Αυγουστίνος Καντιώτης



H δευτερα παρουσια

date Φεβ 28th, 2011 | filed Filed under: Român (ROYMANIKA), ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Kυριακή της Aπόκρεω

H δευτερα παρουσια

Β΄ΠαρουσιαΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ Κυριακὴ τῆς Ἀπόκρεω. Ἂν πιστεύαμε, σήμερα θὰ είχαμε πόνο στὴν καρδιὰ καὶ δάκρυα στὰ μάτια. Ἂν πιστεύαμε, θὰ κρατούσαμε στὸ χέρι κομποσχοίνι σὰν ἐκεῖνο ποὺ κρατοῦσε ὁ ἅγιος Ἀντώνιος στὴν ἔρημο καὶ θὰ ἤμεθα πεσμένοι στὰ γόνατα καὶ θὰ παρακαλούσαμε τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο καὶ ὅλους τοὺς ἁγίους νὰ μᾶς σώσουν. Γιατί; Γιατὶ ἡ σημερινὴ Κυριακὴ διαφέρει ἀπ᾿ ὅλες τὶς ἄλλες. 52 Κυριακὲς ἔχει ὁ χρόνος καὶ κάθε Κυριακὴ ἔχει τὸ εὐαγγέλιό της. Ἀλλὰ τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο εἶνε τὸ φοβερώτερο ἀπ᾿ ὅλα. Ὅταν τ᾿ ἀκοῦς νομίζεις πὼς ἀστράφτει καὶ βροντάει ὁ οὐρανός, νομίζεις ὅτι πέφτουν ἀστροπελέκια στὰ κεφάλια τῶν ἀμετανοήτων, νομίζεις ὅτι σείεται ἡ γῆ καὶ τὸ σύμπαν. Ἐὰν αὐτὰ ποὺ γράφει τὸ εὐαγγέλιο τὰ πιστεύαμε, θὰ ἦτο πολὺ διαφορετικὰ τὰ πράγματα. Τί μᾶς λέει τὸ εὐαγγέλιο;

