Αυγουστίνος Καντιώτης



Ο αγιος Νικολαος προστατης των αδυνατων

date Δεκ 6th, 2020 | filed Filed under: εορτολογιο

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΙΗ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 824

Τοῦ ἁγίου Νικολάου
6 Δεκεμβρίου

Προστατης των αδυνατων

Καὶ πάλι, ἀγαπητοί μο49υ, ἀνέτειλε ἡ μεγάλη ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Νικολάου.
Τί νὰ ποῦμε σήμερα στὴν ἑορτή του; Νὰ ἐγ­κωμιάσουμε τὶς ἀρετές του; Νὰ ἐπαινέσου­με τὴν ἐγκράτειά του; Ὅπως λέει τὸ ἀπολυτί­­κιό του, ὑπῆρξε τῆς «ἐγκρατείας διδάσκαλος». Διότι ὄχι μόνο ὅταν ἦταν μεγάλος, ἀλ­λὰ καὶ ὅ­ταν ἦταν βρέφος, στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας του, νήστευε τὸ γάλα καὶ δὲν θήλαζε. Νὰ ἐ­παινέσουμε τὴν πραότητά του, ποὺ λέει πάλι τὸ ἀπολυτίκιό του ὅτι ὑπῆρξε «εἰκόνα πραότητος»; Στὶς ὕβρεις καὶ συκοφαντίες καὶ δι­αβολὲς τῶν ἐχθρῶν του ἀπαντοῦσε μὲ μεγάλη πραότητα. Μᾶς διδάσκει, ὅτι κ᾿ ἐμεῖς, ὅ­σες φορὲς ὑβριζόμεθα καὶ συκοφαντούμεθα στὸν κόσμο αὐτόν, πρέπει νὰ εἴμεθα πρᾶοι. Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη δύναμις ἀπὸ τὴν πρα­ότητα, μὲ τὴν ὁποία νικῶνται οἱ δαίμονες τῆς κολάσεως. Ἢ νὰ μιλήσουμε γιὰ τὴν ἐλεη­μοσύνη του, τὴ μεγάλη του ἐλεημοσύνη; Νύ­χτα πή­γαινε στὰ φτωχὰ σπίτια καὶ ἄφηνε χρυσᾶ νομίσματα, καὶ ἔσωσε ἔτσι ὑπάρξεις ἀπὸ τὸ βόρβορο καὶ τὴ διαφθορά. Ἢ νὰ μιλήσουμε γιὰ τὴν πίστι, τὴ μεγάλη καὶ ἀκλόνη­τη πίστι ποὺ εἶχε ὁ ἅγιος; Ὅταν ἡ Ἐκκλησία κινδύνευσε ἀπὸ τὴν αἵρεσι τοῦ Ἀρείου, ἔ­σπευσε στὴν πόλι τῆς Νικαίας κ᾿ ἐκεῖ μαζὶ μὲ ἄλλους ἁγίους πατέρας συνετέλεσε στὸν θρί­­αμβο τῆς Ὀρθοδοξίας. Βέβαια ὁ ἅγιος Νικόλαος δὲν εἶχε τὴν εὐγλωττία τοῦ Μεγάλου Ἀ­θανασίου ἢ τὰ ἐπιχειρήματα τῶν ἄλλων πατέ­ρων, γιατὶ ἦταν ἀγράμματος. Ἀλλὰ τί μὲ τοῦ­το; Ὅταν ἄκουσε τὸν Ἄρειο νὰ βλασφη­μῇ τὸ Χριστό, αὐτὸς ὁ πρᾶος καὶ ταπεινὸς ἐξ­ανέστη καί, ὅπως λέει ὁ βίος του, ἐρράπισε τὸν αἱ­ρεσιάρχη γιὰ τὴ βλασφημία του. Καὶ εἶ­νε γιὰ μᾶς δίδαγμα ὅτι, ὅσες φορὲς προσ­βάλλεται ὁ Θεός, πρέπει νὰ ἐξανιστάμεθα. Ἐ­μεῖς, ἀν­τιθέτως, ὅσες φορὲς προσβάλλεται τὸ ἐγώ μας, ὅσες φορὲς ἀδικούμεθα, ὑβριζόμεθα, προ­πηλακιζόμεθα, τότε ἐξοργιζόμεθα καὶ γινόμεθα θηρία καὶ ἀπειλοῦμε τὸ σύμπαν· ἀλλ᾿ ὅταν θίγεται καὶ βλασφημῆται ὁ Χριστός, τότε δείχνουμε ἀδιαφορία. Ἀντιθέτως ὁ ἅγιος·

