Αυγουστίνος Καντιώτης



Τροποι αφυπνισεως του αμαρτωλου «Ψυχη μου ψυχη μου, αναστα, τι καθευδεις; το τελος εγγιζει…» (Μ. Καν. κοντακ.)

date Μαρ 21st, 2018 | filed Filed under: Xαιρετισμοι της Παναγιας

Περίοδος Δ΄ Ἔτος ΛΕ΄
Φλώρινα ἀριθμ. φύλλου 2078

Ὁ Μέγας Κανὼν
Τετάρτη 21 Μαρτίου 2018 βράδυ
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστινου Καντιωτης

Τροποι αφυπνισεως του αμαρτωλου

«Ψυχή μου ψυχή μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις; τὸ τέλος ἐγγίζει…» (Μ. Καν. κοντάκ.)

ΠΑΘΗ ΑΜ.Τὰ λόγια αὐτά, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἕνας ἀ­πὸ τοὺς ὕμνους, ποὺ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ὥρισε νὰ ψάλλεται τὴν περίοδο τῆς ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ὁ ὕμνος αὐτὸς εἶ­νε ἕνα ἐγερτήριο, μᾶς καλεῖ ὅλους νὰ ξυπνήσουμε. Νὰ ξυπνήσουμε ἀπὸ ποιόν ὕπνο;

* * *

Ὑπάρχουν δύο ὕ­πνοι· ὁ ἕ­νας εἶνε ὁ φυσι­κός, ὁ ἄλλος εἶνε ὁ ὕ­πνος τῆς ἁμαρτί­ας.
Ὁ φυσικὸς ὕπνος εἶνε ὁ γνωστός, αὐτὸς ποὺ κοιμοῦνται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, αὐτὸς ποὺ κοιμό­ταν καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἀ­φοῦ ἔ­γινε ἄνθρωπος καὶ προσέλαβε τὴν ἀν­θρώπινη φύσι· κοιμήθηκε κάποτε στὸ πλοιάριο στὴ Γεννησαρέτ, καὶ τελευταῖο προσ­κέφαλό του ἦταν ὁ ἀ­κάνθινος στέ­φανος στὸ σταυρό.
Ὁ ὕπνος λοιπὸν εἶνε ἀκατηγόρητος, κ᾽ εἶνε δῶρο τοῦ Θεοῦ ποὺ τονώνει τὸν ἄνθρωπο. Γι᾽ αὐτὸ ὡς τιμωρία θεωροῦ­με τὴν ἀυπνία, ὡς μία μάστιγα. Στὰ παλιὰ χρόνια μία ποινὴ ποὺ ἐπέβαλ­λαν τύραννοι ἦταν ὁ δι᾽ ἀυπνίας θά­νατος. Νὰ εὐ­χαριστοῦμε τὸ Θεὸ γιὰ τὸν ὕπνο. Νὰ λέμε· «Καὶ δὸς ἡμῖν, Δέσποτα, …ἀνάπαυσιν σώματος καὶ ψυχῆς… ὕπνον ἐλαφρόν» (Ἀπόδειπν.).
Ὑπάρχει ὅμως κι ὁ ἄλλος ὕπνος, γιὰ τὸν ὁποῖο παρακαλοῦμε· «Διαφύ­λαξον ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ ζοφε­ροῦ ὕ­πνου τῆς ἁμαρ­τίας…» (ἔ.ἀ..)· φύλαξέ μας μὴν πέσουμε στὸν σκοτεινὸ ὕπνο τῆς ἁμαρτίας. Ποιός εἶν᾽ αὐτὸς ὁ ὕπνος τῆς ἁ­μαρ­τίας; Εἶνε ἡ ἀναισθη­σία καὶ ἀδιαφο­ρία γιὰ τὰ πνευματικὰ ζητήματα.
Μεταξὺ τῶν δύο αὐτῶν ὕπνων ὑπάρχουν ὁ­μοιότητες. Θὰ πῶ μία δύο καὶ παρατηρῆστε.
Αὐτὸς ποὺ κοιμᾶται δὲν ἔχει αἴσθησι τί γίνε­­ται γύρω του, ἂν τὸν ἀπειλοῦν ἢ τὸν κλέβουν ἢ ἂν πῆρε φωτιὰ τὸ σπίτι του. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει καὶ μὲ τὸν ἁμαρτωλό· δὲν ἔχει αἴσθη­σι τοῦ πνευματικοῦ κινδύνου καί, ἐνῷ αὐτὸς ἀ­διαφορεῖ, ὁ σατανᾶς εἰσβάλλει στὴν ψυχὴ καὶ κυριαρχεῖ μὲ κακοὺς λογισμούς. Ὁ νέος π.χ. ποὺ συχνάζει σὲ νυχτερι­νὰ κέν­τρα κινδυνεύει, μὰ δὲν τὸ συνειδητοποιεῖ. Κά­ποτε στὴ ῾Ρόδο σ᾽ ἕνα τέτοιο κέντρο πῆραν φωτιὰ καὶ κάηκαν 25-30 ἄ­τομα, κ᾽ ἔφριξαν ὅλοι. Ὅταν καίγεται τὸ κορμὶ φρίτ­του­με, ὅταν πυρπολοῦνται ψυχὲς ἀδιαφοροῦμε.

