Αυγουστίνος Καντιώτης



ΚΥΡΙΑΚΗ Ι ΛΟΥΚΑ – Μια εικονα της ἀνθρωποτητος

date Δεκ 6th, 2025 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Εὐαγγέλια νέα σειρὰ
39. Κυριακὴ Ι΄ Λουκᾶ (Λουκ. 13,10-17)

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΚΑ΄- Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 1120(2)
Κυριακὴ Ι΄ Λουκᾶ (Λουκ. 13,10-17) – 7 Δεκεμβρίου 2025 (2004)
Συντάκτης (†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Ν. Καντιώτης

Μια εἰκονα της ἀνθρωποτητος

π. Αυγουστινος ΚΧαίρω, ἀγαπητοί μου, ποὺ ἀγαπᾶτε ν᾽ ἀκούσετε λόγο. Ἀλ­λὰ λόγος ἀπὸ λόγο διαφέρει· ὑπάρχει λόγος ἀνθρώπινος καὶ λόγος θεϊκός. Ἐ­μεῖς νὰ λέμε· «Λάλει, Κύριε, ὅτι ἀκούει ὁ δοῦ­λός σου» (Α΄ Βασ. 3,9-10). Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶνε γραμμένος μὲ αἷμα μέσα στὴν ἁγία Γραφή· ἐκεῖ λαλεῖ ὁ Θεός.
Ἡ ἁγία Γραφὴ δὲν εἶνε ἕνα βιβλίο, εἶ­νε μία βιβλιοθήκη· ἀποτελεῖται ἀπὸ πολλὰ βιβλία καὶ ὅλα μαζὶ κάνουν τὴν ἁγία Γραφή. Χωρίζεται σὲ Παλαιὰ καὶ σὲ Καινὴ Διαθήκη. Ἂν ῥωτήσετε τὰ παιδιὰ καὶ τοὺς νέους μας, ποιά εἶ­νε τὰ βιβλία τῆς ἁγίας Γραφῆς, δὲν θὰ σᾶς ἀ­παντήσουν. Τὰ βιβλία τῆς Παλαι­ᾶς Διαθήκης εἶνε 49 καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης 27, σύνολο 76. Ὅποιο ν᾽ ἀνοίξουμε εἶνε χρυσάφι, πετράδια πολύτιμα, νερὸ δροσερὸ ποὺ τρέχει.
Ἡ Ἀποκάλυψις τοῦ Ἰωάννου
Θ᾽ ἀνοίξουμε τώρα ἕνα βιβλίο, ποὺ δυσ­τυ­χῶς σπανίως τὸ ἀνοίγου­με. Παλαιότερα δικαι­­ολογοῦνταν ποὺ δὲν τὸ ἄνοιγαν· τώρα εἶ­νε ἀνάγκη νὰ διαβάζουμε, ν᾽ ἀναστενάζουμε, νὰ κλαῖμε· τὸ βιβλίο αὐτὸ εἶνε ἡ Ἀποκ­άλυ­­ψις τοῦ Ἰωάννου, τὸ τελευταῖο βιβλίο τῆς ἁ­­γίας Γραφῆς. Μὰ τί εἶνε ἡ Ἀποκάλυψις;
Τί σημαίνει «ἀποκάλυψις»; Ὑπάρχει καὶ μιὰ ἄλ­λη παρόμοια λέξι, ἡ «ἀνακάλυψις». Τί λέτε, μποροῦμε λοιπὸν νὰ ποῦμε ὅτι ἀποκάλυψις = ἀνακάλυψις; εἶνε τὸ ἴδιο πρᾶγμα; Ὄχι, ἡ ἀποκάλυψις εἶνε κάτι ἀνώτερο.
Τί θὰ πῇ ἀνακάλυψις; Θὰ πῇ, κάτι ποὺ τὸ βρί­σκουμε μόνοι μας στύβον­τας τὸ μυαλό μας. Ὁ ἄνθρωπος καλλιεργώντας τὶς ἐπιστῆ­μες, ἐκμεταλλευ­όμενος τὰ τά­λαντα ποὺ τοῦ ᾽δωσε ὁ Θεός, κατορθώνει νὰ βρῇ διάφορα νέα πρά­γμα­τα· ἔτσι φτάσαμε ἀπὸ τὴν καλύβα στὸν οὐρανοξύστη κι ἀπὸ τὰ γαϊδουράκια στοὺς πυραύλους.

Οἱ πρῶτες ἀνακαλύψεις ἦταν ἡ φωτιά, ὁ τροχός, ἡ γραφή, ὁ σίδηρος, ὁ ἀτμός· ἀργότερα ὁ ἠλεκτρισμός, ὁ λαμ­πτή­ρας, ὁ μαγνητισμός, ἡ πυξίδα, ὁ ἀσύρματος, τὸ ῥάδιο, τὸ αὐτοκίνητο, τὸ τηλέφωνο, ἡ τηλεόρασι· καὶ στὰ νεώτερα χρόνια ὁ πύραυλος καὶ ἡ πυρηνικὴ ἐνέργεια ποὺ ἔφεραν ἐπανάστασι· ποιός νὰ φαν­ταστῇ ὅτι μέσα σ᾽ ἕνα πετραδάκι, στὸ οὐράνιο, ὁ Θεὸς ἔ­κλεισε τέτοιες τεράστιες δυ­νάμεις; Δὲν ἀρνούμε­θα τὴν ἐπιστήμη· ὅσο αὐτὴ προοδεύει καὶ ἀνακαλύπτει καινούργια πράγματα, τόσο ὁ θαυμασμὸς γιὰ τὴ θεία δημιουργία μεγα­λώνει· «ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύ­ριε· πάντα ἐν σο­φίᾳ ἐποίησας» (Ψαλμ. 103,24). Διάβαζα πρὸ ἡμε­ρῶν ὅτι ἕνας ἀστροναύτης, νέο παλληκάρι, ἄ­­φησε ὅλα τὰ ἐγκόσμια, μετανόησε καὶ κρύφτηκε σ᾽ ἕνα μοναστήρι νὰ ὑμνῇ τὸ Θεό, γιατὶ ἀπὸ τὸ διάστημα ἐκεῖ εἶδε πόσο μικρὸς εἶνε ὁ ἄνθρωπος καὶ πόσο μεγάλος ὁ Δημιουργός.
Ὄχι· θὰ προχω­ρήσῃ. Εἶνε ἀτελείωτος ὁ κατάλο­γος τῶν ἀνακαλύψεων. Ἀπὸ τὰ ἑκατομμύρια μυστικὰ ποὺ ἔχει ὁ κόσμος, ἡ φύσις, ξέρετε πόσα ἀνακαλύψαμε; μόλις ἕνα μόνο! «Ἄβυσσος ἄβυσσον ἐπικαλεῖται εἰς φω­­νὴν τῶν καταρρακτῶν σου» (Ψαλμ. 41,8).
Μὰ ὅσο καὶ νὰ προχωρήσουν οἱ ἐ­πιστῆ­μες καὶ τὰ ἐ­πιτεύγματα, ἔρ­χεται στι­γμὴ ποὺ στα­ματοῦν. Εἶνε σὰν τὸν ἀ­ε­τό, ποὺ πετάει πετάει, ἀλλὰ κάπου κουράζεται, δὲν ἀντέχουν οἱ φτεροῦγες του νὰ πετάξῃ περισσότερο καὶ ἀρχίζει νὰ χαμηλώνῃ. Ἔτσι καὶ τὸ ἀνθρώπινο πνεῦ­μα.
Πέρα ὅμως ἀπὸ τὸ φυσικὸ καὶ ὁ­ρατὸ κόσμο ἁπλώνεται ὁ ἀόρατος, ὁ μεταφυσικὸς κό­σμος τοῦ Ἀριστοτέλους. Εἶνε ὁ κόσμος τοῦ οὐρανοῦ, τῶν ἀΰλων πνευμάτων, τῶν ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, ὁ κόσμος τοῦ Θεοῦ. Ὅσα λοιπὸν βρί­σκουμε μόνοι μας στὸν ὁρατὸ κόσμο, αὐτὰ εἶνε ἀνακαλύψεις· ὅσα δὲ ὁ Θεὸς θέ­λει καὶ μᾶς φανερώνει, αὐτὰ εἶνε ἀ­ποκάλυψις, φανέρωσις τοῦ θείου θελήματος· εἶνε φωνὴ τῆς αἰωνιότητος, ἡ ὁποία μᾶς δείχνει μυστήρια τοῦ ἄλλου κόσμου.
Ἄγνωστος σ᾽ ἐμᾶς ἐκεῖνος ὁ κόσμος. Ἄ­γνω­στο καὶ τὸ μέλλον, τελείως ἄγνωστο. Σκοτάδι, μεσάνυχτα ἔχουμε. Εἴμαστε τώρα ἐδῶ· ποῦ ξέρω ἐγὼ μήπως αὐτὴ εἶνε ἡ τελευ­ταία ὁ­μιλία ποὺ κάνω; ποῦ ξέρετε σεῖς μήπως εἶνε ἡ τελευταία διδαχὴ ποὺ ἀκοῦτε; Ἄγνωστο. Κοντόφθαλμος ὁ ἄνθρωπος, δὲν μπορεῖ νὰ δῇ πέρα ἀπὸ τὴ μύτη του. Τί θὰ γίνῃ μετὰ πέν­­τε χρόνια, δέκα, εἴκοσι, ἑ­κα­τό, διακόσα, τρι­ακόσα, πεντακόσα, χίλια, δύο χιλιάδες χρόνια; Ἄγνωστο, μυστήριο. Ὁ κινη­ματογράφος παρουσιάζει περασμένα ἢ σημερινὰ γεγονότα· μὰ δὲν ὑ­πάρχει κινηματογράφος ποὺ νὰ μᾶς δεί­ξῃ ἐκεῖνα ποὺ θὰ γίνουν ὕστερα ἀπὸ λίγα ἢ πολλὰ χρόνια, αὐτὰ ποὺ θὰ γίνουν στὸ μέλλον. Ὑπάρχει;
Ναί, ὑπάρχει ἕνας κινηματογράφος, ποὺ ἅ­μα τὸν ἀνοίξῃς περνάει μπροστά σου ὅλη ἡ ἱ­στορία· ὄχι μόνο τοῦ παρελθόντος, οὔτε μόνο τοῦ παρόντος, ἀλλ᾽ ἀκόμη καὶ ἡ ζωὴ τοῦ μέλλοντος, μέχρι συν­τελείας τῶν αἰώνων. Καὶ ὁ κινηματογράφος, τὸ θέατρο αὐτὸ τὸ ἀ­ποκαλυπτικὸ καὶ διδακτικὸ εἶνε, ἀγαπητοί μου, τὸ βιβλίο τῆς ἱε­ρᾶς Ἀποκαλύψεως. Ἐκεῖ φαίνεται τὸ μέλλον τῆς ἀνθρωπότητος, ἐκεῖ φανερώνονται τὰ μεγάλα μυστήρια, ἐκεῖ βλέπουμε τὴ φοβερὴ σύγ­κρουσι τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους μὲ τὶς δυνάμεις τοῦ φωτός.
Τὸ βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως ἔχει μέρος ἠ­θικὸ καὶ μέρος προφητικό. Ὑπάρχουν σημεῖα της ποὺ κατὰ τὸ παρελθὸν καὶ ὁ καλύτερος θεολόγος καὶ ἱεροκήρυκας δὲν μποροῦ­­σε νὰ τὰ ἑρμηνεύσῃ· σήμερα ὅ­μως ἑρμηνεύονται.
� Γράφει λ.χ. κάπου, ὅτι θὰ φανοῦν ἐπάνω στὸν οὐρανὸ νὰ πετᾶνε ἀκρίδες (Ἀπ. 9,3-11), ποὺ ἀπὸ τὴν οὐρά τους θὰ σκορποῦν θάνατο. Ποιός νὰ τὸ ἑρ­μηνεύσῃ αὐτό; Καὶ ὅ­μως ἕνα παιδάκι ἔξω ἀπὸ τὴν Κοζάνη, ποὺ τὸ πῆρε ἡ μάνα του ἡ χωριάτισσα νὰ πᾶνε στὸ χωράφι, ὅ­ταν εἶδε νὰ περνᾶνε ἀεροπλάνα, φώναζε· «Μάνα μάνα, καρκαλέτσια!». Στὴ γλῶσ­σα τοῦ λαοῦ τῆς περιοχῆς αὐτῆς καρκα­λέτσια λέγον­ται οἱ ἀκρίδες. Στὸν μικρὸ τὰ ἀεροπλάνα φάνηκαν σὰν ἀ­κρίδες, ἀλλὰ τί ἀκρίδες! ἀ­κρίδες Ἀποκαλύψεως (βλ. ἡμ. ἔργ. Τὰ τέσσερα χρώματα, Ἀθῆναι 1955, σ. 7 ὑποσημ.). Νά λοιπόν, τὸ μικρὸ παιδάκι ἑρμήνευσε τὴν Ἀποκάλυψι. Οἱ ἀκρίδες τρῶνε χορταράκι καὶ ξεφλουδίζουν ἀμπέλια καὶ χωράφια, μὰ αὐτὲς «ξεφλουδίζουν» τὴν ἀνθρωπότητα.
� Ἕνα ἄλλο. Λέει κάπου ἡ Ἀποκάλυψις, ὅτι θὰ ἔρθῃ ὥρα, ποὺ οἱ μεγάλοι καὶ τρανοὶ θὰ κρυφτοῦν στὶς σπηλιὲς καὶ θὰ λένε στὰ βου­νά· Ἀνοῖξτε τὰ σπλάχνα σας καὶ κρύψτε μας ἀπὸ τὴν ὀργὴ τοῦ Κυρίου (βλ. Ἀπ. 6,16-17). Καὶ τώρα οἱ ῾Ρῶσοι ἔχουν ξεκουφάνει τὰ Οὐράλια ὄρη, ἔχουν ἀνοίξει μέσα διαδρόμους· καὶ οἱ Ἀμερικᾶνοι ἔχουν σκάψει καταφύγια γιὰ νὰ κρύψουν τὰ ἐπιτελεῖα τους σὲ καιρὸ πολέμου.
� Ἀλλοῦ ἡ Ἀποκάλυψις λέει, ὅτι θ᾽ ἀνοιχτοῦν καὶ θὰ χυθοῦν φιάλαι, μποτίλιες γεμᾶ­τες ἀπὸ τὸ θυμὸ τοῦ Θεοῦ (βλ. Ἀπ. 15,7· 16,1-4,8,10,12,17· 17,1· 21,9). Κι ὅταν πέσουν οἱ φιάλες αὐτὲς θὰ γίνουν μεγάλα κακά· ἀσθένειες, καταστροφὲς στὴν ξηρὰ καὶ στὴ θάλασσα, στὰ νερὰ καὶ στὴν ἡ­λιακὴ ἐνέργεια.
� Ἀλλοῦ ἡ Ἀποκάλυψις λέει, ὅτι τὸ ἕνα τρίτον τῆς γῆς θὰ καῇ, τὸ ἕνα τρίτο τῶν δέν­τρων καὶ τῶν χόρτων θὰ καῇ, τὸ ἕνα τρίτο τῶν ψαριῶν τῆς θαλάσσης θὰ ψοφήσουν, τὸ ἕνα τρίτο τῶν πλοίων θὰ καταστραφοῦν, στὸ ἕνα τρίτο τους τὰ νερὰ τῶν πηγῶν καὶ τῶν πο­τα­μῶν θὰ πικραθοῦν, ὁ ἥλιος καὶ τὰ ἄ­στρα θὰ χάσουν τὸ ἕνα τρίτο τῆς φωτεινότητός τους, τὸ ἕνα τρίτο τῶν ἀνθρώπων θὰ θανατω­θοῦν ἀπὸ φωτιὰ καπνὸ καὶ θειάφι (βλ. Ἀπ. 8,7-12· 9,15,18· 12,4). Μὰ νὰ πέφτῃ ἕνα μπουκάλι κάτω καὶ νὰ ἔ­χῃ τέτοια καταστροφικὴ δύναμι; Καὶ πράγματι, ὅταν εἶδαν τὴν πρώτη πυρηνικὴ βόμβα νὰ πέφτῃ, ἦταν σὰν νταμιτζάνα γυρισμένη ἀνάπο­δα. Νά οἱ πληγὲς τῆς Ἀποκαλύψεως.
Ἐμεῖς, ποὺ ζοῦμε σ᾽ αὐτὴ τὴ φοβερὴ ἐπο­χὴ τῆς πυρηνικῆς ἐνεργείας, ἂς μετανοήσου­με· πέντε – δέκα τέτοιες «φιάλες» νὰ πέσουν στὶς μεγαλουπόλεις, θὰ ἐξαλειφθοῦν ἑκατομ­μύρια ἄνθρωποι. Οἱ μπουκάλες δὲν θὰ πέσουν στὰ βουνά, ἐκεῖ πού ᾽νε οἱ τσοπαναραῖ­οι, ἀλλὰ στὶς μεγάλες πολιτεῖες, ὅπου μαζεύτηκε ὅλη ἡ ἀκαθαρσία τοῦ κόσμου, καὶ δὲν θὰ προλάβῃ ὁ ἄνθρωπος νὰ πῇ οὔτε τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ἐν τῇ βασιλείᾳ σου». Καὶ θὰ γίνῃ, λένε, ἕνας πόλεμος ποὺ πρῶτα θ᾽ ἀκούσουμε ὅτι τελείωσε καὶ μετὰ θὰ μάθουμε ὅτι ἄρχισε.
Ἡ Ἀποκάλυψις εἶνε ἱερὸ βιβλίο ποὺ πρέπει νὰ τὸ διαβάζουμε. Κ᾽ ἐ­γὼ λοιπόν, σὲ τέτοιο καιρό, θ᾽ ἀνοίξω τὴν Ἀποκάλυ­ψι νὰ πάρουμε ἕνα χωρίο· εἶνε στὸ κεφάλαιο 22 (κβ΄), στίχος 11. Ἐκεῖ ὑπάρχουν τέσσερα «ἔτι» (τὸ «ἔτι» αὐτὸ γράφεται μὲ γιῶτα· τὸ ἔτη, μὲ ἦτα, σημαίνει «χρόνια»· τὸ ἔτι, μὲ γιῶτα, σημαίνει «ἀκόμα». Εἶνε αὐτὸ ποὺ ἀ­κοῦ­­με συχνὰ στὴν ἐκκλησία μας, «Ἔτι καὶ ἔτι ἐν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν…». Τί σημαί­νει· ἀκόμα καὶ ἀκόμα ἂς παρακαλέσουμε τὸν Κύριο. Πὲς ἕνα ἀκόμη «Κύριε, ἐλέησον», χτύπα ἀκόμη μιὰ φορὰ τὴ θύρα τοῦ θεϊκοῦ ἐλέους. Μὴ μοιά­σῃς μὲ κάτι παλιόπαιδα ποὺ πᾶ­νε στὰ σπίτια, ξαφνιάζουν τοὺς ἐνοίκους χτυπώντας μιὰ φο­ρά, γιὰ νὰ παίξουν μὲ τὴν ἀνησυχία ποὺ προκαλοῦν, κι ὥσπου νὰ τοὺς ἀ­νοί­ξουν αὐτὰ ἔχουν ἐξαφανιστῆ. Μὴν κάνεις σὰν τ᾽ ἀλητόπαιδα· ἐπίμενε νὰ χτυπᾷς, ἕως ὅτου ἀκούσῃς τὴν ἀπάντησι ἐκείνου ποὺ ζη­τᾷς. Χτύπα «ἔτι καὶ ἔτι», μὴν κουραστῇς. Φαίνεται ὅτι ὁ οὐρα­νὸς σιωπᾷ, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν σ᾽ ἀκούει. Δὲν εἶνε ἔτσι· «ὁ Θεὸς ἀργεῖ, ἀλ­λὰ δὲν λησμονεῖ». «Ἔτι καὶ ἔτι»! Μπρός, ἀδελφοί μου, ἐντείνετε τὶς προσευχές σας. Τὸ «ἔτι» ἔ­χει αὐτὴ τὴν ἔννοια, τῆς ἐντάσεως.
Ἔτσι καὶ στὸ χωρίο ποὺ ἑρμηνεύουμε καὶ τὸ ὁποῖο λέει·
«Ὁ ἀδικῶν ἀ­δικησάτω ἔτι, καὶ
ὁ ῥυπαρὸς ῥυπαρευθήτω ἔτι, καὶ
ὁ δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω ἔτι, καὶ
ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι» (Ἀπ. 22,11). Τέσσερα «ἔτι».
● Ἐλεύθερη τώρα καὶ μὲ ἐπευφημίες ἡ πρόοδος τοῦ κακοῦ
Τί ἆραγε σημαίνει «Ὁ ἀδικῶν ἀδικησάτω ἔ­τι»; Αὐτὸς ποὺ κλέβει, ποὺ ἀδικεῖ, ποὺ παρανομεῖ, ἂς κλέψῃ ἀ­κόμα, ἂς ἀδικήσῃ ἀκόμα, ἂς ὀργιά­σῃ ἀκόμα. Μὰ τί λοιπόν; τὸ βιβλίο τῆς Ἀ­ποκαλύψεως συμβουλεύει τοὺς κλέφτες, τοὺς λωποδύτες, τοὺς μοιχούς, νὰ συνεχίσουν ἀκόμα νὰ κάνουν τὸ κακό; αὐτὸ τὸ νόημα ἔχει;
Ἄπαγε τῆς βλασφημίας· δὲν ἔχει αὐτὸ τὸ νόημα. Ἐννοεῖ κάτι ἄλλο· ὅτι δηλαδὴ ὁ Θεὸς δὲν βιάζει καν­ένα. Ἔπλα­σε τὸν ἄνθρωπο ἐ­λεύ­θερο καὶ τὸν ἄφησε νὰ πράξῃ ὅ,τι θέλει. Τὸ λέει ἡ Γραφή· «Μπροστά σου, ἄνθρωπε, ἔ­βαλα νερὸ καὶ φωτιά· σοῦ ᾽δωσα μυαλὸ καὶ σοῦ εἶπα· Ἂν ἁπλώ­σῃς τὸ χέρι σου στὸ νε­ρὸ θὰ δροσιστῇς, ἂν τὸ ἁπλώσῃς στὴ φωτιὰ θὰ καῇς». «Ἐπικαλοῦμαι σήμερα μάρτυρα σ᾽ ἐ­σᾶς τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ· τὴ ζωὴ καὶ τὸ θάνα­το ἔβαλα μπροστά σας, τὴν εὐλογία καὶ τὴν κατάρα· διάλεξε σὺ τὴ ζωή, γιὰ νὰ ζήσῃς σὺ καὶ οἱ ἀπόγονοί σου» (Δευτ. 30,19). «Ἔβαλε μπρο­στά σου τὴ φωτιὰ καὶ τὸ νε­ρό· καὶ ὅπου θελήσῃς, θ᾽ ἁπλώ­σῃς τὸ χέρι σου» (Σ. Σειρ. 15,16). Ἂν ἐσὺ ἁπλώνῃς τὸ χέρι σου στὴ φωτιὰ καὶ καί­γεσαι, φταίει λοιπὸν ὁ Θεός; Μπροστά σου φωτιὰ καὶ νερό, διάλεξε καὶ πάρε, λέει ἡ ἁγία Γραφή. Σ᾽ ἀφήνει ἐλεύθερο, δὲν σὲ βιάζει, για­­τὶ μιὰ καλὴ πρᾶ­ξι ποὺ γίνεται μὲ τὴ βία δὲν εἶνε πλέον ἐνάρετη· ὅταν εἶνε ἐνάρετη, εἶνε ἐνάρετη διότι προϋποθέτει τὴν ἐλευθερία. Μποροῦσε βέβαια ὁ Θεός, ὅταν ὁ ἄλλος βλαστημάῃ τὰ θεῖα, τὴν ὥρα ἐκείνη ν᾽ ἀνοίξῃ ἡ γῆ πάπ! νὰ τὸν καταπιῇ. Τὸν ἀφήνει ὅμως νὰ βλαστημάῃ. «Ὁ ἀδι­κῶν ἀδικησάτω ἔτι».
Ἀκόμα ἐκεῖνο τὸ «ἔτι» σημαίνει ὅτι, ὅσο προχωροῦν τὰ χρόνια, τόσο τὸ κακὸ θὰ προοδεύῃ, θὰ παρου­σιάζῃ μιὰ ἐπίτασι, μιὰ αὔξησι· «πονηροὶ ἄνθρωποι καὶ γόητες», λέει καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖ­ρον, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι» (Β΄ Τιμ. 3,13). Θ᾽ ἀναφέρω τρία – τέσσερα παραδείγματα νὰ τὸ καταλάβετε.
◊ Ἕνα μικρὸ παιδάκι κλέβει στὸ σχολειὸ κιμωλίες, γομμολάστιχες, τετρά­δια, βιβλία. Ἐ­ὰν δὲν τὸ προσέξῃ ὁ δάσκαλος καὶ περισ­σότερο ὁ πατέρας, μεγα­λώ­νοντας θὰ γίνῃ σιγὰ – σιγὰ μεγάλος κλέφτης καὶ λῃστής. Κάποιος στὴν Ἀμερική, λένε, ἔγινε διαρρήκτης. Τὸν κυ­νηγοῦσε ἡ ἀστυνομία καὶ μὲ χίλια βάσα­να ἐπὶ τέλους τὸν πιάσανε. Πάνω στὶς δι­αρ­­ρήξεις εἶχε κάνει ἀκόμα καὶ δολοφονίες ἀν­θρώπων, γυναικῶν καὶ ἀνδρῶν, καὶ τὸν καταδίκασαν εἰς θάνατον στὴν ἠλεκτρι­κὴ καρέκλα· ἡ περίπτωσί του ἔγινε καὶ ὁλόκληρο ἀ­στυνομικὸ μυθιστόρημα…
Ἀνοίγω ἐδῶ μία παρένθεσι. Κοιτάξτε πῶς διαφθείρεται ἡ κοινωνία. Ὅταν αὐ­τὰ παρουσι­άζωνται ὡς λογοτεχνία καὶ ὡς ταινία, ἀποκτοῦν …αἴγλη. Μοῦ ᾽λεγε ἕνας ἀστυνομικός· –Σιχαίνομαι πιὰ τὸ ἐπάγγελμά μου, θὰ τὸ ἐγ­κα­ταλείψω. –Για­τί; τοῦ λέω. –Πάω στοὺς κινη­­ματογράφους καὶ βλέπω ἕνα παράξενο πρᾶ­γμα· ὅταν ὁ κλέφτης, ὁ κακοποιὸς διαφεύγῃ, καὶ τὸν κυνηγᾶνε οἱ ταλαίπωροι ἀ­στυνομικοὶ μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους, καὶ σπᾶνε τὰ πόδια τους, τὴν ὥρα ποὺ αὐτὸς κατορθώνει καὶ τοὺς ξεφεύγει πηδώντας σὰν αἴλουρος ἀπὸ στέγη σὲ στέγη, ἐκεῖ ἀ­κοῦς ἐ­πιφωνήματα «Μπράβο, μπράβο!…» καὶ χειροκροτοῦν τὸν «ἥρωα». Ὅταν ὅμως σκοτώνε­­ται ἀστυνομικὸς πάνω στὸ καθῆκον του, καν­είς δὲν χειροκρο­τεῖ. Σὰν νὰ λένε στὸν κακοποιό· Συνέχισε «ἔτι» καὶ «ἔτι», καλὰ ἔκανες, προχώρα στὸ κακό!… Ὅταν βέβαια ὁ κακοποιὸς κλέβῃ τὸ δικό μας πορτοφόλι, τό­τε καλοῦμε τὴν ἀστυνομία νὰ βρῇ τὸν κλέφτη· ὅσο κλέβει πορτοφόλια τῶν ἄλλων, εἶνε ἄξι­ος θαυμασμοῦ. Αὐτὸ ἐκφράζει τὸ «ἔτι» καὶ «ἔτι». Κλείνει ἡ παρένθεσι.
Καὶ σ᾽ αὐτὸν λοιπὸν στὴν Ἀμερική, προτοῦ νὰ τὸν καθίσουν στὴν ἠλεκτρικὴ καρέκλα, ἔρ­χεται ἡ μάνα του· –Παιδί μου! –Μάνα, μὴ μὲ πλησιάζεις. Ἐσὺ φταῖς. Θυμᾶσαι ποὺ μικρὸ παιδὶ σοῦ ἔφερα ἕνα ἀβγὸ κλεμμένο; Δὲ μοῦ ᾽σπασες τότε τὸ χέρι. Ἀπὸ τότε πῆρα τὸ δρόμο ποὺ μ᾽ ἔφερε ἐδῶ. Ὅποιος κλέβει σήμερα ἀβγὸ καὶ μένει ἀτιμώρητος, αὔριο θὰ κλέψῃ βόδι. Ἔτσι ἀρχίζει καὶ σιγὰ – σιγὰ θεριεύει τὸ κακό· «ἔτι» καὶ «ἔτι».
◊ Θέλετε ἄλλο παράδειγμα; Πάρτε τὸ ζήτημα τῆς ἐνδυμασίας – μὴ γελάσετε, γιατὶ ἐ­γὼ κλαίω. Θὰ σηκωθῶ νὰ φύγω, θὰ ὑποβάλω παραίτησι στὴν Ἱερὰ Σύνοδο· θὰ πάω στὸ Ἅ­γιο Ὄρος, θ᾽ ἀγοράσω ἕνα κελλάκι, νὰ κλείσω ἐκεῖ τὰ μάτια μου στὸ μάταιο κόσμο. Ἐ­σᾶς σᾶς ξέρω· εἶ­στε ἐδῶ μόνο γιὰ ν᾽ ἀ­κούσετε, καὶ μετὰ θὰ τὰ ξεχάσετε. Ἀπὸ σᾶς δὲν περιμέ­νω τίποτα· μαζεύεστε, φωνάζετε, κάνετε – δείχνετε, καὶ μετὰ ἐφαρμογὴ τίποτα. Σᾶς γνωρίζω.
Λοιπόν, ἔχουμε τὸ ζήτημα τῆς ἐν­δυμασίας τῆς γυναίκας. Πρὶν ἀπὸ ἑξήν­τα χρόνια… – θά ᾽λεγα μιὰ σκληρὴ τολμηρὴ λέξι, ἀλλὰ δὲν τὴ λέω. Ἂν τὴν πῶ, θὰ ποῦν· Πώ πω, ἔτσι μιλάει αὐτός; δεσπότης εἶν᾽ αὐτὸς καὶ λέει τέτοιες λέξεις;… Δηλαδή, τὸ κακὸ τὸ κάνουν, ἀλλὰ δὲν θέλουν νὰ τοὺς τὸ πῇς. Δὲν φρίττουν, δὲν τρέμουν γιὰ τὰ χάλια ποὺ ἔχουν· τοὺς πειράζουν οἱ λέξεις ποὺ θὰ ποῦμε γιὰ νὰ δι­ορθωθοῦν. Ὡς πρὸς τὸ ντύσιμο λοιπόν, πρὶν ἀπὸ ἑξήντα χρόνια οὔτε αὐτὲς οἱ ταλαίπωρες γυναῖκες, ποὺ πουλοῦν τὸ κορμί τους ἕνα τάλ­ληρο γιὰ νὰ ζήσουν, δὲν περπατοῦσαν στὸ δρόμο ἔτσι. Ἐπικαλοῦμαι τὴ μαρτυρία ὅ­λων τῶν μεγαλυτέρων ποὺ μ᾽ ἀκοῦνε, ἂν πρὸ πενήντα – ἑξήντα ἐτῶν κι αὐτὲς οἱ πόρνες, τὰ δυστυχισμένα πλάσματα, περπατοῦσαν ἔτσι ξεγυμνωμένες. Οἱ γυναῖκες ἦταν ντυμέ­νες σὰν τὴν Παναγιά, σκεπασμένες ἀπὸ πάνω μέχρι κάτω στὰ πόδια, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ἐν καταστολῇ κοσμίῳ» (Α΄ Τιμ. 2,9). Τί θὰ πῇ «καταστολή»; Ἀνοῖξτε τὸ λεξικό. Δὲν ξέ­ρω ποιόν ἀκοῦς ἐσύ, ἐγὼ ἀκούω τὸν Παῦ­λο, ποὺ νὰ στύψῃς ὅλους τοὺς παπᾶδες καὶ δεσποτάδες δὲν φτειά­νεις τὸ νυχάκι του. Ἐ­γὼ αὐτὸν ἀκούω. Τί λέει λοιπὸν ὁ Παῦ­λος; Ἐσὺ ποὺ κάνεις τὸ γραμματισμένο καὶ νομίζεις ὅτι ἐμεῖς λέμε παράξενα, διάβαζε νὰ δῇς· «Θέλω», λέει, «οἱ γυναῖκες νὰ εἶνε ἐν καταστολῇ κοσμίῳ». Τί σημαίνει τὸ «καταστο­λῇ»; Σημαίνει ντυμένες σεμνὰ ἀπὸ πάνω ὣς κάτω, σὰν τὴν Παναγιά. Μπορεῖτε νὰ φαν­ταστῆτε τὴν Παναγιὰ ντυμένη ἀλλιῶς; Λοιπόν, ἔτσι ἦταν τότε οἱ γυναῖκες.
Ἐγὼ χαίρομαι ὅταν πάω σὲ μερι­κὰ χωριουδάκια τῆς Φλωρίνης· στὸν Ἀτραπό, στὸν Πολυπόταμο, στὴν Τριανταφυλλιά – ἕνα χωριουδά­κι πώ πω, τὸ συνιστῶ στὴν ἀγάπη σας. Εἶνε τριάντα σπιτάκια. Μὰ δὲν ξέρετε! Ὅλες οἱ γυναῖκες στὸ κεφάλι ἔχουν μαντήλι κ᾽ εἶνε ντυμένες ἀπὸ πάνω μέχρι κάτω μὲ τὴν πιὸ ὄμορφη μόδα ποὺ ὑπάρχει στὸν κόσμο. Εἶνε ἐνδυμασία – ἱστορία. Ἡ φορεσιά τους ἔχει τρία χρώ­ματα· τὸ μαῦρο, τὸ ἄσπρο καὶ τὸ κόκκινο· τὸ κόκκινο γιὰ τὰ αἵματα ποὺ χύθηκαν, τὸ μαῦ­ρο γιὰ τὰ δάκρυα ποὺ χύσανε, καὶ τὸ ἄ­σπρο γιατὶ ἄσπρη εἶνε ἡ ψυχή τους. Τὶς βλέπεις ὄ­μορφα ντυμένες. Ἅμα τὴ δῇς ἔτσι τὴ γυναῖ­κα, ἀποκαλύπτεσαι, δὲν σκέπτεσαι τὸ πονηρό. Ἔχουν τὴν πιὸ ὄμορφη μόδα τοῦ κόσμου. Πάει τώρα αὐτή.
Τώρα τί συνέβη; Ἦρθε ὁ διάβολος καὶ τῆς λέει· Ἄ, δὲν εἶσαι ἔτσι καλὰ ντυμένη… Αὐτὸς εἶνε ὁ διάβο­λος τῶν Παρισίων. Κάθε πόλι θὰ τιμωρηθῇ. Κάθε πόλι· ἡ Μόσχα θὰ τιμωρηθῇ γιὰ τὴν ἀθεΐα της, τὸ Παρίσι θὰ τιμωρη­θῇ γιὰ τὴν πορνεία του (ἀπὸ ἐκεῖ βγαίνει ὅλη ἡ μόδα καὶ ἡ κακοήθεια), καὶ ἡ Νέα Ὑόρκη θὰ τιμω­ρηθῇ γιὰ τοὺς γκανγκστερισμοὺς καὶ γιὰ τὸ καπιτάλ της. Ἀλλὰ κ᾽ ἐμεῖς ἐδῶ θὰ τιμωρη­θοῦμε, γιατὶ προδώσαμε τὴν Ὀρθοδοξία. Λοιπόν, ὁ διάβολος λέει· Δὲν εἶσαι καλὰ τώρα ντυμένη· τί, καλόγρια θὰ γίνῃς; Καὶ πῆρε αὐ­τὸς μιὰ ψαλίδα καὶ κόντυνε ἀπὸ κάτω τὸ φόρεμα μέχρι πάνω ἀπ᾽ τὸν ἀστράγαλο. Προχώρησε ἐν συνεχείᾳ «ἔτι» καὶ «ἔτι» καὶ τὸ κόν­τυνε μέχρι τὰ γόνατα. Καὶ συνεχίζει «ἔτι» καὶ «ἔτι» καὶ πάει νὰ ξεγυμνώσῃ τὴ γυναῖκα ἐν­τελῶς. «Ἔτι» καὶ «ἔτι» γυμνώσου! Ἐγὼ διατάζω, ὁ διάβολος. Κι ὅταν ἡ γυναίκα διστάζῃ, αὐτὸς διατάζει· Προχώρα!
◊ «Ἔτι» καὶ «ἔτι» λοιπὸν προχώρα στὴν κλεψιά, ἀπὸ τὸ ἀβγὸ μέχρι τὸ βόδι· «ἔτι» καὶ «ἔτι» προχώρα στὴ διεφθαρμένη μόδα μέχρι νὰ μείνῃς γυμνή. Μιὰ κοπέλλα, ποὺ μένει ἁ­γνὸ λουλούδι στὰ ψηλὰ βουνά μας, στὸ Γράμμο καὶ στὸ Βίτσι, ποιός τὴν ἐκ­τιμᾷ; σηκώνεται πρωὶ – πρωί, δουλεύει στὸ χωράφι, ἀρμέγει τὴ γίδα, τὸ πρόβατο, τὴν ἀγελάδα, νὰ γίνουν τὰ ἀγαθὰ ποὺ τρῶς ἐσύ, κοκώνα τοῦ Κολωνακίου, καὶ προβάλλεσαι στὸν κόσμο; ποιός τὴ θυ­­μᾶται ἐκείνη; Κανείς. Ἡ ἄλλη, ποὺ τραγουδάει στὸ νυχτερινὸ κέν­τρο, πληρώνεται ἁ­δρά· εἶνε καλλιτέχνις, σοῦ λέει· πίσω ὅμως ἀ­πὸ τὴν ὀνομασία αὐτὴ εἶνε κάτι ἄλλο· ἂν τολμήσουμε νὰ τὸ ποῦμε, νὰ τὶς ὀνομάσουμε ἔτσι, μᾶς καθίζουν στὸ ἑ­δώλιο γιὰ συκοφαν­τικὴ δυσφήμησι. Καλλιτέχνις αὐτή, σοῦ λέει, ἀφοῦ ἔ­χει τέτοια φωνή! Ἡ καημένη ἡ βοσκοπούλα στὸ βουνὸ ζῇ φτωχικά, ἡ νοσοκόμα ποὺ ξενυχτάει στὸ νοσοκομεῖο δίπλα στὸν ἄρ­­­ρωστο σὰν ἄγ­γελος, ζῇ φτωχικά· αὐτὴ ὅ­μως μὲ τὴ χρυσῆ φωνὴ μέσα σὲ μιὰ νύχτα μαζεύει παρακαλῶ ἑκατὸ χιλιάδες. Μπράβο, κοι­­­νωνία! Ὅπως πᾷς, νὰ δοῦμε στὸ τέλος ἂν θὰ μείνῃ ἔτσι βοσκὸς στὸ βουνὸ καὶ νοσοκόμος στὴν πόλι. Δὲν θὰ εἶνε αὐτοὶ κορόιδα γιὰ νὰ περιποιοῦνται ἐσένα τὸν κύριο. «Ἔτι» καὶ «ἔτι» λοιπόν· ἐσὺ ποὺ κλέβεις, κλέψε περισσότερα· ἐσὺ ποὺ πετᾷς τὰ ῥοῦχα σου, ξεγυμνώσου τελείως· κ᾽ ἐσὺ ὁ καλλιτέχνης τραγού­δα ὅλο καὶ πιὸ αἰσχρά…
◊ «Ἔτι» καὶ «ἔτι», προχωρεῖτε προχωρεῖτε! κ᾽ ἐσὺ ὁ γέρος μὲ τ᾽ ἄσπρα μαλλιά, ποὺ στὰ ἑ­βδομήντα σου πέταξες τὴν εὐλογημένη γυναῖ­κα σου στὸ δρόμο καὶ τώρα ἔχεις σχέσεις ἁμαρτωλὲς μ᾽ ἕνα ἁμαρτωλὸ γύναιο εἴκοσι χρονῶν, ποὺ περιμένει πότε νὰ πεθάνῃς νὰ σὲ κληρονομήσῃ, τρέχα στὸ ὑπουργεῖο δικαι­οσύνης νὰ βγάλῃς διαζύγιο αὐτόματο. «Ἔτι» καὶ «ἔτι» προχωρεῖτε λοιπόν, ἐλεύθεροι εἶ­στε. Νὰ δοῦμε ὅμως τὸ τέλος, ποῦ θὰ βγῆτε.
● Τί κάνουν τὰ παιδιὰ τοῦ Φωτός;
Καὶ ὁ μὲν κόσμος αὐτὸς προχωρεῖ ἀπὸ τὸ χειρότερο σὲ χειρότερο ἠθικῶς καὶ θρησκευ­τικῶς καὶ κοινωνικῶς· πέφτει ἀπὸ γκρεμὸ σὲ γκρεμὸ κι ἀπὸ βάραθρο σὲ βάραθρο· «ἄβυσσος ἄβυσσον ἐπικαλεῖται εἰς φω­­νὴν τῶν καταρρακτῶν σου» (Ψαλμ. 41,8). Τὰ παιδιὰ τοῦ σκότους προχωροῦν, σημειώνουν καταπληκτικὲς προόδους στὸ κακό, στὴν ἀπιστία, στὴ διαφθορά.
–Καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ Φωτὸς τί κάνουν;
Ἐμένα ῥωτᾶτε; Τὰ παιδιὰ τοῦ φω­τὸς κοιμοῦνται! Κοιμοῦνται ὅπως κοιμοῦνταν οἱ μαθηταὶ στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ. Ὁ Χριστὸς «ἤρξατο λυπεῖσθαι καὶ ἀδημονεῖν», προσ­ευχόταν γονατιστὸς τὴ νύχτα κάτω ἀπ᾽ τὸ φεγγάρι, μὲ ἀγωνία τόση ὥστε ὁ ἱδρώτας του ἔ­σταζε στὴ γῆ σταλαγματιὰ – σταλαγματιὰ μαζὶ μὲ πηχτὸ αἷμα. Καί, ἐνῷ ἦταν σὲ κατάστασι τέ­τοιας στενοχώριας καὶ ἀδημονίας, οἱ μαθη­ταὶ πιὸ πέρα ῥοχάλιζαν ἐπάνω στὰ χορτάρια. «Κοιμᾶστε λοιπὸν καὶ ἀναπαύεστε! ἰδοὺ ἤγγικεν ἡ ὥρα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἁμαρτωλῶν» (Ματθ. 26,37,45).
Ἔτσι καὶ σ᾽ ἐμᾶς ὁ Χριστὸς μὲ ἀγωνία γιὰ τὴν πορεία μας παραπονεῖται· Ἐγὼ μεριμνῶ γιὰ σᾶς, ἐγὼ σᾶς κρατῶ ἀνοιχτὴ τὴ Βίβλο, σᾶς διαβάζω τὴ Γραφή, σᾶς ἁγιάζω μὲ τὴ θεία λειτουργία, σᾶς κατηχῶ μὲ κηρύγματα καὶ μαθήματα, σᾶς φροντίζω μὲ τὴν πρόνοιά μου, εἶμαι γιὰ σᾶς παντοῦ καὶ πάντοτε· ἀλλὰ σεῖς, παιδιὰ τοῦ Φωτός, κοιμᾶστε, δὲν ἀγρυπνεῖτε μαζί μου. Τὰ μεσάνυχτα μέσα στὰ κέντρα διασκε­δάσεως, ποὺ φύτρωσαν στὸν τόπο μας ὅ­πως τὰ μανιτάρια πάνω στὰ κόπρια, χιλιάδες νέοι γλεντᾶνε. Δὲ μοῦ λέτε· Πόσοι τὴ νύχτα – τὰ μεσάνυχτα ξυπνοῦν, πιάνουν κομποσχοί­νι καὶ παρακαλοῦν τὸ Θεό; Ποιός φιλοτιμεῖ­ται; Τὰ παιδιὰ τοῦ σκότους «ἔτι» καὶ «ἔτι» προχωροῦν στὴ διαφθορά. Ἐμεῖς;
Ἀλλὰ δὲν τελειώσαμε· ἐὰν θέλῃ ὁ Θεὸς θὰ συνεχίσουμε.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
● Ὑπάρχει καὶ τὸ καλὸ «ἔτι»
Παρὰ ταῦτα ἡ Ἀποκάλυψις μᾶς παρηγορεῖ. Τί λέει στὴ συνέχεια τὸ χωρίο ποὺ ἑρμηνεύουμε· «ὁ δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω ἔτι, καὶ ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι» (Ἀπ. 22,11).
Δὲν προχωρεῖ δηλαδὴ μόνο τὸ κα­κό· προχωρεῖ ἐξ ἴσου καὶ τὸ καλό, ἔστω καὶ ἂν φαίνε­ται ὅτι κινεῖται σὲ μικρότερη κλίμακα. Μπορεῖ τὸ πονηρὸ νὰ πλεονεκτῇ σὲ ὄγκο, σὲ ποιότητα ὅμως ὑπερέχει τὸ ἀγαθό· τὸ ὕψος τῆς πίστεως, αὐτὸς ὁ «κόκκος σινάπεως» (Ματθ. 13,31· 17,20. Μᾶρκ. 4,31. Λουκ. 13,19· 17,6), ἀντισταθμίζει τὴν πλημμύρα τῆς ἀσεβείας καὶ ἀθεΐας. Ἄλλωστε, ἐνῷ τὸ κα­κὸ εἶνε θρασὺ καὶ ἀλαζονικό, τὸ ἀγαθὸ εἶνε σεμνὸ καὶ ἀφανές, προχωρεῖ χωρὶς θόρυβο καὶ καύχησι. «Οὐκ ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μετὰ παρατηρήσεως» (Λουκ. 17,20).
Καὶ ποῦ προχωρεῖ τὸ καλό; Εἶνε ἄξιο παρατηρήσεως ὅτι, ἐκεῖ ποὺ παρουσιάζεται ἡ μεγα­λύτερη αἰχμὴ τῆς διαφθορᾶς, ἐ­κεῖ παρουσιάζεται ἀντιστοίχως καὶ ἡ αἰχμὴ τῆς ἀρετῆς. Περίεργο πρᾶγμα. Εἶνε ἐκεῖνο ποὺ λέει ὁ ἀ­πόστολος Παῦλος· «Ἐκεῖ ποὺ ἐ­πε­ρίσσευσε ἡ ἁ­μαρ­­τία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις» (῾Ρωμ. 5,20). Αὐξάνει ἡ ἁμαρτία; αὐξάνει καὶ ἡ χάρις.
Παραδείγματα; Διαβάστε νὰ δῆτε.
� Ἡ ἐποχὴ τοῦ Νῶε ἦταν διεφθαρμένη. Ἀλ­λὰ μέσα στὴ διαφθορὰ ἕνας Νῶε μὲ τὴν οἰ­κογένειά του, ὀχτὼ ἄτομα, κράτησαν τὴν πίστι στὸ Θεό· ἐνῷ οἱ ἄλλοι εἶχαν γίνει σάρκες, αὐ­τοὶ ζοῦσαν κατὰ τὸ θέλημά του.
� Ἄλλο παράδειγμα κατόπιν. Στὰ Σόδομα καὶ Γόμορρα ἦταν φρικτὴ ἡ κατάστασι. Ἁ­μαρτήματα ποὺ δὲν λέγονται διέπρατταν ἀναίσχυντα ὅ­λοι ἀ­πὸ κοινοῦ. Μέσα ὅμως σ᾽ αὐτὴ τὴν κατάπτωσι ὁ Λὼτ μὲ τὴ γυναῖκα καὶ τὶς δύο κό­ρες του κρατοῦ­σαν τὴν θεοσέβεια καὶ ζοῦ­σαν μὲ καθαρότητα καὶ τιμή.
� Θέλετε ἄλλο ἕνα παράδειγμα; Στὰ χρόνια ποὺ ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ ἦταν αἰχμάλωτοι στὴ Βαβυλῶνα διακρίθηκαν οἱ Τρεῖς Παῖδες. Ἕ­νας δικτάτορας, ὁ Ναβουχοδονόσορ, ἔφτειαξε ἕνα πελώριο ἄγαλμα καὶ διέταξε· Πέσετε ὅ­λοι νὰ τὸ προσκυνήσετε· μόλις ἠχήσουν τὰ ὄ­ργανα καὶ ἡ σάλπιγγα δώσῃ τὸ σύνθημα, γονατίστε ὅλοι. Ὅποιος δὲν πέσῃ νὰ προσκυνή­σῃ τὸ ἄγαλμα, δίπλα ἐδῶ περιμένει τὸ πυρακτωμένο καμίνι καὶ θὰ ῥιχτῇ μέσα σ᾽ αὐτό. Καὶ πράγματι, μόλις ἀκούστηκαν τὰ ὄργανα ἔσκυψαν ὅλοι στὴν πεδιάδα Δεειρᾶ (Δαν. 3,1)· ὅπως τὸ δρεπάνι περ­νάει καὶ κόβει τὰ στάχυα, ἔτσι μό­­λις δόθηκε τὸ σύνθημα στρώθηκαν ὅλοι κα­ταγῆς. Μόνο οἱ Τρεῖς Παῖδες, ὁ Σεδρὰχ ὁ Μισὰχ καὶ ὁ Ἀβδεναγώ (Ἀνανίας, Ἀζαρίας καὶ Μισαήλ) ἔμειναν ὄρθιοι καὶ εἶπαν· Ὄχι! ἐμεῖς προσ­κυνοῦμε μόνο τὸν Κύριό μας, δὲν προσ­κυνοῦμε εἴδωλα. Τοὺς ἔρριξαν στὸ καμίνι, ἀλ­λὰ μὲ τὴν πίστι στὸν ἀληθινὸ Θεὸ βγῆκαν ἀπὸ ἐκεῖ ἀβλαβεῖς.
Ὅπως λοιπὸν πρὸ τοῦ κατακλυσμοῦ βρέθηκε ὁ Νῶε, στὰ Σόδομα βρέθηκε ὁ Λώτ, στὴ Βαβυλῶνα τοῦ Ναβουχοδονόσορος βρέθηκαν οἱ Τρεῖς Παῖδες, ἔτσι ὑπάρχουν πάν­τοτε οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ.
–Αὐτὰ ἦταν κάποτε, θὰ μοῦ πῇ κάποιος, «τῷ καιρῷ ἐ­κείνῳ» ποὺ λέτε σεῖς οἱ παπᾶδες· σήμερα ὅμως ποῦ εἶνε τέτοια παραδείγματα πιστῶν ποὺ ἀντιστέκονται στὸ κακό; Ὑπάρχουν τέτοιοι ἄνθρωποι;
Ὑπάρχουν καὶ σήμερα! καὶ θὰ ὑπάρχουν πάντοτε· ἀλλὰ δὲν γράφουνε τὰ ὀνόματά τους οἱ ἐφημερίδες. Ποῦ ὑπάρχουν; Σᾶς ἀναφέρω δυό – τρία τέτοια διαμάντια κρυμμένα μέσ᾽ στὴν κοπριὰ τοῦ κόσμου, καὶ τελειώνω.
� Τὸ ἕνα. Τὸ θέρος τοῦ 1972 ἔγιναν στὸ Μόναχο οἱ Ὀ­λυμπιακοὶ ἀγῶνες· ἐκεῖ ἡ χώρα μας δὲν διακρίθηκε. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ πῆγαν στὴν Ὀλυμπία ν᾽ ἀνάψουν φῶς στὸ βωμὸ τοῦ Δία κ᾽ ἔκαναν προσευχὴ σ᾽ αὐτὸν νὰ τοὺς βο­ηθήσῃ, ἀπὸ τότε αὐτὴ ἡ ὑπόθεσις δὲν πῆγε καλά. Καὶ ποῦ κατέληξε; Ὄχι ὅτι εἴμαστε ἐναν­­τίον τοῦ ἀθλητισμοῦ, ὄχι· εἴμαστε ἐναντίον ἑνὸς ἀθλητισμοῦ ποὺ προσκυνάει τὰ εἴδωλα. Στὸ Μόναχο πῆγαν χιλιάδες ἀθληταί (Γιαπωνέζοι, Κινέζοι, Ἀφρικᾶνοι, Ἀβησσυνοί…, ἀπ᾽ ὅ­λα τὰ κράτη). Μεταξὺ αὐτῶν ἦταν καὶ Χριστι­ανοί. Τὴν ὥρα λοιπὸν τῆς ἐνάρξεως τῶν ἀ­γωνισμάτων, μπροστὰ σὲ ἑκατομμύρια μάτια ποὺ παρακολουθοῦσαν, εἶδαν ὅλοι ἕναν ποὺ προτοῦ νὰ ξεκινήσῃ ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυ­­ροῦ. Δὲν ἦταν Ἕλληνας, ῾Ρουμᾶνος ἦ­ταν. Μάλιστα, κύριε· ἔτσι ἔρχονται τὰ μαθήματα. ῾Ράπισμα ἦταν αὐτὸ γιὰ μᾶς.
� Στὴν Ἑλλάδα τὸ 1896, στοὺς Ὀλυμπιακοὺς ἀ­γῶνες ποὺ ἔγιναν, εἴχαμε νίκη· πρῶ­τος ὀ­λυμπιονίκης μαραθωνοδρόμος ἦ­ταν ὁ Σπῦ­­ρος Λούης (1872-1940) ἀπὸ τὸ Μαρού­σι· γι᾽ αὐ­τὸ ἔχουν ἐκεῖ καὶ ἄ­γαλμά του. Τί ἦταν ὁ Λούης; Ἕνας γαλατᾶς. Ἄκουσε γιὰ τοὺς μαραθω­νοδρόμους καὶ ρώτησε· –Τί ἀ­γῶνα κάνουν αὐ­τοί; –Νά, τρέχουν αὐτὴ τὴν ἀπόστασι καὶ ὅ­ποιος φτά­σῃ πρῶτος παίρ­νει μεγάλο βραβεῖο. –Μὰ αὐτὸ μπορῶ νὰ τὸ κάνω κ᾽ ἐγώ, κι ἂς μὴν ἔχω προπονηθῆ. Πάει λοιπὸν ὁ Λούης μέσα στὴν ἐκκλησία, κάνει τὸ σταυρό του καὶ λέει· –Παναγιά μου, βο­ήθα με. Συμμετέχει στὸ ἀγώνισμα καὶ τερματίζει πρῶτος! Ἀπὸ ᾽κεῖ βγῆκε ἡ ἔκφρασι «ἔγινε Λούης» γιὰ κάποιον ποὺ εἶνε γρήγορος στὰ πόδια. Βλέπετε λοιπόν; ἐνῷ ὁ ἕνας προχωρεῖ «ἔτι» καὶ «ἔτι» στὸ κακό, στὴν ἀ­σέβεια, στὴ βλαστήμια, στὴν ἀδικία, ὁ ἄλ­λος, ὁ ἁπλοϊκὸς γαλατᾶς στὴν Ἑλ­λάδα ἢ ὁ ἀ­θλητὴς στὸ Μόναχο, παρ᾽ ὅλο ὅτι μεγάλωσε σὲ ἀθεϊστικὸ καθεστώς, «ἔτι» καὶ «ἔτι» προχω­ροῦν στὸ ἀγαθό, στὴν πίστι, στὸ σεβασμὸ τοῦ Θεοῦ, καὶ διδάσκουν ἐμᾶς.
� Θέλετε ἄλλο παράδειγμα; Πᾶμε στὴ ῾Ρωσία. Ὑπὸ ἄθεο καθεστὼς γινόταν κηδεία ἑνὸς μεγάλου προσώπου καὶ μαζεύτηκαν ὅλοι οἱ ἐ­πίσημοι. Κανείς τους σταυρό! Ἐκεῖ λοιπὸν ἔρ­χεται καὶ κάποιος ποὺ ἔκανε τὸ σταυρό του καὶ τὸν εἶδαν ὅλοι. Τὸν γνώριζαν· λο­γο­τέχνης μὲ διεθνῆ ἀναγνώρισι καὶ βραβεῖα (Νόμπελ 1970), ἀνώτερος τοῦ Ντοστογιέφσκυ, ὁ δι­άσημος Ἀλέξανδρος Σολζενίτσιν. Αὐτὸς τρεῖς φορὲς τὸ σταυρό του! Πάρε τὸ μάθημά σου ἐσύ, κύριε, ποὺ κάνεις τὸν ἐπιστήμονα καὶ τὸ λογοτέχνη. Ὁ ἕνας προχωρεῖ «ἔτι» καὶ «ἔτι» στὴν ἀπιστία, ὁ ἄλλος«ἔτι» καὶ «ἔτι» προχωρεῖ στὴν πίστι καὶ τὴν ὁμολογία.
� Θέλετε κι ἄλλο ἕνα; Ἂς γυρίσου­με ἐδῶ. Δὲν εἶνε πολλὰ χρόνια ποὺ συνέβη τὸ ἑξῆς στὴ Μύκονο, τὸ εὐλογημένο νησάκι τῶν Κυκλάδων μὲ τὸ ὄμορφο μοναστηράκι τῆς Παναγίας τῆς Τουρλιανῆς. Πῆγε ἐ­κεῖ νὰ ξεκουραστῇ ἕνας Γερμανὸς ἐπιστήμονας ποὺ θεωρεῖται ὁ ἐφευρέτης τῶν πυραύλων. Καὶ τὸ πρωὶ τῆς Κυριακή, ἐνῷ οἱ ἄλλοι ξένοι παραθερισταὶ πήγαν γιὰ μπάνιο, αὐτὸς σηκώθηκε καὶ πῆγε στὴν ἐκκλησία. Κι ὅταν βγῆκε ἔξω καὶ τὸν ῥώτησαν –Μά, πιστεύετε; ἀπήν­τησε· –Πιστεύω πιὸ βαθειὰ τώρα ἀπ᾽ ὅ,τι πρίν· βλέπω παντοῦ τὸ Θεό. Ποιός εἶνε; Εἶνε ὁ Βέρνερ φὸν Μπράουν (Wernher Magnus Maximilian Freiherr von Braun). Πάρε λοιπὸν ἀπὸ αὐ­τὸν τὸ μάθημά σου κ᾽ ἐσύ, κ. κα­θηγητά, ποὺ ὁρίζεις στὰ παιδιὰ Κυριακὴ πρωὶ ἐξετάσεις, γιὰ νά ᾽χῃς τὸ ἀπόγευμα ἐ­λεύθερο.
Θὰ μποροῦσα νὰ σᾶς ἀναφέρω κι ἄλλα παραδείγματα. Νομίζω ὅτι ἀρκοῦν αὐτά. Ἐπιβεβαιώνουν τὸ ῥητὸ «ὁ ἀδικῶν ἀδικησάτω ἔτι, καὶ ὁ ῥυπαρὸς ῥυπαρευθήτω ἔτι, καὶ ὁ δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω ἔτι, καὶ ὁ ἅγιος ἁ­γιασθήτω ἔτι».

