«ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ»
«ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ», σελ. 5-7
Ἀπὸ βιβλίο τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου Καντιώτου
«ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ»
Κάποιος μου έδωσε κάτι. Το ανοίγω. Δεν έχω δικαίωμα να το δώσω σε κανένα. Φαίνεται ότι είναι ευτελές, αλλά έχει μεγάλη αξία. Τι να είναι άραγε ; Μία δραχμή !
Μια δραχμη !
Με ηλέησε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός να γεννηθώ στην Ορθόδοξον Εκκλησία. Με ηλέησε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός να γεννηθώ από γονείς ορθόδοξους. Με ηλέησε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός κάτι ακόμα μεγαλύτερο, παρόλη την αναξιότητα μου, να είμαι κήρυξ της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Με ηλέησε ακόμη ο Θεός να κηρύττω τώρα 30 ολόκληρα χρόνια.
Δοξάζω και ευλογώ τον Κύριο για τις μεγάλες προς εμέ ευεργεσίες. Έρχονται όμως στιγμές που το μυαλό σταματά, η γλώσσα κομπιάζει, η καρδιά κτυπάει δυνατά. Έρχονται στιγμές αγωνίας. Έρχονται στιγμές κατά τις οποίες ο κήρυξ του ευαγγελίου, που έχει κάποια συνείδηση και πιστεύει σ’ αυτά που κηρύττει, ο κήρυξ που ζεί σε μία γενεά δαιμονιώδη, έρχονται λέγω στιγμές που διστάζει. Πιστεύσατέ με – ειλικρινώς σας ομιλώ – δεν θα ήθελα την ώρα αυτή να είμαι στο βήμα αυτό. Θα επιθυμούσα να φύγω μακριά, έξω από την Βαβυλώνα του κόσμου. Θα επιθυμούσα να έχω φτερά αγγέλου και αρχαγγέλου, να έχω φτερά μεγάλα και να πετάξω, να πάω σε κάποια γωνιά του Άγιου Όρους και εκεί μέσα να κλειστώ πια για πάντα. Να μην ακούεται το ταπεινό μου όνομα σε καμμία γωνιά της Ελλάδος, για να κλάψω και εγώ τα’ αμαρτήματά μου και, αν μου μένει καιρός, να κλάψω και τα’ αμαρτήματα του λαού μου. Θα ήθελα, αγαπητοί μου, να εφαρμόσω κ’ εγώ εκείνο το σοφό ρητό του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, που έλεγε «…εαυτώ και Θεώ συστρεφόμενος». Θα ήθελα να επαναλάβω κ’ εγώ το ψαλμικό« Τις δώσει μοι πτέρυγας ὡσεί περιστερᾶς καὶ πετασθήσομαι καὶ καταπαύσω;»(Ψαλμ. 54,7)
Αλλά δεν το κάνω. Είμαι κολλημένος εδώ στα χώματα τα υλικά. Είμαι κολλημένος εδώ μέσα στην Αθήνα, στην πρωτεύουσα. Γιατί; Οσάκις σκέπτομαι να διακόψω το κήρυγμα το γραπτό και το προφορικό, ν’ αποσυρθώ ύστερα από τριάντα χρόνια σε κάποια γωνία για να κλάψω κ’ εγώ τα δικά μου αμαρτήματα και τα’ αμαρτήματα του λαού μου, μέσα στην καρδιά μου αισθάνομαι ένα κάρβουνο αναμμένο, που με καίει και δεν με αφήνει να σιωπήσω. Και το κάρβουνο το αναμμένο είστε εσείς.
Το κάρβουνο το αναμμένο είναι η συνείδησις μου. Το κάρβουνο το αναμμένο είναι οι προσφιλείς μου αναγνώσται. Το κάρβουνο το αναμμένο είναι οι προσφιλείς μου ακροαταί. Αν καμία φορά σιωπήσω, βλέπω, άλλος σε επιστολές, άλλος με τηλεγραφήματα, άλλος προφορικώς, άλλος ηπίως, άλλος αυστηρώς, με ανακαλούν στην θέσιν μου. Και τι μου λένε:
Γιατί σιωπάς ; Μα δεν εσιώπησα. Τριάντα χρόνια σαλπίζω μέσα στην Ελληνική πατρίδα μου. Σε βουνά και λαγκάδια, μικρές πολιτείες και χωριά, ψηλά πανύψηλα βουνά, όπου τέλος πάντων έπαλλε ελληνική καρδιά, δεν σταμάτησα να κηρύττω τον λόγον του Θεού. Δεν σιωπώ, μίλησα. -Μα πάλι να μιλήσεις.
