Αυγουστίνος Καντιώτης



ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ (40 Μαρτυρες – 9 Μαρτίου)

ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ

(40 Μάρτυρες – 9 Μαρτίου)

AΠΟ ΒΙΒΛΙΟ· ΑΓΙΟΙ «ΑΠ’ ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ»
ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ

στρατιωτες αγ.Στίς 9 τοῦ μηνός Μαρτίου, ἀγαπητοί μου, γιορτάζουν σαράντα μάρτυρες. Ποιό εἶνε τό ἐπάγγελμά τους; Τί ἦταν; Ἀσκηταί; Καλόγεροι; Ἱερεῖς, Ἐπίσκοποι, μητροπολῖτες καί πατριάρχες; Ὄχι. Ἦταν στρατιῶτες. Κι ὅμως τό ἐπάγγελμά τους δέν τούς ἐμπόδισε ν’ ἁγιάσουν καί νά λάμψουν στόν οὐρανό τῆςὈρθοδοξίας ὡς μάρτυρες. Εἶνε τόσο λαμπρό καί ἀξιοθαύμαστο τό μαρτύριό τους, ὥστε πολλοί διδάσκαλοι καί πατέρες ἔγραψαν γι’ αὐτούς. Ἕνας δέ ἀπ’ αὐτούς, ὁ κυριώτερος, ὁ Μέγας Βασίλειος, πλέκοντας τό ἐγκώμιό τους λέει, ὅτι ὄχι μία γλῶσσα, ἀλλά σαράντα γλῶσσες δέ φτάνουν γιά νά ἐξυμνήσουν τήν ἀρετή τῶν μαρτύρων αὐτῶν τῆς πίστεως.



Οἱ σαράντα αὐτοί στρατιῶτες – μάρτυρες ἔζησαν τόν τέταρτο μετά Χριστόν αἰῶνα. Ἦταν ἀπό διάφορα μέρη, κι ὅταν στρατεύθηκαν βρέθηκαν μέσα σ’ ἕνα τάγμα τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ, πού τότε ἦταν ὁ πιό ἰσχυρός καί ἔνδοξος στρατός τοῦ κόσμου. Ὑπηρετοῦσαν στά μέρη τῆς Μικρᾶς ‘Ασίας. Οἱ σαράντα αὐτοί στρατιῶτες μέ τήν ἀνδρεία πού ἔδειχναν στίς διάφορες μάχες καί μέ τίς ἄλλες ἀρετές τους κατώρθωσαν νά ἐπιβληθοῦν καί νά διακρίνωνται ἀνάμεσα στό στράτευμα. Πιό ἐνάρετοι, ἡρωικοί καί λαμπροί στρατιῶτες δέν ὑπῆρχαν. Οἱ ἀξιωματικοί τούς θαύμαζαν καί τούς πρόβαλλαν σάν παράδειγμα. Ἀλλά ποιό ἄραγε νά ἦταν τό μυστικό ἐκεῖνο, πού τούς ἔκανε νά ξεχωρίζουν ἀπό τούς ἄλλους στρατιῶτες; Οἱ σαράντα αὐτοί στρατιῶτες συνδέονταν μεταξύ τους μ’ ἕνα μεγάλο μυστικό, πού τούς γέμιζε την καρδιά μέ χαρά καί ἀγαλλίασι. Καί τό μυστικό ἦταν ὅτι οἱ 40 αὐτοί στρατιῶτες εἶχαν πιστέψει στό Χριστό καί ζοῦσαν τή χριστιανική ζωή.

Ἀλλά ξαφνικά, ἐνῶ ὑπηρετοῦσαν πιστά καί πρόθυμα στό στρατό καί ἦταν οἱ ἱκανώτεροι καί λαμπρότεροι στρατιῶτες, ξαφνικά ξέσπασε ἄγρια θύελλα. Αἰτία τῆς θύελλας αὐτῆς ἦταν ὁ αὐτοκράτορας ἐκεῖνος πού ἐξουσίαζε τό ἀνατολικό μέρος τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας. Ὀνομαζόταν Λικίνιος (308 – 324). Ὁ αὐτοκράτορας αὐτός στήν ἐξωτερική μορφή ἦταν ἄνθρωπος, ἀλλ’ ὡς πρός τή διάθεσι ἦταν θηρίο ἄγριο. Μέσα στήν καρδιά του ἔκρυβε μῖσος φοβερό ἐναντίον τῶν χριστιανῶν.

Ὁ διωγμός ἄρχισε. Ὅποιος τολμοῦσε ν’ ἀναφέρη τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καταδιωκόταν. Ἡ ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ θεωρεῖτο ἔγκλημα πού ἄξιζε νά τιμωρηθῆ μέ τά πιό σκληρά μαρτύρια. Οἱ χριστιανοί ἤ ἔπρεπε ν’ ἀρνηθοῦν τόν Χριστό ἤ ἔπρεπε νά μαρτυρήσουν. Φωτιά, τροχοί, σιδερένια νύχια, κοφτερά σπαθιά, πηγάδια, βόθροι, πληγές καί ἀκρωτηριασμοί, ξερρίζωμα δοντιῶν καί κάθε ἄλλο εἶδος βασανιστηρίων περίμεναν τούς χριστιανούς.