● Λίγο χρόνο ἔχουμε
Σᾶς προειδοποιῶ, ἀγαπητοί μου, ὅτι τὸ κα­κὸ δὲν θὰ σταματήσῃ· θὰ προχωρήσῃ ἀκόμη περισσότερο. Θὰ σαπίσῃ ἀκόμη περισσότερο ἡ κοινωνία, ὁλόκληρος ὁ κόσμος, καὶ ἡ πατρί­δα μας ἀκόμη. Νὰ περιμένετε πράγματα φρικτά. Ἡ διαφθορὰ θὰ αὐξηθῇ. Τὸ εἴδατε;
Σὲ παραλία τῆς λεβεντογέννας Κρήτης κατασκήνωσαν γυμνισταί. Καταβάλλεται φρον­τίδα γιὰ τὴ θάλασσα νὰ μείνῃ καθαρὴ καὶ ἀ­μόλυντη, ἀλλὰ τὴν ἄλλη γαλανὴ ἐλπίδα, τὴ νε­­ότητα, ἀφήνουν νὰ τὴ βρωμίζουν ἐλεεινὰ ὑ­ποκείμενα. Ὅταν ὅμως γυμνισταὶ ἐμφανίστηκαν μέσα στὸ Ἡράκλειο, οἱ Κρητικοὶ μαζεύτηκαν καὶ γυναῖκες – ἄντρες ἄρχισαν νὰ πετροβολοῦν τὸ μπαλκόνι τοῦ ξενοδοχείου ὅπου παρουσιάστηκαν τσίτσιδοι, ἕως ὅτου ἀ­ναγκάστηκε ἡ ἀστυνομία καὶ τοὺς σταμάτησε.
Στὶς ἄλλες χῶρες τὰ πράγματα εἶ­νε πολὺ χειρότερα. Χθὲς – προχθὲς διάβασα τοῦτο τὸ ἀπίστευτο. Στὸ Λονδῖνο οἱ Ἄγγλοι βουλευταί, στὴ χώρα ποὺ κρατοῦσε ἄλλοτε τὸ Εὐαγγέλιο κ᾽ ἔκανε προσευχές, οἱ Ἄγγλοι τῆς Βίβλου, αὐτοὶ διεφθάρησαν τόσο, ὥστε ψήφισαν νόμο νὰ ἐπιτρέπεται νὰ παντρεύεται ἄν­τρας μὲ ἄντρα! Μόνο ἕνας διαφώνησε, ἔνδοξος στρατηγός, ὁ 85χρονος Μοντγκόμερυ· πῆρε τὰ παράσημά του, ἑκατὸ παράσημα, καὶ τὰ πέταξε.
Θέλετε ἄλλο; Σάπισε ἡ Ἀμερική. Ὅλες σχε­­δὸν οἱ ἐφημερίδες δημοσίευσαν, ὅτι κάποιος πάστορας μὲ τ᾽ ἄμφιά του, τὸ σταυρὸ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο, στεφανώνει ἕνα ἀντρόγυνο ποὺ ἡ νύφη ἦταν …ἄντρας!
«Σημεῖα τῶν καιρῶν»! (Ματθ. 16,3). Μοῦ ᾽ρχεται νὰ σταματήσω, νὰ κλάψω. Κάτι βλέπω. Βλέπω ἕνα μαῦρο σύννεφο ποὺ ἔρχεται ψηλὰ – ψηλὰ εἴτε ἀπὸ βορρᾶ εἴτε ἀπὸ δύσι. Πώ πω, φοβε­ρὸ πρᾶγμα. Τί λέει τὸ χωρίο ποὺ ἐξηγοῦμε· «Ὁ ἀδικῶν ἀδικησάτω ἔτι, καὶ ὁ ῥυπαρὸς ῥυπαρευθήτω ἔτι, καὶ ὁ δίκαιος δικαιοσύνην ποι­ησάτω ἔτι, καὶ ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι». Λέει καὶ κάτι ἄλλο· «Ὁ καιρὸς ἐγγύς ἐστιν» (Ἀπ. 22,10). Ἂς κλέβῃ αὐτός· ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα θὰ τὸν πάρῃ, θὰ τὸν ἁρπάξῃ· θὰ ἔρθῃ ἡ τσιμπίδα νὰ τὸν πιάσῃ αὐτόν. Ἔτσι ἦταν στὰ Σόδομα· γλεν­­τοῦσαν, διασκέδαζαν, καὶ ξαφνικὰ γέμισε ὁ οὐρανὸς ἀπὸ μαῦρα σύννεφα καὶ ἔβρεξε φωτιὰ καὶ θειάφι· λαμπάδιασε ὁ τόπος καὶ κάηκαν τὰ πάντα. Ἔτσι ἦταν καὶ στὴν ἁμαρτωλὴ Πομπηία· ἁμάρταναν, ὠργίαζαν, καὶ ξαφνικὰ ἄ­­νοιξε τὸ βουνό, ξέρασε φωτιά, τοὺς ἔκανε κάρβουνο, καὶ βρέθηκαν ὅπως ἦταν· ὁ ἕνας τὴν ὥρα ποὺ ἔκλεβε, ὁ ἄλλος τὴν ὥρα ποὺ τσα­κωνόταν, ὁ τρίτος ξεγυμνωμένος τὴν ὥ­ρα καὶ ἔκανε αἰσχρὰ πράγματα…· τά ᾽χουν κλεισμένα στὸ μουσεῖο τῆς Πομπηίας καὶ ἀ­παγορεύεται ἡ εἴσοδος. Ἔτσι θὰ συμβῇ πάλι· τὴν ὥρα ποὺ κλέβεις, ποὺ ἀτιμάζεις, ποὺ ὀρ­γι­άζεις, ποὺ βγάζεις τὰ μάτια σου, ποὺ χτυ­πᾷς τὴ γυναῖκα του, ἔτσι θά ᾽ρθῃ τὸ ἀπαίσιο σύννεφο· «ὁ καιρὸς ἐγγύς ἐστιν», κοντὰ εἶν᾽ ὁ καιρός.
Θυμᾶμαι ἀπὸ τὰ παιδικά μου χρόνια ὅ­ταν ἔγινε τὸ ᾽22 ἡ μεγάλη καταστροφὴ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ στὸ χωριό μου ἀπὸ τὰ διακόσα νέα παιδιὰ οὔτε τὰ εἴκοσι δὲν γύρισαν. Καὶ μαζευτήκαμε ἐμεῖς τὰ μικρὰ καὶ οἱ μανάδες καὶ κλαίγαμε. Καὶ ἄκουγες, Ποῦ εἶνε ὁ ἕ­νας; Ποῦ εἶνε ὁ ἄλλος; Ἕνα χρόνο ὁλόκληρο ἔ­κλαι­γαν τὰ βουνὰ καὶ τὰ λαγκάδια γιὰ τὰ παιδιὰ ποὺ ἄφησαν τὰ κόκκαλά τους στὸ Σαγγάριο. Κάπου λοιπὸν κ᾽ ἐγὼ μικρὸς ἄκουσα ἀπὸ κοντὰ νὰ ῥωτοῦν κάποιον ποὺ εἶχε πάρει μέρος στὴν ἐκστρατεία· –Τί ἔγινε ὁ Γιῶργος. –Δὲν μπορῶ, λέει, νὰ σᾶς πῶ. –Μὰ τί ἔγινε τὸ κα­λὸ αὐτὸ παιδί; δὲν πρόλαβε νὰ φύγῃ; –Ἄχ, λέει, ντρέπομαι νὰ σᾶς τὸ πῶ· μᾶς πῆραν φαλάγγι οἱ Τουρκαλάδες καὶ μᾶς κυνηγοῦσαν· καί, ἐνῷ οἱ δικοί μας τὸν εἶδαν καὶ τοῦ φώναζαν, «Βρὲ Γιῶργο, ἔλα», τί εἶχε κάνει αὐ­τός· βρῆκε μιὰ χανούμισσα, μπῆκε μέσα στὴν καλύβα καὶ ὠργίαζε μαζί της. Ἄλλοι, τὴν ὥρα ἐ­κείνη ποὺ μᾶς καταδίωκαν κ᾽ ἔφευγε ὁ στρα­τός μας πανικόβλητος, βρῆκαν εὐκαιρία νὰ κλέβουν, ν᾽ ἁρπάζουν, ν᾽ ἀτιμάζουν. Ἄλλοι σκό­τωναν βόδια, γιὰ νὰ τ᾽ ἀνοίξουν, νὰ πάρουν τὰ δαμάλια, νὰ βγάλουν τὰ ἐντόσθια νὰ τὰ ψήσουνε. Ἔχαναν ἔτσι χρόνο καὶ γράπ! μέσ᾽ στὶς κλεψιὲς καὶ ἀτιμίες τοὺς πιάσανε, ἐνῷ τ᾽ ἄλλα παιδιὰ φεύγανε καὶ ἦρθαν στὴν Ἑλλάδα.
Αὐτὰ θυμίζουν κάτι ποὺ συνέβη στὸν ὠκεανό. Δὲν εἶνε πολὺς και­ρὸς ποὺ ἕνα καράβι ναυάγησε καὶ βυθιζόταν στὰ ἄγρια κύματα. Ὁ πλοίαρχος πάνω ἀπὸ τὴ γέφυρα ἔδωσε τὸ σύνθημα· Ὅλοι στὶς βάρκες μὲ τὰ σωσίβια! Κάποιος ὅμως ἔμενε ἀτάραχος. Ὁ καπετάνιος μὲ τὸ πιστόλι στὸ χέρι ἔβαλε τάξι· κατέβηκαν πρῶτα τὰ παιδιά, μετὰ οἱ γυναῖ­κες, με­τὰ οἱ γέροι. Ὅλοι κατέβηκαν, αὐτὸς δὲν κατέ­βαινε. –Βρέ τρέξε, τὸ πλοῖο βουλιάζει, ἔλα ἔξω. Ἦταν κλέφτης· βρῆκε εὐκαιρία ν᾽ ἁρπά­ξῃ· πήγαινε ἀπὸ καμπίνα σὲ καμπίνα καὶ μάζευε μάζευε. Ποῦ καὶ ποῦ κοίταζε λίγο ἀπ᾽ ἔ­ξω καὶ ὑπολόγιζε· «Ἔχω καιρό». Ξαφνικὰ ὅ­μως, μὲ μία ἀπότομη κλίσι τὸ πλοῖο μπλούμ! βυθίστηκε· πάει κι ὁ κλέφτης μαζί του στὸ βυθό. Ἔτσι συμβαίνει μὲ τοὺς ἄφρονες· ἐνῷ ἡ ἀν­θρωπότης ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα καταποντίζεται, αὐτοὶ στὸ λίγο χρόνο ποὺ διαθέτουν ἀ­σω­­τεύουν καὶ κραιπαλοῦν. «Ὁ καιρὸς ἐγγύς ἐστιν»! Λίγο περιθώριο ἔχουμε πλέον στὴ δι­άθεσί μας, ἂν μπορέσουμε νὰ τὸ ἀξιοποιήσουμε.

«Ἕως τοῦ θανάτου ἀγώνισαι πε­ρὶ τῆς ἀληθείας»
Τί πρέπει νὰ κάνουμε; νὰ σταυρώσουμε τὰ χέρια καὶ ν᾽ ἀφήσουμε τὸ κῦμα νὰ μᾶς καταπιῇ; Ὄχι! «Ὁ δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω ἔτι, καὶ ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι». Ὅσοι εἶ­νε γενναῖοι καὶ ὑψηλοὶ στὸ φρόνημα, ὅσοι ἔχουν συναίσθησι καὶ ντροπή, ἂς ἀντισταθοῦμε σ᾽ αὐτὸ τὸ κακό. Ὄχι ἁπλῶς νὰ κάνουμε ἐκεῖνο ποὺ κάνουμε, ἀλλὰ ἐδῶ τώρα κάτι παραπάνω! Ἐὰν σᾶς πῶ ἐγὼ αὐτὴ τὴν ὥρα, ὅπως εἶστε, νὰ βγοῦμε στὸ δρόμο, νὰ κάνουμε μιὰ διαδήλωσι γιὰ ἕνα μεγάλο καὶ ὑψηλὸ σκοπό, πόσοι θὰ ἀκολουθήσετε τὸν Αὐγουστῖνο; (ἀπαν­τοῦν· –Ὅλοι!) Μὴν τὰ λέτε σ᾽ ἐμένα αὐτά, γιατὶ ξέρω· μόλις ξεκινήσουμε καὶ φτάσουμε παρακάτω καὶ παρουσιαστῇ ἡ φάλαγγα τῶν ἀστυνομικῶν, δὲν θὰ πᾶμε ἑκατὸ μέτρα παρα­κάτω καὶ θὰ φύγετε νὰ μ᾽ ἀφήσετε μόνο. Εἶνε δειλοὶ καὶ ἄνανδροι οἱ χριστιανοί. Ἐμεῖς δὲν λέμε νὰ γκρεμίσουμε τὸ καθεστώς, δὲν ἔ­χουμε καμμία ἀνάμειξι στὴν πολιτική. Ὄχι, κύριε. Κανείς δὲν σοῦ λέει νὰ πάρῃς στὰ χέρια σου μπόμπα καὶ δυναμίτες νὰ τινάξῃς στὸν ἀέρα ἀστυνομικὰ τμήματα· ἐγὼ σοῦ λέω νὰ κάνῃς τὴ γλῶσσα σου βόμπα καὶ κεραυνὸ κι ἀστροπελέκι καὶ νὰ φωνάξῃς «αἶσχος». Δὲν τὸ λέτε οὔτε αὐτό. Λοιπόν, ποῦ ᾽νε ἡ χριστιανοσύνη;
Γι᾽ αὐτὸ λέω, ὅτι τὸ κακὸ θὰ προχωρήσῃ ἁλματωδῶς. Δὲν μπορεῖτε νὰ φανταστῆτε. Κουβέντιαζα μὲ κάποιον, ποὺ ξέρει καλὰ τὰ ἑλληνικὰ πράγματα, ξέρει καλὰ τὴν κατάστασι. Τοῦ λέω· –Ποῦ πᾶμε ἠθικῶς; δὲν ζητῶ νὰ μάθω στρατιωτικῶς ἢ οἰκονομικῶς· ποῦ πᾶ­με, θὰ γίνουμε Δανία, Σκανδιναβία; Μοῦ λέει· –Τί καταλαβαίνεις; –Ἐγὼ τί καταλαβαίνω; Ξέρω καλὰ ὅτι, ἂν πάῃ γιατρὸς σὲ μιὰ πόλι τῆς Μακεδονίας σχετικῶς καλή –δὲν λέω τὸ ὄνομά της–, ἂν πάῃ γιατρὸς καὶ ἐξετάσῃ τὰ κορίτσια τῶν τελευταίων τάξεων τοῦ γυμνασίου, 80% εἶνε κατεστραμμένα. Καὶ τότε αὐτός (ἔ­χει ἐξέχουσα θέσι καὶ ἦταν σὲ μεγάλη πόλι – δὲν τὴ λέω κι αὐτήν) μοῦ ἀπαντᾷ· –Λάθος κάνεις. Ἐκεῖ ποὺ ἤμουν ἔκανα ἔρευνα καὶ ἔδειξε, ὅτι τὸ 98% τῶν κοριτσιῶν τῶν ἀνωτέρων τάξεων τοῦ γυμνασίου εἶνε κατεστραμμένα… Ποῦ πᾶμε, Θεέ μου; ποῦ πᾶμε; Καὶ κάποιος ἄλλος μιλώντας στὴ βουλὴ εἶπε· Μὴ σκοτίζεστε, δὲν ὑπάρχει πιὰ παρθενία στὴν Ἑλλάδα… Ἐκεῖ πέρα φθάσαμε. «Ἐγγύς ἐστι» τὸ τέλος.
Τί νὰ κάνουμε; οἱ ἰθύνοντες δὲν βοηθᾶνε, ὁ τύπος δὲν βοηθάει, οἱ σταθμοὶ δὲν βοηθᾶ­νε· μείναμε πιὰ μόνοι μας καὶ μᾶς κόλλησαν, ἀ­δέρφια μου, στὴν πλάτη μιὰ μεγάλη ταμπέλ­λα· «Τρελλός». Δόξα σοι ὁ Θεός, δόξα σοι ὁ Θεός! Τὸν εὐχαριστῶ τὸ Μεγαλοδύναμο γι᾽ αὐτὴν τὴν ταμπέλλα, ποὺ μοῦ κόλλησαν πα­πᾶ­­δες, δεσποτάδες, θεολόγοι, ἱ­ε­ροκή­ρυκες, κ᾽ ἔτσι ἡ ἐπίδρασί μου εἶ­νε πολὺ μικρὴ στὸ λαό.
Δύο ἡμέρες προτοῦ κατέβω στὴν Ἀθήνα, ἦρθαν στὸ γραφεῖο μου δύο ἄν­τρες, ὁ ἕ­νας ἀπὸ τὴ Δράμα διευθυν­τὴς ξενο­δοχείου, ὁ ἄλλος ἀπὸ τὴν Καβάλα πράκτορας. –Πῶς καὶ ἤρθατε ἀ­πὸ ᾽δῶ; ἐρωτῶ. –Κάνουμε περιοδεία στὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ δὲν πήγαμε σὲ ἄλλη μητρόπολι· μόνο ἐ­δῶ. –Γιατί ἤρθατε σ᾽ ἐ­μένα; –Ἤρ­θα­με, λένε, νὰ δοῦ­με μὲ τὰ μάτια μας πῶς εἶσαι, γιατὶ –μᾶς συγχωρεῖς– σὲ θεωροῦν τρελλό… Σὰν ἄνθρωπος πικράθηκα. Κοίταξα τὸν Ἐσταυρωμένο καὶ λέω· Δός μου ὑπομονή, Χριστέ μου, νὰ τοὺς κερδίσω αὐτοὺς ποὺ ἦρθαν ἐδῶ πέρα ἔστω κι ἀπὸ περι­έρ­γεια. –Δὲ μοῦ λές, λέω, ἐσὺ ποὺ ἔχεις τὸ πρακτορεῖο, πόσα παιδιὰ ἔ­χεις; –Εἶμαι, λέει, δέκα χρόνια παντρεμένος κ᾽ ἔχω δύο παιδιά. –Κρί­μα, λέω, κ᾽ ἔχεις ἄνεσι οἰ­κονομική· ἔπρεπε τώρα νά ᾽χῃς πέντε – δέκα παιδιά. –Ἐσὺ ποὺ ἔ­χεις τὸ ξενοδο­χεῖο, πόσα παιδιὰ ἔ­χεις; –Μμ… κ᾽ ἐγὼ δύο. –Μπράβο, τοῦ λέω. Συγ­κρί­νετε τὴν πατρί­δα μας μὲ ὅλους τοὺς γείτονες· αὐτοὶ πληθαίνουν καὶ μόνο ἐμεῖς λιγοστεύουμε. Νὰ ξέ­ρετε ὅμως ὅτι μέσα στὰ πολλὰ παιδιὰ εἶνε ἡ εὐλογία. Οἱ γονεῖς σας πόσα παιδιὰ γέννησαν; –Πολλά. –Μέσ᾽ στὰ πολλὰ θὰ βγῇ καὶ ἕνα κα­λὸ παιδί. Εἶνε παρατηρημένο, τὰ τελευταῖα παιδιὰ εἶνε ἐξυπνότερα καὶ πιὸ προκομμένα. –Μὰ προφήτης εἶ­σαι; ὁ πατέρας μου γέννησε ἑφτὰ κι ὁ τελευταῖος εἶνε καθηγητὴς πανεπιστημίου στὴ Θεσσαλονίκη. –Εἶδες λοιπόν; Μέσ᾽ στὰ ἑφτὰ παιδιὰ ὁ ἔνας ἀνεπρόκοπος, ὁ ἄλλος μπουνταλᾶς, ὁ ἄλλος…, καὶ τὸ τελευταῖο παιδί, νάτο τὸ λαχεῖο! Βρὲ ἐγκληματία πατέρα, τί κάνεις!… –Ἄχ, δεσπότη μου, ἔχεις δίκιο. Θὰ πάω στὸ σπίτι καὶ τοῦ χρόνου τέτοια μέρα θά ᾽ρθω καὶ θὰ σοῦ πῶ, ὅτι ἡ γυναίκα μου γέννησε νέο παιδί. –Ἐσὺ ὁ ἄλλος τί λές; –Μμ… κ᾽ ἐγὼ θέλω, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ σοῦ πῶ, ἂν θὰ τὴν πείσω τὴ γυναῖκα μου.
Αὐτὴ συνέβη μὲ τὴν ταμ­πέλλα ποὺ μοῦ κόλλησαν «Τὸν Καντιώτη ἀ­κοῦτε; αὐτὸς εἶνε τρελλός!». Μακάρι νὰ ἤμουν ἐγὼ τρελλός, καὶ νὰ ἦταν ὅλοι αὐτοὶ συνετοὶ καὶ φρόνιμοι.
Τί θὰ γίνῃ τέλος πάντων; Ὑπάρχει μιὰ ἐλπίδα· ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκ­κλησίας μας. Θὰ συν­έλθῃ τὸν ἄλλο μῆνα καὶ ἂν θέλῃ ὁ Θεὸς θὰ ξανάρθω. Οἱ ἱεράρχες ἔχουμε τὴν πιὸ μεγάλη εὐθύνη. Θέλω νὰ ἐλπίζω, ὅτι ὑπάρχουν κι ἄλ­λοι ἀρχιερεῖς ποὺ ἔ­χουμε τὰ ἴδια φρονήματα καὶ αἰσθήματα, καὶ πιστεύω νὰ συμφωνήσουν νὰ ἀξιώσουμε ἀπὸ τὸ κράτος ὡρισμένα πρά­γματα γιὰ τὸ καλὸ ὅλων· ἕνα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, ἕξι, ἑφτά, ὀχτώ, ἐννέα, δέκα πράγματα – τά ᾽χω ἀπὸ τώρα ξεκαθαρισμένα (*). Νὰ παρουσιαστοῦμε μπροστὰ σ᾽ αὐτοὺς ποὺ μᾶς κυβερνοῦν καὶ νὰ ζητήσουμε νὰ πατάξουν τὸ κακό, τὸν ἐκφυλισμό, γιὰ τὸ καλὸ τῶν παιδιῶν μας, τῆς πατρίδος, τῆς κοινωνίας. Καὶ ἂν δὲν μᾶς ἀκούσουν, –σᾶς ὁμιλῶ ἐδῶ μὲ ὅλη τὴ συναίσθησι–, ἐὰν δὲν μᾶς ἀ­κούσουν, «τοὺς ζυγοὺς λύσατε»! Ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον· Κράτος ἑλληνικό, ἑκατὸν πενήντα χρόνια κρατᾶμε τὰ θυμιατὰ καὶ σᾶς θυμιάζουμε μὲ τὰ πολυχρόνιά σας κ.τ.λ.. Θὰ πάψῃ πιὰ τὸ θυμιατό, καὶ θὰ ἀξιώσουμε νὰ χω­ρίσῃ ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὸ κράτος· καὶ τὸ Κράτος ἂς βαδίσῃ τὸ δρόμο του, τὸ δρόμο τῶν και­σάρων, τῆς Πομπηίας καὶ τῶν Σοδόμων· ἂς γίνῃ πορνεῖο, κιναιδεῖο, ὅ,τι θέλει· τὸ δρόμο τῆς διαφθορᾶς καὶ τῆς καταστροφῆς· ἂς τὸν βαδίσῃ! «Ὅσοι πιστοί», θὰ μείνουμε ἡ «ἐλευθέρα καὶ ζῶσα Ἐκκλησία»!
Ἀλλὰ πιστεύω στὸ Θεό, ὅτι θὰ βοηθήσῃ τὸ ἔθνος μας. Ἔχω πολλὲς ἐνδείξεις ὅτι, ἂν παρουσιαστοῦμε μὲ δύναμι προφήτου μπροστὰ στοὺς ἰσχυροὺς τῆς ἡμέρας, θὰ γονατίσουν. Δὲν ὑπάρχει πιὸ ἰσχυρός. Μόνος ἰσχυρὸς εἶ­νε ὁ Θεός.
Ὅταν χτίζαμε τὴν αἴθουσα κηρυγμάτων στὴν Ἀθήνα, ἐκεῖ ποὺ περπατοῦσα, μὲ πλησί­ασε ἕνας ὁδοκαθαριστὴς ποὺ τὸν ἤξερα ἀπὸ τὸ Μεσολόγγι. Σταμάτησε τὴ σκούπα καὶ λέει· –Κάτσε νὰ σοῦ πῶ κάτι στ᾽ αὐτί· τώρα ποὺ χτίζεις τὴν αἴθουσα, βάλε ἐκεῖ ψηλὰ ἕνα ῥητό, νὰ τὸ βλέπουν ὅλοι. –Ποιό ῥητό; Ἄνοιξε τὴ Γραφή του ὁ ὁδοκαθαριστὴς καὶ μοῦ ᾽γραψε τὸ ῥητό· «Ἕως τοῦ θανάτου ἀγώνισαι πε­ρὶ τῆς ἀληθείας, καὶ Κύριος ὁ Θεὸς πολεμήσει ὑπὲρ σοῦ» (Σ. Σειρ. 4,28). Τὸν ἄκουσα καὶ τὸ ἔ­γραψα. Θὰ ἀγωνιστοῦμε λοιπὸν ὑπὲρ τῆς πατρίδος, ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας, ὑπὲρ Πίστεως.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

———————————
(*) Ποιά εἶνε αὐτά; Κατὰ πᾶσαν πιθανότητα εἶνε ἐκεῖνα ποὺ ἀπαριθμεῖ στὸ βιβλίο του Ἐκκλησιαστικὸς Στρουθοκαμηλισμός, Ἀθῆναι 1973, στὶς σσ.135-199 καὶ εἰδικώτερα στὶς σσ. 139-142.
(αἴθουσα ὁδ. Ζωοδ. Πηγῆς 44, Κυριακὴ 8-10-1972 βράδυ)
― � ἀρχεῖο κ. Κωνσταντίνου Πετρίδη 85 ― 8-10-1972

ἠχητικά· πολὺ καλή
διάρκεια· 1:04΄:45΄΄ μετὰ συνεχίζει ἀνακοινώσεις γιὰ 12΄:45΄΄

Αὐγουστίνη μοναχή: Σκέφθηκα, ὅτι, ἂν ἔχῃ εὐλογία, τέτοιες ὁμιλίες νὰ τὶς βάζαμε στὴν «Σπίθα». Εὐλόγησον!

Ἂς …το.
* * *
Τὸ…μας.
παρατηρήσεις· ⃟ τὴν πέρασα μία πρώτη ματιὰ ὅταν εὐκαίρησα λίγο στὶς 20-10-2022
⃟ βρισκόμαστε μετὰ τὸ μέσον καὶ λίγο πρὸ τοῦ τέλους (1973) τῆς δικτατορίας
⃟ ἔχουν προηγηθῆ τὸ καλοκαίρι οἱ Ὀλυμπιακοὶ Ἀγῶνες στὸ Μόναχο
⃟ πρόκειται νὰ συγκληθῇ τὸ φθινόπωρο ἡ Ἱεραρχία
⃟ ἀναζητώντας ἐὰν καὶ ποῦ ὑπάρχουν καὶ ποιά εἶνε αὐτὰ τὰ «δέκα» πράγματα ποὺ σκέπτεται νὰ εἰσηγηθῇ στὴν ἑπομένη-προσεχῆ Ἱεραρχία τοῦ Νοεμβρίου 1972, νομίζω ὅτι εἶνε μᾶλλον αὐτὰ ποὺ ἐκθέτει ἐν σχεδίῳ στὸ βιβλίο του Ἐκκλησιαστικὸς Στρουθοκαμηλισμός, Ἀθῆναι 1973, στὶς σσ.135-199 καὶ εἰδικώτερα στὶς σσ. 139-142.
⃟ πρέπει νὰ διαιρεθῇ (ἔχει μία ὀργανικὴ τομή), ἢ νὰ γίνῃ 4σέλιδη
⃟ περιέχει καὶ αὐτοβιογραφικὰ στοιχεῖα
⃟ πρέπει νὰ περικοποῦν μεγάλα τμήματα, ἰδίως ὅπου πλατιάζει σὲ ἄλλα θέματα.
⃟ γι᾽ αὐτό, γιὰ νὰ συντομεύσω τὴν ἔκτασι, ἀφαίρεσα, τὸ ἀκόλουθο αὐτοβιογραφικὸ ἀπόσπασμα· Δὲν κατηγορῶ καμμιὰ ἰδεολογία. Δικαίωμά του καθενὸς νὰ φρονῇ ὅ,τι θέλει· εἶνε ὁ ἕνας πού ᾽νε μασόνος κάνει τὰ δάχτυλά του ἔτσι, ὁ ἄλλος πού ᾽νε κομμουνιστὴς τὴν γροθιά του [ἔχει] σύμβολο τὴ γροθιά του. Θυμᾶμαι ἐγὼ πάνω στὰ Γρεβενά, σ᾽ ἕνα χωριὸ μοῦ λέει δέσποτα, ἤμουν τότε νεώτατος, πῆγα σ᾽ ἕνα χωριό. [Μοῦ λέει·] –Δεσπότη μου, πάτερ μου Αὐγουστῖνε, ἐδῶ ἦλθες; –Ἐδῶ ἦλθα. –Μὰ ἐδῶ, τὸ σκέφτηκες καλά; μοῦ λέει –Τί εἶνε ἐδῶ; –Χτύπα τὴν καμ­πάνα. Χτυπάω, κανείς. –Πᾶμε νὰ δῇς ποῦ εἴμεθα, πᾶμε νὰ δῇς σὲ ποιό χωριὸ βρίσκεσαι. Πάω λοιπὸν στὸ νεκροταφεῖο· εἶχαν ξερριζώσει ὅλους τοὺς σταυροὺς καὶ (ῥίξανε) (δυσδιάκριτον) [βάλανε] γροθιὲς ξύλινες γροθιὲς στὰ μνήματα ἐπάνω. Λοιπόν, καλὰ ἐσὺ ὁ ἄλλος ἔχεις τὴ γροθιά, ὁ ἄλλος ἔχει τὸ τρίγωνο, ὁ ἄλλος ξέρω ἐγὼ τί ἔχει, ὁ ἄλλος ἔχει διάφορα συνθήματα· ἐσὺ ὁ ἄλλος ἔχεις τὸ σταυρό.

⃟ ἀφαίρεσα, ἐπίσης γιὰ νὰ συντομεύσω τὴν ἔκτασι, καὶ τὸ ἑξῆς ἀπόσπασμα. Πάει πλέον, πορνεῖο ἔγινε, διεθνὲς πορνεῖο! Στὸ Παρίσι μέσα αὐτοὶ οἱ διεφθαρμένοι Παρισινοὶ ξέρεις τί λένε; Βρέ ποῦ νὰ πᾶμε νὰ πιάσωμε; Νὰ πᾶμε στὴν Ἰταλία [Ἱσπανία]; μᾶς κυναγᾷ ὁ (Βράκο) [Φράνκο] (δυσδιάκριτον). Νὰ πᾶμε στὴν Ἰταλία, ἔχουν (ἐνέδρα) (δυσδιάκριτο). Νὰ πᾶμε στὴ Σερβία; Μμ!, ἅθεος εἶνε ὁ Τίτος, ἀλλὰ ἔχει ἠθική. Δυστυχῶς ἡ ἠθικὴ τῶν ἀθέων εἶνε μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν ἠθικὴ τῶν ἄλλων ἐθνῶν. Ἡ ἠθικὴ πού ᾽νε μέσα στὴ ῾Ρωσία καὶ στὴν Κίνα!… Στὴν Κίνα μέσα γεμᾶτο ταμπέλλες εἶνε· ἡ Κίνα Νέοι [Νέες] τῆς Κίνας, μὴ δημιουργεῖτε εὐκόλως σχέσεις μὲ νέους. Μόνον ὁ γάμος εἶνε ἱερὸς [νόμιμος] στὴν Κίνα. Ἐδῶ ποῦ ᾽νε τέτοια πράγματα; Λένε λοιπόν στὸ Παρίσι· –Ρέ, ποῦ νὰ πᾶμε; νὰ πᾶμε στὴ Βουλγαρία; νὰ πᾶμε ποῦ; Δὲν διαβάσατε πρὸ ἡμερῶν, ὅτι μέσ᾽ στὴ Σόφια τὰ κουρεῖα εἶχαν ὑπερωρία μέχρι τὰ μεσάνυχτα, τὰ κουρεῖα γιατὶ ἡ ἀστυνομία μάζεψε ὅλους [ὅλη] τὴ μαλλούρα καὶ τὴν κουρεύανε. Λοιπόν, κ᾽ ἕνας ἐκεῖ στὴ Φλώρινα ποὺ καθόμουν –τό ᾽χω πεῖ καὶ ἄλλες φορές, τὸ λέω καὶ ἐδῶ–, ἦρθε ἕνας στὴν μητρόπολί μου τὸ λέω μὲ δάκρυα στὰ μάτια· –Μὲ ξέρεις; μὲ ξέρεις. Ἐγὼ δὲν εἶμαι Σλάβος, ἐγὼ δὲν εἶμαι Βούλγαρος· ἐγὼ εἶμαι Ἕλληνας, ἔχω τραυματιστῆ, λοχίας ἐπάνω στὰ ψηλὰ βουνά. Λοιπόν χθὲς τὸ βράδυ ἔκλεισα τὸν Τίτο τὴν τηλεόρασι, τὴν ἔκλεισα τὴν τηλεόρασι. Μόλις πρόλαβα, γιατὶ ἀπὸ τὴν τηλεόρασι τὴν ἑλληνινὴ [πρόβαλε] μιὰ σχεδὸν γυμνὴ γυναίκα καὶ τὰ παιδιά μου , καὶ ἀνοίγω τὴν τηλεόρασι τῶν Σκοπίων καὶ ἦταν πιὸ σεμνά. Ποῦ κατήντησες πατρίδα, ποῦ κατήντησες πατρίδα! Λοιπόν, ἐκεῖ στὸ Παρίσι κουτσοπίνουνε καὶ λένε ποῦ νὰ πᾶμε; στὴ Σερβία; Μμ! Ἦλθε ἕνας ἄλλος –κοντὰ εἶνε τὰ Βιτόλια· τὰ Βιτόλια εἶνε κοντὰ στὸ Μοναστήρι– ἦλθε ἕνας ἄλλος καὶ μοῦ λέει· –Πῆγα στὸ Μοναστήρι καὶ τί νὰ δῶ; πῆγα σ᾽ ἕνα καφφενεῖο νὰ πιῶ τὸν καφφέ καὶ βλέπω μέσ᾽ στὸ καφφενεῖο μιὰ μαλλούρα μέχρι κάτω. Μωρὲ ἐδῶ τέτοια μαλλούρα! Μπαίνει ὁ ἀστυνομικὸς μέσα, τοῦ λέει· –Ἔλα ἐδῶ. Ξέρεις πολὺ καλά, ὅτι ἐμεῖς δὲν θέλουμε τέτοια πράγματα ἐδῶ στὴ Σερβία. Πῶς ἐσεῖς;… Λέει· –Μά μοῦ!… Σφυρίξανε, ἔρχεται τὸ ἑκατό, κατεβαίνει κάτω ἕνας ὑπαξιωματικὸς τῆς Σερβικῆς, τοῦ Τίτου ἀστυνομίας, βγάνει μιὰ ψαλίδα, τὸν γονατίζει κάτω –ἔφερε ἀντίστασι–, τοῦ ᾽κοψε καὶ μιὰ πέτσα ἀπὸ τὸ κεφάλι, ἀρχίσαν τὰ αἵματα καὶ κάτω ἀπὸ τὰ χειροκροτήματα ὅλων (…) (δυσδιάκριτον). Ἐδῶ [ἂν κανεὶς] ἀστυνομικός!… ― Ἔχουμε λαμπρὰ ἀστυνομία, ἀνωτέρα τῆς Βουλγαρίας, παιδιὰ ἄξια πάσης ἐκτιμήσεως. Ἀναστενάζουν. Ἐὰν τοὺς δώσουμε δικαίωμα, μέσα σὲ μιὰ νύχτα καθαρίζουν τὴν Ἀθήνα ὁλόκληρον, ὁλόκληρον τὴν Ἀθήνα ἀπὸ τὴ μαλλούρα. Ἀστυνομικὸς ποὺ ὑπηρέτησε τὴν πατρίδα καὶ ἔχει τραύματα μοῦ λέει· –Θὰ παραιτηθῶ! Δὲν τὸ ἐπιτρέπει ἡ συνείδησίς μου· καταντήσαμε νὰ (κρατοῦμε) (δυσδιάκριτο) τὸ φανάρι τῶν ἀτίμων μέσ᾽ στὴν Ἀθήνα καὶ μέσ᾽ στὰ νησιά μας. Καὶ τόλμα ἐσὺ νὰ τοὺς πειράξῃς ἐσὺ καθόλου. Λοιπόν, Ποῦ νὰ πᾶμε; λέει τὰ ἔκφυλα ὄντα, τὰ ἐκφυλισμένα ὄντα τῶν Παρισίων. Νὰ πᾶμε στὴ Μύκονο. Ἐκεῖ πηγαίνουν, στὴ Μύκονο καὶ στὴ ῾Ρόδο. Καὶ πίσω ἀπὸ μιὰ ῥαχούλα, Μοῦ ᾽πε κάποιος ἀνώτερος ὑπάλληλος, ὅτι πίσω ἀπὸ μιὰ ῥαχούλα, μιὰ ἀκρογιαλιὰ τῆς Μυκόνου ἔχουν ἐγκαταστήσει γυμνιστάς, ἐπιτρέπονται γυμνισταὶ ἐκεῖ μέσα.

ἐπιλογή, ἀπομαγνητοφώνησις, στοιχειοθεσία, α΄ διόρθωσις (μοναχή Αὐγουστίνη), ἱ. μονὴ ἁγίου Αὐγουστίνου Φλωρίνης

στοιχειοθεσία, α΄ διόρθωσις: 9 Ἰανουαρίου 2022
β΄ διόρθωσις: 20-30 Ὀκτωβρίου 2023
γ΄ διαίρεσι, διόρθωσις, σελιδοποίησις: 30 Ὀκτωβρίου – 4 Νοεμβρίου 2023
Α΄ μέρος μεγάλης ἑσπερινῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε στὴν αἴθουσα τῆς ὁδ. Ζωοδ. Πηγῆς 44 τῶν Ἀθηνῶν τὴν Κυριακὴ 8-10-1972. Καταγραφή, διαίρεσις καὶ σύντμησις 4-11-2023.

⃝ Τὸ
� Τὸ
⃟ Ἔχ
Ἀνεξάρτητα – αὐτοτελῆ
ο λόγος τοῦ Θεοῦ
1972 Ἡ ἐπίτασις τῆς ἁμαρτίας

τίτλος Καταλόγου· Ἡ ἐπίτασις τῆς ἁμαρτίας

[«Ὁ καιρὸς γὰρ ἐγγύς ἐστιν. ὁ ἀδικῶν ἀδικησάτω ἔτι, καὶ ὁ ῥυπαρὸς ῥυπαρευθήτω ἔτι, καὶ ὁ δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω ἔτι, καὶ ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι»] (Ἀπ. 22,10-11)

