Αυγουστίνος Καντιώτης



Ὁ Βασιλευς μας ερχεται! «Ωσαννα, ευλογημενος ο ερχομενος εν ονοματι Κυριου…» (Ἰω. 12,13. Ψαλμ. 117,26)

date Απρ 11th, 2020 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΖ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2280

Κυριακὴ τῶν Βαΐων (Ἰω. 12,1-18)
12 Ἀπριλίου 2020 πρωὶ
Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

Ο Βασιλευς μας ερχεται!

«Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου…» (Ἰω. 12,13. Ψαλμ. 117,26)

ΒαϊωνὉ Ἰησοῦς Χριστός, ἀγαπητοί μου, ἀνεβαίνει στὰ Ἰερο­σόλυμα γιὰ τελευταί­α φορά. Λίγες μέρες μένουν μέχρι τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ καὶ ὁ Κύριός μας πάνω ἀπ᾽ τὸ σταυρὸ θὰ πῇ τὸ «Τετέλεσται» (Ἰω. 19,28,30). Σήμερα ἆραγε τί νὰ σκέπτεται; πῶς αἰσθάνεται;
Ὁ πόνος του εἶνε μεγάλος, γιατὶ καὶ ἡ ἀγάπη του εἶνε ἀ­πέραντη, θεϊκή. Ἀγάπησε τὸ ἔ­θνος αὐτό, τοὺς Ἰουδαίους, ἀφοῦ μὲ τὴν ἐν­αν­­θρώπησί του ἐντάχθηκε, πολιτογραφήθηκε καὶ ἀπογρά­φτηκε ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς ὑπηκόους τοῦ λα­οῦ αὐτοῦ. Ἀνάμεσα στὰ ἄλλα ἀ­διάβλητα πάθη, ποὺ δέχθηκε νὰ ἀναλάβῃ ὡς τέλειος ἄνθρωπος, εἶνε καὶ ἡ ἀγάπη ποὺ νιώθει κάθε θνη­τὸς γιὰ τὸν τόπο ὅπου πρωτοεῖδε τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, αὐτὸ ποὺ λέγεται ἁ­γνὸς πατριωτισμός. Ἀγάπησε καὶ τὸ κέντρο αὐτοῦ τοῦ ἔθνους, τὰ Ἰερο­σόλυμα, τὴν ἁγία Σιών, τὴν πόλι τοῦ Δαυΐδ. Ποτέ μάνα δὲν ἀγάπησε τὰ παιδιά της τόσο ὅσο ὁ Χριστὸς τοὺς ἀνθρώπους αὐτούς, ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους ζῇ τώρα πάνω ἀπὸ τριάντα χρόνια. Τέτοια ἀνθρώπινα συναισθή­ματα νιώθει σήμερα ὁ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου.
