Αυγουστίνος Καντιώτης



Ο Μεγας Αντωνιος (περιστατικα απο τη ζωη του)

date Ιαν 16th, 2020 | filed Filed under: εορτολογιο

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΙΘ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 839

Τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου
17 Ἰανουαρίου
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

Ο Μεγας Αντωνιος

(περιστατικα απο τη ζωη του)

MEG. ANTONIOSΣήμερα, ἀγαπητοί μου, ἡ Ἐκκλησία μας ἑ­ορτάζει τὸν Μέγα Ἀντώνιο. Θὰ ποῦμε μερικὰ διδακτικὰ ἀπὸ τὴ ζωή του.

* * *

Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος γεννήθηκε τὸν τρίτο αἰ­ῶνα μετὰ Χριστόν, τὴν ἐποχὴ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, στὴν Ἀλεξάνδρεια. Εἶχε εὐσεβεῖς ἀλλὰ καὶ πλουσίους γονεῖς, ποὺ πεθαίνοντας τὸν ἄφησαν κληρονόμο μεγάλης περι­ουσίας. Γράμματα ὅμως δὲν θέλησε νὰ μάθῃ.
⃝ Νέος στὴν ἡλικία πήγαινε στὴν ἐκκλησία. Μιὰ Κυριακὴ ἄκουσε στὸ εὐαγγέλιο νὰ λέῃ ὁ Χριστὸς στὸν πλούσιο ἐκεῖνο νέο ποὺ ζητοῦ­σε τὴν τελειότητα· «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕ­παγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς» (Ματθ. 19,21), νὰ πουλήσῃ δηλαδὴ τὰ ὑ­πάρχοντά του καὶ νὰ τὰ δώσῃ στοὺς φτωχούς. Κ᾿ ἐμεῖς τὸ ἔχουμε ἀκούσει αὐτὸ πολλὲς φορές, ἀλλὰ δὲν μᾶς κάνει τόση ἐντύπωσι. Ἐ­κεῖνος τ᾿ ἄκουσε γιὰ πρώτη φορά, καὶ δὲν χρει­άστηκε νὰ τὸ ξανακούσῃ. Ἀμέσως εἶπε· «Αὐ­τὸς ὁ λόγος ἁρμόζει σ᾿ ἐμένα». Καὶ μόλις βγῆ­κε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, εἶχε πάρει τὴν ἡρωϊκὴ ἀ­πόφασι καὶ προχώρησε· πούλησε ὅλα ὅ­σα κληρονόμησε, τριακόσα ἐκλεκτὰ χωράφια, ἔδω­σε τὰ χρήματα στοὺς φτωχούς, κι ἀφοῦ φρόν­τισε γιὰ τὴν ὀρφανὴ μικρὴ ἀδελφή του ἀνεχώρησε καὶ βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι, στὴν ἔρη­μο. Ἐκεῖ ἔζησε πολλὰ χρόνια, ὀγδονταπέντε καὶ πλέον. Ποιός μπορεῖ νὰ μιμηθῇ τὸ σκληρὸ ἀγῶνα του ἐκεῖ ἐναντίον τῶν δαιμόνων;
⃝ Στὴν Ἀλεξάνδρεια ὑπῆρχαν σοφοί, ποὺ διάβαζαν βιβλία πολλά. Αὐτοὶ ἄκουσαν τὴ φήμη του κι ἀποροῦσαν, πῶς ἕνας ἀγράμματος κατώρθωσε νὰ φτάσῃ σὲ τέτοια ἐπίπεδα. Πῆγαν λοιπὸν καὶ τὸν βρῆκαν στὴν ἔρημο. Τὸ ρωτᾶνε·
–Ἐμεῖς κοπιάζουμε διαβάζοντας Πλάτωνα, Ἀριστοτέλη, τόσους σοφούς. Ἐσὺ τί βιβλία διαβάζεις;
–Ἐγώ, λέει, μελετῶ βιβλία ποὺ ἐσεῖς δὲν τὰ προσέχετε.
–Ποιά εἶνε τὰ βιβλία αὐτά;
