Αυγουστίνος Καντιώτης



Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ

date Ιούν 7th, 2015 | filed Filed under: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Κυριακὴ Ἁγ. Πάντων (Ἑβρ. 11,33 – 12,2)

Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΝΙΚΟΥΝ ΚΑΙ ΤΑ ΛΙΟΝΤΑΡΙΑ

«Οἱ ἅγιοι Πάντες …ἔφραξαν στόματα λεόντων» (Ἑβρ. 11,33)

pal.Θὰ κάνω σήμερα, ἀγαπητοί μου, ἕνα ἐρώτη­μα καὶ περιμένω τὴν ἀπάντησί σας. Ποιά εἶ­νε ἡ πιὸ μεγάλη δύναμι στὸν κόσμο; Ἐὰν τὸ ἐ­ρώτημα τὸ κάνω σὲ ἀνθρώπους ποὺ δὲν πιστεύ­ουν, θὰ πάρω διάφορες ἀπαντήσεις.
⃝ Οἱ περισσότεροι θ᾽ ἀπαντήσουν, ὅτι ἡ πιὸ μεγάλη δύναμι εἶνε τὸ χρῆμα, τὰ λεφτά. Ὅ­ποιος ἔχει χρῆμα, λένε, ἔχει τὰ πάντα.
⃝ Ἄλλοι θὰ ποῦν, ὅτι εἶνε τὸ σπαθί, τὰ ὅπλα. Ὅποιος ἔχει τὰ ὅπλα, αὐτὸς κυριαρχεῖ.
⃝ Ἄλλοι πάλι, σαρκικοὶ αὐτοί, θὰ ποῦν ὅ­τι ἡ πιὸ μεγάλη δύναμι εἶνε ἡ ὀμορφιά, ὁ ἔρωτας. Καὶ μήπως δὲν βλέπουμε, μπροστὰ στὸ μειδί­α­μα μιᾶς γυναίκας, ἄνθρωποι ποὺ κατέχουν ὕ­ψι­στα ἀξιώματα νὰ πέφτουν σὲ ἀναξιοπρέπειες;
⃝ Ἄλλοι ὅμως λένε, ὅτι σήμερα, στὸν αἰῶνα μας, ἡ πιὸ μεγάλη δύναμι εἶνε ἡ ἐπιστήμη –τὸ λένε καὶ γεμίζει τὸ στόμα τους– ἢ κάτι ἄλλο.
Τὴ σωστὴ ἀπάντησι στὸ ἐρώτημα τὴ δί­­νει σή­μερα, ἅγια ἡμέρα, ἡ Ἐκκλησία μας μὲ τὴν πρώτη λέξι τοῦ ἀποστόλου. «Οἱ ἅγιοι Πάν­τες», λέει (Ἑβρ. 11,33). Ἡ πιὸ μεγάλη δύναμι, δη­λαδή, εἶνε ἡ ἁγιότης, ἐκεῖνο ποὺ σήμερα περιφρονοῦμε.
Δός μου, ὄχι πολύ, ἕνα δράμι ἀπὸ τὴ χάρι ποὺ εἶχαν ὁ ἅγιος Σπυρίδων, ὁ ἅγιος Νικόλαος, ὁ ἅ­γιος Γεράσιμος, οἱ πατέρες, οἱ ἀσκηταὶ τῆς ἐ­ρήμου! ἕνα δράμι ἀπὸ τὴ χάρι ποὺ εἶχαν ἡ ἁγία Αἰκατερίνη, ἡ ἁγία Βαρβάρα!… Μὰ τί εἶνε αὐτὴ ἡ ἁγιότης; Εἶνε σύνθεσι πολλῶν ἀρετῶν.
⃝ Ἡ ἁγιότης πρῶτα – πρῶτα εἶνε πίστις. Νὰ δέ­χεσαι ὁλοψύχως, ἑκατὸ τοῖς ἑκατό, τὸ Σύμβο­λο τῆς πίστεως «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν…». Ὅ­λα μπορεῖ νὰ εἶνε ψέμα, ἀλλὰ ποτέ μὰ ποτέ δὲν εἶνε ψέμα ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἴδιος εἶπε· «Ὁ οὐρα­νὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι» (Ματθ. 24,35).