Ὡς παντογνώστης Θεὸς ὅμως, καθὼς ἀν­τι­κρύζει τὴν Ἰερουσαλὴμ καὶ γνωρίζον­τας τί τὴν περιμένει, αὐ­τὴ τὴν τόσο τραγουδισμένη πρωτεύουσα, συμ­πονεῖ τὸ λαό του, καὶ θὰ σύ­ρῃ τὸ πέπλο ποὺ κρύβει τὸ μέλλον γιὰ ν᾽ ἀ­ποκαλύψῃ τὴν τιμωρία ποὺ νὰ ἐπακολουθή­σῃ· «Ἰερουσα­λὴμ Ἰ­ε­ρουσαλήμ», λέει, πόσες φο­­ρὲς θέλησα νὰ σᾶς φέρω κοντά μου, μὰ δὲν θελήσατε! Ὅ­πως ἡ κλῶσσα ὅταν δῇ στὸν οὐ­ρανὸ νὰ πετάῃ τὸ γεράκι ἕτοιμο ν᾽ ἁρπάξῃ τὰ πουλιά της φω­νάζει καὶ τὰ προσ­καλεῖ γιὰ νὰ τὰ προφυλά­ξῃ κάτω ἀπ᾽ τὰ φτερά της, ἔτσι ὁ Κύριος πολλὲς φορὲς μέσα στὴν ἱερὰ ἱ­στορία προσ­κά­λεσε τοὺς Ἰουδαίους, ἀλλ᾽ αὐτοὶ δὲν θέλησαν ν᾽ ἀ­κούσουν τὴ φωνή του· τώρα λοι­πὸν θ᾽ ἀπομείνουν ἔρημοι (βλ. Ματθ. 23,37-38. Λουκ. 13,34-35).
Σήμερα ὅμως –παράδοξο– οἱ κάτοι­κοι τῆς Ἰερουσαλὴμ καὶ ὅλοι οἱ προσκυνηταί, πλῆθος μεγάλο, βγαίνουν νὰ ὑποδεχθοῦν τὸ Χριστό! Πῶς ἔγινε αὐ­τό; Πολλοὶ ἀπ᾽ αὐτοὺς εἶχαν δεῖ μὲ τὰ μάτια τους καὶ οἱ ἄλ­λοι ἄκουσαν, ὅτι ὁ Ναζωραῖος ἀ­νέστη­σε στὴ Βηθανία τὸν φίλο του Λάζαρο· ἀ­νέστη­σε νεκρὸ ποὺ ἦ­ταν τέσσε­ρις μέρες θαμμένος στὸ μνῆμα! Αὐτὸ ἦταν ποὺ ἄναψε στὶς ψυχὲς ὅλων τους τὸ θαυμασμό. Κι ὅταν ἔμαθαν ὅτι αὐτὸς ποὺ ἔκανε αὐτὸ τὸ ση­μεῖο ἔρ­χεται τώρα στὴν Ἰερουσα­λήμ, βγῆκαν αὐθόρμητα ὅλοι νὰ τὸν ὑποδεχθοῦν.
Τὸν ὑποδέχονται ὡς Νικητή, ἀ­φοῦ νίκησε ἐκεῖνον ποὺ ἔχει νικήσει ὅ­λους τοὺς ἀνθρώπους, τὸν θάνατο δηλαδή. Τὸν ὑποδέχονται καὶ ὡς Βασιλέα, ἔτσι τὸν ἐ­πευ­φημοῦν. Χιλιάδες κό­σμος, γυναῖκες ἄντρες μικρὰ παιδιά, ἔκοψαν βάγια, βγῆκαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι, καὶ μόλις φά­νη­κε ὁ Ἰησοῦς ἄρχισαν νὰ ζητωκραυ­γάζουν· «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυ­ρίου, βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ». Τί ἔλεγαν δηλαδή; Φώναζαν αὐτούσια λόγια τοῦ ψαλ­μῳ­δοῦ (Ψαλμ. 117,26), καὶ σ᾽ αὐτὰ προσέθεταν τὴ δική τους προσφώνησι «βασιλεὺς τοῦ Ἰσρα­ήλ» (Ἰω. 12,13). Τὰ λόγια αὐτὰ ἦταν μέχρι κεραίας ἀληθινά, ἀσχέτως ἂν τὰ ἐννοοῦσαν ὅ­λοι σωστά. Μέσα τους κυριαρχοῦσε ὁ πόνος γιὰ τὴ σκλα­βωμένη στοὺς ῾Ρωμαίους χώρα τους, ἡ ἐπιθυμία νὰ δοῦν πάλι ἕνα δικό τους βασιλέα, συνεχιστὴ τῆς βασιλείας τοῦ Δαυΐδ. Στὸ πρόσωπο τοῦ Ναζωραίου λοιπὸν βεβαιώθηκαν ὅτι βρῆκαν αὐτὸν ποὺ περίμεναν καὶ ζητοῦσαν.
