Αυγουστίνος Καντιώτης



Μας θεωρουν ηλιθιους για σενα, Κυριε μας! «Ἡμεις μωροι δια Χριστον» (Α΄ Κορ. 4,10)

date Αυγ 16th, 2020 | filed Filed under: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΖ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2314

Κυριακὴ Ι΄ (Ι΄ Ματθ.) (Α΄ Κορ. 4,9-16)
16 Αὐγούστου 2020
Του Μητροπολιτου Φλωρινης π. Αυγουστινου Καντιώτου

Μας θεωρουν ηλιθιους για σενα, Κυριε μας!

«Ἡμεις μωροι δια Χριστον» (Α΄ Κορ. 4,10)

οι δυο δρομοιΔὲν γνωρίζω, ἀγαπητοί μου, ἂν κανεὶς ἀ­­πὸ σᾶς θέτει καμμιὰ φορὰ στὸν ἑαυτό του τὸ ἐ­ρώτημα· Εἶμαι Χριστιανός; Θὰ μοῦ πῆτε· Τί ἐ­ρώτημα εἶν᾽ αὐτό; τί, δὲν εἴμαστ᾽ ἐμεῖς Χριστι­ανοί; τί εἴμαστε, Ἑ­βραῖ­οι ἢ Τοῦρκοι; Εἴμαστε βαπτισμένοι στὸ ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος, πᾶμε στὴν ἐκκλησία, ἀνάβουμε τὸ κερί μᾶς, προσκυνᾶμε τὶς εἰκόνες, ποῦ καὶ ποῦ ἐξ­ομολογούμαστε καὶ κοινωνοῦμε. Γιατί λοιπὸν θέτεις τὸ ἐρώτημα, Εἶμαι Χριστιανός;
Καὶ ὅμως, σ᾽ αὐτὰ τὰ πονηρὰ χρόνια ποὺ ζοῦμε, πρέπει νὰ κάνουμε συχνὰ στὸν ἑαυτό μας τέτοια ἐρωτήματα· Εἶμαι Χριστιανός; πιστεύω στὸ Χριστό; ζῶ σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά του;… Οἱ περισσότεροι δυστυχῶς, γιὰ νὰ μὴν πῶ ὅλοι, ἔχουν μιὰ ἐπιπόλαιη γνῶσι γιὰ τὸ Χρι­στιανισμό. Νομίζουν ὅτι, ἂν τηρήσῃς με­ρι­κὰ πρά­­γματα τῆς λατρείας, φτάνουν αὐτὰ γιὰ νά ᾽σαι Χριστιανός. Ἔχουμε ὅλοι μας μιὰ με­­γά­λη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό μας καὶ μὲ τὸ νοῦ μας λέμε· Καλύτερος ἀπὸ μένα δὲν ὑπάρχει!… Αὐ­τὸ τὸ πνεῦμα ἐπικρατεῖ. Δὲν τολμᾷς νὰ ὑποδεί­­ξῃς σὲ κάποιον τὰ χρέη του. ᾽Εγώ; θὰ σοῦ πῇ· κοίτα τὸν ἑαυτό σου, ἐ­γὼ εἶμαι ἐν τάξει…
Τέτοια μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό τους εἶ­χαν καὶ οἱ φαρισαῖοι στὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ, τέτοια ἰδέα εἶχαν καὶ οἱ Χριστιανοὶ στὴν Κόριν­θο στὰ χρόνια τῶν ἀποστόλων. Νό­μιζαν πὼς ἔ­­χουν φτάσει σὲ ὕψη ἀρετῆς, πὼς ἔπιασαν τὰ ἄ­στρα, πὼς εἶνε …ἕτοιμοι γιὰ τὸν παράδεισο.
Ἀπ᾽ αὐτὸ τὸ φανταστικὸ ὕψος τοὺς κατεβά­­ζει σήμερα καὶ τοὺς προσγειώνει ὁ ἀπόστο­λος Παῦλος (βλ. Α΄ Κορ. 4,9-16). Γιὰ νὰ γίνετε, τοὺς λέει, πρα­γμα­τικοὶ Χριστιανοί, ἄξιοι τοῦ παραδεί­σου, πρέ­πει νὰ κοπιάσετε ἀκόμη καὶ νὰ μοχθήσετε πολύ· γιὰ νὰ γίνετε ἄξιοι τῆς βασι­λείας τῶν οὐρανῶν, πρέπει ἐδῶ στὴ γῆ νὰ ζήσετε ζωὴ ἁ­γία κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ.
