Αυγουστίνος Καντιώτης



Θελεις χαρα; Αδελφοι, «χαιρετε εν Κυριω παντοτε· παλιν ερω, χαιρετε» (Φιλ. 4,4). Σημερα ειναι Κυριακη των Βαϊων & ακουγονται τα «ωσαννα» (τα ζητω δηλαδη) του πληθους (Ἰω. 12,13). Αλ­λα αυτα δεν περασαν ουτε τεσσερις μερες & εσβησαν, για ν᾽ ακουστη καποια αλλη φωνη· «Σταυρωθητω» (Ματθ. 27,23) & «Σταυρωσον σταυρωσον αυτον» (Λουκ. 23,21). Και ομως ο αποστολος ομιλει περι χαρας. Πως συμβιβαζονται λοιπον χαρα & πενθος;

date Απρ 25th, 2021 | filed Filed under: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΒ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 1878

Κυριακὴ Βαΐων (Φιλ. 4,4-9)
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

Θελεις χαρα;

Ἀδελφοί, «χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε· πάλιν ἐρῶ, χαίρετε» (Φιλ. 4,4)

Μεινε μαζι μας ΧριστεΕὐχαριστῶ, ἀγαπητοί μου, τὸν ἐν Τριάδι Θε­όν, τὸν Πατέρα τὸν Υἱὸ καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦ­μα, ποὺ μὲ ἀξιώνει νὰ κηρύ­ξω. Σᾶς παρακαλῶ κάνε­τε λίγη ὑπομονὴ ν᾽ ἀκούσετε μερικὰ ἁπλᾶ λόγια.
Ἀφορμὴ γιὰ τὴ ὁμιλία μᾶς δίνει ὁ σημερι­νὸς ἀπόστολος. Μᾶς φωνάζει· «Χαίρετε ἐν Κυ­ρίῳ πάντοτε· πάλιν ἐρῶ, χαίρετε» (Φιλ. 4,4). Ὁμιλεῖ πε­ρὶ χαρᾶς. Ἀλλὰ πῶς ἡ χαρὰ αὐτὴ ποὺ κηρύτ­τει ὁ ἀ­πόστολος συμβιβάζεται μὲ τὸ κή­ρυγμα τοῦ Χριστοῦ «Μα­κάριοι οἱ πεν­θοῦντες» (Ματθ. 5,4) καὶ μὲ τὰ λόγια του «Οὐαὶ ὑμῖν οἱ γελῶντες νῦν, ὅ­­τι πενθήσετε καὶ κλαύ­σε­τε» (Λουκ. 6,25), ἀλλοίμονο δηλα­δὴ σ᾿ αὐτοὺς ποὺ γελᾶνε γιατὶ θά ᾽ρθῃ μέ­ρα ποὺ θὰ κλάψουν; Καὶ πῶς συμβιβάζεται ἡ χα­ρὰ αὐτὴ μὲ τὸ πένθος ποὺ ἀρχίζει σὲ λίγο; τὸ βράδυ ὁ ἱερεὺς θὰ φορέσῃ μαῦρα· πῶς συμ­βιβάζεται ἡ χαρὰ αὐτὴ μὲ τὸ κλῖμα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος καὶ τὰ σεπτὰ πάθη τοῦ Κυρίου;
Σήμερα βέβαια ἡ ἡμέρα μετέχει καὶ χαρᾶς. Εἶνε Κυριακὴ τῶν Βαΐων καὶ ἀκούγονται τὰ «ὡ­σαννὰ» (τὰ ζήτω δηλαδή) τοῦ πλήθους (Ἰω. 12,13), ποὺ ἔφταναν μέχρι τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ. Ἀλ­λὰ τὰ «ὡσαννὰ» αὐτὰ δὲν πέρασαν οὔτε τέσσερις μέρες καὶ ἔσβησαν, γιὰ ν᾽ ἀκουστῇ κάποια ἄλλη φωνή· «Σταυρωθήτω» (Ματθ. 27,23) καὶ «Σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν» (Λουκ. 23,21).
Καὶ ὅμως ὁ ἀπόστολος ὁμιλεῖ περὶ χαρᾶς. Πῶς συμβιβάζονται λοιπὸν χαρὰ καὶ πένθος;

