Αυγουστίνος Καντιώτης



Προληψεις και δεισιδαιμονiες

date Ιούλ 8th, 2020 | filed Filed under: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Τῆς ἁγ. μεγαλομ. Κυριακῆς (Γαλ. 3,23 – 4,5)
7 Ἰουλίου
Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

Προληψεις και δεισιδαιμονiες

«Ὅτε ἦμεν νήπιοι, ὑπὸ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου ἦμεν δεδουλωμένοι» (Γαλ. 4,3)

π. Αυγουστ. στην ΚλαδοραχηΚαταλάβατε τίποτε ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια ποὺ εἴπαμε; «Ὅτε ἦμεν νήπιοι», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος – τὸν ἀκούσατε. Σήμερα εἶνε τῆς ἁγίας Κυριακῆς τῆς μεγαλομάρτυρος καὶ διαβάζεται ὁ ἀπόστολος αὐτός· «Ὅτε ἦμεν νήπιοι, ὑπὸ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου ἤμεθα δε­­δουλωμένοι…» (Γαλ. 4,3). Τί καταλάβαμε; Γι᾽ αὐτὸ παρακαλῶ νὰ προσέξουμε ἐδῶ.
Λέμε, ἀγαπητοί μου, καὶ ὄχι ἁπλῶς λέμε ἀλ­λὰ καὶ καυχώμαστε, ὅτι ἡ πίστι μας εἶνε ἡ πιὸ ὡραία στὸν κόσμο, εἶνε ἡ ἀληθινὴ πίστις· καὶ κατηγοροῦμε τοὺς ἄλλους ποὺ δὲν ἔχουν τὴ δική μας πίστι. Ἀλλ᾽ ἆραγε φτάνει αὐτό, τὸ νὰ καυχώμαστε γιὰ τὴν πίστι αὐτή; Τὸ ὅτι ἡ πίστι μας εἶ­νε ἡ μόνη ἀληθι­νὴ δὲν ὑπάρχει καμμιά ἀμφιβολία· ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ ἐξετάσουμε εἶνε, ἐὰν ἐμεῖς εἴ­μαστε πραγματικοὶ Χριστιανοί. Εἴμαστε πρα­γματικοὶ Χριστιανοί; εἴμαστε ἐ­κεῖνο ποὺ φαινόμαστε; Ἐὰν ἐξετάσου­με τὸν ἑαυτό μας, τὴν κοινωνία μας, θὰ δοῦμε ὅτι ἡ πίστι δὲν μᾶς ἔχει ἀγγίξει πολύ· τὸ νερὸ ὅταν βαπτισθήκαμε δὲν πέρασε πιὸ βαθειά, μόνο τὸ πετσί μας ἔβρεξε – ἀκοῦτε τί σᾶς λέω;
Βαπτισθήκαμε ὅλοι μικροί, ἐνῷ στὰ παλιὰ τὰ χρόνια βαπτίζονταν μεγάλοι (17, 18, 20 χρο­νῶν) καὶ κλαίγανε, μέσ᾽ στὴν κολυμβή­θρα ἔ­πεφταν τὰ δάκρυά τους. Ἐκεῖνοι ἦταν πρα­γμα­τικοὶ Χριστιανοί. Τώρα; Νὰ μὴν περιγράψου­με πῶς γίνεται τὸ βάπτισμα… Δὲν σέβονται τὸ μυ­στήριο οὔτε ἡ μάνα κι ὁ πατέρας οὔτε ἡ κουμ­πάρα κι ὁ κουμπάρος οὔτε οἱ καλεσμένοι· μιὰ κωμῳδία ἔγινε ἡ τελετή. Γι᾽ αὐτὸ λέω, ὅτι ἡ πίστι δὲν προχώρησε βαθύτερα μέσα μας· ἐξω­τερικὰ μόνο φαινόμαστε Χριστιανοί, ἀλλὰ Χρι­στι­ανοὶ δὲν εἴμαστε. Ξέρετε πῶς μοιάζουμε; σὰν μιὰ σφαῖρα ποὺ φαίνεται ὅτι εἶνε ὅλη χρυ­σάφι, ἀλλ᾽ ἅμα ξύσῃς μὲ τὸ νύχι σου τὴν ἐπιφάνειά της, θὰ δῇς ὅτι τὸ χρυσάφι εἶνε σὰν τσιγαρόχαρτο, εἶνε ἁπλῶς ἕνα ἐπίχρισμα· κάτω ἀπ᾽ αὐτὸ εἶνε σκουριὰ καὶ μολύβι.
Αὐτοὶ εἴμαστε. Ἡ πίστι ποὺ ἔχουμε δὲν εἶνε καθαρὸ ἀ­λεύρι· εἶνε ἀλεύρι ἀνακατεμένο μὲ πολλὰ πίτουρα, καὶ πρέπει νὰ περάσῃ ἀπὸ κό­σκινο. «Πιστεύω», λέμε στὴν ἐκκλησία. Ναί, ἀλ­λὰ γιά νὰ δοῦμε τί εἶνε αὐτὸ τὸ «πιστεύω»; Ἂν πάρῃς κρησάρα, ὅπως ἡ νοικοκυρὰ ποὺ κο­σκινί­ζει τὸ ἀλεύρι, καὶ ἐξετάσουμε τὴν πίστι μας, θὰ δοῦμε ὅτι δὲν εἶνε καθαρή· εἶνε ἀνακατεμέ­νη μὲ «στοιχεῖα τοῦ κόσμου», ὅπως λέει ὁ ἀ­πόστολος Παῦλος σήμερα (Γαλ. 4,3), μὲ ἰδέες καὶ ἀν­­τιλήψεις ποὺ δὲν συμφωνοῦν μὲ τὴν πίστι μας.

