Αυγουστίνος Καντιώτης



Η ΑΞΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Κυριακὴ Γ΄ Νηστειῶν (Μᾶρκ. 8,34 – 9,1)

Η ΑΞΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

«Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;»(Mαρκ. 8,36-37)

______

_____

ΕΝΑ, ἀγαπητοί μου, ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα προβλήματα ποὺ ἀπασχολοῦν τοὺς σοφοὺς ἀποτελεῖ τὸ ἐρώτημα· Τί εἶνε ὁ ἄνθρωπος; Εἶνε κι αὐτὸς ἁπλῶς ἕνα ζῷο μὲ κατώτερες ὀρέξεις; Ποιά ἡ ἀρχή του, ἀπὸ ποῦ προέρχεται; Ποιός ὁ σκοπὸς καὶ ὁ προορισμός του; Ποιά τὰ συστατικὰ καὶ ποιά τὰ βάθη τῆς ὑπάρξεώς του; Τί εἶνε ὁ ἄνθρωπος; Στύβουν τὰ μυαλά τους οἱ σοφοί. Καὶ γιὰ ν᾿ ἀπαντήσουν ἔγραψαν καὶ γράφουν βιβλία τόσα, ποὺ γιὰ νὰ τὰ διαβάσῃς πρέπει νὰ ζήσῃς χίλια χρόνια.
Ἀλλ᾿ ἂν τὰ ζυγίσουμε ὅλα αὐτὰ τὰ βιβλία, εἶνε ἕνα ἄχυρο μπροστὰ στὰ λόγια ποὺ λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο. Λόγια, ποὺ ἂν καθήσουμε ἔστω πέντε λεπτὰ καὶ τὰ σκεφτοῦμε σοβαρά, εἶνε ἱκανὰ νὰ κάνουν καὶ τὸν πιὸ ἁμαρτωλὸ ν᾿ ἀλλάξῃ πορεία, σήμερα Κυριακὴ τῆς Σταυροπροσκυνήσεως. Τὰ λόγια αὐτὰ δὲν εἶνε γραμμένα μὲ μελάνι, ἀλλὰ μὲ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας. Εἶνε αὐτὰ ποὺ ἀκούσαμε· «Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ;» (Μᾶρκ. 8,36). Αὐτὰ τὰ λόγια δίνουν τὴ λύσι στὸ πρόβλημα ἄνθρωπος. Μᾶς λένε ποιά εἶνε ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ποιά, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ ἀξία του; Ποῦ ἔγκειται ἡ ἀξία καὶ σὲ τί συνίσταται τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου;

