Αυγουστίνος Καντιώτης



ΑΓΩΝΕΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

date Ιαν 17th, 2016 | filed Filed under: εορτολογιο

Ἀγίου Αθανασίου  (18.1.2016)
Ομιλία τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

 ΑΓΩΝΕΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

(Πατῆστε τὸν τίτλο καὶ κατεβάστε τὴν ὁμιλία σὲ pdf)Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ

ΝΑ τοῦ πλέξουμε ἐγκώμια; Εἴμεθα πολὺ μικροί. Ἐκεῖνος εἶνε γίγαντας καὶ τὸ ὕψος του προκαλεῖ δέος. Ὅποιος διαβάζει τὸ βίο του αἰσθάνεται ἴλιγγο μπροστὰ στὴ φυσιογνωμία του. Ἐν τούτοις θὰ ψελλίσουμε κ᾿ ἐμεῖς λίγες λέξεις πρὸς τιμήν του.

* * *

Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὠνομάστηκε μέγας, διότι στὴν ἐποχή του ἀγωνίστηκε μόνος νὰ κρατήσῃ τὴν ὀρθόδοξο πίστι.
Κινδύνευε τότε ἡ Ὀρθοδοξία. Παρουσιάστηκε μία αἵρεσις, ἡ αἵρεσις τοῦ Ἀρείου, ποὺ ἔλεγε γιὰ τὸ Χριστό, ὅτι «ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν»· ὑπῆρχε, δηλαδή, κάποτε ἐποχὴ ποὺ δὲν ἤτανε. Αὐτὴ ἦταν βλάσφημος ἰδέα ἐναντίον τῆς θεότητος τοῦ Λόγου καὶ τῆς αἰωνιότητος τοῦ Θεοῦ Λόγου. Αὐτό, τὸ ὅτι «ὑπῆρχε ἐποχὴ ποὺ δὲν ἤτανε», μποροῦμε νὰ τὸ ποῦμε γιὰ ὅλους καὶ γιὰ ὅλα, ἀλλ᾿ ὄχι γιὰ τὸ Χριστό. Διότι δὲν ὑπῆρχε ποτέ ἐποχὴ ποὺ δὲν ὑπῆρχε ὁ Χριστός. Εἶνε ἄναρχος, αἰώνιος, ὑπεραιώνιος.
Ἐναντίον τοῦ Ἀρείου ἀγωνίστηκε ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, καὶ μὲ ἐπιχειρήματα ἀπὸ τὴ Γραφὴ τὸν κατετρόπωσε. Διότι τὴ Γραφὴ τὴν ἤξερε ἀπ᾿ ἔξω. Σήμερα οἱ Χριστιανοί, μηδενὸς ἐξαιρουμένου, δὲν διαβάζουμε Γραφή, ὅπως ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Νίκησε λοιπὸν λόγῳ τῆς πίστεώς του, ἀλλὰ καὶ λόγῳ τῆς βαθειᾶς γνώσεως τῆς ἑρμηνείας τῆς ἁγίας Γραφῆς.
Ἀγωνίστηκε ἐναντίον τῶν ἀρειανῶν. Ἀλλὰ ἀγωνίστηκε καὶ ἐναντίον μιᾶς ἄλλης παρατάξεως. Ποιᾶς παρατάξεως; Ἐξ αἰτίας τοῦ Ἀρείου ἡ Ἐκκλησία ἐδιχάσθη. Ὁ Θεὸς νὰ φυλάῃ τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ διαίρεσι, ἀπὸ σχίσμα. Ὁ λαὸς τῆς Ἀλεξανδρείας ξαφνικὰ χωρίστηκε σὲ τρεῖς παρατάξεις. Ἡ μία ἦταν οἱ ὀρθόδοξοι, μὲ τὸ Μέγα Ἀθανάσιο. Ἡ ἄλλη, μὲ βασιλιᾶδες καὶ αὐτοκράτορες, ἦταν οἱ ἀρειανοί· αὐτοὶ ἔφεραν τὴ διαίρεσι. Καὶ ἡ ἄλλη παράταξι ἦταν οἱ ἡμιαρειανοί. Τί λέγανε αὐτοί; Αὐτοὶ ἤτανε οἱ «συμβιβαστικοί». Ἐμεῖς, λέγανε, θέλουμε τὸ μέσον· οἱ ὀρθόδοξοι εἶνε τὸ ἕνα ἄκρο, οἱ ἀρειανοὶ τὸ ἄλλο ἄκρο· ἐμεῖς θὰ τοὺς συμβιβάσουμε.