⃝ Ἡ ἁγιότης εἶνε ἐλπίδα στὸ Θεό, ἄγκυρα στὴ ζωή, ὅπως λέει κάποιος ποιητικὸς στίχος·
«Κι ἂν δὲν μοῦ μείνῃ ἐντὸς τοῦ κόσμου
ποῦ νὰ ἀκουμπήσω νὰ σταθῶ,
ἐκεῖ ψηλὰ εἶν᾽ ὁ Θεός μου,
πῶς ἠμπορῶ ν᾽ ἀπελπισθῶ;».
⃝ Ἡ ἁγιότης εἶνε πρὸ παντὸς ἀγάπη, ὅπως ἀ­κοῦμε στὴν θεία Λειτουργία· «Ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους, ἵνα ἐν ὁμονοίᾳ ὁμολογήσωμεν».
⃝ Ἡ ἁγιότης εἶνε ἀκόμη πολλά· εἶνε τὸ δάκρυ τῆς μετανοίας, ἡ κατάνυξι στὴν προσευχή, ἡ εὐσπλαχνία, ἡ φιλανθρωπία, ἡ συγγνώμη, ἡ αὐταπάρνησις γιὰ τὸ Χριστὸ ποὺ λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο (βλ. Ματθ. 10,32-33, 37-38)· ἂν τὸν ἀγαπᾷς, τότε χίλιες ζωὲς θυσιάζεις γι᾽ αὐτόν.
Ὅλα αὐτὰ λοιπὸν εἶνε ἡ ἁγιότης. Ἔχουμε ἐμεῖς τέτοια στοιχεῖα; Ὅταν ὑπάρχῃ ἁγιότης, δάκρυ μπροστὰ στὸ Χριστὸ γιὰ τ᾽ ἁμαρτήμα­τά μας, τότε «πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι» (Μᾶρκ. 9,23). Ὅποιος ἔχει τὴν ἁγιότητα, κάνει θαύματα. Τὰ λέει σήμε­ρα ὁ ἀ­­πόστολος. Ἀκούσατε ἕναν ὁ­λόκληρο κατάλο­γο· ἕνα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, ἕξι ἑπτά, ὀ­κτώ, ἐν­νιά…, δεκαπέντε κατορθώματα. Ἀπ᾽ ὅλα αὐτὰ μόνο ἕ­να θὰ σᾶς πῶ, ποὺ τὸ περιγράφει μὲ τρεῖς λέξεις. «Ἔ­φρα­ξαν», λέει, οἱ ἅγιοι Πάντες «στόματα λεόν­των»· ἔφραξαν στόματα λιονταριῶν (Ἑβρ. 11,33).

* * *

Λιοντάρι! Ἔχετε ἀκούσει λιοντάρι; Ἡ φωνή του φόβος – τρόμος. Ὅταν βγαίνῃ τὴ νύχτα καὶ μουγκρίζῃ, σείεται ἡ ἔρημος. Ἡ οὐ­ρά του εἶνε θάνατος, τὸ σῶμα του λάστιχο, τὰ δόντια του πριόνι, τσακίζει κόκκαλα. Λέει λοιπὸν τὸ κείμε­νο, ὅτι οἱ ἅ­γιοι «ἔφραξαν στόματα λεόντων».
Ἔγινε αὐτό; Ἔγινε πράγματι. Ποῦ; Ὑπάρχουν πολλὰ παρα­δείγματα. Σὲ καμμιὰ δεκαριὰ – εἴκοσι ἁγίους. Ἕναν ἐγὼ θὰ σᾶς ἀναφέ­ρω. Γιά διαβά­ζετε λιγάκι· ἀφῆστε ἐ­φημερίδες, περιοδικά, μυ­θιστο­ρήματα· ἀνοῖξτε τὴν ἁγία Γραφή, κ᾽ ἐ­κεῖ θὰ βρῆτε τὸν πρῶτο ἀπὸ τοὺς ἁγίους οἱ ὁποῖοι «ἔ­φραξαν στόματα λεόντων».