* * *

Ἀπὸ ἀπόψεως σωματικῆς ὁ ἄνθρωπος δὲν ὑπερέχει. Ὁ ὄγκος του, τὸ σωματικό του περίβλημα, εἶνε μικρό. Ἂν σταθῇ ἕνας ἄνθρωπος μπροστὰ σ᾿ ἕνα βουνὸ ὅπως οἱ Ἄλπεις ἢ τὰ Ἰμαλάϊα, ὁ ὄγκος του μπροστά τους εἶνε ἐλάχιστος. Κι ἂν πάλι συγκρίνουμε τὰ μεγάλα βουνὰ μὲ τὴ γῆ, θὰ δοῦμε ὅτι κι αὐτὰ μπροστά της εἶνε σὰν τὶς προεξοχὲς τῆς φλούδας ἑνὸς πορτοκαλιοῦ. Κι ἂν πάλι συγκρίνουμε τὴ γῆ μὲ τὰ ἄστρα καὶ τὰ πλανητικὰ συστήματα, θὰ δοῦμε ὅτι ὁ ὄγκος της εἶνε ἕνας κόκκος ἄμμου. Ἑπομένως ὁ ἄνθρωπος μέσα στὸ σύμπαν εἶνε κάτι ἀπειροελάχιστο, σχεδὸν μηδέν. Ἂν πάρῃς ἕνα νεκρὸ ποὺ μόλις ξεψύχησε καὶ τὸν πᾷς στὸ χημεῖο νὰ τὸν ἀναλύσῃς στὰ συστατικά του, θὰ δῇς ὅτι ὁ ἄνθρωπος τῶν 65 κιλῶν εἶνε· 45 κιλὰ νερό, λίπος γιὰ νὰ φτειάξῃς 7 σαπούνια, σίδερο γιὰ 1 καρφί, φώσφορο γιὰ μερικὰ κουτιὰ σπίρτα, μαγνήσιο γιὰ 1 καθαρτικό, κάρβουνο γιὰ μερικὰ μολύβια, καὶ ἀσβέστη γιὰ νὰ βάψῃς ἕνα μικρὸ δωμάτιο. Ὅλα δηλαδὴ τὰ συστατικά του ὡς σῶμα εἶνε εὐτελέστατα, μηδαμινά, δὲν ἔχουν ἀξία οὔτε μιᾶς λίρας. Καὶ ὅμως· μιὰ λίρα ἀξίζει ὁ ἄνθρωπος;
Ὦ Χριστέ! Σ᾿ εὐχαριστοῦμε, γιατὶ ἦρθες στὸν κόσμο καὶ ἔρριξες φωτοβολίδες μέσα στὸ ἔρεβος· εἶπες τὰ λόγια αὐτά, ποὺ δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὰ ζυγίσῃ κανείς· «Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ;». Ὥστε ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶνε στὸ σῶμα τὸ εὐτελέστατο. Ἡ ἀξία του εἶνε κάτι ἄλλο.
Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶνε αὐτὸ ποὺ φαίνεται. Ὄχι, ἀδελφοί μου. Ὁ ἄνθρωπος εἶνε κυρίως αὐτὸ ποὺ δὲν φαίνεται. Πίσω ἀπὸ τὸ πρόσωπό του, στὰ βάθη τῆς ὑπάρξεώς του, κρύβεται κάποιο ἀόρατο μηχάνημα. Ὁ ἄνθρωπος μέσα του εἶνε προπαντὸς σκέψις, διάνοια. Κάθεται στὸ γραφεῖο του καὶ μὲ τὸ διαβήτη μετράει τὶς ἀποστάσεις, ζυγίζει τοὺς ἡλίους, ὑπολογίζει τὴν τροχιὰ τῶν ἀστέρων· γίνεται μαθηματικός, ἀστρονόμος, μέγας ἐπιστήμων.
Ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶνε μόνο διάνοια. Ἀλλοίμονο ἂν εἶνε μόνο διάνοια. Εἶνε καὶ καρδιά, εἶνε καὶ αίσθημα. Καὶ τὸν βλέπεις σὲ μιὰ στιγμή, ἐκεῖ ποὺ διασκεδάζει, ποὺ γλεντάει κι ἀπολαμβάνει τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς, ὅταν ὁ ταχυδρόμος τοῦ φέρῃ ἕνα γράμμα καὶ μαθαίνῃ ὅτι πέθανε ἡ μητέρα του, τί συμβαίνει; Μεταβάλλεται, ἀλλάζει· δὲν ἔχει διάθεσι νὰ μιλήσῃ πιά, κλείνεται καὶ κλαίει καὶ πενθεῖ.
Ὁ ἄνθρωπος εἶνε διάνοια, εἶνε καρδιὰ καὶ ασθημα. Προπαντὸς  ὅμως ―τὸ σπουδαιότερο ἀπ᾿ ὅλα― εἶνε θέλησις. Ὤ ἡ θέλησι τοῦ ἀνθρώπου! Τὸ ζῷο εἶνε ὑπόδουλο στὰ ἔνστικτά του. Τὸ ζῷο πεινᾶ; θὰ φάῃ. Ὁ ἄνθρωπος πεινᾷ, ἀλλὰ λέει Ἄλτ! εἶνε Μεγάλη Παρασκευή, θὰ νηστέψουμε. Τὸ ζῷο νυστάζει; θὰ κοιμηθῇ στὴν ὥρα του, μὲ τὸ ρολόι. Ὁ ἄνθρωπος λέει Ἄλτ! δὲ᾿ θὰ κοιμηθῶ· εἶμαι νοσοκόμος κι ἀπόψε θ᾿ ἀγρυπνήσω στὸ προσκέφαλο τοῦ ἀρρώστου. Τὸ ζῷο ἔχει τὸ ἔνστικτο τῆς αὐτοσυντηρήσεως. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει κι αὐτὸς τὸ ἔνστικτο αὐτό, ἀλλὰ λέει· Ἄλτ! ὄχι· θὰ θυσιάσω τὴ ζωή μου, ὄχι μιὰ ζωὴ ἀλλὰ χίλιες ζωές, γιὰ μεγάλα ἰδανικά. Τὴν 25η Μαρτίου ἑορτάζουμε ἕνα ἔπος, μιὰ ἀλησμόνητη σελίδα τῆς ἱστορίας τοῦ ἔθνους μας, τὸ 1821. Γιά διαβάστε τοὺς βίους τῶν ἡρώων. Τί ἦταν ἐκεῖνο ποὺ τοὺς ἠλέκτριζε; ἡ ὕλη, τὸ χρῆμα, τὰ ταπεινὰ καὶ μικρὰ συμφέροντα, τὰ ἔνστικτα, οἱ ὁρμές των; Κάτι τὸ ἀνώτερο. Ἕνας ξένος ἐπισκέφθηκε τὸν Κανάρη στὰ γεράματά του καὶ τὸν ρωτάει· ―Δὲ᾿ μοῦ λές, γερο – Κω᾿σταντῆ, πῶς κατώρθωσες ἐκείνη τὴ νύχτα νὰ κολλήσῃς τὸ πυρπολικὸ στὴ ναυαρχίδα καὶ νὰ τὴν τινάξῃς στὸν ἀέρα; Καὶ ὁ ἥρωας ἀπαντᾷ· ―Ἁπλούστατα, ἔκανα τὸ σταυρό μου καὶ εἶπα· Ἀπόψε, Κω᾿σταντῆ, θὰ πεθάνῃς γιὰ τὴν Ἑλλάδα. Ὑλισταὶ καὶ ἄθεοι, σᾶς ἐρωτῶ· Τί εἶνε ἐκεῖνο ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ὑψώνεται ἐπάνω ἀπὸ τὰ ἔνστικτα, τὶς ἐπιθυμίες καὶ τὶς ὁρμές του, καὶ νὰ φθάνῃ στὸ ὕψος τοῦ ἡρωϊσμοῦ καὶ τοῦ μαρτυρίου; Εἶνε τὰ κύτταρα, τὰ κόκκαλα, τὰ στομάχια, τὰ ἔντερα; Ὄχι, ἀδελφοί μου. Πέρα ἀπὸ αὐτὰ εἶνε ἡ ψυχὴ ἡ ἀθάνατη. Καὶ γι᾿ αὐτὴν ὁμιλεῖ ὁ Χριστὸς ὅταν λέει· «Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ;».