Δὲν τοὺς φορτώνει ὅμως «φορτία βαρέα καὶ δυσ­βάστα­κτα», «ἐντάλματα ἀνθρώπων» (Ματθ. 23,4. Λουκ. 11,46. Ἠσ. 29,13 = Ματθ. 15,9. Μᾶρκ. 7,7. Κολ. 2,22), ὅπως ἔκαναν οἱ φα­ρισαῖοι)· τοὺς δίνει ἔμπρακτο παράδει­γμα, τὸν ἑαυτό του καὶ τὴ ζωή του, καὶ λέει· «Παρα­καλῶ οὖν ἡμᾶς, μιμηταί μου γίνεσθε», μιμη­θῆ­τε ἐμένα (Α΄ Κορ. 4,16). Μὲ ἄλλα λόγια, τοὺς ὑ­ποδεικνύει νὰ ζοῦν ὅπως οἱ ἀπόστολοι.
Πῶς ζοῦσαν οἱ ἀπό­στολοι; Ὅπως ζοῦμε ἐ­μεῖς σήμερα; ὅπως ζοῦν οἱ κληρικοί μας, οἱ ἱ­εροκή­ρυκες, οἱ θεολόγοι μας; Κάθε ἄλλο. Ἐ­κεῖ­νοι τότε ἔζησαν περιφρονημένοι καὶ διωκό­μενοι. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ πί­­­στεψε στὸ Χρι­στὸ ἕως ὅτου μαρτύρησε στὴ ῾Ρώμη, ἐπὶ εἰκοσιπέντε χρόνια, δὲν γνώρισε ἡ­συχία, δὲν εἶδε ἀνάπαυσι. Ἐκεῖνοι ποὺ σταύ­ρωσαν τὸ Ναζωραῖο τὸν καταδίωκαν, κι αὐτὸς ἔ­φευγε σὰν τὸ κυνηγημένο ἀγρίμι ἀπὸ πόλι σὲ πόλι, ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριό, ἀπὸ χώρα σὲ χώρα. Ὅταν ἔβλεπαν γενικὰ τοὺς ἀποστό­λους, δὲν τοὺς δέχονταν, δὲν τοὺς τιμοῦσαν· τοὺς στιγμάτιζαν λέγοντας· Αὐτούς; μὴν τοὺς ἀκοῦ­τε, εἶνε ἀγύρτες, ἀπατεῶνες, ἐκ­με­ταλλευτές. Τοὺς εἶχαν «ὡς περικαθάρμα­τα» (ἔ.ἀ. 4,13). Ἀκοῦτε πῶς τοὺς ἔλεγαν! Τί θὰ πῇ «περικαθάρματα»; Σκουπίδια δηλαδή, ὅ,τι σέρ­νει ἡ σκούπα. Οἱ ἀ­πόστολοι δὲν ἦταν τίποτα.
Αὐτὰ λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος· κι αὐτὰ ἦ­ταν τὰ «παράσημα» τῶν ἀποστόλων, οἱ ὕβρεις ποὺ ἔλεγε ὁ κόσμος γι᾽ αὐτούς. Αὐτοὶ ὅμως ἦ­ταν ὄντως μακάριοι σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ, «Μακάριοί ἐστε ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑ­μᾶς καὶ διώξωσι καὶ εἴπωσι πᾶν πονηρὸν ῥῆμα καθ᾽ ὑμῶν ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ» (Ματθ. 5,11).
Δὲν ξέρω, ἀδελφοί μου, ἂν ἐσεῖς ἔχετε τέτοια «παράσημα». Τώρα ἀπ᾽ ὅλα αὐτὰ θέλω νὰ προσέξουμε ἕνα, ἐκεῖνο ποὺ τὰ ἐκφράζει συν­οπτικά· εἶνε ἡ φράσι «Ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν» (Α΄ Κορ. 4,10)· ἐμεῖς, λέει, ἐπειδὴ πιστεύουμε στὸ Χρι­στὸ καὶ κηρύττουμε τὸ ὄνομά του, θεω­ρούμεθα ἀνόητοι, μᾶς θεωροῦν βλᾶκες, ὅτι εἴμαστε ἠλίθιοι καὶ τρελλοὶ στὸν κόσμο αὐτόν.