―Νὰ ὑποχωρήσῃς κ᾿ ἐσύ, ἔλεγαν στὸν Ἀθανάσιο, νὰ ὑποχωρήσουν κι αὐτοί. Νὰ ὑποχωρήσῃς καὶ νὰ δεχθῇς στὸ «Πιστεύω» νὰ προστεθῇ ἕνα γράμμα, μόνο ἕνα μικρὸ γράμμα. Ἐκεῖ ποὺ λέει γιὰ τὸ Χριστὸ «ὁμοούσιον τῷ Πατρί», νὰ προσθέσουμε τὸ γιῶτα («ι») καὶ ἀντὶ «ὁμοούσιον» νὰ γίνῃ «ὁμοιούσιον».
―Ὄχι, εἶπε ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Διότι ὅποιος ἀφαιρέσῃ ἢ προσθέσῃ ἔστω κ᾿ ἕνα γράμμα, θὰ εἶνε ἔνοχος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Τὸ «ὁμοούσιον» σημαίνει Θεός, τὸ «ὁμοιούσιον» σημαίνει ἄνθρωπος.
Δὲν ὑποχώρησε ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸν πολέμησαν λυσσωδῶς. Καὶ τί δὲν τὸν κατηγόρησαν. Εἶπαν, ὅτι εἶνε ἄδικος στοὺς παπᾶδες· ὅτι ἄλλους τοὺς ἔχει εὐνοουμένους καὶ ἄλλους ὄχι, ὅτι τὸν ἕνα τὸν ἔχει κοντά του καὶ τὸν ἄλλο μακριά του. Ὅτι εἶνε ἄδικος, ὅτι εἶνε σκληρός, ὅτι χτυπάει τοὺς παπᾶδες. Ὅτι πίνει. Ὅτι σκότωσε ἕνα παπᾶ. Ὅτι ἔκλεψε χρήματα ἀπὸ ᾿δῶ κι ἀπὸ ᾿κεῖ. Ὅτι εἶχε ἕνα πιθάρι νομίσματα καὶ τὰ ἔδωσε γιὰ ν᾿ ἀνατρέψῃ τὸ καθεστὼς τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὅτι ἐμπόδισε τὰ καράβια ν᾿ ἀναχωρήσουν ἀπὸ τὸ λιμάνι τῆς Ἀλεξανδρείας γιὰ νὰ μεταφέρουν σιτάρι στὴν Κωνσταντινούπολι. Ὅτι…· ὅτι…· ὅτι…· ἱστορία ὁλόκληρη.
Δικάστηκε καὶ καταδικάστηκε. Δικαιώθηκε ὅμως ἀπὸ τὴ Σύνοδο. Μόνο δύο περιστατικὰ θὰ σᾶς πῶ. Τὸν κατηγόρησαν, ὅτι ἔκοψε τὸ χέρι ἑνὸς παπᾶ, τὸν ὁποῖο αὐτοὶ τὸν εἶχαν κρύψει. Λέει στὰ παιδιά του ὁ Ἀθανάσιος· Τρέξτε νὰ τὸν βρῆτε. Ψάξανε, τὸν βρήκανε καὶ τὸν φέρανε στὴ Σύνοδο.
―Ἔκοψες, τοῦ λένε, τὸ χέρι τοῦ παπᾶ, καὶ μὲ τὸ χέρι αὐτὸ κάνεις μάγια…
―Πόσα χέρια ἔχει κάθε ἄνθρωπος; τοὺς ἐρωτᾷ.
―Δύο, ἀπαντοῦν.
―Μήπως ὑπάρχει ἄνθρωπος μὲ τρία χέρια;
―Ὄχι.
Τότε λέει·
―Φέρτε ἐδῶ τὸν παπᾶ.
Ὅταν παρουσιάστηκε, τοὺς ἐρωτᾷ πάλι·
―Εἶνε αὐτός, γιὰ τὸν ὁποῖο μὲ κατηγορεῖτε;
―Αὐτός εἶνε.
―Δεῖξε τὰ χέρια σου, τοῦ λέει (εἶχε δύο χέρια). Ἐὰν εἶχε καὶ τρίτο χέρι, λέει στοὺς κριτάς, τότε τοῦ ἔκοψα τὸ χέρι καὶ εἶμαι ἔνοχος.
Ἔτσι ἀπεδείχθη ἡ συκοφαντία.
Ἄλλη συκοφαντία ἦταν, ὅτι ἀτίμασε μιὰ κοπέλλα – ποιός; ἐκεῖνος ποὺ ζοῦσε σὰν ἄγγελος. Καὶ βρῆκαν μιὰ γυναῖκα, ἕνα πορνικὸν γύναιον, τὴν πλήρωσαν, καὶ τῆς εἶπαν· Ἐσὺ θὰ τὸν κατηγορήσῃς τὸν Ἀθανάσιο…