Έγραψα. -Μα πάλι να γράψεις.
Ε, λοιπόν. Όταν βλέπω μια τέτοια προθυμία του ευσεβούς Ελληνικού λαού, όταν βλέπω ότι υπάρχει ένα «λείμμα», ευλογημένο λείμμα που εξακολουθεί να πιστεύει είς τα ορθόδοξα ελληνικά βιώματα, είς τάς αξίας που είναι αιώνες όταν βλέπω αυτό, δεν μπορώ παρά να μένω στα χώματα αυτά και ν’ ανεβαίνω είς το βήμα αυτό και να κηρύττω την αλήθεια, όπως την αισθάνομαι βαθειά μέσα στην καρδιά μου. Την αλήθεια την ακίβδηλον και απαραχάρακτον. Την αλήθεια, υπέρ της οποίας εβάφηκαν κόκκινοι οι βράχοι του Γολγοθά. Την αλήθεια, της οποίας το ρητό κοσμεί την αίθουσα αυτήν («Έως του θανάτου αγώνισαι περί της αληθείας, και Κύριος ο Θεός πολημήσει υπέρ σου»)
Σείς και πάλι με φέρατε στο βήμα αυτό. Πόσον ευτυχής θα ήμουν, να ανεβαίνουν στο βήμα οι νεώτεροι, να κηρύττουν και αυτοί τον λόγον του Θεού.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
ΑΓΓΛΙΚΑ
«BETRAYAL OF THE ORTHODOX FAITH»
BISHOP AUGUSTINE N. KANTIOTES, σελ. 5-7
Someone gave me something. I open it, I don’t have the right to give it to anyone. It looks like it is cheap, but it has great value. What do you suppose it is? A drachma!
One drachma!
Our Lord Jesus Christ had mercy on me to be born in the Orthodox Church.
Our Lord Jesus Christ had mercy on me to be born of orthodox parents.
Our Lord Jesus Christ had mercy on me for something yet greater; despite all my unworthiness, to be a preacher of the Orthodox Church.
Still more, God had mercy on me to preach now for 30 whole years.
I glorify and bless the Lord for his great benefactions towards me. But moments come that the brain stops, tongue is tied, the heart beats hard. There come moments of anxiety. Moments come, during which the preacher of the gospel, who has some conscience and believes those things that he is preaching, the preacher who lives in a demonic generation, there come – I say – moments that he hesitates. Believe me – I speak sincerely – I would not like at this time to be on this platform. I would desire to go far away, out of the Babylon of this world. I would desire to have wings of an angel and archangel, to go to some corner of the Holy Mountain and to close myself in there already for good. So that my humble name may not be heard in any corner of Greece, so that I, too, may weep for my sins and, if time remains, to weep also for the sins of my people. I would have liked, my beloved, for me, too, to apply that wise saying of Gregory the Theologian, which would say “…being in the company of one’s self and God’s”. I, too, would have liked to say the psalmic “who will give me wings like those of a dove, that I may fly away, and be at rest ” (Psalm 54:7)
But I don’t do it. I’m attached here on the soil and material things. I am attached here in Athens, in the capitol. Why? So long as I think of stopping the written and oral preaching, of retreating after 30 years to some corner for me, too, to cry for my sins and the sins of the people, in my heart I sense a lit coal, which burns and doesn’t allow me to remain silent. And that lit coal is you. The lit coal is my conscience. The lit coal is my beloved readers. The lit coal is my dear audience. If at some time I remain silent, I see, one with letters, another with telegraphs, another orally, another softly, another strictly, they call me back to my position. And what do they tell me:
– Why are you silent?
But I’m not silent. For 30 years I’m trumpeting in my Greek fatherland. To mountains and prairies, small cities and villages, to high, very high mountains, where after all the Greek heart would beat, I would not stop preaching the word of God. I don’t remain silent, I spoke.
– Speak yet again
I wrote.
– Write yet again.
