Αυγουστίνος Καντιώτης



Εικoνα της πατριδος μας

date Δεκ 11th, 2009 | filed Filed under: ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)
ΟΜΙΛΙΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ
Ι΄ Λουκα (Λουκ. 13,10-17)

Εικoνα της πατριδος μας

«Καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ, καὶ ἦν συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ παντελές» (Λουκ. 13,11)

250px-Greece_location_map.svgΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, ὅπως ἀκούσατε, ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς διηγεῖται ἕνα θαῦ­μα.
Κάτω ἀπὸ τὶς ἁπλὲς γραμμές του τὸ σημε­ρι­­­νὸ εὐαγγέλιο κρύβει πλοῦτο διδαγμάτων. Θὰ χρειαζόταν χρόνος πολὺς πρὸς ἐξάντλησιν αὐ­τοῦ τοῦ χρυσωρυχείου. Ἐγὼ θὰ πῶ λίγα μόνο λόγια.

* * *

Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς περιγράφει ἕ­να γεγονός. Σημειώνει καὶ τὴν ἡμέρα ποὺ συνέβη, διότι ἔχει σημασία. Ἦτο, λέει, Σάββατο· ἡ­μέρα ἀργίας, τὴν ὁποία μέχρι σήμε­ρα τηροῦν οἱ Ἑ­βραῖοι. Ἂν ὑπάρχῃ ἕνα στοιχεῖο ποὺ συγ­κρατεῖ τὸ μικρὸ αὐτὸ ἔθνος, εἶναι ἡ θρησκεία τους. Τηροῦν τὴν ἀργία τοῦ Σαββά­του. Τὴν ἡ­μέρα αὐτὴ στὸ Ἰσραὴλ δὲν ἐπιτρέ­πε­ται καμμία κίνη­σις. Τί κάνουν, ποῦ εἶναι ὅ­λοι; Ἐκκλησιάζον­ται. Ποῦ ἐκκλησιάζονται, σὲ ναό;
Δὲν ἔχουν ναό. Εἶχαν ναό, ἕνα καὶ μοναδικό, τὸν περίλαμπρο ναὸ τοῦ Σολομῶντος, ὁ ὁ­ποῖος ὅμως ἀνεσκάφη ἐκ θεμελίων ἐπὶ τοῦ αὐτοκράτορος Τίτου καὶ ἔκτοτε δὲν ἔχουν ναό. Καὶ τώρα τὰ ἐρείπια τοῦ ναοῦ, στὰ ὁποῖα κάθε Σάββατο θρηνοῦν οἱ Ἰουδαῖοι, μαρτυροῦν ―καὶ «οἱ λίθοι κεκράξονται» (Λουκ. 19,40)―, ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὁ Ναζωραῖος εἶναι ὁ ἀληθι­νὸς Θεός. Διότι προεφήτευσε, ὅτι δὲ θὰ μεί­νῃ «λίθος ἐπὶ λίθον» (Ματθ. 24,2· Μᾶρκ. 13,2). Καὶ μέχρι σήμερα οἱ Ἑβραῖοι, παρ᾽ ὅλο τὸν πλοῦτο καὶ τὶς προσπάθειές τους, δὲν ἔχουν χτίσει ναό. Ποῦ ἐκκλησιάζονται λοιπόν; Σὲ ὑποκατάστατα οὕ­τως εἰπεῖν τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομῶν­­τος, στὶς συν­­αγωγὲς ἢ λαϊκώτερα χάβρες (τέ­τοιες συν­α­γωγὲς εἶχε καμμιὰ δεκαριὰ ἡ Θεσσαλονίκη πρὸ τῆς καταστροφῆς τῶν Ἑβραίων). Ἐκεῖ συν­­αθροίζονται μέχρι σήμερα γιὰ νὰ διαβάσουν τὸ Νόμο τοῦ Μωϋσέως, τὴν Τορὰ ὅπως λένε.
Στὴ συναγωγὴ λοιπόν, λέει σή­μερα τὸ εὐαγγέλιο, πῆγε νὰ ἐκκλησιαστῇ – ποιά; Μιὰ ἀνάπηρη γυναίκα. Μποροῦσε νὰ μὴν πάῃ· ἡ ἀ­που­­σία της θὰ ἦταν δικαιολογημένη. Κι ὅμως πα­ρὰ τὴν ἀσθένεια ἔσυρε ὣς ἐκεῖ τὰ βήματά της.
Ἦταν πάντοτε ἀσθενής; Ὄ­χι. Κάπο­τε ἦταν ὑ­γιὴς κατὰ πάντα· ὕστερα ἀσθένησε. Ποιά ἦταν ἡ ἀσθένειά της; ῥαχῖ­τις, παραλυσία, σπονδυλοαρθρῖτις;… Ἴσως μερικοὶ ἀμφισβητήσουν αὐτὸ ποὺ θὰ πῶ, ἀλλὰ τὸ εὐαγγέ­λιο εἶναι κατηγορηματικό· ὁ Κύριος, ὁ μέγας ἰ­ατρὸς ψυχῶν καὶ σωμάτων, πιστοποιεῖ ὅτι πίσω ἀπὸ τὴ σωματικὴ αὐτὴ ἀσθένεια κρυβόταν ἀόρατος δύναμις, ποὺ ἐπέδρασε στὸ σῶμα. Καὶ ἡ γνωμάτευσις αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ βεβαιώ­νεται καὶ σήμερα· πρῶτα ἀσθενεῖ ἡ ψυχή· «ἀ­πὸ τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν ἀσθενεῖ τὸ σῶ­μα, ἀ­σθενεῖ μου καὶ ἡ ψυχή» (μεγαλυν. Μικρ. Παρακλ. καν.). Ὑπάρχει μία ἀλληλεπί­δρασις· ἡ μελαγχολία, οἱ σκέψεις, τὰ βάσανα τῆς ζωῆς, χύνουν δηλητήριο μέσα στὸν ὀρ­γανισμό. Καὶ στὴ θε­ραπεία, συνεπῶς, προηγεῖται τῆς ἐξυγιάνσεως τοῦ σώματος ἡ ἐξυγίανσις τῆς ψυχῆς. Πιστοποιεῖ λοιπὸν ὁ Χριστός, ὁ ἰατρός, ὅτι ὁ σατανᾶς τὴν ἔδεσε (Λουκ. 13,16). Ὅπως παίρνουμε μιὰ βέργα καὶ τὴ λυγίζουμε, ἔτσι ἡ πονηρὰ δύ­ναμις λύγισε τὸ κορμὶ τῆς γυναίκας καὶ τὸ κεφάλι της ἄγγιζε τὴ γῆ. Ἀπὸ μακριὰ νόμιζες ὅτι δὲν εἶναι ἄνθρωπος ἀλλὰ ἕνα τετράποδο. Κι ὅ­μως αὐτὴ ἡ ἀνάπηρη πῆγε στὴ συναγωγή.