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἦταν μικρὸς στὸ ἀνάστημα, κοντός. Ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα νὰ τὸν δικάσουν, πῆρε κοντὰ τὸ διᾶκο του. Ὁ διᾶκος εἶχε ἀνάστημα, φαινόταν σὰν δεσπότης. Τοῦ λέει λοιπόν· Στὸ δικαστήριο θὰ παρουσιαστῇς ἐσὺ καὶ θὰ κάνῃς ὅτι εἶσαι ἐγώ, ὁ Ἀθανάσιος.
Ἄρχισε νὰ κλαίῃ τὸ γύναιον καὶ νὰ λέῃ, ὅτι Μιὰ νύχτα μὲ ἀτίμασε ὁ Ἀθανάσιος κ.λπ.. Ἔλεγε ἡμερομηνίες, χρονολογίες. Ὁ Θεὸς νὰ φυλάῃ ἀπὸ συκοφαντίες γυναικός. Ὅλοι πιστεύανε, ὅτι ὁ Ἀθανάσιος ἔκανε τὴν ἁμαρτία.
Τότε παρουσιάζεται ὁ διᾶκος καὶ τῆς λέει·
―Γιά κοίταξέ με καλά· ἐγὼ σὲ ἀτίμασα;
―Ναί ἐσύ, λέει αὐτή, ποὺ οὔτε κἂν ἤξερε τὸν Ἀθανάσιο, οὔτε τὸν εἶχε δεῖ ποτὲ ποιός εἶνε.
Ἔτσι πάλι ἀπεδείχθη ἡ συκοφαντία.
Τὸ κύριο χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου ἦταν, ὅτι ὑπῆρξε ἀδιάλλακτος. Δὲν ὑποχωροῦσε. Μία μέρα στὴν ἀρχιεπισκοπὴ τοῦ χτύπησε τὴν πόρτα ἕνας στρατηγός.
―Ἔχεις γράμμα ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος ἐπιμένει νὰ ἐκτελέσῃς ἀμέσως τὴν ἑξῆς διαταγή. Ἐντὸς τριῶν ἡμερῶν θ᾿ ἀνοίξῃς τὴν πόρτα τῆς ἐκκλησίας καὶ θὰ βάλῃς μέσα τὸν Ἄρειο.
―Ὕπαγε, στρατηγέ, καὶ ἀναπαύου…· θὰ κάνω τὸ καθῆκον μου, τοῦ λέει ὁ Ἀθανάσιος.
Περάσανε τρεῖς μέρες, δὲν ἄνοιξε τὶς πόρτες· ἄφησε τὸν Ἄρειο ἀπ᾿ ἔξω, δὲν τοῦ ἐπέτρεψε νὰ μπῇ.
Ἀπὸ ᾿κεῖ ἄρχισε ἡ μεγάλη περιπέτεια καὶ ἡ ἐξορία του. Διότι δὲν ἐπέτρεπε νὰ μποῦν αἱρετικοὶ στὴν ἐκκλησία· ἀγωνίστηκε γι᾿ αὐτό.
Καὶ ὄχι μόνο ἀδιάλλακτος, ἀλλὰ καὶ θαρραλέος καὶ ἀτάραχος ἦτο.
Τὸν περικύκλωσαν στὴ μητρόπολί του τάγματα ὅλη νύχτα. Ἀλλὰ αὐτὸς ἀτάραχος, εἰρηνικός. Τὸ πρωΐ, ὅταν ἔφευγε γιὰ τὴν ἐξορία, ὁ οὐρανὸς ἦταν σκεπασμένος ἀπὸ σύννεφα. Τὰ πνευματικά του τέκνα κλαίγανε. Τότε κοιτάζοντας τὰ σύννεφα τοὺς λέει·
―Βλέπετε τὰ σύννεφα; ἔτσι εἶνε καὶ τὰ γεγονότα αὐτά· «νεφύδριόν ἐστι καὶ θᾶττον παρελεύσεται»· συννεφάκι εἶνε αὐτὸ ποὺ συμβαίνει, καὶ σύντομα θὰ περάσῃ καὶ θὰ φύγῃ.
Πέντε φορὲς ἐξωρίστηκε. Ἔζησε μέσα σὲ σπηλιές, σὲ χαράδρες, καὶ σὲ τάφους (μέσα σ᾿ ἕνα τάφο κρυβόταν). Καὶ ἔμεινε μόνος. Μόνος σήκωσε στοὺς ὤμους του τὴν Ὀρθοδοξία. Λένε στὴ μυθολογία, ὅτι τὴ Γῆ τὴ σήκωνε στοὺς ὤμους του ὁ λεγόμενος Ἄτλας. Ἀλλ᾿ αὐτὸ εἶνε μῦθος. Ἐδῶ εἶνε πραγματικότητα· ὅτι ὁ Ἀθανάσιος κράτησε μόνος στοὺς ὤμους του τὴν Ὀρθοδοξία ὁλόκληρη.