–Εἶνε τὰ βιβλία τοῦ Θεοῦ ποὺ βρίσκονται μπροστά μας. Πρῶτο βιβλίο εἶνε ὁ ἥλιος ποὺ μᾶς φωτίζει τὴν ἡμέρα, μᾶς θερμαίνει, μᾶς ζω­ογονεῖ. «Μέγας εἶσαι, Κύριε, καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα σου». «Δόξα σοι τῷ δείξαντι τὸ φῶς…» (καὶ μέχρι σήμερα πράγματι ἡ ἐπιστήμη δὲν ἔ­χει πεῖ τὴν τελευταία λέξι της, ἀλλ᾿ ἀκόμη μελετᾷ τὸν ἥλιο). Ἄλλο βιβλίο εἶνε ἡ σελήνη μὲ τὸ κατανυκτικό της φῶς τὴ νύχτα. Βιβλίο εἶνε ἡ γῆ ποὺ κατοικοῦμε. Βιβλίο ἡ θάλασσα ἡ μεγάλη καὶ ἀπέραντη, βιβλίο οἱ ποταμοί, βιβλίο τὰ φυτὰ καὶ τὰ δέντρα, βιβλίο τὰ ζῷα καὶ τὰ πουλιά, βιβλίο ὅλα αὐτὰ ἀπὸ τὰ μικρότερα ἕως τὰ μεγαλύτερα. Βιβλίο εἶνε ἡ φύσις. Αὐ­τὰ εἶνε, λέει, τὰ βιβλία ποὺ διαβάζω καὶ μελε­τῶ. Καὶ θαυμάζω καὶ λέω κ᾿ ἐγώ· «Τίς Θεὸς μέ­γας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν; σὺ εἶ ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν θαυμάσια (μόνος)» (Ψαλμ. 76,14-15).
Ἔμειναν κατάπληκτοι κ᾿ ἔφυγαν σκεπτικοί.
⃝ Ἡ φήμη τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου ἔφτασε μέ­χρι τὴν Κωνσταντινούπολι. Ὁ Μέγας Κων­σταντῖνος τὸν θαύμαζε καὶ τοῦ ἔστειλε μιὰ ἐπιστολή. Ὅταν ἔλαβε τὴν ἐπιστολὴ στὴν ἔ­ρημο, οἱ μαθηταί του ἔλεγαν·
–Πόσο τιμᾷ ὁ βασιλιᾶς τὸ διδάσκαλό μας!
Ὁ Μέγας Ἀντώνιος εἶπε·
–Θαυμάζετε ποὺ ἕνας ἐπίγειος βασιλεὺς ἔστειλε σ᾿ ἐμένα ἐπιστολή; Νὰ θαυμάζετε, ὅτι ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ Κύριος τῶν κυριευόντων, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὅλοι οἱ βασιλεῖς εἶνε ἕνα μηδενικό, μᾶς ἔστειλε γράμμα. Καὶ τὸ γράμμα του εἶνε ἡ ἁγία Γραφή. Τὸ διαβάζουμε ἆραγε μὲ ἀνάλογο ἐνδιαφέρον;
Θυμᾶμαι, ὅτι ὅταν ὡς στρατιωτικὸς ἱερεὺς βρέθηκα κ᾿ ἐγὼ σὲ ἕνα προκεχωρημένο φυλάκιο εἶδα ἀπὸ πίσω, χωρὶς νὰ μὲ ἔχῃ ἀντιληφθῆ, ἕνα στρατιώτη ποὺ κάτι διάβαζε καὶ ἔ­κλαιγε. Τὸν πλησίασα. Τί διάβαζε; Εἶχε λάβει γράμμα ἀπὸ τὴ μάνα του. Ὅπως λοιπὸν αὐ­τὸς ἀλλὰ καὶ ὅλοι μας, ὅταν λάβουμε γράμμα ἀπὸ πρόσωπο ἀγαπημένο, τὸ διαβάζουμε καὶ τὸ ξαναδιαβάζουμε, κατὰ παρόμοιο τρόπο, λέει ὁ Μέγας Ἀντώνιος, πρέπει νὰ διαβάζουμε –καὶ νὰ ἐφαρμόζουμε– τὴν ἁγία Γραφή.
⃝ Ἀλλὰ ὁ ἅγιος Ἀντώνιος, ὅπως εἴπαμε, εἶχε πόλεμο ἀπὸ τὸν πονηρό. Κάποτε, σὲ στιγμὴ πειρασμοῦ, ὁ σατανᾶς τοῦ εἶπε· «Ἀντώνιε, ἄλ­λος σὰν ἐσένα δὲν ὑπάρχει. Εἶσαι ὁ πιὸ ἅ­γιος πάνω στὴ γῆ…». Ἐπικίνδυνος ὁ λογισμὸς τῆς ὑ­περηφανείας. Ὁ Μέγας Ἀντώνιος τὸν ἔδιωξε. Ἄκουσε ὅμως τότε καὶ μιὰ ἄλλη φωνὴ ἀπὸ τὸ Θεό·
–Θέλεις νὰ δῇς, ποιός εἶνε ὁ πιὸ ἅγιος; Πήγαινε κάτω στὴν Ἀλεξάνδρεια (στὴ μεγάλη πόλι μὲ τὸν πλοῦτο καὶ τὴ διαφθορά), κ᾿ ἐκεῖ θὰ τὸν βρῇς.
Κατεβαίνει στὴν Ἀλεξάνδρεια. Κι ἀφοῦ πέρασε κεντρικὰ κι ἀπόμερα μέρη, φθάνει μπρο­στὰ σ᾿ ἕνα ὑπόγειο. «Ἐδῶ», τοῦ εἶπε ἄγγελος Κυρίου, «κατοικεῖ ὁ πιὸ ἅγιος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου». Ὅταν μπῆκε εἶδε ἕνα τσαγκάρη.
