Αυγουστίνος Καντιώτης



Εινε μεγαλη, ουρανια η πιστι μας. Ολα μια μερα θα παρελθουν, γενεες γενε­ων, αιωνες & χιλιετιες· θα καταλυθουν βασιλεια, θα λειωσουν βουνα, θα ξεραθουν ποταμια, θα σβησουν τα αστρα. Ενας μονο θα μεινη, ο Χριστος μας· Ας ετοιμαστουμε να τον υποδεχθουμε & να εορτασουμε το Πασχα «εν καθαρα καρδια»

date Απρ 24th, 2021 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΗ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2369

Κυριακὴ Βαΐων πρωὶ
25 Ἀπριλίου 2021
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

Ας υποδεχθουμε τον Βασιλεα

ΒαϊωνΣήμερα, ἀγαπητοί μου, Κυριακὴ τῶν Βαΐων, ἡ ἡμέρα δὲν ἔχει πένθιμο χαρακτῆρα· σήμερα χαρὰ καὶ ἀγαλλίασις. Γιατί;

* * *

Πολλὰ θαύματα ἔκανε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἀλλὰ τὸ πιὸ μεγάλο ἦταν ὅτι, λί­­γες μέρες πρὸ τῆς σταυρώσε­ώς του, πῆγε στὸ νεκροταφεῖο, στάθηκε μπρὸς στὸ μνῆ­μα τοῦ φίλου του Λαζάρου, εἶπε τὸν παντοδύ­­να­μο λό­γο «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω»! (Ἰω. 11, 43), καὶ τό­τε ὁ νεκρὸς –θαμμένος τέσσερις ἤδη μέρες μέσ᾽ στὸ χῶμα– βγῆκε ἀπ᾽ τὸ μνῆμα ζωντανός!
Τὸ εἶδαν πολλοὶ καὶ πίστεψαν στὸ Χριστό. Τὸ θαῦμα αὐτὸ εἶνε ὁ προάγγελος τῆς κοινῆς ἀ­ναστά­σεως ὅλων μας, τὸ χελιδόνι, ποὺ μηνύει, ὅτι ἔρχεται ἡ ἄνοιξι. Ποιά ἄνοιξι; Ὁ ἄν­θρωπος δὲν εἶνε μόνο σάρκα, κορμί· εἶνε κυρίως ψυχὴ ἀθάνατη. Νὰ εἴμαστε λοιπὸν βέβαιοι ὅτι ὁ Χριστὸς ὅπως στάθηκε μπροστὰ στὸ μνῆμα τοῦ Λαζάρου καὶ εἶπε «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω», ἔτσι ἔρχεται ἡ ἡμέρα ποὺ θὰ σταθῇ ἐπάνω σὲ ὅλα τὰ μνήματα καὶ θὰ πῇ· Νεκροί, «δεῦτε ἔξω!», καὶ οἱ νεκροὶ θ᾽ ἀναστηθοῦν. Αὐτὴ τὴ σημασία ἔχει ἡ ἀνάστασις τοῦ Λαζάρου, ποὺ ἑωρτάσαμε χθές.
Ὅταν ὁ Χριστὸς ἀνέστησε τὸ Λάζαρο δὲν ὑ­πῆρχαν βέβαια ῥαδιόφωνα, ἐφημερίδες, τηλεοράσεις. Ἀλλ᾽ ὅπως τὸ μυρμήγκι συν­εννοεῖται μὲ τὶς κεραῖες του, ἔτσι ὁ ἄνθρωπος συν­εννοεῖται μὲ τὴ γλῶσσα του. Ἀπὸ στόμα σὲ στόμα λοιπὸν ἔγινε γνωστό· Τὸ μάθατε; μέγα θαῦμα· ὁ Χριστὸς ἀνέστησε τὸ Λάζαρο!… Καὶ πολλοὶ πήγαιναν νὰ δοῦν τὸ νεκραναστημένο, ποὺ γύρισε ἀπὸ τὸν κάτω κόσμο!…
Τὸ θαῦμα αὐτὸ ἔγινε στὴ Βηθανία, ἕνα χωριὸ κοντὰ στὰ Ἰεροσόλυμα. Τὰ χωριὰ ἀγαποῦ­σαν τὸ Χριστό, τὸν λάτρευαν. Τὸ Χριστὸ δὲν τὸν σταύρωσαν στὰ χωριά, τὸν σταύρωσαν στὴν πρωτεύουσα, ὅπου ἦταν οἱ ἄρχον­τες, οἱ γραμ­ματεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι. Ἂν δὲν πήγαινε ὁ Χρι­στὸς στὰ Ἰεροσόλυμα, δὲν θὰ σταυρωνό­ταν· ἀλλὰ ἔπρεπε νὰ πάῃ, γιὰ νὰ σώσῃ μὲ τὴ θυσία του τὸ ἀνθρώπινο γένος. Γνώριζε λοι­πὸν τί τὸν περιμένει ἐκεῖ. Ἐν τούτοις βάδισε μὲ βῆμα σταθερὸ πρὸς τὴ θυσία (βλ. Λουκ. 9,51).
Ὅταν ὁ λαὸς ἔμαθε ὅτι ἔρχεται ὁ Χριστός, «σείστηκε» ἡ πόλις (Ματθ. 21,10). Ἄδειασε ἡ ἀ­γορά, τὰ σπίτια, τὰ σχολεῖα. Ἕνα κῦμα, μιὰ ἀν­θρωπο­θάλασσα χύθηκε ἔξω. Στάθηκαν κι ἀπὸ ψηλὰ ἀγνάντευαν τὸ δρόμο. Καὶ νάτος, φάνηκε! Μὰ πῶς εἶνε; Δὲν ἔ­χει στέμ­μα, δὲν κρατάει σπαθί, δὲν κάθεται σὲ ἁμάξι οὔτε σὲ ἄλογο. Δὲν εἶνε σὰν τοὺς βασιλιᾶδες ἢ στρατηλάτες ποὺ κάνουν θρί­αμβο, μὲ σάλπιγγες, σημαῖες, τύμπανα. Τίποτε ἀπ᾽ αὐτά. Νάτος ὁ Χριστός! Κάθεται τα­­πεινὰ σὰν χωρι­κὸς πάνω σ᾽ ἕνα γαϊδουράκι, καὶ γύρω οἱ μαθη­ταί, δίχως ἐπισημότητες.