Πᾶνε τώρα, ἀγαπητοί μου ἀκροαταί, παλαιότεροι καὶ νεώτεροι, πᾶνε, λέγω, εἴκοσι ἀκριβῶς χρόνια ποὺ αὐτὸς ποὺ ἀπόψε ἔχει τὴν τιμὴ νὰ ὁμιλῇ σ᾽ ἐσᾶς, σὰν πουλὶ κυνηγημένο ἀπὸ μητρόπολι σὲ μητρόπολι, ἀπὸ πόλι σὲ πόλι, ἀπὸ δεσπότη σὲ δεσπότη, πᾶνε, λέγω, εἴκοσι χρόνια ποὺ ἦλθα ἐπὶ τέλους ἐδῶ στὴν Ἀθήνα, ἐπὶ ἀειμνήστου ἱεράρχου Σπυρίδωνος (1952). Εἴκοσι χρόνια ὁλόκληρα! Τώρα πιά, στὰ τελευταῖα τῆς ζωῆς μου, βρίσκομαι πάνω στὸ βορρᾶ, εὑρίσκομαι πάνω στὴν ἄκρη τῆς πατρίδος. Ἐκεῖ πιὰ ξέχασα τὴν ῥητορική· δὲν εἶμαι πιὰ ῥήτορας – καὶ ποτέ δὲν ἤμουν ῥήτορας. Ἐκεῖ πιὰ μιλῶ σὲ χωρικούς, σὲ ἀγραμμάτους ἀνθρώπους· καὶ ὁμιλῶ ἁπλᾶ. Συνεπῶς καὶ ἀπόψε θὰ ὁμιλήσω ἁπλᾶ, καὶ ἂς μὲ συγχωρέσετε ἐσεῖς οἱ παλαιότεροι ἀκροαταί μου διὰ τὴν ἀτέλειαν τῆς γλώσσης μου, ἀκόμα δὲ περισσότερον διὰ τὴν ἀγροικίαν τοῦ χαρακτῆρος μου.
Χαίρω ποὺ σᾶς βλέπω καὶ πάλι ἐδῶ νὰ εἶστε μαζεμένοι παλαιοὶ καὶ νεώτεροι ἀκροαταὶ καὶ μερικοὶ περίεργοι ποὺ ἤλθατε ἐδῶ ἀπόψε, γιὰ νὰ δῆτε τέλος πάντων ποιό εἶνε αὐτὸ τὸ παράξενο φαινόμενο ποὺ λέγεται «ἐπίσκοπος Φλωρίνης». Μαζευτήκατε ἐδῶ γιὰ ποιό σκοπό; Γιὰ ν᾽ ἀκούσετε λόγο. Ναί, ἀλλὰ λόγος ἀπὸ λόγο διαφέρει. Εἶνε λόγος ἀνθρώπινος, εἶνε λόγος τῶν ποιητῶν, τῶν φιλοσόφων, τῶν σοφῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσμου τούτου. Ἀλλὰ παραπάνω ἀπὸ τὸν λόγον τὸν ἀνθρώπινον εἶνε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ.
Καὶ Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοί, εἶνε γραμμένος μὲ τὸ αἷμα, εἶνε γραμμένος μέσα στὴν ἁγία Γραφή· ἐκεῖ εἶνε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· «Λάλει, Κύριε, καὶ [ὅτι ἀκούει] ὁ δοῦλός σου ἀκούει» (Α΄ Βασ. 3,9-10). Ἡ δὲ ἁγία Γραφὴ μὴ νομίζετε ὅτι εἶνε ἕνα βιβλίο μόνο· ἡ ἁγία Γραφὴ εἶνε μία βιβλιοθήκη, εἶνε ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ μικρὰ – μικρὰ βιβλία καὶ ὅλα μαζὶ φτειάνουν τὴν ἁγία Γραφή· εἶνε ἡ Παλαιὰ καὶ [ἡ] Καινὴ Διαθήκη. Ἡ Παλαιὰ εἶνε, Ἂν ῥωτήσετε τὰ παιδιά μας, τοὺς νέους, θὰ σᾶς μετρήσουν ὅλους τοὺς παίκτας τοῦ ποδοσφαίρου καὶ ὅλους τοὺς θεατρίνους καὶ ὅλα τὰ ἀστέρια, τὰ σκοτεινὰ ἀστέρια τῆς κολάσεως ποὺ λέγονται κινηματογράφοι· ἀλλὰ ἐὰν ὅμως ῥωτήσετε, πόσα εἶνε τὰ βιβλία τῆς Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης, δὲν θὰ σᾶς ἀπαντήσουν. Τὰ βιβλία τῆς Παλαιᾶς εἶνε σαρανταεννέα (49), τὰ βιβλία τῆς Καινῆς διαθήκης εἶνε εἰκοσιεπτά (27)· εἶνε ἐν ὅλῳ δηλαδὴ ἑβδομηνταέξι (76) ὅλα τὰ βιβλία. Ὅπου ν᾽ ἀνοίξωμε χρυσάφι εἶνε, ὅπου ἀνοίξωμε πετράδια πολύτιμα εἶνε, ὅπου ἀνοίξωμεν νερὸ δροσερὸ πνέει, δροσερὸ τρέχει.
Ἀπόψε θ᾽ ἀνοίξωμε ἕνα βιβλίο, ποὺ δυστυχῶς σπανίως τὸ ἀνοίγομε. Καὶ παλαιότερα καλὰ κάνανε καὶ δὲν τὸ ἀνοίγανε· ἀλλὰ τώρα ὅμως, στὰ χρόνια ποὺ ζοῦμε, εἶνε ἀνάγκη νὰ τ᾽ ἀνοίξωμε, εἶνε ἀνάγκη νὰ τὸ διαβάσωμε, εἶνε ἀνάγ­κη νὰ κλαῖμε καὶ ν᾽ ἀναστενάζωμε· [τὸ βιβλίο αὐτὸ] εἶνε ἡ Ἀποκάλυψις τοῦ Ἰωάννου, τὸ τελευταῖο βιβλίο τῆς ἁγίας Γραφῆς. Μὰ τί εἶνε αὐτὴ ἡ Ἀποκάλυψις;
Τί σημαίνει «ἀποκάλυψις»; Εἶνε [Ὑπάρχει] μιὰ ἄλλη λέξις, ποὺ φαίνεται ὅτι μοιάζει, ἀλλὰ δὲν μοιάζει· εἶνε μιὰ λέξις ποὺ λέγεται «ἀνακάλυψις». Μποροῦμε λοιπὸν νὰ ποῦμε ἀποκάλυψις = ἀνακάλυψις; τί λέτε ἐσεῖς, τὸ ἴδιο πρᾶγμα εἶνε; Ἀποκάλυψις = ἀνακάλυψις· εἶνε τὸ ἴδιο; Ὄχι, εἶνε κάτι παραπάνω. Γιατὶ τί θὰ πῇ ἀνακάλυψις;
Ἀνακάλυψις θὰ πῇ, ὅτι ἕνα πρᾶγμα ποὺ τὸ βρίσκομε μόνοι μας, μὲ τὸ μυαλό μας· στύβοντας τὸ μυαλό μας, καλλιεργώντας τὶς διάφορες ἐπιστῆμες, ἐκμεταλλευόμενοι τὰ διάφορα τάλαντα τὰ ὁποῖα ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸν καθένα, κατορθώνει ὁ ἄνθρωπος ν᾽ ἀνακαλύψῃ διάφορα πράγματα· κ᾽ ἔτσι ἀπὸ τὴν καλύβα, ποὺ ζοῦσε, φτάσαμε στοὺς οὐρανοξύστας τῆς Νέας Ὑόρκης, κ᾽ ἔτσι ἀπὸ τὰ ἁπλᾶ γαϊδουράκια φθάσαμε μέχρι ἀπάνω στοὺς πυραύλους καὶ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ. Ἀνακάλυψις –θὰ γελάσετε–, ἀνακάλυψις ἡ πρώτη ἦταν ἡ φωτιά. Μικρὰ ἦταν ἡ ἀνακάλυψις αὐτὴ τῆς φωτιᾶς; Ἀνακάλυψις τοῦ σιδήρου – πόσο προσέφερε! Ἀνακάλυψις διαφόρων πραγμάτων, ἀνακάλυψις τοῦ ἀτμοῦ, ἀνακάλυψις τοῦ ἠλεκτρισμοῦ, ἀνακάλυψις τοῦ μαγνητισμοῦ, ἀνακάλυψις τοῦ ῥαδίου, ἀνακάλυψις τοῦ ἀσυρμάτου, ἀνακάλυψις τελευταίως τῆς τηλεοράσεως· καὶ ἀκόμη πιὸ μεγάλη, κολοφὼν τῆς ἀνακαλύψεως, ὑπῆρξε ἡ ἀνακάλυψις τῆς ἀτομικῆς [πυρηνικῆς] ἐνεργείας, ποὺ δημιουργεῖ ἕναν ἐπαναστατικὸ αἰῶνα στὴν ἐποχή μας. Ποιός νὰ φαν­ταστῇ, ἀδέρφια μου, ὅτι ἕνα πετραδάκι, στὰ χέρια ἕνα πετραδάκι ποὺ παίζανε τὰ μικρὰ παιδιὰ κάπου ἐκεῖ στὰ βουνὰ πέρα στὴν Ἀμερική, ἕνα μικρὸ πετραδάκι ποιός (…) καμιὰ ἀπολύτως ἀξία , τὸ οὐράνιο, ἕνα μικρὸ πετραδάκι ποιός τὸ ἐφαντάζετο, ὅτι μέσ᾽ στὸ μικρὸ αὐτὸ πετραδάκι ὁ Θεὸς ἔκλειε τεράστιες δυνάμεις; Ὦ Θεέ μου Θεέ μου! Δὲν φοβούμεθα τὴν ἐπιστήμη. Ὅσο προοδεύει ἡ ἐπιστήμη, ὅσο ἀνακαλύπτει καινούργια πράγματα, τόσο ὁ θαυμασμὸς τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν θεία δημιουργία εἶνε μεγαλύτερος· «ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε· πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας» (Ψαλμ. 103,24). Καὶ αὐτοὶ ποὺ πετοῦν ἐπάνω στὰ ἄστρα, διάβαζα πρὸ ἡμερῶν, ὅτι ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς, παλληκάρι νέο, ὅταν κατέβηκε κάτω, τ᾽ ἄφησε ὅλα τὰ ἐγκόσμια, μετενόησε καὶ κρύφτηκε σ᾽ ἕνα μοναστήρι καὶ ὑμνεῖ τὸν Θεό, γιατὶ ἐπάνω στὰ ὕψη ἐκεῖ [εἶδε] πόσο μικρὸς εἶνε ὁ ἄνθρωπος καὶ πόσο μεγάλος εἶνε ὁ Θεῖος Δημιουργός.
Ἀνακάλυψις! Ζοῦμε στὴν ἐποχὴ τῶν ἀνακαλύψεων, τῶν συνεχῶν ἀνακαλύψεων. Θὰ σταματήσωμε μέχρι ἐδῶ; Θὰ προχωρήσῃ ἡ ἀνθρωπότης, θὰ προχωρήσῃ ἡ ἐπιστήμη. Εἶνε ἀτελείωτος ὁ κατάλογος τῶν ἀνακαλύψεων. Ἀπὸ τὸ ἕνα ἑκατομμύριο (1.000.000) μυστικὰ ποὺ ἔχει ὁ κόσμος, ποὺ ἔχει ἡ φύσις, ξέρετε πόσα ἀνακαλύψαμε; ἕνα (1) μόνο ἀνακαλύψαμε· «ἄβυσσος ἄβυσσον ἐπικαλεῖται εἰς φωνὴν τῶν καταρρακτῶν σου» (Ψαλμ. 41,8). Ἀλλὰ ὅσο καὶ νὰ προχωρήσῃ ἡ ἐπιστήμη, ὅσο καὶ νὰ προχωρήσουν οἱ ἀνακαλύψεις, καὶ νὰ μᾶς παρουσιάσουν ἀκόμα μεγαλύτερα ἐπιτεύγματα, σταματάει· ἔρχεται στιγμὴ σὰν τὸν ἀετὸ [ποὺ] πετάει πετάει πετάει…, μετὰ σταματάει, δὲν πετάει παραπάνω. Πετάει ἕνα χιλιόμετρο, δυὸ χιλιόμετρα, τὸν χάνεις ἀπὸ τὰ μάτια, τὸν βλέπεις μιὰ τελεία, καὶ μετὰ τὸν βλέπεις καὶ χαμηλώνει πάλι. Ὅπως ὁ ἀετὸς πετάει καὶ φτάνει σ᾽ ἕνα σημεῖο καὶ σταματάει, γιατὶ οἱ φτεροῦγες του πιὰ δὲν ἀντέχουν νὰ πετάξῃ περισσότερο, ἔτσι καὶ τὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα [σὰν] ἀετὸς πετάει, ὁρμάει…, ὁρμάει…, φτάνει…, φτάνει…· μετὰ σταματάει.
καὶ Πέρα ἀπὸ τὸν φυσικὸ κόσμο, πέρα ἀπὸ τὸν ὁρατὸ κόσμο, ἁπλώνεται ὁ ἀόρατος κόσμος, ἁπλώνεται ὁ λεγόμενος μεταφυσικὸς κόσμος τοῦ Ἀριστοτέλους, ἁπλώνεται ὁ κόσμος τοῦ πνεύματος, ὁ κόσμος τῶν ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, ὁ κόσμος τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ ὅσα μὲν στὸν ὁρατὸ κόσμο βρίσκομεν, εἶνε ἀνακάλυψις· ὅσα πέρα ἀπὸ τὸν κόσμον ἐκεῖνο, εἶνε ἀποκάλυψις, εἶνε πλέον ἡ ἐπέμβασις τοῦ Θεοῦ, εἶνε πλέον ἡ φανέρωσις τοῦ θείου θελήματος, εἶνε ἡ φωνὴ τοῦ αἰωνίου, ἡ ὁποία ἀποκαλύπτει εἰς ἡμᾶς τὰ μυστήρια τοῦ μέλλοντος.
Ἄγνωστο τὸ μέλλον, ἄγνωστο, τελείως ἄγνωστο· σκοτάδι, μεσάνυχτα ἔχομε. Εἴμεθα ἀπόψε ἐδῶ· ποῦ ξέρω ἐγὼ μήπως εἶνε ἡ τελευταία Κυριακὴ ποὺ σᾶς ὁμιλῶ; Εἶστε ἐσεῖς ἐδῶ· ποῦ ξέρετε, ἐὰν εἶνε ἡ τελευταία Κυριακὴ ποὺ ἀκούετε τὸ κήρυγμα τοῦ Θεοῦ; Ἄγνωστο. Κοντόφθαλμος ὁ ἄνθρωπος, δὲν μπορεῖ νὰ δῇ πέρα ἀπὸ τὴ μύτη του. Τί θὰ γίνῃ μετὰ πέντε χρόνια, δέκα χρόνια, εἴκοσι χρόνια, ἑκατό, διακόσα, τριακόσα, πεντακόσα, χίλια, δύο χιλιάδες χρόνια… Ἄγνωστο, μυστήριο. Ὁ κινηματογράφος μᾶς παρουσιάζει τὰ παρελθόντα, τὰ περασμένα. Ὁ κινηματογράφος μᾶς παρουσιάζει αὐτὰ ποὺ γίνονται σήμερα, μὰ δὲν ὑπάρχει κινηματογράφος ποὺ θὰ παρουσιάσῃ αὐτὰ ποὺ θὰ γίνουνε ὕστερα ἀπὸ λίγα χρόνια, ὕστερα ἀπὸ ἑκατό, διακόσα χρόνια.
Ὑπάρχει κινηματογράφος πού, ἅμα τὸν ἀνοίξῃς, περνάει ὅλη ἡ ἱστορία ὄχι τοῦ παρελθόντος, ἡ ἱστορία τῶν αἰώνων ὁλοκλήρων μέχρι συν­τελείας τῶν αἰώνων. Καὶ ὁ θεϊκὸς Καὶ ὁ κινηματογράφος αὐτός, τὸ θέατρο αὐτὸ τὸ ὡραιότατον καὶ ἐκσυγχρονιστικώτερον ὅλων τῶν θεάτρων, ἀγαπητοί μου, εἶνε τὸ βιβλίον τῆς ἱερᾶς Ἀποκαλύψεως. Ἐκεῖ λοιπὸν φαίνεται τὸ μέλλον τῆς ἀνθρωπότητος, ἐκεῖ φαίνονται τὰ μυστήρια τὰ μεγάλα, ἐκεῖ φαίνεται ἡ φοβερὰ σύγ­κρουσις τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους καὶ τῶν δυνάμεων τοῦ φωτός. ἀπὸ ἐκεῖ μέσα
Τὸ βιβλίο αὐτὸ τῆς Ἀποκαλύψεως εἶνε ἄλλο μὲν εἶνε ἠθικόν, ἄλλο μέρος τῆς Ἀποκαλύψεως εἶνε ἠθικόν, ἄλλο δὲ εἶνε προφητικόν. Καὶ ὑπάρχουν μερικὰ μέρη τῆς Ἀποκαλύψεως ποὺ ἦταν στὰ περασμένα χρόνια καὶ ὁ μεγαλύτερος θεολόγος καὶ ἱεροκήρυκας δὲν μποροῦσε νὰ τὰ ἑρμηνεύσῃ, ἀλλὰ σήμερα καὶ ἕνα μικρὸ παιδὶ μπορεῖ νὰ τὰ ἑρμηνεύσῃ. Λόγου χάριν στὴν Ἀποκάλυψι λένε, ὅτι θὰ φανοῦν ἐπάνω στὸν οὐρανὸ ἀκρίδες (Ἀπ. 9,3,7)· θὰ πετᾶνε ἀκρίδες, μὰ αὐτὲς οἱ ἀκρίδες στὴν οὐρά τους θά ᾽χουν τὴ φωτιὰ καὶ θὰ ῥίχνουν τὴ φωτιὰ καὶ θὰ καίγωνται οἱ πολιτεῖες. Ἀδύνατον νὰ τὸ ἑρμηνεύσῃ κανείς. Ποιές εἶνε αὐτὲς οἱ ἀκρίδες, πού ᾽χαν μπροστὰ [σ]τὶς οὐρές των τὶς φωτιὲς καὶ ἔκαιγαν τὸν κόσμο; Καὶ ὅμως ἕνα παιδάκι ἀπ᾽ ἔξω ἀπὸ τὴν Κοζάνη, ποὺ τὸ πῆρε ἡ μάνα του ἡ χωριάτισσα νὰ πάῃ στὸ χωράφι, ὅταν εἶδε ἀπάνω νὰ περνᾶνε τὰ ἀεροπλάνα ψηλά, [φώναζε]· «Μάνα μάνα, καρκαλέτσια!». Δηλαδὴ καρκαλέτσια ἀπάνω στὴ Μακεδονία λένε τὶς ἀκρίδες. Νά λοιπόν, τὸ μικρὸ παιδάκι ἑρμήνευσε τὴν Ἀποκάλυψι. Ἀκρίδες, λέει, πάνω φανήκανε. Τί ἀκρίδες ὅμως! Οἱ ἀκρίδες τρῶνε τὸ χορταράκι καὶ ξεφλουδίζουν τ᾽ ἀμπέλια καὶ τὰ χωράφια, μὰ αὐτὲς ξεφλουδίζουν τὴν ἀνθρωπότητα.
Ἕνα ἄλλο. Λέει κάπου ἐκεῖ ἡ Ἀποκάλυψις, ὅτι θὰ παρουσιαστοῦν θὰ ἔλθῃ ὥρα, [ποὺ θὰ λέτε] κλαύσατε καὶ θρηνήσατε, λέει, καὶ κρυφτῆτε στὶς σπηλιές· ἀνοῖξτε τὰ σπλάχνα γῆ καὶ βουνά, ἀνοῖξτε τὰ σπλάχνα καὶ κρυφτῆτε μέσα στὰ σπλάχνα (βλ. Ἀπ. 6,16-17). Κ᾽ ἔχουν ἀνοίξει. Τὰ Οὐράλια ὄρη τά ᾽χουν ξεκουφάνει. Τὰ Οὐράλια ὄρη οἱ ῾Ρῶσοι τά ᾽χουν ἀνοίξει ὅλα, διαδρόμους μέσα, σπηλιές· καὶ κάτω [πέρα ἐκεῖ] οἱ Ἀμερικᾶνοι ξεκουφάνανε καὶ αὐτοὶ ὅλα, ἀνοίξανε τὶς σπηλιές, τὶς τεχνητὲς σπηλιές, νὰ κρύψουν τὰ ἐπιτελεῖα τους μέσα, νὰ μὴν πέφτουν ἐπάνω. Καὶ λέει, φτάνει ἡ ὥρα ποὺ θὰ πέσουν οἱ φιάλαι τῆς Ἀποκαλύψεως, μποτίλιες (βλ. Ἀπ. 15,7· 16,1-4,8,10,12,17· 17,1· 21,9). Ὅταν πέφτῃ, σὰν μποτίλια πέφτει. Καὶ ὅταν πέσουν, λέει, αὐτὲς οἱ μποτίλιες, θά ᾽χουν τέτοια πράγματα μέσα, λέει ἡ Ἀποκάλυψις, ποὺ τὸ ἕνα τρίτον τῶν ποταμῶν θὰ ξεραθῇ, τὰ ψάρια θὰ ψοφήσουνε, καὶ τὰ δέντρα θὰ καοῦν, καὶ ἡ ἀνθρωπότης τὸ ἕν τρίτον θὰ καταστραφῇ (βλ. Ἀπ. 8,7-12· 9,15,18· 12,4). Μὰ νὰ πέφτῃ ἕνα μπουκάλι κάτω καὶ νὰ ἔχῃ τέτοια δύναμι; Καὶ πράγματι, ὅταν εἴδανε τὴν πρώτη μπόμπα νὰ πέφτῃ, ἦταν σὰν νταμιτζάνα ἀνάποδα, κατέβαινε κάτω σὰν νταμιτζάνα. Νά οἱ φιάλες τῆς Ἀποκαλύψεως. Ἔτσι λοιπὸν στὴν ἐποχή μας ἕνα μικρὸ παιδὶ ἀπ᾽ ἔξω ἀπὸ τὴν Κοζάνη ἔδωσε τὴν ἑρμηνεία τῶν ἀκρίδων τῆς Ἀποκαλύψεως. Καὶ ἡμεῖς ποὺ ζοῦμε σ᾽ αὐτὴν τὴν φοβερὰν ἐποχὴν τῆς ἀτομικῆς ἐνεργείας καὶ βλέπομε τὰς φιάλας νὰ πέφτουνε, πέντε – δέκα μία φιάλη πέντε φιάλες, μία φίαλη, πέντε φιάλες τέτοιες μπουκάλες νὰ πέσουνε μέσα ἐδῶ στὴν Ἀθήνα δεκαπέντε τριάντα –γιατὶ οἱ μπουκάλες δὲν θὰ πέσουν ἐπάνω στὰ ψηλὰ βουνά, ἐκεῖ πού ᾽νε οἱ τσοπαναραῖοι· μέσα στὶς μεγάλες πολιτεῖες, ὅπου μαζεύτηκε ὅλη ἡ βρωμιὰ καὶ ἡ ἀκαθαρσία τοῦ κόσμου– καὶ δὲν θὰ προλάβῃ ὁ ἄνθρωπος οὔτε τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε,» νὰ εἴπῃ «ἐν τῇ βασιλείᾳ σου». Καὶ θὰ γίνῃ, λέει, ἕνας πόλεμος κάπου λέει ποὺ πρῶτα θ᾽ ἀκούσωμε, ὅτι τελείωσε καὶ μετὰ θὰ μάθωμε, ὅτι ἄρχισε.
Ἀποκάλυψις, βιβλίο ποὺ πρέπει νὰ τὸ διαβάζωμε.
Κ᾽ ἐγὼ λοιπὸν σήμερα, ποὺ παρουσιάζομαι ἐνώπιόν σας σὲ τέτοια χρόνια, σὲ τέτοια ἐποχή, θ᾽ ἀνοίξω τὴν Ἀποκάλυψι καὶ θὰ πάρωμε ἀπὸ τὴν Ἀποκάλυψι ἕνα χωρίο· τὸ χωρίον αὐτὸ εἶνε [στὸ] κεφάλαιο εἰκοσιδύο (22), στίχος δέκα [ἕντεκα (11)]. Σ᾽ αὐτὸ λοιπόν τὸ κεφάλαιο, στὸ εἰκοσιδύο, στίχος δέκα μὲ ἔντεκα, ἐκεῖ μέσα, λέγει, ὑπάρχουν τέσσερα «ἔτι», ἀλλὰ τὸ «ἔτι» αὐτὸ δὲν γράφεται τὸ ἔτι μὲ ἦτα· ἂν γράφεται μὲ ἦτα [(ἔτη)], σημαίνει χρόνος, «χρόνια πολλὰ» ποὺ λέμε· ἀλλὰ τὸ ἔτι γράφεται μὲ γιῶτα καὶ σημαίνει κάτι ἄλλο, σημαίνει «ἀκόμα». Λοιπόν, εἶνε αὐτὸ ποὺ ἀκοῦμε. Τὸ ἀκούσατε σήμερα στὴν ἐκκλησία μας, «Ἔτι καὶ ἔτι τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν…». Τί σημαίνει ἐκεῖνο τὸ «Ἔτι καὶ τὸ ἔτι»; Καὶ ὁ παπᾶς τίποτα! καὶ ὁ κάτω τίποτα! Τί σημαίνει; Ἐσὺ ποὺ κάθεσαι στὴν καρέκλα κάτω, ἐσὺ στὴν ἐκκλησιά, γιατί κοιμᾶσαι; «Ἔτι καὶ ἔτι», ἀκόμα…, ἀκόμα ἕνα «Κύριε, ἐλέησον» νὰ πῇς· χτύπα ἀκόμα, χτύπα ἀκόμα ἰσχυρότερον τὴν πόρτα, τὴν θύραν τοῦ θεϊκοῦ ἐλέους. Νὰ μὴ μοιάζῃς σὰν κάτι παλιόπαιδα ποὺ πᾶνε στὰ σπίτια καὶ χτυπᾶνε ξαφνικὰ χτυπᾶνε μιὰ φορὰ τὴν πόρτα τὸ κουδούνι, τὸ χτυποῦνε μιὰ φορά, γιὰ νὰ παίξουνε, καὶ φεύγουνε, καὶ ὣς νὰ κατεβῇ κάτω ἡ κυρά, ἔχουν ἐξαφανιστῆ. Μὴ μοιάζεις μὲ τ᾽ ἀλητόπαιδα, ποὺ χτυπᾶνε γιὰ νὰ περιπαίζουνε τὰ κουδούνια τὰ ἠλεκτρικά, ἀλλὰ χτύπα μία, δύο, τρεῖς, τέσσερις, σὰν τὸ ὅταν ἔχῃς τηλέφωνο καὶ θέλῃς νὰ συνδεθῇς μὲ κάποιον, χτυπᾷς χτυπᾷς χτυπᾷς χτυπᾷς…, ἕως ὅτου ἀκούσῃς τὴν φωνὴ τοῦ προσώπου ποὺ ἀγαπᾷς. Χτύπα!, «Ἔτι καὶ ἔτι», «Ἔτι καὶ ἔτι»· μπρός, μὴν κουραστῇς, ἕως ὅτου λάβῃς ἀπάντησι. Φαίνεται ὡς ὅτι ὁ οὐρανὸς σιωπᾷ, φαίνεται ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἔχει αὐτὶ ν᾽ ἀκούσῃ· ἀλλὰ ὄχι, ἀκούει ὁ Θεός. Βραδύνει, [ἀλλὰ] θὰ δώσῃ. «Ἔτι καὶ ἔτι»! Μπρός, Χριστιανοί, ἐντείνετε τὶς προσευχές σας. Τὸ «ἔτι» αὐτὴν τὴν ἔννοια τῆς ἐντάσεως ἔχει.
Καὶ αὐτὴ τὴν ἔννοια ἔχει καὶ ἐκεῖ. Λέγει λοιπόν τὸ χωρίον αὐτὸ τὸ ὁποῖο θὰ ἑρμηνεύσωμεν, ὅτι «Ὁ ἀδικῶν ἀδικησάτω ἔτι, καὶ ὁ ῥυπαρὸς ῥυπαρευθήτω ἔτι, καὶ ὁ δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω ἔτι, καὶ ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι» (Ἀπ. 22,11). Τέσσερα «ἔτι».
Μὰ τί σημαίνει ἐκεῖ, ὅτι «Ὁ ἀδικῶν ἀδικησάτω»; τί ἆραγε; Αὐτὸς ποὺ κλέπτει, ποὺ ἀδικεῖ, ποὺ παρανομεῖ, ἂς κλέψῃ ἀκόμα, ἂς ἀδικήσῃ ἀκόμα, ἂς ὀργιάσῃ ἀκόμα. Μὰ τί λοιπόν; τὸ βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως προτρέπει τοὺς κλέπτας, δίνει συμβουλὴ στοὺς κλέπτας, στοὺς λωποδύτας, στοὺς μοιχούς, νὰ κάνουν ἀκόμα [τὸ κακό]; αὐτὸ τὸ νόημα ἔχει; Ἄπαγε τῆς βλασφημίας. Δὲν ἔχει αὐτὸ τὸ πνεῦμα, ἀλλὰ ἔχει ἕνα ἄλλο· ὅτι δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος ὁ Θεὸς δὲν βιάζει καν­ένα, σ᾽ ἀφήνει ἐλεύθερο. Ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο ἐλεύθερο καὶ τὸν ἄφησε ἐλεύθερο νὰ πράξῃ ὅ,τι θέλει. Ἤ, ὅπως λέγει ἡ Γραφή· Μπροστά σου, ἄνθρωπε, σοῦ ἔβαλα νερὸ καὶ φωτιά, καὶ σοῦ ἔδωσα μυαλὸ καὶ σοῦ εἶπα ὅτι, ἂν ξαπλώσῃς τὸ χεράκι σου στὸ νερὸ θὰ δροσιστῇς καὶ ἂν ξαπλώσῃς τὸ χέρι σου στὴ φωτιὰ θὰ καῇς. [«Ἐπικαλοῦμαι σήμερα μάρτυρα σ᾽ ἐσᾶς τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ· τὴ ζωὴ καὶ τὸ θάνατο ἔβαλα μπροστά σας, τὴν εὐλογία καὶ τὴν κατάρα· διάλεξε σὺ τὴ ζωή, γιὰ νὰ ζήσῃς ἐσὺ καὶ οἱ ἀπόγονοί σου» (Δευτ. 30,19). «Ἔβαλε μπροστά σου τὴ φωτιὰ καὶ τὸ νερό· καὶ ὅπου θελήσῃς, θ’ ἁπλώσῃς τὸ χέρι σου» (Σ. Σειρ. 15,16)]. Κ᾽ ἐσὺ ξαπλώνεις τὸ χέρι σου στὴ φωτιὰ καὶ ξεφλουδίζεσαι, καίγεσαι. Φταίει ὁ Θεός; Λοιπόν, μπροστά σου φωτιὰ καὶ νερό, διάλεξε καὶ πάρε, λέγει ἡ ἁγία Γραφή. Σ᾽ ἀφήνει ἐλεύθερο, δὲν σὲ βιάζει, γιατὶ μποροῦσε μιὰ ἀρετὴ ποὺ γίνεται μὲ τὴ βία, δὲν εἶνε πλέον ἀρετή, παύει· ἂν εἶνε ἀρετή, εἶνε ἀρετὴ διότι προϋποθέτει τὴν ἐλευθερία. Ἂν εἶνε ἀρετὴ ὑπὸ βία, δὲν εἶνε πλέον ἀρετὴ αὐτὴ. Βέβαια μποροῦσε ὁ Θεός, ὅταν ὁ ἄλλος βλαστημάῃ τὸ Θεό, τὴν ὥρα ἐκείνη ποὺ βλαστημάει, ν᾽ ἀνοίξῃ ἡ γῆ πάπ! νὰ τὸν κλείσῃ. Τὸν ἀφήνει νὰ βλαστημάῃ. «Ἔτι», λέει, ἄσε…
Ἀκόμα ἐκεῖνο τὸ «ἔτι» σημαίνει ὅτι, ὅσο προχωροῦν τὰ χρόνια, τόσο τὸ κακὸ θὰ προοδεύῃ, θὰ παρουσιάζῃ μιὰ αὔξησι· θὰ γίνεται «προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον» οἱ ἄνθρωποι (Β΄ Τιμ. 3,13), θὰ παρουσιαστῇ μία ἐπίθεσις [ἐπίτασις] οὕτως εἰπεῖν τοῦ κακοῦ. Θ᾽ ἀναφέρω τρία – τέσσερα παραδείγματα νὰ τὸ καταλάβετε.
� Ἕνας κλέβει. Μικρὸ παιδάκι κλέβει· εἶνε στὸ σχολειὸ καὶ κλέβει κιμωλίες, κλέβει τετράδια, βιβλία, γομμολάστιχα. Αὐτὸ τὸ παιδάκι, ἐὰν δὲν τὸ προσέξῃ ὁ δάσκαλος καὶ πολὺ περισσότερο ἂν δὲν τὸ προσέξῃ ὁ πατέρας, σιγὰ – σιγὰ θὰ γίνῃ μεγάλος διαρρήκτης, κλέπτης καὶ λῃστὴς θὰ γίνῃ. Ἕνα τέτοιο ἐπεισόδιο Λέγουν, ὅτι ἕνας ἔγινε διαρρήκτης. Τὸν κυνηγοῦσε ἡ ἀστυνομία [καὶ] ἐπὶ τέλους ὕστερα ἀπὸ χίλια βάσανα τὸν πιάσανε οἱ ἀστυνομικοί. Εἶχε κάνει διαρρήξεις τρομερὲς καὶ δολοφονίες ἀκόμα ἀνθρώπων, γυναικῶν καὶ ἀνδρῶν, καὶ τὸν καταδικάσανε σὲ θάνατο, στὴν καρέκλα τὴν ἠλεκτρική. Ὅταν τὸν πῆγαν στὴν καρέκλα τὴν ἠλεκτρικὴ στὴν Ἀμέρικα νὰ τὸν ἐκτελέσουνε μιὰ ὥρα ἐνωρίτερα προτοῦ τὸν βάλουνε στὴν καρέκλα νὰ τὸν κάνουνε κάρβουνο αὐτὸν τὸν διάσημο διαῤῥήκτη ποὺ ἔγινε καὶ μυθιστόρημα στὴν Ἀμερικὴ ὁλόκληρο ― μέσα στ᾽ ἀστυνομικὰ ὅταν παρουσιάζονται ἀστυνομικὰ Κοιτάξτε διαφορὰ τῆς κοινωνίας· ὅταν παρουσιάζωνται ἀστυνομικά, ὅταν ὁ κλέπτης πηδάῃ ἀπὸ βράχο σὲ βράχο, [χειροκροτοῦν…. Ἐγὼ δὲν πάω. Μοῦ ᾽λεγε ἕνας ἀστυνομικός· –Ἐγὼ σιχαίνομαι τὸ ἐπάγγελμά μου, θὰ τὸ ἐγκαταλείψω τὸ ἐπάγγελμα. –Γιατί; –Γιατὶ πάω στοὺς κινηματογράφους καὶ βλέπω ἕνα παράξενο πρᾶγμα· ὅταν ὁ κλέφτης, τὸ κάθαρμα, πηδάῃ ἀπὸ στήλη εἰς στήλη καὶ τὸν κυνηγᾶνε οἱ ταλαίπωροι ἀστυνομικοὶ καὶ σπᾶνε τὰ πόδια τους καὶ ἀνεβαίνουν ἐπάνω, τὴν ὥρα ποὺ κατορθώνει αὐτὸς καὶ ξεφεύγει ἀπὸ τὸν ἄλφα ἀστυνομικό, ἀπὸ τὸν βῆτα ἀστυνομικὸ καὶ σὰν τὸν αἴλουρο πηδάῃ ἀπὸ ἐδῶ ἀπὸ ἐκεῖ, χειροκροτήματα! [δηλαδὴ[ «Μπράβο, καλὰ κάνεις». Καὶ σκοτώνον­ται οἱ ἀστυνομικοί. Χειροκροτεῖται ὁ «ἥρωας», καὶ κανείς δὲν χειροκροτεῖ τὸν ἀστυνομικὸ ἐκεῖνο, ὁ ὁποῖος μὲ θυσία ἀνεβαίνει ἐπάνω καὶ σῴζει τὸν ἄνθρωπο. Δὲν τὸν χειροκροτάει. Χειροκροτάει αὐτὸ τὸ κάθαρμα, γιὰ νὰ τὸ κάνῃ περισσότερο [κλέφτη]. «Ἔτι καὶ ἔτι» τοῦ λέγει, καλὰ ἔκανες καὶ κλέβεις, προχώρα στὸ κακό! Ἀλλὰ Μόνον ὅταν πλέον μᾶς κλέβῃ τὸ πορτοφόλι μας, τότε πλέον καλοῦμε τὴν ἀστυνομία νὰ τὸν βρῇ τὸν κλέπτη, ἀλλὰ ὅταν κλέβῃ τὰ πορτοφόλια τῶν ἄλλων, εἶνε ἄξιος ἐπαίνων καὶ ἐγκωμίων. Λοιπόν, «Ἔτι καὶ ἔτι…» μπράβο! νὰ κλέβῃ ἀκόμη περισσότερο. [Κι αὐτὸν λοιπὸν] ἐπὶ τέλους τὸν πιάσανε, τὸν καταδικάσανε εἰς θάνατον, στὴν καρέκλα. Προτοῦ νὰ πάῃ στὴν καρέκλα ἔρχεται ἡ μάνα του· –Παιδί μου! –Μάνα, μὴ μὲ πλησιάσῃς. Ἐσὺ φταῖς. Θυμᾶσαι, μάνα, ποὺ μικρὸ παιδὶ σοῦ ἔφερα ἕνα ἀβγὸ κλεμμένο; Δὲ μοῦ ᾽σπασες τὰ χέρια. Ἀπὸ τότε ἄρχισα νὰ κλέβω. Ὅποιος κλέψῃ ἀβγό, θὰ κλέψῃ βόδι. «Ἔτι καὶ ἔτι…» Σιγὰ – σιγὰ ἀρχίζει τὸ κακό.
� Θέλετε ἄλλο παράδειγμα; Θυμηθῆτε τὸ ζήτημα ― μὴ γελάσετε, γιατὶ ἐγὼ κλαίω. Ἐγὼ θὰ σηκωθῶ νὰ [ὑπο]βάλω μιὰ παραίτησι ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο, γιατὶ σᾶς ξέρω. Εἶστε ἐδῶ πέρα ν᾽ ἀκούσετε, μετὰ θὰ τὰ ξεχάσετε. Θὰ [ὑπο]βάλω μιὰ παραίτησι, θὰ πάω στὸ Ἅγιο Ὄρος, θ᾽ ἀγοράσω ἕνα κελλάκι, νὰ κλείσω τὰ μάτια μου στὸν μάταιο κόσμο. Ἀπὸ σᾶς δὲν περιμένω τίποτα, γιατὶ ἔρχεστε, μαζεύεστε, φωνάζετε, κάνετε, καὶ μετὰ… Σᾶς ξέρω, σᾶς γνωρίζω.
Λοιπόν, ἔχομε τὸ ζήτημα τῆς ἐνδυμασίας τῆς γυναικός. Πρὸ ἑξήντα χρόνια θά ᾽λεγα μιὰ σκληρὰ λέξι, πολὺ μάγκικια καὶ ἁμαρτωλὴ λέξι, ἀλλὰ δὲν τὴν λέγω. Πώ πω, τέτοια λόγια λέει ὁ ἐπίσκοπος; εἶνε δεσπότης αὐτὸς ποὺ λέει τέτοια!;… Δηλαδὴ τὸ κακὸ τὸ κάνουνε, ἀλλὰ ἂν τὸ ποῦμε τὸ κακό δὲν θέλουνε νὰ τὸ ποῦνε. Δὲν τρέμουνε, δὲν φρίττουν, δὲν ἀνατριχιάζουν γιὰ τὸ κακὸ ποὺ γίνεται, ἀνατριχιάζουν γιὰ τὶς λέξεις ποὺ θὰ ποῦμε. Λοιπόν, πρὸ ἑξήντα χρόνια οὔτε αὐτὲς οἱ γυναῖκες ποὺ πωλοῦσαν τὸ κορμί τους γιὰ ἕνα τάλληρο, δὲν περπατούσανε στὸ δρόμο ἔτσι. Ἐπικαλοῦμαι τὴ μαρτυρία ὅλων τῶν ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν πού ᾽νε ἐδῶ πέρα, ἂν πρὸ πενήντα – ἑξήντα χρόνια μέσα ἐδῶ στὴν Ἀθήνα περπατούσανε αὐτὲς οἱ πόρνες, τὰ δυστυχισμένα αὐτὰ πλάσματα, περπατούσανε ἔτσι. Δὲν περπατούσανε ἔτσι, γυμνὲς – ξεγυμνωμένες. Ἦταν ντυμένες σὰν τὴν Παναγιά, ἀπὸ πάνω μέχρι κάτω, μέχρι τὰ πόδια. Ἔτσι λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ἐν καταστολῇ [κοσμίῳ]» (Α΄ Τιμ. 2,9). Πάρτε τὸ λεξικό. Δὲν ξέρω ποιόν ἀκοῦς ἐσύ, ἐγὼ ἀκούω τὸν Παῦλο, ποὺ νὰ στύψῃς ὅλους τοὺς παπᾶδες καὶ δεσποτάδες δὲν φτειάνεις τὸ νυχάκι τοῦ Παύλου. Ἐγὼ τὸν Παῦλο ἀκούω. Τί λέει λοιπόν ὁ Παῦλος; Ἐσὺ ποὺ κάνεις τὸν γραμματισμένο καὶ νομίζεις ὅτι ἐμεῖς λέμε παράξενα, διάβαζε νὰ δῇς, ὅτι [λέγει,] Ἐγὼ «θέλω γυναῖκες νὰ εἶνε ἐν καταστολῇ τιμίᾳ [κοσμίῳ]». Τί σημαίνει τὸ «καταστολῇ»; Καταστολῇ σημαίνει ἀπὸ ἐδῶ μέχρι κάτω στὸν ἀστράγαλο. Ἔτσι σημαίνει, σὰν τὴν Παναγιά. ποὺ εἶνε. Μπορεῖτε νὰ φανταστῆτε τὴν Παναγιὰ χωρὶς αὐτά, κάτω ἔτσι; Λοιπόν, ἔτσι ἦταν οἱ γυναῖκες. Ἐγὼ χαίρομαι ποὺ πάω σὲ μερικὰ χωριουδάκια ἐκεῖ ἀκόμα ἀπάνω στὴ Φλώρινα, κάτι Ἀτραπό, κάτι Πολυπόταμος, κάτι Τριανταφυλιά, ἕνα χωριουδάκι. Πώ πω, τὸ συνιστῶ στὴν ἀγάπη σας. Εἶνε τριάντα σπιτάκια. Μὰ δὲν ξέρετε! Ὅλες οἱ γυναῖκες ντυμένες μὲ τὴν πιὸ ὄμορφη μόδα ποὺ ὑπάρχει στὸν κόσμο, μ᾽ ἐκείνη τὴν ὡραία μόδα, μ᾽ ἐκεῖνα τὰ χρώματα τὰ ἑλληνικά, τὰ μακεδονικὰ χρώματα. Ἔχουν τὸ μαῦρο, ἔχουν τὸ κόκκινο καὶ τὸ ἄσπρο. Τὸ μαῦρο Εἶνε ἐνδυμασία – ἱστορία. Τὶς βλέπεις ὄμορφα ντυμένες ἀπὸ πάνω μέχρι κάτω, ἐδῶ τὰ χέρια τους, τὰ πόδια τους, ἐπάνω στὸ κεφάλι ἔχουν ἕνα μαντήλι. Δὲν μπορεῖς νὰ σκεφτῇς τὸ πονηρό. Τέτοιο πρᾶγμα Ἅμα τὴ δῇς τὴ γυναῖκα, ἀποκαλύπτεσαι, δὲν σκέπτεσαι τὸ πονηρό. Καὶ αὐτὲς τὰ χρώματά τους, ἡ ἐνδυμασία τους ἔχουν τρία χρώματα· ἔχουν τὸ μαῦρο, τὸ ἄσπρο καὶ τὸ κόκκινο· Τὸ μαῦρο, τὸ κόκκινο τό ᾽χουνε γιὰ τὰ αἵματα ποὺ χύσανε, ποτάμια αἷμα, τὸ μαῦρο γιὰ τὰ δάκρυα ποὺ χύσανε, καὶ τὸ ἄσπρο γιατὶ ἄσπρη τὴν ψυχήν τους τὴν ἔχουνε· λοιπόν, τὴν πιὸ ὄμορφη μόδα τοῦ κόσμου. Πάει τώρα αὐτή. Τώρα τί συνέβη; Ἦρθε ὁ διά᾽ολος [καὶ τῆς λέει·] –Ἄ, δὲν εἶσαι ἔτσι καλὰ ντυμένη! σὰν καλόγρια εἶσαι; Ὁ διά᾽ολος τῶν Παρισίων! ποὺ εἶνε Κάθε πόλι θὰ τιμωρηθῇ, κάθε πόλι. Ἡ Μόσχα θὰ τιμωρηθῇ γιὰ τὴν ἀθεΐα της, τὸ Παρίσι θὰ τιμωρηθῇ γιὰ τὴν πορνεία της, ἀπὸ ἐκεῖ βγαίνει ὅλη ἡ μόδα καὶ ἡ κακοήθεια, καὶ ἡ Νέα Ὑόρκη θὰ τιμωρηθῇ γιὰ τοὺς γκανγκστερισμοὺς καὶ γιὰ (τὸ καπιτάλ της)(δυσδιάκριτον) , καὶ ἡμεῖς ἐδῶ γιατὶ προδώσαμε τὴν Ὀρθοδοξία, τὴν προδώσαμε τὴν Ὀρθοδοξία. Λοιπόν, ὁ διά᾽ολος λέει· –Ἄ, δὲν εἶσαι καλὰ τώρα, καλόγρια θὰ γίνῃς; Καὶ πῆρε μιὰ τέτοια ψαλίδα τέτοια ὁ διά᾽ολος καὶ κόντυνε ἀπὸ κάτω· Ἀπάνω ἀπὸ τὸν ἀστράγαλο, σοῦ λέει. Ἄμ, «ἔτι καὶ ἔτι…». Τὸ βλέπετε; Δὲν εἶνε καλά. Ἀφοῦ προχώρησε λίγο ὁ διά᾽ολος καὶ κατώρθωσε τὴ γυναῖκα νὰ τὴν ξεγυμνώσῃ λίγο καὶ λέγει ἀπὸ πάνω, [μετὰ λέγει,] δὲν εἶσαι καλά, εἶνε ἄσχημο πρᾶγμα εἶσαι. Μπρός! Μμ, ἡ γυναίκα φέρνει κάποια ἀντίρρησι. Παραπάνω, μέχρι τὰ γόνατα. «Ἔτι καὶ ἔτι!…». Δὲν μένει ἱκανοποιημένη. «Ἔτι καὶ ἔτι» γυμνωθήτω! Θὰ γυμνωθῇς! Ἐγὼ σ᾽ τὸ διατάζω, ὁ διάβολος· ὁ διάβολος τὸ διατάζει. Λοιπόν, προχώρα! Μμ, ἡ γυναίκα διστάζει κ.λ.π. Προχώρα! Ἀλλὰ
Λοιπόν «Ἔτι καὶ ἔτι» προχώρα στὴν κλεψιά· ἀπὸ τὸ ἀβγὸ νὰ προχωρήσῃς νὰ κλέψῃς βόδι, ν᾽ ἀνοίξῃς καταστήματα μεγάλα, νὰ γίνῃς διαρρήκτης, νὰ γίνῃς ἥρωας κινηματογραφικοῦ ἔργου, νὰ σὲ χειροκροτᾷ αὐτὸς ὁ παλιόκοσμος. «Ἔτι καὶ ἔτι» νὰ ξεγδυθῇς, νὰ μείνῃς ἔτσι. Καὶ μιὰ κοπέλλα ποὺ μένει ἐπάνω στὰ βουνά, στὰ ψηλὰ βουνά μας, ἐπάνω στὸ Βίτσι καὶ τὸν Γράμμο καὶ τὰ ψηλὰ αὐτὰ βουνὰ καὶ τὰ ὡραῖα λουλούδια, ποιός τὴν χειροκροτάει καὶ ποιός τὴν σκέπτεται, ποὺ σηκώνεται πρωὶ – πρωί, ποὺ πάει στὸ χωράφι, δουλεύει, ἀρμέγει τὴν γίδα, τὸ πρόβατο, τὴν ἀγελάδα, νὰ τὸ τρῶς ἐσὺ κοκώνα μου τοῦ Κολωνακίου καὶ νὰ κοροϊδεύῃς τὸν κόσμο; ποιός τὴν θυμᾶται αὐτὴ; Καμμιά. Ἀλλὰ ἂν βγῇ καμμιὰ ἔξω καὶ πάῃ ἔξω τὴ νύχτα σὲ κανένα κέντρο καὶ τραγουδήσῃ κ.λπ. καὶ εἰσπράξῃ ἐν μιᾷ νύκτα [σὲ μιὰ νύχτα], παρακαλῶ, παρακαλῶ μιὰ νύχτα ― Διαλυόμεθα, ἀδέρφια, διαλυόμεθα! Μιὰ νύχτα εἰσπράττουν αὐτὲς μὲ τὶς χρυσὲς χορδές, μὲ τὶς ὡραῖες Καλλιτέχνιδες, σοῦ λέει, ἐνῷ δὲν εἶνε τέτοια ὀνομασία. Ἂν τολμήσῃς νὰ τὶς πῇς, [νὰ] τὶς ὀνομάσωμε κάπως, καὶ μᾶς ὁδηγοῦν στὰ δικαστήρια, θὰ καθήσωμε ἐκεῖ, γιατὶ τὶς εἴπαμε ἔτσι. Λοιπὸν καλλιτέχνιδες σοῦ λέει, ἡ φωνή της! Εἰσπράττει αὐτὴ Ἡ κακομοίρα ἡ ἄλλη πάνω στὸ βουνὸ ἁρμέγει τὸ γάλα καὶ παίρνει δέκα – εἴκοσι δραχμές, ἡ ἄλλη τὴ νύχτα στὸ νοσοκομεῖο, τὸ κορίτσι τοῦ λαοῦ, ὅλη νύχτα κάθεται ἄγγελος καὶ ἀρχάγγελος, καὶ παίρνει μόνο δυὸ χιλιάδες, Ὅλο τὸ μήνα κάθεται καὶ ἡ ἄλλη μὲ τὴ χρυσῆ φωνὴ καὶ μαζεύει μιᾷ νύχτᾳ [σὲ μιὰ νύχτα] παρακαλῶ ἑκατὸ χιλιάδες δραχμές. Μπράβο, κοινωνία! Καὶ ἂν θὰ μείνῃ νοσοκόμος καὶ ἂν θὰ μείνῃ νοσοκόμος! Δὲν θὰ εἶνε κορόιδα αὐτά, διὰ νὰ σὲ περιποιοῦνται ἐσένα τὸν κύριο. «Ἔτι καὶ ἔτι»! Ἐσὺ ποὺ κλέπτεις, κλέψε περισσότερα πορτοφόλια· ἐσὺ ποὺ πετᾷς τὰ ῥοῦχα σου καὶ ξεγυμνώνεσαι, ξεγυμνώσου τελείως· κ᾽ ἐσὺ ὁ ἄλλος τραγούδα τὰ πιὸ αἰσχρὰ τραγούδια. «Ἔτι καὶ ἔτι», προχωρεῖτε προχωρεῖτε! Κ᾽ ἐσὺ ὁ ἄλλος ὁ παλιόγερος μὲ τ᾽ ἄσπρα μαλλιά, πού ᾽σαι ἑβδομήντα χρονῶν καὶ πέταξες τὴ γυναῖκα σου στὸ δρόμο καὶ τώρα ἔχεις σχέσεις ἁμαρτωλὲς μ᾽ ἕνα ἁμαρτωλὸ γύναιο εἴκοσι χρονῶν, ποὺ περιμένει πότε νὰ ψοφήσῃς νὰ σὲ κληρονομήσῃ, τρέχα στὸ ὑπουργεῖο δικαιοσύνης νὰ βγάλῃς διαζύγιο αὐτόματο. «Ἔτι καὶ ἔτι»! προχωρεῖτε λοιπόν, μπρός! Ἐλεύθεροι εἶστε, τὸ τέλος νὰ δοῦμε. Καὶ αὐτὸς μὲν ὁ κόσμος προχωρεῖ ἀπὸ τὸ χειρότερο σὲ χειρότερο, σὲ χειρότερο προχωράει· ἠθικῶς λέω. Ἠθικῶς καὶ θρησκευτικῶς καὶ κοινωνικῶς προχωρεῖ πρὸς τὸ χειρότερο, ἀπὸ κρημνὸ σὲ κρημνὸ καὶ ἀπὸ ἄβυσσον εἰς ἄβυσσον· «ἄβυσσος ἄβυσσον ἐπικαλεῖται εἰς φωνὴν τῶν καταρρακτῶν σου» (Ψαλμ. …). Προχωρεῖ.
Τὰ παιδιὰ τοῦ σκότους προχωροῦνε, σημειώνουν καταπληκτικὰς προόδους στὸ κακό, στὴ διαφθορά. Καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ σκότους [φωτός]; Ἐμένα ῥωτᾶτε τί κάνουν τὰ παιδιὰ τοῦ φωτός; Τί κάνουν τὰ παιδιὰ τοῦ φωτός; Κοιμοῦνται! Πῶς κοιμοῦνται; Ὅπως κοιμοῦνταν οἱ μαθηταὶ στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ. Ὁ Χριστὸς γονάτισε τὴ νύχτα κάτω ἀπὸ τὸ φεγγάρι μὲ ἀγωνία, ὁ ἱδρώς του ἔσταζε σταλαγματιὰ σταλαγματιά, πηχτὸ αἷμα ἔβγαινε, καὶ προσευχότανε, καὶ ἤτανε σὲ μιὰ κατάστασι στενοχώριας καὶ ἀδημονίας καὶ «ἤρξατο [λυπεῖσθαι] καὶ ἀδημονεῖν», καὶ οἱ μαθηταὶ ῥοχάλιζαν ἐπάνω στὰ χορτάρια καὶ κοιμοῦνταν στὰ χορτάρια. «Κοιμᾶστε λοιπὸν καὶ ἀναπαύεσθε! ἰδοὺ ἤγγικεν ἡ ὥρα [καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδεται εἰς χεῖρας ἁμαρτωλῶν]» (Ματθ. 26,37,45). Ἔτσι μᾶς λέγει ὁ Χριστὸς στὴν ἀγωνία τῆς ἀνθρωπότητος· Ἐγὼ κρατάω τὴν Βίβλο, διαβάζω τὴ Γραφή, ἐγὼ εἶμαι στὸν κύκλο, ἐγὼ εἶμαι ἐδῶ, ἐγὼ εἶμαι ἐκεῖ, καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ φωτὸς κοιμοῦνται. Τὰ μεσάνυχτα χιλιάδες στὰ κέντρα. Σὰ μανιτάρια φυτρώσανε. Ὅπως τὰ μανιτάρια φυτρώνουνε ἐπάνω στὰ κόπρια, ἔτσι φυτρώσανε τὰ κέντρα τῶν διασκεδάσεων ἀπὸ τὴν Ἀθήνα μέχρι τὸ Σούνιο καὶ μέχρι τὴν Ἐλευσῖνα, καὶ γίνανε χιλιάδες. Ὅλη νύχτα γλεντᾶνε. Δὲν μοῦ λέτε· Πόσοι τὴ νύχτα σηκώνονται τὰ μεσάνυχτα καὶ κρατᾶνε κομποσχοίνια καὶ παρακαλοῦνε τὸ Θεό; Ποιός; Τὰ παιδιὰ τοῦ σκότους προχωροῦν στὴ διαφθορά. Λοιπόν «Ἔτι καὶ ἔτι»!…

Ἀλλὰ ὑπάρχει ὅμως καὶ τὸ «ἔτι» τὸ καλό. Δὲν προχωρεῖ μόνο τὸ κακό, προχωρεῖ καὶ τὸ καλό, ἔστω σὲ ὀλιγωτέρα κλίμακα. Ποῦ προχωρεῖ τὸ καλὸ σὲ ὀλιγωτέρα κλίμακα; Εἶνε ἄξιο παρατηρήσεως, ὅτι στὴν πιὸ μεγάλη διαφθορά, ἐκεῖ ποὺ παρουσιάζεται ἡ μεγαλυτέρα αἰχμὴ τῆς διαφθορᾶς, ἐκεῖ παρουσιάζεται ἀντιστοίχως καὶ ἡ αἰχμὴ τῆς ἀρετῆς. Περίεργο πρᾶγμα. Εἶνε ἐκεῖνο ποὺ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος· Ὅπου περίσσεψε ἡ ἁμαρτία, «ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις» (῾Ρωμ. 5,20). Αὐξάνει ἡ ἁμαρτία; αὐξάνει [καὶ] ἡ χάρις. Παραδείγματα; Διαβάστε νὰ δῆτε.
� Ἦταν ἡ ἐποχὴ τοῦ Νῶε, διεφθαρμένη ἐποχή. Ἀλλὰ μέσ᾽ στὴν διεφθαρμένη αὐτὴ ἐποχὴ ἕνας Νῶε μὲ τὴν οἰκογένειά του, μὲ τὰ ὀχτὼ ἄτομα, ἡ οἰκογένεια τοῦ Νῶε κράτησε τὴν ἀνθρωπότητα, ἐνῷ οἱ ἄλλοι εἶχαν γίνει σάρκες.
� Θέλετε ἄλλο παράδειγμα; Σόδομα καὶ Γόμορρα, φρικτὴ ἡ κατάστασις, φρικτή. Ἁμαρτήματα ποὺ δὲν λέγονται διέπρατταν ὅλοι. Καὶ μέσα σ᾽ αὐτὰ τὰ Σόδομα καὶ Γόμορρα ἦταν ὁ Λώτ, οἱ δυὸ κόρες του καὶ ἡ γυναίκα του μέσα στὰ Σόδομα ἐκεῖ μέσα [ποὺ] κρατούσανε μέσα τὴν τιμὴ καὶ τὴν ὑπόληψι.
� Θέλετε ἄλλο παράδειγμα; στὴν ἐποχὴ τῶν Τριῶν Παίδων. Ἕνας δικτάτορας, ἕνας Ναβουχοδονόσορας, ἔφτειαξε, ὅπως ξέρετε ὅλοι, πελώρια τὴν εἰκόνα του καὶ εἶπε, Πέσετε νὰ προσκυνήσετε. Ἅμα χτυπήσουν τὰ βιολιά, ἅμα χτυπήσουν οἱ κιθάρες, ἅμα δοθῇ τὸ σύνθημα καὶ ἡ σάλπιγγα, πέσετε. Ὅποιος δὲν πέσῃ χάμω νὰ προσκυνήσῃ τὸ ἄγαλμα, τὸ αἰσχρὸν ἄγαλμα, ἐδῶ δίπλα εἶνε τὸ καμίνι, νὰ πέσῃ μέσα. Καὶ μόλις σάλπισαν οἱ σάλπιγγες ἑκατομμύρια κόσμος στὴν πεδιάδα Δεειρᾶ (Δαν. 3,1), ὅπως περνάει τὸ δρεπάνι καὶ κόβει τὰ στάχυα, [ἔτσι] μόλις βγῆκε διαταγὴ πέσανε ὅλοι κάτω. Τρεῖς μόνον [εἶπαν] Ὄχι. –Ποιοί εἶστε ἐσεῖς; –Ἐμεῖς δὲν προσ­κυνᾶμε τὴν εἰκόνα. Τρία παιδιὰ μείνανε ὄρθια μέσα σ᾽ αὐτὴν τὴν ἀθλία ἐκείνη κατάστασιν, τρία παιδιὰ κρατήσανε.
Στὴν ἐποχὴ τοῦ Νῶε ὁ Νῶε, στὴν ἐποχὴ τῶν Σοδόμων καὶ Γομόρρας [ὁ Λώτ,] καὶ στὴν ἐποχὴ [τοῦ Ναβουχοδονόσορος οἱ Τρεῖς Παῖδες]. Ἔτσι θὰ ὑπάρχουν πάντοτε. Ἄμ, θὰ μοῦ πῆς
Ξέρω τί θὰ μοῦ πῇς· –Ἄμ, [αὐτὰ ἦταν] «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ»! Ἀφῆστε [τα] αὐτά, παπᾶδες καὶ δεσποτάδες, «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ» νὰ τὰ λέτε αὐτά, ἀλλὰ σήμερα ὅμως!… Ποῦ ᾽νε αὐτὰ τὰ παραδείγματα, ποῦ ᾽νε οἱ Νῶε, ποῦ οἱ Λώτ, ποῦ ᾽νε οἱ Τρεῖς Παῖδες, ποῦ ᾽νε ἐκεῖνοι ποὺ φέρανε ἀντίστασι; Ὀλίγα πρόσωπα φέρανε ἀντίστασι μέσα στὸ κακό.
Ὑπάρχουν σήμερα! ὑπάρχουν, ἀλλὰ δὲν γράφουνε τὰ ὀνόματά τους οἱ ἐφημερίδες. Ὑπάρχουν ― ποῦ ὑπάρχουν; διαμάντια κρυμμένα μέσ᾽ στὴν κοπριὰ τοῦ κόσμου. Ἕνα, δυό, τρία σᾶς ἀναφέρω, καὶ τελειώνω τὸ λόγον.
� Τὸ ἕνα. Θυμᾶστε ἐδῶ στὸ Μόναχο! (Ἡ Ὀλυμπιάδα τοῦ Μονάχου πρέπει νὰ ἔγινε ἀπὸ 20 Αὐγούστου ἕως 10 Σεπτεμβρίου 1972· βλ. Χρονικὸ τοῦ 20οῦ αἰώνα, σσ. 1098-1102. Ἐκεῖ, φαίνεται, δὲν διακρίθηκε ἡ Ἑλλάδα. Βλ. «Σπίθα» 351/1972, σσ. 7-8 τὸ ἀνακοινωθὲν «Τὸ Ὀλυμπιακὸν φῶς» καὶ τὴν «Ἀπάντησιν εἰς τὴν ἐφημερίδα “Ἑλληνικὸς Βορρᾶς”», ποὺ περιελήφθησαν στὰ βιβλία Σφενδόνη τ. Β΄, Ἀθῆναι 1989, σσ. 170-175 καὶ Ἐπιστροφὴ εἰς τὴν ἀρχαίαν εἰδωλολατρίαν; Ἀθῆναι 1992, σσ. 73-80, καὶ «Ἀηδιαστικὴ ἑλληνολατρία» στὰ βιβλία Ἐκκλησιαστικὸς στρουθοκαμηλισμός, Ἀθῆναι 1973, σσ. 99-100 καὶ Ἐπιστρ. εἰς τὴν ἀρχ. εἰδωλολατρίαν ἔ.ἀ. σσ. 81-83) Καλὰ δὲν πῆγε αὐτὴ ἡ ὑπόθεσις. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ πῆγαν ἐκεῖ στὴν Ὀλυμπία καὶ κάνανε προσευχὴ στὸ Δία καὶ παρακαλέσανε τὸν Δία νὰ τοὺς φωτίσῃ, ἀπὸ τότε αὐτὴ ἡ ὑπόθεσις δὲν πῆγε καλά. Καὶ ποῦ κατέληξε; Ὄχι ὅτι εἴμεθα ἐναντίον τοῦ ἀθλητισμοῦ, ὄχι· ἀλλὰ [εἴμεθα] ἐναντίον τοῦ ἀθλητισμοῦ ποὺ προσκυνᾷ τὰ εἴδωλα ὄχι. Λοιπόν, ἦλθαν ἐκεῖ πῆγαν ἐκεῖ στὸ Μόναχο χιλιάδες ἀθληταὶ καὶ μεταξὺ αὐτῶν ἦταν καὶ χριστιανοί. Ἦταν Γιαπωνέζοι, ἦταν Κινέζοι, ἦταν Ἀφρικᾶνοι ἦταν Ἀβησσυνοί, ἦταν ὅλες οἱ φυλὲς τοῦ κόσμου στὸ Μόναχο. Καὶ ἦλθε ἡ ὥρα τῶν ἀγωνισμάτων. Σὲ μιὰ στιγμὴ μπροστὰ στὰ ἑκατομμύρια τοῦ κόσμου ἐκεῖ, στὰ ἑκατομμύρια ποὺ βλέπανε ἀπὸ τὶς τηλεοράσεις νὰ κοιτάξουνε [δοῦνε] ἂν θὰ νικήσῃ ἡ Ἑλλάδα, ἐκεῖ ποὺ κοιτάζανε ὅλοι, ἐκεῖ ποὺ τὰ μάτια [ὅλων] ἦταν καρφωμένα, κοιτάζουν ἕναν προτοῦ νὰ ξεκινήσῃ, ὅταν εἶπαν «Μπρός!» νὰ προχωρήσουν στὴ γραμμή ὅλοι, ἐκείνη τὴν ὥρα ποὺ κοιτάζανε τὰ μάτια τους καρφωμένα στὴν τηλεόρασι νὰ δοῦνε ποιός εἶνε, ἕνας ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Ὅποιος εἶδε τηλεόρασι, τὸν εἶδε καὶ δάκρυσε. Ποιός; Ἕλληνας; Ἔ, Ἕλληνας! Πόσες βλαστήμιες δὲν ἔχουν τὰ γήπεδα κάτω! Ἐδῶ κάτω στὴν Πτολεμαΐδα πέρυσι, τὴν ὥρα ποὺ ἐπρόκειτο νὰ παίξουν τὴν ὁμάδα, ἀρχίσανε νὰ βλαστημᾶνε, καὶ ἕνας ποὺ ἦταν, [φώναξε]· Σταματῆστε, φεύγουμε! Μὲ βλαστήμια ἀρχίζουν, μὲ βλαστήμια ἀρχινᾶνε. Ἕνας λοιπόν ἐκεῖ, ὅπως ἦταν ἀπὸ τὴν ἅγια μάνα του ἀνατρεφεμένος [ἀνατεθραμμένος], προτοῦ νὰ ξεκινήσῃ νὰ τρέξῃ, ἔκανε παρουσίᾳ ὅλων τὸν σταυρόν. Ἔλα τώρα ἐσύ, κύριε, ποὺ ντρέπεσαι νὰ κάνῃς τὸν σταυρόν σου μπροστὰ σ᾽ αὐτὸν τὸν παλιόκοσμο, ἔλα ἐσὺ ποὺ περνᾷς ἀπὸ τὴν ἐκκλησιὰ καὶ δὲν κάνεις τὸν σταυρόν σου, ἔλα ἐσὺ ποὺ μπαίνεις μέσ᾽ στὴν ἐκκλησιὰ καὶ δὲν κάνεις τὸν σταυρόν σου, ποὺ κάθεσαι καὶ τρῶς τὴ μπουκιὰ στὸ στόμα καὶ δὲν κάνεις τὸν σταυρόν σου, ἔλα ἐσὺ ποὺ πετᾷς στὸ ἀεροπλάνο, ἔλα λοιπόν νὰ πάρῃς μάθημα ἀπ᾽ αὐτὸν ποὺ μπροστὰ στὰ ἑκατομμύρια εἶχε τὸ θάρρος νὰ κάνῃ τίμια τὸν σταυρόν του. Ἦταν ῾Ρουμᾶνος καὶ ὄχι Ἕλληνας. Μάλιστα, κύριε. Ἔρχονται τὰ μαθήματα. ῾Ράπισμα ἦταν τὸ μάθημα αὐτό, γιατὶ ποιός τοὺς δίδαξε αὐτούς;
� Ἄ, βέβαια στὴν πρώτη ὀλυμπιάδα νικήσαμε. Πῶς νικήσαμε; Τὸ θυμᾶστε. Εἶνε κανεὶς ἀπὸ τὸ Μαροῦσι ἐδῶ πέρα, πού ᾽νε τὸ ἄγαλμά του; Ἦταν ὁ Λούης. Τί ἦταν ὁ Λούης; Ἕνας γαλατᾶς ἤτανε. τὸ ἑβδομήντα τὸ ἑξήντα ἑφτά (ἐννοεῖ μᾶλλον τὸ 1870 1867) –Τί κάνουν, λέει [ρώτησε], αὐτοὶ οἱ παλαβοί; –Τρέχουν, λέει [τοῦ λένε]. Ὅποιος τρέξῃ περισσότερο, αὐτὸς θὰ πάρῃ μεγάλο βραβεῖο. –Μωρὲ, ἐγὼ τρέχω καλύτερα ἀπὸ δαύτους καὶ ἂς εἶνε γυμναστής [κι ἂς εἶμαι ἀγύμναστος]. Καὶ πάει στὴν ἐκκλησία μέσα ὁ Λούης καὶ κάνει τὸν σταυρόν του· λέει –Παναγιά, βοήθησέ με νὰ ξευτελίσω αὐτοὺς τοὺς ξεβράκωτους, αὐτοὺς τοὺς Εὐρωπαίους. Κάνει τὸν σταυρόν του. –Βρέ, ἄσε με, θὰ τοὺς ξευτιλίσω ἐγὼ σήμερα. Καὶ μπαίνει, κάνει τὸν σταυρόν του, μόλις ξεκίνησε. ἔκανε τὸν σταυρόν του ὁ Λούης· Ἄχ, Παναγιά, βοήθα. Πρῶτος! ποῦ ᾽νε τώρα; Λοιπόν, ἔτσι ἕνας ῾Ρουμᾶνος μέσα στὸ στάδιο τοῦ Μονάχου μπροστὰ σὲ χιλιάδες καὶ ἑκατομμύρια τηλεθεατὰς ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ εἰς αἶσχος τῶν Ἑλλήνων ἀθλητῶν, οἱ ὁποῖοι οὐδέποτε προσεύχονται, οἱ ὁποῖοι οὐδέποτε κάνουν τὸν σταυρόν, ἀλλὰ ὀργιάζουν πλὴν ἐλάχιστων ἐξαιρέσεων.
«Ἔτι καὶ ἔτι»!… Μπρός! βλαστήμα ἐσὺ τὸν Χριστό, ὑπάρχει κάποιος ἄλλος ποὺ κάνει τὸν σταυρό του καὶ εἶνε ῾Ρουμᾶνος καὶ ἐσὺ ὁ Ρουμάνος, παρακαλῶ, κάτω ἀπὸ ἄθλιον κομμουνιστικὸν [καθεστώς·] πού, ἅμα πάῃ στὴ ῾Ρουμανία, θὰ τοῦ κάνουν παρατήρησι ὁπωσδήποτε, γιατὶ περιμένουν τὴ γροθιὰ νὰ ὑψώσῃ αὐτὸς καὶ ὄχι νὰ κάνῃ τὸν σταυρόν του. Κ᾽ ἐσένα ποιός σοῦ κόβει τὸ κεφάλι;
� Θέλετε ἄλλο παράδειγμα; Ἄλλο παράδειγμα. Πᾶμε στὴ ῾Ρωσία. Γινότανε μιὰ κηδεία, κηδεία ἑνὸς μεγάλου προσώπου. Μαζευτήκανε ὅλοι στὴν κηδεία. Ὅλοι τους κανείς σταυρό. Δὲν κατηγορῶ καμμιὰ ἰδεολογία. Δικαίωμα εἶνε ὁ ἕνας πού ᾽νε μασόνος κάνει τὰ δάχτυλά του ἔτσι, ὁ ἄλλος πού ᾽νε κομμουνιστὴς τὴν γροθιά του [ἔχει] σύμβολο τὴ γροθιά του. Θυμᾶμαι ἐγὼ πάνω στὰ Γρεβενά, σ᾽ ἕνα χωριὸ μοῦ λέει δέσποτα, ἤμουν τότε νεώτατος, πῆγα σ᾽ ἕνα χωριό. [Μοῦ λέει·] –Δεσπότη μου, πάτερ μου Αὐγουστῖνε, ἐδῶ ἦλθες; –Ἐδῶ ἦλθα. –Μὰ ἐδῶ, τὸ σκέφτηκες καλά; μοῦ λέει –Τί εἶνε ἐδῶ; –Χτύπα τὴν καμ­πάνα. Χτυπάω, κανείς. –Πᾶμε νὰ δῇς ποῦ εἴμεθα, πᾶμε νὰ δῇς σὲ ποιό χωριὸ βρίσκεσαι. Πάω λοιπὸν στὸ νεκροταφεῖο· εἶχαν ξερριζώσει ὅλους τοὺς σταυροὺς καὶ (ῥίξανε) (δυσδιάκριτον) [βάλανε] γροθιὲς ξύλινες γροθιὲς στὰ μνήματα ἐπάνω. Λοιπόν, καλὰ ἐσὺ ὁ ἄλλος ἔχεις τὴ γροθιά, ὁ ἄλλος ἔχει τὸ τρίγωνο, ὁ ἄλλος ξέρω ἐγὼ τί ἔχει, ὁ ἄλλος ἔχει διάφορα συνθήματα· ἐσὺ ὁ ἄλλος ἔχεις τὸ σταυρό. Ἐκεῖ λοιπὸν ποὺ πῆγαν ὅλοι ἦταν ὅλοι οἱ ἐπίσημοι, ἔκαναν κανονικὰ τὸ σῆμα των οἱ κομμουνισταί. Μέσ᾽ στοὺς ἑκατὸ – διακόσους – τριακόσους ἐπισήμους, νά καὶ ἔρχεται ἕνας. Τὸν κοιτάζουν. Ποιός ἦταν; ἐργάτης; χωρικός; Ὁ μεγαλύτερος λογοτέχνης τῆς ῾Ρωσίας, ἀνώτερος τοῦ Ντοστογιέφσκυ, ὁ διάσημος Σορδενίτσε [Σολζενίτσεν]. Τρεῖς φορὲς τὸν σταυρόν του! Πᾶρε τὸ μάθημά σου ἐσύ, κύριε, πάρε ἐσὺ ποὺ κάνεις τὸν ἐπιστήμονα καὶ τὸν λογοτέχνη καὶ τὸν λογογράφον τὸν μεγάλο ἀπὸ ἕναν Σορδενίτσε [Σολζενίτσεν] ποὺ μπροστὰ στοὺς ἀθέους καὶ ἀπίστους εἶχε τὴν τόλμη καὶ τὸ θάρρος νὰ κάνῃ τὸν σταυρόν του. «Ἔτι καὶ ἔτι…», «ἔτι καὶ ἔτι…»
� Θέλετε ἕνα ἄλλο; Ἂς φύγουμε ἀπὸ τὴν ῾Ρουμανία καὶ ἀπὸ τὴν Σερβία, καὶ ἂς ἔλθωμε ἐδῶ. Δὲν εἶνε πολλὰ χρόνια ποὺ ἐδῶ κάτω στὸ νησάκι, στὴν Μύκονο, τὸ νησάκι τὸ εὐλογημένο μὲ τὸ ὄμορφο τὸ μοναστηράκι τὴν Παναγιὰ τὴν Δουλιαρνή [Τουρλιανή], ποὺ πηγαίνουν ἐκεῖ πέρα οἱ χωρικοί μας. Πάει πλέον, πορνεῖο ἔγινε, διεθνὲς πορνεῖο! Στὸ Παρίσι μέσα αὐτοὶ οἱ διεφθαρμένοι Παρισινοὶ ξέρεις τί λένε; Βρέ ποῦ νὰ πᾶμε νὰ πιάσωμε; Νὰ πᾶμε στὴν Ἰταλία [Ἱσπανία]; μᾶς κυναγᾷ ὁ (Βράκο) [Φράνκο] (δυσδιάκριτον). Νὰ πᾶμε στὴν Ἰταλία, ἔχουν (ἐνέδρα) (δυσδιάκριτο). Νὰ πᾶμε στὴ Σερβία; Μμ!, ἅθεος εἶνε ὁ Τίτος, ἀλλὰ ἔχει ἠθική. Δυστυχῶς ἡ ἠθικὴ τῶν ἀθέων εἶνε μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν ἠθικὴ τῶν ἄλλων ἐθνῶν. Ἡ ἠθικὴ πού ᾽νε μέσα στὴ ῾Ρωσία καὶ στὴν Κίνα!… Στὴν Κίνα μέσα γεμᾶτο ταμπέλλες εἶνε· ἡ Κίνα Νέοι [Νέες] τῆς Κίνας, μὴ δημιουργεῖτε εὐκόλως σχέσεις μὲ νέους. Μόνον ὁ γάμος εἶνε ἱερὸς [νόμιμος] στὴν Κίνα. Ἐδῶ ποῦ ᾽νε τέτοια πράγματα; Λένε λοιπόν στὸ Παρίσι· –Ρέ, ποῦ νὰ πᾶμε; νὰ πᾶμε στὴ Βουλγαρία; νὰ πᾶμε ποῦ; Δὲν διαβάσατε πρὸ ἡμερῶν, ὅτι μέσ᾽ στὴ Σόφια τὰ κουρεῖα εἶχαν ὑπερωρία μέχρι τὰ μεσάνυχτα, τὰ κουρεῖα γιατὶ ἡ ἀστυνομία μάζεψε ὅλους [ὅλη] τὴ μαλλούρα καὶ τὴν κουρεύανε. Λοιπόν, κ᾽ ἕνας ἐκεῖ στὴ Φλώρινα ποὺ καθόμουν –τό ᾽χω πεῖ καὶ ἄλλες φορές, τὸ λέω καὶ ἐδῶ–, ἦρθε ἕνας στὴν μητρόπολί μου τὸ λέω μὲ δάκρυα στὰ μάτια· –Μὲ ξέρεις; μὲ ξέρεις. Ἐγὼ δὲν εἶμαι Σλάβος, ἐγὼ δὲν εἶμαι Βούλγαρος· ἐγὼ εἶμαι Ἕλληνας, ἔχω τραυματιστῆ, λοχίας ἐπάνω στὰ ψηλὰ βουνά. Λοιπόν χθὲς τὸ βράδυ ἔκλεισα τὸν Τίτο τὴν τηλεόρασι, τὴν ἔκλεισα τὴν τηλεόρασι. Μόλις πρόλαβα, γιατὶ ἀπὸ τὴν τηλεόρασι τὴν ἑλληνινὴ [πρόβαλε] μιὰ σχεδὸν γυμνὴ γυναίκα καὶ τὰ παιδιά μου , καὶ ἀνοίγω τὴν τηλεόρασι τῶν Σκοπίων καὶ ἦταν πιὸ σεμνά. Ποῦ κατήντησες πατρίδα, ποῦ κατήντησες πατρίδα! Λοιπόν, ἐκεῖ στὸ Παρίσι κουτσοπίνουνε καὶ λένε ποῦ νὰ πᾶμε; στὴ Σερβία; Μμ! Ἦλθε ἕνας ἄλλος –κοντὰ εἶνε τὰ Βιτόλια· τὰ Βιτόλια εἶνε κοντὰ στὸ Μοναστήρι– ἦλθε ἕνας ἄλλος καὶ μοῦ λέει· –Πῆγα στὸ Μοναστήρι καὶ τί νὰ δῶ; πῆγα σ᾽ ἕνα καφφενεῖο νὰ πιῶ τὸν καφφέ καὶ βλέπω μέσ᾽ στὸ καφφενεῖο μιὰ μαλλούρα μέχρι κάτω. Μωρὲ ἐδῶ τέτοια μαλλούρα! Μπαίνει ὁ ἀστυνομικὸς μέσα, τοῦ λέει· –Ἔλα ἐδῶ. Ξέρεις πολὺ καλά, ὅτι ἐμεῖς δὲν θέλουμε τέτοια πράγματα ἐδῶ στὴ Σερβία. Πῶς ἐσεῖς;… Λέει· –Μά μοῦ!… Σφυρίξανε, ἔρχεται τὸ ἑκατό, κατεβαίνει κάτω ἕνας ὑπαξιωματικὸς τῆς Σερβικῆς, τοῦ Τίτου ἀστυνομίας, βγάνει μιὰ ψαλίδα, τὸν γονατίζει κάτω –ἔφερε ἀντίστασι–, τοῦ ᾽κοψε καὶ μιὰ πέτσα ἀπὸ τὸ κεφάλι, ἀρχίσαν τὰ αἵματα καὶ κάτω ἀπὸ τὰ χειροκροτήματα ὅλων (…) (δυσδιάκριτον). Ἐδῶ [ἂν κανεὶς] ἀστυνομικός!… ― Ἔχουμε λαμπρὰ ἀστυνομία, ἀνωτέρα τῆς Βουλγαρίας, παιδιὰ ἄξια πάσης ἐκτιμήσεως. Ἀναστενάζουν. Ἐὰν τοὺς δώσουμε δικαίωμα, μέσα σὲ μιὰ νύχτα καθαρίζουν τὴν Ἀθήνα ὁλόκληρον, ὁλόκληρον τὴν Ἀθήνα ἀπὸ τὴ μαλλούρα. Ἀστυνομικὸς ποὺ ὑπηρέτησε τὴν πατρίδα καὶ ἔχει τραύματα μοῦ λέει· –Θὰ παραιτηθῶ! Δὲν τὸ ἐπιτρέπει ἡ συνείδησίς μου· καταντήσαμε νὰ (κρατοῦμε) (δυσδιάκριτο) τὸ φανάρι τῶν ἀτίμων μέσ᾽ στὴν Ἀθήνα καὶ μέσ᾽ στὰ νησιά μας. Καὶ τόλμα ἐσὺ νὰ τοὺς πειράξῃς ἐσὺ καθόλου. Λοιπόν, Ποῦ νὰ πᾶμε; λέει τὰ ἔκφυλα ὄντα, τὰ ἐκφυλισμένα ὄντα τῶν Παρισίων. Νὰ πᾶμε στὴ Μύκονο. Ἐκεῖ πηγαίνουν, στὴ Μύκονο καὶ στὴ ῾Ρόδο. Καὶ πίσω ἀπὸ μιὰ ῥαχούλα, Μοῦ ᾽πε κάποιος ἀνώτερος ὑπάλληλος, ὅτι πίσω ἀπὸ μιὰ ῥαχούλα, μιὰ ἀκρογιαλιὰ τῆς Μυκόνου ἔχουν ἐγκαταστήσει γυμνιστάς, ἐπιτρέπονται γυμνισταὶ ἐκεῖ μέσα. Ναί, [ἕνας] πῆγε στὴ Μύκονο νὰ ξεκου­ραστῇ, γιατὶ τὸ κεφάλι του τὸν πιέζει. Ἔχει ἕνα κεφάλι ὄχι τέτοιο, ἔχει αὐτὸς μυαλό. Αὐτὸς Γερμανὸς ἤτανε, ἀλλὰ τὸν πῆραν τώρα οἱ Ἀμερικᾶνοι. Εἶνε αὐτὸς ποὺ βρῆκε τοὺς πυραύλους, ὁ ἐπιστήμων τῶν πυραύλων. Πῆγε καὶ αὐτὸς στὴν Μύκονο. Πρωὶ – πρωὶ Κυριακή ὅλοι τους Εὐρωπαῖοι νᾶτοι μὲ γυμνὰ τὶς σάρκες των, ἄντρες καὶ γυναῖκες ἀνακατωμένοι μπλοὺμ μέσα στὴν ἀτίμια καὶ μέσ᾽ στὴν θάλασσα. Ἕνας μόνο Κυριακὴ τὸ πρωὶ δὲν πῆγε. Σηκώθηκε πρωὶ – πρωί, ἐπῆγε στὴν ἐκκλησιὰ μέσα. Ποιός εἶνε; Ὁ μέγας αὐτὸς ὁ ἐπιστήμων. Πάρ᾽ τον λοιπόν, ἐσὺ κύριε ἀκαδημαϊκέ, κύριε καθηγητά (τοῦ Ἀθηναίϊκου) (δυσδιάκριτο) πανεπιστημίου, ποὺ ὁρίζεις τὴν Κυριακὴ τὸ πρωὶ ἐξετάσεις γιὰ τὰ παιδιά, γιὰ νά ᾽χῃς τὸ ἀπόγευμα ἐλεύθερο, δὲν ξέρω τί νὰ κάνῃς. Πάρε καὶ ἐσὺ ἀπ᾽ αὐτὸν τὸν μεγάλο ἐπιστήμονα τὸ μάθημά σου, ποὺ ἦλθε στὴ Μύκονο, καθολικὸς αὐτός, καὶ πῆγε στὴν ἐκκλησιὰ κ᾽ ἔκανε τὸν σταυρόν του. Μά, καὶ ὅταν βγῆκε ἔξω, [τὸν ῥωτήσανε]· –Μά, πιστεύεις; –Πιστεύω πιὸ βαθειὰ τώρα ἀπ᾽ ὅ,τι πίστευα πρῶτα, γιατὶ παντοῦ βλέπω τὸν Θεό. Πάρ᾽ το κ᾽ ἐσὺ τὸ μάθημα.
Θὰ μποροῦσα ἀκόμα καὶ ἄλλα παραδείγματα νὰ σᾶς ἀναφέρω. Τελείωσα. Νομίζω σᾶς ἔδωσα μὲ μερικὰ παραδείγματα τὴν εἰκόνα ἀφ᾽ ἑνὸς μὲν τῆς προόδου στὸ κακό, ἀφ᾽ ἑτέρου τῆς προόδου εἰς τὴν ἀρετή. Ἐπαναλαμβάνω· «ὁ ἀδικῶν ἀδικησάτω ἔτι, καὶ ὁ ῥυπαρὸς ῥυπαρευθήτω ἔτι, καὶ ὁ δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω ἔτι, καὶ ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι». Μάλιστα, ἀγαπητοί μου.

