Αυγουστίνος Καντιώτης



Ο αγιος οσιομαρτυς Δημητριος εκ Σαμαρινης. Τετοιας γενιας ειμαστε απογονοι!!!

date Αυγ 19th, 2020 | filed Filed under: εορτολογιο

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΑ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 1854

18.8.2020 Tοῦ Ὁσιομάρτυρος Δημητρίου ἐκ Σαμαρίνης
Ὁμιλία Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου

Οσιομαρτυρος Δημητριου εκ Σαμαρινης

Οσιομαρτυς Δημητριος εκ ΣαμαρινηςΣήμερα, ἀγαπητοί μου, κοντὰ στοὺς ἄλ­λους ἁγίους ποὺ τιμᾷ ἡ Ἐκκλησία μας, ἑ­ορτάζει καὶ ἕνας νεομάρτυς, ὁ ὁσιο­μάρ­τυς Δη­μήτριος, ὁ ὁποῖος –κατὰ τὸν βιογράφο του Που­κεβίλλ, πρόξενο τῆς Γαλλίας στὰ Ἰωάν­νινα καὶ αὐτόπτη μάρτυρα– ἦταν μοναχὸς τοῦ τά­γματος τοῦ ἁγίου Βασιλείου καὶ μαρτύρη­σε ἐκεῖ στὶς 18 Αὐγούστου τοῦ 1808. Ὁ ἅ­γιος αὐ­τὸς δηλαδὴ ἔζησε τὰ νεώτερα χρόνια, ὄχι «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ» ποὺ λένε κάποιοι εἰρωνικά· ἔζησε καὶ μαρτύρησε δεκατρία χρόνια πρὸ τῆς ἐπαναστάσεως τοῦ 1821. Καταγόταν ἀπὸ ἕνα ὡ­ραῖο χωριὸ τῆς Πίνδου, τὴν Σαμαρίνα.
Στὰ μέρη αὐτά, τῆς Σαμαρίνας, ἔχει γραφῆ κάποια ἱστορία. Γι᾽ αὐτό, προτοῦ νὰ σᾶς πῶ γιὰ τὸν βίο καὶ τὸ μαρτύριο τοῦ ἁγίου Δημητρίου, ἂς ποῦμε λίγα λόγια γιὰ τὰ μέρη αὐτά. Στὴν Σαμαρίνα κατὰ τὸ ἔπος τοῦ ᾽40 τὰ παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος καὶ οἱ γενναῖες γυναῖκες τῶν χωριῶν σήκωσαν στὶς πλάτες τους τὰ πυρομα­χικὰ γιὰ τὴ μάχη τῆς Πίνδου. Γι᾽ αὐτὸ εἶπα ὅτι ἡ περι­ο­χὴ ἔχει ἱστορία. Ἂν κανεὶς ἔ­κανε τότε στρατιώτης στὴν Ἀλβανία, θὰ τὸ θυμᾶται.
Ἐκεῖ στὴ Σαμαρίνα ἡ Παναγιὰ σταμάτησε τὶς φάλαγγες τῶν Ἰταλῶν ποὺ κατέβαιναν σὰν ποτάμι πρὸς τὰ κάτω. Ἐκεῖ ἦταν ὁ Δαβάκης. Κοντὰ σὲ μιὰ ἐκκλησιὰ τῆς Παναγιᾶς, ἐκεῖ δόθηκε ἡ μεγάλη μάχη καὶ ἡ Παναγιὰ σταμάτησε τοὺς ἐ­χθρούς, τοὺς ἔσπρωξε πρὸς τὰ πέρα, γιατὶ ἔτσι ἦταν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὄχι ἡ παλληκαρωσύνη καὶ ἡ ἀνδρεία μας, ἀλλὰ τὸ χέρι τῆς Παναγιᾶς τοὺς σταμάτησε ἐκεῖ· τὸ πι­στεύουμε, γι᾽ αὐτὸ ψάλλουμε «Τῇ ὑπερμά­χῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια…».