* * *

Μὰ κάτι τέτοιο δὲν συμβαίνει καὶ σήμερα, ἀ­δελφοί μου; Ὅποιος, ἕνας μέσα στοὺς 100 ἢ στοὺς 1.000, στὸν ψεύτη αὐτὸ ντουνιᾶ, στὸ μάταιο τοῦτο κόσμο ποὺ ζοῦμε, ὅποιος κρατάει τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ καὶ θέλει νὰ ζήσῃ τίμια μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, ὅποιος εὐλαβεῖται τὰ ὅ­σια τῆς πίστεως καὶ τὰ ἱερὰ τῆς πατρίδος, τοῦ κολλᾶ­νε τὸ παράσημο – τὴ ρετσινιά· εἶνε βλάκας!
Δὲν θὰ ἐπεκταθῶ πολύ· θ᾽ ἀναφέρω μόνο 2 – 3 παραδείγματα, ὄχι ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν ἀ­πο­στόλων ἀλλὰ ἀπὸ τὴ σημερινὴ κοινωνία.
Νά ἕνας δημόσιος ὑπάλληλος. Τοῦ γκρινιά­ζουν ὅ­λοι στὸ σπίτι, γιατὶ μὲ τὸ μι­σθὸ ποὺ παίρ­νει ζοῦν φτωχικά, κι ὁ ἴδιος δουλεύει μὲ τριμμένο παν­τελό­νι. Μιὰ μέρα στὸ γραφεῖο του πα­ρουσιάζεται κάποιος πλούσιος καὶ τοῦ λέει· Ἔ­χω μιὰ δουλειὰ καὶ θέλω ἔγκρισι νὰ φέρω μηχανήματα ἀπ᾽ ἔξω· ἐσὺ βλέπεις τὸν ὑ­πουργό, προσπάθη­σε νὰ τὸν καταφέρῃς νὰ μοῦ βάλῃ μιὰ ὑπογραφή· καὶ ἂν πάρω τὴν ἄδεια αὐτή, ἐ­γὼ δὲν θὰ σ᾽ ἀφήσω ἔτσι, θὰ σὲ ἱκανοποιήσω! Καὶ γίνεται πάλη μέσα στὴ συνείδησι τοῦ φτωχοῦ. Ἂν κάνῃ ἀβαρία καὶ πα­ραβῇ τὸν ὅρκο του καὶ καταφέρῃ ν᾽ ἀπο­σπά­σῃ τὴν ὑπογραφὴ τοῦ ὑπουργοῦ – ποὺ ἔχει μεσάνυχτα, σὲ λίγο ἀλ­λάζει ἡ κατάστασι τῆς οἰ­κογενείας του, καὶ ὅλοι θ᾽ ἀ­­ποροῦν πῶς ὁ φτω­χὸς ὑπάλληλος πῆρε διαμέρισμα κ᾽ ἔχει τὴ γυναῖκα του ντυμένη σὰν κούκλα καὶ στέλνει τὰ παιδιά του στὰ κολλέγια καὶ κάνει ταξίδια. Μὰ ἐκεῖνοι ποὺ ξέρουν θὰ κλείνουν τὸ μάτι καὶ θὰ λένε μὲ νόημα· Ἔξυπνος ἄνθρωπος! Ἂν μείνῃ τίμιος, στὸ σπίτι θὰ συνεχίζεται ἡ γκρίνια καὶ οἱ πονηροὶ θὰ λένε γι᾽ αὐτόν· Βρὲ τὸ βλᾶκα… Μὰ δὲν εἶνε βλάκας, εἶνε Χριστιανός! «Ἡμεῖς μω­ροὶ διὰ Χριστόν». Ποτέ σου μὴ γίνῃς ἔξυπνος μὲ τὸν διάβολο· καλύτερα βλάκας «διὰ Χριστόν», καὶ τότε πῆρες κ᾽ ἐσύ, ἀδελ­φέ μου, τὸ ἴδιο παράσημο ποὺ ἔδιναν στὸν ἀπόστολο Παῦλο.