Σᾶς προειδοποιῶ, ὅτι τὸ κακὸ δὲν θὰ σταματήσῃ. Δὲν ἔχω καιρὸ νὰ σᾶς πῶ, γιατί τὸ κακὸ δὲν θὰ σταματήσῃ ἀλλὰ θὰ προχωρήσῃ ἀκόμη περισσότερο. Καὶ θὰ σαπίσῃ ἀκόμη περισσότερο ἡ κοινωνία καὶ ὁλόκληρος ὁ κόσμος καὶ ἡ πατρίδα μας ἀκόμη. Νὰ περιμένετε πράγματα φρικτὰ στὸν κόσμο. Ἡ διαφθορὰ θὰ αὐξήσῃ. Τὸ εἴδατε; Κάτω στὸ Ἡράκλειο ἔχουν καὶ αὐτοὶ στὴ γωνιά, στὸ Ὀμπλού, σ᾽ ἕνα μοναστήρι σὲ κάτι βράχους μέσα, ποὺ τὰ γαλανά μας κύματα στὴ λεβέντρα αὐτὴ τὴν μεγάλη νῆσο τῶν ἡρώων καὶ τῶν μεγάλων πνευμάτων τὰ μόλυναν καὶ κατόπιν πετοῦν μὲ τὸ ἀεροπλάνο νὰ κοιτάξουνε, ἂν ῥίξανε πετρέλαια στὴ θάλασσα. Ὦ ὑποκριταί, κοιτᾶτε, ἂν ἡ θάλασσα εἶνε ἁγνὴ καὶ ἀμόλυντος, καὶ τὴν μεγάλη θάλασσά μας, τὴν γαλανή μας θάλασσα, τὰ νιᾶτα μας καὶ τὴ νεότητα, τὴν ἀφήνουν νὰ τὴν βρωμίσ[ζ]ουν μέρα-νύχτα ἑκατομμύρια παλιάνθρωποι καὶ ἐλεεινὰ ὑποκείμενα ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ. Ναί. Κοιτάζουν νὰ μὴ λερώσουν οἱ θάλασσες καὶ τὰ ποτάμια, καὶ ἀφήσανε τὰ πολυτιμότερα ποταμῶν καὶ θαλασσῶν, [τὴν] ἑλληνικὴ νεότητα, νὰ διαφθαρῇ τελείως. Ἐκεῖ λοιπόν οἱ γυμνισταὶ ξεκινήσανε ἀπὸ τὴν Ὀμπλοῦ καὶ μπήκανε μέσα καὶ προχωρήσανε καὶ μπήκανε στὸ μπαλκόνι μέσ᾽ στὸ Ἡράκλειο, στὸ μεγαλύτερο μπαλκόνι καὶ παρουσιαστήκανε τσίτσιδοι. Ἀλλὰ οἱ Κρητικοὶ εἶνε Κρητικοί! Ἔχουν βέβαια τὴν διαφθορά τους, ἀλλὰ ἔχουν καὶ λεβεντιά· καὶ μαζευτήκανε ἀπὸ κάτω καὶ γυναῖκες καὶ ἄντρες καὶ ἄρχισαν νὰ πετροβολοῦν τὸ μπαλκόνι τοῦ ξενοδοχείου, ἕως ὅτου ἀναγκάστηκε ἡ ἀστυνομία καὶ τοὺς σταμάτησε.
Ἐκεῖ φθάσαμε, ἐκεῖ θὰ φθάσουμε ἀκόμα. Δὲ γινήκαμε βέβαια Δανία ἀκόμα. Δανία δὲ γινήκαμε ἀκόμα, Θὰ γίνουμε Δανία, χειρότερα ἀπὸ Δανία, θὰ γίνουμε χειρότερα. Πώ πω πω πω! Χθὲς προχθὲς διάβασα. Αὐτὸ εἶνε ἀπίστευτο. Στὴν Ἀμέρικα Στὸ Λονδῖνο μέσα μαζεύτηκαν πρὸ δυὸ χρόνια οἱ βουλευτάδες οἱ Ἄγγλοι, οἱ Ἄγγλοι ποὺ κρατοῦσαν ἄλλοτε τὸ Εὐαγγέλιο, οἱ Ἄγγλοι ποὺ κάνανε τὴν προσευχήν τους, οἱ Ἄγγλοι πού ᾽ταν ἕνας μεγάλος καὶ ὑψηλὸς λαός, ποὺ ξάπλωσε τὶς φτεροῦγες του στὴ θάλασσα ὁλόκληρο, οἱ Ἄγγλοι λοιπὸν τῆς Βίβλου, οἱ Ἄγγλοι αὐτοὶ διεφθάρησαν καὶ ψήφισαν νόμο νὰ ἐπιτρέπουν ψηφίσαν νόμο καὶ εἴπανε ἐπιτρέπεται νὰ παντρεύεται ἄντρας μὲ ἄντρα! Καὶ ἕνας μόνο διαφώνισε, ἕνας ἔνδοξος στρατηγός, χριστιανὸς ἑκατὸ τοῖς ἑκατό, ὁ Ματφόρε [Μοντγκόμερυ] ὀγδονταπέντε χρονῶν, καὶ πῆρε τὰ παράσημά του, ἑκατὸ παράσημα, καὶ τὰ πέταξε.
Θέ᾽τε ἄλλο; Κάτω στὴν Ἀμέρικα ποὺ σάπισε ἡ Ἀμέρικα. Ἂν τὴν σώσῃ ὁ Θεὸς τὴν Ἀμερική, [θὰ τὴ σώσῃ], γιατὶ ἔχουν καὶ αὐτοὶ ἕνα μεγάλο καλό, εἶνε φιλάνθρωποι. Σάπισε!… Τί νὰ δῇς; Ὅλες σχεδὸν οἱ ἐφημερίδες τὸ δημοσιεύσανε, ὅτι κάποιος σὲ κάποιον παπᾶ, σ᾽ ἕνα πάστορα μὲ τ᾽ ἄμφιά του, μὲ τὸν σταυρόν του, μὲ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἀπὸ κάτω στεφανώνει ἕνα ἀντρόγυνο. Ὁ ἕνας εἶνε Ἡ νύφη εἶνε ἄντρας!
Σημεῖα τῶν καιρῶν, σημεῖα τῶν καιρῶν! Κάτι μοῦ ᾽ρχεται!… θὰ σταματήσω. Μοῦ ᾽ρχεται νὰ κλάψω, κάτι βλέπω. Βλέπω ἕνα μαῦρο σύννεφο ποὺ ἔρχεται ψηλὰ-ψηλά, εἴτε ἀπὸ βορρᾶ, εἴτε ἀπὸ δύσι. Πώ πω, φοβερὸ πρᾶγμα. Πέστε νὰ σταματήσω, πέστε ἂν εἶστε παιδιὰ ἐδῶ κάτι. Τί λέγει μέσα; Αὐτὸ ποὺ λέγει μέσα, ποὺ σᾶς διάβασα· «Ὁ ἀδικῶν ἀδικησάτω ἔτι, καὶ ὁ ῥυπαρὸς ῥυπαρευθήτω ἔτι, καὶ ὁ δίκαιος διακαιοσύνην ποιησάτω ἔτι, καὶ ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι». Λέει καὶ κάτι ἄλλο· «Ὁ καιρὸς ἐγγύς [ἐστιν]» (Ἀπ. 22,10). Ἂς κλέβῃ αὐτός, ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα θὰ τὸν πάρῃ καὶ θὰ τὸν ἁρπάξῃ, θὰ τὸν βουτήξῃ· θὰ ἔλθῃ ἡ τσιμπίδα νὰ τὸν πιάσῃ αὐτόν. Ἔτσι ἦταν στὰ παλιὰ τὰ Σόδομα· γλεντοῦσαν, διασκεδάζανε καὶ ξαφνικὰ γέμισε ὁ οὐρανὸς ἀπὸ μαῦρα σύννεφα καὶ ἔβρεξε φωτιὰ καὶ θειάφι καὶ λαμπάδιασε ὁ τόπος καὶ καήκανε τὰ πάντα. Ἔτσι ἤτανε ἐδῶ στὴ Πομπηία, στὴν ἁμαρτωλὴ Πομπηία· διασκεδάζανε, ὠργιάζανε καὶ ξαφνικὰ ἄνοιξε τὸ βουνὸ καὶ ξέρασε φωτιὰ καὶ τοὺς ἔκανε κάρβουνο, καὶ βρεθήκανε, ὅπως ἤτανε· ὁ ἕνας τὴν ὥρα ποὺ ᾽κλεβε, πού ᾽χε πηδήσει τὸν φράχτη, ὁ ἄλλος τὴν ὥρα ποὺ τσακωνότανε μ᾽ ἕνα ἄλλον, ὁ τρίτος ποὺ ᾽ταν ξεγυμνωμένος καὶ ἔκανε αἰσχρὰ πράγματα. Ἔτσι πιαστήκανε, δὲν προλάβανε, ὅπως ἤτανε καὶ τοὺς ἔχουνε κάρβουνο, ὅπως εἶνε, ὁ ἕνας μὲ τὴν αἰσχρότητα [κ.λπ.], τά ᾽χουν κλεισμένα μέσ᾽ στὸ μουσεῖο τῆς Πομπηίας καὶ ἀπαγορεύεται ἡ εἴσοδος. Ἔτσι ἀκριβῶς θὰ συμβῇ. Τὴν ὥρα ποὺ κλέβεις, τὴν ὥρα ποὺ ὀργιάζεις, τὴν ὥρα ποὺ βγάνεις τὰ μάτια σου, τὴν ὥρα ποὺ ἀτιμάζεις, τὴν ὥρα ποὺ ὀργιάζεις, τὴν ὥρα ποὺ χωρίζεις τὴν γυναῖκα του, τὴν ὥρα ποὺ κλέβεις, ἔτσι θά ᾽ρθῃ τὸ σύννεφο τὸ μεγάλο, τὸ φοβερό, τὸ ἀπαίσιο σύννεφο καί!…Ἐγγύς, «ὁ καιρὸς ἐγγύς [ἐστιν]», κοντὰ ὁ καιρός.
Καὶ θυμᾶμαι ἀπὸ τὰ παιδικά μου χρόνια, πᾶνε πενήντα χρόνια τώρα (1922+50=1972), ποὺ ᾽γινε αὐτὴ ἡ μεγάλη καταστροφὴ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας –μεγάλο σύννεφο ἦλθε στὴ Μικρὰ Ἀσία– καὶ γυρίσανε στὸ χωριό μου ἀπὸ τὰ διακόσα παιδιὰ οὔτε τὰ εἴκοσι δὲν γυρίσανε. Καὶ μαζευτήκαμε ἐμεῖς τὰ μικρὰ παιδιὰ καὶ οἱ μανάδες καὶ κλαίγαμε καὶ λέγανε ποῦ ᾽νε ὁ ἕνας, ποῦ ᾽νε ὁ ἄλλος; Καὶ ἕνα χρόνο ὁλόκληρο κλαίγανε τὰ βουνὰ καὶ τὰ λαγκάδια γιὰ τὰ παιδιὰ ποὺ ἀφήσανε στὸ Σαγγάριο. Κάπου λοιπόν κ᾽ ἐγὼ μικρὸς ἄκουσα ἀπὸ κοντὰ –εἶνε ἡ ῾Ρωσία πού ᾽χε πάρει μέρος– καὶ ῥωτήσανε. Λέει, –Δὲν μπορῶ νὰ σᾶς πῶ. –Μὰ τί ἔγινε ὁ Γιῶργος; ποῦ ᾽νε ὁ Γιῶργος, τὸ καλὸ αὐτὸ παιδί; δὲν πρόλαβε; –Ἄχ, λέει, ντρέπομαι νὰ σᾶς τὸ πῶ. Μᾶς πῆραν φαλάγγι οἱ Τουρκαλάδες, μᾶς κυνηγούσανε πρὸς τὸ Ξενικλί [μᾶλλον Σαλιχλῆ] πέρα καί, ἐνῷ τὸν βρήκανε [καὶ τοῦ φωνάζανε], βρέ Γιῶργο ἔλα, τί εἶχε κάνει αὐτός; Εἶχε μπεῖ μέσα σὲ μιὰ χανούμισσα, εἶχε μιὰ καλύβα, ὠργίαζε μὲ τὴν χανούμισσα. Ἄλλοι τὴν ὥρα ἐκείνη ποὺ ἔφευγε ὁ στρατός μας πανικόβλητος καὶ μᾶς κυνηγούσανε, βρήκανε τὴν εὐκαιρία νὰ κλέβουνε, ν᾽ ἁρπάζουνε, ν᾽ ἀτιμάζουνε, ἄλλοι σκοτώνανε βόδια, γιὰ ν᾽ ἀνοίξουν τὰ βόδια τὰ δαμάλια νὰ βγάλουν τὰ ἐντόσθια νὰ τὰ ψήσουνε, χάνανε χρόνο, γράπ!… Μέσ᾽ στὶς κλεψιὲς καὶ ἀτιμίες τοὺς πιάσανε. Τ᾽ ἄλλα παιδιὰ φεύγανε καὶ ἦρθαν στὴν Ἑλλάδα.
Θέ᾽τε ἄλλο παράδειγμα ποὺ συνέβη στὸν ὠκεανόν; Δὲν εἶνε πολὺ καιρὸ ποὺ συνέβη στὸν ὠκεανό. Ἕνα καράβι πνιγότανε στὰ ἄγρια κύματα. Ὁ πλοίαρχος στὴ γέφυρα ἀπάνω τὸ σύνθημα· Παιδιὰ στὶς βάρκες, παιδιὰ στὰ σωσίβια! Αὐτὸς ἐπάνω ἀτάραχος. Ὁ καπετάνιος ἐπάνω στὴ γέφυρα, ποὺ ἔβλεπε τὸ καράβι, κατεβήκανε βιαστικὰ-βιαστικά, ἔβαλε τάξι, κατεβήκανε τὰ παιδιὰ πρῶτα μὲ τὸ πιστόλι στὸ χέρι, κατεβήκανε οἱ γυναῖκες, κατεβήκανε οἱ γέροι, ὅλοι κατεβήκανε, αὐτὸς ἐπάνω ἀετός, ἕνας δὲν κατέβαινε. –Βρέ ἔλα ἔξω τὸ πλοῖο σὲ λίγο βουλιάζει, ἔλα ἔξω. Ἦταν κλέπτης καὶ βρῆκε τὴν εὐκαιρία νὰ κλέψῃ. Καὶ ἐπειδὴ πήγαινε ἀπὸ καμπίνα σὲ καμπίνα καὶ ἔκλεβε καὶ ἔβαζε…, καὶ ἔκλεβε… καὶ ἔκλεβε…, καὶ κοίταζε καὶ ἀπ᾽ ἔξω, σοῦ λέει ἔχω καιρό, ἀλλὰ ὅταν ξαφνικὰ μὲ μία ἀπότομη στροφή μπλούμ! πάει αὐτὸς ὁ κλέφτης μαζί, πάει. Ἔτσι ἀκριβῶς εἶνε. Ἐνῷ τὸ πλοῖο ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα βυθίζεται καὶ καταποντίζεται ἡ ἀνθρωπότης, αὐτοὶ μέσ᾽ στὸ πλοῖο αὐτό, τὸ λίγο αὐτὸ διάστημα ποὺ ἔχουμε δημιουργοῦν κλέβουν καὶ ἀτιμάζουν καὶ ὠργιάζουν. «Ἐγγύς ὁ καιρός»! Λίγα λεπτὰ ἔχουμε πλέον στὴν διάθεσίν μας, ἂν μπορέσωμε στὰ λίγα αὐτὰ λεπτὰ νὰ τὰ ἀξιοποιήσωμεν.
Τί πρέπει νὰ κάνωμε; νὰ σταυρώσουμε τὰ χέρια καὶ νὰ ἀφήσωμε τὸ κῦμα αὐτὸ νὰ ξαπλώσῃ; Ὄχι! «Ἔτι καὶ ἔτι…». Ὅσοι γενναῖοι, ὅσοι ὑψηλοί, ὅσοι [ἔχετε] τὸ αἴσθημα, ὅσοι ἔχετε ντροπὴ μέσα, πρέπει νὰ ἀντισταθοῦμε σ᾽ αὐτὸ τὸ κακό. Ὄχι ἁπλῶς νὰ κάνουμε ἐκεῖνο ποὺ κάνουμε. Ἀλλὰ ἐδῶ εἶνε τώρα. Ἐὰν σᾶς πῶ ἐγὼ αὐτὴν τὴν ὥρα, ὅπως εἶστε δυὸ χιλιάδες, τρεῖς χιλιάδες, νὰ βγοῦμε στὸ δρόμο, νὰ κάνουμε μιὰ διαδήλωσι γιὰ ἕνα μεγάλο καὶ ὑψηλὸ σκοπό, πόσοι θὰ ἀκολουθήσετε τὸν Αὐγουστῖνο; –Ὅλοι! Μὴν τὰ λέτε σ᾽ ἐμένα αὐτά, γιατὶ ἀπὸ ἐδῶ μόλις ξεκινήσωμε καὶ ἕως νὰ φτάσωμε παρακάτω καὶ παρουσιαστῇ ἡ φάλαγγα τῶν ἀστυνομικῶν μας, δὲν θὰ μείνωμε ἕως νὰ πᾶμε παρακάτω ἑκατὸ μέτρα, δὲν θὰ μείνῃ κανείς [παρὰ] μόνο ὁ δεσπότης. Εἶνε δειλοὶ καὶ ἄνανδροι οἱ χριστιανοί. Ἐμεῖς δὲν λέμε νὰ γκρεμίσωμε τὸ καθεστώς, ἐμεῖς δὲν λέγομε νὰ γκρεμίσωμε τὰ καθεστῶτα, ἐμεῖς δὲν ἔχομε καμμία ἀνάμειξι στὴν πολιτική. Ὄχι, κύριοι. ἀλλὰ ὅταν βλέπῃς τοὺς ἄλλους ἐκεῖνα τὰ παλιόπαιδα ποὺ παίρνουν στὰ χέρια τους μπόμπες καὶ τὶς ῥίχνουν χάμω κ.λ.π. Κανείς δὲν σοῦ λέει νὰ πάρῃς στὰ χέρια σου μπόμπα, δὲν σοῦ ᾽πε νὰ πάρῃς δυναμίτες νὰ τινάξῃς στὸν ἀέρα τὰ ἀστυνομικὰ τμήματα· ἐμεῖς σοῦ λέμε νὰ κάνῃς τὴ γλῶσσα σου βόμπα, νὰ τὴν κάνῃς κεραυνό, νὰ τὴν κάνῃς ἀστροπελέκι καὶ νὰ φωνάξῃς «αἶσχος». Δὲν τὸ λέτε οὔτε αὐτό. Λοιπόν, ποῦ ᾽νε ἡ χριστιανοσύνη; Γι᾽ αὐτὸ λέγω, ὅτι τὸ κακὸ θὰ προχωρήσῃ ἁλματικῶς. Δὲν μπορεῖτε νὰ φανταστῆτε. Κουβέντιαζα μὲ κάποιον, ποὺ ξέρει καλὰ τὰ ἑλληνικὰ πράγματα, ξέρει καλὰ τὴν κατάστασι, καὶ τοῦ ἔλεγα, –Ποῦ πᾶμε ἠθικῶς; δὲν ζητῶ στρατιωτικῶς, δὲν ζητῶ οἰκονομικῶς· ἠθικῶς μὲ ἐνδιαφέρει. Ποῦ πᾶμε; θὰ γίνωμε Δανία; θὰ γίνωμε Σκανδιναβία; Μοῦ λέει· –Τί καταλαβαίνεις; –Ἐγὼ τί καταλαβαίνω; καταλαβαίνω, ὅτι λέει τί ἰδέαν ἔχεις; Λέγει Ἐγὼ ξέρω καλά, ὅτι, ἂν πάῃ ἕνας γιατρὸς καὶ ἐξετάσῃ σὲ μιὰ πόλι τῆς Μακεδονίας, –δὲν λέγω τὸ ὄνομά της πού ᾽νε σχετικῶς καλή–, ἂν πάῃ ἕνας γιατρός καὶ ἐξετάσῃ τὰ κορίτσια τῶν τελευταίων τάξεων τοῦ Γυμνασίου, ὀγδόντα τοῖς ἑκατὸ εἶνε κατεστραμμένα. Μοῦ λέει αὐτός, ὁ ὁποῖος ἔχει ἐξέχουσα θέσιν καὶ ἦταν σὲ μιὰ μεγάλη πόλι –δὲν τὴν λέγω καὶ αὐτή–, λάθος κάνεις. Ἐγὼ ἐκεῖ ποὺ ἤμουνα, ἔκανα ἔρευνα καὶ ἀπέδειξα, ὅτι τὰ ἐνενήντα ὀχτὼ [τοῖς ἑκατὸ] τῶν κοριτσιῶν τῶν ἀνωτέρων τάξεων τοῦ Γυμνασίου εἶνε κατεστραμμένα. Ποῦ πᾶμε, Θεέ μου; ποῦ πᾶμε; Καὶ κάποιος ἄλλος μιλώντας στὴ Βουλὴ εἶπε· Μὴ σκοτίζεστε! δὲν ὑπάρχει πιὰ παρθενία στὴν Ἑλλάδα. Ἐκεῖ πέρα φθάσαμε.
Ποῦ πᾶμε; «Ἐγγύς ἐστι τὸ τέλος». Τί νὰ κάνωμε; Οἱ ἐφημερίδες δὲν βοηθᾶνε, οἱ ἄλλοι δὲν βοηθᾶνε, μείναμε πιὰ ἐμεῖς καὶ μᾶς κολλήσανε, ἀδέρφια μου, στὴν πλάτη μου μιὰ μεγάλη ταμπέλλα καὶ μείναμε μόνοι μας. καὶ μᾶς κολήσανε σὲ μιὰ ταμπέλα μεγάλη. Δόξα σοι ὁ Θεός, δόξα σοι ὁ Θεός! Τὸν εὐχαριστῶ τὸν Μεγαλοδύναμο γι᾽ αὐτὴν τὴν ταμπέλλα ποὺ μοῦ κολλήσανε παπᾶδες, δεσποτάδες, θεολόγοι, ἱεροκήρυκες, καὶ ἔτσι ἡ ἐπίδρασίς μου εἶνε πολὺ μικρὰ στὴν πατρίδα μου. Μὴ βλέπετε ἐσεῖς καλό, πού ᾽ρθατε ἐδῶ. Πρὸ δυὸ μερῶν, προτοῦ κατέβω κάτω, νά καὶ ἤρθανε στὸ γραφεῖο μου δυό. Λέω, –Τί εἶστε ἐσεῖς; –Ἐγώ, λέει ὁ ἕνας, ἀπὸ τὴ Δράμα εἶμαι. –Ὁ ἄλλος; –Ἀπὸ τὴν Καβάλα. –Τί κάνεις ἐσύ; –Ἐγὼ εἶμαι ξενοδόχος, διευθυντὴς ξενοδοχείου. –Ἐσὺ ὁ ἄλλος; –Ἐγὼ εἶμαι πράκτορας. –Καὶ πῶς ἤρθατε; –Περάσαμε νὰ δοῦμε τὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ δὲν πήγαμε σὲ κανένα δεσπότη, σ᾽ ἐσένα ἐρχόμεθα. –Γιατί ἤρθατε σ᾽ ἐμένα; Λέει· –Ἤρθαμε νὰ δοῦμε μὲ τὰ δικά μας μάτια, μᾶς συγχωρεῖς δεσπότη, μήπως εἶσαι τρελλός. Σὲ θεωροῦν τρελλό, λέει. Ἐγὼ βέβαια σὰν ἄνθρωπος ἀγανάκτησα, ἀλλὰ κοίταξα τὸν Ἐσταυρωμένο καὶ λέω· Δός μου ὑπομονή, Χριστέ μου, νὰ τοὺς κερδίσω αὐτοὺς πού ᾽ρθαν ἐδῶ πέρα, ἕστω καὶ ἀπὸ περιέργεια. –Δὲ μοῦ λές, λέω, ἐσὺ ποὺ ἔχεις τὸ πρακτορεῖο, πόσα παιδιὰ ἔχεις; Παντρεύτηκα [–Εἶμαι παντρεμένος], λέει, δέκα χρόνια Πόσα παιδιὰ ἔχεις; Λέει, [καὶ ἔχω] δυό. –Ντροπή σου. Ἀφοῦ ἔχεις (…) (δυσδιάκρτον), ἔπρεπε νὰ ἔχῃς πέντε – δέκα παιδιά. –Ἐσὺ ὁ ἄλλος ποὺ ἔχεις τὸ μεγάλο ξενοδοχεῖο, πόσα παιδιά; –Μμ! κ᾽ ἐγὼ δυὸ παιδιά. –Μπράβο, λέω. Τοὺς ἔκανα θεωρία. Λέω, –Δυὸ παιδιὰ κάνατε; –Δυὸ παιδιά. –Κατηραμένοι νά ᾽στε, λέω. Μέσ᾽ στὰ πολλὰ παιδιὰ εἶνε ἡ (θυσία)(δυσδιάκριτον). Δὲν κοιτάζετε τὴν πατρίδα μας; δὲν πᾶτε στὴν Ἀλμπάνια, γέμισε παιδιά· δὲν πᾶτε στὴ Σερβία, γέμισε παιδιά. Δὲν πᾶτε στὴ Βουλγαρία! ἡ [στὴν] Τουρκία (…)(δυσδιάκριτον). Γηροκομεῖο γινήκαμε. Ἡ Ἀλμπάνια ἀπὸ ὀχτακόσες χιλιάδες [ἔγιναν] δυὸ ἑκατομμύρια, οἱ Σέρβοι αὐξηθήκανε, οἱ Τοῦρκοι πενήντα ἑκατομμύρια αὐξηθήκανε, οἱ ῾Ρῶσοι, καὶ ἄλλα τριάντα ἑκατομμύρια ἡ Ἀμερική, καὶ ἡμεῖς ὀλιγοστεύομε τὰ παιδιά. Καὶ μέσ᾽ στὰ πολλὰ παιδιὰ θὰ βγῇ καὶ ἕνα καλὸ παιδί. Τὰ πρῶτα παιδιὰ εἶνε μπουνταλᾶδες, τὰ τελευταῖα παιδιὰ εἶνε εὐλογημένα. Τὰ ἐξυπνότερα παιδιὰ εἶνε τὰ τελευταῖα, τὰ πρῶτα δὲν εἶνε. –Μά, δέσποτα, προφήτης εἶσαι; Ὁ πατέρας μου ἐγέννησε ἑφτὰ παιδιά. Τὸ τελευταῖο παιδὶ εἶνε καθηγητὴς πανεπιστημίου στὴ Θεσσαλονίκη. –Εἶδες λοιπόν; Μέσ᾽ στὰ ἑφτὰ παιδιὰ ὁ ἕνας μπουνταλᾶς, ὁ ἄλλος…, μέχρι τὸ τελευταῖο παιδί νᾶτο! Νά τὸ λαχεῖο! Βρέ, ἐγκληματία ἄντρα τί κάνεις! Τὸ τελευταῖο παιδί καθηγητὴς πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ἄχ, βρέ δεσπότη μου, ἔχεις δίκιο. Θὰ πάω στὸ σπίτι μου καὶ τοῦ χρόνου τέτοια μέρα θὰ ᾽ρθω καὶ θὰ σοῦ πῶ, ὅτι ἡ γυναίκα μου γέννησε καινούργιο παιδί. Τοῦ λέει· –Ἐσὺ ὁ ἄλλος τί θὰ κάνῃς; –Μμ! καὶ ἐγὼ θέλω, ἀλλὰ ἔχω μιὰ γυναῖκα δὲν μπορῶ νὰ σοῦ πῶ, ἂν θὰ τὴν πείσω. Αὐτὴ ἡ ἱστορία ἔγινε.
Λοιπὸν ἐμᾶς, οὕτως ἢ ἅλλως, μᾶς κολλήσανε πίσω στὶς πλάτες μιὰ ταμπέλλα· «Τὸν Καντιώτη ἀκοῦτε; αὐτὸς εἶνε τρελλός!». Μακάρι νὰ ἤμασταν ἐμεῖς τρελλοὶ καὶ [νὰ] ἦταν ὅλοι αὐτοὶ συνετοὶ καὶ φρόνιμοι. Τί θὰ γίνῃ;
Ἄα, ὑπάρχει μιὰ ἐλπίς. Ποιά ἐλπίς; Ὑπάρχει ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Αὐτὴ θὰ συνέλθῃ τὸν ἄλλο μῆνα. Θὰ ξανάρθω· ἂν θέλῃ ὁ Θεὸς καὶ ζήσω, θὰ εἶμαι ἐδῶ. Καὶ αὐτοὶ ἔχουν τὴν πιὸ μεγάλη εὐθύνη. Θέλω νὰ ἐλπίζω, ὅτι ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τὰ αὐτὰ φρονήματα καὶ τὰ αὐτὰ αἰσθήματα, καὶ πιστεύομε νὰ ἀξιώσωμεν ἀπὸ τὸ κράτος, τὸ σημερινὸ κράτος νὰ ἀξιώσωμε ὡρισμένα πράγματα, ἕνα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, ἕξι, ἑφτά, ὀχτώ, ἐννέα, δέκα πράγματα, τά ᾽χω ἀπὸ τώρα ξεκαθαρισμένα, Δέκα πράγματα καὶ νὰ παρουσιαστοῦμε μπροστὰ σ᾽ αὐτοὺς ποὺ μᾶς κυβερνοῦνε, πού ᾽νε ἄνθρωποι μὲ τιμὴ καὶ ὑπόληψι καὶ ἀνδρεία (=ἐννοεῖ τοὺς στρατιωτικοὺς τῆς δικτατορίας). Δὲν τὸ λέγω νὰ τοὺς κολακεύσω, δὲν τὸ λέγω, ἀλλὰ κρατήσανε τὴν Ἑλλάδα στὰ ψηλὰ βουνά. Ἀλλὰ φοβοῦμαι μήπως φανήκανε ἥρωες στὰ ψηλὰ βουνά, καὶ φαίνονται δειλοὶ μέσα σ᾽ αὐτὴν τὴν κοινωνία, ποὺ θέλουν νὰ πατάξουν τὸ ἠθικὸν κακόν, τὸ ὁποῖο εἶνε τὸ ὑπ᾽ ἀριθμὸν ἕνα. Ὁ ἐκφυλισμὸς εἶνε τὸ ὑπ᾽ ἀριθμὸν ἕνα ἐχθρὸς τῆς φυλῆς. Θ᾽ ἀξιώσουμε ὡς κεφαλή, ὡς Ἱεραρχία ἀπ᾽ αὐτοὺς ποὺ μᾶς κυβερνᾶνε, ἀπ᾽ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν τὸ κράτος τὸ σημερινό, θ᾽ ἀξιώσουμε δέκα πράγματα γιὰ τὸ καλὸ τῶν παιδιῶν σας, γιὰ τὸ καλὸ τῆς πατρίδος, γιὰ τὸ καλὸ τῆς κοινωνίας. Ὡς λαὸς θὰ εἶστε μαζί; Καὶ ἂν δὲν μᾶς ἀκούσουν, σᾶς ὁμιλῶ ἐδῶ μ᾽ ὅλην τὴν συναίσθησι, ἐὰν δὲν μᾶς ἀκούσουν, τοὺς ζυγοὺς λύσατε, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον· Κράτος ἑλληνικόν, ἑκατὸν πενήντα χρόνια κρατᾶμε τὰ θυμιατὰ καὶ σᾶς θυμιάζουμε μὲ τὰ πολυχρόνιά σας καὶ μ᾽ ἐκεῖνο καὶ μ᾽ ἐκεῖνο, ἑκατὸ χρόνια σᾶς θυμιάζουμε. Θὰ πάψῃ τὸ θυμιατὸ καὶ θὰ ἀξιώσουμε νὰ χωρίσῃ ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὸ Κράτος· καὶ τὸ Κράτος ἂς βαδίσῃ τὸ δρόμο του, ἂς γίνῃ πορνεῖο, ἂς γίνῃ κιναιδεῖο, ἂς γίνῃ ὅ,τι νά ᾽νε, ἂς βαδίσῃ τὸ δρόμο του, τὸ δρόμο τῶν καισάρων, τὸ δρόμο τῆς Πομπηίας, τὸ δρόμο τῶν Σοδόμων, τὸν δρόμο τοῦ κυνισμοῦ, τὸν δρόμο τῆς διαφθορᾶς, τὸν δρόμο τῆς καταστροφῆς· ἂς τὸν βαδίσῃ! «Ὅσοι πιστοί», θὰ μείνωμε ἡ «ἐλευθέρα καὶ ζῶσα Ἐκκλησία»!
Ἀλλὰ πιστεύω στὸ Θεό, ὅτι θὰ μᾶς βοηθήσῃ τὸ ἔθνος. Ἔχω πολλὰς ἐνδείξεις ὅτι, ἂν παρουσιαστοῦμε μὲ δύναμι προφήτου μπροστὰ στοὺς ἰσχυροὺς τῆς ἡμέρας, θὰ γονατίσουν. Δὲν ὑπάρχει ἰσχυρός. Μόνο ἰσχυρὸς εἶνε ὁ Θεός. Διαβάστε ἐπάνω, ἀδέρφια μου, αὐτὸ τὸ ῥητὸ ποὺ ἔχω ἐπάνω. Ὅταν περπατοῦσα ἐδῶ στὴν Ἀθήνα, μὲ πλησίασε ἕνας ὁδοκαθαριστής. Ὁ ὁδοκαθαριστὴς λέει· ―Δεσπότη, πάτερ μου, τώρα ποὺ χτίζεις ἕνας ποὺ σκούπιζε μπορεῖ νὰ ᾽νε καὶ ἐδῶ μέσα αὐτὴν τὴν ὥρα κάτω ἀπὸ τὸ Αἰγάλεω ἤτανε. Τὸν ἤξερα ἀπὸ τὸ Μεσολόγγι. Σταμάτησε τὴ σκούπα· –Κάτσε νὰ σοῦ πῶ στὸ αὐτί· τώρα ποὺ χτίζεις τὴν αἴθουσα, λέει, βάλε ἀπάνω ἐκεῖ ψηλὰ ἕνα ῥητό, νὰ τὸ βλέπῃς ἐσύ, νὰ τὸ βλέπουν οἱ ἀκροαταί, νὰ τὸ βλέπουν ὅλοι. –Ποιό ῥητό; Ἄνοιξε τὴ Γραφή του ὁ ὁδοκαθαριστὴς καὶ μοῦ ᾽γραψε αὐτὸ τὸ ῥητό· –«Ἕως τοῦ θανάτου ἀγώνισαι περὶ τῆς ἀληθείας, καὶ Κύριος ὁ Θεὸς πολεμήσει ὑπὲρ σοῦ» (Σ. Σειρ. 4,28). Θὰ ἀγωνιστοῦμε μέχρι ἑνὸς ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος, ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας, ὑπὲρ πίστεως.
Τώρα τί θ᾽ ἀκούσωμε αὔριο!… Εἶνε καὶ μερικοὶ ἀστυνομικοί (κατάσκοποι ἐδῶ, ἐννοεῖ), ἀλλὰ γιὰ τὸ καλό μας εἶνε καὶ αὐτοί. Εἶνε καὶ κάτι ἄλλοι δημοσιογράφοι μέσα! Ὤχ, τί θ᾽ ἀκούσωμε αὔριο!…
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(αἴθουσα ὁδ. Ζωοδ. Πηγῆς 44, Κυριακὴ 8-10-1972 βράδυ)
― � ἀρχεῖο κ. Κωνσταντίνου Πετρίδη …85…― 8-10-1972

ἠχητικά· πολὺ καλή
διάρκεια· 1:04΄:45΄΄ μετὰ συνεχίζει ἀνακοινώσεις γιὰ 12΄:45΄΄

Αὐγουστίνη μοναχή: Σκέφθηκα, ὅτι, ἂν ἔχῃ εὐλογία, τέτοιες ὁμιλίες νὰ τὶς βάζαμε στὴν «Σπίθα». Εὐλόγησον!

Ἂς …το.
* * *
Τὸ…μας.
παρατηρήσεις· ⃟ τὴν πέρασα μία πρώτη ματιὰ ὅταν εὐκαίρησα λίγο στὶς 20-10-2022
⃟ βρισκόμαστε μετὰ τὸ μέσον καὶ λίγο πρὸ τοῦ τέλους (1973) τῆς δικτατορίας
⃟ ἀναζητώντας ἐὰν καὶ ποῦ ὑπάρχουν καὶ ποιά εἶνε αὐτὰ τὰ «δέκα» πράγματα ποὺ σκέπτεται νὰ εἰσηγηθῇ στὴν ἑπομένη-προσεχῆ Ἱεραρχία τοῦ Νοεμβρίου 1972, νομίζω ὅτι εἶνε μᾶλλον αὐτὰ ποὺ ἐκθέτει ἐν σχεδίῳ στὸ βιβλίο του Ἐκκλησιαστικὸς Στρουθοκαμηλισμός, Ἀθῆναι 1973, σσ.135-199 καὶ εἰδιικώτερα σσ. 139-142.
⃟ πρέπει νὰ διαιρεθῇ (ἔχει μία ὀργανικὴ τομή), ἢ νὰ γίνῃ 4σέλιδη

ἐπιλογή, ἀπομαγνητοφώνησις, στοιχειοθεσία, α΄ διόρθωσις (μοναχή Αὐγουστίνη), α΄ διόρθωσι (μοναχὴ …) ἱ. μονὴ ἁγίου Αὐγουστίνου Φλωρίνης

στοιχειοθεσία, α΄ διόρθωσις: 9 Ἰανουαρίου 2022
β΄ διόρθωσις: 20-30 Ὀκτωβρίου 2023
γ΄ διαίρεσι, διόρθωσις, σελιδοποίησις: 30 Ὀκτωβρίου – … Νοεμβρίου2023
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὴν αἴθουσα ὁδ. Ζωοδ. Πηγῆς 44 τῶν Ἀθηνῶν τὴν Κυριακὴ 8-10-1972 τὸ βράδυ, [μὲ νέο τώρα τίτλο]. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις …-…-2022.

