Αυγουστίνος Καντιώτης



KATANTHMA EΠΙΣΚΟΠΩΝ

date Αυγ 29th, 2011 | filed Filed under: ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΑ

ΕΠΙΣΚΟΠΟΙ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΟΥΝ TON ΥΒΡΙΣΤΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ!

ΜΕΡΟΣ Α΄

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ

-3-2«Δὲν ἦταν ἄθεος. Ἀναζητοῦσε τὸν Θεὸ μέσα ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα»

ΤΑ ΝΕΑ , 10-12-2002

(Ἡ ἐφημερίδα, γράφει ἀκόμη γιὰ τὸν μητροπολίτη Ἰωαννίνων: «Ὅταν ἔχει λίγο χρόνο γιὰ νὰ ἀκούσει μουσική, δὲν θὰ πεῖ ὄχι στὴ φωνὴ τοῦ Γιάννη Πάριου ἢ τῆς Μαριάννας Χατζοπούλου. Θὰ βάλει ἕνα ποτήρι κρασί, θὰ ἀνάψει ἕνα τσιγάρο καὶ ἂν ἔχει διάθεση γιὰ διάβασμα, ἴσως καὶ τόσα χρόνια μετὰ, νὰ ξαναδιαβάσει Καζαντζάκη»)

«Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ» (1954)

«…Ἔδωκε μιὰ δρασκελιὰ ὁ Ἰησοῦς, μπῆκε μέσα· στάθηκε πλάι στὸ λυχνάρι, εἶδε τὸ Ματθαῖο πού κρατοῦσε ἀκόμα ἀνοιχτὸ τὸ τεφτέρι στὰ γόνατά του, εἶχε κλείσει τὰ μάτια κι ἦταν βυθισμένος ἀκόμα στὰ ὅσα ἀναγνωσε.
― Ματθαῖε, εἶπε ὁ Ἰησοῦς, φέρε ἐδῶ τὰ τεφτέρια σου· τί γράφεις;
Ὁ Ματθαῖος σηκώθηκε χαρούμενος, ἁπλοχέρισε τὰ γραφτά του:
― Ραβή μου, εἶπε, ἐδῶ ἐξιστορῶ, γιὰ τοὺς μελλούμενους ἀνθρώπους, τὴ ζωὴ καὶ τὰ ἔργα σου.
Ὁ Ἰησοῦς διπλογονάτισε κάτω ἀπὸ τὸ λυχνάρι, ἄρχισε ν’ ἀναγνώθει. Ἀπὸ τὰ πρῶτα λόγια, τινάχτηκε· γύριζε ὁρμητικὰ τὰ φύλλα, διάβαζε ἁρπαχτά, τὸ πρόσωπό του κοκκίνιζε κι ἀγρίευε· τὸν κοίταζε ὁ Ματθαῖος καὶ λάγιασε στὴ γωνιὰ μὲ τρόμο καὶ περίμενε. Ξεφύλλιζε, ξεφύλλιζε ὁ Ἰησοῦς, δὲ βάσταξε πιά, σηκώθηκε ὄρθιος, πέταξε τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου χάμω μὲ ἀγανάχτηση.
― Τί ’ναι αὐτά; φώναξε· ψέματα! ψέματα! ψέματα! Δὲν ἔχει ἀνάγκη ὁ Μεσσίας ἀπὸ θαύματα, αὐτὸς εἶναι τὸ θαῦμα, ἄλλο δὲ χρειάζεται! Γεννήθηκα στὴ Ναζαρέτ, ὄχι στὴ Βηθλεέμ, δὲ θυμοῦμαι Μάγους, δὲν πῆγα ποτέ μου στὴν Αἴγυπτο, κι αὐτὸ πού γράφεις πώς μοῦ ’πε τὸ περιστέρι τὴν ὥρα πού βαφτιζόμουν: «Ἐτοῦτος εἶναι ὁ υἱὸς μου ὁ ἀγαπητός», ποιός σοῦ τὸ φανέρωσε; Ἐγὼ δὲν ἄκουσα καθαρὰ· ἐσύ, πού δὲν ἤσουν ἐκεῖ, ποῦ τὸ βρῆκες;…» (Κεφ. XXVI)

——————————————————————————–

  • [Ὁ Ἰησοῦς «ὑπαγορεύει» τὴν Ἀποκάλυψη στὸν Ἰωάννη:]
  • « ― Γιὲ τῆς Βροντῆς, τοῦ φώναξε ὁ Ἰησοῦς ἀλλοπαρμένος, γράφε: Ἐγὼ εἶμαι τὸ Α καὶ τὸ Ω, αὐτὸς πού ἦταν, εἶναι καὶ θὰ ’ναι, ὁ Κύριος τῶν Δυνάμεων· ἄκουσες φωνὴ μεγάλη σὰ σάλπιγγα;
    Ὁ Ἰωάννης τρόμαξε· σάλεψε τὸ μυαλὸ τοῦ ραβῆ! […]
    ― Γράφε! ἀκούστηκε πάλι προσταχτικιὰ ἡ φωνὴ τοῦ Ἰησοῦ: Ἑφτὰ ἄγγελοι γύρα ἀπὸ τὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ, καὶ κάθε ἄγγελος στὸ στόμα του σάλπιγγα· τοὺς βλέπεις, γιὲ τῆς Βροντῆς; γράφε: Ὁ πρῶτος ἄγγελος ἔπεσε στὴ γῆς, χαλάζι καὶ φωτιά, ἀνακατεμένα μ’ αἵματα· κάηκε τὸ ἕνα τρίτο ἀπὸ τὴ στεριά, τὸ ἕνα τρίτο ἀπὸ τὰ δέντρα, τὸ ἕνα τρίτο ἀπὸ τὸ χλωρὸ χορτάρι. Σάλπισε ὁ δεύτερος ἄγγελος:… [….] Ὁ ἔχτος ἄγγελος σάλπισε…
    Μὰ ὁ Ἰωάννης δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ βαστάξει· ξέσπασε σὲ κλάματα, ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ.
    ― Ἰωάννη, εἶπε, ἀγαπημένε, γιατί κλαῖς;
    Ντράπηκε ὁ Ἰωάννης νὰ ὁμολογήσει πώς μιὰ στιγμή, κάτω ἀπὸ τὸ φεγγάρι, σάλεψε ὁ νοῦς τοῦ δασκάλου» (Κεφ. XXVI)

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.