Αὐτὸς ποὺ κοιμᾶται βλέπει ὄνειρα, ὁ πεινασμένος βλέπει καρβέλια· ὅταν ξυπνάει προσ­γειώνεται στὴν πραγματι­κότητα. Ἔτσι κι ὁ ἁμαρ­τωλὸς ζῇ σὲ μιὰ ἀπάτη. «Πάντα ὀνείρων ἀπατη­λότε­ρα», ψάλλουμε (Νεκρ. ἀκ.). Ὅ­σο δι­αρκεῖ ἕνα ὄνειρο διαρκεῖ καὶ ἡ παροῦσα ζωή.
Ἔτσι ζῇ ὁ ἄν­θρωπος, κ᾽ εἶ­­νε ἀνάγκη νὰ ξυπνήσῃ. Μοῦ ἔλεγε ἕνας γέροντας στὸ χωριό μου, ποὺ ἔκανε στρατιώτης στὴ Μικρὰ Ἀσία, ὅ­τι κά­που νύχτωσαν καὶ κουρασμένος αὐ­τὸς ἔπεσε στὰ σκοτεινὰ νὰ κοιμηθῇ. Τὸ πρωὶ τί νὰ δῇ, ποῦ εἶχε κοιμηθῆ· στὴν ἄκρη ἑνὸς βράχου, κι ἀπὸ κάτω ἦταν γκρεμός· λίγο νὰ μετε­κινεῖτο, θά ᾽πεφτε! Εἶνε μιὰ εἰ­κόνα ποὺ δείχνει τὴν κατάστασί μας· κοιμό­μα­­στε στὴν ἄκρη ἑ­νὸς γκρε­μοῦ· λίγο νὰ γείρου­με, πέσαμε στὴν ἄβυσσο, στὴν κόλασι. Γι᾽ αὐ­τὸ ἡ Ἐκ­κλησία μας ψάλλει ἀπόψε· «Ψυχή μου ψυχή μου, ἀνάστα, τί καθεύ­δεις; τὸ τέλος ἐγ­γίζει καὶ μέλλεις θορυβεῖσθαι· ἀνάνηψον οὖν, ἵνα φείσηταί σου Χριστὸς ὁ Θεός, ὁ πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν» (Μ. Καν. κοντάκ.).
Εἶνε ἀνάγκη νὰ ξυπνήσουμε. Ὑπάρχει τρόπος; Ἔχει ὁ Θεὸς τρόπους. Θὰ σᾶς πῶ 3 – 4 παραδείγματα, πῶς ξυπνάει ὁ Θεὸς τὸν ἁμαρτωλό.
Πρῶτον ὁ Πέτρος. Μεγάλη ἡ ἁμαρτία του, ἀρνήθηκε τὸ Χριστὸ μπροστὰ σὲ μιὰ ὑπηρέ­τρια· «Οὐκ οἶδα τὸν ἄν­θρω­πον» (Ματθ. 26,74). Ἐ­κεῖ ποὺ παρακολουθοῦσε τὴ δί­κη, ξαφνικὰ ξυπνάει. Ποιός τὸν ξύπνησε; Τὸ λάλημα τοῦ πετεινοῦ. Μόλις τ᾽ ἄκουσε, ξύπνησε ἡ συνείδησί του καὶ «ἐξ­ελ­θὼν ἔξω ἔκλαυσε πικρῶς» (ἔ.ἀ. 26,75). Βλέπετε; Κ᾽ ἕνα πουλὶ ἀκόμα σοῦ λέει· Ἁ­μαρτωλέ, ξύπνα!