–Ἐσύ, τὸν ἐρωτᾷ, τί κάνεις; Πῶς ζῇς;
–Σηκώνομαι τὸ πρωὶ καὶ κάνω τὸ σταυρό μου. Μαζεύω τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά μου, κάνουμε προσευχὴ καὶ διαβάζουμε τὸ Εὐαγγέλιο. Μετὰ ἔρχομαι ἐδῶ στὸ τσαγκαράδικο καὶ δουλεύω. Ἀπ᾿ ὅ,τι βγάζω, δίνω καὶ σὲ καν­ένα πιὸ φτωχό. Κλαίω γιὰ τ᾿ ἁμαρτήματά μου καὶ ζητῶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
–Δὲν κάνεις τίποτ᾿ ἄλλο;
–Τίποτ᾿ ἄλλο.
Καὶ θαύμασε ὁ Μέγας Ἀντώνιος.
Μπορεῖ νὰ πᾷς στὸ Ἅγιο Ὄρος καὶ ν᾿ ἀσκητεύῃς σὲ μιὰ σπηλιά, κι ὅμως νὰ πᾷς στὴν κόλασι· καὶ μπορεῖ νὰ μείνῃς μέσα στὴν πιὸ διεφθαρμένη πόλι καὶ κοινωνία, καὶ νὰ ζήσῃς ὄχι μόνο μὲ σωφροσύνη ἀλλὰ καὶ μὲ παρθενία.
Κάτι ἀκόμη.
⃝ Στὴν ἐποχὴ τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου ζοῦσε στὴν Ἀλεξάνδρεια ἕνας τυφλὸς θεολόγος. Λεγόταν Δίδυμος καὶ ἤξερε ἀπ ᾿ ἔξω τὴν ἁγία Γραφή. Τὸν συνάντησε λοιπὸν ὁ Μέγας Ἀν­τώνιος καὶ τοῦ λέει·
«Μὴ λυπᾶσαι ποὺ δὲν ἔχεις μάτια σωματικά. Τέτοια μάτια ἔχουν καὶ οἱ μυῖγες καὶ τὰ κουνούπια κι ὅλα τὰ ζῷα. Ἐσὺ ἔχεις ἄλλα μάτια, μάτια ἀγγελικά, ποὺ βλέπουν τὸ Θεὸ καὶ τὸ φῶς του».
«Μακάροι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» (Ματθ. 5,8). Σήμερα οἱ ἄνθρωποι εἶνε τυφλοί. Μέσ᾿ στοὺς χίλιους πόσοι βλέπουν;
⃝ Ἕνας ἀπὸ ᾿κείνους ποὺ τὸν πλησίασαν καὶ τὸν γνώρισαν ἀπὸ κοντά, ὁ ἀββᾶς Σισώης, εἶ­πε· Ἂν εἶχα ἕνα λογισμὸ τοῦ Ἀντωνίου, «ἐγινόμην ὅλος πῦρ» (9· Ε.Π.Ε. Φιλοκαλία 1,664). Θαυμάζω, λέει, τὸν Μέγα Ἀντώνιο. Ἐμεῖς δὲν σκεπτόμαστε τὸ Θεό, ἐνῷ αὐτὸς συνεχῶς ἐκεῖνον σκέπτεται. Δός μου, λέει, Θεέ μου, ἕνα λογισμὸ ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς ποὺ εἶχε ὁ ἅγιος Ἀντώνιος, καὶ θὰ γίνω «ὅλος πῦρ».
Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος ἔζησε ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τῶν αἱρετικῶν ἀρειανῶν, καὶ τοὺς πολεμοῦσε. Κυρίως ὅμως πολέμησε τὸ σατανᾶ στὴν ἔρημο.
Καὶ ἔφτασε, παρακαλῶ, νὰ περάσῃ τὰ ἑ­κατὸ χρόνια. Τί ἔτρωγε; Ἦταν φοβερὸς νηστευτής. Ἔτρωγε ἐλάχιστα καὶ ἔπινε νερὸ ἀ­πὸ τὸ Νεῖλο. Ἔλα, ἐσὺ μὲ τὰ μπιφτέκια σου, νὰ ζήσῃς 105 χρόνια, ποὺ ἔζησε ὁ Μέγας Ἀν­τώνιος! Σήμερα τὸ πρόγραμμα τῶν ἀνθρώπων εἶνε «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀ­ποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13=Α΄ Κορ. 15,32). Εἶνε ἐποχὴ τῆς καταναλώσεως. Ἐνῷ ἡ νηστεία εἶνε φάρμακο μακροβιότητος. Ἐξαρτᾶται λοιπὸν καὶ ἀπὸ ᾿μᾶς ἡ μακροβιότης.