* * *

Δυστυχῶς, ἀγαπητοί μου, πίσω ἀπὸ τὴν πίστι μας ὑπάρχει μία ὁλόκληρη εἰδωλολατρία μὲ πλῆθος προλήψεις καὶ δεισιδαιμονίες. Αὐτὰ ποὺ εἶπα εἶνε λίγο ἀόριστα. Θέλετε παραδεί­γματα; Ἂς τὰ κάνουμε λοιπὸν συγκεκριμένα.
⃝ Εἶνε λόγου χάριν ἡμέρα Τρίτη; ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ δὲν ξεκινοῦν γιὰ δουλειά. Ἐνῷ ὅλες οἱ μέρες εἶνε τοῦ Θεοῦ, αὐτοὶ θεωροῦν τὴν Τρίτη ὡς ἡμέρα ἀποφράδα, κατηραμένη. Ἀκόμα καὶ ἐφημερίδες ἔ­γραψαν, ὅτι ἀνώτατος ἀξιωματοῦχος τὴν Τρίτη δὲν ὑπέγραφε δι­ατάγματα! Φαντάσου λοι­πὸν μία πρόληψι, ποὺ ὑπάρχει ὄχι μόνο σὲ κα­τώτερα στρώματα ἀλ­λὰ καὶ στοὺς μεγάλους. Τρίτη, σοῦ λέει, δουλειὰ δὲν γίνεται. Ἂν ὑπάρχῃ μιὰ ἡμέρα ποὺ ἔ­πρεπε νὰ σταματοῦν οἱ δουλειὲς κι ὅλα νά ᾽νε νεκρὰ γιὰ νὰ μαζεύωνται ὅλοι στὴν ἐκκλησία, αὐτὴ εἶνε ἡ Κυριακή. Ἐνῷ λοιπὸν τὴν Κυριακὴ τοὺς βλέπεις καὶ παίρνουν τ᾽ ἁμάξι καὶ τρέχουν δεξιὰ κι ἀριστερὰ γιὰ μπάνια, τὴν Τρίτη τὸ θεω­­­ροῦν κατάρα νὰ κάνουν ὁ,τιδήποτε· οὔτε ἀρ­ρα­βῶνα κάνουν, οὔτε γάμο, οὔτε τίποτε ἄλλο. Ποῦ τὸ βρῆ­καν αὐτὸ γραμμένο; Εἶνε μία πρόληψις.
⃝ Θέλετε ἄλλο; Ὁ ἕνας παρατηρεῖ τὶς ἡμέρες, ὁ ἄλλος παρατηρεῖ τὰ νούμερα. Τὸν κάλεσαν π.χ. σὲ τραπέζι; μετράει πόσοι εἶνε οἱ καλεσμέ­νοι· ἕνας, δύο, τρεῖς, τέσσερις, …δώ­δεκα, δεκα­τρεῖς; Ὤ, δεκατρεῖς; κάηκα! λέει, καὶ φεύγει. Νομίζει ὅτι, ἂν καθίσουν στὸ τραπέζι δεκατρεῖς, θὰ πλησιάσῃ ὁ χάρος. Ποῦ τὸ βρῆκε αὐτό;
⃝ Ὁ ἄλλος τί παρατηρεῖ; τοὺς μῆνες. Εἶνε Μά­ιος; δὲν παντρεύεται. Εἶνε Αὔγουστος; σὲ κάτι νησιά, ὅταν πλησιάζει ἡ Μεταμόρφωσις, δὲν πλένουν ροῦχα στὰ ῥέματα· νομίζουν, ὅτι θὰ βγοῦν οἱ δρίμες ἀπὸ τὰ νερὰ καὶ θὰ τοὺς κάψουν τὰ ροῦχα. Νά ποιά εἶνε ἡ πίστι τους.
