Αυγουστίνος Καντιώτης



Κυριακη του Παραλυτου (Ἰω. 5,1-15) – Ο ΠΑΡΑΛΥΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΨΥΧΙΚΑ ΤΥΦΛΟΙ, ΚΟΥΦΟΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΥΤΟΙ

date Μαι 17th, 2019 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΣΤ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2189

Κυριακὴ τοῦ Παραλύτου (Ἰω. 5,1-15)
19 Μαΐου 2019
Του Μητροπολιτου Φλωρινης π. Αυγουστινου Καντιώτου

Παραλυτος και παραλυτοι

«Ἐν ταύταις κατέκειτο πλῆθος πολὺ τῶν ἀσθενούντων, τυφλῶν, χω­λῶν, ξηρῶν, ἐκδεχομένων τὴν τοῦ ὕδατος κίνησιν» (Ἰω. 5,3)

nea epxiξυπνα ιστΣήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ τετάρτη Κυριακὴ τοῦ Πάσχα, ἡ Κυριακὴ τοῦ Παραλύτου. Τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» ἐξακολουθεῖ νὰ ψάλλεται μέσα στὴν ἐκκλησία, καὶ θὰ ψάλλεται ἔτσι μέχρι τὴν ἑορτὴ τῆς Ἀναλήψεως.
Ἀλλ᾽ αὐτὸ δὲν εἶνε ἀρκετό. Στὰ χρόνια τὰ παλιά, τὰ εὐλογημένα, τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» δὲν τὸ ἔλεγαν μόνο μέσα στὴν ἐκκλησία· ἦ­ταν ὁ χαιρετισμὸς ὅλων τῶν Χριστιανῶν παν­τοῦ. Τώρα μόνο τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως ἀ­κούγε­ται, καὶ πάλι ψυχρά. Σήμερα, σὲ ἐποχὴ ὑλιστι­κή, ποὺ τὸ πνεῦμα σβήνει καὶ ἡ πίστι ψυ­χραίνεται, τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» ἀκού­γεται πο­λὺ ἄ­τονα. Ἄλλα πράγματα συγκινοῦν· ὄχι ἡ ἁγία πνευματικὴ ζωή, ἀλλὰ μιὰ ζωὴ ὑλιστική, ὅ,τι ἐν­διαφέρει τὸ σῶμα. Θέλετε ἀπόδειξι;
Κάνω μιὰ ὑπόθεσι, γιὰ νὰ αἰσθανθῆτε αὐτὸ ποὺ λέμε. Ἂς ὑποθέσουμε ὅτι διαδίδεται μία εἴδησις· Ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι, σὲ ἀπόστασι χιλι­ομέ­­τρων, πά­νω σ᾽ ἕνα ἀπόκρημνο βουνό, βρέ­θη­κε μιὰ πηγὴ ποὺ τὸ νερό της εἶνε θεραπευ­τι­κό. Ὅποιος πιῇ καὶ λουστῇ σ᾽ αὐτό, ἂν πάσχῃ π.χ. ἀπὸ ἀρ­θριτικὰ ἢ ῥευματικά, γίνεται ἀμέσως καλὰ χωρὶς φάρμακα ἢ ἄλλη ἰατρι­κὴ βοήθεια· ἂν εἶνε τυφλὸς βλέπει τὸ φῶς του, ἂν εἶνε κου­­φὸς ἀκούει, ἂν εἶνε κουτσὸς πετάει τὰ δεκανίκια· καὶ ἂν πάσχῃ ἀπὸ καρκίνο, τὴ μάστιγα αὐτὴ τῆς ἀνθρωπότητος, θεραπεύεται. Μπορεῖτε νὰ φανταστῆτε τί θὰ γίνῃ, ἂν ἀκουστῇ κάτι τέτοιο; Θὰ τρέξῃ κόσμος πατεῖς με – πα­τῶ σε· θὰ χρειαστῇ ἡ ἀστυνομία νὰ βάλῃ τάξι.