* * *

Τώρα ἐμεῖς τί ἔχουμε νὰ διδαχθοῦμε ἀπὸ αὐτά; Μεγάλοι Ἀθανάσιοι νὰ γίνουμε, δὲν μποροῦμε. Ἐμεῖς ὅλοι τὸ νυχάκι τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου δὲν κάνουμε. Ἂς παρακαλέσουμε τὸ Θεό, ν᾿ ἀναδείξῃ νέα ἀναστήματα ποὺ θὰ ὑπερασπίσουν τὴν ὀρθόδοξο πίστι μας. Καὶ ἂν δὲν μποροῦμε νὰ γίνουμε Μεγάλοι Ἀθανάσιοι, ἂς γίνουμε μικροὶ Ἀθανάσιοι. Πολλοὶ μικροὶ Ἀθανάσιοι, ἑνωμένοι, μπορεῖ νὰ φτάσουν στὴν ἐνσάρκωσι τοῦ πνεύματος τῆς ἀντιστάσεως ὑπὲρ τῆς πίστεώς μας.
Σήμερα ζοῦν τὰ ἐγγόνια τοῦ Ἀρείου. Ἡ διδασκαλία τοῦ Ἀρείου ἀναστήθηκε στὰ πρόσωπα τῶν χιλιαστῶν. Οἱ χιλιασταὶ δὲν λένε τίποτε ἄλλο παρὰ αὐτὰ ποὺ ἔλεγε ὁ ῎ Αρειος.
Βάλλεται καὶ κινδυνεύει ἡ Ὀρθοδοξία, καὶ πρέπει νὰ σταθοῦμε φρουροὶ στὰ πνευματικὰ σύνορα. Μικροὶ – μεγάλοι νὰ γίνουμε ἕνας βράχος καὶ νὰ ποῦμε στὰ ἄγρια κύματα τῆς Δύσεως καὶ τῆς Ἀνατολῆς·
Ἄλτ! Εἴμεθα Ἕλληνες Χριστιανοί, δὲν θὰ περάσετε. Μασόνοι, ἄθεοι, χιλιασταί, φράγκοι, προτεστάντες, δὲν θὰ περάσετε. Ὄχι. Θὰ μείνουμε ἐδῶ ὅλοι, μία ψυχὴ – ἕνας λαός. Καὶ ἐλπίζω ὁ Θεός, ποὺ βοήθησε τὸ Μέγα Ἀθανάσιο, θὰ βοηθήσῃ κ᾿ ἐμᾶς νὰ μείνουμε μέχρι τέλους πιστοὶ στὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
ἱ. ναὸς Ἁγίας Τριάδος Πτολεμαΐδος 30-12-1973

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.