⃝ Τὸ
� Τὸ
⃟ Ἔχ

Χαίρω, ἀγαπητοί μου, ποὺ ἀγαπᾶτε ν᾽ ἀκούσετε λόγο. Ἀλ­λὰ λόγος ἀπὸ λόγο διαφέρει· ὑπάρχει λόγος ἀνθρώπινος καὶ λόγος θεϊκός. Ἐ­μεῖς νὰ λέμε· «Λάλει, Κύριε, ὅτι ἀκούει ὁ δοῦ­λός σου» (Α΄ Βασ. 3,9-10). Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶνε γραμμένος μὲ αἷμα μέσα στὴν ἁγία Γραφή· ἐκεῖ λαλεῖ ὁ Θεός.
Ἡ ἁγία Γραφὴ δὲν εἶνε ἕνα βιβλίο, εἶ­νε μία βιβλιοθήκη· ἀποτελεῖται ἀπὸ πολλὰ βιβλία καὶ ὅλα μαζὶ κάνουν τὴν ἁγία Γραφή. Χωρίζεται σὲ Παλαιὰ καὶ σὲ Καινὴ Διαθήκη. Ἂν ῥωτήσετε τὰ παιδιὰ καὶ τοὺς νέους μας, ποιά εἶ­νε τὰ βιβλία τῆς ἁγίας Γραφῆς, δὲν θὰ σᾶς ἀ­παντήσουν. Τὰ βιβλία τῆς Παλαι­ᾶς Διαθήκης εἶνε 49 καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης 27, σύνολο 76. Ὅποιο ν᾽ ἀνοίξουμε εἶνε χρυσάφι, πετράδια πολύτιμα, νερὸ δροσερὸ ποὺ τρέχει.
● Ἡ Ἀποκάλυψις τοῦ Ἰωάννου
Θ᾽ ἀνοίξουμε τώρα ἕνα βιβλίο, ποὺ δυσ­τυ­χῶς σπανίως τὸ ἀνοίγου­με. Παλαιότερα δικαι­­ολογοῦνταν ποὺ δὲν τὸ ἄνοιγαν· τώρα εἶ­νε ἀνάγκη νὰ διαβάζουμε, ν᾽ ἀναστενάζουμε, νὰ κλαῖμε· τὸ βιβλίο αὐτὸ εἶνε ἡ Ἀποκ­άλυ­­ψις τοῦ Ἰωάννου, τὸ τελευταῖο βιβλίο τῆς ἁ­­γίας Γραφῆς. Μὰ τί εἶνε ἡ Ἀποκάλυψις;
Τί σημαίνει «ἀποκάλυψις»; Ὑπάρχει καὶ μιὰ ἄλ­λη παρόμοια λέξι, ἡ «ἀνακάλυψις». Τί λέτε, μποροῦμε λοιπὸν νὰ ποῦμε ὅτι ἀποκάλυψις = ἀνακάλυψις; εἶνε τὸ ἴδιο πρᾶγμα; Ὄχι, ἡ ἀποκάλυψις εἶνε κάτι ἀνώτερο.
Τί θὰ πῇ ἀνακάλυψις; Θὰ πῇ, κάτι ποὺ τὸ βρί­σκουμε μόνοι μας στύβον­τας τὸ μυαλό μας. Ὁ ἄνθρωπος καλλιεργώντας τὶς ἐπιστῆ­μες, ἐκμεταλλευ­όμενος τὰ τά­λαντα ποὺ τοῦ ᾽δωσε ὁ Θεός, κατορθώνει νὰ βρῇ διάφορα νέα πρά­γμα­τα· ἔτσι φτάσαμε ἀπὸ τὴν καλύβα στὸν οὐρανοξύστη κι ἀπὸ τὰ γαϊδουράκια στοὺς πυραύλους. Οἱ πρῶτες ἀνακαλύψεις ἦταν ἡ φωτιά, ὁ τροχός, ἡ γραφή, ὁ σίδηρος, ὁ ἀτμός· ἀργότερα ὁ ἠλεκτρισμός, ὁ λαμ­πτή­ρας, ὁ μαγνητισμός, ἡ πυξίδα, ὁ ἀσύρματος, τὸ ῥάδιο, τὸ αὐτοκίνητο, τὸ τηλέφωνο, ἡ τηλεόρασι· καὶ στὰ νεώτερα χρόνια ὁ πύραυλος καὶ ἡ πυρηνικὴ ἐνέργεια ποὺ ἔφεραν ἐπανάστασι· ποιός νὰ φαν­ταστῇ ὅτι μέσα σ᾽ ἕνα πετραδάκι, στὸ οὐράνιο, ὁ Θεὸς ἔ­κλεισε τέτοιες τεράστιες δυ­νάμεις; Δὲν ἀρνούμε­θα τὴν ἐπιστήμη· ὅσο αὐτὴ προοδεύει καὶ ἀνακαλύπτει καινούργια πράγματα, τόσο ὁ θαυμασμὸς γιὰ τὴ θεία δημιουργία μεγα­λώνει· «ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύ­ριε· πάντα ἐν σο­φίᾳ ἐποίησας» (Ψαλμ. 103,24). Διάβαζα πρὸ ἡμε­ρῶν ὅτι ἕνας ἀστροναύτης, νέο παλληκάρι, ἄ­­φησε ὅλα τὰ ἐγκόσμια, μετανόησε καὶ κρύφτηκε σ᾽ ἕνα μοναστήρι νὰ ὑμνῇ τὸ Θεό, γιατὶ ἀπὸ τὸ διάστημα ἐκεῖ εἶδε πόσο μικρὸς εἶνε ὁ ἄνθρωπος καὶ πόσο μεγάλος ὁ Δημιουργός.
Ἀνακαλύψεις! Θὰ σταματήσῃ μέχρι ἐδῶ ἡ ἐ­πιστήμη; Ὄχι· θὰ προχω­ρήσῃ. Εἶνε ἀτελείωτος ὁ κατάλο­γος τῶν ἀνακαλύψεων. Ἀπὸ τὰ ἑκατομμύρια μυστικὰ ποὺ ἔχει ὁ κόσμος, ἡ φύσις, ξέρετε πόσα ἀνακαλύψαμε; μόλις ἕνα μόνο! «Ἄβυσσος ἄβυσσον ἐπικαλεῖται εἰς φω­­νὴν τῶν καταρρακτῶν σου» (Ψαλμ. 41,8).
Μὰ ὅσο καὶ νὰ προχωρήσουν οἱ ἐ­πιστῆ­μες καὶ τὰ ἐ­πιτεύγματα, ἔρ­χεται στι­γμὴ ποὺ στα­ματοῦν. Εἶνε σὰν τὸν ἀ­ε­τό, ποὺ πετάει πετάει, ἀλλὰ κάπου κουράζεται, δὲν ἀντέχουν οἱ φτεροῦγες του νὰ πετάξῃ περισσότερο καὶ ἀρχίζει νὰ χαμηλώνῃ. Ἔτσι καὶ τὸ ἀνθρώπινο πνεῦ­μα.
Πέρα ὅμως ἀπὸ τὸ φυσικὸ καὶ ὁ­ρατὸ κόσμο ἁπλώνεται ὁ ἀόρατος, ὁ μεταφυσικὸς κό­σμος τοῦ Ἀριστοτέλους. Εἶνε ὁ κόσμος τοῦ οὐρανοῦ, τῶν ἀΰλων πνευμάτων, τῶν ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, ὁ κόσμος τοῦ Θεοῦ. Ὅσα λοιπὸν βρί­σκουμε μόνοι μας στὸν ὁρατὸ κόσμο, αὐτὰ εἶνε ἀνακαλύψεις· ὅσα δὲ ὁ Θεὸς θέ­λει καὶ μᾶς φανερώνει, αὐτὰ εἶνε ἀ­ποκάλυψις, φανέρωσις τοῦ θείου θελήματος· εἶνε φωνὴ τῆς αἰωνιότητος, ἡ ὁποία μᾶς δείχνει μυστήρια τοῦ ἄλλου κόσμου.
Ἄγνωστος σ᾽ ἐμᾶς ἐκεῖνος ὁ κόσμος. Ἄ­γνω­στο καὶ τὸ μέλλον, τελείως ἄγνωστο. Σκοτάδι, μεσάνυχτα ἔχουμε. Εἴμαστε τώρα ἐδῶ· ποῦ ξέρω ἐγὼ μήπως αὐτὴ εἶνε ἡ τελευ­ταία ὁ­μιλία ποὺ κάνω; ποῦ ξέρετε σεῖς μήπως εἶνε ἡ τελευταία διδαχὴ ποὺ ἀκοῦτε; Ἄγνωστο. Κοντόφθαλμος ὁ ἄνθρωπος, δὲν μπορεῖ νὰ δῇ πέρα ἀπὸ τὴ μύτη του. Τί θὰ γίνῃ μετὰ πέν­­τε χρόνια, δέκα, εἴκοσι, ἑ­κα­τό, διακόσα, τρι­ακόσα, πεντακόσα, χίλια, δύο χιλιάδες χρόνια; Ἄγνωστο, μυστήριο. Ὁ κινη­ματογράφος παρουσιάζει περασμένα ἢ σημερινὰ γεγονότα· μὰ δὲν ὑ­πάρχει κινηματογράφος ποὺ νὰ μᾶς δεί­ξῃ ἐκεῖνα ποὺ θὰ γίνουν ὕστερα ἀπὸ λίγα ἢ πολλὰ χρόνια, αὐτὰ ποὺ θὰ γίνουν στὸ μέλλον. Ὑπάρχει;
Ναί, ὑπάρχει ἕνας κινηματογράφος, ποὺ ἅ­μα τὸν ἀνοίξῃς περνάει μπροστά σου ὅλη ἡ ἱ­στορία· ὄχι μόνο τοῦ παρελθόντος, οὔτε μόνο τοῦ παρόντος, ἀλλ᾽ ἀκόμη καὶ ἡ ζωὴ τοῦ μέλλοντος, μέχρι συν­τελείας τῶν αἰώνων. Καὶ ὁ κινηματογράφος, τὸ θέατρο αὐτὸ τὸ ἀ­ποκαλυπτικὸ καὶ διδακτικὸ εἶνε, ἀγαπητοί μου, τὸ βιβλίο τῆς ἱε­ρᾶς Ἀποκαλύψεως. Ἐκεῖ φαίνεται τὸ μέλλον τῆς ἀνθρωπότητος, ἐκεῖ φανερώνονται τὰ μεγάλα μυστήρια, ἐκεῖ βλέπουμε τὴ φοβερὴ σύγ­κρουσι τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους μὲ τὶς δυνάμεις τοῦ φωτός.
Τὸ βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως ἔχει μέρος ἠ­θικὸ καὶ μέρος προφητικό. Ὑπάρχουν σημεῖα της ποὺ κατὰ τὸ παρελθὸν καὶ ὁ καλύτερος θεολόγος καὶ ἱεροκήρυκας δὲν μποροῦ­­σε νὰ τὰ ἑρμηνεύσῃ· σήμερα ὅ­μως ἑρμηνεύονται.
� Γράφει λ.χ. κάπου, ὅτι θὰ φανοῦν ἐπάνω στὸν οὐρανὸ νὰ πετᾶνε ἀκρίδες (Ἀπ. 9,3-11), ποὺ ἀπὸ τὴν οὐρά τους θὰ σκορποῦν θάνατο. Ποιός νὰ τὸ ἑρ­μηνεύσῃ αὐτό; Καὶ ὅ­μως ἕνα παιδάκι ἔξω ἀπὸ τὴν Κοζάνη, ποὺ τὸ πῆρε ἡ μάνα του ἡ χωριάτισσα νὰ πᾶνε στὸ χωράφι, ὅ­ταν εἶδε νὰ περνᾶνε ἀεροπλάνα, φώναζε· «Μάνα μάνα, καρκαλέτσια!». Στὴ γλῶσ­σα τοῦ λαοῦ τῆς περιοχῆς αὐτῆς καρκα­λέτσια λέγον­ται οἱ ἀκρίδες. Στὸν μικρὸ τὰ ἀεροπλάνα φάνηκαν σὰν ἀ­κρίδες, ἀλλὰ τί ἀκρίδες! ἀ­κρίδες Ἀποκαλύψεως (βλ. ἡμ. ἔργ. Τὰ τέσσερα χρώματα, Ἀθῆναι 1955, σ. 7 ὑποσημ.). Νά λοιπόν, τὸ μικρὸ παιδάκι ἑρμήνευσε τὴν Ἀποκάλυψι. Οἱ ἀκρίδες τρῶνε χορταράκι καὶ ξεφλουδίζουν ἀμπέλια καὶ χωράφια, μὰ αὐτὲς «ξεφλουδίζουν» τὴν ἀνθρωπότητα.
� Ἕνα ἄλλο. Λέει κάπου ἡ Ἀποκάλυψις, ὅτι θὰ ἔρθῃ ὥρα, ποὺ οἱ μεγάλοι καὶ τρανοὶ θὰ κρυφτοῦν στὶς σπηλιὲς καὶ θὰ λένε στὰ βου­νά· Ἀνοῖξτε τὰ σπλάχνα σας καὶ κρύψτε μας ἀπὸ τὴν ὀργὴ τοῦ Κυρίου (βλ. Ἀπ. 6,16-17). Καὶ τώρα οἱ ῾Ρῶσοι ἔχουν ξεκουφάνει τὰ Οὐράλια ὄρη, ἔχουν ἀνοίξει μέσα διαδρόμους· καὶ οἱ Ἀμερικᾶνοι ἔχουν σκάψει καταφύγια γιὰ νὰ κρύψουν τὰ ἐπιτελεῖα τους σὲ καιρὸ πολέμου.
� Ἀλλοῦ ἡ Ἀποκάλυψις λέει, ὅτι θ᾽ ἀνοιχτοῦν καὶ θὰ χυθοῦν φιάλαι, μποτίλιες γεμᾶ­τες ἀπὸ τὸ θυμὸ τοῦ Θεοῦ (βλ. Ἀπ. 15,7· 16,1-4,8,10,12,17· 17,1· 21,9). Κι ὅταν πέσουν οἱ φιάλες αὐτὲς θὰ γίνουν μεγάλα κακά· ἀσθένειες, καταστροφὲς στὴν ξηρὰ καὶ στὴ θάλασσα, στὰ νερὰ καὶ στὴν ἡ­λιακὴ ἐνέργεια.
� Ἀλλοῦ ἡ Ἀποκάλυψις λέει, ὅτι τὸ ἕνα τρίτον τῆς γῆς θὰ καῇ, τὸ ἕνα τρίτο τῶν δέν­τρων καὶ τῶν χόρτων θὰ καῇ, τὸ ἕνα τρίτο τῶν ψαριῶν τῆς θαλάσσης θὰ ψοφήσουν, τὸ ἕνα τρίτο τῶν πλοίων θὰ καταστραφοῦν, στὸ ἕνα τρίτο τους τὰ νερὰ τῶν πηγῶν καὶ τῶν πο­τα­μῶν θὰ πικραθοῦν, ὁ ἥλιος καὶ τὰ ἄ­στρα θὰ χάσουν τὸ ἕνα τρίτο τῆς φωτεινότητός τους, τὸ ἕνα τρίτο τῶν ἀνθρώπων θὰ θανατω­θοῦν ἀπὸ φωτιὰ καπνὸ καὶ θειάφι (βλ. Ἀπ. 8,7-12· 9,15,18· 12,4). Μὰ νὰ πέφτῃ ἕνα μπουκάλι κάτω καὶ νὰ ἔ­χῃ τέτοια καταστροφικὴ δύναμι; Καὶ πράγματι, ὅταν εἶδαν τὴν πρώτη πυρηνικὴ βόμβα νὰ πέφτῃ, ἦταν σὰν νταμιτζάνα γυρισμένη ἀνάπο­δα. Νά οἱ πληγὲς τῆς Ἀποκαλύψεως.
Ἐμεῖς, ποὺ ζοῦμε σ᾽ αὐτὴ τὴ φοβερὴ ἐπο­χὴ τῆς πυρηνικῆς ἐνεργείας, ἂς μετανοήσου­με· πέντε – δέκα τέτοιες «φιάλες» νὰ πέσουν στὶς μεγαλουπόλεις, θὰ ἐξαλειφθοῦν ἑκατομ­μύρια ἄνθρωποι. Οἱ μπουκάλες δὲν θὰ πέσουν στὰ βουνά, ἐκεῖ πού ᾽νε οἱ τσοπαναραῖ­οι, ἀλλὰ στὶς μεγάλες πολιτεῖες, ὅπου μαζεύτηκε ὅλη ἡ ἀκαθαρσία τοῦ κόσμου, καὶ δὲν θὰ προλάβῃ ὁ ἄνθρωπος νὰ πῇ οὔτε τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ἐν τῇ βασιλείᾳ σου». Καὶ θὰ γίνῃ, λένε, ἕνας πόλεμος ποὺ πρῶτα θ᾽ ἀκούσουμε ὅτι τελείωσε καὶ μετὰ θὰ μάθουμε ὅτι ἄρχισε.
Ἡ Ἀποκάλυψις εἶνε ἱερὸ βιβλίο ποὺ πρέπει νὰ τὸ διαβάζουμε. Κ᾽ ἐ­γὼ λοιπόν, σὲ τέτοιο καιρό, θ᾽ ἀνοίξω τὴν Ἀποκάλυ­ψι νὰ πάρουμε ἕνα χωρίο· εἶνε στὸ κεφάλαιο 22 (κβ΄), στίχος 11. Ἐκεῖ ὑπάρχουν τέσσερα «ἔτι» (τὸ «ἔτι» αὐτὸ γράφεται μὲ γιῶτα· τὸ ἔτη, μὲ ἦτα, σημαίνει «χρόνια»· τὸ ἔτι, μὲ γιῶτα, σημαίνει «ἀκόμα». Εἶνε αὐτὸ ποὺ ἀ­κοῦ­­με συχνὰ στὴν ἐκκλησία μας, «Ἔτι καὶ ἔτι ἐν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν…». Τί σημαί­νει· ἀκόμα καὶ ἀκόμα ἂς παρακαλέσουμε τὸν Κύριο. Πὲς ἕνα ἀκόμη «Κύριε, ἐλέησον», χτύπα ἀκόμη μιὰ φορὰ τὴ θύρα τοῦ θεϊκοῦ ἐλέους. Μὴ μοιά­σῃς μὲ κάτι παλιόπαιδα ποὺ πᾶ­νε στὰ σπίτια, ξαφνιάζουν τοὺς ἐνοίκους χτυπώντας μιὰ φο­ρά, γιὰ νὰ παίξουν μὲ τὴν ἀνησυχία ποὺ προκαλοῦν, κι ὥσπου νὰ τοὺς ἀ­νοί­ξουν αὐτὰ ἔχουν ἐξαφανιστῆ. Μὴν κάνεις σὰν τ᾽ ἀλητόπαιδα· ἐπίμενε νὰ χτυπᾷς, ἕως ὅτου ἀκούσῃς τὴν ἀπάντησι ἐκείνου ποὺ ζη­τᾷς. Χτύπα «ἔτι καὶ ἔτι», μὴν κουραστῇς. Φαίνεται ὅτι ὁ οὐρα­νὸς σιωπᾷ, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν σ᾽ ἀκούει. Δὲν εἶνε ἔτσι· «ὁ Θεὸς ἀργεῖ, ἀλ­λὰ δὲν λησμονεῖ». «Ἔτι καὶ ἔτι»! Μπρός, ἀδελφοί μου, ἐντείνετε τὶς προσευχές σας. Τὸ «ἔτι» ἔ­χει αὐτὴ τὴν ἔννοια, τῆς ἐντάσεως.
Ἔτσι καὶ στὸ χωρίο ποὺ ἑρμηνεύουμε καὶ τὸ ὁποῖο λέει·
«Ὁ ἀδικῶν ἀ­δικησάτω ἔτι, καὶ
ὁ ῥυπαρὸς ῥυπαρευθήτω ἔτι, καὶ
ὁ δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω ἔτι, καὶ
ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι» (Ἀπ. 22,11). Τέσσερα «ἔτι».
● Ἐλεύθερη τώρα καὶ μὲ ἐπευφημίες ἡ πρόοδος τοῦ κακοῦ
Τί ἆραγε σημαίνει «Ὁ ἀδικῶν ἀδικησάτω ἔ­τι»; Αὐτὸς ποὺ κλέβει, ποὺ ἀδικεῖ, ποὺ παρανομεῖ, ἂς κλέψῃ ἀ­κόμα, ἂς ἀδικήσῃ ἀκόμα, ἂς ὀργιά­σῃ ἀκόμα. Μὰ τί λοιπόν; τὸ βιβλίο τῆς Ἀ­ποκαλύψεως συμβουλεύει τοὺς κλέφτες, τοὺς λωποδύτες, τοὺς μοιχούς, νὰ συνεχίσουν ἀκόμα νὰ κάνουν τὸ κακό; αὐτὸ τὸ νόημα ἔχει;
Ἄπαγε τῆς βλασφημίας· δὲν ἔχει αὐτὸ τὸ νόημα. Ἐννοεῖ κάτι ἄλλο· ὅτι δηλαδὴ ὁ Θεὸς δὲν βιάζει καν­ένα. Ἔπλα­σε τὸν ἄνθρωπο ἐ­λεύ­θερο καὶ τὸν ἄφησε νὰ πράξῃ ὅ,τι θέλει. Τὸ λέει ἡ Γραφή· «Μπροστά σου, ἄνθρωπε, ἔ­βαλα νερὸ καὶ φωτιά· σοῦ ᾽δωσα μυαλὸ καὶ σοῦ εἶπα· Ἂν ἁπλώ­σῃς τὸ χέρι σου στὸ νε­ρὸ θὰ δροσιστῇς, ἂν τὸ ἁπλώσῃς στὴ φωτιὰ θὰ καῇς». «Ἐπικαλοῦμαι σήμερα μάρτυρα σ᾽ ἐ­σᾶς τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ· τὴ ζωὴ καὶ τὸ θάνα­το ἔβαλα μπροστά σας, τὴν εὐλογία καὶ τὴν κατάρα· διάλεξε σὺ τὴ ζωή, γιὰ νὰ ζήσῃς σὺ καὶ οἱ ἀπόγονοί σου» (Δευτ. 30,19). «Ἔβαλε μπρο­στά σου τὴ φωτιὰ καὶ τὸ νε­ρό· καὶ ὅπου θελήσῃς, θ᾽ ἁπλώ­σῃς τὸ χέρι σου» (Σ. Σειρ. 15,16). Ἂν ἐσὺ ἁπλώνῃς τὸ χέρι σου στὴ φωτιὰ καὶ καί­γεσαι, φταίει λοιπὸν ὁ Θεός; Μπροστά σου φωτιὰ καὶ νερό, διάλεξε καὶ πάρε, λέει ἡ ἁγία Γραφή. Σ᾽ ἀφήνει ἐλεύθερο, δὲν σὲ βιάζει, για­­τὶ μιὰ καλὴ πρᾶ­ξι ποὺ γίνεται μὲ τὴ βία δὲν εἶνε πλέον ἐνάρετη· ὅταν εἶνε ἐνάρετη, εἶνε ἐνάρετη διότι προϋποθέτει τὴν ἐλευθερία. Μποροῦσε βέβαια ὁ Θεός, ὅταν ὁ ἄλλος βλαστημάῃ τὰ θεῖα, τὴν ὥρα ἐκείνη ν᾽ ἀνοίξῃ ἡ γῆ πάπ! νὰ τὸν καταπιῇ. Τὸν ἀφήνει ὅμως νὰ βλαστημάῃ. «Ὁ ἀδι­κῶν ἀδικησάτω ἔτι».
Ἀκόμα ἐκεῖνο τὸ «ἔτι» σημαίνει ὅτι, ὅσο προχωροῦν τὰ χρόνια, τόσο τὸ κακὸ θὰ προοδεύῃ, θὰ παρου­σιάζῃ μιὰ ἐπίτασι, μιὰ αὔξησι· «πονηροὶ ἄνθρωποι καὶ γόητες», λέει καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖ­ρον, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι» (Β΄ Τιμ. 3,13). Θ᾽ ἀναφέρω τρία – τέσσερα παραδείγματα νὰ τὸ καταλάβετε.
◊ Ἕνα μικρὸ παιδάκι κλέβει στὸ σχολειὸ κιμωλίες, γομμολάστιχες, τετρά­δια, βιβλία. Ἐ­ὰν δὲν τὸ προσέξῃ ὁ δάσκαλος καὶ περισ­σότερο ὁ πατέρας, μεγα­λώ­νοντας θὰ γίνῃ σιγὰ – σιγὰ μεγάλος κλέφτης καὶ λῃστής. Κάποιος στὴν Ἀμερική, λένε, ἔγινε διαρρήκτης. Τὸν κυ­νηγοῦσε ἡ ἀστυνομία καὶ μὲ χίλια βάσα­να ἐπὶ τέλους τὸν πιάσανε. Πάνω στὶς δι­αρ­­ρήξεις εἶχε κάνει ἀκόμα καὶ δολοφονίες ἀν­θρώπων, γυναικῶν καὶ ἀνδρῶν, καὶ τὸν καταδίκασαν εἰς θάνατον στὴν ἠλεκτρι­κὴ καρέκλα· ἡ περίπτωσί του ἔγινε καὶ ὁλόκληρο ἀ­στυνομικὸ μυθιστόρημα…
Ἀνοίγω ἐδῶ μία παρένθεσι. Κοιτάξτε πῶς διαφθείρεται ἡ κοινωνία. Ὅταν αὐ­τὰ παρουσι­άζωνται ὡς λογοτεχνία καὶ ὡς ταινία, ἀποκτοῦν …αἴγλη. Μοῦ ᾽λεγε ἕνας ἀστυνομικός· –Σιχαίνομαι πιὰ τὸ ἐπάγγελμά μου, θὰ τὸ ἐγ­κα­ταλείψω. –Για­τί; τοῦ λέω. –Πάω στοὺς κινη­­ματογράφους καὶ βλέπω ἕνα παράξενο πρᾶ­γμα· ὅταν ὁ κλέφτης, ὁ κακοποιὸς διαφεύγῃ, καὶ τὸν κυνηγᾶνε οἱ ταλαίπωροι ἀ­στυνομικοὶ μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους, καὶ σπᾶνε τὰ πόδια τους, τὴν ὥρα ποὺ αὐτὸς κατορθώνει καὶ τοὺς ξεφεύγει πηδώντας σὰν αἴλουρος ἀπὸ στέγη σὲ στέγη, ἐκεῖ ἀ­κοῦς ἐ­πιφωνήματα «Μπράβο, μπράβο!…» καὶ χειροκροτοῦν τὸν «ἥρωα». Ὅταν ὅμως σκοτώνε­­ται ἀστυνομικὸς πάνω στὸ καθῆκον του, καν­είς δὲν χειροκρο­τεῖ. Σὰν νὰ λένε στὸν κακοποιό· Συνέχισε «ἔτι» καὶ «ἔτι», καλὰ ἔκανες, προχώρα στὸ κακό!… Ὅταν βέβαια ὁ κακοποιὸς κλέβῃ τὸ δικό μας πορτοφόλι, τό­τε καλοῦμε τὴν ἀστυνομία νὰ βρῇ τὸν κλέφτη· ὅσο κλέβει πορτοφόλια τῶν ἄλλων, εἶνε ἄξι­ος θαυμασμοῦ. Αὐτὸ ἐκφράζει τὸ «ἔτι» καὶ «ἔτι». Κλείνει ἡ παρένθεσι.
Καὶ σ᾽ αὐτὸν λοιπὸν στὴν Ἀμερική, προτοῦ νὰ τὸν καθίσουν στὴν ἠλεκτρικὴ καρέκλα, ἔρ­χεται ἡ μάνα του· –Παιδί μου! –Μάνα, μὴ μὲ πλησιάζεις. Ἐσὺ φταῖς. Θυμᾶσαι ποὺ μικρὸ παιδὶ σοῦ ἔφερα ἕνα ἀβγὸ κλεμμένο; Δὲ μοῦ ᾽σπασες τότε τὸ χέρι. Ἀπὸ τότε πῆρα τὸ δρόμο ποὺ μ᾽ ἔφερε ἐδῶ. Ὅποιος κλέβει σήμερα ἀβγὸ καὶ μένει ἀτιμώρητος, αὔριο θὰ κλέψῃ βόδι. Ἔτσι ἀρχίζει καὶ σιγὰ – σιγὰ θεριεύει τὸ κακό· «ἔτι» καὶ «ἔτι».
◊ Θέλετε ἄλλο παράδειγμα; Πάρτε τὸ ζήτημα τῆς ἐνδυμασίας – μὴ γελάσετε, γιατὶ ἐ­γὼ κλαίω. Θὰ σηκωθῶ νὰ φύγω, θὰ ὑποβάλω παραίτησι στὴν Ἱερὰ Σύνοδο· θὰ πάω στὸ Ἅ­γιο Ὄρος, θ᾽ ἀγοράσω ἕνα κελλάκι, νὰ κλείσω ἐκεῖ τὰ μάτια μου στὸ μάταιο κόσμο. Ἐ­σᾶς σᾶς ξέρω· εἶ­στε ἐδῶ μόνο γιὰ ν᾽ ἀ­κούσετε, καὶ μετὰ θὰ τὰ ξεχάσετε. Ἀπὸ σᾶς δὲν περιμέ­νω τίποτα· μαζεύεστε, φωνάζετε, κάνετε – δείχνετε, καὶ μετὰ ἐφαρμογὴ τίποτα. Σᾶς γνωρίζω.
Λοιπόν, ἔχουμε τὸ ζήτημα τῆς ἐν­δυμασίας τῆς γυναίκας. Πρὶν ἀπὸ ἑξήν­τα χρόνια… – θά ᾽λεγα μιὰ σκληρὴ τολμηρὴ λέξι, ἀλλὰ δὲν τὴ λέω. Ἂν τὴν πῶ, θὰ ποῦν· Πώ πω, ἔτσι μιλάει αὐτός; δεσπότης εἶν᾽ αὐτὸς καὶ λέει τέτοιες λέξεις;… Δηλαδή, τὸ κακὸ τὸ κάνουν, ἀλλὰ δὲν θέλουν νὰ τοὺς τὸ πῇς. Δὲν φρίττουν, δὲν τρέμουν γιὰ τὰ χάλια ποὺ ἔχουν· τοὺς πειράζουν οἱ λέξεις ποὺ θὰ ποῦμε γιὰ νὰ δι­ορθωθοῦν. Ὡς πρὸς τὸ ντύσιμο λοιπόν, πρὶν ἀπὸ ἑξήντα χρόνια οὔτε αὐτὲς οἱ ταλαίπωρες γυναῖκες, ποὺ πουλοῦν τὸ κορμί τους ἕνα τάλ­ληρο γιὰ νὰ ζήσουν, δὲν περπατοῦσαν στὸ δρόμο ἔτσι. Ἐπικαλοῦμαι τὴ μαρτυρία ὅ­λων τῶν μεγαλυτέρων ποὺ μ᾽ ἀκοῦνε, ἂν πρὸ πενήντα – ἑξήντα ἐτῶν κι αὐτὲς οἱ πόρνες, τὰ δυστυχισμένα πλάσματα, περπατοῦσαν ἔτσι ξεγυμνωμένες. Οἱ γυναῖκες ἦταν ντυμέ­νες σὰν τὴν Παναγιά, σκεπασμένες ἀπὸ πάνω μέχρι κάτω στὰ πόδια, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ἐν καταστολῇ κοσμίῳ» (Α΄ Τιμ. 2,9). Τί θὰ πῇ «καταστολή»; Ἀνοῖξτε τὸ λεξικό. Δὲν ξέ­ρω ποιόν ἀκοῦς ἐσύ, ἐγὼ ἀκούω τὸν Παῦ­λο, ποὺ νὰ στύψῃς ὅλους τοὺς παπᾶδες καὶ δεσποτάδες δὲν φτειά­νεις τὸ νυχάκι του. Ἐ­γὼ αὐτὸν ἀκούω. Τί λέει λοιπὸν ὁ Παῦ­λος; Ἐσὺ ποὺ κάνεις τὸ γραμματισμένο καὶ νομίζεις ὅτι ἐμεῖς λέμε παράξενα, διάβαζε νὰ δῇς· «Θέλω», λέει, «οἱ γυναῖκες νὰ εἶνε ἐν καταστολῇ κοσμίῳ». Τί σημαίνει τὸ «καταστο­λῇ»; Σημαίνει ντυμένες σεμνὰ ἀπὸ πάνω ὣς κάτω, σὰν τὴν Παναγιά. Μπορεῖτε νὰ φαν­ταστῆτε τὴν Παναγιὰ ντυμένη ἀλλιῶς; Λοιπόν, ἔτσι ἦταν τότε οἱ γυναῖκες.
Ἐγὼ χαίρομαι ὅταν πάω σὲ μερι­κὰ χωριουδάκια τῆς Φλωρίνης· στὸν Ἀτραπό, στὸν Πολυπόταμο, στὴν Τριανταφυλλιά – ἕνα χωριουδά­κι πώ πω, τὸ συνιστῶ στὴν ἀγάπη σας. Εἶνε τριάντα σπιτάκια. Μὰ δὲν ξέρετε! Ὅλες οἱ γυναῖκες στὸ κεφάλι ἔχουν μαντήλι κ᾽ εἶνε ντυμένες ἀπὸ πάνω μέχρι κάτω μὲ τὴν πιὸ ὄμορφη μόδα ποὺ ὑπάρχει στὸν κόσμο. Εἶνε ἐνδυμασία – ἱστορία. Ἡ φορεσιά τους ἔχει τρία χρώ­ματα· τὸ μαῦρο, τὸ ἄσπρο καὶ τὸ κόκκινο· τὸ κόκκινο γιὰ τὰ αἵματα ποὺ χύθηκαν, τὸ μαῦ­ρο γιὰ τὰ δάκρυα ποὺ χύσανε, καὶ τὸ ἄ­σπρο γιατὶ ἄσπρη εἶνε ἡ ψυχή τους. Τὶς βλέπεις ὄ­μορφα ντυμένες. Ἅμα τὴ δῇς ἔτσι τὴ γυναῖ­κα, ἀποκαλύπτεσαι, δὲν σκέπτεσαι τὸ πονηρό. Ἔχουν τὴν πιὸ ὄμορφη μόδα τοῦ κόσμου. Πάει τώρα αὐτή.
Τώρα τί συνέβη; Ἦρθε ὁ διάβολος καὶ τῆς λέει· Ἄ, δὲν εἶσαι ἔτσι καλὰ ντυμένη… Αὐτὸς εἶνε ὁ διάβο­λος τῶν Παρισίων. Κάθε πόλι θὰ τιμωρηθῇ. Κάθε πόλι· ἡ Μόσχα θὰ τιμωρηθῇ γιὰ τὴν ἀθεΐα της, τὸ Παρίσι θὰ τιμωρη­θῇ γιὰ τὴν πορνεία του (ἀπὸ ἐκεῖ βγαίνει ὅλη ἡ μόδα καὶ ἡ κακοήθεια), καὶ ἡ Νέα Ὑόρκη θὰ τιμω­ρηθῇ γιὰ τοὺς γκανγκστερισμοὺς καὶ γιὰ τὸ καπιτάλ της. Ἀλλὰ κ᾽ ἐμεῖς ἐδῶ θὰ τιμωρη­θοῦμε, γιατὶ προδώσαμε τὴν Ὀρθοδοξία. Λοιπόν, ὁ διάβολος λέει· Δὲν εἶσαι καλὰ τώρα ντυμένη· τί, καλόγρια θὰ γίνῃς; Καὶ πῆρε αὐ­τὸς μιὰ ψαλίδα καὶ κόντυνε ἀπὸ κάτω τὸ φόρεμα μέχρι πάνω ἀπ᾽ τὸν ἀστράγαλο. Προχώρησε ἐν συνεχείᾳ «ἔτι» καὶ «ἔτι» καὶ τὸ κόν­τυνε μέχρι τὰ γόνατα. Καὶ συνεχίζει «ἔτι» καὶ «ἔτι» καὶ πάει νὰ ξεγυμνώσῃ τὴ γυναῖκα ἐν­τελῶς. «Ἔτι» καὶ «ἔτι» γυμνώσου! Ἐγὼ διατάζω, ὁ διάβολος. Κι ὅταν ἡ γυναίκα διστάζῃ, αὐτὸς διατάζει· Προχώρα!
◊ «Ἔτι» καὶ «ἔτι» λοιπὸν προχώρα στὴν κλεψιά, ἀπὸ τὸ ἀβγὸ μέχρι τὸ βόδι· «ἔτι» καὶ «ἔτι» προχώρα στὴ διεφθαρμένη μόδα μέχρι νὰ μείνῃς γυμνή. Μιὰ κοπέλλα, ποὺ μένει ἁ­γνὸ λουλούδι στὰ ψηλὰ βουνά μας, στὸ Γράμμο καὶ στὸ Βίτσι, ποιός τὴν ἐκ­τιμᾷ; σηκώνεται πρωὶ – πρωί, δουλεύει στὸ χωράφι, ἀρμέγει τὴ γίδα, τὸ πρόβατο, τὴν ἀγελάδα, νὰ γίνουν τὰ ἀγαθὰ ποὺ τρῶς ἐσύ, κοκώνα τοῦ Κολωνακίου, καὶ προβάλλεσαι στὸν κόσμο; ποιός τὴ θυ­­μᾶται ἐκείνη; Κανείς. Ἡ ἄλλη, ποὺ τραγουδάει στὸ νυχτερινὸ κέν­τρο, πληρώνεται ἁ­δρά· εἶνε καλλιτέχνις, σοῦ λέει· πίσω ὅμως ἀ­πὸ τὴν ὀνομασία αὐτὴ εἶνε κάτι ἄλλο· ἂν τολμήσουμε νὰ τὸ ποῦμε, νὰ τὶς ὀνομάσουμε ἔτσι, μᾶς καθίζουν στὸ ἑ­δώλιο γιὰ συκοφαν­τικὴ δυσφήμησι. Καλλιτέχνις αὐτή, σοῦ λέει, ἀφοῦ ἔ­χει τέτοια φωνή! Ἡ καημένη ἡ βοσκοπούλα στὸ βουνὸ ζῇ φτωχικά, ἡ νοσοκόμα ποὺ ξενυχτάει στὸ νοσοκομεῖο δίπλα στὸν ἄρ­­­ρωστο σὰν ἄγ­γελος, ζῇ φτωχικά· αὐτὴ ὅ­μως μὲ τὴ χρυσῆ φωνὴ μέσα σὲ μιὰ νύχτα μαζεύει παρακαλῶ ἑκατὸ χιλιάδες. Μπράβο, κοι­­­νωνία! Ὅπως πᾷς, νὰ δοῦμε στὸ τέλος ἂν θὰ μείνῃ ἔτσι βοσκὸς στὸ βουνὸ καὶ νοσοκόμος στὴν πόλι. Δὲν θὰ εἶνε αὐτοὶ κορόιδα γιὰ νὰ περιποιοῦνται ἐσένα τὸν κύριο. «Ἔτι» καὶ «ἔτι» λοιπόν· ἐσὺ ποὺ κλέβεις, κλέψε περισσότερα· ἐσὺ ποὺ πετᾷς τὰ ῥοῦχα σου, ξεγυμνώσου τελείως· κ᾽ ἐσὺ ὁ καλλιτέχνης τραγού­δα ὅλο καὶ πιὸ αἰσχρά…
◊ «Ἔτι» καὶ «ἔτι», προχωρεῖτε προχωρεῖτε! κ᾽ ἐσὺ ὁ γέρος μὲ τ᾽ ἄσπρα μαλλιά, ποὺ στὰ ἑ­βδομήντα σου πέταξες τὴν εὐλογημένη γυναῖ­κα σου στὸ δρόμο καὶ τώρα ἔχεις σχέσεις ἁμαρτωλὲς μ᾽ ἕνα ἁμαρτωλὸ γύναιο εἴκοσι χρονῶν, ποὺ περιμένει πότε νὰ πεθάνῃς νὰ σὲ κληρονομήσῃ, τρέχα στὸ ὑπουργεῖο δικαι­οσύνης νὰ βγάλῃς διαζύγιο αὐτόματο. «Ἔτι» καὶ «ἔτι» προχωρεῖτε λοιπόν, ἐλεύθεροι εἶ­στε. Νὰ δοῦμε ὅμως τὸ τέλος, ποῦ θὰ βγῆτε.
● Τί κάνουν τὰ παιδιὰ τοῦ Φωτός;
Καὶ ὁ μὲν κόσμος αὐτὸς προχωρεῖ ἀπὸ τὸ χειρότερο σὲ χειρότερο ἠθικῶς καὶ θρησκευ­τικῶς καὶ κοινωνικῶς· πέφτει ἀπὸ γκρεμὸ σὲ γκρεμὸ κι ἀπὸ βάραθρο σὲ βάραθρο· «ἄβυσσος ἄβυσσον ἐπικαλεῖται εἰς φω­­νὴν τῶν καταρρακτῶν σου» (Ψαλμ. 41,8). Τὰ παιδιὰ τοῦ σκότους προχωροῦν, σημειώνουν καταπληκτικὲς προόδους στὸ κακό, στὴν ἀπιστία, στὴ διαφθορά.
–Καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ Φωτὸς τί κάνουν;
Ἐμένα ῥωτᾶτε; Τὰ παιδιὰ τοῦ φω­τὸς κοιμοῦνται! Κοιμοῦνται ὅπως κοιμοῦνταν οἱ μαθηταὶ στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ. Ὁ Χριστὸς «ἤρξατο λυπεῖσθαι καὶ ἀδημονεῖν», προσ­ευχόταν γονατιστὸς τὴ νύχτα κάτω ἀπ᾽ τὸ φεγγάρι, μὲ ἀγωνία τόση ὥστε ὁ ἱδρώτας του ἔ­σταζε στὴ γῆ σταλαγματιὰ – σταλαγματιὰ μαζὶ μὲ πηχτὸ αἷμα. Καί, ἐνῷ ἦταν σὲ κατάστασι τέ­τοιας στενοχώριας καὶ ἀδημονίας, οἱ μαθη­ταὶ πιὸ πέρα ῥοχάλιζαν ἐπάνω στὰ χορτάρια. «Κοιμᾶστε λοιπὸν καὶ ἀναπαύεστε! ἰδοὺ ἤγγικεν ἡ ὥρα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἁμαρτωλῶν» (Ματθ. 26,37,45).
Ἔτσι καὶ σ᾽ ἐμᾶς ὁ Χριστὸς μὲ ἀγωνία γιὰ τὴν πορεία μας παραπονεῖται· Ἐγὼ μεριμνῶ γιὰ σᾶς, ἐγὼ σᾶς κρατῶ ἀνοιχτὴ τὴ Βίβλο, σᾶς διαβάζω τὴ Γραφή, σᾶς ἁγιάζω μὲ τὴ θεία λειτουργία, σᾶς κατηχῶ μὲ κηρύγματα καὶ μαθήματα, σᾶς φροντίζω μὲ τὴν πρόνοιά μου, εἶμαι γιὰ σᾶς παντοῦ καὶ πάντοτε· ἀλλὰ σεῖς, παιδιὰ τοῦ Φωτός, κοιμᾶστε, δὲν ἀγρυπνεῖτε μαζί μου. Τὰ μεσάνυχτα μέσα στὰ κέντρα διασκε­δάσεως, ποὺ φύτρωσαν στὸν τόπο μας ὅ­πως τὰ μανιτάρια πάνω στὰ κόπρια, χιλιάδες νέοι γλεντᾶνε. Δὲ μοῦ λέτε· Πόσοι τὴ νύχτα – τὰ μεσάνυχτα ξυπνοῦν, πιάνουν κομποσχοί­νι καὶ παρακαλοῦν τὸ Θεό; Ποιός φιλοτιμεῖ­ται; Τὰ παιδιὰ τοῦ σκότους «ἔτι» καὶ «ἔτι» προχωροῦν στὴ διαφθορά. Ἐμεῖς;
Ἀλλὰ δὲν τελειώσαμε· ἐὰν θέλῃ ὁ Θεὸς θὰ συνεχίσουμε.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
● Ὑπάρχει καὶ τὸ καλὸ «ἔτι»
Παρὰ ταῦτα ἡ Ἀποκάλυψις μᾶς παρηγορεῖ. Τί λέει στὴ συνέχεια τὸ χωρίο ποὺ ἑρμηνεύουμε· «ὁ δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω ἔτι, καὶ ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι» (Ἀπ. 22,11).
Δὲν προχωρεῖ δηλαδὴ μόνο τὸ κα­κό· προχωρεῖ ἐξ ἴσου καὶ τὸ καλό, ἔστω καὶ ἂν φαίνε­ται ὅτι κινεῖται σὲ μικρότερη κλίμακα. Μπορεῖ τὸ πονηρὸ νὰ πλεονεκτῇ σὲ ὄγκο, σὲ ποιότητα ὅμως ὑπερέχει τὸ ἀγαθό· τὸ ὕψος τῆς πίστεως, αὐτὸς ὁ «κόκκος σινάπεως» (Ματθ. 13,31· 17,20. Μᾶρκ. 4,31. Λουκ. 13,19· 17,6), ἀντισταθμίζει τὴν πλημμύρα τῆς ἀσεβείας καὶ ἀθεΐας. Ἄλλωστε, ἐνῷ τὸ κα­κὸ εἶνε θρασὺ καὶ ἀλαζονικό, τὸ ἀγαθὸ εἶνε σεμνὸ καὶ ἀφανές, προχωρεῖ χωρὶς θόρυβο καὶ καύχησι. «Οὐκ ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μετὰ παρατηρήσεως» (Λουκ. 17,20).
Καὶ ποῦ προχωρεῖ τὸ καλό; Εἶνε ἄξιο παρατηρήσεως ὅτι, ἐκεῖ ποὺ παρουσιάζεται ἡ μεγα­λύτερη αἰχμὴ τῆς διαφθορᾶς, ἐ­κεῖ παρουσιάζεται ἀντιστοίχως καὶ ἡ αἰχμὴ τῆς ἀρετῆς. Περίεργο πρᾶγμα. Εἶνε ἐκεῖνο ποὺ λέει ὁ ἀ­πόστολος Παῦλος· «Ἐκεῖ ποὺ ἐ­πε­ρίσσευσε ἡ ἁ­μαρ­­τία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις» (῾Ρωμ. 5,20). Αὐξάνει ἡ ἁμαρτία; αὐξάνει καὶ ἡ χάρις.
Παραδείγματα; Διαβάστε νὰ δῆτε.
� Ἡ ἐποχὴ τοῦ Νῶε ἦταν διεφθαρμένη. Ἀλ­λὰ μέσα στὴ διαφθορὰ ἕνας Νῶε μὲ τὴν οἰ­κογένειά του, ὀχτὼ ἄτομα, κράτησαν τὴν πίστι στὸ Θεό· ἐνῷ οἱ ἄλλοι εἶχαν γίνει σάρκες, αὐ­τοὶ ζοῦσαν κατὰ τὸ θέλημά του.
� Ἄλλο παράδειγμα κατόπιν. Στὰ Σόδομα καὶ Γόμορρα ἦταν φρικτὴ ἡ κατάστασι. Ἁ­μαρτήματα ποὺ δὲν λέγονται διέπρατταν ἀναίσχυντα ὅ­λοι ἀ­πὸ κοινοῦ. Μέσα ὅμως σ᾽ αὐτὴ τὴν κατάπτωσι ὁ Λὼτ μὲ τὴ γυναῖκα καὶ τὶς δύο κό­ρες του κρατοῦ­σαν τὴν θεοσέβεια καὶ ζοῦ­σαν μὲ καθαρότητα καὶ τιμή.
� Θέλετε ἄλλο ἕνα παράδειγμα; Στὰ χρόνια ποὺ ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ ἦταν αἰχμάλωτοι στὴ Βαβυλῶνα διακρίθηκαν οἱ Τρεῖς Παῖδες. Ἕ­νας δικτάτορας, ὁ Ναβουχοδονόσορ, ἔφτειαξε ἕνα πελώριο ἄγαλμα καὶ διέταξε· Πέσετε ὅ­λοι νὰ τὸ προσκυνήσετε· μόλις ἠχήσουν τὰ ὄ­ργανα καὶ ἡ σάλπιγγα δώσῃ τὸ σύνθημα, γονατίστε ὅλοι. Ὅποιος δὲν πέσῃ νὰ προσκυνή­σῃ τὸ ἄγαλμα, δίπλα ἐδῶ περιμένει τὸ πυρακτωμένο καμίνι καὶ θὰ ῥιχτῇ μέσα σ᾽ αὐτό. Καὶ πράγματι, μόλις ἀκούστηκαν τὰ ὄργανα ἔσκυψαν ὅλοι στὴν πεδιάδα Δεειρᾶ (Δαν. 3,1)· ὅπως τὸ δρεπάνι περ­νάει καὶ κόβει τὰ στάχυα, ἔτσι μό­­λις δόθηκε τὸ σύνθημα στρώθηκαν ὅλοι κα­ταγῆς. Μόνο οἱ Τρεῖς Παῖδες, ὁ Σεδρὰχ ὁ Μισὰχ καὶ ὁ Ἀβδεναγώ (Ἀνανίας, Ἀζαρίας καὶ Μισαήλ) ἔμειναν ὄρθιοι καὶ εἶπαν· Ὄχι! ἐμεῖς προσ­κυνοῦμε μόνο τὸν Κύριό μας, δὲν προσ­κυνοῦμε εἴδωλα. Τοὺς ἔρριξαν στὸ καμίνι, ἀλ­λὰ μὲ τὴν πίστι στὸν ἀληθινὸ Θεὸ βγῆκαν ἀπὸ ἐκεῖ ἀβλαβεῖς.
Ὅπως λοιπὸν πρὸ τοῦ κατακλυσμοῦ βρέθηκε ὁ Νῶε, στὰ Σόδομα βρέθηκε ὁ Λώτ, στὴ Βαβυλῶνα τοῦ Ναβουχοδονόσορος βρέθηκαν οἱ Τρεῖς Παῖδες, ἔτσι ὑπάρχουν πάν­τοτε οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ.
–Αὐτὰ ἦταν κάποτε, θὰ μοῦ πῇ κάποιος, «τῷ καιρῷ ἐ­κείνῳ» ποὺ λέτε σεῖς οἱ παπᾶδες· σήμερα ὅμως ποῦ εἶνε τέτοια παραδείγματα πιστῶν ποὺ ἀντιστέκονται στὸ κακό; Ὑπάρχουν τέτοιοι ἄνθρωποι;
Ὑπάρχουν καὶ σήμερα! καὶ θὰ ὑπάρχουν πάντοτε· ἀλλὰ δὲν γράφουνε τὰ ὀνόματά τους οἱ ἐφημερίδες. Ποῦ ὑπάρχουν; Σᾶς ἀναφέρω δυό – τρία τέτοια διαμάντια κρυμμένα μέσ᾽ στὴν κοπριὰ τοῦ κόσμου, καὶ τελειώνω.
� Τὸ ἕνα. Τὸ θέρος τοῦ 1972 ἔγιναν στὸ Μόναχο οἱ Ὀ­λυμπιακοὶ ἀγῶνες· ἐκεῖ ἡ χώρα μας δὲν διακρίθηκε. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ πῆγαν στὴν Ὀλυμπία ν᾽ ἀνάψουν φῶς στὸ βωμὸ τοῦ Δία κ᾽ ἔκαναν προσευχὴ σ᾽ αὐτὸν νὰ τοὺς βο­ηθήσῃ, ἀπὸ τότε αὐτὴ ἡ ὑπόθεσις δὲν πῆγε καλά. Καὶ ποῦ κατέληξε; Ὄχι ὅτι εἴμαστε ἐναν­­τίον τοῦ ἀθλητισμοῦ, ὄχι· εἴμαστε ἐναντίον ἑνὸς ἀθλητισμοῦ ποὺ προσκυνάει τὰ εἴδωλα. Στὸ Μόναχο πῆγαν χιλιάδες ἀθληταί (Γιαπωνέζοι, Κινέζοι, Ἀφρικᾶνοι, Ἀβησσυνοί…, ἀπ᾽ ὅ­λα τὰ κράτη). Μεταξὺ αὐτῶν ἦταν καὶ Χριστι­ανοί. Τὴν ὥρα λοιπὸν τῆς ἐνάρξεως τῶν ἀ­γωνισμάτων, μπροστὰ σὲ ἑκατομμύρια μάτια ποὺ παρακολουθοῦσαν, εἶδαν ὅλοι ἕναν ποὺ προτοῦ νὰ ξεκινήσῃ ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυ­­ροῦ. Δὲν ἦταν Ἕλληνας, ῾Ρουμᾶνος ἦ­ταν. Μάλιστα, κύριε· ἔτσι ἔρχονται τὰ μαθήματα. ῾Ράπισμα ἦταν αὐτὸ γιὰ μᾶς.
� Στὴν Ἑλλάδα τὸ 1896, στοὺς Ὀλυμπιακοὺς ἀ­γῶνες ποὺ ἔγιναν, εἴχαμε νίκη· πρῶ­τος ὀ­λυμπιονίκης μαραθωνοδρόμος ἦ­ταν ὁ Σπῦ­­ρος Λούης (1872-1940) ἀπὸ τὸ Μαρού­σι· γι᾽ αὐ­τὸ ἔχουν ἐκεῖ καὶ ἄ­γαλμά του. Τί ἦταν ὁ Λούης; Ἕνας γαλατᾶς. Ἄκουσε γιὰ τοὺς μαραθω­νοδρόμους καὶ ρώτησε· –Τί ἀ­γῶνα κάνουν αὐ­τοί; –Νά, τρέχουν αὐτὴ τὴν ἀπόστασι καὶ ὅ­ποιος φτά­σῃ πρῶτος παίρ­νει μεγάλο βραβεῖο. –Μὰ αὐτὸ μπορῶ νὰ τὸ κάνω κ᾽ ἐγώ, κι ἂς μὴν ἔχω προπονηθῆ. Πάει λοιπὸν ὁ Λούης μέσα στὴν ἐκκλησία, κάνει τὸ σταυρό του καὶ λέει· –Παναγιά μου, βο­ήθα με. Συμμετέχει στὸ ἀγώνισμα καὶ τερματίζει πρῶτος! Ἀπὸ ᾽κεῖ βγῆκε ἡ ἔκφρασι «ἔγινε Λούης» γιὰ κάποιον ποὺ εἶνε γρήγορος στὰ πόδια. Βλέπετε λοιπόν; ἐνῷ ὁ ἕνας προχωρεῖ «ἔτι» καὶ «ἔτι» στὸ κακό, στὴν ἀ­σέβεια, στὴ βλαστήμια, στὴν ἀδικία, ὁ ἄλ­λος, ὁ ἁπλοϊκὸς γαλατᾶς στὴν Ἑλ­λάδα ἢ ὁ ἀ­θλητὴς στὸ Μόναχο, παρ᾽ ὅλο ὅτι μεγάλωσε σὲ ἀθεϊστικὸ καθεστώς, «ἔτι» καὶ «ἔτι» προχω­ροῦν στὸ ἀγαθό, στὴν πίστι, στὸ σεβασμὸ τοῦ Θεοῦ, καὶ διδάσκουν ἐμᾶς.
� Θέλετε ἄλλο παράδειγμα; Πᾶμε στὴ ῾Ρωσία. Ὑπὸ ἄθεο καθεστὼς γινόταν κηδεία ἑνὸς μεγάλου προσώπου καὶ μαζεύτηκαν ὅλοι οἱ ἐ­πίσημοι. Κανείς τους σταυρό! Ἐκεῖ λοιπὸν ἔρ­χεται καὶ κάποιος ποὺ ἔκανε τὸ σταυρό του καὶ τὸν εἶδαν ὅλοι. Τὸν γνώριζαν· λο­γο­τέχνης μὲ διεθνῆ ἀναγνώρισι καὶ βραβεῖα (Νόμπελ 1970), ἀνώτερος τοῦ Ντοστογιέφσκυ, ὁ δι­άσημος Ἀλέξανδρος Σολζενίτσιν. Αὐτὸς τρεῖς φορὲς τὸ σταυρό του! Πάρε τὸ μάθημά σου ἐσύ, κύριε, ποὺ κάνεις τὸν ἐπιστήμονα καὶ τὸ λογοτέχνη. Ὁ ἕνας προχωρεῖ «ἔτι» καὶ «ἔτι» στὴν ἀπιστία, ὁ ἄλλος«ἔτι» καὶ «ἔτι» προχωρεῖ στὴν πίστι καὶ τὴν ὁμολογία.
� Θέλετε κι ἄλλο ἕνα; Ἂς γυρίσου­με ἐδῶ. Δὲν εἶνε πολλὰ χρόνια ποὺ συνέβη τὸ ἑξῆς στὴ Μύκονο, τὸ εὐλογημένο νησάκι τῶν Κυκλάδων μὲ τὸ ὄμορφο μοναστηράκι τῆς Παναγίας τῆς Τουρλιανῆς. Πῆγε ἐ­κεῖ νὰ ξεκουραστῇ ἕνας Γερμανὸς ἐπιστήμονας ποὺ θεωρεῖται ὁ ἐφευρέτης τῶν πυραύλων. Καὶ τὸ πρωὶ τῆς Κυριακή, ἐνῷ οἱ ἄλλοι ξένοι παραθερισταὶ πήγαν γιὰ μπάνιο, αὐτὸς σηκώθηκε καὶ πῆγε στὴν ἐκκλησία. Κι ὅταν βγῆκε ἔξω καὶ τὸν ῥώτησαν –Μά, πιστεύετε; ἀπήν­τησε· –Πιστεύω πιὸ βαθειὰ τώρα ἀπ᾽ ὅ,τι πρίν· βλέπω παντοῦ τὸ Θεό. Ποιός εἶνε; Εἶνε ὁ Βέρνερ φὸν Μπράουν (Wernher Magnus Maximilian Freiherr von Braun). Πάρε λοιπὸν ἀπὸ αὐ­τὸν τὸ μάθημά σου κ᾽ ἐσύ, κ. κα­θηγητά, ποὺ ὁρίζεις στὰ παιδιὰ Κυριακὴ πρωὶ ἐξετάσεις, γιὰ νά ᾽χῃς τὸ ἀπόγευμα ἐ­λεύθερο.
Θὰ μποροῦσα νὰ σᾶς ἀναφέρω κι ἄλλα παραδείγματα. Νομίζω ὅτι ἀρκοῦν αὐτά. Ἐπιβεβαιώνουν τὸ ῥητὸ «ὁ ἀδικῶν ἀδικησάτω ἔτι, καὶ ὁ ῥυπαρὸς ῥυπαρευθήτω ἔτι, καὶ ὁ δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω ἔτι, καὶ ὁ ἅγιος ἁ­γιασθήτω ἔτι».

● Λίγο χρόνο ἔχουμε
Σᾶς προειδοποιῶ, ἀγαπητοί μου, ὅτι τὸ κα­κὸ δὲν θὰ σταματήσῃ· θὰ προχωρήσῃ ἀκόμη περισσότερο. Θὰ σαπίσῃ ἀκόμη περισσότερο ἡ κοινωνία, ὁλόκληρος ὁ κόσμος, καὶ ἡ πατρί­δα μας ἀκόμη. Νὰ περιμένετε πράγματα φρικτά. Ἡ διαφθορὰ θὰ αὐξηθῇ. Τὸ εἴδατε;
Σὲ παραλία τῆς λεβεντογέννας Κρήτης κατασκήνωσαν γυμνισταί. Καταβάλλεται φρον­τίδα γιὰ τὴ θάλασσα νὰ μείνῃ καθαρὴ καὶ ἀ­μόλυντη, ἀλλὰ τὴν ἄλλη γαλανὴ ἐλπίδα, τὴ νε­­ότητα, ἀφήνουν νὰ τὴ βρωμίζουν ἐλεεινὰ ὑ­ποκείμενα. Ὅταν ὅμως γυμνισταὶ ἐμφανίστηκαν μέσα στὸ Ἡράκλειο, οἱ Κρητικοὶ μαζεύτηκαν καὶ γυναῖκες – ἄντρες ἄρχισαν νὰ πετροβολοῦν τὸ μπαλκόνι τοῦ ξενοδοχείου ὅπου παρουσιάστηκαν τσίτσιδοι, ἕως ὅτου ἀ­ναγκάστηκε ἡ ἀστυνομία καὶ τοὺς σταμάτησε.
Στὶς ἄλλες χῶρες τὰ πράγματα εἶ­νε πολὺ χειρότερα. Χθὲς – προχθὲς διάβασα τοῦτο τὸ ἀπίστευτο. Στὸ Λονδῖνο οἱ Ἄγγλοι βουλευταί, στὴ χώρα ποὺ κρατοῦσε ἄλλοτε τὸ Εὐαγγέλιο κ᾽ ἔκανε προσευχές, οἱ Ἄγγλοι τῆς Βίβλου, αὐτοὶ διεφθάρησαν τόσο, ὥστε ψήφισαν νόμο νὰ ἐπιτρέπεται νὰ παντρεύεται ἄν­τρας μὲ ἄντρα! Μόνο ἕνας διαφώνησε, ἔνδοξος στρατηγός, ὁ 85χρονος Μοντγκόμερυ· πῆρε τὰ παράσημά του, ἑκατὸ παράσημα, καὶ τὰ πέταξε.
Θέλετε ἄλλο; Σάπισε ἡ Ἀμερική. Ὅλες σχε­­δὸν οἱ ἐφημερίδες δημοσίευσαν, ὅτι κάποιος πάστορας μὲ τ᾽ ἄμφιά του, τὸ σταυρὸ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο, στεφανώνει ἕνα ἀντρόγυνο ποὺ ἡ νύφη ἦταν …ἄντρας!
«Σημεῖα τῶν καιρῶν»! (Ματθ. 16,3). Μοῦ ᾽ρχεται νὰ σταματήσω, νὰ κλάψω. Κάτι βλέπω. Βλέπω ἕνα μαῦρο σύννεφο ποὺ ἔρχεται ψηλὰ – ψηλὰ εἴτε ἀπὸ βορρᾶ εἴτε ἀπὸ δύσι. Πώ πω, φοβε­ρὸ πρᾶγμα. Τί λέει τὸ χωρίο ποὺ ἐξηγοῦμε· «Ὁ ἀδικῶν ἀδικησάτω ἔτι, καὶ ὁ ῥυπαρὸς ῥυπαρευθήτω ἔτι, καὶ ὁ δίκαιος δικαιοσύνην ποι­ησάτω ἔτι, καὶ ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι». Λέει καὶ κάτι ἄλλο· «Ὁ καιρὸς ἐγγύς ἐστιν» (Ἀπ. 22,10). Ἂς κλέβῃ αὐτός· ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα θὰ τὸν πάρῃ, θὰ τὸν ἁρπάξῃ· θὰ ἔρθῃ ἡ τσιμπίδα νὰ τὸν πιάσῃ αὐτόν. Ἔτσι ἦταν στὰ Σόδομα· γλεν­­τοῦσαν, διασκέδαζαν, καὶ ξαφνικὰ γέμισε ὁ οὐρανὸς ἀπὸ μαῦρα σύννεφα καὶ ἔβρεξε φωτιὰ καὶ θειάφι· λαμπάδιασε ὁ τόπος καὶ κάηκαν τὰ πάντα. Ἔτσι ἦταν καὶ στὴν ἁμαρτωλὴ Πομπηία· ἁμάρταναν, ὠργίαζαν, καὶ ξαφνικὰ ἄ­­νοιξε τὸ βουνό, ξέρασε φωτιά, τοὺς ἔκανε κάρβουνο, καὶ βρέθηκαν ὅπως ἦταν· ὁ ἕνας τὴν ὥρα ποὺ ἔκλεβε, ὁ ἄλλος τὴν ὥρα ποὺ τσα­κωνόταν, ὁ τρίτος ξεγυμνωμένος τὴν ὥ­ρα καὶ ἔκανε αἰσχρὰ πράγματα…· τά ᾽χουν κλεισμένα στὸ μουσεῖο τῆς Πομπηίας καὶ ἀ­παγορεύεται ἡ εἴσοδος. Ἔτσι θὰ συμβῇ πάλι· τὴν ὥρα ποὺ κλέβεις, ποὺ ἀτιμάζεις, ποὺ ὀρ­γι­άζεις, ποὺ βγάζεις τὰ μάτια σου, ποὺ χτυ­πᾷς τὴ γυναῖκα του, ἔτσι θά ᾽ρθῃ τὸ ἀπαίσιο σύννεφο· «ὁ καιρὸς ἐγγύς ἐστιν», κοντὰ εἶν᾽ ὁ καιρός.
Θυμᾶμαι ἀπὸ τὰ παιδικά μου χρόνια ὅ­ταν ἔγινε τὸ ᾽22 ἡ μεγάλη καταστροφὴ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ στὸ χωριό μου ἀπὸ τὰ διακόσα νέα παιδιὰ οὔτε τὰ εἴκοσι δὲν γύρισαν. Καὶ μαζευτήκαμε ἐμεῖς τὰ μικρὰ καὶ οἱ μανάδες καὶ κλαίγαμε. Καὶ ἄκουγες, Ποῦ εἶνε ὁ ἕ­νας; Ποῦ εἶνε ὁ ἄλλος; Ἕνα χρόνο ὁλόκληρο ἔ­κλαι­γαν τὰ βουνὰ καὶ τὰ λαγκάδια γιὰ τὰ παιδιὰ ποὺ ἄφησαν τὰ κόκκαλά τους στὸ Σαγγάριο. Κάπου λοιπὸν κ᾽ ἐγὼ μικρὸς ἄκουσα ἀπὸ κοντὰ νὰ ῥωτοῦν κάποιον ποὺ εἶχε πάρει μέρος στὴν ἐκστρατεία· –Τί ἔγινε ὁ Γιῶργος. –Δὲν μπορῶ, λέει, νὰ σᾶς πῶ. –Μὰ τί ἔγινε τὸ κα­λὸ αὐτὸ παιδί; δὲν πρόλαβε νὰ φύγῃ; –Ἄχ, λέει, ντρέπομαι νὰ σᾶς τὸ πῶ· μᾶς πῆραν φαλάγγι οἱ Τουρκαλάδες καὶ μᾶς κυνηγοῦσαν· καί, ἐνῷ οἱ δικοί μας τὸν εἶδαν καὶ τοῦ φώναζαν, «Βρὲ Γιῶργο, ἔλα», τί εἶχε κάνει αὐ­τός· βρῆκε μιὰ χανούμισσα, μπῆκε μέσα στὴν καλύβα καὶ ὠργίαζε μαζί της. Ἄλλοι, τὴν ὥρα ἐ­κείνη ποὺ μᾶς καταδίωκαν κ᾽ ἔφευγε ὁ στρα­τός μας πανικόβλητος, βρῆκαν εὐκαιρία νὰ κλέβουν, ν᾽ ἁρπάζουν, ν᾽ ἀτιμάζουν. Ἄλλοι σκό­τωναν βόδια, γιὰ νὰ τ᾽ ἀνοίξουν, νὰ πάρουν τὰ δαμάλια, νὰ βγάλουν τὰ ἐντόσθια νὰ τὰ ψήσουνε. Ἔχαναν ἔτσι χρόνο καὶ γράπ! μέσ᾽ στὶς κλεψιὲς καὶ ἀτιμίες τοὺς πιάσανε, ἐνῷ τ᾽ ἄλλα παιδιὰ φεύγανε καὶ ἦρθαν στὴν Ἑλλάδα.
Αὐτὰ θυμίζουν κάτι ποὺ συνέβη στὸν ὠκεανό. Δὲν εἶνε πολὺς και­ρὸς ποὺ ἕνα καράβι ναυάγησε καὶ βυθιζόταν στὰ ἄγρια κύματα. Ὁ πλοίαρχος πάνω ἀπὸ τὴ γέφυρα ἔδωσε τὸ σύνθημα· Ὅλοι στὶς βάρκες μὲ τὰ σωσίβια! Κάποιος ὅμως ἔμενε ἀτάραχος. Ὁ καπετάνιος μὲ τὸ πιστόλι στὸ χέρι ἔβαλε τάξι· κατέβηκαν πρῶτα τὰ παιδιά, μετὰ οἱ γυναῖ­κες, με­τὰ οἱ γέροι. Ὅλοι κατέβηκαν, αὐτὸς δὲν κατέ­βαινε. –Βρέ τρέξε, τὸ πλοῖο βουλιάζει, ἔλα ἔξω. Ἦταν κλέφτης· βρῆκε εὐκαιρία ν᾽ ἁρπά­ξῃ· πήγαινε ἀπὸ καμπίνα σὲ καμπίνα καὶ μάζευε μάζευε. Ποῦ καὶ ποῦ κοίταζε λίγο ἀπ᾽ ἔ­ξω καὶ ὑπολόγιζε· «Ἔχω καιρό». Ξαφνικὰ ὅ­μως, μὲ μία ἀπότομη κλίσι τὸ πλοῖο μπλούμ! βυθίστηκε· πάει κι ὁ κλέφτης μαζί του στὸ βυθό. Ἔτσι συμβαίνει μὲ τοὺς ἄφρονες· ἐνῷ ἡ ἀν­θρωπότης ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα καταποντίζεται, αὐτοὶ στὸ λίγο χρόνο ποὺ διαθέτουν ἀ­σω­­τεύουν καὶ κραιπαλοῦν. «Ὁ καιρὸς ἐγγύς ἐστιν»! Λίγο περιθώριο ἔχουμε πλέον στὴ δι­άθεσί μας, ἂν μπορέσουμε νὰ τὸ ἀξιοποιήσουμε.