Ζοῦσε, λέει ἡ Γραφή, τὰ παλιὰ τὰ χρόνια ἕ­νας βασιλιᾶς. Οἱ ἄπιστοι ἀμφισβήτησαν τὴν ἱ­στορικό­τητά του, ἀλλὰ ἔγιναν ἀνασκαφές, βρέθηκαν τὰ ἀνάκτορά του καὶ σταμάτησε ἡ ἀμφισβήτη­σι. Ὦ ἄπιστη γενεά! στοὺς ἀρχαιολόγους πιστεύεις, στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ δὲν πιστεύεις. Ἀλλ᾽ ὅπως λέει ἡ Γραφὴ καὶ «οἱ λίθοι κεκράξονται» (Λουκ. 19,40)· θά ᾽ρθῃ ὥρα, ποὺ καὶ τὰ μάρμαρα θὰ βεβαιώσουν τὴν ἀλήθεια.
Ὁ βασιλιᾶς λοιπὸν αὐτὸς ἔβγαλε διαταγή, νὰ μὴν τολμήσῃ κανεὶς ν᾽ ἀνοίξῃ τὴ Γραφὴ ἢ νὰ γονατίσῃ νὰ κάνῃ προσ­ευχή, νὰ πῇ «Κύριε, ἐλέησον». Ὅποιος βρεθῇ παραβάτης, θὰ τὸν ἁρπάζουν καὶ θὰ τὸν ῥίχνουν σ᾽ ἕνα βα­θὺ λάκ­κο, ποὺ μέσα θὰ ὑπάρχουν λιοντάρια πεινασμέ­να· τέτοια τιμωρία ὥρισε. Σκεφθῆτε ἂν ζούσα­με τότε, ποιός ἀπὸ μᾶς, λα­­ϊκὸς ἢ κληρικός, θὰ εἶχε τὴν τόλμη νὰ ἐκδηλώ­­σῃ τὴν πίστι του; Βρέ­θηκε ὅμως κάποιος καὶ τόλμησε· ἦταν ὁ προφήτης Δανιήλ. Δὲν ἔ­παιξε κρυφτούλι, συνέχι­σε τὴ λατρεία του. Τὸν εἶδαν, τὸν κατήγγειλαν, τὸν ἔπιασαν καὶ τὸν ἔρριξαν στὰ λιοντάρια.
Καὶ τί ἔγινε; Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, δικαίωμά τους· ἐμεῖς πιστεύουμε. Μόλις ἔπεσε μέσα, «ἔκλεισεν ὁ Θεὸς τὰ στόματα τῶν λε­όντων» (Δαν. 6,18), τοὺς ἔβαλε φίμωτρο καὶ τὰ λιον­­τάρια ἔγιναν σὰν ἀρνάκια. Τὴν ἄλλη μέρα πηγαίνουν, κοιτάζουν ἀπὸ πάνω καὶ τί βλέπουν· θαῦμα, ὁ Δανιὴλ καθόταν ἐκεῖ κάτω μαζί τους! Τὸν βγάζουν καὶ ῥίχνουν μέσα τοὺς ἐχθρούς του, αὐτοὺς ποὺ τὸν κατήγγειλαν. Ἔ, δὲν πρόλαβαν νὰ φτάσουν κάτω· στὸν ἀέρα τοὺς ἅρπαξαν τὰ λιοντάρια καὶ τοὺς ἔφαγαν. Τότε ὁ Δαρεῖος εἶπε· Ὁ Θεὸς ποὺ πιστεύει ὁ Δανιὴλ εἶνε ὁ ἀληθινός (βλ. ἔ.ἀ. 6,26). Βλέπουμε λοιπόν, ὅτι ὁ προφήτης Δανιὴλ μὲ τὴν πίστι στὸ Θεὸ «ἔφραξε στόματα λεόντων».
