Αυγουστίνος Καντιώτης



ΟΣΟ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΙΡΟΣ…

date Ιούλ 11th, 2016 | filed Filed under: εορτολογιο

Τῆς ἁγίας μεγαλομάρτυρος Εὐφημίας
11 Ἰουλίου
Του Μητροπολίτου Φλωρινης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

ΟΣΟ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΙΡΟΣ…

«Καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου» (Β΄ Κορ. 6,2 = Ἠσ. 49,8)

Θὰ σᾶς παρακαλέσω, ἀγαπη12 παραπεντετοί μου, νὰ προ­σέξετε. Ἀπ᾽ ὅλα ὅσα ἀκούσαμε σήμερα, θὰ ἑρμηνεύσουμε μόνο αὐτὲς τὶς λίγες λέξεις· «και­ρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου». Εἶνε λόγια τοῦ προ­φήτου Ἠσαΐου, τὰ ὁποῖα ἐ­παναλαμβάνει ὁ ἀ­πόστολος Παῦλος στὴν περι­κοπὴ τῆς ἑορτῆς τῆς ἁγίας μεγαλομάρτυρος Εὐφημίας (᾽Ησ. 49, 8 = Β΄ Κορ. 6,2). Ἂν τὰ καταλάβετε καὶ κυρίως ἂν τὰ ἐφαρμόσετε, κερδίσατε τὸ πρῶτο λαχεῖο. Τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά; Θ᾽ ἀρχίσω ἀπὸ κάπως μακριά.