Πόσες φορὲς ὡς ἱεροκήρυκας, στὴν Ἀθήνα καὶ σὲ ἄλλες πόλεις, δὲν εἶδα ἀναπήρους μὲ τὰ καροτσάκια ἢ μὲ τὰ δεκανίκια νὰ προσ­έρχωνται πρωῒ – πρωῒ στὴν ἐκκλησία! Καὶ στὴ Φλώρινα ἔβλεπα τακτικά, κάθε Κυριακή, μιὰ γυναίκα, ―καὶ μὲ τὰ χιόνια ἀκόμα― νὰ ἔρχεται πρωῒ – πρωῒ πρώτη στὴν ἐκκλησία μὲ τὰ δε­κανίκια, ἐνῷ ἄλλοι, ποὺ ἔχουν πόδια καὶ μποροῦν ν᾽ ἀνεβοῦν καὶ στὴν κορυφὴ τοῦ Καϊμακ­­τσαλάν, δὲν πατοῦν στὴν ἐκκλησία. Αὐτοὶ οἱ ἀνάπηροι ἀπευθύνουν σφοδρὸ κατηγορητήριο ἐναντίον ἐκείνων ποὺ ἔχουν ὑγιᾶ τὰ μέλη καὶ τὰ πόδια, καὶ ὅμως δὲν ἐκκλησιάζονται.
Ἡμέρα Σαββάτου, καὶ ἡ συγκύπτουσα πήγαι­νε στὴ συναγωγή. Θὰ πῆτε· Ἔ, καὶ τί ὠ­φελή­θη­κε; Ναί, πῆγε πολλὲς φορές· καμ­που­ρια­σμένη ἔμπαινε, καμπουριασμένη ἔβγαινε. Ἀλ­λὰ μιὰ μέρα, ὤ μιὰ μέρα! μπῆκε μέσα καμ­πουριασμένη καὶ βγῆκε ἔξω ὄρθια σὰν τὸ κυπαρίσσι. Τί συνέβη; Θαῦμα. Στὴ συν­αγωγὴ τότε δὲν ἦταν ῥαββῖνος ἢ ἀρχιραββῖνος· ἦταν αὐτὸς ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Στὴ συναγωγή, δηλαδὴ στὸ ναό τους, ὁ Χριστός! (ἂς τ᾽ ἀκούσουν αὐτὸ οἱ χιλιασταί, ποὺ φωνάζουν «κάτω οἱ ἐκκλησίες!». Ἰδού, ὁ ἀρ­χη­γὸς τῆς πίστεώς μας ἐκκλησιάζεται). Ἐκεῖ λοιπὸν ἦταν ὁ Χριστός. Τὴν κοίταξε καὶ τῆς λέει· «Γύ­ναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενεί­ας σου». Κι ἀ­μέσως, «παραχρῆμα», ἐλευθερώθηκε· ἔτριξαν τὰ κόκκαλά της, ἡ σπονδυλικὴ στήλη ἀ­νωρθώθηκε, κι αὐτὴ ποὺ κοίταζε μόνο τὸ χῶ­μα τῆς γῆς, τώρα ἔβλεπε τὸν οὐρανό. Καὶ κον­τὰ σ’ αὐτὴν ἔχαιρε καὶ δόξαζε τὸ Θεὸ «πᾶς ὁ ὄ­χλος», ὅλος ὁ λαὸς ποὺ ἦταν στὴ συναγωγή (ἔ.ἀ. 13,12-17)·
Ὅλος ὁ λαός; Τί λέει τὸ εὐαγγέλιο; Θὰ περίμενε κανεὶς ὅλοι νὰ δοξάσουν τὸ Θεό. Ἀλ­λὰ μέσα στὴ συναγωγὴ ὑπῆρχαν φίδια καὶ σκορπιοί, ποὺ σκυθρώπασαν, λυπήθηκαν διότι ὁ Χριστὸς ἔκανε τὸ καλό. Νὰ κάνῃς τὸ καλό, κι ὁ ἄλλος ν᾽ ἀγανακτῇ; Περίεργα πρά­γματα. Διδασκαλία γιὰ ὅλους ποὺ κοπιάζουν σὲ διαφόρους τομεῖς, τῆς κοινωνικῆς, τῆς πολιτικῆς, τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Καὶ Χριστὸς νὰ γίνῃς, θὰ σὲ πετροβολήσῃ ὁ κόσμος. Θαῦ­μα ἔκανε σήμερα, κι ὅμως βρέθηκαν ἄτομα γεμᾶτα φθόνο, πύον, κακία· ἄνοιξαν τὶς γλῶσ­σες τους καὶ τὸν κατηγόρησαν.