* * *

Μία ὑπόθεσις εἶνε αὐτή. Μὰ κάτι τέτοιο, ἀ­γα­πητοί μου, λέ­ει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο. Ὅτι στὰ Ἰεροσόλυμα, κοντὰ στὴν λεγομένη προβα­τι­κὴ πύλη τοῦ τείχους τῆς πόλεως, ὑπῆρχε μία πηγὴ μὲ κολυμβήθρα, ἡ ὁποία εἶχε ὄχι ἁ­πλῶς ἰαματικὰ ἀλλὰ θαυματουργὰ νερά. Τί δηλαδὴ συνέβαινε ἐκεῖ. Κάπου – κάπου, σὲ ὥρα ἀ­προσ­διόριστη, τὰ νερὰ τῆς κολυμβήθρας, ἐνῷ ἦταν ἤρεμα, ξα­φνικὰ ταράσσον­ταν. Κάποιος ἄγγελος κατέβαινε ἀπὸ τὰ οὐράνια, τάραζε τὸ νερό, κι ὅ­ποιος προλάβαινε νὰ πέσῃ πρῶτος μέ­σα, αὐ­τὸς θεραπευόταν, ὅποια κι ἂν ἦταν ἡ ἀσθένειά του· ἂν ὅμως, ὕστερα ἀπὸ ἕνα δευτερόλε­πτο, ἔπεφτε κ᾽ ἕνας ἄλλος, τὰ νερὰ ἔ­παυαν νὰ ἔχουν γι᾽ αὐτὸν θεραπευτικὴ δύνα­μι. Γι᾽ αὐτὸ ἐ­κεῖ εἶ­χαν μαζευτῆ, κάτω ἀπὸ πέν­τε στοὲς – ὑ­πόστεγα, πολλοὶ ἀσθενεῖς (τυφλοί, κουτσοί, κάθε λογῆς σακάτηδες) ζητώντας θεραπεία.
Μεταξὺ ὅλων ἐκείνων ἦταν κ᾽ ἕνας ἄντρας πολὺ δυστυχισμένος. Ἦταν παράλυτος. Τὸν εἶ­­­χαν φέρει συγγενεῖς; φίλοι; καὶ τὸν εἶ­­­χαν ἀ­φή­σει κάτω ἀπὸ μία στοά, μονάχο κι ἀβοήθητο. (Ἔτσι κάνουν κάποιοι καὶ σήμερα· ἂν ἔχουν κανένα συγγενῆ ποὺ τοὺς εἶνε βάρος στὸ σπί­τι, πᾶνε καὶ τὸν πετᾶνε στὸ Ἄσυλο τῶν Ἀνιάτων, καὶ δὲν ξαναπερνοῦν πιὰ νὰ τὸν δοῦν. Ἂς εἶνε κα­λὰ κάτι ἡρωίδες νοσοκόμες ποὺ ὑπηρετοῦν τοὺς ἀρρώστους. Αὐτὰ συμβαίνουν στὸν ἄσπλα­χνο κόσμο· ὑπάρχουν ἀνάπηροι καὶ γέροι σὲ γηροκομεῖα, ποὺ ἔχουν χρόνια νὰ δοῦν συγγε­νῆ τους). Καὶ ὁ παράλυτος αὐτὸς τῆς Βηθεσδὰ ἔμεινε μόνος – ὁλομόναχος ἐπὶ τρι­αν­ταοχτὼ χρόνια παρακαλῶ. Ἔβλεπε κάθε τόσο νὰ θεραπεύωνται ἄλλοι, μὰ αὐτὸς ἔμενε ἐ­κεῖ καρφωμένος στὸ κρεβάτι. Ὑπέμενε τὸ μαρ­­τύριο ἀγόγγυστα, χωρὶς νὰ βλαστημήσῃ. Εἶχε ἐλπίδα· κι ὅποιος ἐλπίζει δὲν εἶνε δυστυχισμέ­­νος. Ἤλπιζε, ὅτι ὁ δίκαιος Θεὸς δὲν θὰ τὸν ἐγ­καταλείψῃ ἀλλὰ μιὰ μέρα θὰ τὸν θυμηθῇ.
Καὶ νά τώρα· ὄχι ἄγγελος, ὄχι ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ βασιλεὺς τῶν ἀγγέλων ποὺ κατέβηκε στὴ γῆ τὸν ἐπισκέπτεται. Τὸν σπλαχνίστηκε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ὡς ἕ­νας ἄγνωστος ἄνθρωπος τὸν πλησιάζει, συν­ομιλεῖ μαζί του καὶ μ᾽ ἕνα λόγο του παντοδύναμο τοῦ λέει, νὰ σηκωθῇ ἐπάνω καὶ ν᾽ ἀρ­χίσῃ νὰ περπατάῃ. Σὰν νὰ πέρασε τὸ κορμί του ἠλεκτρι­κὸ ῥεῦμα, τινάζεται ὄρθιος καί, αὐ­τὸς ποὺ δὲν μποροῦσε οὔτε τὸ κουτάλι του νὰ πιάσῃ, σηκώνει στὸν ὦμο τὸ κρεβάτι του, καὶ φεύγει μπροστὰ στὰ ἔκπληκτα μάτια ὅ­λων, ποὺ τὸν βλέπουν καὶ δοξάζουν τὸ Θεό.

