Αυγουστίνος Καντιώτης



ΗΘΙΚΗ ΠΑΡΑΛΥΣΙΣ – Καλο εινε να μη πεσης στην αμαρτια· αλλα αν πεσης, σηκω. Επεσες παλι; και παλι σηκω. Χιλιες φορες να πεσης, χιλιες φορες να σηκω­θης. Τρεξε στον πνευματικο, εξομολογησου, και ο μεγαλος και πολυευσπλαχνος Θεος θα σε συγχωρεση και θ᾽ ακουσης· «Μηκετι αμαρτανε, ινα μη χειρον σοι τι γενηται» (Ἰω. 5,14).

date Μαι 7th, 2017 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Κυριακὴ τοῦ Παραλύτου (Ἰω. 5,1-15)
Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

ΗΘΙΚΗ ΠΑΡΑΛΥΣΙΣ

«Ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε» (Ἰωάν. 5,14)ΑΣΩΤΟΥ

Ο θεόπνευστος λόγος τῆς ἁγίας Γραφῆς ὀ­νομάζει, ἀγαπητοί μου, τὴν παροῦσα ζωὴ «κοιλάδα κλαυθμῶνος». «Ἔθετο», λέει, μᾶς ἔ­βαλε δηλαδὴ ὁ Θεός, «εἰς τὴν κοιλάδα τοῦ κλαυ­θμῶνος» (Ψαλμ. 83,7). Τί σημαίνει «κοιλὰς κλαυθμῶ­νος»; Σημαίνει ὅτι ἡ ζωὴ αὐτὴ τῶν 50, 60, 70, 80 ἐτῶν ἐπάνω στὸν πλανήτη αὐτόν, ποὺ εἶνε ἕνας κόκκος ἄμμου μέσα στὸ ἀπέραντο σύμ­­παν, εἶνε γεμάτη πίκρες καὶ βάσανα.
Τὸ κακὸ πλημμυρίζει τὸν κόσμο. Ποιό πρῶ­το καὶ ποιό δεύτερο ἀπ᾽ τὰ κακὰ νὰ ἀριθμήσουμε; Κακὸ λόγου χάριν εἶνε ὁ σεισμός· ἡ γῆ, ποὺ φαί­νεται στερεά, ν᾽ ἀρχίσῃ νὰ τρέμῃ γιὰ τὶς ἁ­μαρτί­ες μας καὶ νὰ βλέπῃς νὰ πέφτουν σπίτια καὶ νὰ πλακώνωνται ἄνθρωποι. Κακὸ εἶνε ἡ πυρκαϊά, ποὺ μπορεῖ νὰ κάψῃ ὁλόκληρη πόλι. Κακὸ ἡ ἀνομβρία, ἀλλὰ κακὸ καὶ τὸ ἀντίθετο, ἡ πολυ­ομβρία, ποὺ προκαλεῖ πλημμύρες καὶ πνίγον­ται ζῷα καὶ ἄνθρωποι. Κακὸ τὸ κρύο, νὰ πεθαίνουν ἄνθρωποι ἀπὸ παγετό· κα­κὸ καὶ τὸ ἀντίθετο, ὁ καύσων, ποὺ κά­νει πάλι νὰ πεθαίνουν ἄνθρωποι ἀπὸ θερμοπληξία. Κακὸ ἀκόμα οἱ ἀ­σθένειες, καὶ ἰδίως οἱ ἀθεράπευτες ὅπως ὁ καρκίνος, ποὺ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας πῆρε τερά­στια ἔκτασι, καὶ τώρα τελευταίως, ὡς τιμωρία τῆς ἀνηθικότητος, τὸ ἔητζ, ποὺ «θερίζει». Ὄν­τως «κοιλὰς κλαυθμῶνος» ὁ κόσμος αὐτός.
Ἀλλὰ δὲ σᾶς εἶπα τίποτα.