* * *

Ἐκεῖ λοιπὸν στὴ Σαμαρίνα, στὸ ὡραῖο αὐτὸ χωριὸ πού ᾽νε ἑφτακόσα – ὀχτακόσα μέτρα πάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα, ἐκεῖ ποὺ κατοικοῦν ἁ­πλοϊκοὶ βοσκοί, ἀθῷοι ἄνθρωποι, ἐκεῖ ἔζησε ὁ ἅγιος Δημήτριος ὁ νεομάρτυς.
Τσοπᾶνος, βοσκὸς ἦταν. Αὐτοὶ οἱ βοσκοὶ –ὄχι ἐπίσκοποι, ὄχι καθηγηταί, ὄχι θεολόγοι, ὄ­χι σωματεῖα–, αὐτοὶ κρατοῦν τὴ θρησκεία, αὐ­­τοὶ εἶνε οἱ στυλοβάτες τοῦ ἔθνους. Βοσκὸς ὁ νεομάρτυς Δημήτριος. Γράμματα δὲν ἤξερε. Ἀλλὰ εἶχε μιὰ ἀγάπη στὴν Παναγιά!
Δὲν ἦταν σὰν μερικοὺς ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς ποὺ βλαστημοῦν τὰ θεῖα. Κατά­λαβες; μιὰ ἐπίγεια βασίλισσα δὲν τολμοῦν νὰ τὴ βλαστη­μήσουν, γιατὶ ὅποιος πῇ κακὸ λόγο γιὰ τὸν ἐπίγειο ἄρχοντα, ἔχει ὀχτὼ μῆνες φυλακή, ἀλλὰ ὅποιος βλαστημάει τὴν Παναγιὰ δὲν τιμωρεῖ­ται. Μεγάλη λοιπὸν ἡ βασίλισσα τῆς γῆς, μικρὰ ἡ βασίλισσα τῶν οὐρανῶν! μεγάλη ἡ βα­σίλισσα, μικρὰ ἡ Παναγιά! Μ᾽ αὐτὸ ποὺ λέω δὲν ἐν­νοῶ νὰ ὑβρίζουμε τοὺς ἐπιγείους ἄρχον­τές μας, ἀλλὰ λέω, τί εἶνε μιὰ βασίλισσα τῆς γῆς μπροστὰ στὴν Παναγία, τὴ βασίλισσα τῶν οὐ­ρανῶν; Καὶ ὅμως τὴν ὑβρίζουμε· τὴ βρίζουμε μέρα – νύχτα, πρωὶ μεσημέρι βράδυ. Κ᾽ ἔπειτα περιμένουμε βοήθεια ἀπὸ τὴν Παναγιά; ποὺ μόνο τὸ δαχτυλάκι της νὰ κουνήσῃ ἡ Παναγιά, μόνο τὸ δαχτυλάκι της νὰ κάνῃ ἔτσι ἡ Παναγιά, μᾶς ἔκανε ὅλους κάρβουνο. Ἀλλὰ εἶνε μεγάλη ἡ χάρι της καὶ ἡ εὐσπλαχνία της.
Ὁ ἅγιος Δημήτριος λοιπὸν εἶχε μεγάλη ἀ­γά­πη στὴν Παναγία. Εἶχε διαρκῶς στὸν κόρ­φο του μιὰ εἰκό­να της, ποὺ τὴν εἶχε ζωγραφί­σει ἕ­νας καλό­γε­ρος καὶ τοῦ τὴν εἶχε δώσει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Τὴν εἶχε πάντα μαζί του μέ­ρα – νύχτα. Ὅπου βρισκόταν τὸ ὄνομα τῆς Παν­αγίας ἔλεγε. Ἤξερε ἀπ᾿ ἔξω τὸν Ἀκά­θι­στο ὕ­μνο. Ἔλεγε τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐ­λέη­σόν με» καὶ τὸ «Θεοτόκε Παρθένε…». Πήγαινε ἀ­πὸ χωριὸ σὲ χωριὸ καὶ μιλοῦσε γιὰ τὸ Χριστό, κ᾽ ἔκανε τοὺς Χριστιανοὺς νὰ μετανοοῦν καὶ νὰ κλαῖνε. Ἔκανε θαύματα μὲ τὴν εἰ­­κό­να αὐ­τή· ἔμπαινε σὲ σπίτια ἀρρώστων σὰν γιατρὸς καὶ θεράπευε ἐν ὀνόματι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Μιὰ μέρα τὸ ἔμαθε ὁ Ἀλῆ πασᾶς στὰ Γιάννενα, ὅτι κάποιος καλόγερος τσοπᾶνος γυρίζει τὰ χωριὰ καὶ ἔχει στὸν κόλπο του τὴν εἰ­κόνα τῆς Παναγίας. Διέταξε, τὸν ἔπιασαν οἱ Τοῦρκοι καὶ τὸν ἔφεραν μπροστά του γιὰ ἀ­νά­κρισι μὲ τὰ χέρια δεμένα. –Πῶς λέγεσαι; –Δη­μήτριος. –Τί κάνεις; –Βοσκός. –Κηρύττεις τὴ βασιλεία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ; –Ὁ Θεός μου βα­σιλεύει ἀπὸ τῶν αἰώνων καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας. –Τί ἔχεις ἐ­κεῖ στὸ στῆθος σου; –Τὴν σεβαστὴ εἰ­κόνα τῆς ἁγίας μητρὸς τοῦ Κυρίου μου. –Θέλω νὰ τὴ δῶ, δός μου την. –Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀτιμασθῇ· δῶσε διαταγὴ νὰ μοῦ λύσουν τὸ ἕνα χέρι καὶ θὰ σοῦ τὴ δείξω. –Ἔτσι ταράζεις τὰ πνεύ­ματα; εἴμαστε λοιπὸν ἐμεῖς βέβηλοι; Ὀ­νομάτισε ποιοί εἶνε οἱ συνωμότες σου. –Οἱ συνωμότες μου εἶνε ἡ συνείδησί μου καὶ τὸ καθῆ­κον. –Ἄ­πιστε!… –Ἡ ὀνομασία αὐτὴ εἶνε γιὰ μέ­να τιμή. –Φέ­ρεις τὴν εἰκόνα τῆς παρθένου, ποὺ πάνω της λέ­νε ὅτι ὑπάρχουν μεγάλα θέλγητρα; –Πὲς θαύματα. Ἡ μητέρα τοῦ σω­τῆρος μου εἶνε ὁ μεσίτης μας στὸν ἀθάνατο Υἱό της καὶ Θεό. Τὰ θαύματά της εἶνε καθημε­ρινὰ σ᾽ ἐ­μᾶς καὶ τὴν ἐπικαλούμεθα κάθε μέ­ρα. –Νὰ δοῦμε λοιπὸν τώρα ἂν θὰ σὲ ὑπερασπισθῇ. Δήμιοι, βασανίστε τον…