στὶς προσωπικές του προσβολὲς ἀ­παντοῦσε μὲ πραότητα, ὅταν ὅμως ὑβρίζετο ὁ Χριστὸς ἀ­παντοῦσε μὲ σφοδρότητα· ἔτσι ῥάπισε τὸν Ἄρειο. Ἐμεῖς ἔχουμε περὶ πολλοῦ τὸ ἐγώ μας, ὄχι τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἐκεῖνος.
Ὁ ἅγιος Νικόλαος, δηλαδή, εἶνε σύνοψις ὅ­λων τῶν ἀρετῶν, ἔκφρασις τῶν μακαρισμῶν τοῦ Χριστοῦ, διότι στὸ πρόσωπό του ἐ­φαρμόσθηκαν ὅλοι οἱ μακαρισμοὶ τοῦ Κύριου (βλ. Ματθ. 5,1-12).

* * *

Ἀλλ᾿ ἐδῶ, ἀγαπητοί μου, θέλω νὰ συμπληρώσω τώρα τὴν εἰκόνα τοῦ ἁγίου μὲ δύο λέξεις ποὺ θ᾽ ἀποδείξουν, ὅτι ὁ ἅγιος Νικόλαος δὲν ἦταν μόνο ὁ ἐλεήμων καὶ ὁ πρᾶος καὶ ὁ πιστὸς καὶ ἀφωσιωμένος δοῦλος τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ ὑπῆρξε ἀκόμα καὶ ὁ προστάτης φτωχῶν καὶ ἀδικουμένων, ὁ προστάτης ἀνθρώπων ποὺ τοὺς κατεδίωκαν οἱ ἰσχυροὶ τῆς ἡμέρας. Θ᾿ ἀ­ναφέρω ἕνα – δύο παραδείγματα, καὶ θὰ τελειώσω.
⃝ Τὸ πρῶτο εἶνε, ὅτι στὴ μητρόπολί του, ἕνα πρωί, ἔτρεξαν μὲ μαλλιὰ ξεπλεγμένα γυναῖ­κες ποὺ ἔκλαιγαν καὶ φώναζαν. Ἔπεσαν στὰ πόδια τοῦ ἁγίου Νικολάου καὶ ἔλεγαν· Σῶσε μας!… Παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς σώσῃ ὁ ἅγιος, γιατὶ συνέλαβαν τοὺς ἄνδρες των. Τοὺς ἔπιασαν, τοὺς ἔδεσαν, τοὺς πῆγαν στὴ φυλακή, τοὺς καταδίκασαν σὲ θάνατο, κι ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ θὰ ἐκτελοῦνταν· γι᾽ αὐτὸ οἱ γυναῖκες τους βρίσκονταν σὲ ἔξαλλη κατάστασι. Ὁ ἅγιος, μόλις ἄκουσε τὸ θλιβερὸ αὐ­τὸ ἄγγελμα, ἔσπευσε νὰ πάῃ στὴ φυλακή. Ἀλ­λὰ τὴν ὥρα ἐκείνη ἡ φυλακὴ ἦταν ἀδειανή, γιατὶ τοὺς εἶχαν πάρει δεμένους καὶ τοὺς εἶ­χαν ὁδηγήσει ἔξω στὰ χωράφια, γιὰ νὰ τοὺς ἐκτελέσουν. Ὁ ἅγιος καταλάβαινε τὸν κίνδυ­νο. Καί, ὁ γέρος αὐτός, ἔτρεξε σὰν παιδὶ καὶ ἔφτασε στὸν τόπο τῆς ἐκτελέσεως. Καὶ μόλις πρόλαβε καὶ πῆρε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ δημίου τὸ σπαθί, μὲ τὸ ὁποῖο θὰ τοὺς ἔσφαζαν τοὺς ἀ­θῴ­ους ἐκείνους ἀνθρώπους. Καὶ ὄχι μόνο αὐ­τό, ἀλλὰ καὶ ἤλεγξε αὐστηρὰ τὸν τύραννο τῆς πόλεως καὶ τὸν ἀπείλησε, ὅτι θὰ τὸν καταγγείλῃ στὸν βασιλέα, στὸν Μέγα Κωνσταν­τῖνο. Καὶ ὁ τύραννος συναισθάνθηκε τὸ ἁ­μάρ­­τημά του, ταπεινώθηκε καὶ μετανόησε. Γι᾽ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία τοῦ ψάλλει· «Ἔσωσας τοὺς ἀθῴους ἐκ τοῦ θανάτου» (κοντάκ.).
⃝ Μιὰ περίπτωσι αὐτὴ σωτηρίας ἀνθρώπων. Ἀλλ᾿ ὑπάρχει καὶ ἄλλη. Στὴν ἐποχὴ τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου τρεῖς στρατιωτικοί, γενναῖοι καὶ ἔνδοξοι στρατηγοί, ποὺ εἶχαν νικήσει βαρβάρους σὲ διαφόρους πολέμους καὶ μάχες κ᾽ ἦ­ταν τὸ καύχημα τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, οἱ τρεῖς αὐτοὶ στρατηγοὶ συκο­φαν­τήθηκαν καὶ διαβλήθηκαν ἀπὸ κακοὺς καὶ μοχθηροὺς ἀνθρώπους. Τοὺς συνέλαβαν, τοὺς ἀφαί­ρεσαν τὰ ἀξιώματά τους, τοὺς ἔρριξαν στὶς φυλακές, καὶ κινδύνευαν ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα νὰ ἐκτελεσθοῦν. Δὲν εἶχαν πλέον κανένα καταφύγιο παρὰ μόνο τὴν προστασία τοῦ ἁγίου Νι­κολάου. Καὶ λέει ὁ βίος τοῦ ἁγίου, τὸν ὁ­ποῖο