* * *

Ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ ἔρθῃ πάλι. Ἐκεῖνος ποὺ ἦρθε καὶ τὸν περιφρονήσαμε· ποὺ ἔζησε σὰν φτωχός, ὁ φτωχότερος ἀπ᾿ ὅλους· ποὺ δὲν εἶχε σπίτι, δὲν εἶχε ποῦ νὰ γείρῃ τὸ κεφάλι του· ἐκεῖνος ποὺ πείνασε καὶ δίψασε ψάχνοντας νὰ βρῇ τὸ χαμένο πρόβατο· ἐκεῖνος ποὺ τέλος σταυρώθηκε στὸ Γολγοθᾶ· ἐκεῖνος ὁ ἄγνωστος καὶ περιφρονημένος, αὐτὸς θὰ ἔρθῃ πάλι. Θὰ ἔλθῃ ἐν δόξῃ, μετὰ τῶν ἁγίων ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων.
Πότε θὰ ἔρθῃ; Ἄγνωστο. Ὡς «κλέπτης» ἐν νυκτί, λέει ὁ διος (βλ. Ματθ. 24,43· Λουκ. 12,39), ξαφνικὰ σὰν τὴν «ἀστραπή» (βλ. Ματθ. 24,27· Λουκ. 17,24). Ὑπάρχουν ὅμως μερικὰ σημάδια, ἀπ᾿ τὰ ὁποῖα μποροῦμε νὰ καταλάβουμε πότε θὰ γίνῃ ἡ δευτέρα παρουσία τοῦ Κυρίου.
Ποιά εἶνε τὰ σημάδια; Είδατε, ἀγαπητοί μου, τὴν ἀμυγδαλιά; Εἶνε γυμνή. Ὅταν ἡ ἀμυγδαλιὰ βγάλῃ λουλούδια καὶ ἀσπρίσῃ καὶ φαίνεται σὰ᾿ νύφη στολισμένη, λές· Ἔρχεται ἡ ἄνοιξι. Ἔτσι κι ὅταν δοῦμε μερικὰ σημάδια στὸν κόσμο, θὰ καταλάβουμε ὅτι ἔρχεται ὁ βασιλεὺς τοῦ κόσμου. Τὰ σημάδια αὐτὰ μᾶς τὰ εἶπε τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὰ ἐξήγησαν οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Εἶνε σημεῖα στὸν ἥλιο, στὴ σελήνη καὶ στὰ ἄστρα. Ὁ ἥλιος θὰ σκοτισθῇ, ἡ σελήνη θὰ χάσῃ τὸ φέγγος της, τὰ ἄστρα θὰ πέσουν (βλ. Ματθ. 24,29· Λουκ. 21,25). Ἀλλὰ καὶ σημεῖα στὴ γῆ. Ἡ γῆ ποὺ πατοῦμε τί εἶνε; Διάφορα στοιχεῖα. Ὅπως ἡ γυναίκα παίρνει τὸ ἀλεύρι, τὸ ζυμώνει μὲ τὸ νερὸ καὶ τὸ κάνει ψωμί, ἔτσι κι ὁ Θεὸς πῆρε τρία πράγματα, χῶμα – φωτιὰ – νερό, τὰ ζύμωσε καὶ ἔκανε τὴ γῆ. Ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ ἕνωσε τὰ στοιχεῖα αὐτὰ τῆς γῆς, αὐτὸς θὰ πῇ νὰ διαλυθοῦν πάλι. Παράδειγμα ἡ θάλασσα. Τὰ κύματά της προχωροῦν ἀφρισμένα, ἀλλὰ σταματοῦν στὴν ἀκρογιαλιά. «Ὅριον ἔθου, ὃ οὐ παρελεύσονται, οὐδὲ ἐπιστρέψουσι καλύψαι τὴν γῆν» (Ψαλμ. 103,9). Τὴν ἀπέραντη θάλασσα ὥρισε ὁ Θεὸς νὰ τὴν σταματᾷ ἕνα λεπτὸ πραγματάκι, ἡ ἄμμος. Τῆς λέει Ἄλτ, δὲ᾿ θὰ προχωρήσῃς. Τὴν ἡμέρα ὅμως ἐκείνη τὴν φοβερὰ τὰ κύματα ἀφρισμένα θὰ ὑψωθοῦν, θὰ περάσουν τὴν ἀμμουδιά, θὰ προχωρήσουν, θὰ καλύψουν ἐκτάσεις, καὶ μετὰ πάλι θὰ τραβηχτοῦν μὲ θόρυβο, σὰν θεριὸ ποὺ μουγκρίζει. «Σάλος» θαλάσσης θὰ ἀκούγεται, λέει τὸ Εὐαγγέλιο (Λουκ. 21,25). Τὸ νερὸ τῶν ποταμῶν ἐπίσης θὰ λιγοστέψῃ καὶ θὰ ἀλλοιωθῇ. Τὰ δέντρα, λέει ὁ ἅγιος Ἱερώνυμος, θὰ στάζουν αἷμα. Ἀκόμα θὰ γίνῃ κάποιος «σεισμός» (Ἀπ. 16,18)· ὄχι ὅπως οἱ ἄλλοι σεισμοί, ποὺ εἶνε τοπικοί. Αὐτὸς θὰ εἶνε παγκόσμιος, θὰ σεισθῇ ὁλόκληρος ὁ πλανήτης, καὶ μαζὶ μὲ τὰ παλάτια θὰ γκρεμιστοῦν καὶ τὰ καλύβια· δὲ᾿ θὰ μείνῃ «λίθος ἐπὶ λίθον», ὅπως λέει τὸ Εὐαγγέλιο (Ματθ. 24,2). Καὶ μετὰ θὰ σαλπίσῃ «σάλπιγγα μεγάλη» (ἔ.ἀ. 24,31), σάλπιγγα ἀρχαγγέλου ποὺ θὰ λέῃ· Νεκροί, ἀναστηθῆτε! Καὶ ἀπὸ τοὺς τάφους καὶ κάθε μέρος μὲ τὸ θεῖο πρόσταγμα «οἱ νεκροὶ ἀναστήσονται» (Ἠσ. 26,19· Ἰωάν. 5,21). Αὐτὰ εἶνε μερικὰ ἀπὸ τὰ σημάδια ποὺ θὰ προηγηθοῦν.
Καὶ γιατί θὰ ἔρθῃ πάλι ὁ Χριστός; θὰ ρωτήσετε· ποιός ὁ λόγος; Διπλὸς εἶνε ὁ λόγος. Θὰ ἔρθῃ πρῶτον γιὰ νὰ φανερωθῇ ὅλη ἡ θεότης του. Θυμᾶστε τὴ Μεγάλη Παρασκευή; Ἐπάνω στὸ σταυρὸ φαινόταν ὡς ὁ πιὸ ἀδύνατος ἄνθρωπος. Ἀπὸ κάτω οἱ Ἑβραῖοι σὰν σκυλιὰ λυσσασμένα τὸν ὕβριζαν και τὸν ἔφτυναν. Καὶ μποροῦσε, ἐὰν κουνοῦσε τὸ δαχτυλάκι του μόνο, νὰ κάνῃ κάρβουνο αὐτὴ τὴ γῆ. Δὲν τὸ ἔκανε. Τὴν ἡμέρα ἐκείνη ὅμως θὰ παρουσιαστῇ μὲ ὅλη τὴ μεγαλοπρέπεια τῆς θεότητός του· καὶ τότε αὐτοὶ ποὺ τὸν βλαστήμησαν καὶ τὸν πότισαν ὄξος καὶ χολή, «ὄψονται εἰς ὃν ἐξεκέντησαν» (Ἰωάν. 19,37). Δεύτερον θὰ ἔρθῃ ὁ Κύριος γιὰ ν᾿ ἀποδώσῃ δικαιοσύνη. Ἐδῶ στὴ γῆ τώρα δὲν ὑπάρχει δικαιοσύνη. Οἱ ἄνθρωποι στενάζουν ἀπὸ τὴν ἀδικία. Λίμνη εἶνε τὰ δάκρυα τῶν ἀδυνάτων καὶ καταφρονεμένων γιὰ τὴν καταπίεσι καὶ ἐκμετάλλευσι ποὺ δέχονται. Βλέπεις π.χ. ἕναν ὑπάλληλο ποὺ τηρεῖ τὸν ὅρκο του νὰ ζῇ φτωχά, γιατὶ εἶνε τίμιος· καὶ βλέπεις τὸν ἄλλο, ποὺ ἐκμεταλλεύεται τὴ θέσι του, νὰ πλουτίζῃ καὶ νὰ θησαυρίζῃ. Ποῦ εἶνε ἡ δικαιοσύνη; Βλέπεις τὸν πάμπτωχο ἐργάτη νὰ μένῃ σὲ μιὰ παράγκα, καὶ τὸν ἄδικο καὶ ἄσπλαγχνο νὰ ζῇ μέσα στὴν πολυτέλεια καὶ εὐμάρεια. Βλέπεις τὴν τίμια γυναῖκα νὰ ζῇ ἐγκαταλελειμμένη ἀπὸ τὸν ἄντρα της καὶ νὰ τρέχῃ γιὰ νὰ ζήσῃ τὰ παιδιά της, καὶ τὴν ἄτιμη ἀντροχωρίστρα νὰ ζῇ σὰν βασίλισσα.