Θέλετε ἄλλο παράδειγμα; Βλέπεις ἐκεῖνο τὸ κορίτσι; Δουλεύει στὴ βιομηχανία, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ ζοῦν, ν᾽ ἀγοράζουν τὰ φάρμακα τοῦ παρά­λυτου πατέρα, τὰ βιβλία καὶ τετράδια τοῦ μικροῦ ἀδελφοῦ της. Εἶνε τίμια, κοιτάζει τὴ δουλειά της, δὲν ἔχει περιττὲς κουβέντες. Τὸ ἀποτέλεσμα· μένει στὸ περιθώριο. Ἡ συνάδελ­φός της ὅμως δὲν στρώνεται στὴ δουλειά, γυ­­ρίζει ἡ σουσουράδα στοὺς διαδρόμους· ντυμένη μὲ τὴν τελευ­ταία λέξι τῆς μόδας, ποῦ τὴ χάνεις – ποῦ θὰ τὴ βρίσκεις, εἶνε συνεχῶς μέσα στὸν προϊστάμενο· καὶ στὸ τέλος τί καταφέρνει ἡ ἀθεόφοβη· χωρίζει ὁ ἄμυαλος τὴ γυναῖκα του γιὰ νὰ πάρῃ αὐτήν, τὴν ἀντροχωρί­στρα, τὸ πορνικὸ γύναιο. Καὶ ὁ διαβολι­κὸς κόσμος λέει· Ἔξυπνο κορίτσι, ξέρει νὰ ζήσῃ τὴ ζωή της· τί, σὰν τὴν ἄλλη, τὴ χαζή, τὴν καθυστε­ρημένη;… Ἄχ κόσμε, ποὺ ἀλλάζεις καὶ λεξιλό­­γιο καὶ νοοτροπία! «Ἡμεῖς μω­ροὶ διὰ Χριστόν». Χίλιες φορές, κορίτσι μου, νά ᾽χῃς στὴν καρδιά σου τὸ Χριστὸ κι ἂς σὲ ποῦν χαζὴ καὶ κα­θυστερημένη, παρὰ νὰ σὲ ποῦνε ἔξυπνη καὶ τσαχπίνα ἀλλὰ νά ᾽σαι πουλημένη στὸν διάβολο.
Ἕνα ἀκόμη παράδειγμα. Τὸ βλέπεις ἐκεῖ­νο τὸ παιδί; Πιστεύει στὸ Θεὸ καὶ ζῇ καθαρά, διαβά­ζει κλεισμένος – μάλλιασε ἡ καρέκλα γιὰ νὰ μάθῃ τὴν ἄλ­γε­βρα, τὴ φυσική, ξένες γλῶσ­σες· στερεῖ­τ­αι τὸ παιχνί­δι, δὲν πάει στὸ γήπεδο, δὲν ξενυχτάει, δὲν γυ­ρίζει στοὺς δρό­μους. Ἔ, γι᾽ αὐτὸν ὁ κό­σμος θὰ πῇ· Εἶνε βλάκας, δὲν χαίρε­ται τὴ ζωή. «Ἡμεῖς μω­ροὶ διὰ Χριστόν». Τὸν ἄλλο, ποὺ δὲν μαζεύεται, δὲν ἀ­­νοίγει βιβλίο, μένει πίσω στὰ μαθήματα, ἀλλὰ ξέρει χαρτιά, προ-πό, ξενυχτάει σὲ κέντρα, καπνίζει, πίνει, αὐτὸν τὸν θεωροῦν ἔξυπνο.