πιστεύουμε, ὅτι τὴ νύχτα ἐπικαλέσθηκαν τὸν ἅγιο παρακαλώντας νὰ τοὺς προστατεύσῃ. Καὶ τότε ἔγινε θαῦμα. Ποιό θαῦμα; Στὸν ὕπνο του ὁ αὐτοκράτωρ εἶδε ὅραμα. Εἶ­δε τὸν ἅγιο Νικόλαο νὰ τὸν ἐπιπλήττῃ καὶ νὰ τοῦ λέῃ· «Τί ἔγκλημα πᾷς νὰ κάνῃς; Γιατί θέ᾿ς νὰ βάψῃς τὰ χέρια σου μὲ τὸ αἷμα τῶν ἀθῴ­ων; Αὐτοὶ οἱ τρεῖς στρατηγοί, ποὺ εἶνε ἕτοιμοι νὰ ἐκτελεσθοῦν, αὐτοὶ οἱ τρεῖς εἶνε ἄν­θρωποι ἀθῷοι· καὶ πρέπει νὰ τοὺς ἐλευθερώ­σῃς. Μὴν πραγματοποιήσῃς αὐ­τὰ ποὺ σκέπτε­σαι». Πράγματι, ὅταν ξύπνησε ὁ αὐτοκράτωρ, κάλεσε ἀμέσως τὸν στρατοπεδάρχη, ἔλαβε πληροφορίες γιὰ τοὺς ὑ­πο­δίκους, διαπίστωσε ὅτι εἶνε ἀθῷοι, καὶ ἔτσι ἐλευθέρωσε τοὺς τρεῖς ἐκείνους στρατηγούς· οἱ ὁποῖοι, γεμᾶ­τοι χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι, ἔσπευσαν νὰ ἐκφράσουν τὶς εὐχαριστίες τους στὸν ἅγιο ποὺ τοὺς ἐλευθέρωσε.
–Μπᾶ! θὰ πῆτε, παλιὰ πράγματα αὐτά, παλιὲς ἱστορίες. Αὐτὰ ἦταν γιὰ «τῷ καιρῷ ἐ­κείνῳ»…
Ὄχι, ἀγαπητοί μου! Ὄχι «τῷ καιρῷ ἐκεί­νῳ». Καὶ σήμερα καὶ αὔριο καὶ μεθαύριο καὶ πάντοτε καὶ μέχρις ὅτου ἀνατέλλουν τὰ ἄ­στρα καὶ τρέχουν οἱ ποταμοὶ καὶ τὰ δέντρα γεμίζουν ἀπὸ φύλλα, ἕως ὅτου ὁ ἥλιος καὶ ἡ σελήνη ἀνατέλλουν στὸν ὁρίζοντα, τὰ θαύματα τοῦ ἁγίου εἶνε ὑπαρκτά· δὲν εἶνε μυθώδη πράγματα.
⃝ Θὰ σᾶς διηγηθῶ λοιπὸν καὶ ἕνα τελευταῖο. Πότε ἔγινε; Ἔγινε στὴν Κοζάνη τὸ 1944, στὰ χρόνια ἐκεῖνα, τὰ φοβερὰ χρόνια τῆς σκλαβιᾶς τοῦ ἔθνους μας. Κακοὶ τότε καὶ διεφθαρ­μένοι ἄνθρωποι, ἔπιασαν παρακαλῶ τριακόσους ἀνθρώπους καὶ τοὺς ἔρριξαν στὴ φυλακή. Καὶ ἔγινε κλάμα καὶ θρῆνος. Γυναῖκες ἄν­τρες παιδιὰ ἔκλαιγαν, γιατὶ ἦταν πλέον βεβαία ἡ ἐκτέλεσί τους. Καὶ ξημέρωσε στὴν Κοζάνη, τὴν πόλι τοῦ ἁγίου Νικολάου, ποὺ ἔχει ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ξημέρωσε πολὺ λυπηρὰ ἡ ἡμέρα αὐτὴ τοῦ ἁγίου Νικολάου. Καὶ οἱ καμπάνες τοῦ Ἁγίου Νικολάου χτυποῦσαν λυπητερά, σὰν νὰ ἦταν Μεγάλη Παρασκευή. Ἤμουν τότε, μὲ ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ εἶμαι, ἱερο­κήρυξ Κοζάνης. Καὶ ἀνέβηκα στὸν ἄμβωνα γε­μᾶτος δάκρυα. Καὶ εἶπα· «Σήμερα ὁ ἅγιος Νικόλαος δὲν ἑορτάζει. Πέστε στὰ γόνατα, πέστε στὰ γόνατα μικροὶ καὶ μεγάλοι, καὶ παρακαλέστε τὸν ἅγιο νὰ κάνῃ τὸ θαῦμα…». Καὶ τὸ ἔκανε τὸ θαῦμα. Τὸ βράδυ τοὺς ἐλευθέρωσαν!
⃝ Μάλιστα. Δὲν εἶνε ψέμα ἡ θρησκεία μας· εἶνε ζωντανή, ὁλοζώντανη. Καὶ χθὲς καὶ σήμερα καὶ αὔριο, πάντοτε θὰ κάνῃ τὰ θαύματα. Καὶ ἂν πᾶτε στὰ νησιὰ τὰ εὐλογημένα τῆς πατρίδος μας, ἐκεῖ θὰ δῆτε γέρους ἀσπρομάλληδες ναυτικούς, ποὺ πέρασαν ὠκεανοὺς καὶ θάλασσες, καὶ ναυάγησαν στὸν Ἀτλαντικὸ ὠ­κεανό, καὶ εἶδαν τὸ χάρο μπροστὰ στὰ μάτια τους. Τὴν ὥρα ποὺ πελώρια κύματα καὶ καρχαρίες, ἄγρια θηρία, ἦταν ἕτοιμα νὰ ὁρμήσουν πάνω τους καὶ αὐτοὶ νὰ γίνουν κομμάτια πάνω στὰ βράχια, ἐκείνη τὴν ὥρα τὴν φοβερὰ τοῦ θανάτου, ποὺ ἔβλεπαν τὸ θάνατο μπροστά τους, –δὲν εἶνε ψέμα, εἶνε ἀλήθεια– παρακάλεσαν τὸν ἅγιο. Καὶ ὁ ἅγιος ἔκανε τὸ θαῦμα μου· καὶ βρέθηκαν στὴν ξηρὰ χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουνε!