Μετὰ ἔχουμε τὸν Παῦλο. Ἁμαρτωλὸς καὶ αὐ­τός, διώκτης· ἤθελε νὰ σβήσῃ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Κοιμόταν κι αὐτὸς τὸν ζοφερὸ ὕπνο τῆς ἁμαρτίας. Ποιός τὸν ξύπνησε; Καθὼς πήγαινε πρὸς τὴ Δαμασκό, ἄστραψε καὶ βρόν­τησε κι ἄκουσε τὴ φω­νὴ τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραί­ου «Σαοὺλ Σαούλ, τί με διώκεις; σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτί­ζειν», εἶνε σκληρὸ νὰ δίνῃς κλωτσιὲς στὰ καρ­φιά (Πράξ. 26,14). Ἀπὸ τότε μετανόησε. Ὁ Πέτρος ξύπνησε ἀπὸ τὸ λάλημα τοῦ πετεινοῦ, ὁ Παῦλος ἀπὸ τὴ φωνὴ τοῦ Κυρίου.
Ἕνας ἄλλος, βασιλιᾶς αὐτός, ὁ Δαυΐδ, διέπραξε δύο μεγάλα ἁμαρτήματα, μοι­χεία καὶ φό­νο, κι ὅμως κοιμόταν ἀδιάφορος στὰ ἀνάκτορα. Ποιός τὸν ξύπνησε; Τὸ κήρυγμα τοῦ Νάθαν ποὺ τὸν ἤ­λεγξε, καὶ τότε ὁ Δαυῒδ μετανόησε, ἔ­κλαψε καὶ συνέθεσε τὸν πεντηκοστὸ ψαλμό, τὸ «Ἐ­λέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου…» (Ψαλμ. 50,3), ποὺ ψάλλουμε στὴν ἐκκλησία.
Ξύπνησε καὶ κάποιος ἄλλος, μεγάλος ἁμαρτωλός, ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος. Ἡ ἁγία του μητέ­ρα ἔκλαιγε μπροστὰ σ᾽ ἕναν ἐπίσκοπο, κ᾽ ἐ­κεῖ­νος τῆς εἶ­πε· –Μὴν κλαῖς· παιδί, ποὺ ἡ μάνα του χύνει τό­σα δάκρυα, δὲν θὰ χαθῇ. Καὶ πρά­γματι ὁ Αὐγουστῖνος ξύπνησε. Πῶς; Μιὰ μέρα ἄκουσε οὐράνια φωνὴ νὰ τοῦ λέῃ «Πάρε καὶ διά­βασε». Ἀνοίγει τὴν πρὸς ῾Ρωμαίους ἐ­πιστολὴ καὶ διαβάζει· «Ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγ­γικεν. ἀπωθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός. …μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις…» (῾Ρωμ. 13,12-13). Ξύπνησε ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφή· γιατὶ φτάνει καὶ ἕνα χωρίο της νὰ ξυπνήσῃ τὸν ἁμαρτωλό.
Ξυπνοῦν οἱ ἄνθρωποι, μύρια μέσα χρησιμο­ποιεῖ ὁ Θεός. Κι ὅταν δὲν ξυπνᾶ­με μὲ τὰ ἤ­πια μέσα, χρησιμοποιεῖ ἄλλο τρόπο, τὴν παιδα­γωγι­κὴ ῥάβδο, τὸ μαστίγιο τῶν θλίψεων. Μοῦ ᾽λεγε ἕνας ἀστυφύλακας, ὅτι σ᾽ ἕνα προάστιο τῶν Ἀ­θηνῶν ἔπιασε φωτιά, καιγόταν ἕνα σπίτι ξύλι­νο, καὶ μέσα κάποιος κοιμόταν βαθειά, ζαλισμέ­νος ἀπ᾽ τὸν καπνό. Πῶς τὸν ξύπνησε; Μὲ μπάτσους, χαστούκια. Καὶ στὰ νοσο­κομεῖα μετὰ ἀπὸ ἐγ­χείρησι ὁ χειροῦργος μπα­τσίζει τὸν χειρουργη­μένο νὰ τὸν ξυπνήσῃ ἀπὸ τὴ νάρκωσι, νὰ συν­έλθῃ. Ἔτσι κι ὁ καλὸς Πατέρας μας μᾶς δίνει μπάτσους, νὰ ξυπνήσουμε. Ποιοί εἶ­νε οἱ μπάτσοι; Ἡ ἀσθένεια λ.χ.. Ὅταν ἤμουν στὴν Ἀθήνα μὲ ζήτησε νὰ ἐξομολογηθῇ σὲ νοσοκομεῖο ἕ­νας γέροντας στρατηγὸς 90 χρονῶν μὲ ἀριστεῖα ἀν­­δρείας. Μόλις μὲ εἶδε λέει· –Ποιό τὸ ὄφελος ἀ­πὸ τὰ γαλόνια καὶ τ᾽ ἀστέρια μου; Πεθαίνω ἁ­μαρτωλός· 70 χρόνια ἔχω νὰ μετανοήσω καὶ νὰ κλάψω. Δὲ μ᾽ ἄφησε ὁ στρατός, οἱ πόλεμοι, οἱ πε­ριπέτειες. Τώρα ζη­τῶ συγγνώμη ἀπ᾽ τὸ Θεό – καὶ τὸ δάκρυ του κο­ρόμηλο. Εἶχε καρκίνο καὶ με­τὰ ἀπὸ λίγο πέθανε. Τὸν ξύπνησε ἡ ἀσθένεια.
Ὦ Θεέ μου, πόσο μᾶς εὐεργετεῖς ἐμᾶς τοὺς ὑπερήφανους ἀνθρώπους μὲ τὸ μαστίγιο τῶν θλίψεων! «Ἐν ἡμέρᾳ θλίψεώς μου ἐκέκραξα πρὸς σέ, ὅτι ἐπήκουσάς μου» (Ψαλμ. 85,7).
Εἶχα διαβάσει σὲ διήγημα, ὅτι ἕνας πατέρας νύχτωσε τὸ χειμῶνα στὶς Ἄλ­πεις μὲ τὰ δύο ἀ­γοράκια του, ἐνῷ τὸ χωριὸ ἀπεῖχε ἀκόμα. Βαδί­στε, παιδιά, ἔλεγε, μὴ μᾶς πιάσῃ τὸ χιόνι. Ἐκεῖ­να κουρασμένα κά­θισαν κάτω νὰ κοιμηθοῦν. Τότε ἐκεῖνος, ξέ­ροντας ὅτι ἂν κοιμηθοῦν στὸ χιόνι θὰ πε­θάνουν, ἔκοψε μιὰ κλάρα καὶ μ᾽ αὐ­τὴν τὰ χτυποῦ­σε συνεχῶς· ἔτσι ἔφτασαν σῷοι στὸ χωριό. Παράδειγμα εἶνε. Ἔτσι κάνει καὶ σ᾽ ἐ­μᾶς ὁ Θεός· μᾶς χτυπάει, γιὰ νὰ φτάσουμε στὸ σκοπό μας. Καὶ πρέπει νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε καὶ γιὰ τὶς δοκιμασίες, μὲ τὶς ὁποῖες μᾶς καλεῖ σὲ μετάνοια καὶ ἐπιστροφὴ κοντά του.