Καὶ ἄρχισε τὸ μαρτύριό του. Τὸν φέρνουν μπροστὰ στὰ πόδια τοῦ Ἀλῆ πασᾶ κι αὐτὸς τὸν φτύνει στὸ πρόσωπο. Τοῦ ἀποσποῦν τὴν ἁγία εἰκόνα. Τοῦ ἐμπήγουν μυτερὲς σφῆνες στὰ νύ­χια τῶν ποδιῶν καὶ τῶν χεριῶν καί, ἐνῷ τοῦ τρυποῦσαν τοὺς βραχίονες, ἀπ᾽ τὸ στόμα του ἀκούγονταν τὰ λόγια· «Κύριε, σπλαχνίσου τὸν δοῦλο σου. Βασίλισσα τῶν οὐρανῶν, προσεύ­χου ὑπὲρ ἡμῶν». Σφίγγουν δυνατὰ τὸ μέτωπό του μὲ ἁλυσίδα ἀπὸ μικρὰ ὀστᾶ, τόσο ποὺ οἱ δήμιοι κουράζονται. Τὸν κρεμοῦν μὲ τὸ κεφάλι κάτω πάνω ἀπὸ φωτιὰ ποὺ τοῦ ψήνει τὸ κρανίο. Ἀναποδογυρίζουν ἐπάνω του ἕνα τρα­πέζι, ἀνεβαίνουν πάνω καὶ χορεύουν γιὰ νὰ συντρίψουν τὰ ὀστᾶ του. Κι ἀφοῦ νίκη­σε καὶ τὶς σφῆνες καὶ τὴ φωτιὰ καὶ τὰ πηδήματα, τὸν περίμενε ἄλλο βασανιστήριο, ἕνα σπάνιο μαρτύριο. Γιά ἀκοῦστε. Διέταξε ὁ Ἀλῆ πασᾶς νὰ τὸν χτίσουν! Τὸν ἔχτισαν μέσα στὸν τοῖχο μέχρι τὸ λαιμό, ἀφήνοντας ἔξω ἐλεύθερο μόνο τὸ κεφάλι του, καὶ τὸν ἔτρεφαν γιὰ νὰ παρατείνουν τὴν ταλαιπωρία του. Κά­θε μέρα τοῦ ἔλεγαν· –Ἀρνήσου τὸ Χριστό. –Ὄ­χι ὄχι ὄχι! Ἔζησε ἔτσι δέκα μέρες ἀναπνέοντας δύσκολα καὶ ἀσθμαίνοντας, καὶ τὴν δεκάτη ἡμέρα ἐξέπνευσε ἐπικαλούμενος ἀπὸ ᾽κεῖ ποὺ ἦταν τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Οἱ τελευ­ταῖες του λέξεις ἦταν τὸ ψαλμικὸ «Ἐπίστρεψον, ψυχή μου, εἰς τὴν ἀνάπαυσίν σου, ὅτι Κύριος εὐηργέτησέ σε» (Ψαλμ. 114,7) (ἀπὸ τὸ ἔργο «Συναξαριστὴς Νεομαρτύρων», ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 19963, σ. 728-30, μὲ τὰ ἀκριβῆ στοιχεῖα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ F.C.H.L. Pouqueville «Ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως, ἤτοι ἡ ἀναγέννησις τῆς Ἑλλάδος», μεταφρασθεῖσα ὑπὸ Ξενοφῶντος Δ. Ζυγούρα, τόμ. Α´, Ἀθῆναι 1890).
Ζοῦσαν μέχρι πρὸ ἐτῶν τσελιγκάδες ποὺ τὸ θυμοῦνταν αὐτό.