* * *

Ὁ τόπος μας, ἀγαπητοί μου, εἶνε φτωχός. Γι᾽ αὐτὸ οἱ νέοι μας φεύγουν, γίνονται μετανάστες. Τρέχουν, μαζεύουν ὅ­λα τὰ χαρτιά, τὰ ὑ­ποβάλλουν ἐγκαίρως, γιὰ νὰ πάρουν τὸ διαβα­τήριο γιὰ τὰ ξένα. Προσπαθεῖ λοιπὸν ὁ μετα­νά­στης νὰ ὑποβάλῃ τὰ χαρτιά του ἐμ­πρόθεσμα, μέσα στὴν προθεσμία ποὺ ὁ­ρίζει ἡ πρεσβεία.
Καὶ ὁ νέος ἐ­κεῖ­νος ὁ ὑποψήφι­ος, ποὺ θέλει νὰ διαγωνισθῇ γιὰ τὸ πανεπιστήμιο, ὄχι μόνο μελετᾷ, ἀλλὰ καὶ προσπαθεῖ ἐγ­καίρως, μέ­σα στὴν καθωρισμένη προ­θεσμία, νὰ ὑποβάλῃ τὰ χαρτιά του γιὰ νὰ δώσῃ ἐξετάσεις.
Τὸ ἴδιο καὶ ὁ ἔμπορος ποὺ ἔχει γραμμάτια· προσπαθεῖ νὰ τὰ ἐξοφλήσῃ ἐγκαίρως, νὰ μὴν εἶνε ληξιπρόθεσμος καὶ διαμαρτυρηθοῦν.
Ὁ κάθε ταξιδιώτης ἐπίσης ρωτάει πότε φεύγει τὸ τραῖνο ἢ τὸ ἀεροπλάνο, γιὰ νά ᾽νε ἐγ­καί­ρως στὸ σταθμό. Δὲν πάει τελευταία στιγμή.
Τί θέλω νὰ πῶ. Ὅπως ὑπάρχει και­ρὸς γιὰ τὴ μετανάστευσι, προθεσμία γιὰ τὶς ἐξετάσεις, χρόνος γιὰ ἐξόφλησι τοῦ χρέους, ὥρα ἀναχω­ρήσεως γιὰ τὸ ταξίδι, ἔ­τσι ὑπάρχει καιρὸς καὶ γιὰ μιὰ πολὺ σπουδαία ὑ­πόθεσι, σπουδαιότερη ἀ­πὸ κάθε ἄλλη. Ποιά εἶνε ἡ ὑπόθεσι αὐτή;
Τὸ λέει καθαρὰ σήμερα ὁ ἀπόστολος· ἡ σω­τηρία μας. Ἀλλὰ ποιός τὸ νιώθει; Πρέ­πει νὰ κατέ­βῃ ἄγγελος, ν᾽ ἀνοίξῃ τὴν καρδιά μας, νὰ ῥίξῃ μέ­σα μιὰ σταγό­­να πίστι, μιὰ σταγόνα ἀπὸ τὴν πίστι τῆς ἁ­γίας Εὐφημίας ποὺ γιορτάζει σήμερα – διαβάστε τὸ βίο της νὰ κλάψετε. Νὰ ῥίξῃ λοιπὸν ὁ ἄγγελος στὴν καρδιά μας μιὰ σταγόνα ἀπὸ τὴν πίστι αὐτή, γιὰ νὰ αἰ­σθανθοῦμε αὐτὸ ποὺ λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος, ὅ­τι «καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου». Ὅτι δη­λαδὴ ὁ καιρὸς αὐτὸς ποὺ ζοῦμε ἐδῶ στὴ γῆ εἶ­νε πολύτιμος, καιρὸς ἀνεκτίμητος, γιατὶ μέσα σ᾽ αὐ­τὸν μπορεῖς νὰ πετύχῃς τὴ σωτηρία.
Μέσα στὰ δέκα, εἴκοσι, πενήντα ἢ ἑκατὸ χρόνια τί μπορεῖς νὰ κάνῃς; Ἐμένα ρωτᾷς; Ἄ­νοιξε τὰ βιβλία, διάβασε τὰ συναξάρια, δὲς τοὺς ἁγίους, ἄντε στὰ μνήμα­τα καὶ θυμήσου τοὺς νεκρούς, ψάξε τὴν καρδιά σου, κοί­ταξε τ᾽ ἄστρα τ᾽ οὐρανοῦ, κ᾽ ἔπειτα νὰ μοῦ πῇς κ᾽ ἐμένα γιατί ἦρθες στὸν κόσμο αὐτόν. Τί μπορεῖς νὰ κάνῃς μέσα στὸ χρόνο αὐτὸν ποὺ ζῇς;
⃝ Δὲν σοῦ ζητῶ πολλά· μπορεῖς, μόνο πέντε λεπτά, νὰ μιλᾷς στὸ Θεό, νὰ κάνῃς προσευχή. Ἐλᾶτε ὅλοι ἐσεῖς, ποὺ σπατα­λᾶτε τὸ χρόνο σας σὲ τόσα ἀνούσια πράγματα. Δὲν σᾶς ζητῶ κάτι δύσκολο· ἀπ᾽ ὅλο τὸ χρόνο σας μόνο πέντε λεπτὰ νὰ γονατίζετε καὶ νὰ κά­νετε τὴν προσευχή σας. Προσευχήσου πέν­τε λεπτά. «Καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου».