Well, then. When I see such a disposition of the pious/godly Greek people; when I see that there exists a “remnant” (Romans 11:5), a blessed remnant which continues to believe in orthodox greek empirical experiences, in values that are eternal; when I see this, I cannot but remain on this soil and to ascend this platform and to preach the truth, just as I sense it deep in my heart. The truth, uncounterfeited and unalterable. The truth, in behalf of which the rocks of Cavalry were painted red. The truth, whose saying adorns this hall (“Struggle in behalf of the truth, and the Lord God shall fight in your behalf” (Wisdom of Sirach 4:28).
You have yet again brought me to this platform.
How happy I would be for younger people to ascend to the platform, in order that they, too, preach the word of God!
ΣΕΡΒΙΚΑ
ЕПИСКОП АВГУСТИН КАНТИОТИС, БЕОГРАД 2011
ИЗДАЈА ПРАВОСЛАВНЕ ВЕРЕ
НЕКО ми је дао нешто. Отварам то. Немам право иком да га дам. Изгледа ништавно, али има велику вредност. Шта ли је, питам се? Једна драхма!
Једна драхма!
Даровао ми је Господ наш Исус Христос да се родим у Православној Цркви.
Даровао ми је Господ Исус Христос да се родим од родитеља православних.
Даровао ми је Господ Исус Христос нешто још веће: и поред све моје недостојности, да сам проповедник Православне Цркве.
Даровао ми је још Бог да проповедам ево пуних 30 година.
Славим и благосиљам Господа за велика према мени доброчинства. Наиђу, међутим, тренуци када ум стаје, језик замуцкује, срце куца снажно. Наиђу тренуци агоније. Наиђу тренуци током којих проповедник Еванђеља, који има нешто савести и верује у оно што проповеда, проповедник који живи у једном демонизованом покољењу, наиђу, кажем, тренуци када се двоуми. Верујте ми – искрено вам говорим- не бих хтео овог часа да сам на овој говорници. Желео бих да одем далеко, изван светског Вавилона. Желео бих да имам крила ангела и архангела, да имам крила велика и да полетим, да одем у неки угао Свете Горе и унутра тамо да се затворим једном за свагда. Да се не чује моје смерно име ни у једном кутку Грчке, да оплакујем и ја своје грехе и, ако ми преостане времена, да оплакујем и грехе мог народа. Хтео бих, драги моји, да применим и ја ону мудру изреку светог Григорија Богослова, који је говорио: “… да се окренем себи и Богу„.
Хтео бих да поновим и ја речи псалма: “Ко би ми дао крила голубиња? и ја бих одлетео и починуо„ (Пс. 54, 6).
Али, не чиним то. Залепљен сам овде за земљу, за материју. Залепљен сам овде унутра у Атини, у престоници. Зашто? Кадгод размишљам да прекинем проповед писану и усмену, да се повучем након тридесет година у неки угао да оплакујем и ја своје грехе и грехе народа мога, унутра у мом срцу осећам један угљен ужарени, који ме пече и не да ми да ућутим. И тај угљен ужарени јесте ви. Угљен ужарени је моја савест. Угљен ужарени су вољени моји читаоци. Угљен ужарени су моји омиљени слушаоци. Ако неки пут заћутим, видим, један писмима, други телеграфима, трећи усмено, један благо, други строго, позивају ме натраг на моје место. И шта ми кажу:
-Зашто ћутиш?
Ма, нисам ћутао. Тридесет година трубим у мојој грчкој отаџбини. По брдима и долинама, маленим насељима и селима, високим превисоким планинама, гдегод је, на крају крајева, куцало грчко срце, нисам престајао да проповедам реч Божију. Не ћутим, говорио сам.
-Али опет да говориш.
Писао сам.
-Али опет да пишеш.
Е, дакле. Када видим такву једну ревност благочестивог грчког народа; када видим да постоји један “остатак„ (Римљ. 11,5), благословени остатак који наставља да верује у православне грчке доживљаје, у вредности које су вечне; када то видим, не могу друго него да останем у овој прашини и да се пењем на ову говорницу и да проповедам истину, онако како је осећам дубоко у свом срцу. Истину нелажну и неискварену. Истину због које се обојило у црвено стење Голготе. Истину чија изрека украшава ову дворану (“Бори се до смрти за истину, и Господ Бог ће ратовати за тебе„ Премудр. Сирахове 4, 28).
Ви сте ме опет довели на ову говорницу.
Колико бих био срећан да на ову говорницу узлазе млађи, да проповедају и они реч Божију!
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.