Ἦταν ὄντως ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ. Ἀλλ᾽ ὄχι μόνο αὐτοῦ τοῦ μι­κροῦ Ἰσραήλ, τοῦ παλαιοῦ. Δὲν εἶνε βασιλεὺς ἐγκόσμιος, καὶ μὴν ἀνησυχοῦν οἱ ἄρχοντες τῆς γῆς. Ἡ μυστικὴ ἀλήθεια, ποὺ σὲ λίγο θ᾽ ἀ­ποκαλυ­φθῇ ἐκεῖ, μπροστὰ στὸν Πι­λᾶ­το, εἶνε ὅτι ἡ δική του βασιλεία «οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» (Ἰω. 18,36). Εἶνε βασιλεύς, ὄχι ὅμως τοῦ παλαιοῦ Ἰσραήλ· εἶνε ὁ βασιλεὺς τοῦ νέου Ἰσραήλ, τῆς Ἐκκλησίας του, ποὺ ἤδη θεμε­­λιώνεται καὶ σὲ λίγο θὰ γίνῃ ἐπισήμως ἡ ἐμ­φάνισί της, τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς.
Εἶπα προηγουμένως, ὅτι βγῆκαν ὅλοι στὴν ὑποδοχή. Λάθος ἔ­κανα. Κάποιοι δὲν συμμερί­ζονταν τὴ χαρὰ καὶ τὸν ἐνθουσιασμὸ τοῦ λαοῦ. Ποιοί εἶν᾽ αὐτοί; Οἱ γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι. Αὐτοὶ δὲν ὑπέφεραν τὴ δόξα τοῦ Ἰησοῦ. Κάθε ζη­τωκραυγὴ ὑπὲρ αὐτοῦ ἦταν μιὰ μαχαιριὰ στὰ φθονε­ρά τους στήθη, κάθε ἔπαινός του ἕ­­­να ποτήρι πικρὸ γι᾽ αὐτούς. Ἔφθασαν σὲ τέτοιο σημεῖο, ὥστε νὰ λένε καὶ στὰ μικρὰ παιδιὰ νὰ πάψουν τὶς ζητωκραυγές. Ὦ δυσ­τυχισμένοι! κι ἂν τὰ στόματα τῶν νηπίων πάψουν νὰ δοξολογοῦν, κι αὐτὰ τὰ ἄψυχα θὰ φωνάξουν καὶ θὰ ποῦν· Χαῖρε, Χριστέ. Χαῖρε, θὰ πῇ ὁ ἥλιος, γιατὶ αὐτὸς τοῦ δίνει τὸ φῶς. Χαῖρε, θὰ πῇ ἡ σελήνη, γιατὶ κι αὐτὴ δικό του κτίσμα εἶνε. Χαῖρε θὰ τοῦ ποῦν τὰ ἄνθη, τὰ πουλιά, ἡ φύσις· ὅλα ὑ­­μνοῦν ἀσιγήτως τὸ μεγαλεῖο του.
Μάταια λοιπὸν κοπιάζετε, φαρισαῖοι, παλαιοὶ καὶ νέοι. Ὁ Ἰησοῦς θὰ ὑμνῆται αἰωνίως! Βασιλιᾶδες θὰ πέφτουν, κράτη θ᾽ ἀφανίζων­ται, δόξες θὰ σβήνουν, ὅλα θὰ μαραίνωνται· ἡ δό­ξα ὅμως τοῦ Ἰησοῦ θὰ θάλλῃ καὶ ἀπὸ πλῆ­θος στόματα θ᾽ ἀκούγεται ὁ ὕμνος του.