⃝ Μέσα στὸν καιρὸ αὐτὸ ποὺ διαθέτουμε, ἔ­λα κ᾽ ἐξοικονόμησε ἄλλα πέντε λεπτὰ γιὰ ν᾽ ἀ­νοίξῃς τὴν ἁγία Γραφή. Σὲ βλέπω ὥρα ὁλόκληρη νὰ διαβάζῃς τὴν ἐφημερίδα μέχρι τὰ ψιλὰ γράμματα· τὴν ξεκοκκαλίζεις στὸ σπίτι ἢ στὸ τραῖνο. Ἔ λοιπόν, δὲν σοῦ λέω μιὰ ὥ­ρα – δυὸ ὧρες, ἀλλὰ πέντε λεπτά. Ἐσὺ ὅμως προτιμᾷς νὰ ψάχνῃς στὰ ἀπορρίμματα. Καρφώνεις τὰ μάτια στὰ αἰσχρά, διαβάζεις μυθιστορήματα ἀκόμη καὶ τὴ νύχτα. Ἔλα λοιπόν, ἂν εἶσαι Χριστιανὸς βαπτισμένος, κι ἄνοιξε πέν­τε λεπτὰ τὸ Εὐαγγέλιο μαζὶ μὲ τὴ γυναῖ­κα καὶ τὰ παιδιά σου, ν᾽ ἀνοίξουν τὰ μάτια σου νὰ δῇς ὅ­τι ὑπάρχει κ᾽ ἕνας ἄλλος κόσμος. Μελέτησε πέντε λεπτά. «Καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου».
⃝ Τί ἄλλο; Ὅλη ἡ ἑβδομάδα ἔχει 168 ὧρες. Λοιπόν, ἀπὸ τὶς 168 αὐτὲς ὧρες τί σοῦ ζητάει ὁ Θεός; Μιὰ ὥρα γιὰ ἐκκλησιασμό· τόσο εἶ­νε ἀπὸ τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρὸς…» μέχρι τὸ «Δι᾽ εὐχῶν τῶν ἁγίων πατέρων…». Ἔ­λα, Χριστιανέ μου, νὰ λειτουργηθῇς. Καλεῖ ὁ διάβολος στὸν κινηματογράφο, καὶ μέ­νουν ἐκεῖ μέσα μιὰ ὥρα, δυὸ ὧρες, τρεῖς ὧ­ρες, τέσσερις ὧρες. Κανείς δὲ χασμουριέται, τεν­τωμένα ἔχουν μάτια καὶ αὐτιὰ νὰ ῥουφήξουν τὸ φαρμάκι τοῦ διαβόλου. Στὴν ἐκκλησία, ποὺ εἶνε τὸ μέλι, ἡ ζωὴ καὶ τὸ φῶς, κοιτάζουν τὸ ρολόι καὶ λένε πότε νὰ τελειώσουμε. Λοιπόν, ἀπὸ τὶς 168 ὧρες πού ᾽χει ἡ βδομάδα, ἔλα μία ὥρα στὴν ἐκκλησία νὰ γονατίσῃς, νὰ περάσουν τὰ ἅγια, νὰ αἰ­σθανθῇς μέσα σου τὸ Θεό, νὰ πῇς τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42). Ἀφιέρωσε μία ὥρα νὰ ἐκκλησιασθῇς. «Καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου».
⃝ Σοῦ δίνει ὁ Θεὸς ἡμέρες. Κάθε χρόνος εἶνε ἕνα κομπολόϊ καὶ κάθε μέρα μιὰ χρυσῆ χάν­τρα. «Ὁ χρόνος εἶνε χρῆμα». Λοιπόν, σοῦ δίνει ὁ Θεὸς κάθε χρόνο 365 μέρες. Ἔ, ἀπὸ τὶς 365 αὐτὲς ἡμέρες ἀφιέρωσε, Χριστιανέ, μία μέρα γιὰ ἐξομολόγησι. Γιὰ τὴν ὑγεία τοῦ σώματος σὲ βλέπω καὶ τρέχεις στὰ ἰατρεῖα καὶ στὰ νοσοκομεῖα, ἀφήνεις τὴ δουλειά σου καὶ κάθεσαι στὴν ἀναμονὴ ὧρες· παίρνεις καὶ ἀεροπλάνο καὶ πᾷς στὸ ἐξωτερικὸ γιὰ τὸ σῶμα αὐτό, ποὺ αὔριο θὰ γίνῃ μιὰ χούφτα χῶμα. Σοῦ λέω λοιπὸν ἀπὸ τὶς 365 ἡμέρες νὰ διαθέ­σῃς μιὰ μέρα, νὰ βρῇς ἕνα πνευματικὸ πατέρα, νὰ γονατίσῃς μπροστά του, νὰ πῇς τὰ κρίματά σου. Ἔλα μιὰ μέρα νὰ ἐξομολογηθῇς. «Καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου».
Οὔτε πέντε λεπτὰ γιὰ προσευχή, οὔτε πέν­τε λεπτὰ γιὰ ἁγία Γραφή, οὔτε μιὰ ὥρα γιὰ ἐκ­κλησιασμό, οὔτε μιὰ μέρα γιὰ ἐξομολόγησι. Τί Χριστιανὸς εἶσαι τότε;