Ὅλα λοιπὸν αὐτὰ τὰ ἄδικα θὰ τὰ τακτοποιήσῃ ἡ δευτέρα παρουσία. Θὰ ἔρθῃ ὁ Κύριος γιὰ ν᾿ ἀποδώσῃ δικαιοσύνη στὸν καθένα, νὰ ἀμείψῃ τοὺς δικαίους καὶ νὰ τιμωρήσῃ τοὺς ἀσεβεῖς. Ναί, θὰ κρίνῃ τὸν κόσμο. Πῶς θὰ τὸν κρίνῃ; Θὰ στήσῃ ζυγαριά, ποὺ θὰ τὰ ζυγίσῃ ὅλα. Πρῶτα – πρῶτα θὰ ζυγίσῃ τὰ ἔργα μας, ὅλα ὅσα κάναμε. Καὶ τὰ φανερὰ καὶ τὰ κρυφὰ ποὺ δὲν τὰ εἶδε μάτι ἀνθρώπου. Θὰ ζυγίσῃ ἀκόμη τὰ λόγια μας. Ποιά λόγια; Τὶς φλυαρίες, κουτσομπολιά, κατακρίσεις, συκοφαντίες, αἰσχρολογίες, βλασφημίες, ψέματα, ψευδορκίες… Αὐτὰ ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὸ στόμα σὰν φαρμάκι ὀχιᾶς. Αὐτὰ ποὺ λέμε ἀπ᾿ τὸ πρωῒ ὣς τὸ βράδυ χωρὶς ἔλεγχο, ὅλα θὰ παρουσιαστοῦν γραμμένα ὅπως στὸ μαγνητόφωνο. Τὸ εἶπε καθαρὰ ὁ Χριστός, ὅτι θὰ δώσουμε λόγο γιὰ κάθε «ἀργὸ» λόγο (Ματθ. 12,36). Δὲν σοῦ ᾿δωσε ὁ Θεὸς τὴ γλῶσσα γιὰ νὰ γίνῃ πριόνι τοῦ διαβόλου· σοῦ τὴν ἔδωσε γιὰ νὰ λὲς τὸ «Κύριε, ἐλέησον» καὶ νὰ σκορπᾷς μύρο μὲ τὰ ὡραῖα σου λόγια. Αὐτὴ τὴ γλῶσσα θὰ τὴ ζυγίσῃ καὶ θὰ τὴν κρεμάσῃ ὁ Χριστός. Κ᾿ ἔπειτα μοῦ ᾿ρχονται στὴν ἐξομολόγησι· «Παπούλη, δὲν ἔκανα τίποτε, δὲ᾿ σκότωσα…». Σκότωσες μὲ τὴ γλῶσσα σου, διέλυσες σπίτια, χώρισες ἀντρόγυνα, ἄναψες φωτιές, κατέστρεψες κόσμο. Ἀλλοίμονο, δὲν αἰσθανόμεθα τὴν ἁμαρτωλότητά μας. Θὰ ζυγίσῃ ὅμως τότε ἀκόμη καὶ τὶς σκέψεις μας. Ναί. «Ὤ ποία ὥρα τότε!…», ὅπως ἔψαλαν σήμερα οἱ ψάλτες (αἶνοι Κυρ. Ἀπόκρεω), ποὺ ἔπρεπε νὰ τ᾿ ἀκοῦμε καὶ νὰ κλαῖμε. Θὰ ζυγιστοῦν καὶ οἱ σκέψεις μας, ὅλα τὰ πονηρὰ ποὺ διαλογιζόμεθα μέρα καὶ νύχτα.
Αὐτὸ εἶνε τὸ κριτήριο ποὺ θὰ κάνῃ ὁ Χριστός. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἔχει μιὰ ὁμιλία στὴ δευτέρα παρουσία. Εἶμαι, λέει, ἁμαρτωλός, καὶ θὰ ἤθελα κ᾿ ἐγὼ νὰ μὴν ὑπάρχῃ κόλασις, γιατὶ τὴ φοβᾶμαι· ἀλλ᾿ ὅμως ὑπάρχει ἡ κόλασις! Γιὰ ὅλα μπορεῖ νὰ ἀμφιβάλλῃς· γιὰ ἕνα δὲν πρέπει νὰ ἀμφιβάλλῃς, ὅτι ὑπάρχει κρίσις καὶ ἀνταπόδοσις, ὑπάρχει μέλλουσα ζωή, κόλασις καὶ παράδεισος. Ὑπάρχει ἕνα μάτι ποὺ τὰ βλέπει ὅλα, ὑπάρχει ἕνα αὐτὶ ποὺ τ᾿ ἀκούει ὅλα, ὑπάρχει ἕνα χέρι ποὺ τὰ γράφει ὅλα.