● «Ἕως τοῦ θανάτου ἀγώνισαι πε­ρὶ τῆς ἀληθείας»
Τί πρέπει νὰ κάνουμε; νὰ σταυρώσουμε τὰ χέρια καὶ ν᾽ ἀφήσουμε τὸ κῦμα νὰ μᾶς καταπιῇ; Ὄχι! «Ὁ δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω ἔτι, καὶ ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι». Ὅσοι εἶ­νε γενναῖοι καὶ ὑψηλοὶ στὸ φρόνημα, ὅσοι ἔχουν συναίσθησι καὶ ντροπή, ἂς ἀντισταθοῦμε σ᾽ αὐτὸ τὸ κακό. Ὄχι ἁπλῶς νὰ κάνουμε ἐκεῖνο ποὺ κάνουμε, ἀλλὰ ἐδῶ τώρα κάτι παραπάνω! Ἐὰν σᾶς πῶ ἐγὼ αὐτὴ τὴν ὥρα, ὅπως εἶστε, νὰ βγοῦμε στὸ δρόμο, νὰ κάνουμε μιὰ διαδήλωσι γιὰ ἕνα μεγάλο καὶ ὑψηλὸ σκοπό, πόσοι θὰ ἀκολουθήσετε τὸν Αὐγουστῖνο; (ἀπαν­τοῦν· –Ὅλοι!) Μὴν τὰ λέτε σ᾽ ἐμένα αὐτά, γιατὶ ξέρω· μόλις ξεκινήσουμε καὶ φτάσουμε παρακάτω καὶ παρουσιαστῇ ἡ φάλαγγα τῶν ἀστυνομικῶν, δὲν θὰ πᾶμε ἑκατὸ μέτρα παρα­κάτω καὶ θὰ φύγετε νὰ μ᾽ ἀφήσετε μόνο. Εἶνε δειλοὶ καὶ ἄνανδροι οἱ χριστιανοί. Ἐμεῖς δὲν λέμε νὰ γκρεμίσουμε τὸ καθεστώς, δὲν ἔ­χουμε καμμία ἀνάμειξι στὴν πολιτική. Ὄχι, κύριε. Κανείς δὲν σοῦ λέει νὰ πάρῃς στὰ χέρια σου μπόμπα καὶ δυναμίτες νὰ τινάξῃς στὸν ἀέρα ἀστυνομικὰ τμήματα· ἐγὼ σοῦ λέω νὰ κάνῃς τὴ γλῶσσα σου βόμπα καὶ κεραυνὸ κι ἀστροπελέκι καὶ νὰ φωνάξῃς «αἶσχος». Δὲν τὸ λέτε οὔτε αὐτό. Λοιπόν, ποῦ ᾽νε ἡ χριστιανοσύνη;
Γι᾽ αὐτὸ λέω, ὅτι τὸ κακὸ θὰ προχωρήσῃ ἁλματωδῶς. Δὲν μπορεῖτε νὰ φανταστῆτε. Κουβέντιαζα μὲ κάποιον, ποὺ ξέρει καλὰ τὰ ἑλληνικὰ πράγματα, ξέρει καλὰ τὴν κατάστασι. Τοῦ λέω· –Ποῦ πᾶμε ἠθικῶς; δὲν ζητῶ νὰ μάθω στρατιωτικῶς ἢ οἰκονομικῶς· ποῦ πᾶ­με, θὰ γίνουμε Δανία, Σκανδιναβία; Μοῦ λέει· –Τί καταλαβαίνεις; –Ἐγὼ τί καταλαβαίνω; Ξέρω καλὰ ὅτι, ἂν πάῃ γιατρὸς σὲ μιὰ πόλι τῆς Μακεδονίας σχετικῶς καλή –δὲν λέω τὸ ὄνομά της–, ἂν πάῃ γιατρὸς καὶ ἐξετάσῃ τὰ κορίτσια τῶν τελευταίων τάξεων τοῦ γυμνασίου, 80% εἶνε κατεστραμμένα. Καὶ τότε αὐτός (ἔ­χει ἐξέχουσα θέσι καὶ ἦταν σὲ μεγάλη πόλι – δὲν τὴ λέω κι αὐτήν) μοῦ ἀπαντᾷ· –Λάθος κάνεις. Ἐκεῖ ποὺ ἤμουν ἔκανα ἔρευνα καὶ ἔδειξε, ὅτι τὸ 98% τῶν κοριτσιῶν τῶν ἀνωτέρων τάξεων τοῦ γυμνασίου εἶνε κατεστραμμένα… Ποῦ πᾶμε, Θεέ μου; ποῦ πᾶμε; Καὶ κάποιος ἄλλος μιλώντας στὴ βουλὴ εἶπε· Μὴ σκοτίζεστε, δὲν ὑπάρχει πιὰ παρθενία στὴν Ἑλλάδα… Ἐκεῖ πέρα φθάσαμε. «Ἐγγύς ἐστι» τὸ τέλος.
Τί νὰ κάνουμε; οἱ ἰθύνοντες δὲν βοηθᾶνε, ὁ τύπος δὲν βοηθάει, οἱ σταθμοὶ δὲν βοηθᾶ­νε· μείναμε πιὰ μόνοι μας καὶ μᾶς κόλλησαν, ἀ­δέρφια μου, στὴν πλάτη μιὰ μεγάλη ταμπέλ­λα· «Τρελλός». Δόξα σοι ὁ Θεός, δόξα σοι ὁ Θεός! Τὸν εὐχαριστῶ τὸ Μεγαλοδύναμο γι᾽ αὐτὴν τὴν ταμπέλλα, ποὺ μοῦ κόλλησαν πα­πᾶ­­δες, δεσποτάδες, θεολόγοι, ἱ­ε­ροκή­ρυκες, κ᾽ ἔτσι ἡ ἐπίδρασί μου εἶ­νε πολὺ μικρὴ στὸ λαό.
Δύο ἡμέρες προτοῦ κατέβω στὴν Ἀθήνα, ἦρθαν στὸ γραφεῖο μου δύο ἄν­τρες, ὁ ἕ­νας ἀπὸ τὴ Δράμα διευθυν­τὴς ξενο­δοχείου, ὁ ἄλλος ἀπὸ τὴν Καβάλα πράκτορας. –Πῶς καὶ ἤρθατε ἀ­πὸ ᾽δῶ; ἐρωτῶ. –Κάνουμε περιοδεία στὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ δὲν πήγαμε σὲ ἄλλη μητρόπολι· μόνο ἐ­δῶ. –Γιατί ἤρθατε σ᾽ ἐ­μένα; –Ἤρ­θα­με, λένε, νὰ δοῦ­με μὲ τὰ μάτια μας πῶς εἶσαι, γιατὶ –μᾶς συγχωρεῖς– σὲ θεωροῦν τρελλό… Σὰν ἄνθρωπος πικράθηκα. Κοίταξα τὸν Ἐσταυρωμένο καὶ λέω· Δός μου ὑπομονή, Χριστέ μου, νὰ τοὺς κερδίσω αὐτοὺς ποὺ ἦρθαν ἐδῶ πέρα ἔστω κι ἀπὸ περι­έρ­γεια. –Δὲ μοῦ λές, λέω, ἐσὺ ποὺ ἔχεις τὸ πρακτορεῖο, πόσα παιδιὰ ἔ­χεις; –Εἶμαι, λέει, δέκα χρόνια παντρεμένος κ᾽ ἔχω δύο παιδιά. –Κρί­μα, λέω, κ᾽ ἔχεις ἄνεσι οἰ­κονομική· ἔπρεπε τώρα νά ᾽χῃς πέντε – δέκα παιδιά. –Ἐσὺ ποὺ ἔ­χεις τὸ ξενοδο­χεῖο, πόσα παιδιὰ ἔ­χεις; –Μμ… κ᾽ ἐγὼ δύο. –Μπράβο, τοῦ λέω. Συγ­κρί­νετε τὴν πατρί­δα μας μὲ ὅλους τοὺς γείτονες· αὐτοὶ πληθαίνουν καὶ μόνο ἐμεῖς λιγοστεύουμε. Νὰ ξέ­ρετε ὅμως ὅτι μέσα στὰ πολλὰ παιδιὰ εἶνε ἡ εὐλογία. Οἱ γονεῖς σας πόσα παιδιὰ γέννησαν; –Πολλά. –Μέσ᾽ στὰ πολλὰ θὰ βγῇ καὶ ἕνα κα­λὸ παιδί. Εἶνε παρατηρημένο, τὰ τελευταῖα παιδιὰ εἶνε ἐξυπνότερα καὶ πιὸ προκομμένα. –Μὰ προφήτης εἶ­σαι; ὁ πατέρας μου γέννησε ἑφτὰ κι ὁ τελευταῖος εἶνε καθηγητὴς πανεπιστημίου στὴ Θεσσαλονίκη. –Εἶδες λοιπόν; Μέσ᾽ στὰ ἑφτὰ παιδιὰ ὁ ἔνας ἀνεπρόκοπος, ὁ ἄλλος μπουνταλᾶς, ὁ ἄλλος…, καὶ τὸ τελευταῖο παιδί, νάτο τὸ λαχεῖο! Βρὲ ἐγκληματία πατέρα, τί κάνεις!… –Ἄχ, δεσπότη μου, ἔχεις δίκιο. Θὰ πάω στὸ σπίτι καὶ τοῦ χρόνου τέτοια μέρα θά ᾽ρθω καὶ θὰ σοῦ πῶ, ὅτι ἡ γυναίκα μου γέννησε νέο παιδί. –Ἐσὺ ὁ ἄλλος τί λές; –Μμ… κ᾽ ἐγὼ θέλω, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ σοῦ πῶ, ἂν θὰ τὴν πείσω τὴ γυναῖκα μου.
Αὐτὴ συνέβη μὲ τὴν ταμ­πέλλα ποὺ μοῦ κόλλησαν «Τὸν Καντιώτη ἀ­κοῦτε; αὐτὸς εἶνε τρελλός!». Μακάρι νὰ ἤμουν ἐγὼ τρελλός, καὶ νὰ ἦταν ὅλοι αὐτοὶ συνετοὶ καὶ φρόνιμοι.
Τί θὰ γίνῃ τέλος πάντων; Ὑπάρχει μιὰ ἐλπίδα· ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκ­κλησίας μας. Θὰ συν­έλθῃ τὸν ἄλλο μῆνα καὶ ἂν θέλῃ ὁ Θεὸς θὰ ξανάρθω. Οἱ ἱεράρχες ἔχουμε τὴν πιὸ μεγάλη εὐθύνη. Θέλω νὰ ἐλπίζω, ὅτι ὑπάρχουν κι ἄλ­λοι ἀρχιερεῖς ποὺ ἔ­χουμε τὰ ἴδια φρονήματα καὶ αἰσθήματα, καὶ πιστεύω νὰ συμφωνήσουν νὰ ἀξιώσουμε ἀπὸ τὸ κράτος ὡρισμένα πρά­γματα γιὰ τὸ καλὸ ὅλων· ἕνα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, ἕξι, ἑφτά, ὀχτώ, ἐννέα, δέκα πράγματα – τά ᾽χω ἀπὸ τώρα ξεκαθαρισμένα (*). Νὰ παρουσιαστοῦμε μπροστὰ σ᾽ αὐτοὺς ποὺ μᾶς κυβερνοῦν καὶ νὰ ζητήσουμε νὰ πατάξουν τὸ κακό, τὸν ἐκφυλισμό, γιὰ τὸ καλὸ τῶν παιδιῶν μας, τῆς πατρίδος, τῆς κοινωνίας. Καὶ ἂν δὲν μᾶς ἀκούσουν, –σᾶς ὁμιλῶ ἐδῶ μὲ ὅλη τὴ συναίσθησι–, ἐὰν δὲν μᾶς ἀ­κούσουν, «τοὺς ζυγοὺς λύσατε»! Ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον· Κράτος ἑλληνικό, ἑκατὸν πενήντα χρόνια κρατᾶμε τὰ θυμιατὰ καὶ σᾶς θυμιάζουμε μὲ τὰ πολυχρόνιά σας κ.τ.λ.. Θὰ πάψῃ πιὰ τὸ θυμιατό, καὶ θὰ ἀξιώσουμε νὰ χω­ρίσῃ ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὸ κράτος· καὶ τὸ Κράτος ἂς βαδίσῃ τὸ δρόμο του, τὸ δρόμο τῶν και­σάρων, τῆς Πομπηίας καὶ τῶν Σοδόμων· ἂς γίνῃ πορνεῖο, κιναιδεῖο, ὅ,τι θέλει· τὸ δρόμο τῆς διαφθορᾶς καὶ τῆς καταστροφῆς· ἂς τὸν βαδίσῃ! «Ὅσοι πιστοί», θὰ μείνουμε ἡ «ἐλευθέρα καὶ ζῶσα Ἐκκλησία»!
Ἀλλὰ πιστεύω στὸ Θεό, ὅτι θὰ βοηθήσῃ τὸ ἔθνος μας. Ἔχω πολλὲς ἐνδείξεις ὅτι, ἂν παρουσιαστοῦμε μὲ δύναμι προφήτου μπροστὰ στοὺς ἰσχυροὺς τῆς ἡμέρας, θὰ γονατίσουν. Δὲν ὑπάρχει πιὸ ἰσχυρός. Μόνος ἰσχυρὸς εἶ­νε ὁ Θεός.
Ὅταν χτίζαμε τὴν αἴθουσα κηρυγμάτων στὴν Ἀθήνα, ἐκεῖ ποὺ περπατοῦσα, μὲ πλησί­ασε ἕνας ὁδοκαθαριστὴς ποὺ τὸν ἤξερα ἀπὸ τὸ Μεσολόγγι. Σταμάτησε τὴ σκούπα καὶ λέει· –Κάτσε νὰ σοῦ πῶ κάτι στ᾽ αὐτί· τώρα ποὺ χτίζεις τὴν αἴθουσα, βάλε ἐκεῖ ψηλὰ ἕνα ῥητό, νὰ τὸ βλέπουν ὅλοι. –Ποιό ῥητό; Ἄνοιξε τὴ Γραφή του ὁ ὁδοκαθαριστὴς καὶ μοῦ ᾽γραψε τὸ ῥητό· «Ἕως τοῦ θανάτου ἀγώνισαι πε­ρὶ τῆς ἀληθείας, καὶ Κύριος ὁ Θεὸς πολεμήσει ὑπὲρ σοῦ» (Σ. Σειρ. 4,28). Τὸν ἄκουσα καὶ τὸ ἔ­γραψα. Θὰ ἀγωνιστοῦμε λοιπὸν ὑπὲρ τῆς πατρίδος, ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας, ὑπὲρ Πίστεως.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

———————————
(*) Ποιά εἶνε αὐτά; Κατὰ πᾶσαν πιθανότητα εἶνε ἐκεῖνα ποὺ ἀπαριθμεῖ στὸ βιβλίο του Ἐκκλησιαστικὸς Στρουθοκαμηλισμός, Ἀθῆναι 1973, στὶς σσ.135-199 καὶ εἰδικώτερα στὶς σσ. 139-142.
(αἴθουσα ὁδ. Ζωοδ. Πηγῆς 44, Κυριακὴ 8-10-1972 βράδυ)
― � ἀρχεῖο κ. Κωνσταντίνου Πετρίδη 85 ― 8-10-1972

ἠχητικά· πολὺ καλή
διάρκεια· 1:04΄:45΄΄ μετὰ συνεχίζει ἀνακοινώσεις γιὰ 12΄:45΄΄

Αὐγουστίνη μοναχή: Σκέφθηκα, ὅτι, ἂν ἔχῃ εὐλογία, τέτοιες ὁμιλίες νὰ τὶς βάζαμε στὴν «Σπίθα». Εὐλόγησον!

Ἂς …το.
* * *
Τὸ…μας.
παρατηρήσεις· ⃟ τὴν πέρασα μία πρώτη ματιὰ ὅταν εὐκαίρησα λίγο στὶς 20-10-2022
⃟ βρισκόμαστε μετὰ τὸ μέσον καὶ λίγο πρὸ τοῦ τέλους (1973) τῆς δικτατορίας
⃟ ἔχουν προηγηθῆ τὸ καλοκαίρι οἱ Ὀλυμπιακοὶ Ἀγῶνες στὸ Μόναχο
⃟ πρόκειται νὰ συγκληθῇ τὸ φθινόπωρο ἡ Ἱεραρχία
⃟ ἀναζητώντας ἐὰν καὶ ποῦ ὑπάρχουν καὶ ποιά εἶνε αὐτὰ τὰ «δέκα» πράγματα ποὺ σκέπτεται νὰ εἰσηγηθῇ στὴν ἑπομένη-προσεχῆ Ἱεραρχία τοῦ Νοεμβρίου 1972, νομίζω ὅτι εἶνε μᾶλλον αὐτὰ ποὺ ἐκθέτει ἐν σχεδίῳ στὸ βιβλίο του Ἐκκλησιαστικὸς Στρουθοκαμηλισμός, Ἀθῆναι 1973, στὶς σσ.135-199 καὶ εἰδικώτερα στὶς σσ. 139-142.
⃟ πρέπει νὰ διαιρεθῇ (ἔχει μία ὀργανικὴ τομή), ἢ νὰ γίνῃ 4σέλιδη
⃟ περιέχει καὶ αὐτοβιογραφικὰ στοιχεῖα
⃟ πρέπει νὰ περικοποῦν μεγάλα τμήματα, ἰδίως ὅπου πλατιάζει σὲ ἄλλα θέματα.
⃟ γι᾽ αὐτό, γιὰ νὰ συντομεύσω τὴν ἔκτασι, ἀφαίρεσα, τὸ ἀκόλουθο αὐτοβιογραφικὸ ἀπόσπασμα· Δὲν κατηγορῶ καμμιὰ ἰδεολογία. Δικαίωμά του καθενὸς νὰ φρονῇ ὅ,τι θέλει· εἶνε ὁ ἕνας πού ᾽νε μασόνος κάνει τὰ δάχτυλά του ἔτσι, ὁ ἄλλος πού ᾽νε κομμουνιστὴς τὴν γροθιά του [ἔχει] σύμβολο τὴ γροθιά του. Θυμᾶμαι ἐγὼ πάνω στὰ Γρεβενά, σ᾽ ἕνα χωριὸ μοῦ λέει δέσποτα, ἤμουν τότε νεώτατος, πῆγα σ᾽ ἕνα χωριό. [Μοῦ λέει·] –Δεσπότη μου, πάτερ μου Αὐγουστῖνε, ἐδῶ ἦλθες; –Ἐδῶ ἦλθα. –Μὰ ἐδῶ, τὸ σκέφτηκες καλά; μοῦ λέει –Τί εἶνε ἐδῶ; –Χτύπα τὴν καμ­πάνα. Χτυπάω, κανείς. –Πᾶμε νὰ δῇς ποῦ εἴμεθα, πᾶμε νὰ δῇς σὲ ποιό χωριὸ βρίσκεσαι. Πάω λοιπὸν στὸ νεκροταφεῖο· εἶχαν ξερριζώσει ὅλους τοὺς σταυροὺς καὶ (ῥίξανε) (δυσδιάκριτον) [βάλανε] γροθιὲς ξύλινες γροθιὲς στὰ μνήματα ἐπάνω. Λοιπόν, καλὰ ἐσὺ ὁ ἄλλος ἔχεις τὴ γροθιά, ὁ ἄλλος ἔχει τὸ τρίγωνο, ὁ ἄλλος ξέρω ἐγὼ τί ἔχει, ὁ ἄλλος ἔχει διάφορα συνθήματα· ἐσὺ ὁ ἄλλος ἔχεις τὸ σταυρό.

⃟ ἀφαίρεσα, ἐπίσης γιὰ νὰ συντομεύσω τὴν ἔκτασι, καὶ τὸ ἑξῆς ἀπόσπασμα. Πάει πλέον, πορνεῖο ἔγινε, διεθνὲς πορνεῖο! Στὸ Παρίσι μέσα αὐτοὶ οἱ διεφθαρμένοι Παρισινοὶ ξέρεις τί λένε; Βρέ ποῦ νὰ πᾶμε νὰ πιάσωμε; Νὰ πᾶμε στὴν Ἰταλία [Ἱσπανία]; μᾶς κυναγᾷ ὁ (Βράκο) [Φράνκο] (δυσδιάκριτον). Νὰ πᾶμε στὴν Ἰταλία, ἔχουν (ἐνέδρα) (δυσδιάκριτο). Νὰ πᾶμε στὴ Σερβία; Μμ!, ἅθεος εἶνε ὁ Τίτος, ἀλλὰ ἔχει ἠθική. Δυστυχῶς ἡ ἠθικὴ τῶν ἀθέων εἶνε μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν ἠθικὴ τῶν ἄλλων ἐθνῶν. Ἡ ἠθικὴ πού ᾽νε μέσα στὴ ῾Ρωσία καὶ στὴν Κίνα!… Στὴν Κίνα μέσα γεμᾶτο ταμπέλλες εἶνε· ἡ Κίνα Νέοι [Νέες] τῆς Κίνας, μὴ δημιουργεῖτε εὐκόλως σχέσεις μὲ νέους. Μόνον ὁ γάμος εἶνε ἱερὸς [νόμιμος] στὴν Κίνα. Ἐδῶ ποῦ ᾽νε τέτοια πράγματα; Λένε λοιπόν στὸ Παρίσι· –Ρέ, ποῦ νὰ πᾶμε; νὰ πᾶμε στὴ Βουλγαρία; νὰ πᾶμε ποῦ; Δὲν διαβάσατε πρὸ ἡμερῶν, ὅτι μέσ᾽ στὴ Σόφια τὰ κουρεῖα εἶχαν ὑπερωρία μέχρι τὰ μεσάνυχτα, τὰ κουρεῖα γιατὶ ἡ ἀστυνομία μάζεψε ὅλους [ὅλη] τὴ μαλλούρα καὶ τὴν κουρεύανε. Λοιπόν, κ᾽ ἕνας ἐκεῖ στὴ Φλώρινα ποὺ καθόμουν –τό ᾽χω πεῖ καὶ ἄλλες φορές, τὸ λέω καὶ ἐδῶ–, ἦρθε ἕνας στὴν μητρόπολί μου τὸ λέω μὲ δάκρυα στὰ μάτια· –Μὲ ξέρεις; μὲ ξέρεις. Ἐγὼ δὲν εἶμαι Σλάβος, ἐγὼ δὲν εἶμαι Βούλγαρος· ἐγὼ εἶμαι Ἕλληνας, ἔχω τραυματιστῆ, λοχίας ἐπάνω στὰ ψηλὰ βουνά. Λοιπόν χθὲς τὸ βράδυ ἔκλεισα τὸν Τίτο τὴν τηλεόρασι, τὴν ἔκλεισα τὴν τηλεόρασι. Μόλις πρόλαβα, γιατὶ ἀπὸ τὴν τηλεόρασι τὴν ἑλληνινὴ [πρόβαλε] μιὰ σχεδὸν γυμνὴ γυναίκα καὶ τὰ παιδιά μου , καὶ ἀνοίγω τὴν τηλεόρασι τῶν Σκοπίων καὶ ἦταν πιὸ σεμνά. Ποῦ κατήντησες πατρίδα, ποῦ κατήντησες πατρίδα! Λοιπόν, ἐκεῖ στὸ Παρίσι κουτσοπίνουνε καὶ λένε ποῦ νὰ πᾶμε; στὴ Σερβία; Μμ! Ἦλθε ἕνας ἄλλος –κοντὰ εἶνε τὰ Βιτόλια· τὰ Βιτόλια εἶνε κοντὰ στὸ Μοναστήρι– ἦλθε ἕνας ἄλλος καὶ μοῦ λέει· –Πῆγα στὸ Μοναστήρι καὶ τί νὰ δῶ; πῆγα σ᾽ ἕνα καφφενεῖο νὰ πιῶ τὸν καφφέ καὶ βλέπω μέσ᾽ στὸ καφφενεῖο μιὰ μαλλούρα μέχρι κάτω. Μωρὲ ἐδῶ τέτοια μαλλούρα! Μπαίνει ὁ ἀστυνομικὸς μέσα, τοῦ λέει· –Ἔλα ἐδῶ. Ξέρεις πολὺ καλά, ὅτι ἐμεῖς δὲν θέλουμε τέτοια πράγματα ἐδῶ στὴ Σερβία. Πῶς ἐσεῖς;… Λέει· –Μά μοῦ!… Σφυρίξανε, ἔρχεται τὸ ἑκατό, κατεβαίνει κάτω ἕνας ὑπαξιωματικὸς τῆς Σερβικῆς, τοῦ Τίτου ἀστυνομίας, βγάνει μιὰ ψαλίδα, τὸν γονατίζει κάτω –ἔφερε ἀντίστασι–, τοῦ ᾽κοψε καὶ μιὰ πέτσα ἀπὸ τὸ κεφάλι, ἀρχίσαν τὰ αἵματα καὶ κάτω ἀπὸ τὰ χειροκροτήματα ὅλων (…) (δυσδιάκριτον). Ἐδῶ [ἂν κανεὶς] ἀστυνομικός!… ― Ἔχουμε λαμπρὰ ἀστυνομία, ἀνωτέρα τῆς Βουλγαρίας, παιδιὰ ἄξια πάσης ἐκτιμήσεως. Ἀναστενάζουν. Ἐὰν τοὺς δώσουμε δικαίωμα, μέσα σὲ μιὰ νύχτα καθαρίζουν τὴν Ἀθήνα ὁλόκληρον, ὁλόκληρον τὴν Ἀθήνα ἀπὸ τὴ μαλλούρα. Ἀστυνομικὸς ποὺ ὑπηρέτησε τὴν πατρίδα καὶ ἔχει τραύματα μοῦ λέει· –Θὰ παραιτηθῶ! Δὲν τὸ ἐπιτρέπει ἡ συνείδησίς μου· καταντήσαμε νὰ (κρατοῦμε) (δυσδιάκριτο) τὸ φανάρι τῶν ἀτίμων μέσ᾽ στὴν Ἀθήνα καὶ μέσ᾽ στὰ νησιά μας. Καὶ τόλμα ἐσὺ νὰ τοὺς πειράξῃς ἐσὺ καθόλου. Λοιπόν, Ποῦ νὰ πᾶμε; λέει τὰ ἔκφυλα ὄντα, τὰ ἐκφυλισμένα ὄντα τῶν Παρισίων. Νὰ πᾶμε στὴ Μύκονο. Ἐκεῖ πηγαίνουν, στὴ Μύκονο καὶ στὴ ῾Ρόδο. Καὶ πίσω ἀπὸ μιὰ ῥαχούλα, Μοῦ ᾽πε κάποιος ἀνώτερος ὑπάλληλος, ὅτι πίσω ἀπὸ μιὰ ῥαχούλα, μιὰ ἀκρογιαλιὰ τῆς Μυκόνου ἔχουν ἐγκαταστήσει γυμνιστάς, ἐπιτρέπονται γυμνισταὶ ἐκεῖ μέσα.

ἐπιλογή, ἀπομαγνητοφώνησις, στοιχειοθεσία, α΄ διόρθωσις (μοναχή Αὐγουστίνη), ἱ. μονὴ ἁγίου Αὐγουστίνου Φλωρίνης

στοιχειοθεσία, α΄ διόρθωσις: 9 Ἰανουαρίου 2022
β΄ διόρθωσις: 20-30 Ὀκτωβρίου 2023
γ΄ διαίρεσι, διόρθωσις, σελιδοποίησις: 30 Ὀκτωβρίου – 4 Νοεμβρίου 2023
Α΄ μέρος μεγάλης ἑσπερινῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε στὴν αἴθουσα τῆς ὁδ. Ζωοδ. Πηγῆς 44 τῶν Ἀθηνῶν τὴν Κυριακὴ 8-10-1972. Καταγραφή, διαίρεσις καὶ σύντμησις 4-11-2023.

⃝ Τὸ
� Τὸ
⃟ Ἔχ
Ἀνεξάρτητα – αὐτοτελῆ
ο λόγος τοῦ Θεοῦ
1972 Ἡ ἐπίτασις τῆς ἁμαρτίας

τίτλος Καταλόγου· Ἡ ἐπίτασις τῆς ἁμαρτίας

[«Ὁ καιρὸς γὰρ ἐγγύς ἐστιν. ὁ ἀδικῶν ἀδικησάτω ἔτι, καὶ ὁ ῥυπαρὸς ῥυπαρευθήτω ἔτι, καὶ ὁ δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω ἔτι, καὶ ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι»] (Ἀπ. 22,10-11)