* * *

Τί νομίζουμε κ᾽ ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί, ἀδελφοί μου; ἂν ἐ­μεῖς δὲν τρέξουμε στὶς ἐκκλησί­ες νὰ τὸν ὑ­μνήσουμε καὶ δὲν βγοῦμε νὰ τὸν ὑ­­ποδεχθοῦμε μετὰ βαΐων, λέτε νὰ μειώνεται τὸ μεγαλεῖο του; Δὲν ζημιώνεται καθόλου· ὁ Χρι­στὸς δὲν χάνει τίποτε ἀπὸ τὴ δόξα του! Δὲν ἔ­­­­χει ἀνάγκη ἀπὸ μᾶς καὶ τοὺς ὕμνους μας· ὁ δικός μας ὕμνος εἶνε ἕνας κόκκος ἄμμου, δὲν πρόκειται νὰ τοῦ προσ­θέσῃ τίποτε σημαντικό. Ἐ­μεῖς ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ Ἐκεῖνον, καὶ γι᾽ αὐ­τὸ πρέπει νὰ τρέξουμε στὴν ὑποδοχή του.
Μὴ ὑστερήσουμε ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους. Ἐ­κεῖνοι τότε, παρ᾽ ὅλο ποὺ δὲν ἐννοοῦ­σαν πλή­ρως τὸ μυστήριο, μόλις ἄκουσαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἔρχεται, ἔτρεξαν νὰ τὸν προϋπαντήσουν ἔ­ξω ἀπὸ τὴν ἁγία πόλι. Οἱ Χριστι­ανοὶ τώρα τὸ καταλαβαίνουμε σωστά, πλήρως· ἂς βγοῦμε λοιπὸν κ᾽ ἐ­μεῖς γι᾽ αὐτόν. Οἱ νοι­κοκυ­ρὲς ν᾽ ἀ­φήσουν τὰ σπίτια, οἱ ἄν­τρες τὶς δουλειές, τὰ παι­­διὰ τὰ παιχνίδια. Μὴ φανοῦμε κατώτεροι ἀπὸ τοὺς Ἰ­ουδαίους. Ἔρχεται ὁ Χριστός! ἂς τὸ ποῦν οἱ ἄν­­τρες στὶς γυναῖκες, οἱ γυναῖκες στοὺς ἄν­τρες, τὰ παιδιὰ στοὺς γονεῖς, οἱ γονεῖς στὰ παιδιά. Ὅλοι ἂς ποῦμε· Ὁ Βασιλεύς μας ἔρ­χεται, ἂς βγοῦμε νὰ τὸν προϋπαντήσουμε!
Ἀλλὰ πῶς θὰ τὸν προϋπαντήσουμε; Ἐκεῖ­νος τότε δὲν εἶχε ἅμαξα στολισμένη, οὔτε ἄ­λογο περήφανο· εἰσῆλθε τελείως ταπεινά, «ἐπὶ πώλου ὄνου» (Ζαχ. 9,9. Ματθ. 21,5. Ἰω. 12,15). Δὲν μοιάζει μὲ τοὺς ἄρχοντες τῆς γῆς. Δὲν ζητάει νὰ τοῦ στήσουμε ἁψῖδες, δὲν τοῦ χρειάζον­ται τύμ­πανα καὶ σάλπιγγες, δὲν θέλει ζητωκραυγές· θέλει νὰ τὸν ὑποδεχθοῦμε ὡς Χριστιανοί. Δηλαδή;
Βγήκαν γι᾽ αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι τους; ἂς βγοῦμε ἐμεῖς ἀπὸ τὴ ματαιότητα τοῦ κόσμου τούτου γιὰ νὰ τὸν συναντήσου­­με. Ναί, γιὰ νὰ ὑ­ποδεχθῇ κάποιος τὸ Χριστὸ πρέπει ν᾽ ἀφήσῃ τὰ κοσμικὰ καὶ τὰ ἐγκόσμια, νὰ στραφῇ στὰ ὑπερκόσμια.
Ἔβγαλαν κ᾽ ἔ­­στρωσαν ἐκεῖνοι τὰ ῥοῦχα τους στὸ δρόμο, τά ᾽καναν τάπητες; ἐμεῖς τώρα ἂς βάλουμε κάτω τὸ ἐγώ μας, ἂς στρώ­σου­με κάτω τὰ πάθη μας, νὰ τὰ πατή­σῃ ἐκεῖνος· ἡ ταπείνωσί μας ἂς γίνῃ χαλὶ γιὰ νὰ πατήσουν τὰ ἄχραντα πόδια τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τότε, γυμνοὶ ἀπὸ κακίες καὶ ἁμαρτίες, νὰ συμπορευθοῦμε μὲ τὸν γυμνὸ Ἐσταυρωμένο μας.
Κρατοῦσαν ἐκεῖνοι βάγια καὶ κραύγαζαν «βασιλεὺς τοῦ Ἰσρα­ήλ»; ἂς ὑψώσουμε ἐ­μεῖς στὰ χέρια τὸν τίμιο σταυρό του, ἂς πάρουμε καθένας στὸν ὦμο τὸ δικό μας σταυρό, καὶ τότε ἂς τοῦ ποῦμε· Χαῖρε, Βασιλέα μας!