* * *

Φτάνουν, ἀδέρφια μου, τὰ παραδείγματα αὐ­τὰ γιὰ νὰ φανῇ ποιούς ὀνομάζει ὁ κόσμος βλᾶκες καὶ ποιούς ἔξυπνους.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος πρὸς ἔλεγχον τῶν Κο­ρινθίων λέει μὲ πικρία· «Ἡμεῖς μω­ροὶ διὰ Χριστόν». Ἂν θελήσουμε ν᾽ ἀναλύσουμε τὴ φράσι αὐτή, σημαίνει τρία πράγματα·
• πρῶτον· γίνεται μία πλήρης ἀντιστροφὴ τῶν πραγμάτων. Οἱ ἀ­πόστολοι, οἱ ὄντως δηλα­δὴ σοφοὶ ἐν Πνεύμα­τι ἁγίῳ, χαρακτηρίζον­ται ὡς μωροὶ – ἀνόητοι. Κατὰ τὴν παροιμία, «σηκώ­θηκαν τὰ πόδια νὰ χτυποῦν τὸ κεφάλι».
• δεύτερον· οἱ ἀπόστολοι εἰσπράττουν μιὰ ἀ­­πα­ξίωσι, ζοῦν κατὰ κόσμον ἕνα μεγάλο ἐξ­ευ­τελισμό, ἐνῷ εἶνε κι αὐτοὶ ἄνθρωποι, ἄξιοι τι­μῆς, σεβασμοῦ κ᾽ εὐγνωμοσύνης. Παρ᾽ ὅλα αὐ­τὰ βρίσκουν τὴ δύναμι νὰ κηρύττουν.
• καὶ τρίτον· ὁ παραλογισμὸς κι ὁ ἐξευτελι­σμὸς ποὺ εἰσπράττουν δὲν κάμπτει τὸ φρόνημα καὶ τὴν ἀντοχὴ τῶν ἀποστόλων καὶ δὲν ἀ­νακόπτει τὴν ἀποστολή τους. Παρ᾽ ὅ­λα τὰ ἐμ­­πόδια, τὸ φρόνημά τους μένει ἰσχυ­ρὸ καὶ βγαίνουν νικηταὶ στὴ δοκιμασία τῆς πίστεως.
Τὸ συμπέρα­σμα εἶνε, ὅτι ζοῦμε κ᾽ ἐμεῖς σὲ κοινωνία καὶ σὲ χρόνια ποὺ ἡ πίστι στὸ Χριστὸ καταντᾷ δυσεύρετη. Ὁ Διογένης ἔ­βγαινε μέσ᾽ στὸ λιοπύρι μὲ φανάρι ἀναμμένο, κι ὅταν τὸν ρωτοῦ­σαν τί ζητάει ἀπαντοῦσε· «Ἄνθρωπον ζητῶ». Ἐμεῖς λέμε· Πιστὸν Χριστιανὸν ζητῶ! Καὶ ὁ Χριστὸς μᾶς ἐρωτᾷ· Ἂν κατεβῶ πάλι στὴ γῆ, θὰ βρῶ ἆραγε τὴν πίστι; (βλ. Λουκ. 18,8).

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε σὲ ἄγνωστο ἱ. ναὸ τῶν Ἀθηνῶν τὴν 22-8-1965. Καταγραφή, σύντμησις, ἀναπλήρωσις 11-7-2020

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.