* * *

Ἡ ἀπορία αὐτή, ἀγαπητοί μου, θὰ λυθῇ ἐὰν λάβουμε ὑπ᾿ ὄψιν ὅτι, ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦ­λος ὁμιλεῖ ἐδῶ πε­ρὶ χαρᾶς, δὲν ἐννοεῖ τὴ χαρὰ τοῦ κόσμου τού­του. Προσέξατε; δὲν λέει ἁ­πλῶς «χαίρετε», ἀλλὰ λέει «χαίρετε ἐν Κυρίῳ», χαίρετε μαζὶ μὲ τὸν Κύριο, χαίρετε μέσα στὸν Κύριο. Μὲ τὸ «ἐν Κυρίῳ» κάνει διάκρισι τῆς χαρᾶς ποὺ ἐννοεῖ ἀπὸ τὴν κοσμικὴ χαρά.
Μὲ ἁπλούστερα λόγια. Ὅπως στὴν ἀγορὰ κυκλοφοροῦν νομίσματα, δὲν εἶνε ὅμως ὅλα γνήσια, ἀλλὰ κοντὰ στὰ γνήσια ὑπάρχουν καὶ κίβδηλα, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ μὲ τὴ χαρά. Ὑ­πάρχουν δυὸ εἰδῶν χαρές· ὑπάρχει ἡ γνήσια χα­ρὰ καὶ ἡ ψεύτικη χαρά, ἡ χαρὰ τοῦ διαβόλου καὶ ἡ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ, ἡ χαρὰ τῆς κολά­σεως καὶ ἡ χαρὰ τοῦ παραδείσου. Θὰ ἤμουν εὐτυ­χὴς ἂν μποροῦσα νὰ σᾶς κάνω νὰ ἀηδι­ά­σετε τὴ χαρὰ τοῦ κόσμου, ἂν μποροῦσα ὅ­λους, ἄν­τρες καὶ γυναῖκες, νὰ σᾶς κάνω νὰ δο­κιμάσετε μιὰ σταγόνα –φτάνει μιὰ σταγόνα– ἀπὸ τὴ χα­ρὰ τοῦ οὐρανοῦ, τὴ χαρὰ ποὺ ἔφερε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο. Γιά παρακολουθῆστε.
⃝ Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ὑπάρχει καὶ χα­ρὰ τοῦ κόσμου. Δὲν μπορῶ νὰ ἀρνηθῶ ὅτι ὑ­πάρχει χαρὰ ποὺ προέρχεται ἀπὸ ἀπόλαυσι ἐπιγεί­ων ἀγαθῶν, ἀπὸ τὰ εὐγενέστερα μέχρι καὶ τὰ μάταια. Παραθέτω ἕνα δει­­γματολόγιο.
Χαίρεται π.χ. ὁ μαθητὴς ἢ ὁ ἐπιστήμονας ὅ­­ταν διαβάζῃ καὶ πλουτίζῃ τὶς γνώσεις του ἢ κάνῃ ἀνακαλύψεις. Ἀλλὰ χαίρεται κ᾽ ἐκεῖ­νος ὁ μικρὸς ἢ μεγάλος, ποὺ τρέχει στὰ γήπεδα καὶ περιμένει νὰ νικήσῃ ἡ ὁμάδα του ἢ τὸ ἀ­θλητικὸ σωματεῖο ποὺ εἶνε γραμμένος.
Χαίρεται ὁ φιλάργυρος ὅταν πιάνῃ στὰ χέρια του λεφτά, ὅταν χαϊδεύῃ τὰ χρυσᾶ νομίσμα­τα, ὅταν ἀγοράζῃ οἰκόπεδα ἐπὶ οἰκοπέδων, ὅταν χτίζῃ πολυκατοικίες, ὅταν ἀγοράζῃ καράβια, ὅταν αὐξάνῃ ἡ περιου­σία του, ὅταν ἀ­βγατίζουν τὰ χρήμα­τά του. Χαίρεται κ᾽ ἐκεῖ­νος ποὺ ἀγοράζει λαχεῖα ἢ παίζει τυχερὰ παιχνίδια ὅταν κερδίζῃ τὸν πρῶτο ἀριθμό. Ἐσεῖς τὰ φτωχαδάκια, ὅσοι εἶστε μέσα στὴν ἐκκλησία, νὰ δοξάζετε τὸ Θεό· γιατὶ ἂν ἤσασταν πλούσιοι, δὲν θὰ ἤσασταν ἐδῶ.