Παραπάνω ἀπ᾽ ὅ­λα αὐτὰ εἶνε κάτι ἄλλο, καὶ μακάρι νὰ μᾶς φω­τί­σῃ ὁ Θεὸς νὰ τὸ καταλάβουμε. Τὸ χειρότερο ἀπ᾽ ὅλα εἶνε ἡ ἁμαρτία· αὐτὴ εἶνε ἡ ῥίζα, ἡ ἀρ­χὴ τοῦ κακοῦ. Δὲν μποροῦμε νὰ φανταστοῦ­με πῶς ἦταν ὁ ἄνθρωπος πρὸ τῆς πτώσεως στὴν ἁμαρτία. Ἂν δὲν ὑπῆρχε ἁμαρτία, οὔτε σεισμὸς οὔτε φωτιὰ οὔτε πλημμύρα οὔ­τε ἀ­σθένεια, κανένα κακό. Μετὰ τὴν πτῶσι τὰ θύματα τῆς ἁμαρτίας εἶνε ἄπειρα, ἀναρίθμητα.

* * *

Ἕνα ἀπὸ τὰ θύματα αὐτὰ ἀναφέρει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο. Εἶνε ὁ παράλυτος. Δὲν γεννήθη­κε παράλυτος. Ἦταν ὑγιής. Πόδια εἶχε, χέρια εἶχε, ἐκινεῖτο, ἐβάδιζε. Κάποια μέρα ὅ­μως τὸ σῶμα του μούδιασε, σιγὰ – σιγὰ τὸ μού­διασμα προχώρησε, ἁπλώθηκε, καὶ τέλος ἔ­πε­σε ὁ τα­λαίπωρος στὸ κρεβάτι τελείως παράλυτος. Ἦ­­­ταν σὰν νεκρός, δὲν μποροῦσε πλέον νὰ κου­νη­­θῇ καθόλου· ἄλλοι τὸν τάιζαν. (Εἶδα στὴν Ἀ­θήνα στὸ Ἄσυλο τῶν ἀνιάτων, ποὺ ἐπισκέφθηκα πρὸ ἐτῶν, νέους παράλυτους ἀπὸ ἀκο­λασία· καί, αὐτοὶ ποὺ πετοῦσαν τὴ μπάλλα στὸν ἀέρα κ᾽ ἦταν πρωταθληταὶ μὲ βραβεῖα, τώρα, ἀπὸ ἀσωτία καὶ ἀνηθικότητα, νὰ εἶνε στὰ κρεβάτια παράλυτοι καὶ νὰ τοὺς ταΐζῃ νοσοκόμος). Καὶ τοῦ παραλύτου τοῦ εὐαγγελίου ἡ κατάστασι ἦταν ἀποτελέσματα ἁμαρτιῶν.
Ἀπελπισμένοι οἱ συγγενεῖς καὶ φίλοι τὸν πέ­ταξαν κοντὰ σὲ μιὰ δεξαμενή, ποὺ τὰ νερά της ἦταν θαυματουργικά. Τὸ εὐαγγέλιο λέει, ὅτι σὲ κάποια ἄγνωστη ὥρα ἕνας ἄγγελος ἐρ­χόταν ἀπὸ τὸν οὐρανό, τάραζε τὰ νερά, καὶ ὅ­ποιος μετὰ τὸ τάραγμα προλάβαινε κ᾽ ἔπεφτε πρῶ­τος μέσα στ᾽ αὐτὰ γινόταν καλά. Δίπλα στὴ δε­ξαμενὴ αὐτὴ ἔμεινε ὁ παράλυτος ὄχι ἕνα χρό­νο ἢ δυὸ χρόνια, ἀλλὰ τριανταοχτὼ ὁλόκληρα χρόνια. Καὶ ἐν τούτοις δὲν γόγγυσε ποτέ, δὲν βλαστήμησε· περίμενε ἐκεῖ καρτερικά.