Πᾶνε τώρα, ἀγαπητοί μου ἀκροαταί, παλαιότεροι καὶ νεώτεροι, πᾶνε, λέγω, εἴκοσι ἀκριβῶς χρόνια ποὺ αὐτὸς ποὺ ἀπόψε ἔχει τὴν τιμὴ νὰ ὁμιλῇ σ᾽ ἐσᾶς, σὰν πουλὶ κυνηγημένο ἀπὸ μητρόπολι σὲ μητρόπολι, ἀπὸ πόλι σὲ πόλι, ἀπὸ δεσπότη σὲ δεσπότη, πᾶνε, λέγω, εἴκοσι χρόνια ποὺ ἦλθα ἐπὶ τέλους ἐδῶ στὴν Ἀθήνα, ἐπὶ ἀειμνήστου ἱεράρχου Σπυρίδωνος (1952). Εἴκοσι χρόνια ὁλόκληρα! Τώρα πιά, στὰ τελευταῖα τῆς ζωῆς μου, βρίσκομαι πάνω στὸ βορρᾶ, εὑρίσκομαι πάνω στὴν ἄκρη τῆς πατρίδος. Ἐκεῖ πιὰ ξέχασα τὴν ῥητορική· δὲν εἶμαι πιὰ ῥήτορας – καὶ ποτέ δὲν ἤμουν ῥήτορας. Ἐκεῖ πιὰ μιλῶ σὲ χωρικούς, σὲ ἀγραμμάτους ἀνθρώπους· καὶ ὁμιλῶ ἁπλᾶ. Συνεπῶς καὶ ἀπόψε θὰ ὁμιλήσω ἁπλᾶ, καὶ ἂς μὲ συγχωρέσετε ἐσεῖς οἱ παλαιότεροι ἀκροαταί μου διὰ τὴν ἀτέλειαν τῆς γλώσσης μου, ἀκόμα δὲ περισσότερον διὰ τὴν ἀγροικίαν τοῦ χαρακτῆρος μου.
Χαίρω ποὺ σᾶς βλέπω καὶ πάλι ἐδῶ νὰ εἶστε μαζεμένοι παλαιοὶ καὶ νεώτεροι ἀκροαταὶ καὶ μερικοὶ περίεργοι ποὺ ἤλθατε ἐδῶ ἀπόψε, γιὰ νὰ δῆτε τέλος πάντων ποιό εἶνε αὐτὸ τὸ παράξενο φαινόμενο ποὺ λέγεται «ἐπίσκοπος Φλωρίνης». Μαζευτήκατε ἐδῶ γιὰ ποιό σκοπό; Γιὰ ν᾽ ἀκούσετε λόγο. Ναί, ἀλλὰ λόγος ἀπὸ λόγο διαφέρει. Εἶνε λόγος ἀνθρώπινος, εἶνε λόγος τῶν ποιητῶν, τῶν φιλοσόφων, τῶν σοφῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσμου τούτου. Ἀλλὰ παραπάνω ἀπὸ τὸν λόγον τὸν ἀνθρώπινον εἶνε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ.
Καὶ Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοί, εἶνε γραμμένος μὲ τὸ αἷμα, εἶνε γραμμένος μέσα στὴν ἁγία Γραφή· ἐκεῖ εἶνε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· «Λάλει, Κύριε, καὶ [ὅτι ἀκούει] ὁ δοῦλός σου ἀκούει» (Α΄ Βασ. 3,9-10). Ἡ δὲ ἁγία Γραφὴ μὴ νομίζετε ὅτι εἶνε ἕνα βιβλίο μόνο· ἡ ἁγία Γραφὴ εἶνε μία βιβλιοθήκη, εἶνε ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ μικρὰ – μικρὰ βιβλία καὶ ὅλα μαζὶ φτειάνουν τὴν ἁγία Γραφή· εἶνε ἡ Παλαιὰ καὶ [ἡ] Καινὴ Διαθήκη. Ἡ Παλαιὰ εἶνε, Ἂν ῥωτήσετε τὰ παιδιά μας, τοὺς νέους, θὰ σᾶς μετρήσουν ὅλους τοὺς παίκτας τοῦ ποδοσφαίρου καὶ ὅλους τοὺς θεατρίνους καὶ ὅλα τὰ ἀστέρια, τὰ σκοτεινὰ ἀστέρια τῆς κολάσεως ποὺ λέγονται κινηματογράφοι· ἀλλὰ ἐὰν ὅμως ῥωτήσετε, πόσα εἶνε τὰ βιβλία τῆς Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης, δὲν θὰ σᾶς ἀπαντήσουν. Τὰ βιβλία τῆς Παλαιᾶς εἶνε σαρανταεννέα (49), τὰ βιβλία τῆς Καινῆς διαθήκης εἶνε εἰκοσιεπτά (27)· εἶνε ἐν ὅλῳ δηλαδὴ ἑβδομηνταέξι (76) ὅλα τὰ βιβλία. Ὅπου ν᾽ ἀνοίξωμε χρυσάφι εἶνε, ὅπου ἀνοίξωμε πετράδια πολύτιμα εἶνε, ὅπου ἀνοίξωμεν νερὸ δροσερὸ πνέει, δροσερὸ τρέχει.
Ἀπόψε θ᾽ ἀνοίξωμε ἕνα βιβλίο, ποὺ δυστυχῶς σπανίως τὸ ἀνοίγομε. Καὶ παλαιότερα καλὰ κάνανε καὶ δὲν τὸ ἀνοίγανε· ἀλλὰ τώρα ὅμως, στὰ χρόνια ποὺ ζοῦμε, εἶνε ἀνάγκη νὰ τ᾽ ἀνοίξωμε, εἶνε ἀνάγκη νὰ τὸ διαβάσωμε, εἶνε ἀνάγ­κη νὰ κλαῖμε καὶ ν᾽ ἀναστενάζωμε· [τὸ βιβλίο αὐτὸ] εἶνε ἡ Ἀποκάλυψις τοῦ Ἰωάννου, τὸ τελευταῖο βιβλίο τῆς ἁγίας Γραφῆς. Μὰ τί εἶνε αὐτὴ ἡ Ἀποκάλυψις;
Τί σημαίνει «ἀποκάλυψις»; Εἶνε [Ὑπάρχει] μιὰ ἄλλη λέξις, ποὺ φαίνεται ὅτι μοιάζει, ἀλλὰ δὲν μοιάζει· εἶνε μιὰ λέξις ποὺ λέγεται «ἀνακάλυψις». Μποροῦμε λοιπὸν νὰ ποῦμε ἀποκάλυψις = ἀνακάλυψις; τί λέτε ἐσεῖς, τὸ ἴδιο πρᾶγμα εἶνε; Ἀποκάλυψις = ἀνακάλυψις· εἶνε τὸ ἴδιο; Ὄχι, εἶνε κάτι παραπάνω. Γιατὶ τί θὰ πῇ ἀνακάλυψις;
Ἀνακάλυψις θὰ πῇ, ὅτι ἕνα πρᾶγμα ποὺ τὸ βρίσκομε μόνοι μας, μὲ τὸ μυαλό μας· στύβοντας τὸ μυαλό μας, καλλιεργώντας τὶς διάφορες ἐπιστῆμες, ἐκμεταλλευόμενοι τὰ διάφορα τάλαντα τὰ ὁποῖα ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸν καθένα, κατορθώνει ὁ ἄνθρωπος ν᾽ ἀνακαλύψῃ διάφορα πράγματα· κ᾽ ἔτσι ἀπὸ τὴν καλύβα, ποὺ ζοῦσε, φτάσαμε στοὺς οὐρανοξύστας τῆς Νέας Ὑόρκης, κ᾽ ἔτσι ἀπὸ τὰ ἁπλᾶ γαϊδουράκια φθάσαμε μέχρι ἀπάνω στοὺς πυραύλους καὶ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ. Ἀνακάλυψις –θὰ γελάσετε–, ἀνακάλυψις ἡ πρώτη ἦταν ἡ φωτιά. Μικρὰ ἦταν ἡ ἀνακάλυψις αὐτὴ τῆς φωτιᾶς; Ἀνακάλυψις τοῦ σιδήρου – πόσο προσέφερε! Ἀνακάλυψις διαφόρων πραγμάτων, ἀνακάλυψις τοῦ ἀτμοῦ, ἀνακάλυψις τοῦ ἠλεκτρισμοῦ, ἀνακάλυψις τοῦ μαγνητισμοῦ, ἀνακάλυψις τοῦ ῥαδίου, ἀνακάλυψις τοῦ ἀσυρμάτου, ἀνακάλυψις τελευταίως τῆς τηλεοράσεως· καὶ ἀκόμη πιὸ μεγάλη, κολοφὼν τῆς ἀνακαλύψεως, ὑπῆρξε ἡ ἀνακάλυψις τῆς ἀτομικῆς [πυρηνικῆς] ἐνεργείας, ποὺ δημιουργεῖ ἕναν ἐπαναστατικὸ αἰῶνα στὴν ἐποχή μας. Ποιός νὰ φαν­ταστῇ, ἀδέρφια μου, ὅτι ἕνα πετραδάκι, στὰ χέρια ἕνα πετραδάκι ποὺ παίζανε τὰ μικρὰ παιδιὰ κάπου ἐκεῖ στὰ βουνὰ πέρα στὴν Ἀμερική, ἕνα μικρὸ πετραδάκι ποιός (…) καμιὰ ἀπολύτως ἀξία , τὸ οὐράνιο, ἕνα μικρὸ πετραδάκι ποιός τὸ ἐφαντάζετο, ὅτι μέσ᾽ στὸ μικρὸ αὐτὸ πετραδάκι ὁ Θεὸς ἔκλειε τεράστιες δυνάμεις; Ὦ Θεέ μου Θεέ μου! Δὲν φοβούμεθα τὴν ἐπιστήμη. Ὅσο προοδεύει ἡ ἐπιστήμη, ὅσο ἀνακαλύπτει καινούργια πράγματα, τόσο ὁ θαυμασμὸς τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν θεία δημιουργία εἶνε μεγαλύτερος· «ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε· πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας» (Ψαλμ. 103,24). Καὶ αὐτοὶ ποὺ πετοῦν ἐπάνω στὰ ἄστρα, διάβαζα πρὸ ἡμερῶν, ὅτι ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς, παλληκάρι νέο, ὅταν κατέβηκε κάτω, τ᾽ ἄφησε ὅλα τὰ ἐγκόσμια, μετενόησε καὶ κρύφτηκε σ᾽ ἕνα μοναστήρι καὶ ὑμνεῖ τὸν Θεό, γιατὶ ἐπάνω στὰ ὕψη ἐκεῖ [εἶδε] πόσο μικρὸς εἶνε ὁ ἄνθρωπος καὶ πόσο μεγάλος εἶνε ὁ Θεῖος Δημιουργός.
Ἀνακάλυψις! Ζοῦμε στὴν ἐποχὴ τῶν ἀνακαλύψεων, τῶν συνεχῶν ἀνακαλύψεων. Θὰ σταματήσωμε μέχρι ἐδῶ; Θὰ προχωρήσῃ ἡ ἀνθρωπότης, θὰ προχωρήσῃ ἡ ἐπιστήμη. Εἶνε ἀτελείωτος ὁ κατάλογος τῶν ἀνακαλύψεων. Ἀπὸ τὸ ἕνα ἑκατομμύριο (1.000.000) μυστικὰ ποὺ ἔχει ὁ κόσμος, ποὺ ἔχει ἡ φύσις, ξέρετε πόσα ἀνακαλύψαμε; ἕνα (1) μόνο ἀνακαλύψαμε· «ἄβυσσος ἄβυσσον ἐπικαλεῖται εἰς φωνὴν τῶν καταρρακτῶν σου» (Ψαλμ. 41,8). Ἀλλὰ ὅσο καὶ νὰ προχωρήσῃ ἡ ἐπιστήμη, ὅσο καὶ νὰ προχωρήσουν οἱ ἀνακαλύψεις, καὶ νὰ μᾶς παρουσιάσουν ἀκόμα μεγαλύτερα ἐπιτεύγματα, σταματάει· ἔρχεται στιγμὴ σὰν τὸν ἀετὸ [ποὺ] πετάει πετάει πετάει…, μετὰ σταματάει, δὲν πετάει παραπάνω. Πετάει ἕνα χιλιόμετρο, δυὸ χιλιόμετρα, τὸν χάνεις ἀπὸ τὰ μάτια, τὸν βλέπεις μιὰ τελεία, καὶ μετὰ τὸν βλέπεις καὶ χαμηλώνει πάλι. Ὅπως ὁ ἀετὸς πετάει καὶ φτάνει σ᾽ ἕνα σημεῖο καὶ σταματάει, γιατὶ οἱ φτεροῦγες του πιὰ δὲν ἀντέχουν νὰ πετάξῃ περισσότερο, ἔτσι καὶ τὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα [σὰν] ἀετὸς πετάει, ὁρμάει…, ὁρμάει…, φτάνει…, φτάνει…· μετὰ σταματάει.
καὶ Πέρα ἀπὸ τὸν φυσικὸ κόσμο, πέρα ἀπὸ τὸν ὁρατὸ κόσμο, ἁπλώνεται ὁ ἀόρατος κόσμος, ἁπλώνεται ὁ λεγόμενος μεταφυσικὸς κόσμος τοῦ Ἀριστοτέλους, ἁπλώνεται ὁ κόσμος τοῦ πνεύματος, ὁ κόσμος τῶν ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, ὁ κόσμος τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ ὅσα μὲν στὸν ὁρατὸ κόσμο βρίσκομεν, εἶνε ἀνακάλυψις· ὅσα πέρα ἀπὸ τὸν κόσμον ἐκεῖνο, εἶνε ἀποκάλυψις, εἶνε πλέον ἡ ἐπέμβασις τοῦ Θεοῦ, εἶνε πλέον ἡ φανέρωσις τοῦ θείου θελήματος, εἶνε ἡ φωνὴ τοῦ αἰωνίου, ἡ ὁποία ἀποκαλύπτει εἰς ἡμᾶς τὰ μυστήρια τοῦ μέλλοντος.
Ἄγνωστο τὸ μέλλον, ἄγνωστο, τελείως ἄγνωστο· σκοτάδι, μεσάνυχτα ἔχομε. Εἴμεθα ἀπόψε ἐδῶ· ποῦ ξέρω ἐγὼ μήπως εἶνε ἡ τελευταία Κυριακὴ ποὺ σᾶς ὁμιλῶ; Εἶστε ἐσεῖς ἐδῶ· ποῦ ξέρετε, ἐὰν εἶνε ἡ τελευταία Κυριακὴ ποὺ ἀκούετε τὸ κήρυγμα τοῦ Θεοῦ; Ἄγνωστο. Κοντόφθαλμος ὁ ἄνθρωπος, δὲν μπορεῖ νὰ δῇ πέρα ἀπὸ τὴ μύτη του. Τί θὰ γίνῃ μετὰ πέντε χρόνια, δέκα χρόνια, εἴκοσι χρόνια, ἑκατό, διακόσα, τριακόσα, πεντακόσα, χίλια, δύο χιλιάδες χρόνια… Ἄγνωστο, μυστήριο. Ὁ κινηματογράφος μᾶς παρουσιάζει τὰ παρελθόντα, τὰ περασμένα. Ὁ κινηματογράφος μᾶς παρουσιάζει αὐτὰ ποὺ γίνονται σήμερα, μὰ δὲν ὑπάρχει κινηματογράφος ποὺ θὰ παρουσιάσῃ αὐτὰ ποὺ θὰ γίνουνε ὕστερα ἀπὸ λίγα χρόνια, ὕστερα ἀπὸ ἑκατό, διακόσα χρόνια.
Ὑπάρχει κινηματογράφος πού, ἅμα τὸν ἀνοίξῃς, περνάει ὅλη ἡ ἱστορία ὄχι τοῦ παρελθόντος, ἡ ἱστορία τῶν αἰώνων ὁλοκλήρων μέχρι συν­τελείας τῶν αἰώνων. Καὶ ὁ θεϊκὸς Καὶ ὁ κινηματογράφος αὐτός, τὸ θέατρο αὐτὸ τὸ ὡραιότατον καὶ ἐκσυγχρονιστικώτερον ὅλων τῶν θεάτρων, ἀγαπητοί μου, εἶνε τὸ βιβλίον τῆς ἱερᾶς Ἀποκαλύψεως. Ἐκεῖ λοιπὸν φαίνεται τὸ μέλλον τῆς ἀνθρωπότητος, ἐκεῖ φαίνονται τὰ μυστήρια τὰ μεγάλα, ἐκεῖ φαίνεται ἡ φοβερὰ σύγ­κρουσις τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους καὶ τῶν δυνάμεων τοῦ φωτός. ἀπὸ ἐκεῖ μέσα
Τὸ βιβλίο αὐτὸ τῆς Ἀποκαλύψεως εἶνε ἄλλο μὲν εἶνε ἠθικόν, ἄλλο μέρος τῆς Ἀποκαλύψεως εἶνε ἠθικόν, ἄλλο δὲ εἶνε προφητικόν. Καὶ ὑπάρχουν μερικὰ μέρη τῆς Ἀποκαλύψεως ποὺ ἦταν στὰ περασμένα χρόνια καὶ ὁ μεγαλύτερος θεολόγος καὶ ἱεροκήρυκας δὲν μποροῦσε νὰ τὰ ἑρμηνεύσῃ, ἀλλὰ σήμερα καὶ ἕνα μικρὸ παιδὶ μπορεῖ νὰ τὰ ἑρμηνεύσῃ. Λόγου χάριν στὴν Ἀποκάλυψι λένε, ὅτι θὰ φανοῦν ἐπάνω στὸν οὐρανὸ ἀκρίδες (Ἀπ. 9,3,7)· θὰ πετᾶνε ἀκρίδες, μὰ αὐτὲς οἱ ἀκρίδες στὴν οὐρά τους θά ᾽χουν τὴ φωτιὰ καὶ θὰ ῥίχνουν τὴ φωτιὰ καὶ θὰ καίγωνται οἱ πολιτεῖες. Ἀδύνατον νὰ τὸ ἑρμηνεύσῃ κανείς. Ποιές εἶνε αὐτὲς οἱ ἀκρίδες, πού ᾽χαν μπροστὰ [σ]τὶς οὐρές των τὶς φωτιὲς καὶ ἔκαιγαν τὸν κόσμο; Καὶ ὅμως ἕνα παιδάκι ἀπ᾽ ἔξω ἀπὸ τὴν Κοζάνη, ποὺ τὸ πῆρε ἡ μάνα του ἡ χωριάτισσα νὰ πάῃ στὸ χωράφι, ὅταν εἶδε ἀπάνω νὰ περνᾶνε τὰ ἀεροπλάνα ψηλά, [φώναζε]· «Μάνα μάνα, καρκαλέτσια!». Δηλαδὴ καρκαλέτσια ἀπάνω στὴ Μακεδονία λένε τὶς ἀκρίδες. Νά λοιπόν, τὸ μικρὸ παιδάκι ἑρμήνευσε τὴν Ἀποκάλυψι. Ἀκρίδες, λέει, πάνω φανήκανε. Τί ἀκρίδες ὅμως! Οἱ ἀκρίδες τρῶνε τὸ χορταράκι καὶ ξεφλουδίζουν τ᾽ ἀμπέλια καὶ τὰ χωράφια, μὰ αὐτὲς ξεφλουδίζουν τὴν ἀνθρωπότητα.
Ἕνα ἄλλο. Λέει κάπου ἐκεῖ ἡ Ἀποκάλυψις, ὅτι θὰ παρουσιαστοῦν θὰ ἔλθῃ ὥρα, [ποὺ θὰ λέτε] κλαύσατε καὶ θρηνήσατε, λέει, καὶ κρυφτῆτε στὶς σπηλιές· ἀνοῖξτε τὰ σπλάχνα γῆ καὶ βουνά, ἀνοῖξτε τὰ σπλάχνα καὶ κρυφτῆτε μέσα στὰ σπλάχνα (βλ. Ἀπ. 6,16-17). Κ᾽ ἔχουν ἀνοίξει. Τὰ Οὐράλια ὄρη τά ᾽χουν ξεκουφάνει. Τὰ Οὐράλια ὄρη οἱ ῾Ρῶσοι τά ᾽χουν ἀνοίξει ὅλα, διαδρόμους μέσα, σπηλιές· καὶ κάτω [πέρα ἐκεῖ] οἱ Ἀμερικᾶνοι ξεκουφάνανε καὶ αὐτοὶ ὅλα, ἀνοίξανε τὶς σπηλιές, τὶς τεχνητὲς σπηλιές, νὰ κρύψουν τὰ ἐπιτελεῖα τους μέσα, νὰ μὴν πέφτουν ἐπάνω. Καὶ λέει, φτάνει ἡ ὥρα ποὺ θὰ πέσουν οἱ φιάλαι τῆς Ἀποκαλύψεως, μποτίλιες (βλ. Ἀπ. 15,7· 16,1-4,8,10,12,17· 17,1· 21,9). Ὅταν πέφτῃ, σὰν μποτίλια πέφτει. Καὶ ὅταν πέσουν, λέει, αὐτὲς οἱ μποτίλιες, θά ᾽χουν τέτοια πράγματα μέσα, λέει ἡ Ἀποκάλυψις, ποὺ τὸ ἕνα τρίτον τῶν ποταμῶν θὰ ξεραθῇ, τὰ ψάρια θὰ ψοφήσουνε, καὶ τὰ δέντρα θὰ καοῦν, καὶ ἡ ἀνθρωπότης τὸ ἕν τρίτον θὰ καταστραφῇ (βλ. Ἀπ. 8,7-12· 9,15,18· 12,4). Μὰ νὰ πέφτῃ ἕνα μπουκάλι κάτω καὶ νὰ ἔχῃ τέτοια δύναμι; Καὶ πράγματι, ὅταν εἴδανε τὴν πρώτη μπόμπα νὰ πέφτῃ, ἦταν σὰν νταμιτζάνα ἀνάποδα, κατέβαινε κάτω σὰν νταμιτζάνα. Νά οἱ φιάλες τῆς Ἀποκαλύψεως. Ἔτσι λοιπὸν στὴν ἐποχή μας ἕνα μικρὸ παιδὶ ἀπ᾽ ἔξω ἀπὸ τὴν Κοζάνη ἔδωσε τὴν ἑρμηνεία τῶν ἀκρίδων τῆς Ἀποκαλύψεως. Καὶ ἡμεῖς ποὺ ζοῦμε σ᾽ αὐτὴν τὴν φοβερὰν ἐποχὴν τῆς ἀτομικῆς ἐνεργείας καὶ βλέπομε τὰς φιάλας νὰ πέφτουνε, πέντε – δέκα μία φιάλη πέντε φιάλες, μία φίαλη, πέντε φιάλες τέτοιες μπουκάλες νὰ πέσουνε μέσα ἐδῶ στὴν Ἀθήνα δεκαπέντε τριάντα –γιατὶ οἱ μπουκάλες δὲν θὰ πέσουν ἐπάνω στὰ ψηλὰ βουνά, ἐκεῖ πού ᾽νε οἱ τσοπαναραῖοι· μέσα στὶς μεγάλες πολιτεῖες, ὅπου μαζεύτηκε ὅλη ἡ βρωμιὰ καὶ ἡ ἀκαθαρσία τοῦ κόσμου– καὶ δὲν θὰ προλάβῃ ὁ ἄνθρωπος οὔτε τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε,» νὰ εἴπῃ «ἐν τῇ βασιλείᾳ σου». Καὶ θὰ γίνῃ, λέει, ἕνας πόλεμος κάπου λέει ποὺ πρῶτα θ᾽ ἀκούσωμε, ὅτι τελείωσε καὶ μετὰ θὰ μάθωμε, ὅτι ἄρχισε.
Ἀποκάλυψις, βιβλίο ποὺ πρέπει νὰ τὸ διαβάζωμε.
Κ᾽ ἐγὼ λοιπὸν σήμερα, ποὺ παρουσιάζομαι ἐνώπιόν σας σὲ τέτοια χρόνια, σὲ τέτοια ἐποχή, θ᾽ ἀνοίξω τὴν Ἀποκάλυψι καὶ θὰ πάρωμε ἀπὸ τὴν Ἀποκάλυψι ἕνα χωρίο· τὸ χωρίον αὐτὸ εἶνε [στὸ] κεφάλαιο εἰκοσιδύο (22), στίχος δέκα [ἕντεκα (11)]. Σ᾽ αὐτὸ λοιπόν τὸ κεφάλαιο, στὸ εἰκοσιδύο, στίχος δέκα μὲ ἔντεκα, ἐκεῖ μέσα, λέγει, ὑπάρχουν τέσσερα «ἔτι», ἀλλὰ τὸ «ἔτι» αὐτὸ δὲν γράφεται τὸ ἔτι μὲ ἦτα· ἂν γράφεται μὲ ἦτα [(ἔτη)], σημαίνει χρόνος, «χρόνια πολλὰ» ποὺ λέμε· ἀλλὰ τὸ ἔτι γράφεται μὲ γιῶτα καὶ σημαίνει κάτι ἄλλο, σημαίνει «ἀκόμα». Λοιπόν, εἶνε αὐτὸ ποὺ ἀκοῦμε. Τὸ ἀκούσατε σήμερα στὴν ἐκκλησία μας, «Ἔτι καὶ ἔτι τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν…». Τί σημαίνει ἐκεῖνο τὸ «Ἔτι καὶ τὸ ἔτι»; Καὶ ὁ παπᾶς τίποτα! καὶ ὁ κάτω τίποτα! Τί σημαίνει; Ἐσὺ ποὺ κάθεσαι στὴν καρέκλα κάτω, ἐσὺ στὴν ἐκκλησιά, γιατί κοιμᾶσαι; «Ἔτι καὶ ἔτι», ἀκόμα…, ἀκόμα ἕνα «Κύριε, ἐλέησον» νὰ πῇς· χτύπα ἀκόμα, χτύπα ἀκόμα ἰσχυρότερον τὴν πόρτα, τὴν θύραν τοῦ θεϊκοῦ ἐλέους. Νὰ μὴ μοιάζῃς σὰν κάτι παλιόπαιδα ποὺ πᾶνε στὰ σπίτια καὶ χτυπᾶνε ξαφνικὰ χτυπᾶνε μιὰ φορὰ τὴν πόρτα τὸ κουδούνι, τὸ χτυποῦνε μιὰ φορά, γιὰ νὰ παίξουνε, καὶ φεύγουνε, καὶ ὣς νὰ κατεβῇ κάτω ἡ κυρά, ἔχουν ἐξαφανιστῆ. Μὴ μοιάζεις μὲ τ᾽ ἀλητόπαιδα, ποὺ χτυπᾶνε γιὰ νὰ περιπαίζουνε τὰ κουδούνια τὰ ἠλεκτρικά, ἀλλὰ χτύπα μία, δύο, τρεῖς, τέσσερις, σὰν τὸ ὅταν ἔχῃς τηλέφωνο καὶ θέλῃς νὰ συνδεθῇς μὲ κάποιον, χτυπᾷς χτυπᾷς χτυπᾷς χτυπᾷς…, ἕως ὅτου ἀκούσῃς τὴν φωνὴ τοῦ προσώπου ποὺ ἀγαπᾷς. Χτύπα!, «Ἔτι καὶ ἔτι», «Ἔτι καὶ ἔτι»· μπρός, μὴν κουραστῇς, ἕως ὅτου λάβῃς ἀπάντησι. Φαίνεται ὡς ὅτι ὁ οὐρανὸς σιωπᾷ, φαίνεται ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἔχει αὐτὶ ν᾽ ἀκούσῃ· ἀλλὰ ὄχι, ἀκούει ὁ Θεός. Βραδύνει, [ἀλλὰ] θὰ δώσῃ. «Ἔτι καὶ ἔτι»! Μπρός, Χριστιανοί, ἐντείνετε τὶς προσευχές σας. Τὸ «ἔτι» αὐτὴν τὴν ἔννοια τῆς ἐντάσεως ἔχει.
Καὶ αὐτὴ τὴν ἔννοια ἔχει καὶ ἐκεῖ. Λέγει λοιπόν τὸ χωρίον αὐτὸ τὸ ὁποῖο θὰ ἑρμηνεύσωμεν, ὅτι «Ὁ ἀδικῶν ἀδικησάτω ἔτι, καὶ ὁ ῥυπαρὸς ῥυπαρευθήτω ἔτι, καὶ ὁ δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω ἔτι, καὶ ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι» (Ἀπ. 22,11). Τέσσερα «ἔτι».
Μὰ τί σημαίνει ἐκεῖ, ὅτι «Ὁ ἀδικῶν ἀδικησάτω»; τί ἆραγε; Αὐτὸς ποὺ κλέπτει, ποὺ ἀδικεῖ, ποὺ παρανομεῖ, ἂς κλέψῃ ἀκόμα, ἂς ἀδικήσῃ ἀκόμα, ἂς ὀργιάσῃ ἀκόμα. Μὰ τί λοιπόν; τὸ βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως προτρέπει τοὺς κλέπτας, δίνει συμβουλὴ στοὺς κλέπτας, στοὺς λωποδύτας, στοὺς μοιχούς, νὰ κάνουν ἀκόμα [τὸ κακό]; αὐτὸ τὸ νόημα ἔχει; Ἄπαγε τῆς βλασφημίας. Δὲν ἔχει αὐτὸ τὸ πνεῦμα, ἀλλὰ ἔχει ἕνα ἄλλο· ὅτι δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος ὁ Θεὸς δὲν βιάζει καν­ένα, σ᾽ ἀφήνει ἐλεύθερο. Ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο ἐλεύθερο καὶ τὸν ἄφησε ἐλεύθερο νὰ πράξῃ ὅ,τι θέλει. Ἤ, ὅπως λέγει ἡ Γραφή· Μπροστά σου, ἄνθρωπε, σοῦ ἔβαλα νερὸ καὶ φωτιά, καὶ σοῦ ἔδωσα μυαλὸ καὶ σοῦ εἶπα ὅτι, ἂν ξαπλώσῃς τὸ χεράκι σου στὸ νερὸ θὰ δροσιστῇς καὶ ἂν ξαπλώσῃς τὸ χέρι σου στὴ φωτιὰ θὰ καῇς. [«Ἐπικαλοῦμαι σήμερα μάρτυρα σ᾽ ἐσᾶς τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ· τὴ ζωὴ καὶ τὸ θάνατο ἔβαλα μπροστά σας, τὴν εὐλογία καὶ τὴν κατάρα· διάλεξε σὺ τὴ ζωή, γιὰ νὰ ζήσῃς ἐσὺ καὶ οἱ ἀπόγονοί σου» (Δευτ. 30,19). «Ἔβαλε μπροστά σου τὴ φωτιὰ καὶ τὸ νερό· καὶ ὅπου θελήσῃς, θ’ ἁπλώσῃς τὸ χέρι σου» (Σ. Σειρ. 15,16)]. Κ᾽ ἐσὺ ξαπλώνεις τὸ χέρι σου στὴ φωτιὰ καὶ ξεφλουδίζεσαι, καίγεσαι. Φταίει ὁ Θεός; Λοιπόν, μπροστά σου φωτιὰ καὶ νερό, διάλεξε καὶ πάρε, λέγει ἡ ἁγία Γραφή. Σ᾽ ἀφήνει ἐλεύθερο, δὲν σὲ βιάζει, γιατὶ μποροῦσε μιὰ ἀρετὴ ποὺ γίνεται μὲ τὴ βία, δὲν εἶνε πλέον ἀρετή, παύει· ἂν εἶνε ἀρετή, εἶνε ἀρετὴ διότι προϋποθέτει τὴν ἐλευθερία. Ἂν εἶνε ἀρετὴ ὑπὸ βία, δὲν εἶνε πλέον ἀρετὴ αὐτὴ. Βέβαια μποροῦσε ὁ Θεός, ὅταν ὁ ἄλλος βλαστημάῃ τὸ Θεό, τὴν ὥρα ἐκείνη ποὺ βλαστημάει, ν᾽ ἀνοίξῃ ἡ γῆ πάπ! νὰ τὸν κλείσῃ. Τὸν ἀφήνει νὰ βλαστημάῃ. «Ἔτι», λέει, ἄσε…
Ἀκόμα ἐκεῖνο τὸ «ἔτι» σημαίνει ὅτι, ὅσο προχωροῦν τὰ χρόνια, τόσο τὸ κακὸ θὰ προοδεύῃ, θὰ παρουσιάζῃ μιὰ αὔξησι· θὰ γίνεται «προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον» οἱ ἄνθρωποι (Β΄ Τιμ. 3,13), θὰ παρουσιαστῇ μία ἐπίθεσις [ἐπίτασις] οὕτως εἰπεῖν τοῦ κακοῦ. Θ᾽ ἀναφέρω τρία – τέσσερα παραδείγματα νὰ τὸ καταλάβετε.
� Ἕνας κλέβει. Μικρὸ παιδάκι κλέβει· εἶνε στὸ σχολειὸ καὶ κλέβει κιμωλίες, κλέβει τετράδια, βιβλία, γομμολάστιχα. Αὐτὸ τὸ παιδάκι, ἐὰν δὲν τὸ προσέξῃ ὁ δάσκαλος καὶ πολὺ περισσότερο ἂν δὲν τὸ προσέξῃ ὁ πατέρας, σιγὰ – σιγὰ θὰ γίνῃ μεγάλος διαρρήκτης, κλέπτης καὶ λῃστὴς θὰ γίνῃ. Ἕνα τέτοιο ἐπεισόδιο Λέγουν, ὅτι ἕνας ἔγινε διαρρήκτης. Τὸν κυνηγοῦσε ἡ ἀστυνομία [καὶ] ἐπὶ τέλους ὕστερα ἀπὸ χίλια βάσανα τὸν πιάσανε οἱ ἀστυνομικοί. Εἶχε κάνει διαρρήξεις τρομερὲς καὶ δολοφονίες ἀκόμα ἀνθρώπων, γυναικῶν καὶ ἀνδρῶν, καὶ τὸν καταδικάσανε σὲ θάνατο, στὴν καρέκλα τὴν ἠλεκτρική. Ὅταν τὸν πῆγαν στὴν καρέκλα τὴν ἠλεκτρικὴ στὴν Ἀμέρικα νὰ τὸν ἐκτελέσουνε μιὰ ὥρα ἐνωρίτερα προτοῦ τὸν βάλουνε στὴν καρέκλα νὰ τὸν κάνουνε κάρβουνο αὐτὸν τὸν διάσημο διαῤῥήκτη ποὺ ἔγινε καὶ μυθιστόρημα στὴν Ἀμερικὴ ὁλόκληρο ― μέσα στ᾽ ἀστυνομικὰ ὅταν παρουσιάζονται ἀστυνομικὰ Κοιτάξτε διαφορὰ τῆς κοινωνίας· ὅταν παρουσιάζωνται ἀστυνομικά, ὅταν ὁ κλέπτης πηδάῃ ἀπὸ βράχο σὲ βράχο, [χειροκροτοῦν…. Ἐγὼ δὲν πάω. Μοῦ ᾽λεγε ἕνας ἀστυνομικός· –Ἐγὼ σιχαίνομαι τὸ ἐπάγγελμά μου, θὰ τὸ ἐγκαταλείψω τὸ ἐπάγγελμα. –Γιατί; –Γιατὶ πάω στοὺς κινηματογράφους καὶ βλέπω ἕνα παράξενο πρᾶγμα· ὅταν ὁ κλέφτης, τὸ κάθαρμα, πηδάῃ ἀπὸ στήλη εἰς στήλη καὶ τὸν κυνηγᾶνε οἱ ταλαίπωροι ἀστυνομικοὶ καὶ σπᾶνε τὰ πόδια τους καὶ ἀνεβαίνουν ἐπάνω, τὴν ὥρα ποὺ κατορθώνει αὐτὸς καὶ ξεφεύγει ἀπὸ τὸν ἄλφα ἀστυνομικό, ἀπὸ τὸν βῆτα ἀστυνομικὸ καὶ σὰν τὸν αἴλουρο πηδάῃ ἀπὸ ἐδῶ ἀπὸ ἐκεῖ, χειροκροτήματα! [δηλαδὴ[ «Μπράβο, καλὰ κάνεις». Καὶ σκοτώνον­ται οἱ ἀστυνομικοί. Χειροκροτεῖται ὁ «ἥρωας», καὶ κανείς δὲν χειροκροτεῖ τὸν ἀστυνομικὸ ἐκεῖνο, ὁ ὁποῖος μὲ θυσία ἀνεβαίνει ἐπάνω καὶ σῴζει τὸν ἄνθρωπο. Δὲν τὸν χειροκροτάει. Χειροκροτάει αὐτὸ τὸ κάθαρμα, γιὰ νὰ τὸ κάνῃ περισσότερο [κλέφτη]. «Ἔτι καὶ ἔτι» τοῦ λέγει, καλὰ ἔκανες καὶ κλέβεις, προχώρα στὸ κακό! Ἀλλὰ Μόνον ὅταν πλέον μᾶς κλέβῃ τὸ πορτοφόλι μας, τότε πλέον καλοῦμε τὴν ἀστυνομία νὰ τὸν βρῇ τὸν κλέπτη, ἀλλὰ ὅταν κλέβῃ τὰ πορτοφόλια τῶν ἄλλων, εἶνε ἄξιος ἐπαίνων καὶ ἐγκωμίων. Λοιπόν, «Ἔτι καὶ ἔτι…» μπράβο! νὰ κλέβῃ ἀκόμη περισσότερο. [Κι αὐτὸν λοιπὸν] ἐπὶ τέλους τὸν πιάσανε, τὸν καταδικάσανε εἰς θάνατον, στὴν καρέκλα. Προτοῦ νὰ πάῃ στὴν καρέκλα ἔρχεται ἡ μάνα του· –Παιδί μου! –Μάνα, μὴ μὲ πλησιάσῃς. Ἐσὺ φταῖς. Θυμᾶσαι, μάνα, ποὺ μικρὸ παιδὶ σοῦ ἔφερα ἕνα ἀβγὸ κλεμμένο; Δὲ μοῦ ᾽σπασες τὰ χέρια. Ἀπὸ τότε ἄρχισα νὰ κλέβω. Ὅποιος κλέψῃ ἀβγό, θὰ κλέψῃ βόδι. «Ἔτι καὶ ἔτι…» Σιγὰ – σιγὰ ἀρχίζει τὸ κακό.
� Θέλετε ἄλλο παράδειγμα; Θυμηθῆτε τὸ ζήτημα ― μὴ γελάσετε, γιατὶ ἐγὼ κλαίω. Ἐγὼ θὰ σηκωθῶ νὰ [ὑπο]βάλω μιὰ παραίτησι ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο, γιατὶ σᾶς ξέρω. Εἶστε ἐδῶ πέρα ν᾽ ἀκούσετε, μετὰ θὰ τὰ ξεχάσετε. Θὰ [ὑπο]βάλω μιὰ παραίτησι, θὰ πάω στὸ Ἅγιο Ὄρος, θ᾽ ἀγοράσω ἕνα κελλάκι, νὰ κλείσω τὰ μάτια μου στὸν μάταιο κόσμο. Ἀπὸ σᾶς δὲν περιμένω τίποτα, γιατὶ ἔρχεστε, μαζεύεστε, φωνάζετε, κάνετε, καὶ μετὰ… Σᾶς ξέρω, σᾶς γνωρίζω.
Λοιπόν, ἔχομε τὸ ζήτημα τῆς ἐνδυμασίας τῆς γυναικός. Πρὸ ἑξήντα χρόνια θά ᾽λεγα μιὰ σκληρὰ λέξι, πολὺ μάγκικια καὶ ἁμαρτωλὴ λέξι, ἀλλὰ δὲν τὴν λέγω. Πώ πω, τέτοια λόγια λέει ὁ ἐπίσκοπος; εἶνε δεσπότης αὐτὸς ποὺ λέει τέτοια!;… Δηλαδὴ τὸ κακὸ τὸ κάνουνε, ἀλλὰ ἂν τὸ ποῦμε τὸ κακό δὲν θέλουνε νὰ τὸ ποῦνε. Δὲν τρέμουνε, δὲν φρίττουν, δὲν ἀνατριχιάζουν γιὰ τὸ κακὸ ποὺ γίνεται, ἀνατριχιάζουν γιὰ τὶς λέξεις ποὺ θὰ ποῦμε. Λοιπόν, πρὸ ἑξήντα χρόνια οὔτε αὐτὲς οἱ γυναῖκες ποὺ πωλοῦσαν τὸ κορμί τους γιὰ ἕνα τάλληρο, δὲν περπατούσανε στὸ δρόμο ἔτσι. Ἐπικαλοῦμαι τὴ μαρτυρία ὅλων τῶν ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν πού ᾽νε ἐδῶ πέρα, ἂν πρὸ πενήντα – ἑξήντα χρόνια μέσα ἐδῶ στὴν Ἀθήνα περπατούσανε αὐτὲς οἱ πόρνες, τὰ δυστυχισμένα αὐτὰ πλάσματα, περπατούσανε ἔτσι. Δὲν περπατούσανε ἔτσι, γυμνὲς – ξεγυμνωμένες. Ἦταν ντυμένες σὰν τὴν Παναγιά, ἀπὸ πάνω μέχρι κάτω, μέχρι τὰ πόδια. Ἔτσι λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ἐν καταστολῇ [κοσμίῳ]» (Α΄ Τιμ. 2,9). Πάρτε τὸ λεξικό. Δὲν ξέρω ποιόν ἀκοῦς ἐσύ, ἐγὼ ἀκούω τὸν Παῦλο, ποὺ νὰ στύψῃς ὅλους τοὺς παπᾶδες καὶ δεσποτάδες δὲν φτειάνεις τὸ νυχάκι τοῦ Παύλου. Ἐγὼ τὸν Παῦλο ἀκούω. Τί λέει λοιπόν ὁ Παῦλος; Ἐσὺ ποὺ κάνεις τὸν γραμματισμένο καὶ νομίζεις ὅτι ἐμεῖς λέμε παράξενα, διάβαζε νὰ δῇς, ὅτι [λέγει,] Ἐγὼ «θέλω γυναῖκες νὰ εἶνε ἐν καταστολῇ τιμίᾳ [κοσμίῳ]». Τί σημαίνει τὸ «καταστολῇ»; Καταστολῇ σημαίνει ἀπὸ ἐδῶ μέχρι κάτω στὸν ἀστράγαλο. Ἔτσι σημαίνει, σὰν τὴν Παναγιά. ποὺ εἶνε. Μπορεῖτε νὰ φανταστῆτε τὴν Παναγιὰ χωρὶς αὐτά, κάτω ἔτσι; Λοιπόν, ἔτσι ἦταν οἱ γυναῖκες. Ἐγὼ χαίρομαι ποὺ πάω σὲ μερικὰ χωριουδάκια ἐκεῖ ἀκόμα ἀπάνω στὴ Φλώρινα, κάτι Ἀτραπό, κάτι Πολυπόταμος, κάτι Τριανταφυλιά, ἕνα χωριουδάκι. Πώ πω, τὸ συνιστῶ στὴν ἀγάπη σας. Εἶνε τριάντα σπιτάκια. Μὰ δὲν ξέρετε! Ὅλες οἱ γυναῖκες ντυμένες μὲ τὴν πιὸ ὄμορφη μόδα ποὺ ὑπάρχει στὸν κόσμο, μ᾽ ἐκείνη τὴν ὡραία μόδα, μ᾽ ἐκεῖνα τὰ χρώματα τὰ ἑλληνικά, τὰ μακεδονικὰ χρώματα. Ἔχουν τὸ μαῦρο, ἔχουν τὸ κόκκινο καὶ τὸ ἄσπρο. Τὸ μαῦρο Εἶνε ἐνδυμασία – ἱστορία. Τὶς βλέπεις ὄμορφα ντυμένες ἀπὸ πάνω μέχρι κάτω, ἐδῶ τὰ χέρια τους, τὰ πόδια τους, ἐπάνω στὸ κεφάλι ἔχουν ἕνα μαντήλι. Δὲν μπορεῖς νὰ σκεφτῇς τὸ πονηρό. Τέτοιο πρᾶγμα Ἅμα τὴ δῇς τὴ γυναῖκα, ἀποκαλύπτεσαι, δὲν σκέπτεσαι τὸ πονηρό. Καὶ αὐτὲς τὰ χρώματά τους, ἡ ἐνδυμασία τους ἔχουν τρία χρώματα· ἔχουν τὸ μαῦρο, τὸ ἄσπρο καὶ τὸ κόκκινο· Τὸ μαῦρο, τὸ κόκκινο τό ᾽χουνε γιὰ τὰ αἵματα ποὺ χύσανε, ποτάμια αἷμα, τὸ μαῦρο γιὰ τὰ δάκρυα ποὺ χύσανε, καὶ τὸ ἄσπρο γιατὶ ἄσπρη τὴν ψυχήν τους τὴν ἔχουνε· λοιπόν, τὴν πιὸ ὄμορφη μόδα τοῦ κόσμου. Πάει τώρα αὐτή. Τώρα τί συνέβη; Ἦρθε ὁ διά᾽ολος [καὶ τῆς λέει·] –Ἄ, δὲν εἶσαι ἔτσι καλὰ ντυμένη! σὰν καλόγρια εἶσαι; Ὁ διά᾽ολος τῶν Παρισίων! ποὺ εἶνε Κάθε πόλι θὰ τιμωρηθῇ, κάθε πόλι. Ἡ Μόσχα θὰ τιμωρηθῇ γιὰ τὴν ἀθεΐα της, τὸ Παρίσι θὰ τιμωρηθῇ γιὰ τὴν πορνεία της, ἀπὸ ἐκεῖ βγαίνει ὅλη ἡ μόδα καὶ ἡ κακοήθεια, καὶ ἡ Νέα Ὑόρκη θὰ τιμωρηθῇ γιὰ τοὺς γκανγκστερισμοὺς καὶ γιὰ (τὸ καπιτάλ της)(δυσδιάκριτον) , καὶ ἡμεῖς ἐδῶ γιατὶ προδώσαμε τὴν Ὀρθοδοξία, τὴν προδώσαμε τὴν Ὀρθοδοξία. Λοιπόν, ὁ διά᾽ολος λέει· –Ἄ, δὲν εἶσαι καλὰ τώρα, καλόγρια θὰ γίνῃς; Καὶ πῆρε μιὰ τέτοια ψαλίδα τέτοια ὁ διά᾽ολος καὶ κόντυνε ἀπὸ κάτω· Ἀπάνω ἀπὸ τὸν ἀστράγαλο, σοῦ λέει. Ἄμ, «ἔτι καὶ ἔτι…». Τὸ βλέπετε; Δὲν εἶνε καλά. Ἀφοῦ προχώρησε λίγο ὁ διά᾽ολος καὶ κατώρθωσε τὴ γυναῖκα νὰ τὴν ξεγυμνώσῃ λίγο καὶ λέγει ἀπὸ πάνω, [μετὰ λέγει,] δὲν εἶσαι καλά, εἶνε ἄσχημο πρᾶγμα εἶσαι. Μπρός! Μμ, ἡ γυναίκα φέρνει κάποια ἀντίρρησι. Παραπάνω, μέχρι τὰ γόνατα. «Ἔτι καὶ ἔτι!…». Δὲν μένει ἱκανοποιημένη. «Ἔτι καὶ ἔτι» γυμνωθήτω! Θὰ γυμνωθῇς! Ἐγὼ σ᾽ τὸ διατάζω, ὁ διάβολος· ὁ διάβολος τὸ διατάζει. Λοιπόν, προχώρα! Μμ, ἡ γυναίκα διστάζει κ.λ.π. Προχώρα! Ἀλλὰ
Λοιπόν «Ἔτι καὶ ἔτι» προχώρα στὴν κλεψιά· ἀπὸ τὸ ἀβγὸ νὰ προχωρήσῃς νὰ κλέψῃς βόδι, ν᾽ ἀνοίξῃς καταστήματα μεγάλα, νὰ γίνῃς διαρρήκτης, νὰ γίνῃς ἥρωας κινηματογραφικοῦ ἔργου, νὰ σὲ χειροκροτᾷ αὐτὸς ὁ παλιόκοσμος. «Ἔτι καὶ ἔτι» νὰ ξεγδυθῇς, νὰ μείνῃς ἔτσι. Καὶ μιὰ κοπέλλα ποὺ μένει ἐπάνω στὰ βουνά, στὰ ψηλὰ βουνά μας, ἐπάνω στὸ Βίτσι καὶ τὸν Γράμμο καὶ τὰ ψηλὰ αὐτὰ βουνὰ καὶ τὰ ὡραῖα λουλούδια, ποιός τὴν χειροκροτάει καὶ ποιός τὴν σκέπτεται, ποὺ σηκώνεται πρωὶ – πρωί, ποὺ πάει στὸ χωράφι, δουλεύει, ἀρμέγει τὴν γίδα, τὸ πρόβατο, τὴν ἀγελάδα, νὰ τὸ τρῶς ἐσὺ κοκώνα μου τοῦ Κολωνακίου καὶ νὰ κοροϊδεύῃς τὸν κόσμο; ποιός τὴν θυμᾶται αὐτὴ; Καμμιά. Ἀλλὰ ἂν βγῇ καμμιὰ ἔξω καὶ πάῃ ἔξω τὴ νύχτα σὲ κανένα κέντρο καὶ τραγουδήσῃ κ.λπ. καὶ εἰσπράξῃ ἐν μιᾷ νύκτα [σὲ μιὰ νύχτα], παρακαλῶ, παρακαλῶ μιὰ νύχτα ― Διαλυόμεθα, ἀδέρφια, διαλυόμεθα! Μιὰ νύχτα εἰσπράττουν αὐτὲς μὲ τὶς χρυσὲς χορδές, μὲ τὶς ὡραῖες Καλλιτέχνιδες, σοῦ λέει, ἐνῷ δὲν εἶνε τέτοια ὀνομασία. Ἂν τολμήσῃς νὰ τὶς πῇς, [νὰ] τὶς ὀνομάσωμε κάπως, καὶ μᾶς ὁδηγοῦν στὰ δικαστήρια, θὰ καθήσωμε ἐκεῖ, γιατὶ τὶς εἴπαμε ἔτσι. Λοιπὸν καλλιτέχνιδες σοῦ λέει, ἡ φωνή της! Εἰσπράττει αὐτὴ Ἡ κακομοίρα ἡ ἄλλη πάνω στὸ βουνὸ ἁρμέγει τὸ γάλα καὶ παίρνει δέκα – εἴκοσι δραχμές, ἡ ἄλλη τὴ νύχτα στὸ νοσοκομεῖο, τὸ κορίτσι τοῦ λαοῦ, ὅλη νύχτα κάθεται ἄγγελος καὶ ἀρχάγγελος, καὶ παίρνει μόνο δυὸ χιλιάδες, Ὅλο τὸ μήνα κάθεται καὶ ἡ ἄλλη μὲ τὴ χρυσῆ φωνὴ καὶ μαζεύει μιᾷ νύχτᾳ [σὲ μιὰ νύχτα] παρακαλῶ ἑκατὸ χιλιάδες δραχμές. Μπράβο, κοινωνία! Καὶ ἂν θὰ μείνῃ νοσοκόμος καὶ ἂν θὰ μείνῃ νοσοκόμος! Δὲν θὰ εἶνε κορόιδα αὐτά, διὰ νὰ σὲ περιποιοῦνται ἐσένα τὸν κύριο. «Ἔτι καὶ ἔτι»! Ἐσὺ ποὺ κλέπτεις, κλέψε περισσότερα πορτοφόλια· ἐσὺ ποὺ πετᾷς τὰ ῥοῦχα σου καὶ ξεγυμνώνεσαι, ξεγυμνώσου τελείως· κ᾽ ἐσὺ ὁ ἄλλος τραγούδα τὰ πιὸ αἰσχρὰ τραγούδια. «Ἔτι καὶ ἔτι», προχωρεῖτε προχωρεῖτε! Κ᾽ ἐσὺ ὁ ἄλλος ὁ παλιόγερος μὲ τ᾽ ἄσπρα μαλλιά, πού ᾽σαι ἑβδομήντα χρονῶν καὶ πέταξες τὴ γυναῖκα σου στὸ δρόμο καὶ τώρα ἔχεις σχέσεις ἁμαρτωλὲς μ᾽ ἕνα ἁμαρτωλὸ γύναιο εἴκοσι χρονῶν, ποὺ περιμένει πότε νὰ ψοφήσῃς νὰ σὲ κληρονομήσῃ, τρέχα στὸ ὑπουργεῖο δικαιοσύνης νὰ βγάλῃς διαζύγιο αὐτόματο. «Ἔτι καὶ ἔτι»! προχωρεῖτε λοιπόν, μπρός! Ἐλεύθεροι εἶστε, τὸ τέλος νὰ δοῦμε. Καὶ αὐτὸς μὲν ὁ κόσμος προχωρεῖ ἀπὸ τὸ χειρότερο σὲ χειρότερο, σὲ χειρότερο προχωράει· ἠθικῶς λέω. Ἠθικῶς καὶ θρησκευτικῶς καὶ κοινωνικῶς προχωρεῖ πρὸς τὸ χειρότερο, ἀπὸ κρημνὸ σὲ κρημνὸ καὶ ἀπὸ ἄβυσσον εἰς ἄβυσσον· «ἄβυσσος ἄβυσσον ἐπικαλεῖται εἰς φωνὴν τῶν καταρρακτῶν σου» (Ψαλμ. …). Προχωρεῖ.
Τὰ παιδιὰ τοῦ σκότους προχωροῦνε, σημειώνουν καταπληκτικὰς προόδους στὸ κακό, στὴ διαφθορά. Καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ σκότους [φωτός]; Ἐμένα ῥωτᾶτε τί κάνουν τὰ παιδιὰ τοῦ φωτός; Τί κάνουν τὰ παιδιὰ τοῦ φωτός; Κοιμοῦνται! Πῶς κοιμοῦνται; Ὅπως κοιμοῦνταν οἱ μαθηταὶ στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ. Ὁ Χριστὸς γονάτισε τὴ νύχτα κάτω ἀπὸ τὸ φεγγάρι μὲ ἀγωνία, ὁ ἱδρώς του ἔσταζε σταλαγματιὰ σταλαγματιά, πηχτὸ αἷμα ἔβγαινε, καὶ προσευχότανε, καὶ ἤτανε σὲ μιὰ κατάστασι στενοχώριας καὶ ἀδημονίας καὶ «ἤρξατο [λυπεῖσθαι] καὶ ἀδημονεῖν», καὶ οἱ μαθηταὶ ῥοχάλιζαν ἐπάνω στὰ χορτάρια καὶ κοιμοῦνταν στὰ χορτάρια. «Κοιμᾶστε λοιπὸν καὶ ἀναπαύεσθε! ἰδοὺ ἤγγικεν ἡ ὥρα [καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδεται εἰς χεῖρας ἁμαρτωλῶν]» (Ματθ. 26,37,45). Ἔτσι μᾶς λέγει ὁ Χριστὸς στὴν ἀγωνία τῆς ἀνθρωπότητος· Ἐγὼ κρατάω τὴν Βίβλο, διαβάζω τὴ Γραφή, ἐγὼ εἶμαι στὸν κύκλο, ἐγὼ εἶμαι ἐδῶ, ἐγὼ εἶμαι ἐκεῖ, καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ φωτὸς κοιμοῦνται. Τὰ μεσάνυχτα χιλιάδες στὰ κέντρα. Σὰ μανιτάρια φυτρώσανε. Ὅπως τὰ μανιτάρια φυτρώνουνε ἐπάνω στὰ κόπρια, ἔτσι φυτρώσανε τὰ κέντρα τῶν διασκεδάσεων ἀπὸ τὴν Ἀθήνα μέχρι τὸ Σούνιο καὶ μέχρι τὴν Ἐλευσῖνα, καὶ γίνανε χιλιάδες. Ὅλη νύχτα γλεντᾶνε. Δὲν μοῦ λέτε· Πόσοι τὴ νύχτα σηκώνονται τὰ μεσάνυχτα καὶ κρατᾶνε κομποσχοίνια καὶ παρακαλοῦνε τὸ Θεό; Ποιός; Τὰ παιδιὰ τοῦ σκότους προχωροῦν στὴ διαφθορά. Λοιπόν «Ἔτι καὶ ἔτι»!…

Ἀλλὰ ὑπάρχει ὅμως καὶ τὸ «ἔτι» τὸ καλό. Δὲν προχωρεῖ μόνο τὸ κακό, προχωρεῖ καὶ τὸ καλό, ἔστω σὲ ὀλιγωτέρα κλίμακα. Ποῦ προχωρεῖ τὸ καλὸ σὲ ὀλιγωτέρα κλίμακα; Εἶνε ἄξιο παρατηρήσεως, ὅτι στὴν πιὸ μεγάλη διαφθορά, ἐκεῖ ποὺ παρουσιάζεται ἡ μεγαλυτέρα αἰχμὴ τῆς διαφθορᾶς, ἐκεῖ παρουσιάζεται ἀντιστοίχως καὶ ἡ αἰχμὴ τῆς ἀρετῆς. Περίεργο πρᾶγμα. Εἶνε ἐκεῖνο ποὺ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος· Ὅπου περίσσεψε ἡ ἁμαρτία, «ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις» (῾Ρωμ. 5,20). Αὐξάνει ἡ ἁμαρτία; αὐξάνει [καὶ] ἡ χάρις. Παραδείγματα; Διαβάστε νὰ δῆτε.
� Ἦταν ἡ ἐποχὴ τοῦ Νῶε, διεφθαρμένη ἐποχή. Ἀλλὰ μέσ᾽ στὴν διεφθαρμένη αὐτὴ ἐποχὴ ἕνας Νῶε μὲ τὴν οἰκογένειά του, μὲ τὰ ὀχτὼ ἄτομα, ἡ οἰκογένεια τοῦ Νῶε κράτησε τὴν ἀνθρωπότητα, ἐνῷ οἱ ἄλλοι εἶχαν γίνει σάρκες.
� Θέλετε ἄλλο παράδειγμα; Σόδομα καὶ Γόμορρα, φρικτὴ ἡ κατάστασις, φρικτή. Ἁμαρτήματα ποὺ δὲν λέγονται διέπρατταν ὅλοι. Καὶ μέσα σ᾽ αὐτὰ τὰ Σόδομα καὶ Γόμορρα ἦταν ὁ Λώτ, οἱ δυὸ κόρες του καὶ ἡ γυναίκα του μέσα στὰ Σόδομα ἐκεῖ μέσα [ποὺ] κρατούσανε μέσα τὴν τιμὴ καὶ τὴν ὑπόληψι.
� Θέλετε ἄλλο παράδειγμα; στὴν ἐποχὴ τῶν Τριῶν Παίδων. Ἕνας δικτάτορας, ἕνας Ναβουχοδονόσορας, ἔφτειαξε, ὅπως ξέρετε ὅλοι, πελώρια τὴν εἰκόνα του καὶ εἶπε, Πέσετε νὰ προσκυνήσετε. Ἅμα χτυπήσουν τὰ βιολιά, ἅμα χτυπήσουν οἱ κιθάρες, ἅμα δοθῇ τὸ σύνθημα καὶ ἡ σάλπιγγα, πέσετε. Ὅποιος δὲν πέσῃ χάμω νὰ προσκυνήσῃ τὸ ἄγαλμα, τὸ αἰσχρὸν ἄγαλμα, ἐδῶ δίπλα εἶνε τὸ καμίνι, νὰ πέσῃ μέσα. Καὶ μόλις σάλπισαν οἱ σάλπιγγες ἑκατομμύρια κόσμος στὴν πεδιάδα Δεειρᾶ (Δαν. 3,1), ὅπως περνάει τὸ δρεπάνι καὶ κόβει τὰ στάχυα, [ἔτσι] μόλις βγῆκε διαταγὴ πέσανε ὅλοι κάτω. Τρεῖς μόνον [εἶπαν] Ὄχι. –Ποιοί εἶστε ἐσεῖς; –Ἐμεῖς δὲν προσ­κυνᾶμε τὴν εἰκόνα. Τρία παιδιὰ μείνανε ὄρθια μέσα σ᾽ αὐτὴν τὴν ἀθλία ἐκείνη κατάστασιν, τρία παιδιὰ κρατήσανε.
Στὴν ἐποχὴ τοῦ Νῶε ὁ Νῶε, στὴν ἐποχὴ τῶν Σοδόμων καὶ Γομόρρας [ὁ Λώτ,] καὶ στὴν ἐποχὴ [τοῦ Ναβουχοδονόσορος οἱ Τρεῖς Παῖδες]. Ἔτσι θὰ ὑπάρχουν πάντοτε. Ἄμ, θὰ μοῦ πῆς
Ξέρω τί θὰ μοῦ πῇς· –Ἄμ, [αὐτὰ ἦταν] «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ»! Ἀφῆστε [τα] αὐτά, παπᾶδες καὶ δεσποτάδες, «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ» νὰ τὰ λέτε αὐτά, ἀλλὰ σήμερα ὅμως!… Ποῦ ᾽νε αὐτὰ τὰ παραδείγματα, ποῦ ᾽νε οἱ Νῶε, ποῦ οἱ Λώτ, ποῦ ᾽νε οἱ Τρεῖς Παῖδες, ποῦ ᾽νε ἐκεῖνοι ποὺ φέρανε ἀντίστασι; Ὀλίγα πρόσωπα φέρανε ἀντίστασι μέσα στὸ κακό.
Ὑπάρχουν σήμερα! ὑπάρχουν, ἀλλὰ δὲν γράφουνε τὰ ὀνόματά τους οἱ ἐφημερίδες. Ὑπάρχουν ― ποῦ ὑπάρχουν; διαμάντια κρυμμένα μέσ᾽ στὴν κοπριὰ τοῦ κόσμου. Ἕνα, δυό, τρία σᾶς ἀναφέρω, καὶ τελειώνω τὸ λόγον.
� Τὸ ἕνα. Θυμᾶστε ἐδῶ στὸ Μόναχο! (Ἡ Ὀλυμπιάδα τοῦ Μονάχου πρέπει νὰ ἔγινε ἀπὸ 20 Αὐγούστου ἕως 10 Σεπτεμβρίου 1972· βλ. Χρονικὸ τοῦ 20οῦ αἰώνα, σσ. 1098-1102. Ἐκεῖ, φαίνεται, δὲν διακρίθηκε ἡ Ἑλλάδα. Βλ. «Σπίθα» 351/1972, σσ. 7-8 τὸ ἀνακοινωθὲν «Τὸ Ὀλυμπιακὸν φῶς» καὶ τὴν «Ἀπάντησιν εἰς τὴν ἐφημερίδα “Ἑλληνικὸς Βορρᾶς”», ποὺ περιελήφθησαν στὰ βιβλία Σφενδόνη τ. Β΄, Ἀθῆναι 1989, σσ. 170-175 καὶ Ἐπιστροφὴ εἰς τὴν ἀρχαίαν εἰδωλολατρίαν; Ἀθῆναι 1992, σσ. 73-80, καὶ «Ἀηδιαστικὴ ἑλληνολατρία» στὰ βιβλία Ἐκκλησιαστικὸς στρουθοκαμηλισμός, Ἀθῆναι 1973, σσ. 99-100 καὶ Ἐπιστρ. εἰς τὴν ἀρχ. εἰδωλολατρίαν ἔ.ἀ. σσ. 81-83) Καλὰ δὲν πῆγε αὐτὴ ἡ ὑπόθεσις. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ πῆγαν ἐκεῖ στὴν Ὀλυμπία καὶ κάνανε προσευχὴ στὸ Δία καὶ παρακαλέσανε τὸν Δία νὰ τοὺς φωτίσῃ, ἀπὸ τότε αὐτὴ ἡ ὑπόθεσις δὲν πῆγε καλά. Καὶ ποῦ κατέληξε; Ὄχι ὅτι εἴμεθα ἐναντίον τοῦ ἀθλητισμοῦ, ὄχι· ἀλλὰ [εἴμεθα] ἐναντίον τοῦ ἀθλητισμοῦ ποὺ προσκυνᾷ τὰ εἴδωλα ὄχι. Λοιπόν, ἦλθαν ἐκεῖ πῆγαν ἐκεῖ στὸ Μόναχο χιλιάδες ἀθληταὶ καὶ μεταξὺ αὐτῶν ἦταν καὶ χριστιανοί. Ἦταν Γιαπωνέζοι, ἦταν Κινέζοι, ἦταν Ἀφρικᾶνοι ἦταν Ἀβησσυνοί, ἦταν ὅλες οἱ φυλὲς τοῦ κόσμου στὸ Μόναχο. Καὶ ἦλθε ἡ ὥρα τῶν ἀγωνισμάτων. Σὲ μιὰ στιγμὴ μπροστὰ στὰ ἑκατομμύρια τοῦ κόσμου ἐκεῖ, στὰ ἑκατομμύρια ποὺ βλέπανε ἀπὸ τὶς τηλεοράσεις νὰ κοιτάξουνε [δοῦνε] ἂν θὰ νικήσῃ ἡ Ἑλλάδα, ἐκεῖ ποὺ κοιτάζανε ὅλοι, ἐκεῖ ποὺ τὰ μάτια [ὅλων] ἦταν καρφωμένα, κοιτάζουν ἕναν προτοῦ νὰ ξεκινήσῃ, ὅταν εἶπαν «Μπρός!» νὰ προχωρήσουν στὴ γραμμή ὅλοι, ἐκείνη τὴν ὥρα ποὺ κοιτάζανε τὰ μάτια τους καρφωμένα στὴν τηλεόρασι νὰ δοῦνε ποιός εἶνε, ἕνας ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Ὅποιος εἶδε τηλεόρασι, τὸν εἶδε καὶ δάκρυσε. Ποιός; Ἕλληνας; Ἔ, Ἕλληνας! Πόσες βλαστήμιες δὲν ἔχουν τὰ γήπεδα κάτω! Ἐδῶ κάτω στὴν Πτολεμαΐδα πέρυσι, τὴν ὥρα ποὺ ἐπρόκειτο νὰ παίξουν τὴν ὁμάδα, ἀρχίσανε νὰ βλαστημᾶνε, καὶ ἕνας ποὺ ἦταν, [φώναξε]· Σταματῆστε, φεύγουμε! Μὲ βλαστήμια ἀρχίζουν, μὲ βλαστήμια ἀρχινᾶνε. Ἕνας λοιπόν ἐκεῖ, ὅπως ἦταν ἀπὸ τὴν ἅγια μάνα του ἀνατρεφεμένος [ἀνατεθραμμένος], προτοῦ νὰ ξεκινήσῃ νὰ τρέξῃ, ἔκανε παρουσίᾳ ὅλων τὸν σταυρόν. Ἔλα τώρα ἐσύ, κύριε, ποὺ ντρέπεσαι νὰ κάνῃς τὸν σταυρόν σου μπροστὰ σ᾽ αὐτὸν τὸν παλιόκοσμο, ἔλα ἐσὺ ποὺ περνᾷς ἀπὸ τὴν ἐκκλησιὰ καὶ δὲν κάνεις τὸν σταυρόν σου, ἔλα ἐσὺ ποὺ μπαίνεις μέσ᾽ στὴν ἐκκλησιὰ καὶ δὲν κάνεις τὸν σταυρόν σου, ποὺ κάθεσαι καὶ τρῶς τὴ μπουκιὰ στὸ στόμα καὶ δὲν κάνεις τὸν σταυρόν σου, ἔλα ἐσὺ ποὺ πετᾷς στὸ ἀεροπλάνο, ἔλα λοιπόν νὰ πάρῃς μάθημα ἀπ᾽ αὐτὸν ποὺ μπροστὰ στὰ ἑκατομμύρια εἶχε τὸ θάρρος νὰ κάνῃ τίμια τὸν σταυρόν του. Ἦταν ῾Ρουμᾶνος καὶ ὄχι Ἕλληνας. Μάλιστα, κύριε. Ἔρχονται τὰ μαθήματα. ῾Ράπισμα ἦταν τὸ μάθημα αὐτό, γιατὶ ποιός τοὺς δίδαξε αὐτούς;
� Ἄ, βέβαια στὴν πρώτη ὀλυμπιάδα νικήσαμε. Πῶς νικήσαμε; Τὸ θυμᾶστε. Εἶνε κανεὶς ἀπὸ τὸ Μαροῦσι ἐδῶ πέρα, πού ᾽νε τὸ ἄγαλμά του; Ἦταν ὁ Λούης. Τί ἦταν ὁ Λούης; Ἕνας γαλατᾶς ἤτανε. τὸ ἑβδομήντα τὸ ἑξήντα ἑφτά (ἐννοεῖ μᾶλλον τὸ 1870 1867) –Τί κάνουν, λέει [ρώτησε], αὐτοὶ οἱ παλαβοί; –Τρέχουν, λέει [τοῦ λένε]. Ὅποιος τρέξῃ περισσότερο, αὐτὸς θὰ πάρῃ μεγάλο βραβεῖο. –Μωρὲ, ἐγὼ τρέχω καλύτερα ἀπὸ δαύτους καὶ ἂς εἶνε γυμναστής [κι ἂς εἶμαι ἀγύμναστος]. Καὶ πάει στὴν ἐκκλησία μέσα ὁ Λούης καὶ κάνει τὸν σταυρόν του· λέει –Παναγιά, βοήθησέ με νὰ ξευτελίσω αὐτοὺς τοὺς ξεβράκωτους, αὐτοὺς τοὺς Εὐρωπαίους. Κάνει τὸν σταυρόν του. –Βρέ, ἄσε με, θὰ τοὺς ξευτιλίσω ἐγὼ σήμερα. Καὶ μπαίνει, κάνει τὸν σταυρόν του, μόλις ξεκίνησε. ἔκανε τὸν σταυρόν του ὁ Λούης· Ἄχ, Παναγιά, βοήθα. Πρῶτος! ποῦ ᾽νε τώρα; Λοιπόν, ἔτσι ἕνας ῾Ρουμᾶνος μέσα στὸ στάδιο τοῦ Μονάχου μπροστὰ σὲ χιλιάδες καὶ ἑκατομμύρια τηλεθεατὰς ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ εἰς αἶσχος τῶν Ἑλλήνων ἀθλητῶν, οἱ ὁποῖοι οὐδέποτε προσεύχονται, οἱ ὁποῖοι οὐδέποτε κάνουν τὸν σταυρόν, ἀλλὰ ὀργιάζουν πλὴν ἐλάχιστων ἐξαιρέσεων.
«Ἔτι καὶ ἔτι»!… Μπρός! βλαστήμα ἐσὺ τὸν Χριστό, ὑπάρχει κάποιος ἄλλος ποὺ κάνει τὸν σταυρό του καὶ εἶνε ῾Ρουμᾶνος καὶ ἐσὺ ὁ Ρουμάνος, παρακαλῶ, κάτω ἀπὸ ἄθλιον κομμουνιστικὸν [καθεστώς·] πού, ἅμα πάῃ στὴ ῾Ρουμανία, θὰ τοῦ κάνουν παρατήρησι ὁπωσδήποτε, γιατὶ περιμένουν τὴ γροθιὰ νὰ ὑψώσῃ αὐτὸς καὶ ὄχι νὰ κάνῃ τὸν σταυρόν του. Κ᾽ ἐσένα ποιός σοῦ κόβει τὸ κεφάλι;
� Θέλετε ἄλλο παράδειγμα; Ἄλλο παράδειγμα. Πᾶμε στὴ ῾Ρωσία. Γινότανε μιὰ κηδεία, κηδεία ἑνὸς μεγάλου προσώπου. Μαζευτήκανε ὅλοι στὴν κηδεία. Ὅλοι τους κανείς σταυρό. Δὲν κατηγορῶ καμμιὰ ἰδεολογία. Δικαίωμα εἶνε ὁ ἕνας πού ᾽νε μασόνος κάνει τὰ δάχτυλά του ἔτσι, ὁ ἄλλος πού ᾽νε κομμουνιστὴς τὴν γροθιά του [ἔχει] σύμβολο τὴ γροθιά του. Θυμᾶμαι ἐγὼ πάνω στὰ Γρεβενά, σ᾽ ἕνα χωριὸ μοῦ λέει δέσποτα, ἤμουν τότε νεώτατος, πῆγα σ᾽ ἕνα χωριό. [Μοῦ λέει·] –Δεσπότη μου, πάτερ μου Αὐγουστῖνε, ἐδῶ ἦλθες; –Ἐδῶ ἦλθα. –Μὰ ἐδῶ, τὸ σκέφτηκες καλά; μοῦ λέει –Τί εἶνε ἐδῶ; –Χτύπα τὴν καμ­πάνα. Χτυπάω, κανείς. –Πᾶμε νὰ δῇς ποῦ εἴμεθα, πᾶμε νὰ δῇς σὲ ποιό χωριὸ βρίσκεσαι. Πάω λοιπὸν στὸ νεκροταφεῖο· εἶχαν ξερριζώσει ὅλους τοὺς σταυροὺς καὶ (ῥίξανε) (δυσδιάκριτον) [βάλανε] γροθιὲς ξύλινες γροθιὲς στὰ μνήματα ἐπάνω. Λοιπόν, καλὰ ἐσὺ ὁ ἄλλος ἔχεις τὴ γροθιά, ὁ ἄλλος ἔχει τὸ τρίγωνο, ὁ ἄλλος ξέρω ἐγὼ τί ἔχει, ὁ ἄλλος ἔχει διάφορα συνθήματα· ἐσὺ ὁ ἄλλος ἔχεις τὸ σταυρό. Ἐκεῖ λοιπὸν ποὺ πῆγαν ὅλοι ἦταν ὅλοι οἱ ἐπίσημοι, ἔκαναν κανονικὰ τὸ σῆμα των οἱ κομμουνισταί. Μέσ᾽ στοὺς ἑκατὸ – διακόσους – τριακόσους ἐπισήμους, νά καὶ ἔρχεται ἕνας. Τὸν κοιτάζουν. Ποιός ἦταν; ἐργάτης; χωρικός; Ὁ μεγαλύτερος λογοτέχνης τῆς ῾Ρωσίας, ἀνώτερος τοῦ Ντοστογιέφσκυ, ὁ διάσημος Σορδενίτσε [Σολζενίτσεν]. Τρεῖς φορὲς τὸν σταυρόν του! Πᾶρε τὸ μάθημά σου ἐσύ, κύριε, πάρε ἐσὺ ποὺ κάνεις τὸν ἐπιστήμονα καὶ τὸν λογοτέχνη καὶ τὸν λογογράφον τὸν μεγάλο ἀπὸ ἕναν Σορδενίτσε [Σολζενίτσεν] ποὺ μπροστὰ στοὺς ἀθέους καὶ ἀπίστους εἶχε τὴν τόλμη καὶ τὸ θάρρος νὰ κάνῃ τὸν σταυρόν του. «Ἔτι καὶ ἔτι…», «ἔτι καὶ ἔτι…»
� Θέλετε ἕνα ἄλλο; Ἂς φύγουμε ἀπὸ τὴν ῾Ρουμανία καὶ ἀπὸ τὴν Σερβία, καὶ ἂς ἔλθωμε ἐδῶ. Δὲν εἶνε πολλὰ χρόνια ποὺ ἐδῶ κάτω στὸ νησάκι, στὴν Μύκονο, τὸ νησάκι τὸ εὐλογημένο μὲ τὸ ὄμορφο τὸ μοναστηράκι τὴν Παναγιὰ τὴν Δουλιαρνή [Τουρλιανή], ποὺ πηγαίνουν ἐκεῖ πέρα οἱ χωρικοί μας. Πάει πλέον, πορνεῖο ἔγινε, διεθνὲς πορνεῖο! Στὸ Παρίσι μέσα αὐτοὶ οἱ διεφθαρμένοι Παρισινοὶ ξέρεις τί λένε; Βρέ ποῦ νὰ πᾶμε νὰ πιάσωμε; Νὰ πᾶμε στὴν Ἰταλία [Ἱσπανία]; μᾶς κυναγᾷ ὁ (Βράκο) [Φράνκο] (δυσδιάκριτον). Νὰ πᾶμε στὴν Ἰταλία, ἔχουν (ἐνέδρα) (δυσδιάκριτο). Νὰ πᾶμε στὴ Σερβία; Μμ!, ἅθεος εἶνε ὁ Τίτος, ἀλλὰ ἔχει ἠθική. Δυστυχῶς ἡ ἠθικὴ τῶν ἀθέων εἶνε μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν ἠθικὴ τῶν ἄλλων ἐθνῶν. Ἡ ἠθικὴ πού ᾽νε μέσα στὴ ῾Ρωσία καὶ στὴν Κίνα!… Στὴν Κίνα μέσα γεμᾶτο ταμπέλλες εἶνε· ἡ Κίνα Νέοι [Νέες] τῆς Κίνας, μὴ δημιουργεῖτε εὐκόλως σχέσεις μὲ νέους. Μόνον ὁ γάμος εἶνε ἱερὸς [νόμιμος] στὴν Κίνα. Ἐδῶ ποῦ ᾽νε τέτοια πράγματα; Λένε λοιπόν στὸ Παρίσι· –Ρέ, ποῦ νὰ πᾶμε; νὰ πᾶμε στὴ Βουλγαρία; νὰ πᾶμε ποῦ; Δὲν διαβάσατε πρὸ ἡμερῶν, ὅτι μέσ᾽ στὴ Σόφια τὰ κουρεῖα εἶχαν ὑπερωρία μέχρι τὰ μεσάνυχτα, τὰ κουρεῖα γιατὶ ἡ ἀστυνομία μάζεψε ὅλους [ὅλη] τὴ μαλλούρα καὶ τὴν κουρεύανε. Λοιπόν, κ᾽ ἕνας ἐκεῖ στὴ Φλώρινα ποὺ καθόμουν –τό ᾽χω πεῖ καὶ ἄλλες φορές, τὸ λέω καὶ ἐδῶ–, ἦρθε ἕνας στὴν μητρόπολί μου τὸ λέω μὲ δάκρυα στὰ μάτια· –Μὲ ξέρεις; μὲ ξέρεις. Ἐγὼ δὲν εἶμαι Σλάβος, ἐγὼ δὲν εἶμαι Βούλγαρος· ἐγὼ εἶμαι Ἕλληνας, ἔχω τραυματιστῆ, λοχίας ἐπάνω στὰ ψηλὰ βουνά. Λοιπόν χθὲς τὸ βράδυ ἔκλεισα τὸν Τίτο τὴν τηλεόρασι, τὴν ἔκλεισα τὴν τηλεόρασι. Μόλις πρόλαβα, γιατὶ ἀπὸ τὴν τηλεόρασι τὴν ἑλληνινὴ [πρόβαλε] μιὰ σχεδὸν γυμνὴ γυναίκα καὶ τὰ παιδιά μου , καὶ ἀνοίγω τὴν τηλεόρασι τῶν Σκοπίων καὶ ἦταν πιὸ σεμνά. Ποῦ κατήντησες πατρίδα, ποῦ κατήντησες πατρίδα! Λοιπόν, ἐκεῖ στὸ Παρίσι κουτσοπίνουνε καὶ λένε ποῦ νὰ πᾶμε; στὴ Σερβία; Μμ! Ἦλθε ἕνας ἄλλος –κοντὰ εἶνε τὰ Βιτόλια· τὰ Βιτόλια εἶνε κοντὰ στὸ Μοναστήρι– ἦλθε ἕνας ἄλλος καὶ μοῦ λέει· –Πῆγα στὸ Μοναστήρι καὶ τί νὰ δῶ; πῆγα σ᾽ ἕνα καφφενεῖο νὰ πιῶ τὸν καφφέ καὶ βλέπω μέσ᾽ στὸ καφφενεῖο μιὰ μαλλούρα μέχρι κάτω. Μωρὲ ἐδῶ τέτοια μαλλούρα! Μπαίνει ὁ ἀστυνομικὸς μέσα, τοῦ λέει· –Ἔλα ἐδῶ. Ξέρεις πολὺ καλά, ὅτι ἐμεῖς δὲν θέλουμε τέτοια πράγματα ἐδῶ στὴ Σερβία. Πῶς ἐσεῖς;… Λέει· –Μά μοῦ!… Σφυρίξανε, ἔρχεται τὸ ἑκατό, κατεβαίνει κάτω ἕνας ὑπαξιωματικὸς τῆς Σερβικῆς, τοῦ Τίτου ἀστυνομίας, βγάνει μιὰ ψαλίδα, τὸν γονατίζει κάτω –ἔφερε ἀντίστασι–, τοῦ ᾽κοψε καὶ μιὰ πέτσα ἀπὸ τὸ κεφάλι, ἀρχίσαν τὰ αἵματα καὶ κάτω ἀπὸ τὰ χειροκροτήματα ὅλων (…) (δυσδιάκριτον). Ἐδῶ [ἂν κανεὶς] ἀστυνομικός!… ― Ἔχουμε λαμπρὰ ἀστυνομία, ἀνωτέρα τῆς Βουλγαρίας, παιδιὰ ἄξια πάσης ἐκτιμήσεως. Ἀναστενάζουν. Ἐὰν τοὺς δώσουμε δικαίωμα, μέσα σὲ μιὰ νύχτα καθαρίζουν τὴν Ἀθήνα ὁλόκληρον, ὁλόκληρον τὴν Ἀθήνα ἀπὸ τὴ μαλλούρα. Ἀστυνομικὸς ποὺ ὑπηρέτησε τὴν πατρίδα καὶ ἔχει τραύματα μοῦ λέει· –Θὰ παραιτηθῶ! Δὲν τὸ ἐπιτρέπει ἡ συνείδησίς μου· καταντήσαμε νὰ (κρατοῦμε) (δυσδιάκριτο) τὸ φανάρι τῶν ἀτίμων μέσ᾽ στὴν Ἀθήνα καὶ μέσ᾽ στὰ νησιά μας. Καὶ τόλμα ἐσὺ νὰ τοὺς πειράξῃς ἐσὺ καθόλου. Λοιπόν, Ποῦ νὰ πᾶμε; λέει τὰ ἔκφυλα ὄντα, τὰ ἐκφυλισμένα ὄντα τῶν Παρισίων. Νὰ πᾶμε στὴ Μύκονο. Ἐκεῖ πηγαίνουν, στὴ Μύκονο καὶ στὴ ῾Ρόδο. Καὶ πίσω ἀπὸ μιὰ ῥαχούλα, Μοῦ ᾽πε κάποιος ἀνώτερος ὑπάλληλος, ὅτι πίσω ἀπὸ μιὰ ῥαχούλα, μιὰ ἀκρογιαλιὰ τῆς Μυκόνου ἔχουν ἐγκαταστήσει γυμνιστάς, ἐπιτρέπονται γυμνισταὶ ἐκεῖ μέσα. Ναί, [ἕνας] πῆγε στὴ Μύκονο νὰ ξεκου­ραστῇ, γιατὶ τὸ κεφάλι του τὸν πιέζει. Ἔχει ἕνα κεφάλι ὄχι τέτοιο, ἔχει αὐτὸς μυαλό. Αὐτὸς Γερμανὸς ἤτανε, ἀλλὰ τὸν πῆραν τώρα οἱ Ἀμερικᾶνοι. Εἶνε αὐτὸς ποὺ βρῆκε τοὺς πυραύλους, ὁ ἐπιστήμων τῶν πυραύλων. Πῆγε καὶ αὐτὸς στὴν Μύκονο. Πρωὶ – πρωὶ Κυριακή ὅλοι τους Εὐρωπαῖοι νᾶτοι μὲ γυμνὰ τὶς σάρκες των, ἄντρες καὶ γυναῖκες ἀνακατωμένοι μπλοὺμ μέσα στὴν ἀτίμια καὶ μέσ᾽ στὴν θάλασσα. Ἕνας μόνο Κυριακὴ τὸ πρωὶ δὲν πῆγε. Σηκώθηκε πρωὶ – πρωί, ἐπῆγε στὴν ἐκκλησιὰ μέσα. Ποιός εἶνε; Ὁ μέγας αὐτὸς ὁ ἐπιστήμων. Πάρ᾽ τον λοιπόν, ἐσὺ κύριε ἀκαδημαϊκέ, κύριε καθηγητά (τοῦ Ἀθηναίϊκου) (δυσδιάκριτο) πανεπιστημίου, ποὺ ὁρίζεις τὴν Κυριακὴ τὸ πρωὶ ἐξετάσεις γιὰ τὰ παιδιά, γιὰ νά ᾽χῃς τὸ ἀπόγευμα ἐλεύθερο, δὲν ξέρω τί νὰ κάνῃς. Πάρε καὶ ἐσὺ ἀπ᾽ αὐτὸν τὸν μεγάλο ἐπιστήμονα τὸ μάθημά σου, ποὺ ἦλθε στὴ Μύκονο, καθολικὸς αὐτός, καὶ πῆγε στὴν ἐκκλησιὰ κ᾽ ἔκανε τὸν σταυρόν του. Μά, καὶ ὅταν βγῆκε ἔξω, [τὸν ῥωτήσανε]· –Μά, πιστεύεις; –Πιστεύω πιὸ βαθειὰ τώρα ἀπ᾽ ὅ,τι πίστευα πρῶτα, γιατὶ παντοῦ βλέπω τὸν Θεό. Πάρ᾽ το κ᾽ ἐσὺ τὸ μάθημα.
Θὰ μποροῦσα ἀκόμα καὶ ἄλλα παραδείγματα νὰ σᾶς ἀναφέρω. Τελείωσα. Νομίζω σᾶς ἔδωσα μὲ μερικὰ παραδείγματα τὴν εἰκόνα ἀφ᾽ ἑνὸς μὲν τῆς προόδου στὸ κακό, ἀφ᾽ ἑτέρου τῆς προόδου εἰς τὴν ἀρετή. Ἐπαναλαμβάνω· «ὁ ἀδικῶν ἀδικησάτω ἔτι, καὶ ὁ ῥυπαρὸς ῥυπαρευθήτω ἔτι, καὶ ὁ δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω ἔτι, καὶ ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι». Μάλιστα, ἀγαπητοί μου.