Χαίρεται ὁ φιλήδονος γλεντζὲς ὅταν κατα­φέρνῃ στὴ διασκέδασι, στὸ πάρτυ, στὸ χορό, μὲ τὰ βλέμματα, τὰ γέλια, τὰ κρυφομιλήματα, μὲ ὅλα τὰ σατανικὰ καμώματα –σῶσε, Θεέ μου, τοὺς νέους καὶ τὶς νέες–, νὰ πιάσῃ στὰ δί­χτυα τοῦ αἰσχροῦ ἔρωτος τὴν ἄλλη ἢ ἡ γυναίκα τὸν ἄλλο· ἀγάλλονται καὶ καυχῶνται στὴ συντροφιὰ γιὰ τὴν ἐπιτυχία τους. Πρὸ ἑκατὸ ἐτῶν μποροῦσε ὁ νέος καὶ ἡ νέα νὰ ζήσουν ἠ­θικά, τώρα εἶνε θαῦμα ἂν κρατηθοῦν.
Χαίρεται ὁ φιλόδοξος ὅταν κατορθώνῃ –ὄ­χι μὲ τίμια ἀλλὰ μὲ ἄτιμα μέσα, πατώντας πάνω τοὺς ἄλλους– ν᾽ ἀνεβῇ ψηλὰ σὲ ἀξιώματα· νὰ γίνῃ βουλευτής, νομάρχης, ὑπουργός· νὰ γίνῃ πρωθυπουργός, δικτάτορας, αὐτοκράτορας. Ἔχει τότε μεγάλη χαρά.
Χαρὲς πολλὲς ἔχει ὁ κόσμος, μὰ ποῦ νὰ τελειώσω; Χαίρεται κι ὁ ἄλλος, ὁ χαιρέκακος, –ὤ ἄβυσσος κακίας!– ὅταν κατορθώνῃ, ναί, νὰ ἐκ­­­δικηθῇ τὸν ἀντίπαλό του, νὰ βυθίσῃ τὸ μαχαί­ρι στὰ σπλάχνα τοῦ ἐχθροῦ του…
Ἀλλὰ εἶνε ἀνάγκη, ἀδελφοί μου, νὰ πῶ, ὅτι ἡ χαρὰ αὐτή, ἡ χαρὰ τοῦ κόσμου, εἶνε μάταιη καὶ πρόσκαιρη; Παράδειγμα ὁ Ἰούδας. Φαν­ταστῆτε τον ὅταν διαπραγματευόταν μὲ τοὺς ἐ­χθροὺς τοῦ Χριστοῦ κι ἅπλωνε τὸ χέρι καὶ τοῦ μετροῦσαν τὰ ἀργύρια, ἕνα – δύο – τρία…, καὶ κουδούνιζαν στὴν τσέπη του. Θὰ τὸν βλέπατε νά ᾽χῃ χαρά. Ἀλλὰ ἡ χαρά του αὐτὴ πόσο βάσταξε; Πολὺ λίγο. Καὶ κατόπιν ἦρθε τὸ θλιβε­ρὸ τέλος, ἡ ἀγχόνη. «Βλέπε», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία, «βλέπε, χρημάτων ἐραστά, τὸν διὰ ταῦτα ἀγ­χόνῃ χρησάμενον…» (τροπάριο Μ. Πέμπτης).
Τέτοιο τέλος ἔχει ἡ κοσμικὴ ζωὴ καὶ ἡ χαρά της. Μοιάζει σὰν ἀτμίδα καπνοῦ ποὺ γιὰ λίγο φαίνεται κ᾽ ἔπειτα ἐξαφανίζεται (βλ. Ἰακ. 4,14), σὰν σύννεφο ποὺ διαλύεται, σὰν πομφόλυγα – σαπουνόφουσκα ποὺ σκάζει. Εἶνε σὰν ἕνα γλύ­κυσμα, ποὺ φαίνεται ὡραῖο, ἀλλὰ ὁ διάβολος ἔχει ῥίξει μέσα παραθεῖο – φαρμάκι· προτιμότερο μὴν τρῶς. Γλυκειὰ ἡ χαρὰ τοῦ κόσμου, ἀλλὰ μέσα της κρύβει δαιμονικὸ στοιχεῖο.
⃝ Ὅσοι ἀπὸ σᾶς, ἀδελφοί μου, εἶστε πικραμέ­νοι –καὶ ποιός δὲν εἶνε πικραμένος;– στὴ ζωή αὐτή, ἐλᾶτε τώρα νὰ σᾶς δείξω κάποια ἄλλη χαρά. Δὲν θὰ τὴ βροῦμε στὸν κάμπο τῆς γῆς. Θὰ σᾶς δείξω ἕνα δρομάκι, δρομάκι στενὸ ποὺ λίγοι τὸ βρίσκουν, δρομάκι ἀνηφορικὸ μὲ πέτρες κι ἀγκάθια, ποὺ ὁδηγεῖ ψηλὰ στὸ Γολγο­θᾶ. Ἀκολουθῆστε το· κι ὅταν ἀνεβῆτε ἐπάνω στὴν κο­ρυφή, ἐκεῖ θ᾽ ἀκούσετε· «Σήμερον κρε­μᾶται ἐπὶ ξύλου… ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου» (ἀντίφ. ιε΄ Μ. Παρασκευῆς). Ἐκεῖ ὁ σταυρὸς ἄνοιξε ὀπὴ καὶ μπῆ­κε φουρνέλλο στὰ σπλάχνα τῆς γῆς, κι ἀπὸ τὴν ἔκρηξι ξεπήδησε ποτάμι ὁλόκληρο – ἤμουν σὲ κά­ποιο χωριὸ τῆς Μακεδονίας καὶ ἔσκαβαν βα­θειά, ἔβαζαν φουρνέλλο, κι ὅταν ξαφνικὰ ἔ­σκασε ὁ δυναμίτης, ἐκεῖ ποὺ πετάχτηκαν οἱ πέτρες, βγῆκε ποτάμι. Καὶ στὸ Γολγοθᾶ πήγα­σε ἀπὸ τὸ σταυρὸ ποτάμι. Δροσίστηκε ὁ λῃ­στής, δροσί­στηκε ὁ ἑκατόνταρχος, καὶ μέχρι σή­μερα δρο­σίζονται ἀμέτρητες ψυχές. Δὲν εἶνε παραμύ­θι ἡ θρησκεία μας· εἶνε ζωντανή. Ὅ­ποιος δὲν τὸ κατάλαβε, μάταια πέρασε ἀπ᾽ αὐ­τὴ τὴ ζωή. Τί ζητᾷς, Χριστιανέ, τὴ χαρὰ στὸν κό­σμο τοῦτο; Φαρμάκι καὶ πίκρα γεύεσαι. Ἀνέβα στὸ Γολγοθᾶ νὰ βρῇς τὸν ποταμὸ τῆς χαρᾶς.
Ἀφῃρημένα φαίνονται αὐτά, ποιητικὰ – λυρι­κά; Δὲν εἶμαι, ἀδέρφια μου, ποιητὴς ἢ φιλό­σοφος· μιλῶ τὴ γλῶσσα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς πραγματικότητος. Ὅπως σᾶς ἔδειξα τὸ δειγμα­τολόγιο τῆς χαρᾶς τοῦ κόσμου, σᾶς δείχνω καὶ τὸ δειγματολόγιο τῆς χαρᾶς τοῦ οὐρανοῦ.
Θέλεις, λοιπόν, νὰ δοκιμάσῃς τὴν ἀληθινὴ χαρά; Πάρε στὰ χέρια τὸ Εὐαγγέλιο κι ἄρχισε νὰ διαβάζῃς. Τότε θὰ γίνῃς ἀετός, θὰ αἰσθανθῇς τὴ χαρὰ ποὺ εἶχε ὁ Δαυῒδ ὅταν ἔ­λεγε· Εὐ­τυχισμένος ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἐ­πορεύθη «ἐν βουλῇ ἀσεβῶν» καὶ «ἐπὶ καθέδρᾳ λοιμῶν οὐκ ἐκάθισεν, ἀλλ᾽ ἢ ἐν τῷ νόμῳ Κυρί­ου τὸ θέλημα αὐτοῦ, καὶ ἐν τῷ νόμῳ αὐ­τοῦ μελετήσει ἡ­μέρας καὶ νυκτός» (Ψαλμ. 1,1-2)· αὐτὸς εἶ­νε εὐτυχισμέ­νος «ὡς ὁ εὑρίσκων σκῦλα πολλά» (Ψαλμ. 118,162).
Θέλεις χαρά; Τὴ νύχτα, ὅταν ὅλοι κοιμοῦν­ται, ξύπνα, γονάτισε κ᾽ ἐνῷ τὰ ἄστρα λαμπυρίζουν κάνε τὴν προσευχή σου. Διαφορετικὸς θὰ σηκωθῇς, δὲν θὰ πατᾷς στὴ γῆ.
Θέλεις χαρά; Ψάξε καὶ βρὲς κάποιο φτωχὸ σπίτι καὶ κάνε μιὰ ἐλεημοσύνη ἀπὸ τὸ περίσσευμα ἢ τὸ ὑστέρημά σου. Σπόγγισε δάκρυα τῆς χήρας, τοῦ ὀρφανοῦ, τοῦ δυστυχισμένου.
Θέλεις χαρά, τὴν πιὸ μεγάλη χαρά; Ἔχεις χρό­νια νὰ ἐξομολογη­θῇς. Τί περιμένεις λοιπόν; Τὸ τέλος πλησιάζει. «Ὁ Κύριος ἐγγύς», φωνάζει ὁ ἀπόστολος (Φιλ. 4,5). Ἄντε στὸν πνευματικό, γονά­τισε μπροστά του, πὲς τὰ κρίματά σου, κάνε καθαρὴ ἐξομολόγησι· κι ὅταν βγῇς ἀπὸ τὸ ἐ­ξομολογητήριο θὰ πετᾷς ἀπὸ τὴ χαρά σου.