Στὸ μεγάλο αὐτὸ διάστημα τὸν εἶχαν λησμονήσει ὅλοι. Ἕνας μόνο δὲν τὸν λησμόνησε. – Μπορεῖ νά ᾽ρθῃ μέρα ποὺ κ᾽ ἐσένα θὰ σὲ λησμονήσουν καὶ τὰ παιδιὰ καὶ ὁ σύν­τρο­φος τῆς ζωῆς σου, ὅλοι. Μὴν ἀπελπίζεσαι ὅ­μως· ὑπάρχει ἕνας ποὺ δὲν σὲ λησμονεῖ, καὶ αὐτὸς εἶνε ὁ Χριστός. Νὰ λὲς κ᾽ ἐσύ· «Ἐὰν καὶ πορευ­θῶ ἐν μέσῳ σκιᾶς θανάτου, οὐ φοβηθή­σομαι κακά, ὅτι σὺ μετ᾽ ἐμοῦ εἶ» (Ψαλμ. 22,4).
Καὶ τὸν παράλυτο λοιπὸν τὸν θυμόταν ὁ Χριστός. Αὐτός, ποὺ ἦταν Θεὸς καὶ ἦρθε ἐδῶ στὴ γῆ καὶ φόρεσε ἀνθρώπινη σάρκα, αὐτὸς τὸν θυμήθηκε. Καὶ πῆγε ἐκεῖ στὴ δεξαμενὴ χωρὶς νὰ τὸν ἔχῃ ξαναδεῖ. Καὶ τὸν ῥωτάει· «Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;», θέλεις νὰ γίνῃς καλά; (Ἰω. 5,6). ―Θέλω, λέει, μὰ δὲν ἔχω ἄνθρωπο νὰ μὲ ῥίξῃ ἐγκαίρως στὰ νερά. Τότε ὁ Χριστός, χω­ρὶς φάρμακα ἢ κάτι ἄλλο, μὲ ἕνα λόγο του παν­τοδύναμο, αὐτὸς ποὺ ἔπλασε τὸ σύμπαν καὶ τὸν ἄνθρωπο, λέει· ―Σήκω πάνω, πάρε τὸ κρεβά­τι σου καὶ περπάτα. Καὶ σὰ νὰ τὸν πέρασε ἠλεκτρικὸ ῥεῦμα πετάχτηκε πάνω καί, αὐτὸς ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ κρατήσῃ τὸ κουτάλι νὰ φάῃ, φορτώθηκε τὸ κρεβάτι του καὶ περπατοῦσε.
Τὸν βλέπουν τὰ μικρὰ παιδιά, τὸν βλέπουν οἱ γυναῖκες, τὸν βλέπουν οἱ Ἰουδαῖοι, τὸν βλέ­πουν οἱ ἀρχιερεῖς, τὸν βλέπουν οἱ ἄρχοντες, καὶ τὸν ρωτοῦν ποιός τὸν ἔκανε καλά. Ἀλλ᾽ αὐτὸς δὲν ξέρει, γιατὶ ὁ Χριστὸς ἔφυγε ἀπὸ ᾽κεῖ μέσα στὸ πλῆθος χωρὶς νὰ γίνῃ ἀντιληπτός. Ἀργότερα ἔμαθε ποιός τὸν θεράπευσε καὶ τοὺς εἶπε, «ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ» (ἔ.ἀ. 5,15). Δὲν πίστεψαν ὅμως. Ἅμα ὁ ἄνθρωπος δὲ θέλῃ νὰ πιστέψῃ, καὶ θαύματα νὰ κάνῃ ὁ Χριστὸς δὲν πιστεύει. Πρόκειται γιὰ διαφθορὰ τῆς καρδιᾶς· ἡ ἀπιστία ὀφείλεται σὲ διαφθορὰ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως.