⃝ Ἂν πᾶτε σὲ βλαχοχώρια, θὰ δῆτε ἄλλες δεισιδαιμονίες. Σφάζουν τὸ ἀρνὶ κι ἀφοῦ τὸ ψήσουν στὴ σούβλα, βγάζουν τὴν ὠμοπλάτη, καὶ τὴν παρατηροῦν μὲ μεγάλη προσοχή· ὁ παπᾶς δὲν στέκεται μὲ τόση εὐλάβεια μπροστὰ στὸ δισκοπότηρο. Νὰ τοὺς δῆτε –ἐγὼ τοὺς εἶδα πάνω στὰ ψηλὰ βουνά– πῶς σταματοῦν ὅ­λοι· καὶ ὁ πιὸ γέρος, κρατώντας τὴ γκλίτσα, παρα­τηρεῖ τὴν ὠμοπλάτη τοῦ ζῴου, κι ἀπὸ τὶς σκιὲς ποὺ βλέπει λέει ὅτι θὰ γίνῃ κακὸ μαν­τᾶτο, θὰ γίνῃ ἐτοῦτο ἢ ἐκεῖνο. Πιστεύουν στὰ κόκκαλα, δὲν πιστεύουν στὸ Χριστό.
⃝ Πῆγα σ᾽ ἕνα ἄλλο χωριό. Καὶ μόλις μπῆκα σ᾽ ἕνα σπίτι, ἦρθε σὲ διπλανὸ δέντρο καὶ λάλησε μιὰ κουκουβάγια. Καὶ τότε ἄρχισαν νὰ κλαῖνε λέγοντας· Ἀφοῦ ἦρθε τὸ κλαψοπούλι, κάποιος θὰ πεθάνῃ στὴ γειτονιὰ ἢ στὸ σπίτι…
⃝ Καὶ μόνο στὰ χωριά; Σὲ καταστήματα καὶ αὐτοκίνητα τῶν πόλεων θὰ δῇς, ἀντὶ τὸ σταυρό, νὰ ἔχουν κρεμασμένο ἕνα πέταλο. Στὸ πέταλο πιστεύουν, ὄχι στὸν Ἐ­σταυρωμένο. Κ᾽ ὕστερα σοῦ λέει, Ἐγὼ εἶμαι Χριστιανός.
⃝ Καὶ ὄχι μόνο οἱ ἀγράμματοι ἀλλὰ καὶ πολλοὶ γραμματισμένοι. Ἄκουσα δικηγόρο νὰ λέῃ· Ἅ­μα ὁ ἄνθρωπος βγῇ τὸ πρωὶ ἀπ᾽ τὸ σπίτι καὶ στὸ δρόμο συναντήσῃ –μὲ συγχωρεῖτε γιὰ τὴ φράσι– μιὰ πόρνη, εἶνε γούρι· ἂν συν­αντήσῃ παπᾶ, εἶνε κακὸ συναπάντημα… Ἐρω­τῶ, εἶνε αὐ­τὰ χριστιανικά, αὐτὰ λέει τὸ Εὐαγγέλιο;
⃝ Βλέπετε ἄλλους ν᾽ ἀνάβουν φωτιὲς στὶς 24 Ἰ­ουνίου καὶ μικροὶ – μεγάλοι πηδοῦν τὶς φωτιὲς γιὰ τὸ καλὸ λέει τοῦ χρόνου. Αὐτὰ εἶνε εἰδωλολατρικὰ κατάλοιπα, δὲν ἔχουν καμμία θέσι μέσα στὴ χριστιανοσύνη μας.
⃝ Ἐφημερίδες πληρώνουν μάγους καὶ δημοσι­εύουν ὡροσκόπια, γιὰ νὰ δοῦν λέει ἀπὸ τὰ ζῴ­δια τί θὰ συμβῇ στὸν καθένα· ἐξαρτοῦν δηλα­δὴ τὴ ζωή τους ἀπὸ τὸ μῆνα ποὺ γεννήθηκαν.
⃝ Πολλοὶ τέλος πηγαίνουν νύχτα – μεσά­νυχτα σὲ μάγους ἢ μάγισσες, κι ὅταν πεθάνῃ κάποιος δικός τους δὲν ἔρχονται στὴν Ἐκκλησιὰ νὰ παρηγορηθοῦν, ἀλλὰ τρέχουν στὰ μέντιουμ, νὰ μάθουν τί γίνεται ὁ ἄνθρωπός τους.