Σᾶς προειδοποιῶ, ὅτι τὸ κακὸ δὲν θὰ σταματήσῃ. Δὲν ἔχω καιρὸ νὰ σᾶς πῶ, γιατί τὸ κακὸ δὲν θὰ σταματήσῃ ἀλλὰ θὰ προχωρήσῃ ἀκόμη περισσότερο. Καὶ θὰ σαπίσῃ ἀκόμη περισσότερο ἡ κοινωνία καὶ ὁλόκληρος ὁ κόσμος καὶ ἡ πατρίδα μας ἀκόμη. Νὰ περιμένετε πράγματα φρικτὰ στὸν κόσμο. Ἡ διαφθορὰ θὰ αὐξήσῃ. Τὸ εἴδατε; Κάτω στὸ Ἡράκλειο ἔχουν καὶ αὐτοὶ στὴ γωνιά, στὸ Ὀμπλού, σ᾽ ἕνα μοναστήρι σὲ κάτι βράχους μέσα, ποὺ τὰ γαλανά μας κύματα στὴ λεβέντρα αὐτὴ τὴν μεγάλη νῆσο τῶν ἡρώων καὶ τῶν μεγάλων πνευμάτων τὰ μόλυναν καὶ κατόπιν πετοῦν μὲ τὸ ἀεροπλάνο νὰ κοιτάξουνε, ἂν ῥίξανε πετρέλαια στὴ θάλασσα. Ὦ ὑποκριταί, κοιτᾶτε, ἂν ἡ θάλασσα εἶνε ἁγνὴ καὶ ἀμόλυντος, καὶ τὴν μεγάλη θάλασσά μας, τὴν γαλανή μας θάλασσα, τὰ νιᾶτα μας καὶ τὴ νεότητα, τὴν ἀφήνουν νὰ τὴν βρωμίσ[ζ]ουν μέρα-νύχτα ἑκατομμύρια παλιάνθρωποι καὶ ἐλεεινὰ ὑποκείμενα ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ. Ναί. Κοιτάζουν νὰ μὴ λερώσουν οἱ θάλασσες καὶ τὰ ποτάμια, καὶ ἀφήσανε τὰ πολυτιμότερα ποταμῶν καὶ θαλασσῶν, [τὴν] ἑλληνικὴ νεότητα, νὰ διαφθαρῇ τελείως. Ἐκεῖ λοιπόν οἱ γυμνισταὶ ξεκινήσανε ἀπὸ τὴν Ὀμπλοῦ καὶ μπήκανε μέσα καὶ προχωρήσανε καὶ μπήκανε στὸ μπαλκόνι μέσ᾽ στὸ Ἡράκλειο, στὸ μεγαλύτερο μπαλκόνι καὶ παρουσιαστήκανε τσίτσιδοι. Ἀλλὰ οἱ Κρητικοὶ εἶνε Κρητικοί! Ἔχουν βέβαια τὴν διαφθορά τους, ἀλλὰ ἔχουν καὶ λεβεντιά· καὶ μαζευτήκανε ἀπὸ κάτω καὶ γυναῖκες καὶ ἄντρες καὶ ἄρχισαν νὰ πετροβολοῦν τὸ μπαλκόνι τοῦ ξενοδοχείου, ἕως ὅτου ἀναγκάστηκε ἡ ἀστυνομία καὶ τοὺς σταμάτησε.
Ἐκεῖ φθάσαμε, ἐκεῖ θὰ φθάσουμε ἀκόμα. Δὲ γινήκαμε βέβαια Δανία ἀκόμα. Δανία δὲ γινήκαμε ἀκόμα, Θὰ γίνουμε Δανία, χειρότερα ἀπὸ Δανία, θὰ γίνουμε χειρότερα. Πώ πω πω πω! Χθὲς προχθὲς διάβασα. Αὐτὸ εἶνε ἀπίστευτο. Στὴν Ἀμέρικα Στὸ Λονδῖνο μέσα μαζεύτηκαν πρὸ δυὸ χρόνια οἱ βουλευτάδες οἱ Ἄγγλοι, οἱ Ἄγγλοι ποὺ κρατοῦσαν ἄλλοτε τὸ Εὐαγγέλιο, οἱ Ἄγγλοι ποὺ κάνανε τὴν προσευχήν τους, οἱ Ἄγγλοι πού ᾽ταν ἕνας μεγάλος καὶ ὑψηλὸς λαός, ποὺ ξάπλωσε τὶς φτεροῦγες του στὴ θάλασσα ὁλόκληρο, οἱ Ἄγγλοι λοιπὸν τῆς Βίβλου, οἱ Ἄγγλοι αὐτοὶ διεφθάρησαν καὶ ψήφισαν νόμο νὰ ἐπιτρέπουν ψηφίσαν νόμο καὶ εἴπανε ἐπιτρέπεται νὰ παντρεύεται ἄντρας μὲ ἄντρα! Καὶ ἕνας μόνο διαφώνισε, ἕνας ἔνδοξος στρατηγός, χριστιανὸς ἑκατὸ τοῖς ἑκατό, ὁ Ματφόρε [Μοντγκόμερυ] ὀγδονταπέντε χρονῶν, καὶ πῆρε τὰ παράσημά του, ἑκατὸ παράσημα, καὶ τὰ πέταξε.
Θέ᾽τε ἄλλο; Κάτω στὴν Ἀμέρικα ποὺ σάπισε ἡ Ἀμέρικα. Ἂν τὴν σώσῃ ὁ Θεὸς τὴν Ἀμερική, [θὰ τὴ σώσῃ], γιατὶ ἔχουν καὶ αὐτοὶ ἕνα μεγάλο καλό, εἶνε φιλάνθρωποι. Σάπισε!… Τί νὰ δῇς; Ὅλες σχεδὸν οἱ ἐφημερίδες τὸ δημοσιεύσανε, ὅτι κάποιος σὲ κάποιον παπᾶ, σ᾽ ἕνα πάστορα μὲ τ᾽ ἄμφιά του, μὲ τὸν σταυρόν του, μὲ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἀπὸ κάτω στεφανώνει ἕνα ἀντρόγυνο. Ὁ ἕνας εἶνε Ἡ νύφη εἶνε ἄντρας!
Σημεῖα τῶν καιρῶν, σημεῖα τῶν καιρῶν! Κάτι μοῦ ᾽ρχεται!… θὰ σταματήσω. Μοῦ ᾽ρχεται νὰ κλάψω, κάτι βλέπω. Βλέπω ἕνα μαῦρο σύννεφο ποὺ ἔρχεται ψηλὰ-ψηλά, εἴτε ἀπὸ βορρᾶ, εἴτε ἀπὸ δύσι. Πώ πω, φοβερὸ πρᾶγμα. Πέστε νὰ σταματήσω, πέστε ἂν εἶστε παιδιὰ ἐδῶ κάτι. Τί λέγει μέσα; Αὐτὸ ποὺ λέγει μέσα, ποὺ σᾶς διάβασα· «Ὁ ἀδικῶν ἀδικησάτω ἔτι, καὶ ὁ ῥυπαρὸς ῥυπαρευθήτω ἔτι, καὶ ὁ δίκαιος διακαιοσύνην ποιησάτω ἔτι, καὶ ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι». Λέει καὶ κάτι ἄλλο· «Ὁ καιρὸς ἐγγύς [ἐστιν]» (Ἀπ. 22,10). Ἂς κλέβῃ αὐτός, ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα θὰ τὸν πάρῃ καὶ θὰ τὸν ἁρπάξῃ, θὰ τὸν βουτήξῃ· θὰ ἔλθῃ ἡ τσιμπίδα νὰ τὸν πιάσῃ αὐτόν. Ἔτσι ἦταν στὰ παλιὰ τὰ Σόδομα· γλεντοῦσαν, διασκεδάζανε καὶ ξαφνικὰ γέμισε ὁ οὐρανὸς ἀπὸ μαῦρα σύννεφα καὶ ἔβρεξε φωτιὰ καὶ θειάφι καὶ λαμπάδιασε ὁ τόπος καὶ καήκανε τὰ πάντα. Ἔτσι ἤτανε ἐδῶ στὴ Πομπηία, στὴν ἁμαρτωλὴ Πομπηία· διασκεδάζανε, ὠργιάζανε καὶ ξαφνικὰ ἄνοιξε τὸ βουνὸ καὶ ξέρασε φωτιὰ καὶ τοὺς ἔκανε κάρβουνο, καὶ βρεθήκανε, ὅπως ἤτανε· ὁ ἕνας τὴν ὥρα ποὺ ᾽κλεβε, πού ᾽χε πηδήσει τὸν φράχτη, ὁ ἄλλος τὴν ὥρα ποὺ τσακωνότανε μ᾽ ἕνα ἄλλον, ὁ τρίτος ποὺ ᾽ταν ξεγυμνωμένος καὶ ἔκανε αἰσχρὰ πράγματα. Ἔτσι πιαστήκανε, δὲν προλάβανε, ὅπως ἤτανε καὶ τοὺς ἔχουνε κάρβουνο, ὅπως εἶνε, ὁ ἕνας μὲ τὴν αἰσχρότητα [κ.λπ.], τά ᾽χουν κλεισμένα μέσ᾽ στὸ μουσεῖο τῆς Πομπηίας καὶ ἀπαγορεύεται ἡ εἴσοδος. Ἔτσι ἀκριβῶς θὰ συμβῇ. Τὴν ὥρα ποὺ κλέβεις, τὴν ὥρα ποὺ ὀργιάζεις, τὴν ὥρα ποὺ βγάνεις τὰ μάτια σου, τὴν ὥρα ποὺ ἀτιμάζεις, τὴν ὥρα ποὺ ὀργιάζεις, τὴν ὥρα ποὺ χωρίζεις τὴν γυναῖκα του, τὴν ὥρα ποὺ κλέβεις, ἔτσι θά ᾽ρθῃ τὸ σύννεφο τὸ μεγάλο, τὸ φοβερό, τὸ ἀπαίσιο σύννεφο καί!…Ἐγγύς, «ὁ καιρὸς ἐγγύς [ἐστιν]», κοντὰ ὁ καιρός.
Καὶ θυμᾶμαι ἀπὸ τὰ παιδικά μου χρόνια, πᾶνε πενήντα χρόνια τώρα (1922+50=1972), ποὺ ᾽γινε αὐτὴ ἡ μεγάλη καταστροφὴ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας –μεγάλο σύννεφο ἦλθε στὴ Μικρὰ Ἀσία– καὶ γυρίσανε στὸ χωριό μου ἀπὸ τὰ διακόσα παιδιὰ οὔτε τὰ εἴκοσι δὲν γυρίσανε. Καὶ μαζευτήκαμε ἐμεῖς τὰ μικρὰ παιδιὰ καὶ οἱ μανάδες καὶ κλαίγαμε καὶ λέγανε ποῦ ᾽νε ὁ ἕνας, ποῦ ᾽νε ὁ ἄλλος; Καὶ ἕνα χρόνο ὁλόκληρο κλαίγανε τὰ βουνὰ καὶ τὰ λαγκάδια γιὰ τὰ παιδιὰ ποὺ ἀφήσανε στὸ Σαγγάριο. Κάπου λοιπόν κ᾽ ἐγὼ μικρὸς ἄκουσα ἀπὸ κοντὰ –εἶνε ἡ ῾Ρωσία πού ᾽χε πάρει μέρος– καὶ ῥωτήσανε. Λέει, –Δὲν μπορῶ νὰ σᾶς πῶ. –Μὰ τί ἔγινε ὁ Γιῶργος; ποῦ ᾽νε ὁ Γιῶργος, τὸ καλὸ αὐτὸ παιδί; δὲν πρόλαβε; –Ἄχ, λέει, ντρέπομαι νὰ σᾶς τὸ πῶ. Μᾶς πῆραν φαλάγγι οἱ Τουρκαλάδες, μᾶς κυνηγούσανε πρὸς τὸ Ξενικλί [μᾶλλον Σαλιχλῆ] πέρα καί, ἐνῷ τὸν βρήκανε [καὶ τοῦ φωνάζανε], βρέ Γιῶργο ἔλα, τί εἶχε κάνει αὐτός; Εἶχε μπεῖ μέσα σὲ μιὰ χανούμισσα, εἶχε μιὰ καλύβα, ὠργίαζε μὲ τὴν χανούμισσα. Ἄλλοι τὴν ὥρα ἐκείνη ποὺ ἔφευγε ὁ στρατός μας πανικόβλητος καὶ μᾶς κυνηγούσανε, βρήκανε τὴν εὐκαιρία νὰ κλέβουνε, ν᾽ ἁρπάζουνε, ν᾽ ἀτιμάζουνε, ἄλλοι σκοτώνανε βόδια, γιὰ ν᾽ ἀνοίξουν τὰ βόδια τὰ δαμάλια νὰ βγάλουν τὰ ἐντόσθια νὰ τὰ ψήσουνε, χάνανε χρόνο, γράπ!… Μέσ᾽ στὶς κλεψιὲς καὶ ἀτιμίες τοὺς πιάσανε. Τ᾽ ἄλλα παιδιὰ φεύγανε καὶ ἦρθαν στὴν Ἑλλάδα.
Θέ᾽τε ἄλλο παράδειγμα ποὺ συνέβη στὸν ὠκεανόν; Δὲν εἶνε πολὺ καιρὸ ποὺ συνέβη στὸν ὠκεανό. Ἕνα καράβι πνιγότανε στὰ ἄγρια κύματα. Ὁ πλοίαρχος στὴ γέφυρα ἀπάνω τὸ σύνθημα· Παιδιὰ στὶς βάρκες, παιδιὰ στὰ σωσίβια! Αὐτὸς ἐπάνω ἀτάραχος. Ὁ καπετάνιος ἐπάνω στὴ γέφυρα, ποὺ ἔβλεπε τὸ καράβι, κατεβήκανε βιαστικὰ-βιαστικά, ἔβαλε τάξι, κατεβήκανε τὰ παιδιὰ πρῶτα μὲ τὸ πιστόλι στὸ χέρι, κατεβήκανε οἱ γυναῖκες, κατεβήκανε οἱ γέροι, ὅλοι κατεβήκανε, αὐτὸς ἐπάνω ἀετός, ἕνας δὲν κατέβαινε. –Βρέ ἔλα ἔξω τὸ πλοῖο σὲ λίγο βουλιάζει, ἔλα ἔξω. Ἦταν κλέπτης καὶ βρῆκε τὴν εὐκαιρία νὰ κλέψῃ. Καὶ ἐπειδὴ πήγαινε ἀπὸ καμπίνα σὲ καμπίνα καὶ ἔκλεβε καὶ ἔβαζε…, καὶ ἔκλεβε… καὶ ἔκλεβε…, καὶ κοίταζε καὶ ἀπ᾽ ἔξω, σοῦ λέει ἔχω καιρό, ἀλλὰ ὅταν ξαφνικὰ μὲ μία ἀπότομη στροφή μπλούμ! πάει αὐτὸς ὁ κλέφτης μαζί, πάει. Ἔτσι ἀκριβῶς εἶνε. Ἐνῷ τὸ πλοῖο ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα βυθίζεται καὶ καταποντίζεται ἡ ἀνθρωπότης, αὐτοὶ μέσ᾽ στὸ πλοῖο αὐτό, τὸ λίγο αὐτὸ διάστημα ποὺ ἔχουμε δημιουργοῦν κλέβουν καὶ ἀτιμάζουν καὶ ὠργιάζουν. «Ἐγγύς ὁ καιρός»! Λίγα λεπτὰ ἔχουμε πλέον στὴν διάθεσίν μας, ἂν μπορέσωμε στὰ λίγα αὐτὰ λεπτὰ νὰ τὰ ἀξιοποιήσωμεν.
Τί πρέπει νὰ κάνωμε; νὰ σταυρώσουμε τὰ χέρια καὶ νὰ ἀφήσωμε τὸ κῦμα αὐτὸ νὰ ξαπλώσῃ; Ὄχι! «Ἔτι καὶ ἔτι…». Ὅσοι γενναῖοι, ὅσοι ὑψηλοί, ὅσοι [ἔχετε] τὸ αἴσθημα, ὅσοι ἔχετε ντροπὴ μέσα, πρέπει νὰ ἀντισταθοῦμε σ᾽ αὐτὸ τὸ κακό. Ὄχι ἁπλῶς νὰ κάνουμε ἐκεῖνο ποὺ κάνουμε. Ἀλλὰ ἐδῶ εἶνε τώρα. Ἐὰν σᾶς πῶ ἐγὼ αὐτὴν τὴν ὥρα, ὅπως εἶστε δυὸ χιλιάδες, τρεῖς χιλιάδες, νὰ βγοῦμε στὸ δρόμο, νὰ κάνουμε μιὰ διαδήλωσι γιὰ ἕνα μεγάλο καὶ ὑψηλὸ σκοπό, πόσοι θὰ ἀκολουθήσετε τὸν Αὐγουστῖνο; –Ὅλοι! Μὴν τὰ λέτε σ᾽ ἐμένα αὐτά, γιατὶ ἀπὸ ἐδῶ μόλις ξεκινήσωμε καὶ ἕως νὰ φτάσωμε παρακάτω καὶ παρουσιαστῇ ἡ φάλαγγα τῶν ἀστυνομικῶν μας, δὲν θὰ μείνωμε ἕως νὰ πᾶμε παρακάτω ἑκατὸ μέτρα, δὲν θὰ μείνῃ κανείς [παρὰ] μόνο ὁ δεσπότης. Εἶνε δειλοὶ καὶ ἄνανδροι οἱ χριστιανοί. Ἐμεῖς δὲν λέμε νὰ γκρεμίσωμε τὸ καθεστώς, ἐμεῖς δὲν λέγομε νὰ γκρεμίσωμε τὰ καθεστῶτα, ἐμεῖς δὲν ἔχομε καμμία ἀνάμειξι στὴν πολιτική. Ὄχι, κύριοι. ἀλλὰ ὅταν βλέπῃς τοὺς ἄλλους ἐκεῖνα τὰ παλιόπαιδα ποὺ παίρνουν στὰ χέρια τους μπόμπες καὶ τὶς ῥίχνουν χάμω κ.λ.π. Κανείς δὲν σοῦ λέει νὰ πάρῃς στὰ χέρια σου μπόμπα, δὲν σοῦ ᾽πε νὰ πάρῃς δυναμίτες νὰ τινάξῃς στὸν ἀέρα τὰ ἀστυνομικὰ τμήματα· ἐμεῖς σοῦ λέμε νὰ κάνῃς τὴ γλῶσσα σου βόμπα, νὰ τὴν κάνῃς κεραυνό, νὰ τὴν κάνῃς ἀστροπελέκι καὶ νὰ φωνάξῃς «αἶσχος». Δὲν τὸ λέτε οὔτε αὐτό. Λοιπόν, ποῦ ᾽νε ἡ χριστιανοσύνη; Γι᾽ αὐτὸ λέγω, ὅτι τὸ κακὸ θὰ προχωρήσῃ ἁλματικῶς. Δὲν μπορεῖτε νὰ φανταστῆτε. Κουβέντιαζα μὲ κάποιον, ποὺ ξέρει καλὰ τὰ ἑλληνικὰ πράγματα, ξέρει καλὰ τὴν κατάστασι, καὶ τοῦ ἔλεγα, –Ποῦ πᾶμε ἠθικῶς; δὲν ζητῶ στρατιωτικῶς, δὲν ζητῶ οἰκονομικῶς· ἠθικῶς μὲ ἐνδιαφέρει. Ποῦ πᾶμε; θὰ γίνωμε Δανία; θὰ γίνωμε Σκανδιναβία; Μοῦ λέει· –Τί καταλαβαίνεις; –Ἐγὼ τί καταλαβαίνω; καταλαβαίνω, ὅτι λέει τί ἰδέαν ἔχεις; Λέγει Ἐγὼ ξέρω καλά, ὅτι, ἂν πάῃ ἕνας γιατρὸς καὶ ἐξετάσῃ σὲ μιὰ πόλι τῆς Μακεδονίας, –δὲν λέγω τὸ ὄνομά της πού ᾽νε σχετικῶς καλή–, ἂν πάῃ ἕνας γιατρός καὶ ἐξετάσῃ τὰ κορίτσια τῶν τελευταίων τάξεων τοῦ Γυμνασίου, ὀγδόντα τοῖς ἑκατὸ εἶνε κατεστραμμένα. Μοῦ λέει αὐτός, ὁ ὁποῖος ἔχει ἐξέχουσα θέσιν καὶ ἦταν σὲ μιὰ μεγάλη πόλι –δὲν τὴν λέγω καὶ αὐτή–, λάθος κάνεις. Ἐγὼ ἐκεῖ ποὺ ἤμουνα, ἔκανα ἔρευνα καὶ ἀπέδειξα, ὅτι τὰ ἐνενήντα ὀχτὼ [τοῖς ἑκατὸ] τῶν κοριτσιῶν τῶν ἀνωτέρων τάξεων τοῦ Γυμνασίου εἶνε κατεστραμμένα. Ποῦ πᾶμε, Θεέ μου; ποῦ πᾶμε; Καὶ κάποιος ἄλλος μιλώντας στὴ Βουλὴ εἶπε· Μὴ σκοτίζεστε! δὲν ὑπάρχει πιὰ παρθενία στὴν Ἑλλάδα. Ἐκεῖ πέρα φθάσαμε.
Ποῦ πᾶμε; «Ἐγγύς ἐστι τὸ τέλος». Τί νὰ κάνωμε; Οἱ ἐφημερίδες δὲν βοηθᾶνε, οἱ ἄλλοι δὲν βοηθᾶνε, μείναμε πιὰ ἐμεῖς καὶ μᾶς κολλήσανε, ἀδέρφια μου, στὴν πλάτη μου μιὰ μεγάλη ταμπέλλα καὶ μείναμε μόνοι μας. καὶ μᾶς κολήσανε σὲ μιὰ ταμπέλα μεγάλη. Δόξα σοι ὁ Θεός, δόξα σοι ὁ Θεός! Τὸν εὐχαριστῶ τὸν Μεγαλοδύναμο γι᾽ αὐτὴν τὴν ταμπέλλα ποὺ μοῦ κολλήσανε παπᾶδες, δεσποτάδες, θεολόγοι, ἱεροκήρυκες, καὶ ἔτσι ἡ ἐπίδρασίς μου εἶνε πολὺ μικρὰ στὴν πατρίδα μου. Μὴ βλέπετε ἐσεῖς καλό, πού ᾽ρθατε ἐδῶ. Πρὸ δυὸ μερῶν, προτοῦ κατέβω κάτω, νά καὶ ἤρθανε στὸ γραφεῖο μου δυό. Λέω, –Τί εἶστε ἐσεῖς; –Ἐγώ, λέει ὁ ἕνας, ἀπὸ τὴ Δράμα εἶμαι. –Ὁ ἄλλος; –Ἀπὸ τὴν Καβάλα. –Τί κάνεις ἐσύ; –Ἐγὼ εἶμαι ξενοδόχος, διευθυντὴς ξενοδοχείου. –Ἐσὺ ὁ ἄλλος; –Ἐγὼ εἶμαι πράκτορας. –Καὶ πῶς ἤρθατε; –Περάσαμε νὰ δοῦμε τὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ δὲν πήγαμε σὲ κανένα δεσπότη, σ᾽ ἐσένα ἐρχόμεθα. –Γιατί ἤρθατε σ᾽ ἐμένα; Λέει· –Ἤρθαμε νὰ δοῦμε μὲ τὰ δικά μας μάτια, μᾶς συγχωρεῖς δεσπότη, μήπως εἶσαι τρελλός. Σὲ θεωροῦν τρελλό, λέει. Ἐγὼ βέβαια σὰν ἄνθρωπος ἀγανάκτησα, ἀλλὰ κοίταξα τὸν Ἐσταυρωμένο καὶ λέω· Δός μου ὑπομονή, Χριστέ μου, νὰ τοὺς κερδίσω αὐτοὺς πού ᾽ρθαν ἐδῶ πέρα, ἕστω καὶ ἀπὸ περιέργεια. –Δὲ μοῦ λές, λέω, ἐσὺ ποὺ ἔχεις τὸ πρακτορεῖο, πόσα παιδιὰ ἔχεις; Παντρεύτηκα [–Εἶμαι παντρεμένος], λέει, δέκα χρόνια Πόσα παιδιὰ ἔχεις; Λέει, [καὶ ἔχω] δυό. –Ντροπή σου. Ἀφοῦ ἔχεις (…) (δυσδιάκρτον), ἔπρεπε νὰ ἔχῃς πέντε – δέκα παιδιά. –Ἐσὺ ὁ ἄλλος ποὺ ἔχεις τὸ μεγάλο ξενοδοχεῖο, πόσα παιδιά; –Μμ! κ᾽ ἐγὼ δυὸ παιδιά. –Μπράβο, λέω. Τοὺς ἔκανα θεωρία. Λέω, –Δυὸ παιδιὰ κάνατε; –Δυὸ παιδιά. –Κατηραμένοι νά ᾽στε, λέω. Μέσ᾽ στὰ πολλὰ παιδιὰ εἶνε ἡ (θυσία)(δυσδιάκριτον). Δὲν κοιτάζετε τὴν πατρίδα μας; δὲν πᾶτε στὴν Ἀλμπάνια, γέμισε παιδιά· δὲν πᾶτε στὴ Σερβία, γέμισε παιδιά. Δὲν πᾶτε στὴ Βουλγαρία! ἡ [στὴν] Τουρκία (…)(δυσδιάκριτον). Γηροκομεῖο γινήκαμε. Ἡ Ἀλμπάνια ἀπὸ ὀχτακόσες χιλιάδες [ἔγιναν] δυὸ ἑκατομμύρια, οἱ Σέρβοι αὐξηθήκανε, οἱ Τοῦρκοι πενήντα ἑκατομμύρια αὐξηθήκανε, οἱ ῾Ρῶσοι, καὶ ἄλλα τριάντα ἑκατομμύρια ἡ Ἀμερική, καὶ ἡμεῖς ὀλιγοστεύομε τὰ παιδιά. Καὶ μέσ᾽ στὰ πολλὰ παιδιὰ θὰ βγῇ καὶ ἕνα καλὸ παιδί. Τὰ πρῶτα παιδιὰ εἶνε μπουνταλᾶδες, τὰ τελευταῖα παιδιὰ εἶνε εὐλογημένα. Τὰ ἐξυπνότερα παιδιὰ εἶνε τὰ τελευταῖα, τὰ πρῶτα δὲν εἶνε. –Μά, δέσποτα, προφήτης εἶσαι; Ὁ πατέρας μου ἐγέννησε ἑφτὰ παιδιά. Τὸ τελευταῖο παιδὶ εἶνε καθηγητὴς πανεπιστημίου στὴ Θεσσαλονίκη. –Εἶδες λοιπόν; Μέσ᾽ στὰ ἑφτὰ παιδιὰ ὁ ἕνας μπουνταλᾶς, ὁ ἄλλος…, μέχρι τὸ τελευταῖο παιδί νᾶτο! Νά τὸ λαχεῖο! Βρέ, ἐγκληματία ἄντρα τί κάνεις! Τὸ τελευταῖο παιδί καθηγητὴς πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ἄχ, βρέ δεσπότη μου, ἔχεις δίκιο. Θὰ πάω στὸ σπίτι μου καὶ τοῦ χρόνου τέτοια μέρα θὰ ᾽ρθω καὶ θὰ σοῦ πῶ, ὅτι ἡ γυναίκα μου γέννησε καινούργιο παιδί. Τοῦ λέει· –Ἐσὺ ὁ ἄλλος τί θὰ κάνῃς; –Μμ! καὶ ἐγὼ θέλω, ἀλλὰ ἔχω μιὰ γυναῖκα δὲν μπορῶ νὰ σοῦ πῶ, ἂν θὰ τὴν πείσω. Αὐτὴ ἡ ἱστορία ἔγινε.
Λοιπὸν ἐμᾶς, οὕτως ἢ ἅλλως, μᾶς κολλήσανε πίσω στὶς πλάτες μιὰ ταμπέλλα· «Τὸν Καντιώτη ἀκοῦτε; αὐτὸς εἶνε τρελλός!». Μακάρι νὰ ἤμασταν ἐμεῖς τρελλοὶ καὶ [νὰ] ἦταν ὅλοι αὐτοὶ συνετοὶ καὶ φρόνιμοι. Τί θὰ γίνῃ;
Ἄα, ὑπάρχει μιὰ ἐλπίς. Ποιά ἐλπίς; Ὑπάρχει ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Αὐτὴ θὰ συνέλθῃ τὸν ἄλλο μῆνα. Θὰ ξανάρθω· ἂν θέλῃ ὁ Θεὸς καὶ ζήσω, θὰ εἶμαι ἐδῶ. Καὶ αὐτοὶ ἔχουν τὴν πιὸ μεγάλη εὐθύνη. Θέλω νὰ ἐλπίζω, ὅτι ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τὰ αὐτὰ φρονήματα καὶ τὰ αὐτὰ αἰσθήματα, καὶ πιστεύομε νὰ ἀξιώσωμεν ἀπὸ τὸ κράτος, τὸ σημερινὸ κράτος νὰ ἀξιώσωμε ὡρισμένα πράγματα, ἕνα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, ἕξι, ἑφτά, ὀχτώ, ἐννέα, δέκα πράγματα, τά ᾽χω ἀπὸ τώρα ξεκαθαρισμένα, Δέκα πράγματα καὶ νὰ παρουσιαστοῦμε μπροστὰ σ᾽ αὐτοὺς ποὺ μᾶς κυβερνοῦνε, πού ᾽νε ἄνθρωποι μὲ τιμὴ καὶ ὑπόληψι καὶ ἀνδρεία (=ἐννοεῖ τοὺς στρατιωτικοὺς τῆς δικτατορίας). Δὲν τὸ λέγω νὰ τοὺς κολακεύσω, δὲν τὸ λέγω, ἀλλὰ κρατήσανε τὴν Ἑλλάδα στὰ ψηλὰ βουνά. Ἀλλὰ φοβοῦμαι μήπως φανήκανε ἥρωες στὰ ψηλὰ βουνά, καὶ φαίνονται δειλοὶ μέσα σ᾽ αὐτὴν τὴν κοινωνία, ποὺ θέλουν νὰ πατάξουν τὸ ἠθικὸν κακόν, τὸ ὁποῖο εἶνε τὸ ὑπ᾽ ἀριθμὸν ἕνα. Ὁ ἐκφυλισμὸς εἶνε τὸ ὑπ᾽ ἀριθμὸν ἕνα ἐχθρὸς τῆς φυλῆς. Θ᾽ ἀξιώσουμε ὡς κεφαλή, ὡς Ἱεραρχία ἀπ᾽ αὐτοὺς ποὺ μᾶς κυβερνᾶνε, ἀπ᾽ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν τὸ κράτος τὸ σημερινό, θ᾽ ἀξιώσουμε δέκα πράγματα γιὰ τὸ καλὸ τῶν παιδιῶν σας, γιὰ τὸ καλὸ τῆς πατρίδος, γιὰ τὸ καλὸ τῆς κοινωνίας. Ὡς λαὸς θὰ εἶστε μαζί; Καὶ ἂν δὲν μᾶς ἀκούσουν, σᾶς ὁμιλῶ ἐδῶ μ᾽ ὅλην τὴν συναίσθησι, ἐὰν δὲν μᾶς ἀκούσουν, τοὺς ζυγοὺς λύσατε, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον· Κράτος ἑλληνικόν, ἑκατὸν πενήντα χρόνια κρατᾶμε τὰ θυμιατὰ καὶ σᾶς θυμιάζουμε μὲ τὰ πολυχρόνιά σας καὶ μ᾽ ἐκεῖνο καὶ μ᾽ ἐκεῖνο, ἑκατὸ χρόνια σᾶς θυμιάζουμε. Θὰ πάψῃ τὸ θυμιατὸ καὶ θὰ ἀξιώσουμε νὰ χωρίσῃ ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὸ Κράτος· καὶ τὸ Κράτος ἂς βαδίσῃ τὸ δρόμο του, ἂς γίνῃ πορνεῖο, ἂς γίνῃ κιναιδεῖο, ἂς γίνῃ ὅ,τι νά ᾽νε, ἂς βαδίσῃ τὸ δρόμο του, τὸ δρόμο τῶν καισάρων, τὸ δρόμο τῆς Πομπηίας, τὸ δρόμο τῶν Σοδόμων, τὸν δρόμο τοῦ κυνισμοῦ, τὸν δρόμο τῆς διαφθορᾶς, τὸν δρόμο τῆς καταστροφῆς· ἂς τὸν βαδίσῃ! «Ὅσοι πιστοί», θὰ μείνωμε ἡ «ἐλευθέρα καὶ ζῶσα Ἐκκλησία»!
Ἀλλὰ πιστεύω στὸ Θεό, ὅτι θὰ μᾶς βοηθήσῃ τὸ ἔθνος. Ἔχω πολλὰς ἐνδείξεις ὅτι, ἂν παρουσιαστοῦμε μὲ δύναμι προφήτου μπροστὰ στοὺς ἰσχυροὺς τῆς ἡμέρας, θὰ γονατίσουν. Δὲν ὑπάρχει ἰσχυρός. Μόνο ἰσχυρὸς εἶνε ὁ Θεός. Διαβάστε ἐπάνω, ἀδέρφια μου, αὐτὸ τὸ ῥητὸ ποὺ ἔχω ἐπάνω. Ὅταν περπατοῦσα ἐδῶ στὴν Ἀθήνα, μὲ πλησίασε ἕνας ὁδοκαθαριστής. Ὁ ὁδοκαθαριστὴς λέει· ―Δεσπότη, πάτερ μου, τώρα ποὺ χτίζεις ἕνας ποὺ σκούπιζε μπορεῖ νὰ ᾽νε καὶ ἐδῶ μέσα αὐτὴν τὴν ὥρα κάτω ἀπὸ τὸ Αἰγάλεω ἤτανε. Τὸν ἤξερα ἀπὸ τὸ Μεσολόγγι. Σταμάτησε τὴ σκούπα· –Κάτσε νὰ σοῦ πῶ στὸ αὐτί· τώρα ποὺ χτίζεις τὴν αἴθουσα, λέει, βάλε ἀπάνω ἐκεῖ ψηλὰ ἕνα ῥητό, νὰ τὸ βλέπῃς ἐσύ, νὰ τὸ βλέπουν οἱ ἀκροαταί, νὰ τὸ βλέπουν ὅλοι. –Ποιό ῥητό; Ἄνοιξε τὴ Γραφή του ὁ ὁδοκαθαριστὴς καὶ μοῦ ᾽γραψε αὐτὸ τὸ ῥητό· –«Ἕως τοῦ θανάτου ἀγώνισαι περὶ τῆς ἀληθείας, καὶ Κύριος ὁ Θεὸς πολεμήσει ὑπὲρ σοῦ» (Σ. Σειρ. 4,28). Θὰ ἀγωνιστοῦμε μέχρι ἑνὸς ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος, ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας, ὑπὲρ πίστεως.
Τώρα τί θ᾽ ἀκούσωμε αὔριο!… Εἶνε καὶ μερικοὶ ἀστυνομικοί (κατάσκοποι ἐδῶ, ἐννοεῖ), ἀλλὰ γιὰ τὸ καλό μας εἶνε καὶ αὐτοί. Εἶνε καὶ κάτι ἄλλοι δημοσιογράφοι μέσα! Ὤχ, τί θ᾽ ἀκούσωμε αὔριο!…
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(αἴθουσα ὁδ. Ζωοδ. Πηγῆς 44, Κυριακὴ 8-10-1972 βράδυ)
― � ἀρχεῖο κ. Κωνσταντίνου Πετρίδη …85…― 8-10-1972

ἠχητικά· πολὺ καλή
διάρκεια· 1:04΄:45΄΄ μετὰ συνεχίζει ἀνακοινώσεις γιὰ 12΄:45΄΄

Αὐγουστίνη μοναχή: Σκέφθηκα, ὅτι, ἂν ἔχῃ εὐλογία, τέτοιες ὁμιλίες νὰ τὶς βάζαμε στὴν «Σπίθα». Εὐλόγησον!

Ἂς …το.
* * *
Τὸ…μας.
παρατηρήσεις· ⃟ τὴν πέρασα μία πρώτη ματιὰ ὅταν εὐκαίρησα λίγο στὶς 20-10-2022
⃟ βρισκόμαστε μετὰ τὸ μέσον καὶ λίγο πρὸ τοῦ τέλους (1973) τῆς δικτατορίας
⃟ ἀναζητώντας ἐὰν καὶ ποῦ ὑπάρχουν καὶ ποιά εἶνε αὐτὰ τὰ «δέκα» πράγματα ποὺ σκέπτεται νὰ εἰσηγηθῇ στὴν ἑπομένη-προσεχῆ Ἱεραρχία τοῦ Νοεμβρίου 1972, νομίζω ὅτι εἶνε μᾶλλον αὐτὰ ποὺ ἐκθέτει ἐν σχεδίῳ στὸ βιβλίο του Ἐκκλησιαστικὸς Στρουθοκαμηλισμός, Ἀθῆναι 1973, σσ.135-199 καὶ εἰδιικώτερα σσ. 139-142.
⃟ πρέπει νὰ διαιρεθῇ (ἔχει μία ὀργανικὴ τομή), ἢ νὰ γίνῃ 4σέλιδη

ἐπιλογή, ἀπομαγνητοφώνησις, στοιχειοθεσία, α΄ διόρθωσις (μοναχή Αὐγουστίνη), α΄ διόρθωσι (μοναχὴ …) ἱ. μονὴ ἁγίου Αὐγουστίνου Φλωρίνης

στοιχειοθεσία, α΄ διόρθωσις: 9 Ἰανουαρίου 2022
β΄ διόρθωσις: 20-30 Ὀκτωβρίου 2023
γ΄ διαίρεσι, διόρθωσις, σελιδοποίησις: 30 Ὀκτωβρίου – … Νοεμβρίου2023
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὴν αἴθουσα ὁδ. Ζωοδ. Πηγῆς 44 τῶν Ἀθηνῶν τὴν Κυριακὴ 8-10-1972 τὸ βράδυ, [μὲ νέο τώρα τίτλο]. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις …-…-2022.

⃝ Τὸ
� Τὸ
⃟ Ἔχ

Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο (βλ. Λουκ. 13,10-17). Τί εἶνε τὸ Εὐαγγέλιο; Ἕνα βιβλίο, ποὺ διαφέρει ἀπ᾽ ὅλα τὰ ἄλλα βιβλία ὅ­σο τὸ διαμάντι ἀπὸ τὰ χαλίκια. Περιέχει τὴ σο­φία τοῦ Θεοῦ, τὴ συνταγὴ τῆς εὐτυχίας τῆς ἀν­θρωπότητος. Ἂν οἱ ἄνθρωποι ἄκουγαν τὸ Εὐ­αγγέλιο, εἰρήνη, δικαιοσύνη καὶ ἀγάπη θὰ βασίλευαν στὸν κόσμο. Γι᾽ αὐτὸ πρέπει νὰ ὑπάρ­χῃ σὲ κάθε σπίτι, καὶ νὰ τὸ διαβάζουν ὅλοι. Ὅ­που εἶνε τὸ Εὐαγγέλιο, ἐκεῖ διάβολος δὲν μπορεῖ νὰ σταθῇ, λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος.
Τί λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο; Περιγράφει ἕνα θαῦμα τοῦ Χριστοῦ. Ποιό εἶνε τὸ θαῦμα;
* * *
Σὲ μιὰ πόλι ζοῦσε μιὰ νέα γυναίκα. Ἦταν ὑ­γιής. Ἀλλὰ μιὰ μέρα κάτι αἰσθάνθηκε στὸ κορ­μί της κι ἀνατρίχιασε. Κάποια ἀσθένεια παρουσι­άστηκε. Ἀσθένεια, ποὺ προερχόταν ὄχι ἀπὸ φυ­σικὰ αἴτια, ὅπως λένε οἱ γιατροί, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ ἀόρατo ὑπερφυσικὸ πονηρὸ πνεῦμα ποὺ λέγε­ται σατανᾶς (ἐπιτρέπει μερικὲς φορὲς ὁ Θεὸς καὶ στὸ σατανᾶ νὰ πειράζῃ τὸν ἄνθρωπο, ὅπως βλέπουμε καὶ στὸ βιβλίο τοῦ Ἰώβ). Ὅπως λοιπὸν παίρνεις μιὰ βέργα καὶ τὴ λυγίζεις, ἔτσι ὁ σατα­νᾶς λύγισε τὴ σπονδυλική της στήλη. Κι ἀπὸ τό­τε ἡ γυναίκα κυρτώθηκε, καμπούριασε, καὶ περ­πατοῦσε πλέον πολὺ δύσκολα, ἔχοντας τὸ κε­φάλι στραμμένο πρὸς τὰ κάτω. Ἀπὸ μακριὰ ἔ­μοιαζε μὲ ζῷο ποὺ περπατάει μὲ τὰ τέσσερα.
Ἀλλὰ ἡ γυναίκα αὐτή, μολονότι ἦταν σὲ τέτοια κατάστασι, εἶχε ἐλπίδα στὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
Καὶ νά, ἦρθε ἡ εὐκαιρία. Ἦταν Σάββατο, ἡμέ­ρα ἀργίας γιὰ τοὺς Ἑβραίους, κ᾿ ἦταν ὅλοι στὴ συναγωγή. Κοντὰ στοὺς ἄλλους ἦταν ἐκεῖ καὶ ἡ γυναίκα αὐτή, ἡ συγκύπτουσα. Ἔσυρε τὰ βή­ματά της καὶ πῆγε, μολονότι λόγῳ τῆς καταστάσεώς της μποροῦσε νὰ ἀπουσιάσῃ. Ἄλλοι, μὲ πόδια γερά, δὲν πατοῦν στὴν ἐκκλησία· αὐ­τή, σακάτισσα, θεωροῦσε καθῆκον της νὰ πάῃ νὰ λατρεύσῃ τὸ Θεό. Ἀλλὰ τὴν ἡμέρα ἐκείνη νά καὶ ἦρθε στὴ συναγωγὴ ὁ Χριστός. Ἄρχισε νὰ διδάσκῃ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, κι ὅλοι ἄκουγαν. Ἰδιαιτέρως ἄκουγε ἡ συγ­κύπτουσα. Κι ὁ Χριστός, ποὺ εἶνε ὠκεανὸς ἀγάπης καὶ εὐσπλαχνί­ας, τὴν εἶδε, τὴ λυπήθηκε, καὶ ἀποφάσισε νὰ τὴν κάνῃ καλά. Καὶ τὴν ἔκανε. Πῶς; Ὤ τῶν θαυ­μάτων σου Χριστέ! Ἂς μὴ σὲ πιστεύουν οἱ ἄ­πιστοι· ἐμεῖς πιστεύουμε, ὅτι ἐσὺ κάνεις τὰ με­γαλύτερα θαύματα. Ὁ Χριστὸς εἶπε ἕνα λόγο, καὶ ἡ γυναίκα θεραπεύτηκε· τὸ κορμί της ἔγινε ἴσιο σὰν κυπαρίσσι, τὸ κεφάλι της ὑψώθηκε, καὶ δόξαζε τὸ Θεό.
* * *
Αὐτὴ μὲ λίγα λόγια εἶνε ἡ περικοπή. Τί θέλει νὰ μᾶς διδάξῃ; γιατί γράφονται τέτοια περιστα­τικὰ στὸ Εὐαγγέλιο; Ἡ ἱστορία αὐτή, θὰ πῇ κά­ποιος, μπορεῖ νὰ ἐνδιαφέρῃ ἀνθρώπους ἀρρώ­στους καὶ σακάτηδες· τί μ᾿ ἐνδιαφέρει ἐμένα ποὺ εἶμαι γερός;… Σωματικὰ εἶσαι γερός· ψυχικὰ ὅμως εἶσαι; ἔχεις τὴν ψυχικὴ ὑγεία, ποὺ εἶνε ἀνώτερη ἀπὸ τὴ σωματική; Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο εἶνε ἕνας καθρέφτης, μέσα στὸν ὁ­ποῖο μποροῦμε νὰ δοῦμε τὸν ἑαυτό μας. Δι­ότι αὐτὴ ἡ συγκύπτουσα γυναίκα εἶνε εἰκόνα ὅλων μας, ὅλων τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων. Καὶ νὰ σᾶς τὸ ἐξηγήσω αὐτό.
Ἑκατομμύρια ζῷα ὑπάρχουν στὸν κόσμο. Ὅλα περπατοῦν μὲ τὰ τέσσερα κ᾿ ἔχουν τὸ κε­φάλι στραμμένο στὴ γῆ. Ἕνα μόνο ζωντανὸ ὂν περπατάει μὲ τὰ δύο, ὄρθιο. Ἔχει τὸ κεφάλι ψη­λά, γιατὶ πλάστηκε γιὰ τὰ μεγάλα καὶ ὑψηλά. Αὐτὸ σημαίνει κατὰ μία ἐτυμολογία ἡ λέξι ἄν­θρωπος· σημαίνει τὸ ὂν ἐκεῖνο ποὺ ἔχει τὸ κε­φάλι ἄνω, κοιτάζει τὸν ἥλιο καὶ τὰ ἄστρα, καὶ δοξάζει τὸ Θεό, ἐνῷ τὰ ζῷα πλάστηκαν νὰ κοι­τάζουν τὴ γῆ. Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν λέγεται ἄν-θρω­πος. Καὶ γι᾿ αὐτὸ στὴν ἐκκλησία ἀκοῦμε· «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας» (θ. λειτ.)· ὅσοι εἶστε μέσ᾿ στὸ ναό, λέει, πάψτε νὰ σκέπτεστε τὰ μάταια καὶ ἁμαρτωλὰ πράγματα, ἡ διάνοια καὶ ἡ καρδιά σας νὰ ὑψωθοῦν στὸ Θεό.
Ἐν τούτοις οἱ ἄνθρωποι δὲν σκέπτονται τὰ ὑψηλά. Εἶνε ψυχὲς συγκύπτουσες, ζῳώδεις. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος· Πῶς νὰ σὲ ὀνομάσω ἄνθρωπο, ὅταν τρῶς σὰν τὸ χοῖρο, ἁρπά­ζῃς σὰν τὸ λύκο, τρέφῃς ἐκδίκησι σὰν τὴν καμήλα, δαγκώνῃς χειρότερα ἀπὸ τὴν ὀχιὰ καὶ τὸ σκορπιό;… Τὴ μορφή ἔχουμε τοῦ ἀνθρώπου· στὴν καρδιὰ εἴμαστε θηρία. Ἕνας σοφὸς ἔγρα­ψε σ᾿ ἕνα σπουδαῖο βιβλίο του· Ἐὰν κάθε ἄν­θρωπος ἔπαιρνε τὴ μορφὴ ποὺ τοῦ ἁρμόζει, θὰ βλέπαμε νὰ παρουσιάζωνται ὁ ἕνας σὰν ἀ­λεποῦ, ὁ ἄλλος σὰν λύκος, ὁ ἄλλος σὰν κροκό­δειλος, ὁ ἄλλος σὰν λιοντάρι, ὁ ἄλλος σὰν καμή­λα, ὁ ἄλλος σὰν σκορπιός, ὁ ἄλλος σὰν φίδι… Μέσα σὲ χιλιάδες κόσμο, μόνο ποῦ καὶ ποῦ θά ᾿βλεπες κανέναν μὲ μορφὴ ἀνθρώπου.
Μᾶς τίμησε ὁ Θεός. Ἀλλὰ ἐμεῖς ἀφήσαμε τὸν ἑαυτό μας νὰ καταπέσῃ. Εἶχε δίκιο ὁ ἀρχαῖ­ος φιλόσοφος Διογένης, ποὺ μέρα – μεσημέρι ἄναψε φανάρι στὴν ἀγορά, καὶ μέσ᾿ στὸ πλῆ­θος φώναζε· –«Ἄνθρωπον ζητῶ!». Τοῦ ἔλεγαν· –Καλά, τί ἔπαθες; ἐμεῖς δὲν εἴμαστε ἄνθρωποι; –«Ἄνθρωπον ζητῶ!», ἐπέμενε αὐτός.
Πάει πλέον, ἀγρίεψε, ζούγκλα ἔγινε ὁ κόσμος. Κρίμα στὰ γράμματα, στὰ σχολεῖα, στὰ πανεπιστήμια. Τώρα ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶνε ἁ­πλῶς θηρίο, εἶνε κάτι χειρότερο. Ἕνα λιον­τάρι πόσους μπορεῖ νὰ φάῃ; Ὁ ἄνθρωπος ὅμως εἶνε πιὸ ἐπικίνδυνος. Ὅπως ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας, ἀπ᾽ ὅλα τὰ θηρία ποὺ τρέφει ἡ γῆ τὸ ἀγριώτερο εἶνε ὁ ἄνθρωπος. Καὶ στὶς μέρες μας τὸ θηρίο ἔγινε ἐπιστημονικό. Δὲν εἶνε ὡπλισμένο μὲ δόντια καὶ νύχια, μὲ δύναμι σωματική. Αὐτὴ τὴν ὥρα στὰ ἀεροδρόμια εἶ­νε ἕτοιμα ἀεροπλάνα· ἂν μποῦν μέσα ἀεροπόροι, ἀνεβοῦν ψηλά, σὰν «μαυροπούλια» ποὺ εἶπε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, καὶ πιέσουν ἕνα κουμπί, μποροῦν νὰ σπείρουν τὸν πυρηνικὸ ὄλεθρο. Μία ἀτομικὴ βόμβα νὰ πέ­σῃ στὴν Ἀθήνα, μία στὴ Θεσσαλονίκη, μία στὸ Βελιγράδι, μία στὴ Σόφια, μία στὴ Μόσχα, μία στὸ Λονδῖνο, μία στὴ Νέα Ὑόρκη, …καὶ θὰ γίνουν ὅλες οἱ πόλεις στάχτη. Ποῦ φτάσαμε, σὲ ποιά ἀγριότητα καταντήσαμε! Τί νὰ τὶς κάνῃς τὶς τηλεοράσεις, τὰ ῥαδιόφωνα καὶ τὰ ἄλλα κομφὸρ ποὺ γέμισαν τὰ σπίτια; Ἄλλοτε οἱ ἄν­θρωποι ζοῦσαν σὲ καλύβες, ἀλλὰ μέσα στὶς καλύβες κατοικοῦσαν ἅγιοι. Τώρα μέσα στὰ πολυτελῆ διαμερίσματα κατοικοῦν θηρία καὶ δαίμονες, καὶ ἡ ἀνθρωπότης κινδυνεύει ἀπὸ αὐτούς.
–Μὰ γιατί, θὰ πῆτε, καταντήσαμε ἔτσι; Ἀπαν­τᾷ ἕνας Ῥῶσος συγγραφεύς, προφήτης τοῦ Ῥωσικοῦ λαοῦ· –Διότι ὅλοι, Ἀνατολὴ καὶ Δύσι, ξεχάσαμε τὸ Θεό! Δὲν ὑπάρχει φόβος Θεοῦ· καὶ χωρὶς Θεὸ ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ κάνῃ τὰ μεγαλύτερα ἐγκλήματα. Κι ὅπως εἶπε ἕνας ἄλ­λος προφήτης, τοῦ δικοῦ μας γένους, θά ᾿ρθῃ μέρα ποὺ «τὰ ἄθεα γράμματα θὰ καταστρέψουν τὸν κόσμο». Κι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν τὶς ἀτομικὲς βόμβες δὲν εἶνε ἀγράμματοι χωρικοὶ καὶ βοσκοί, εἶνε ἐπιστήμονες. Κι ἀκούστηκε ὅτι, ἂν πέσουν ἀτομικὲς βόμβες, μπορεῖ ἀκόμη κι ἀπὸ τὴν τροχιά του νὰ βγῇ ὁ πλανήτης, νὰ καταστραφῇ ὁ κόσμος. Ὅλα τὰ ἐποίησε καλὰ ὁ Θεός, ὁ ἄνθρωπος τὰ ἐποίησε κακά.
* * *
–Μᾶς ἀπελπίζεις ἔτσι, θὰ πῆτε. Δηλαδή, ἔρ­χεται τὸ τέλος τοῦ κόσμου;…
Δὲν ξέρω, ἀδέρφια μου. Ἐγὼ ἕνα μπορῶ νὰ πῶ· ὅτι ὑπάρχει ἐλπίδα. Ἐγὼ ὁ γέρος ἐπίσκοπος πρέπει νὰ σᾶς πῶ τὴν πικρὴ ἀλήθεια, ὅτι ὑπάρχει ἐνδεχόμενο μεγάλης καταστρο­φῆς. Εἴμαστε στὸ δώδεκα παρὰ πέντε· λίγη διορία ἔχει ἡ ἀνθρωπότητα. Ὑπάρχει ὅμως ἐλ­πίδα. Ποιά εἶνε ἡ ἐλπίδα μας; Μία λέξι· μία λέξι, ποὺ δὲν θέλουμε νὰ τὴν ἀκούσουμε. Εἶνε τὸ μόνο φάρμακο, ἡ μόνη σωτηρία. Ποιά εἶνε ἡ λέξι αὐτή; Θὰ τὴν πῶ, θὰ μὲ ἀκούσετε; Εἶνε ἡ μετάνοια. Τί θὰ πῇ μετάνοια; Ν᾽ ἀλλάξουμε μυαλά, νὰ σκεφτοῦμε διαφορετικὰ ἀπ᾽ ὅ,τι σκε­πτόμαστε, ἡ καρδιά μας νὰ αἰσθανθῇ ἄλλα αἰσθήματα.
Νὰ μετανοήσουμε. Ἔπειτα καὶ ἡ περίοδος αὐτὴ πρὸ τῶν Χριστουγέννων εἶνε περίοδος μετανοίας. Πέφτω καὶ σᾶς προσκυνῶ, ἀδέρφια καὶ πατέρες μου, καὶ σᾶς παρακαλῶ. Ἄν­τρες γυναῖκες καὶ παιδιά, νὰ πᾶτε στὸν πνευματικὸ πατέρα νὰ πῆτε τ’ ἁμαρτήματά σας καὶ νὰ χύσετε ἕνα δάκρυ γι᾿ αὐτά.
–Καὶ τί θὰ κερδίσουμε μὲ τὴν ἐξομολόγησι;
Τί θὰ κερδίσουμε; Σᾶς ἀπαντῶ πάλι μ᾽ ἕνα Ῥῶσο. Δὲν πίστευε. Ἀλλὰ στὴ φυλακὴ τῆς Σιβηρίας, ποὺ τὸν πήγανε οἱ τσάροι, ἄνοιξε τὸ Εὐαγγέλιο, τὸ διάβασε, καὶ πίστεψε στὸ Χριστό. Τότε πῆγε σ᾽ ἕνα πνευματικὸ πατέρα (στά­ρετς) κ᾿ ἐξωμολογήθηκε γιὰ πρώτη φορὰ στὴ ζωή του. Ὅταν βγῆκε εἶπε· «Ἐξωμολογήθηκα καὶ παράδεισος φύτρωσε στὴν καρδιά μου».
Θέλεις νὰ δῇς ἂν εἶνε ζωντανὴ ἡ θρησκεία μας; Πήγαινε στὸν πνευματικό, γονάτισε καὶ πὲς ὅλα τ᾿ ἁμαρτήματά σου. Τότε θὰ αἰσθανθῇς, ὅτι κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα δὲν ὑπάρχει ἄλλη θρησκεία πιὸ ζωντανὴ καὶ θαυματουργὴ ἀπὸ τὴ θρησκεία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερ­υψοῦ­τε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

― � ἀρχεῖο π. Ἐπιφανίου Κ. Χατζηγιάγκου 94
― � ἀρχεῖο τοῦ κ. Δημητρίου Π. Λιάκου 111
― � ἀρχεῖο Ἀνδρονίκης Π. Καπλάνογλου ……
«Κυριακὴ» 11202/2025 (2004) Μιὰ εἰκόνα τῆς ἀνθρωπότητος

ἀπομαγνητοφώνησις καὶ στοιχειοθεσία ἀπὸ τὴν Πετρούλα Βρυώνη
παραβολή, α΄ διόρθωσις: ἱ. μονὴ ἁγίου Αὐγουστίνου Φλωρίνης

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Βασιλείου Φιλώτα – Ἀμυνταίου τὴν 8-12-1985. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 5-12-2004, ἐπανέκδοσις 30-10-2025.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.