* * *

Σὲ τέτοια χώματα, ἀδέρφια μου, ἐγράφη ἡ ἱστορία μας. Δὲν ξέρω τί γράφει ἡ ἱστορία τοῦ ἄλλου κόσμου. Δὲν εἶμαι προφήτης γιὰ νὰ ξέ­ρω τὸ μέλλον. Εἶμαι ἀνάξιος νὰ σᾶς κηρύττω τὸ λό­γο τοῦ Θεοῦ, καὶ θὰ ἤμουν εὐτυχὴς νὰ εἶχα φτεροῦγες νὰ πετάξω καὶ νὰ φύγω –καὶ θὰ τὸ κάνω σύντομα–, νὰ βρῶ μιὰ σπηλιά, νὰ μείνω μέσα νὰ κλαίω τ᾽ ἁμαρτήματά μου καὶ τ᾽ ἁ­μαρ­τήματά σας. Ἀλλὰ σᾶς λέω· θὰ ἔρθουν χρόνια δύσκολα, ἀδελφοί. Τὰ «σημεῖα τῶν και­ρῶν», σημεῖα ἐν οὐρανῷ καὶ «σημεῖα ἐν ἡλίῳ καὶ σελήνῃ καὶ ἄστροις» (Ματθ. 16,3· 24,30 ·Λουκ. 21,25), ἔρχον­ται. Ἀδελφοί, μὴ σᾶς ἀπατοῦν οἱ ψευδοπροφῆ­τες· ἔρχονται τὰ μεγάλα σημεῖα. Σείεται ὁ κό­σμος γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Τὸ μέλλον εἶνε ἄ­γνωστο, ἐσφραγισμένο βιβλίο. Ἀλλὰ καὶ ἂν ἀ­κόμη οἱ Ἕλληνες ἀρνηθοῦν τὶς παραδόσεις τους, καὶ οἱ πέτρες θὰ φωνάζουν.
Δυὸ λέξεις ἀκόμη. Θὰ μοῦ πῆτε· Αὐτὸ τὸ φτωχαδάκι ποὺ πέθανε χτιστό, ποὺ ἔκανε καὶ Τούρκους ἀκόμη νὰ πιστέψουν, θὰ μοῦ πῆτε, ποῦ βρῆκε αὐτὴ τὴ δύναμι; Τὴ δύναμι αὐτὴ τὴ βρῆκε, γιατὶ ἦταν μαθητὴς – τίνος; Τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Γιατὶ πέρασε καὶ ὁ ἅγιος Κο­σμᾶς ἀπὸ τὴ Σαμαρίνα, καὶ ἔβαλε σταυρό. «Τὸ κορμί σας», ἔλεγε, «ἂς τὸ καύσουν, ἂς τὸ τηγανίσουν· τὰ πράγματά σας ἂς τὰ πάρουν, μὴ σᾶς μέλει, δώσατέ τα· δὲν εἶνε ἰδικά σας. Ψυ­χὴ καὶ Χριστὸς σᾶς χρειάζονται. Αὐτὰ τὰ δύο ὅλος ὁ κόσμος νὰ πέσῃ ἐπάνω σας, δὲν ἠμπορεῖ νὰ σᾶς τὰ πάρῃ, ἐκτὸς καὶ τὰ δώσετε μὲ τὸ θέλημά σας. Αὐτὰ τὰ δύο νὰ τὰ φυλά­γετε, νὰ μὴ τὰ χάσετε» (ἡμ. ἔργ. Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, Ἀθῆναι 201331, σ. 180). Μετά, ἀφοῦ εἶπε τὰ χρυσᾶ αὐτὰ λόγια, ποὺ δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὰ ζυγίσουμε, κοίταξε τὰ ψηλὰ βουνά, τὶς μεγάλες κορυφές, καὶ εἶπε μιὰ προφητεία ποὺ βγῆκε ἀληθινὴ στὶς ἡ­μέρες μας· «Εὐ­λογημένα βουνά, πόσες ψυχὲς θέλετε σώσει ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ» (ἔ.ἀ. σ. 14), ἐσεῖς θὰ σώσετε τὴν Ἑλλάδα. Καὶ πράγματι, μέχρι ἐκεῖ σταμά­τη­σαν τὸ ᾽40 τὰ «κοκορόφτερα», οἱ Ἰταλοὶ ποὺ ἐπάνω στὰ στρατιωτικὰ καπέλ­λα τους εἶ­χαν στολίδια ἀπὸ φτερά.
Τέτοιας γενιᾶς εἴμαστε ἀπόγονοι.
Κύριε ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστέ, διὰ τῆς ὑπεραγί­ας Θεοτόκου ἐλέησον ἡμᾶς. Ὅν, παῖδες Ἑλ­λήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Σύνθεσις ἀποσπασμάτων ἀπὸ δύο ἀπομαγνητοφωνημένες ὁμιλίες, οἱ ὁποῖες ἔγινε στὴν αἴθουσα τοῦ συλλόγου «Τρεῖς Ἱεράρχαι» τὴν 27-10-1957 (Γ΄ μέρος) καὶ στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Γερασίμου Ἄνω Ἰλισίων – Ἀθηνῶν τὴν 18-8-1963

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.