* * *

Ὅλα αὐτὰ τί δείχνουν, ἀγαπητοί μου; ὅτι δὲν ἔχουμε καθαρὴ πίστι· δὲν ἔχουμε καθαρὸ τὸ ἀλεύρι μας νὰ φτειάξουμε πρόσφορο· μέσα στὸ καθαρὸ ἀλεύρι, τὴ φαρίνα ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ Χριστός, ἐμεῖς ῥίξαμε σκουπίδια διάφορα καὶ κάναμε ἕνα χαρμάνι, ποὺ φαίνεται πὼς εἶνε Ὀρθοδοξία μὰ δὲν εἶνε· εἶνε πρόληψις, δεισιδαιμονία, εἰδωλολατρία. Ἐναν­τίον κάτι τέτοιων Χριστιανῶν, ποὺ ἀνακάτεψαν τὴ θρησκεία μας μὲ τὰ διάφορα «στοιχεῖα τοῦ κόσμου», διαμαρτύρεται ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
Πῶς καταντήσαμε ἔτσι! Δὲν εἶνε ντροπή, κο­τζὰμ καταστηματάρχης, νὰ μοῦ ᾽χῃς κρεμα­σμέ­νο ἕνα πέταλο; Πῆγα μιὰ μέρα νὰ ξεκρεμά­σω ἕ­να πέταλο καὶ μόνο ποὺ δὲ μὲ σκότωσαν. Βάλε, βρέ, ἕνα σταυρό! Τίποτα· αὐτὸς βάζει πέταλο. Δὲν εἶνε ντροπή, ἐσὺ ὁ ἄλλος, νὰ θεωρῇς γούρι τὸ νὰ συναν­τήσῃς μιὰ πόρνη; Δὲν εἶνε ντροπή, ἐσὺ ὁ μορφωμένος, ὅταν συναν­τᾷς παπᾶ νὰ κάνῃς αἰσχρὴ χειρονομία; Δὲν εἶ­νε ντροπή, ἐσὺ ὁ ἄλλος, νὰ κάθεσαι νὰ μετρᾷς τοὺς ἀνθρώπους, μήπως εἶνε δεκατρεῖς; καὶ μέ­σα στὰ βαγόνια νὰ μὴν κάθεται κανείς στὸ 13; Ντροπὴ εἶνε νὰ πιστεύουν σήμερα μικροὶ – μεγάλοι, δεξιοὶ – ἀρι­στεροί, σὲ τέτοιες προλήψεις.
Ποιά εἶνε ἡ αἰτία; Εἶνε πολλὲς οἱ αἰτίες. Φταίει ὅτι στὰ σπίτια μας δὲν ἀνοίγουμε τὸ Εὐαγγέλιο, δὲν κά­νουμε προσευχή, φύγαμε ἀπ᾽ τὸ Θεό. Δεῖξτε μου ἕ­να σπίτι ποὺ νὰ διαβάζουν Εὐαγγέλιο. Ἂν ὑ­πάρχῃ, ἀποκαλύπτομαι μπροστά τους. Γιατί δὲν διαβάζεις Εὐαγγέλιο; –Ἄ ἐ­γώ, παπούλη, λέει, διαβάζω τὴν Ἁγία Ἐπιστολή… Ποιά Ἁγία Ἐπιστολή, ἀγαπητέ μου; Ἡ ἀ­ληθινὴ Ἐπιστολὴ τοῦ Θεοῦ εἶνε τὸ Εὐαγγέλιο, οἱ ἐ­πι­στολὲς τῆς Καινῆς Διαθήκης. Αὐτὰ νὰ διαβά­σῃς, ν᾽ ἀνοίξουν τα μάτια σου, νὰ δῇς ποιά εἶνε ἡ πίστι μας, ποὺ γέννησε ἥρωες καὶ μάρτυρες.
Τώρα ἐμεῖς μοιάζουμε σὰν κάτι μικρὰ παιδιὰ ποὺ τὰ φοβίζουν μὲ τὸ μπαμπού­λα καὶ τρέμουν. Ἔτσι τρέμουμε ἢ τὸν ἀ­­ριθμὸ 13 ἢ τὸ λάλημα τῆς κουκουβάγιας κ.τ.λ.. Συνάντησα μιὰ νιόπαντρη δασκάλα, μορφω­­μένη, καὶ ἔ­τρεμε σὰν τὸ λαγὸ γιατὶ τῆς ἔ­καναν μάγια. –Γιατί τρέ­μεις; λέω· ὁ Χριστὸς ἦρθε στὸν κόσμο καὶ ἔ­σπασε τὸ κεφάλι τοῦ διαβόλου.
Τί πρέπει νὰ κάνουμε. Νὰ μελετοῦμε τὸ Εὐ­αγγέλιο, νὰ τὸ διδάσκουμε στὰ παιδιά μας, νὰ πιστεύουμε στὸ Χριστό, νὰ κοινωνοῦ­με τὰ ἄ­χραντα μυστήρια, καὶ τότε, μὲ ὅπλο τὸ σταυρό, δὲν θὰ φοβώμαστε τίποτε· ὅλοι οἱ δαίμονες νὰ βγοῦνε, θὰ τοὺς νικήσουμε. Ὅταν πιστεύῃς στὸ Χριστό, δὲν θὰ φοβᾶσαι· θά ᾽χῃς ἐμπιστοσύνη καὶ θὰ λὲς αὐτὸ ποὺ ἀ­κοῦμε στὴν ἐκ­κλησία· «Ἑ­αυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα» (θ. Λειτ.)· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε σὲ ἄγνωστο ἱ. ναὸ τῶν Ἀθηνῶν τὴν Κυριακὴ 7-7-1963. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 27-4-2015.
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς περικοπὲς στὸ cd 82β΄Α τῆς σειρᾶς «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868)

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.