Θὰ προχωρήσω τώρα περισσότερο καὶ θὰ σᾶς πῶ τὸ ἑξῆς. Δὲν ὑπάρχουν μόνο τὰ λιον­τά­ρια τῆς ζούγκλας. Τὰ λιοντάρια αὐτὰ μὴν τὰ φο­βᾶστε. Τὸ χειρότερο λιοντάρι εἶνε ὁ ἄνθρω­πος. Πόσους ἀνθρώπους μπορεῖ νὰ φάῃ ἕνα λιον­τάρι; πενήντα, ἑκατό, διακόσους; παραπά­νω δὲν τρώει. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως ἀποδεικνύ­εται φοβερώτερος. Ἀπ᾽ ὅλα τὰ θηρία τῆς γῆς τὸ χειρό­τερο εἶνε ὁ ἄνθρωπος. Μὰ καὶ ὑπ᾽ αὐτὴ τὴν ἔν­νοια ἰσχύει τὸ «ἔφραξαν στόματα λεόν­των». Ἡ ἁγιότης νικάει καὶ τὰ ἀνθρωπόμορφα λιοντάρια. Δὲν εἶνε παραμύθι αὐτὸ ποὺ θὰ σᾶς πῶ.
Σὲ μιὰ κωμόπολι τῆς Ἀκαρνανίας ὑπῆρχε ἕ­νας ἄντρας, ποὺ ὅταν θύμωνε δὲν τὸν ἔκαναν ζάφτι δέκα χωροφύλακες. Εἴκοσι χρόνια εἶχε νὰ πατήσῃ στὴν ἐκκλησία. Τὸν ἔλεγαν ἀσλάν, δηλαδὴ λιοντάρι. Ὅταν ἔμπαινε σὲ τα­βέρνα, ἔπρεπε νὰ φύγουν ὅλοι ἀπὸ μέσα. Ἔ­σπαζε πο­τήρια, πιάτα, καρέκλες, τραπέζια, τὰ πάν­τα. Κυριαρχοῦσε. Ποῦ νὰ τὸν πλησιάσῃ κανείς! Ὅ­ταν γύριζε στὸ σπίτι, γινόταν θύελλα. Ἔ λοι­πόν, αὐτὸ τὸ ἀνήμερο θηρίο ἔγινε ἀρνάκι. Ποιός τὸν ἔκανε ἀρνάκι; Ἀρνάκι – Χριστιανὸ τὸν ἔ­κανε ἡ γυναίκα του. Τί ἦταν; γυναίκα ποὺ βά­φεται, ποὺ περπατάει σὰν σουσουράδα, ποὺ ξεγυμνώνε­ται; Ὄχι. Μὴ μοῦ μιλᾶτε γιὰ τέτοιες γυναῖκες· αὐτὲς θὰ τὶς πάρῃ τὸ ποτάμι, ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ. Μιλάω γιὰ τὶς ἄλλες γυναῖκες, ποὺ πιστεύουν, ποὺ ἀγαποῦν, ποὺ θυσιάζον­ται. Ἔ­πεσε λοιπὸν σὲ μιὰ ἁγία γυναῖκα, ἡρωίδα. Ἀ­γράμματη ἦταν· κρατοῦσε τὴν «Ἁμαρτωλῶν σωτηρία» καὶ ἔ­βαζε κάποιον ἄλλο νὰ τῆς διαβάζῃ. Πήγαινε στὴν ἐκκλησία, ἄναβε τὸ καν­τήλι της, ἦταν σὰν τὴν Παναγιά. Αὐτὴ τὸν παντρεύτηκε. Ἡ μάνα κι ὁ πατέρας τῆς ἔλεγαν· Μὴν τὸν πά­ρῃς. Τὸν πῆρε. Τὸ τί ὑπέφερε ἕνα χρόνο, δυὸ χρόνια, τρία χρόνια, δὲν λέγεται· τέλος τὸν κέρδισε.