* * *

Καὶ τὰ φτωχὰ τοῦτα λόγια, ἀγαπητοί μου, πρόσκλησι σὲ μετάνοια εἶνε. Ὑπάρχουν ἀκόμη πολλοὶ ποὺ δὲν πλησίασαν τὸ ἱερὸ ἐξομολογη­­τήριο. Ἂς ξυπνήσουμε κι ἂς ἀφυπνίσουμε ὅ­σους κοιμοῦνται ἀκόμη τὸν θανατηφόρο ὕπνο.
Ξύπνα, κόσμε! πλούσιοι καὶ φτωχοί, ἱερεῖς καὶ ἀρχιερεῖς τοῦ Ὑψίστου, καὶ σὺ Αὐγουστῖνε ἐ­πίσκοπε. «Τὸ τέλος ἐγγίζει». Ποιός ξέρει ἂν τὸ ἔτος αὐτὸ δὲν εἶνε τὸ τελευταῖο τῆς ζωῆς μας;
Ξύπνα καὶ σύ, Ἑλλάδα! ποὺ κοιμᾶσαι, ἐνῷ ὁ Τοῦρκος ἑτοιμάζει πάλι μάχαιρα τοῦ Κεμάλ. Ξύπνα Ἑλλάδα! κλεῖσε τὰ κέντρα καὶ τὰ χαρτο­παίγνια. Βρισκόμαστε σὲ παραμονὲς ἐξελίξεων. Κινδυνεύουμε ὅσο ποτέ ἄλλοτε.
Μερικοὶ δὲν αἰσθάνονται τὸ κήρυ­γμα τοῦ εὐ­αγγελίου, ζοῦν ἀμετανόητοι, γελοῦν καὶ γλεν­τοῦν. Τί ἔχω νὰ πῶ γι᾽ αὐ­τούς; Ὑπάρχει ὕ­πνος ἀπ᾽ τὸν ὁποῖο ξυπνᾷς, ἀλλὰ ὑπάρχει κ᾽ ἕ­νας ὕ­πνος ποὺ ὁ ἄνθρωπος δὲν ξυπνάει· εἶνε μιὰ ἀ­σθένεια ποὺ προκα­λεῖται ἀπὸ τὸ τσίμ­πημα ἐν­τόμου, τῆς μύγας τσε-τσέ. Ἅμα σὲ τσιμ­πήσῃ αὐ­τή, σὲ πιάνει ὕπνος, καὶ σὲ λίγο πεθαίνεις. Ἔτσι λοιπὸν ὑπάρχει κι ὁ θανατηφόρος ὕπνος ποὺ φέρνει ἡ ἁμαρτία. Γι᾽ αὐτὸ προσευχόμαστε· «Φώτισον τοὺς ὀφθαλμούς μου, Χριστὲ ὁ Θεός, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον» (Ψαλμ. 12,4 καὶ Μέγ. Ἀπόδ.). Μὴν κλείσουν τὰ μάτια, ἄγρυπνοι νὰ εἴμαστε!
Καὶ μιὰ ψυχὴ ἀπόψε νὰ ξυπνήσῃ, νὰ πέσῃ στὰ πόδια τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ νὰ πῇ «Μνή­σθη­τί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42), ἐγὼ τὸ μισθό μου τὸν πῆρα, θὰ εὐχαρι­στήσω τὸν Κύριό μου. Ἀλλὰ ἐλπίζω ὅτι τὰ λόγια μου θὰ ἔχουν ἀπήχησι στὴν καρδιά σας, καὶ τὸ ἔτος αὐτὸ θὰ εἶνε ἔτος ἀφυπνίσεως, μετανοίας καὶ ἐπιστροφῆς στὸν Κύριο, ἵνα πάν­τες ἐν ἑνὶ στόματι δοξάζωμεν Πατέρα Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε σὲ ἱ. ναὸ τῆς Πτολεμαΐδος τὴν Τετάρτη 16-4-1975 τὸ βράδυ.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.