* * *

Τὸ γεγονὸς αὐτό, ἀγαπητοί μου, εἶνε εἰκόνα μιᾶς ἄλλης δεξαμενῆς, ἡ ὁποία κάνει θαύματα μεγαλύτερα ἀπ᾽ ὅ,τι ἔκανε ἡ κολυμβήθρα τῆς Βηθεσδά. Ποιά εἶνε αὐτὴ ἡ δεξαμενή; Θὰ σᾶς τὸ πῶ, μὰ θὰ συγκινηθῆτε; Ἐ­ὰν ἀκούγατε αὐτὸ ποὺ εἶπα στὴν ἀρχή, ὅτι ὑ­πάρχει κάπου μιὰ βρυσούλα ποὺ κάνει θαύματα, θὰ τρέχατε. Δὲν εἶνε ὅμως φαντασία, εἶνε ἀλήθεια· ὑπάρχει μιὰ ἄλλη δεξαμενή, ἀσυγκρίτως ἀνώτερη ἀπ᾽ ὅλες τὶς ἰαματικὲς πηγές. Τρέχουν τὰ νάματά της τὰ ζωογόνα ἀενάως. Ὅποιος πιῇ ἀπ᾽ τὸ νε­ρό της, «δὲν θὰ διψάσῃ ποτέ» πιά, ξε­διψᾷ ἅπαξ διὰ παντός (βλ. Ἰω. 4,14· 6,35). Κάθε σταλαγματιά της καὶ θαῦμα. Ἂν τὸ πιστεύαμε, ἂν τὸ νιώθαμε!… Ποιά εἶνε ἡ δεξαμενὴ αὐ­τή; Εἶ­νε ἡ Ἐκκλησία μας. Ποιά Ἐκκλησία; Ἡ Ὀρθόδοξος Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία. Αὐτὴ εἶνε ἡ δεξα­μενή· καὶ κάνει θαύματα μεγάλα.
Ποιά θαύματα; Στὸν ὑλιστικὸ αὐτὸν αἰῶνα, στὴν Ἐκκλησία καταφεύγουμε μόνο ὅταν ἀσθε­νήσῃ τὸ σῶμα· τότε θυμόμαστε Θεό, Παναγία, ἁγίους. Λησμονοῦμε ὅτι, προτοῦ ν᾽ ἀρ­ρωστή­σῃ τὸ κορμί, ὑπάρχει κάτι ἄλλο ποὺ ἀ­σθενεῖ· ἔ­χουμε μέσα μας ἕναν ἄλλο σοβαρὰ ἄρρω­στο. Ποιός εἶν᾽ αὐτός; Εἶνε ὁ ψυχικός μας κόσμος· πάσχει ἡ ψυχή. Δηλαδή; Δὲν ὑπάρχει μόνο π.χ. τύφλωσις σω­ματική· οἱ σωματικὰ τυφλοὶ εἶνε λίγοι, οἱ ψυχικὰ τυφλοὶ εἶνε πολλοί· εἶνε ὅσοι δὲν βλέπουν τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ. Ὑ­πάρχουν ψυ­χικὰ κουφοί· αὐτοὶ ἀλλοῦ τεν­τώνουν τ᾽ αὐ­τιά τους ν᾽ ἀκούσουν, ἂν ὅμως πρόκειται γιὰ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, ἐ­κεῖ ὁ διάβολος λὲς καὶ τοὺς ἔφραξε τ᾽ αὐ­τιὰ μὲ βουλοκέρι. Πολλοὶ ἔ­χουν γλῶσσα γιὰ φλυαρίες καὶ βλασφημίες, δὲν ἔχουν ὅμως γλῶσσα νὰ ὁμολογήσῃ καὶ νὰ δοξάσῃ τὸ Θεό. Πολλοί, ἐνῷ ἡ καρδιά τους σκιρτάει γιὰ τὴ μάνα ἢ τὸ παιδί τους, ὅταν ἀ­κούσουν τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ εἶνε ἄκαρδοι. Ὅλοι αὐτοὶ εἶνε ψυχικῶς παράλυτοι· χέρια ἔχουν καὶ χέρια δὲν ἔχουν, πόδια ἔχουν καὶ πόδια δὲν ἔχουν, αὐτιὰ ἔχουν καὶ αὐτιὰ δὲν ἔχουν, μάτια ἔχουν καὶ μάτια δὲν ἔ­χουν… Τί θὰ γίνῃ γι᾽ αὐτούς; Ὑπάρχει ἐδῶ ἡ δε­ξαμενή· ἂν ἔλθουν στὴν Ἐκκλησία μὲ πίστι, θὰ γίνῃ τὸ θαῦμα· ὁ κουφὸς θ᾽ ἀνοίξῃ τὰ αὐ­τιά του στὸ εὐαγγέλιο καὶ θὰ πῇ ἀκούω, ὁ τυφλὸς θὰ δῇ τὸ φῶς του καὶ θὰ πῇ βλέπω, ὁ κουτσὸς θὰ βαδίσῃ τὴν ὁδὸ τῆς δικαιοσύνης, θὰ γίνῃ ἕ­νας ζωντανὸς ἄνθρωπος…
–Μὰ γίνονται τέτοια θαύματα; θὰ πῆτε.
Τὰ θαυματουργὰ νάματα τῆς Ἐκκλησίας, εἴκοσι αἰῶνες τώρα, γιατρεύουν τὸν ἄρρωστο ψυχικὸ κόσμο τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου κάθε τάξεως, ἀπὸ τὸν πιὸ ἄσημο μέχρι τὸν πιὸ ἐ­­πίσημο. Βασιλεὺς π.χ. ἦταν ὁ Μέγας Κωνσταν­­τῖνος (ἑορτάζει στὶς 21 Μαΐου), ὁ ὁποῖος ὅμως στὸ παρελθόν του ὑπῆρξε καὶ μεγάλος ἁμαρτωλός· ἀλλὰ συναισθάνθηκε τὴν ἁμαρτωλότητά του, μετανόησε, βαπτίσθηκε, καὶ ἀπέθα­νε φέροντας τὸ λευκὸ χιτῶνα καὶ ἐπικαλούμενος τὸ θεῖο ἔλεος, ὅπως ἄλλοτε ὁ Δαυΐδ.