* * *

Ἀδελφοί μου· νὰ ἔχουμε προσοχὴ στὸν βίο μας. Μιά φορὰ περνᾶμε ἀπὸ τὴ φλούδα αὐτὴ τῆς γῆς. Ἂς ἀποφεύγουμε τὸ κακὸ καὶ ἂς κάνουμε τὸ καλό· αὐτὸ θὰ μείνῃ. «Μακάριοι οἱ νεκροὶ οἱ ἐν Κυρίῳ ἀποθνῄσκοντες ἀπ᾿ ἄρτι», ὅτι «τὰ ἔργα αὐτῶν ἀκολουθεῖ μετ᾿ αὐτῶν» (Ἀπ. 14,13). Ἂς προσέξουμε, διότι δὲν ξέρουμε πότε ἔρχεται ὁ Κύριος. Εμαστε τώρα πιὸ κοντά. Διότι ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἄλλα σημάδια, ποὺ επαμε, ὑπάρχει καὶ ἕνα ποὺ ἔγινε στὶς μέρες μας καὶ δὲν τὸ προσέξαμε. Κάπου μιὰ προφητεία λέει, ὅτι ὅταν πλησιάζει ἡ δευτέρα παρουσία οἱ Ἑβραῖοι θὰ φτειάξουν κράτος. Ἔ, τὸ ἔφτειαξαν στὶς ἡμέρες μας, τὸ 1948. Μήπως, λοιπόν, ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα γίνῃ ἡ δευτέρα παρουσία;
Μακάρι ὅταν ἔρθῃ νὰ μᾶς βρῇ μέσ᾿ στὴν ἐκκλησία, τὴν ὥρα ποὺ γίνεται ἡ θεία λειτουργία, τὴν ὥρα ποὺ κοινωνοῦμε τὰ ἄχραντα μυστήρια, τὴν ὥρα ποὺ ἀκοῦμε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Μακάρι νὰ μᾶς βρῇ στὸ σπίτι μέσα ἀγαπημένους ὅλους, συζύγους καὶ παιδιά. Μακάρι νὰ σὲ βρῇ τὴν ὥρα ποὺ κάνεις ἐλεημοσύνη. Μὴ μᾶς βρῇ ποτέ στὴν ἀτιμία καὶ τὴ διαφθορά.
Εθε ὁ Θεὸς νὰ δώσῃ μετάνοια σὲ ὅλους μας, μικροὺς καὶ μεγάλους, κι ὅταν φθάσῃ ἡ τελευταία μας ὥρα νὰ σφραγίσουμε τὴ ζωή μας μὲ τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42)· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγίου Γεωργίου Περάματος – Πειραιῶς τὴν 12-2-1961.

___________

ΣTA ΡOYMANIKA

___________

MITROPOLITUL AUGUSTIN DE FLORINA:
PREDICĂ LA DUMINICA ÎNFRICOŞĂTOAREI JUDECĂŢI

CE ESTE IADUL?

(ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΚΟΛΑΣΗ;)

„Duceţi-vă de la mine, blestemaţilor, în focul cel veşnic care este pregătit diavolului şi îngerilor lui”

(Matei 25, 41)[…]