* * *

Θὰ πῇ κάποιος· Ἐμᾶς ἡ ἱ­στορία αὐτὴ δὲ μᾶς ἀφορᾷ, δὲν εἴμαστε παράλυτοι. Ναί, δόξα τῷ Θεῷ εἴμαστε γεροί. Μὴν ποῦμε ὅμως «Ἀφοῦ δὲν εἶμαι παράλυτος, τὸ εὐ­αγγέλιο δὲ μ᾽ ἐνδι­αφέρει», διότι ὅλοι εἴμαστε παράλυτοι· ὄχι στὸ σῶμα, ἀλλὰ στὴν ψυχή. Θὰ σᾶς ἀναφέ­ρω μερικὰ παραδείγματα τέτοιων παραλύτων. Καὶ ἂν ὁ παράλυτος στὸ σῶμα εἶνε ἀξιοθρήνητος, πόσο περισσότερο ὁ παράλυτος στὴν ψυχή;
⃝ Θέλετε ἕνα παράδειγμα; Θυμᾶμαι στὸ Μεσο­λόγ­γι, ποὺ ὑπηρέτησα νέος, ὅτι κοντὰ στὴν ἐκ­­κλησία ἦταν ἕνα μεγάλο σπίτι μὲ ὅλες τὶς ἀ­νέ­σεις καὶ τὰ πλούτη, ἀλλὰ ὁ νοικοκύρης εἶ­χε πενήντα χρόνια νὰ ἔρθῃ στὴν ἐκκλησία. Δί­πλα ἦταν, καὶ δὲν πάτησε οὔτε Χριστούγεννα οὔ­τε Πάσχα. Καὶ μοῦ ᾽λεγε ὁ πα­πᾶς· Αὐτὸς πόδια ἔ­­χει καὶ πόδια δὲν ἔχει· θά ᾽ρθῃ στὴν ἐκκλησία μόνο ὅταν τὸν φέρουν οἱ τέσσερις γιὰ τὴν κηδεία του… Ὑπάρχουν πολλοὶ σὰν αὐτόν, ποὺ λὲς κ᾽ εἶνε παράλυτοι στὰ πόδια. Πόδια ἔχουν γιὰ καφφενεῖο, ντισκοτέκ, χορό, χαρτοπαίγνιο, ἐκ­δρομή…, δηλαδὴ γιὰ τὸ διάβολο, πόδια γιὰ τὸ Χριστὸ δὲν ἔχουν. Ἐὰν ὑποθέσουμε ὅτι εἶχα μιὰ βαλίτσα λίρες ἐγγλέζικες καὶ ἔλεγα ὅτι θὰ ᾽ρθῶ στὴν ἐκκλησία καὶ στὸ τέλος θὰ μοιράσω ἀπὸ μία λίρα σὲ ὅσους θά ᾽νε μέσα, καὶ οἱ ἄρ­ρωστοι ἀκόμα κ᾽ οἱ παράλυτοι θὰ σηκώνον­ταν νὰ ᾽ρθοῦν. Ἀλλὰ ἡ εὐλογία καὶ ἡ χάρις ποὺ χορηγεῖ ἡ Ἐκκλησία μας εἶνε ἀνώτερη ἀπὸ τὴ λίρα· καὶ ὅμως λίγοι τρέχουν νὰ τὴν λάβουν· στοὺς 100 μόνο 2 Χριστιανοὶ ἐκκλησιάζονται τα­κτικά· οἱ ἄλλοι 98 πόδια γιὰ τὸ Θεὸ δὲν ἔχουν.
⃝ Ἄλλο παράδειγμα ὁ παράλυτος στὰ χέρια. Μᾶς ἔδωσε ὁ Θεὸς τὸ χέρι, τὸ θαυμαστὸ καὶ τέ­λειο αὐτὸ ἐργαλεῖο, γιὰ νὰ κάνουμε τὸ σταυρό μας κανονικά, γιὰ νὰ αὐτοεξυπηρετούμεθα, γιὰ νὰ κάνουμε τὸ καλό, νὰ βοηθοῦμε καὶ ἐλεοῦμε, γιὰ νὰ δημιουργοῦμε. Κάποιοι ὅμως βλέπουν τὸν ἄλλο νὰ πεινᾶ, νὰ διψᾷ, νά ᾽νε γυ­μνὸς καὶ ἄστεγος, καὶ δὲν ἁπλώνουν τὸ χέρι νὰ τοῦ δώσουν κάτι. Τὸ ἁπλώνουν μόνο γιὰ νὰ βλάψουν. Ἔχουν χέρια μόνο γιὰ τὸ διάβολο, χέρια γιὰ τὸ Θεὸ δὲν ἔχουν.
⃝ Σᾶς δείχνω καὶ κάποιον ἄλλο· αὐτὸς εἶνε παρά­λυτος στὴ γλῶσσα. Μᾶς ἔδωσε τὴ γλῶσ­σα ὁ Θεὸς γιὰ νὰ τοῦ λέμε «Πάτερ ἡμῶν…» καὶ «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν…» καὶ «Κύριε, ἐλέησον», γιὰ νὰ τὸν ὑμνοῦμε καὶ νὰ τὸν δοξάζου­με, γιὰ νὰ λέμε στὸν ἀδελφό μας «Καλημέρα», στὸν εὐεργέτη μας «Εὐχαριστῶ», σ᾽ αὐτὸν ποὺ φταίξαμε «Συγγνώμη». Μᾶς ἔδωσε ἀκόμη τὴ γλῶσσα, γιὰ νὰ πηγαίνουμε στὸν πνευματικό, νὰ γονατίζουμε μπροστά του, νὰ ὁμολογοῦμε τ᾽ ἁμαρτήματά μας καὶ νὰ ζητοῦμε τὴν ἄφεσι. Οἱ περισσότεροι ὅμως οὔτε προσευχή λέμε, οὔτε πίστι ὁμολογοῦμε, οὔτε ἔλεος καὶ συγχώρησι ζητοῦμε. Σ᾽ αὐτὰ ἡ γλῶσσα μας λὲς κ᾽ ἔχει παραλύσει. Γλῶσσα γιὰ τὸ Θεὸ δὲν ἔχουμε, γλῶσσα ἔχουμε μόνο γιὰ τὸ διάβολο· γιὰ ψέματα, αἰσχρολογίες, κατακρίσεις καὶ συκοφαντίες, ὕβρεις καὶ βλαστήμιες… Ἡ γλῶσσα μας «κόκκαλα δὲν ἔχει καὶ κόκκαλα τσακίζει».