Ὅ,τι εἶπα γιὰ τὸν ἄντρα, λέω καὶ γιὰ τὴ γυναῖκα. Γιατὶ ὑπάρχουν καὶ γυναῖκες, ποὺ δὲν ἔ­χουν δόν­τια λιον­ταριοῦ, ἔχουν ὅμως γλῶσσα ποὺ «κόκκαλα δὲν ἔ­χει καὶ κόκκαλα τσακίζει». Κάνουν τὸν ἄντρα ν᾽ ἀπελπίζεται καὶ νὰ λέῃ τὸ βράδυ· Πῶς νὰ πάω στὸ σπίτι;… Ἄκουσα ἄντρα νὰ βεβαιώνῃ τὸ λόγο τῆς Γραφῆς· «Κρεῖσσον οἰκεῖν ἐν γῇ ἐρήμῳ ἢ μετὰ γυναικὸς μαχίμου καὶ γλωσσώδους καὶ ὀργίλου» (Παρ. 21,19)· προτιμότερο νὰ κάθεσαι σὲ μιὰ σπηλιὰ μὲ τὰ θηρία παρὰ μέσα σ᾽ ἕνα σπίτι μὲ γυναῖκα θυμώδη καὶ γλωσσοῦ. Μιὰ τέτοια γυναῖκα τὴ φοβήθηκε ἀ­κόμα καὶ ὁ Ἰ­ωάννης ὁ Πρόδρομος. Στὴν ἔρημο τὰ λιον­τάρια τὸν σεβάστηκαν· ἀλλὰ γυναῖ­κες πονηρὲς στὰ παλάτια (Ἡρῳδιάδα καὶ Σαλώμη) τὸν ἔφαγαν. Στὴ συζυγικὴ ζωὴ ὡστόσο μπορεῖ ἕ­νας ἄντρας ποὺ πιστεύει στὸ Θεὸ κ᾽ ἔχει στὴν καρδιὰ τὸ Χριστό, μπορεῖ νὰ ἀλλάξῃ τὴ γυναῖ­κα· ἔχουμε παραδείγματα ἀντρῶν, ποὺ πῆ­ραν μέσα ἀπὸ τὰ πορνεῖα ἁμαρτωλὲς γυναῖ­­κες καὶ σήμερα αὐτὲς εἶνε μητέρες – διαμάν­τια. Γιατὶ ἐὰν ἡ γυναίκα κατρακύλισε, δὲν φταίει μόνο αὐτή, φταῖμε κ᾽ ἐμεῖς οἱ ἄντρες· ἀλλὰ δὲν εἶνε τοῦ παρόντος νὰ τὸ ἀναπτύξω αὐτό.
Προτοῦ νὰ τελειώσω θέλω νὰ πῶ καὶ τοῦτο. Ἀκόμη πιὸ ἄγριο λιοντάρι εἶνε σήμερα τὸ μον­τέρνο κοσμικὸ φρόνημα. Καὶ σ᾽ αὐτὸ καλούμεθα ν᾽ ἀντισταθοῦμε, γιὰ νὰ κρατήσουμε μέ­χρι τέλους τὴν πίστι τῶν πατέρων μας. Ὄχι. Ἔ­χου­με τὸ Εὐαγγέλιό μας, ἔχουμε τοὺς ἀποστόλους μας, ἔχουμε τοὺς νεκρούς μας, ἔχου­με τοὺς ἥρωές μας, ἔχουμε τὶς παραδόσεις τῆς Ὀρθοδοξίας. Μ᾽ αὐτὰ θὰ ζήσουμε ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεά, μ᾽ αὐτὰ θὰ πεθάνουμε, γιὰ νὰ δοξά­ζεται τὸ τίμιον ὄνομα τοῦ Κυρίου, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(ἱ. ναὸς Ζωοδόχου Πηγῆς Δάφνης – Ἀθηνῶν 28-6-1964)

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.