* * *

Σᾶς τὰ ἀνέλυσα, ἀγαπητοί μου. Τώρα ποιός ἀπὸ σᾶς θὰ τὰ ἐ­φαρμόσῃ; ποιός θὰ βάλῃ ἀπὸ αὔριο δρομολόγιο; Μέσα στὸν καιρὸ αὐτὸ πρέ­πει νὰ γίνουν αὐ­τά. Καὶ ὁ καιρὸς εἶνε λίγος, ἂς φαίνεται πολύς. Τὸ λέει ἡ Ἐκκλησία μας κάθε φορά. Πόσος εἶνε ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας, πόσο θὰ ζήσουμε; Μήπως ὁ χρόνος αὐτὸς εἶ­νε ὁ τελευταῖος μας; μήπως ὁ μήνας αὐτὸς εἶ­νε ὁ τελευταῖος μας; μήπως ἡ βδομάδα ­αὐτὴ εἶνε ἡ τελευταία μας; Τί λέω; μήπως ἡ σημερινὴ μέ­ρα εἶνε ἡ τελευταία μας; Ἄγνωστο.
Δὲν διαβάσατε τί ἔγινε; Κάποιος δήμαρχος κάλεσε σὲ ἕνα ξενοδοχεῖο τοὺς φίλους του (πολιτικούς, ὑπουργοὺς κ.ἄ.), νὰ ἑ­ορτάσῃ μαζί τους τὰ γενέθλια. Τοὺς ὑ­ποδεχόταν στὴν πόρτα, ὅλοι ἦταν χαρού­μενοι καὶ φωτογραφίζονταν. Τὸ τραπέζι στρωμένο, λουλούδια, μου­σικές, τὰ πάντα ἕτοιμα. Αὐτὸς εἶχε στὴν τσέπη τὰ χαρτιὰ νὰ τοὺς προσφωνήσῃ. Ἀλλὰ προ­τοῦ νὰ καθίσῃ στὸ τραπέζι, τὸν πρόλαβε ἄλλος. Ἔλαβε κλῆσι χωρὶς νὰ τὸ περιμένῃ. Ὅπως πέ­φτει κεραυνὸς τὸ καλοκαίρι, ἔτσι τοῦ ἦρθε καρδιακὴ προσβολή. Ἔπεσε χάμω, τὸν πιάσα­νε καὶ τὸν πήρανε νεκρό. Οἱ ἄλλοι ποῦ νὰ φᾶ­νε! Ὅσοι εἶστε ἀπὸ χωριά, θὰ ξέρετε. Ἐκεῖ ποὺ βόσκουν στὸν κάμπο τὰ ὀρνίθια, σὲ μιὰ στιγμὴ βουτάει ξαφνικὰ τὸ γεράκι, ἁρπάζει μιὰ κόττα καὶ φεύγει, καὶ τ᾽ ἄλλα ὀρνίθια ταράζονται, ἀναστατώνονται. Ἔτσι ἔνιωσαν κι αὐτοί. Ὁ χά­ρος ἔρ­χεται καὶ σ᾽ ἁρπάζει ἀπὸ ὅπου νά ᾽νε.
Ἀδελφοί μου, ἕως πότε θὰ μένουμε ἀναίσθητοι; ἕως πότε δὲν θὰ σκεπτώμαστε τὴν αἰ­ωνιότητα; Τί ἀναβάλλουμε;
«Καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου». Σ᾽ ἕνα ἀρ­χαῖο βιβλίο διάβασα, ὅτι στὰ παλιὰ τὰ χρόνια ἦταν ἕνας βασιλιᾶς ποὺ ξάπλωνε συνεχῶς τὸ βασίλειό του μὲ τὰ φουσᾶτα του. Αὐτὸς εἶχε δυὸ σημαῖες· μιὰ ἄσπρη καὶ μιὰ μαύρη. Ὅταν πλησίαζε σὲ μιὰ πόλι, ὕψωνε τὴν ἄσπρη σημαία ἐπὶ ἕνα μῆνα κ᾽ ἔλεγε· Ὅσο εἶνε ὑ­ψω­μένη ἡ ἄσπρη σημαία, στρατιώ­της δὲν ἐπιτρέπεται νὰ πειράξῃ κανένα, οὔτε μύτη ν᾽ ἀνοίξῃ. Στὸ διάστημα αὐτὸ εἶχαν δικαίωμα ὅλοι νὰ ζητήσουν ἀπὸ τὸν καλὸ βασιλιᾶ ὅ,τι θέλουν. Περνοῦσε ἡ προθεσμία; στρατιῶτες κατέβαζαν τότε τὴν ἄσπρη σημαία καὶ ὕψωναν τὴ μαύρη. Καὶ τότε… κλάψτε μάνες, κλάψτε σπίτια, κλάψτε με­γάλοι καὶ μικροί. Μὲ καταλάβατε; Ὁ καλός μας ὁ Χριστός, ὁ βασιλιᾶς τοῦ κόσμου, ὑψώνει τώρα λευκὴ σημαία πάνω ἀπὸ τὸν κόσμο, τὸν τίμιο σταυρό του. Ἐλᾶτε ἁ­μαρτωλοί, ἐ­λᾶτε κόσμε, ἐλᾶτε ὅλοι. Ὅ­σο ὑπάρχει προθε­σμία, «καιρῷ δεκτῷ», μᾶς δέχεται. Θὰ ἔρθῃ ὅ­μως μιὰ μέρα ποὺ θὰ κατεβάσῃ τὴ λευκὴ σημαία τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ ἐλέους καὶ τῶν οἰ­κτιρμῶν του, καὶ τότε θὰ κλείσουν οἱ πόρτες. Θά ᾽ρθῃ μιὰ μέρα, ποὺ θὰ βρῇς τὴν πόρτα κλειστή. Θὰ χτυπᾷς ἐδῶ, παπᾶς δὲν θὰ ὑπάρχῃ, ἐξομολόγησι δὲν θὰ γίνεται, δὲν θὰ ὑπάρχῃ συγχώρησι. Τότε, ὤ τότε, θὰ εἶνε ἡ ὥρα τῆς κρίσεως καὶ τῆς δικαιοσύνης.
Ἀδελφοί μου, ὅσο ζοῦμε στὸ μάταιο αὐτὸ κόσμο, ἂς μετανοήσουμε, ἂς κλάψουμε, ἂς ζητήσουμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἂς μᾶς ἀξι­ώσῃ ὁ Θεὸς νὰ διέλθουμε «τὸν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς ἡμῶν ἐν εἰρήνῃ καὶ μετανοίᾳ» (θ. Λειτ.), διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ τῆς ἁγίας Εὐφημίας.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε σὲ ἄγνωστο ἱ. ναὸ τῶν Ἀθηνῶν τὴν Κυριακὴ 11-7-1965

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.