* * *

Αὐτὰ τὰ λίγα εἶχα νὰ πῶ στὴν ἀγάπη σας. Καὶ τώρα ἐμεῖς τί θὰ κάνουμε; Μιά φορὰ ἄ­κουσε ὁ ἅγιος Ἀντώνιος τὸ λόγο τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ τὸν ἐφήρμοσε. Ἐμεῖς τ᾿ ἀκοῦμε τ᾿ ἀκοῦμε, καὶ δὲν τὰ πιστεύουμε τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. Λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς συμ­πληρώνοντας τὸν ἅγιο Ἀντώνιο· «Σοῦ λέει ὁ Χριστὸς νὰ πουλήσῃς ὅλα τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ νὰ τὰ δώσῃς στοὺς φτωχούς, καὶ δὲν τὸ κάνεις. Ἔ, τότε κάνε τὸ ἄλλο· δῶσε τὰ μισά. Οὔτε αὐτὸ τὸ κάνεις; Τότε δῶσε τὸ ἓν δέκατο. Τίποτα!». Ἀπόδειξις ὅταν γίνεται ἔρανος· οἱ ἄνθρωποι δὲν ἀνταποκρίνονται γιὰ τὶς ἀνάγ­κες τῶν ἄλλων. Ἂν ἐφαρμόσουμε τὸ Εὐαγγέ­λιο τοῦ Χριστοῦ, φτάνει· δὲν ἔχουμε ἀ­νάγκη ἀπὸ ἄλλα «εὐαγγέλια»· οὔτε τοῦ Νίτσε, οὔτε τοῦ Λένιν, οὔτε τοῦ Μάρξ, οὔτε ὁποιουδήποτε ἄλλου. Ἐὰν ἐφαρμόσουμε ὅλοι τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, μικροὶ καὶ μεγάλοι, πλούσιοι καὶ φτωχοί, ὁ πλανήτης μας θὰ μποροῦσε νὰ θρέψῃ τετραπλάσιο πληθυσμό. Ἐνῷ τώρα πεθαίνουν ἀπὸ τὴν πεῖνα ἄνθρωποι κάτω στὴ Σομαλία καὶ σὲ ἄλλα μέρη.
Ἂς ζήσουμε λοιπὸν κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο, ὅ­πως μᾶς εἶπε ὁ Μέγας Ἀντώνιος. Καὶ ἂς τὸν παρακαλέσουμε, νὰ μᾶς ἀξιώνῃ νὰ ἑορτάζου­με τὴν ἁγία του ἑορτή· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(ἱ. ναὸς Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης, Κυριακὴ 17-1-1993. Τὴν ἡμέραν αὐτὴν ὁ ἐπίσκοπος δὲν ἐλειτούργησε· παρέστη μόνο στὴν θ. λειτουργία καὶ ὡμίλησε. Ἐπὶ μίαν ἑβδομάδα καὶ πλέον, 10 ἕως 18 Ἰανουαρίου, ἦτο ἀσθενής. Ὑπῆρχε δὲ καὶ ψῦχος)

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.