* * *

Σήμερα, ἀδελφοί μου, ἀρχίζει ἡ Μεγάλη Ἑ­βδομάδα. Μεγά­λη, γιατὶ μεγάλος εἶνε αὐτὸς ποὺ πάσχει, μεγάλα τὰ πάθη καὶ τὸ μαρτύριό του, μεγάλη ὅμως καὶ ἡ νίκη καὶ ἡ δόξα του.
Μεγάλη Ἑβδομάδα! Μὲ συγχωρεῖτε γιὰ ὅ,τι θὰ σᾶς πῶ τώρα καὶ παρακαλῶ μὴν κλείσετε τ᾽ αὐτιά σας. Ἂς σκεφτοῦμε σοβα­ρὰ τοῦτο· μή­πως αὐτὴ ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα εἶνε γιὰ μᾶς ἡ τελευταία; μήπως φτάνει τὸ τέλος μας; μήπως κάποιοι ἄλ­λοι Ἰουδαῖοι καὶ Πόντιοι Πιλᾶ­τοι στήνουν τὸ σταυρό μας; Μήπως φτάνει ἡ ἡμέρα καὶ τῆς δικῆς μας σταυρώσεως;…
Δὲν γνωρίζω. Ἕνα μόνο φωνάζω· Ἂς ὑ­ποδεχθοῦμε τὸ Χριστὸ ὄχι ὅπως οἱ Ἰουδαῖοι ἀλλ᾽ ὅπως ἁρμόζει σὲ Χριστιανούς. Ἂς τὸν ἀκολου­θήσουμε παντοῦ· στὸ μυστικὸ δεῖπνο, στὰ κριτήρια τοῦ Ἄννα καὶ τοῦ Καϊάφα, στὸ Γολγοθᾶ. Ἂς κλάψουμε μαζὶ μὲ τὴν Παναγία καὶ τὶς μυροφόρες. Κι ἂς τὸν παρακαλέσουμε σήμερα ὅλοι, νὰ νεκρώσῃ μέσα μας τὰ πάθη, «τὸν παλαιόν μας ἄνθρωπον» (῾Ρωμ. 6,6. Ἐφ. 4,22. Κολ. 3,9)· ν᾽ ἀναστήσῃ τὸν «καινόν», τὸν «νέον» (Ἐφ. 2,15· 4,24. Κολ. 3,10)· καὶ νὰ μᾶς ἀξι­ώσῃ ἐδῶ μὲν νὰ ἑορτάσουμε τὴν Ἀνάστασί του, ἐκεῖ δὲ στοὺς οὐρανοὺς νὰ συναντηθοῦ­με μαζί του μὲ τοὺς ἁγίους καὶ τοὺς ἀγγέλους καὶ νὰ τοῦ ποῦμε· Χαῖρε, ὁ Βασιλεὺς ἡμῶν!

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπὸ τὸ χειρόγραφο ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε σὲ ἄγνωστο ἱ. ναὸ τῆς ἱ. μητροπόλεως Αἰτωλίας & Ἀκαρνανίας καὶ πιθανῶς τὴν 17-4-1938. Ἀνάγνωσις, μεταφορὰ σὲ ἁπλῆ γλῶσσα, στοιχειοθεσία καὶ ἀναπλήρωσις 22-1-2020.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.