* * *

Εἶνε λοιπὸν γεγονὸς ὅτι ὁ ἅγιος ὑπῆρξε καὶ πρᾶος, καὶ ἐλεήμων, καὶ πιστὸς κι ἀφωσιωμένος στὸ Θεό, εἶνε γεγονὸς ὅτι ὑπῆρξε ὁ ἄν­θρωπος τοῦ Θεοῦ· ἀλλὰ εἶνε γεγονὸς ὅτι ὁ ἅ­γιος Νικόλαος εἶνε καὶ ὁ προστάτης τῶν ἀδικουμένων καὶ ἀδυνάτων.
Αὐτὸ τὸν ἅγιο τιμοῦμε καὶ ὑμνοῦμε σήμερα. Καὶ ὅλοι μας, μὲ μιὰ καρδιὰ καὶ μὲ μιὰ ψυχή, ἑ­νωμένοι στὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ, στὴν ὀρθόδο­ξο πίστι, ἂς παρακαλέσουμε, ὁ Θεός, διὰ πρε­σβειῶν τοῦ ἁγίου Νικολάου τοῦ θαυματουργοῦ, νὰ ἐλεήσῃ καὶ σώσῃ ὅλους μας· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ποὺ ἔγινε στὸν ἱ. ν. Ἁγ. Νικολάου πόλεως Φλωρίνης τὴν 6-12-1978

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.