχουν δυό, ποὺ τὰ τρέφουν σὰν τὰ ζῷα. Καὶ τὸ ἔθνος; Ἐνῷ ἄλλα ἔθνη αὐξάνουν, τὸ δικό μας σβήνει. Σιγὰ – σιγὰ κλείνουν καὶ τὰ σχολεῖα, γιατὶ δὲν ἔχουν παιδιά.
Σκληρὰ λοιπὸν καὶ ἀπάνθρωπα τὰ ἄτομα· σκληρὲς καὶ ἀπάνθρωπες οἱ οἰκογένειες· σκληρὰ καὶ ἀπάνθρωπα καὶ τὰ κράτη. Τοὺς περισσεύουν ἀγαθά. Κι ἀντὶ νὰ τὰ στείλουν σὲ λαοὺς ἄλλους ποὺ πεθαίνουν ἀπὸ τὴν πεῖνα, ἀνοίγουν λάκκους καὶ τὰ θάβουν! Ἀλλοῦ τὶς πατάτες, ἀλλοῦ τὰ φροῦτα. Ἄλλοι καῖνε τὰ σιτηρά τους, κι ἄλλοι χύνουν τὸ γάλα τους στὰ ποτάμια. Τέτοια κοινωνία καταντήσαμε, σὰν τὸν πλούσιο τοῦ εὐαγγελίου.
Μετὰ ὅμως τὸν πλούσιο, ποὺ γιὰ τὴν ἀπανθρωπία του πῆγε στὴν κόλασι, ἂς δοῦμε τώρα καὶ τὸ φτωχό. Γιατί ὁ φτωχὸς αὐτὸς πῆγε στὸν παράδεισο; μόνο γιατὶ ἦταν φτωχός; Ὄχι· ἀλλὰ καὶ γιὰ κάτι ἄλλο μεγάλο, ποὺ πάλι δὲν ὑπάρχει στὴν κοινωνία μας. Ὅπως στοὺς πλουσίους δὲν ὑπάρχουν σπλάχνα καὶ ἔλεος, ἔτσι στοὺς φτωχοὺς δὲν ὑπάρχει ἕνα ἄλλο σπουδαῖο πρᾶγμα· δὲν ὑπάρχει ὑπομονή.
Ὁ Λάζαρος ἦταν ὑπόδειγμα ὑπομονῆς. Τί ἤτανε; Φτωχός. Μόνο φτωχός; Ἦταν καὶ ἄρρωστος· εἶχαν ἀνοίξει στὸ κορμί του πληγὲς ποὺ τρέχανε, κ᾿ ἔρχονταν τὰ σκυλιὰ καὶ τὶς γλείφανε. Φτωχὸς καὶ ἄρρωστος. Τί ἄλλο ἀκόμα; Ἐγκαταλελειμμένος· δὲν εἶχε κανένα στὸν κόσμο. Καὶ τί ἔκανε; Ἄλλος στὴ θέσι του θὰ γόγγυζε καὶ θὰ βλαστημοῦσε. Αὐτὸς δὲ γόγγυσε, δὲ βλαστήμησε, δὲν εἶπε τίποτα ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Γιὰ τὴν ὑπομονή του λοιπὸν αὐτὴ τὸν ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ πάῃ στὸν παράδεισο καὶ νὰ εὐφραίνεται αἰωνίως.
Ποῦ αὐτὴ ἡ ὑπομονὴ σήμερα; Τά ᾿χουμε ὅλα στὸ σπίτι. Κάτι νὰ λείψῃ, ὁ ἄντρας γίνεται θηρίο καὶ τὰ σπάει ὅλα. Δὲν ὑπάρχει οὔτε ὑπομονὴ οὔτε εὐγνωμοσύνη. Μὲ τὴ μπουκιὰ στὸ στόμα βλαστημᾶνε. Ποιός λέει εὐχαριστῶ;
Ξέρετε τί σημαίνει «Λάζαρος»; Εἶνε ἑβραϊκὸ ὄνομα καὶ θὰ πῇ «Ἔχει ὁ Θεός». Μεγάλο πρᾶγμα νὰ τὸ πιστεύῃς αὐτό. Τί νὰ τὰ κάνῃς τὰ πλούτη; Σὲ μιὰ στιγμὴ διαλύονται καὶ καταστρέφονται;. «Ἔχει ὁ Θεός!»· τὸ λέγανε οἱ γονεῖς καὶ οἱ πρόγονοί μας, πού ᾿χανε βαθειὰ τὴν πίστι στὸ Θεό.
Ὁ φτωχὸς Λάζαρος εἶχε ὑπομονή. Σήμερα ὑπάρχουν ἆραγε τέτοια διαμάντια, τέτοιοι εὐγενεῖς ἄνθρωποι, ποὺ νὰ δοξάζουν καὶ νὰ εὐχαριστοῦν τὸ Θεό; Στὴ Θεσσαλονίκη εἶδα κάποτε ἕνα πλανόδιο μανάβη, ποὺ ἐπάνω στὸ καροτσάκι του ἔγραφε· «Ἔχει ὁ Θεός!». Νά διαμάντια ποὺ κρύβει αὐτὴ ἡ κοινωνία. Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος εἶνε ὅμοιος μὲ τὸ Λάζαρο.
* * *
Εἴδαμε, ἀγαπητοί μου, ὅτι ὁ ἄσπλαχνος πλούσιος βρέθηκε στὴν κόλασι, ἐνῷ ὁ ὑπομονετικὸς Λάζαρος ἀξιώθηκε τοῦ παραδείσου. Ἂς ἔχουμε λοιπὸν κ᾿ ἐμεῖς τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ἐλπίδα στὸ Θεό, ὅπως λέει ὁ ποιητής·
«Κι ἂν δὲν μοῦ μείνῃ ἐντὸς τοῦ κόσμου,
ποῦ ν᾿ ἀκουμπήσω, νὰ σταθῶ,
ἐκεῖ ψηλὰ εἶν᾿ ὁ Θεός μου.
Πῶς ἠμπορῶ νὰ ἀπελπισθῶ;» (Γ. Βερίτης).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἀναργύρων τῆς κοινότητος Ἁγ. Ἀναργύρων – Ἀμυνταίου τὴν 1-11-1981. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 2-11-2003, ἐπανέκδοσις 11-9-2025.



Add A Comment
You must be logged in to post a comment.