* * *

Τὸ συμπέρασμα. Ἄκουσες τὸ εὐ­αγγέλιο σήμερα; ἀναλογίσου τὴν κατάστασί σου καὶ πές· Θεέ μου, ἐγὼ εἶμαι ὁ παρά­λυ­τος ὣς τώρα. Σὲ παρακαλῶ, βοήθησέ με νὰ γίνω ἄν­θρωπος δικός σου. Τὰ πόδια μου νὰ γίνουν πό­δια Χριστοῦ, τὰ χέρια μου χέρια Χριστοῦ, ἡ γλῶσσα μου γλῶσσα Χριστοῦ, νὰ γίνω ὅλος τοῦ Χριστοῦ.
Κι ἂν κάποτε σὰν ἄνθρωποι πέφτουμε στὴν ἁμαρτία, μὴ μένουμε σ᾽ αὐτήν. Ὁ ἱερὸς Χρυσό­στομος λέει· Καλὸ εἶνε νὰ μὴ πέφτῃς· ἀλλὰ ἔ­πεσες; σήκω. Ἔπεσες πάλι; καὶ πάλι σήκω. Καὶ χίλιες φορὲς νὰ πέσῃς, χίλιες φορὲς νὰ σηκω­θῇς. Τρέξε στὸν πνευματικό, ἐξομολογήσου, καὶ ὁ μεγάλος καὶ πολυεύσπλαχνος Θεὸς θὰ σὲ συγχωρέσῃ καὶ θ᾽ ἀκούσῃς· «Μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοι τι γένηται» (Ἰω. 5,14).
Εἴθε ὁ Θεὸς νὰ μᾶς ἀναστήσῃ ὅλους, ἀγαπη­τοί μου, ἀπὸ τὴν ἠθικὴ παραλυσία καὶ νὰ μᾶς δώσῃ νέα ζωή, νέα καρδιά, νέα χέρια, νέα πό­δια, γιὰ νὰ ὑμνοῦμε Χριστὸν εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Φωτίου Πενταβρύσου – Ἑορδαίας τὴν 1-5-1988

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.