* * *

Μεγάλη κολυμβήθρα, ἀγαπητοί μου, ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία μὲ τὰ ἱερὰ μυστήριά της.
–Γιατί τώρα, θὰ μοῦ πῆτε, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία εἶνε τόσο εὐεργετική, ὁ κόσμος δὲν ἔρχεται σ᾽ αὐτήν; Ἡ ἀπάντησις εἶνε, ὅτι ὁ σατα­νᾶς, ἐ­πειδὴ ξέρει πόσο ὠφελεῖται ὁ καθένας στὴν Ἐκ­κλησία, φέρνει ποικίλα ἐμπόδια. Τὸ λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος· Σᾶς καλῶ καὶ δὲν ἔρχεστε· ὁ ἕ­νας λέει –Εἶνε καλοκαίρι κ᾽ ἔχει ζέστη, ὁ ἄλ­λος –Εἶνε χειμώνας πέφτει χιόνι, ἄλλος –Σήμερα βρέχει… Προφάσεις ὅλα αὐ­τά. Σᾶς βλέπω ὅμως, λέει, τὴν Κυριακὴ νὰ τρέχετε σὰν κοπά­δι στὰ ἱπποδρόμια καὶ μὲ ζέστη καὶ μὲ χιόνι καὶ μὲ βροχή… Ἄχ αὐτὴ ἡ γενεά μας! γιὰ μιὰ μπάλλα κάθεται στὸ γήπεδο ὑπὸ ὁποιεσ­δήποτε καιρικὲς συνθῆκες, στὴν ἐκκλησία ὅμως δὲν ἔρχεται. Εἶνε κι αὐ­τὸ μιὰ ἀπόδειξι ὅτι ὑπάρχει διάβολος.
Ξέρετε πῶς μοιάζουμε; Σὰν τὰ παιδιὰ στὸ χωριὸ πού, ὅταν πιάσουν ἕνα πουλί, δένουν τὸ ποδαράκι του μ᾽ ἕνα σχοινάκι καὶ μετὰ τ᾽ ἀ­φήνουν. Τὸ ταλαίπωρο πετάει λίγο, τὸ παιδὶ τρα­βάει τὸ σχοινὶ καὶ μαζεύει πά­λι τὸ πουλάκι στὴν ἀγκαλιά του. Κ᾽ ἐμᾶς ὁ διάβολος μᾶς ἔχει δέσει μὲ κάποια κακὴ συνήθεια, κάποιο πάθος· καί, ἐνῷ διψᾶμε τὸ Θεό, μᾶς τραβάει κάτω.
Μπρὸς λοιπόν, ἀδέρφια μου, ἡ Ἐκκλησία νὰ γίνῃ τὸ κέντρο! Πάνω ἀπὸ ἀ­θλητικοὺς ἀ­γῶνες, θεάματα καὶ ψυ­χαγωγίες, πάνω ἀπὸ τὸ σπίτι μας, πάνω ἀ­πὸ κάθε τι ἄλλο, νά ᾽νε ἡ Ἐκ­κλησία μας, αὐτὴ ποὺ μᾶς ἔσωσε καὶ ὡς ἔ­θνος. Νὰ γίνῃ πάλι ἡ Ἐκκλησία ἡ χαρά, τὸ θέλ­γητρο, ἡ ζωή μας. Ὁ καθένας μας νὰ κόψῃ τὰ σχοινιὰ ποὺ τὸν δεσμεύουν. Ὅταν χτυπᾷ ἡ καμ­πάνα, φτερὰ στὰ πόδια ὅλοι! μικροὶ – μεγάλοι στὸ ναό, ζητώντας τὸ θεῖο ἔλεος· καὶ τότε ὁ Θεὸς θὰ μᾶς εὐλογήσῃ, θὰ μᾶς σώσῃ, θὰ μᾶς ἀξιώσῃ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Γεωργίου Ψυχικοῦ – Ἀθηνῶν τὴν 21-5-1967. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 24-4-2019.
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς περικοπὲς στὸ cd 157βΆ τῆς σειρᾶς «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868).

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.