* * *

Εἴδαμε τὸ εὐαγγέλιο ἐξ ἐπόψεως ἠθικῆς, ἰ­ατρικῆς, ψυχολογι­κῆς· γιὰ νὰ συμπληρώσω, θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ προσθέσω κάτι ἀκόμη.
Τὸ εὐαγγέλιο αὐτὸ λαλεῖ στὴν καρδιά μας. Διότι ἱστορεῖ μὲν ἕνα γεγονός, ἀλλ’ αὐτὸ ἀποτελεῖ καὶ μία συμβολικὴ παράστασι. Μᾶς συγ­κινεῖ ἡ περιπέτεια τῆς συγκυπτούσης; Χίλιες φορὲς περισσότερο πρέπει νὰ μᾶς συγκινῇ ἡ περιπέτεια μιᾶς ἄλλης γυναικός ―διότι κι αὐ­τὴ εἶνε θηλυκοῦ γένους―, Γυναικὸς μὲ γάμμα κεφαλαῖο, ὄχι μικρό. Εἶνε ἐκείνη ποὺ πρέπει νὰ τὴν ἀγαποῦμε περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη γυναῖκα. Εἶναι τιμιωτέρα «μητρός τε καὶ πατρός…» (Πλάτ., Κρίτων 12)· εἶναι ἡ πατρίδα μας! Ἂν στὸ ἱερὸ κείμενο τοῦ εὐαγγελίου ἀντικατα­στήσετε τὴ λέξι «γυνὴ» μὲ τὴ λέξι Ἑλλάς, θὰ δῆτε ὅτι τὸ εὐαγγέλιο αὐτὸ ἐφαρμόζεται ἐξ ὁλοκλήρου καὶ ἐδῶ.
Ἂς μοῦ ἐπιτρέψετε μερικὲς παρομοιώσεις. Γυνὴ-Ἑλλάς, «πνεῦ­μα ἔχουσα ἀσθενείας ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ» ―μόνο «δέκα καὶ ὀκτώ»;― «καὶ μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ παντελές» (ἔ.ἀ. 13,11). Λοιπὸν ἡ Ἑλλὰς ἦταν κάποτε ὄρθια, ὅπως ἡ γυναίκα αὐτὴ προτοῦ ἀσθενήσῃ· ἀκτινοβολοῦσε φῶς τῆς προγονικῆς σοφίας καὶ τὸ θεῖο φῶς τοῦ χριστιανισμοῦ. Κι ὅπως ἔπειτα ἡ γυναίκα ἀπὸ τὴν κακία τοῦ σατανᾶ ἔγινε συγ­­κύ­πτουσα, ἔτσι καὶ πάνω στὴν πατρίδα μας ἐ­πέπεσαν πονηρὰ πνεύματα, τεράστιες σκοτει­νὲς δυνάμεις, συμπύκνωσις δυνάμεων τοῦ σκότους καὶ τοῦ ἐρέβους· δύο τεράστιες αὐτοκρα­τορίες ―τῶν ὁποίων τοὺς ἡγέτας ἀποφεύ­γω ν᾽ ἀναφέρω―, καὶ μία ἄλλη σκοτεινὴ δύναμις. Τρεῖς σκοτεινὲς δυνάμεις, δύο τοῦ μαύρου φασισμοῦ καὶ μία τοῦ κοκκίνου φασισμοῦ, ἔ­πεσαν πάνω στὴ μικρή μας πατρίδα, καὶ ὑπὸ τὸ βάρος αὐτῶν ἡ Ἑλλὰς ἐκάμφθη, ὑπέκυψε, καὶ τὰ τέκνα της, οἱ ἥρωες τοῦ Ἰβὰν καὶ τῆς Τρεμπεσίνας, κατήντησαν αἰχμάλωτοι, ῥάκη, νὰ ἐκλιπαροῦν ἕνα κομμάτι ψωμί.
Ὅταν, νέος κληρικός, βρισκόμουν στὴ Φλώ­ρι­να ὡς ἱεροκῆρυξ τὸ 1942, ὑπὸ τὴν γερμανι­κὴ μπότα, ὡδηγήθην κάποτε ἐνώπιον τοῦ Γερ­μανοῦ διοικητοῦ τῆς πόλεως, καὶ ἐκεῖ παρετή­ρησα κάτι ποὺ μὲ ἔκανε ν’ ἀναλυθῶ σὲ δάκρυα. Τὸ γερμανικὸ φρουραρχεῖο εἶχε ἀ­ναρτήσει μία μεγάλη εἰκόνα, στὴν ὁποία ἔ­γραφε «Ἡ Ἑλλὰς ἔπεσε». Εἰκονίζετο ἐκεῖ ἕ­νας τσολιᾶς πεσμένος μέσα στὴ θάλασσα, ποὺ ἐπνίγη καὶ μόνο τὸ τσαρούχι του ἐπέπλεε ἐπάνω στὴν ἄβυσσο.
Ναί, ἔτσι ἦτο. Ἀλλ᾽ ὁ Χριστός, ὅ­πως ἀνώρθωσε τὴν συγκύπτουσα, ἔτσι ὁ ἴδι­ος στάθηκε μπροστὰ στὴν Ἑλλάδα καὶ εἶπε· Γύναι-Ἑλλάς, «ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου». Καὶ ἡ Ἑλ­λάς, μὲ τὸν ἡρωϊσμὸ τῶν τέκνων της, σηκώθη­­κε πάλι, καὶ ἵσταται ὀρθία ἐν μέσῳ τοῦ χάους. Δὲν εἶναι μικρὸ αὐτό, ἀγαπητέ μου. Ὁ πρῶ­τος κυβερνήτης τοῦ κράτους μας, ὁ ἀείμνηστος Καποδίστριας, εἶπε· Ὁ Θεὸς ἔσωσε, σῴζει, καὶ θὰ σῴζῃ τὴν Ἑλλάδα διὰ θαυμάτων.
Καὶ θαῦμα ἦταν αὐτό· ὅτι ἡ Ἑλλὰς δὲν ἐξηφανίσθη. Λύγισε μέν, ἔπεσε, ἀλλ᾽ ἀνωρθώθη πάλι, καὶ ἐν μέσῳ τῶν Βαλκανίων κρατεῖ τὴν δᾷδα τοῦ πολιτισμοῦ, τῆς τάξεως καὶ τῆς εἰρή­νης, καὶ φωνάζει πρὸς ὅλα τὰ ἔθνη· «Δεῦ­τε λάβετε φῶς, ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτός», δοξάζοντες Ἰησοῦν Χριστὸν εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Στον Ιερό ναό του Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης 9-12-1973)

Comments are closed.