Când va veni acea zi din urmă, se va face despărţire! Precum ciobanul în fiecare seară, când îşi întoarce turma, – am văzut lucrul ăsta cu ochii mei – pune într-o parte oile şi într-alta caprele, aşa ne va despărţi şi pe noi, oamenii, Hristos. Va lua o sită şi ne va cerne; şi tot ce este netrebuincios va merge în foc, tot ce este grâu va merge în hambar. Va despărţi omenirea în două mari tabere: una va fi a drepţilor, iar alta, a păcătoşilor. Şi păcătoşilor, care vor merge în stânga Lui, Hristos le va spune cuvinte înfricoşătoare: „Duceţi-vă de la mine, blestemaţilor, în focul cel veşnic care este pregătit diavolului şi îngerilor lui” (Matei 25, 41).
Auziţi ce zice? Blestem, „blestemaţi”! Cine? Cei care nu au urechi să audă şi inimi să simtă cuvintele lui Hristos, cei care nu varsă o lacrimă pentru păcatele lor, cei care nu păzesc poruncile şi mai ales porunca iubirii. Acestora, blestem, şi de-a dreptul, fără echivoc, le-a spus că nu vor avea parte de milă: „Duceţi-vă de la mine, blestemaţilor, în focul cel veşnic…”.
Eu, fraţii mei, sunt un păcătos şi mă tem de iad. Voi sunteţi sfinţi şi nu vă temeţi? Există suflet nemuritor şi un Judecător care ne va judeca sufletul în ziua judecăţii. Şi atunci Hristos va spune un cuvânt pe care nu l-a spus nicicând altădată. El care a fost numai dragoste şi iertare şi până şi pentru răstignitorii Săi a zis: „Părinte, iartă-le lor” (Luca 23, 34), acum este Acelaşi, venind din cer şi spunând înaintea întregii lumi: „Duceţi-vă de la Mine, blestemaţilor, în focul cel veşnic care este pregătit diavolului şi îngerilor lui”.
Acest blestem duce la iad. Dar ce este iadul? Este o pedeapsă. Ce pedeapsă? Trei lucruri este iadul: primul, despărţire, al doilea, pedeapsa veşnică şi al treilea, sălăşluire împreună cu demonii.
– Despărţire. Ce fel de despărţire? Tremură femeia să nu se despartă de bărbat, tremură bărbatul să nu se despartă de femeie, tremură mai înainte de toţi mama să nu se despartă de copil. Nimeni nu poate să trăiască fără persoane iubite. Trăim prin iubire: trăim pentru că există persoane care ne iubesc. Dacă va lipsi iubirea lor, viaţa devine de netrăit. Însă mai mult şi decât mamă, şi decât tată, şi decât toţi este Dumnezeu, pricina şi izvorul a tot binele. Dacă despărţirea de oamenii iubiţi face viaţa de netrăit, cu atât mai mult despărţirea de Dumnezeu! Să nu ne despărţim de Dumnezeu! Pentru că asta înseamnă iad.
– Apoi, acest iad este pedeapsă veşnică. Nu este o pedeapsă de câteva zile, de câteva săptămâni, nici de câţiva ani. Cum să o descriu? Un mare poet al Apusului a făcut o icoană, ca să ne ofere o idee despre veşnicie. Închipuiţi-vă, zice, o mare. Şi, apoi, o pasăre misterioasă care vine din vreme în vreme, cum vin în fiecare an berzele, iar în fiecare iarnă rândunelele – acum, se apropie vremea în care ne vor veni. Însă această pasăre a veşniciei, imaginaţi-v-o că vine nu după un an, ci după o mie de ani. Şi imaginaţi-vă că ia anul acesta o picătură din această mare. Şi, apoi, după o mie de ani, că ia o a doua picătură. Şi, apoi, după o altă mie de ani, că ia a treia picătură… Câţi ani, câte milioane şi zeci de milioane trebuie să treacă până când pasărea va lua şi ultima picătură din mare? Matematicienii zic că va veni ceasul şi clipa în care pasărea va lua cu pliscul ei şi ultima picătură. Da, se termină şi marea şi râurile. Dar veşnicia? O, veşnicia! De aceea este înfricoşător cuvântul: „Duceţi-vă de la mine, blestemaţilor, în focul cel veşnic …”.
– În sfârşit, iadul nu este doar despărţire de Dumnezeu şi pedeapsă veşnică; iadul este şi sălăşluire împreună cu demonii. Femeia rabdă lângă un bărbat hulitor şi mitocan, rabdă bărbatul lângă o femeie răufăcătoare şi stricată, rabdă tatăl atunci când are copii obraznici, rabdă cel ce e obligat să trăiască împreună cu cei răi. Cine a făcut închisoare? În anii grei, toţi dintre noi care au fost arestaţi şi aruncaţi în temniţe şi în lagăre erau obligaţi să trăiască împreună cu tot felul de criminali. Cum să nu sufere cineva în astfel de medii, cum le-a descris rusul Dostoievski, în lucrarea sa «Ocnele»! Aşadar, vrei lângă tine un tovarăş bun. Însă acolo, în iad, cine îţi va ţine companie? Demonii! Cele mai oribile şi scârboase din toate fiinţele.
Astfel va fi iadul, fraţii mei, unde vor fi aruncaţi cei blestemaţi în focul cel veşnic.

***

Credem acestea? Nu! Generaţia noastră necredincioasă şi stricată le consideră minciuni! Ne aflăm în anii necredinţei. În anii de demult, bunica spunea nepotului ei: Copilaşul meu, să nu spui minciuni, că te vei duce în iad… Preotul analfabet spunea turmei lui: – Luaţi aminte, nu furaţi, nu necinstiţi, nu ucideţi, că vă veţi duce în iad… Le era frică de iad. Şi pământul era un rai. Din clipa în care am încetat să ne temem de dumnezeiescul tribunal şi am chicotit şi am crăpat de râs şi am izgonit din sufletul nostru marile adevăruri despre rai şi iad, de atunci acest pământ s-a transformat în iad. Nu vrei să auzi de iad? Iată iadul! Şi nu te temi de iad? Iadul, însă, vine. Vine veşnică pedeapsă pentru toţi câţi au păcătuit în această lume a păcatului.
Dar în faţa iadului cum de mai există dispoziţie şi chef, încât unii să danseze şi să se distreze, iar alţii să înjure şi să necinstească? Nu, fraţii mei! Să trăim după Dumnezeu, să trăim după Evanghelie. Să ne pregătim dinainte sufletele noastre. Şi vă doresc ca Dumnezeu să ne învrednicească să ajungem în Marea Săptămână şi să sărbătorim Cinstitele Patimi ale Domnului şi slăvita Lui Înviere. Amin.

(SURSA: “Ne vorbeşte părintele Augustin, Mitropolitul de 104 ani”, vol. 2)

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.