* * *

Ἀδελφοί μου, θὰ τελειώσω μὲ μιὰ εἰκόνα.
Θέλετε, λέει κάποιος, νὰ δῆτε τὴν ἀξία τῆς ψυχῆς; Φτειάξτε μὲ τὴ φαντασία σας μιὰ ζυγαριά, ζυγαριὰ μεγάλη, γιατὶ δὲν πρόκειται νὰ ζυγίσουμε μικρὰ καὶ ἀσήμαντα πράγματα. Καὶ τὴ ζυγαριὰ αὐτὴ νὰ τὴν κρεμάσετε ἀπὸ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, νὰ τὴν κρατᾶνε στὰ χέρια τους ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι. Καὶ στὸν ἕνα δίσκο τῆς ζυγαριᾶς βάλτε ὅ,τι πανάκριβο ὑπάρχει στὸν κόσμο. Ἐλᾶτε, σεῖς οἱ γυναῖκες, καὶ φέρτε ὅλα τὰ σκουλαρήκια, τὰ χρυσαφικά, τὰ τιμαλφῆ ποὺ ἔχετε. Κ᾿ ἐσεῖς οἱ τραπεζῖτες, οἱ φιλάργυροι Ἰοῦδες, ἀνοῖξτε τὰ χρηματοκιβώτιά σας καὶ φέρτε ὅλα τὰ χρήματα καὶ στοιβάξτε τα στὸν διο δίσκο. Κ᾿ ἐσεῖς ἐργατικοὶ ἄνθρωποι – τὸ προλετάριο, σκάψτε βαθειὰ στὰ σπλάχνα τῆς γῆς καὶ βγάλτε ἀπὸ μέσα ὅλο τὸ χρυσάφι καὶ τὸ ἀσήμι, καὶ βάλτε τα κι αὐτὰ ἐκεῖ. Κ᾿ ἐσεῖς ναῦτες – ναυτικοί, μὲ τὰ σκάφανδρά σας βυθισθῆτε στὰ βάθη τῶν ὠκεανῶν καὶ πάρτε ἀπὸ ᾿κεῖ τοὺς ἀμυθήτους θησαυροὺς ποὺ κρύβονται. Κ᾿ ἐσεῖς ἀεροπόροι – ἀστροναῦτες, πετάξτε μὲ τὰ διαστημόπλοιά σας στὰ ὕψη τοῦ διαστήματος καὶ πάρτε ἀπ᾿ ὅλους τοὺς πλανῆτες, ἀπ᾿ τὸ φεγγάρι καὶ τὰ ἄστρα, ὅ,τι ἔχει ὅλο τὸ σύμπαν. Καὶ ὅλα αὐτὰ βάλτε τα στὸν διο δίσκο. Κι ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος τί νὰ βάλετε; Μιὰ ψυχή. Τίνος; Τὴν ψυχὴ ἑνὸς βασιλιᾶ; Ὄχι. Τὴν ψυχὴ ἑνὸς στρατηγοῦ; Ὄχι. Τὴν ψυχὴ ἑνὸς μεγάλου ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ γράφουν οἱ ἐφημερίδες; Ὄχι. Νὰ βάλετε τὴν ψυχὴ ἑνὸς ταπεινοῦ ἀνθρώπου, ἑνὸς φτωχοῦ καὶ ἀσημάντου. Ἔ λοιπόν, μόλις ἡ ψυχὴ ἀγγίξῃ μὲ τὴ φτερούγα της τὸ δίσκο, ἀμέσως ἡ ζυγαριὰ θὰ κλίνῃ πρὸς τὸ μέρος της! Ὦ ψυχή, ὦ θησαυρὲ ἀνεκτίμητε! «Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ;».
Ἀγαπητοί μου! Λένε, ὅτι ὁ βασιλιᾶς τῆς Μακεδονίας Φίλιππος, πατέρας τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, εἶχε μιὰ σπουδαία συνήθεια. Τετρακόσα χρόνια πρὸ Χριστοῦ αὐτός, εἶχε διατάξει ἕνα στρατιώτη του καὶ κάθε πρωῒ στεκόταν μπροστά του κλαρῖνο καὶ τοῦ ἔκανε μία ὑπενθύμισι. Τοῦ εἶπε· Κάθε πρωΐ, μόλις ἀνατείλῃ ὁ ἥλιος, θὰ κτυπᾷς στὸ δωμάτιό μου, θὰ χαιρετᾷς καὶ θὰ μοῦ λές· «Φίλιππε, μέμνησο ὅτι θνητὸς εἶ»· Φίλιππε, θυμήσου ὅτι εἶσαι θνητός, ὅτι μιὰ μέρα θὰ πεθάνῃς.
Κ᾿ ἐγὼ τώρα, ὡς στρατιώτης ὄχι τοῦ Φιλίππου ἀλλὰ τοῦ παμβασιλέως Χριστοῦ, παρουσιάζομαι ἐνώπιον ὅλων σας, ἐν ὄψει τῆς ἡμέρας τῆς κρίσεως, καὶ σᾶς εἰδοποιῶ· Ἔχετε ψυχὴ ἀθάνατη! Τὴν ψυχὴ αὐτὴ φυλάξτε την μὲ κάθε θυσία. Καὶ μὴ ξεχνᾶτε ποτέ στὴ ζωή σας τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μας ποὺ εἶνε γραμμένα μὲ τὸ αἷμα Του· «Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» (Μᾶρκ. 8,36-37). Ἐὰν μὲ ἀκούσετε, καλῶς· ἐὰν δὲν μὲ ἀκούσετε, σεῖς θὰ εἶστε ὑπεύθυνοι. Ἡ εὐθύνη θὰ εἶνε δική σας καὶ μόνο δική σας.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(ἱ. ναὸς Ἁγίου Κωνσταντίνου Κολωνοῦ – Ἀθηνῶν 20-3-1960)

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.