* * *

Θέλετε χαρά, ἀδελφοί μου; Ἀκοῦστε τὴ Με­γάλη Ἑβδομάδα τὶς ἀκολουθίες καὶ τοὺς ὕμνους τῆς Ἐκ­κλη­σίας μας, τὰ ἀθάνατα ἀριστουργήμα­τα ποὺ δὲν τὰ ἔχει καμμιά θρησκεία στὸν κό­σμο. Κι ὅταν ἔρθῃ ἡ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως καὶ χτυπήσουν τὰ σήμαντρα, ἐλᾶτε στὴν ἐκκλησία· καὶ μὴ φύγετε ἀμέσως – ὅποιος φεύγει εἶνε Ἰούδας. Νὰ μείνετε μέσα μέχρι τέλους, ν᾿ ἀκού­σετε ἐκείνη τὴν ὡραία εὐχὴ τοῦ Χρυσοστόμου. Καὶ μετὰ νὰ κοινωνήσετε σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ! Καὶ τότε θὰ αἰσθανθῆτε χαρά· «ἐχάρησαν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον» (Ἰω. 20, 20).
Αὐτὴ τὴ χαρὰ τοῦ οὐρανοῦ εὔχομαι σὲ ὅ­λους σας, μικροὺς καὶ μεγάλους, ν᾽ ἀπολαύσε­τε δι᾿ εὐχῶν τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Τριάδος Κεραμεικοῦ – Ἀθηνῶν τὴν Κυριακὴ 26-4-1964 πρωί. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 12-3-2015.
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς περικοπὲς στὸ cd 97α΄Α τῆς σειρᾶς «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868).

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.