Μέσα σ’ αὐτό τόν τρόμο πού σκορποῦσε ὁ διωγμός οἱ σαράντα μάρτυρες δέν δείλιασαν καθόλου. Δέν ἔκρυψαν τήν πίστι τους. Δέν ἔφυγαν στά βουνά καί στίς σπηλιές. Ἀλλά, γνωρίζοντας πόσο μεγάλη σημασία ἔχει ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως σέ τέτοιους δύσκολους καιρούς, τόλμησαν, ὅταν διαβάζονταν τά βασιλικά διατάγματα, καί φώναξαν δημόσια ὅτι εἶνε χριστιανοί. «Ὦ γ λ ῶ σ σ α ι   μ α κ ά ρ ι α ι!», λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, «ὅσες ἀφήσατε τήν ἱερή αὐτή φωνή. Ὁ ἀέρας πού τήν δέχτηκε ἁγιάστηκε. Ἄγγελοι πού τήν ἄκουσαν χειροκρότησαν. Ὁ διάβολος δέ μέ τούς δαίμονές του πληγώθηκε. Καί ὁ Κύριος ἔγραψε τά ὀνόματά τους στό βιβλίο τῆς αἰωνιότητος».

Ἀγρίκολας ἦταν τό ὄνομα τοῦ διοικητοῦ τῆς περιφερείας ἐκείνης. Μόλις ἄκουσε τήν ὁμολογία αὐτή ἐξωργίστηκε, ἀλλά κρύβοντας τήν ὁργή του προσπάθησε μέ γλυκά λόγια, μέ θωπεῖες καί κολακεῖες, νά κάνη τούς γενναίους ν’ ἀρνηθοῦνε τό Χριστό. – Σεῖς οἱ γενναῖοι, ἔλεγε, πού εἶστε τό καύχημα τοῦ στρατοῦ μας, πού εἶστε πάντοτε ὑπάκουοι στίς διαταγές τοῦ αὐτοκράτορα, νά προβάλλετε τώρα τόσο ἀνόητη ἀντίστασι; Ἔνδοξοι στρατιῶτες ἐσεῖς, νά τελειώσετε τή ζωή σας μέ θάνατο κακοῦργο; Δέν λυπᾶστε τά νειάτα σας; Μπροστά σας ἕνα λαμπρό μέλλον ἀνοίγεται. Ὁ βασιλιᾶς εἶνε ἕτοιμος νά σᾶς προαγάγη, νά σᾶς τιμήση μέ διάφορες τιμές καί ἀξιώματα καί νά σᾶς δώση ὅ,τι τοῦ ζητήσετε. Ἐμπρός, θυσιάστε στά εἴδωλα. Ἀλλιῶς σᾶς περιμένουν σκληρά βασανιστήρια… – Ὄχι, ἀπάντησαν οἱ γενναῖοι. Δέν προσκυνοῦμε τά εἴδωλα. Δέν ὑπακοῦμε σέ διάταγμα τοῦ βασιλιᾶ πού πολεμάει τήν πίστι μας. Δέν μᾶς δελεάζουν οἱ τιμές καί τά μεγαλεῖα τοῦ κόσμου. Βλέπετε τή θάλασσα, τή γῆ, τά ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ; Καί ὅλα αὐτά ἄν μπορούσατε νά μᾶς δώσετε, εἶνε ἐλάχιστα μπροστά στή θεία μακαριότητα πού ὑπόσχεται ὁ Χριστός στούς ὁμολογητάς τῆς πίστεως. Ἀλλ’ οὔτε καί οἱ ἀπειλές σας μᾶς φοβίζουν.

Ὅταν ἄκουσε ὁ Ἀγρίκολας τά λόγια αὐτά ἔχασε πιά κάθε ἐλπίδα μεταστροφῆς τους καί ἀποφάσισε νά τούς τιμωρήση σκληρά. Καί τί σκέφθηκε; Λίγο ἔξω ἀπό τήν πόλι Σεβάστεια ὑπῆρχε, καί ὑπάρχει μέχρι σήμερα, μία λίμνη μέ βαθειά νερά, λίμνη πού εἶνε σέ ὀροπέδιο χιλίων περίπου μέτρων πάνω ἀπό τή θάλασσα. Τό κρύο ἐκεῖ τό χειμῶνα εἶνε ἀφόρητο. Φθάνει τούς εἴκοσι βαθμούς κάτω ἀπό τό μηδέν. Τά νερά τῆς λίμνης κρυσταλλώνουν καί ἁμάξια περνοῦν πάνω ἀπό τήν ἐπιφάνειά της, πού μεταβάλλεται σέ ἕναν ἄσπρο κάμπο. Στή λίμνη αὐτή, λοιπόν, τήν παγωμένη ἀποφάσισε ὁ Ἀγρίκολας νά ρίξη τούς σαράντα στρατιῶτες. Ὁ χειμῶνας τή χρονιά ἐκείνη ἦταν δριμύς. Καί ὁ θάνατος ἀπό τό ψύχος εἶνε ἀπό τούς πιό σκληρούς θανάτους. Τό αἷμα παγώνει, τό κορμί μελανιάζει, τά δόντια τρίζουν, τά ἄκρα πέφτουν, ἡ καρδιά χτυπάει ἄτονα καί στό τέλος ἡ ζωή σβήνει μέσα σέ φοβερούς πόνους.

Στήν παγωμένη αὐτή λίμνη τά ὄργανα τοῦ Ἀγρίκολα ἦρθαν καί ἔρριξαν τούς σαράντα στρατιῶτες. Ἦταν γυμνοί. Τό κρύο τή νύχτα ἔγινε ἀκόμη φοβερώτερο. Ἕνας κρύος βοριᾶς φυσοῦσε, πού τά πάντα τά πάγωνε. Ἄνθρωπος στούς δρόμους δέν κυκλοφοροῦσε. Ὅλοι ἦταν μαζεμένοι κοντά στό τζάκι. Οἱ σαράντα μάρτυρες τή νύχτα ἐκείνη ἔδειξαν τό μεγαλεῖο τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς πού ἀγαπάει πραγματικά τό Χριστό. Προσεύχονταν, ἔψελναν ψαλμούς καί ὁ ἕνας ἐνίσχυε τόν ἄλλο λέγοντας: «Δριμύς ὁ χειμών ἀλλά γλυκύς ὁ παράδεισος».

Ἀλλ’ ἕνας ἀπό τούς σαράντα μάρτυρες, ἐνῶ πλησίαζε πρός τό τέλος τοῦ μαρτυρίου, ἐγκατέλειψε τόν τόπο τοῦ μαρτυρίου καί ἔφυγε. Ποῦ; Ὁ τύραννος, γιά νά κάνη πιό δεινό τό μαρτύριό τους, εἶχε διατάξει, κοντά στή λίμνη νά καίη φωτιά. Καί ἄν τυχόν κανένας ἀρνιόταν τό Χριστό, ὁ φύλακας τῆς φωτιᾶς ἔπρεπε νά τόν δεχθῆ. Πρός τή φωτιά λοιπόν ἔφευγε ὁ ἕνας. Οἱ μάρτυρες λιγόστεψαν κατά ἕναν. Ἀλλά σέ λίγο ἔγινε θαῦμα καί ἔγιναν πάλι σαράντα. Πῶς; Ὁ φύλακας εἶδε ὅραμα. Εἶδε ἀγγέλους νά κατεβαίνουν ἀπό τόν οὐρανό καί νά μοιράζουν στεφάνια δόξης σ’ ὅλους, πλήν τοῦ ἑνός πού ἐγκατέλειψε τό μαρτύριο. Ἦταν τόσο λαμπρό τό θέαμα, ὥστε ὁ φύλακας πίστεψε, ἄφησε τό φυλάκιο, καί ρίχτηκε στή λίμνη λέγοντας: Κι ἐγώ χριστιανός εἶμαι!…

Τό πρωί ὅλοι ἦταν πιά νεκροί. Ἦρθαν στρατιῶτες, τούς πῆραν, τούς φόρτωσαν σέ ἅμαξες. Μιά μάνα μάλιστα ἑνός μάρτυρος πού ἀκόμη ψυχορραγοῦσε τόν πῆρε μόνη της καί τόν ἔβαλε στό ἁμάξι, γιατί φοβόταν μήπως λείψη ἀπό τόν ἅγιο χορό τῶν σαράντα μαρτύρων. Ὦ ἡρωική μάνα!… Οἱ στρατιῶτες τούς τσάκισαν τά κορμιά, τούς ἔκαναν σωρό, τούς ἔκαψαν καί τή στάχτη τήν ἔρριξαν στόν ποταμό. Ἀλλ’ ἕνα μέρος τῶν λειψάνων διασώθηκε καί ἔκανε θαύματα.



Σεβάστεια, Μικρά Ἀσία, ἡρωικέ Πόντε, γῆ ἡρώων και μαρτύρων, ἅγια χώματα, πόσους μάρτυρες δέν ἔχετε νά παρουσιάσετε! Ἀλλά οἱ σαράντα μάρτυρες εἶνε τό μαργαριτάρι τῶν μαρτυρίων σας. Σαράντα νέοι νά γίνουν κρύσταλλο γιά τήν πίστι τοῦ Χριστοῦ! Δίδαγμα αἰώνιο, ὅτι πάνω ἀπό διαταγές αὐτοκρατόρων καί ἡγεμόνων στέκεται ὁ Χριστός, ἡ Ἀλήθεια καί ἡ Ζωή.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.