Κι ὅμως τὸ πλῆθος, μὲ ἔνστικτο ποὺ ἔ­χει ὁ λαὸς νὰ διακρίνῃ τὸν εὐεργέτη του, ἐν­θουσι­άστηκε. Ἄλλοι ἀνέβαιναν στὰ δέντρα κ᾽ ἔκοβαν κλαδιά, ἄλλοι σκορποῦσαν λουλού­δια, ἄλ­λοι ἔβγαζαν τὰ ῥοῦχα τους καὶ τ᾽ ἅπλω­ναν κάτω σὰν τάπητα. Πιὸ πολὺ ἀπ᾽ ὅλους πανηγύρι­ζαν τὰ παιδιά, ποὺ ἔνιωθαν, ὅτι ὁ Χριστὸς τ᾽ ἀ­γαπάει. Καὶ ὅλοι μὲ τὰ βάγια στὸ χέρι καὶ φω­νὴ ποὺ ἔφτανε ὣς τοὺς οὐρανοὺς καὶ γινό­ταν ἕνα μὲ τοὺς ἀγγέλους, σὰν ἅρπα ἁρμονική, κραύγαζαν· «Ὡσαννὰ τῷ υἱῷ Δαυΐδ· εὐ­λογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου» (Ματθ. 21,9. Ψαλμ. 117,26. Μᾶρκ. 11,9, Ἰω. 12,13). Τί σημαίνει «ὡσαννά»; Εἶνε τὸ δικό μας «ζήτω». Ζήτω ὁ Χριστός!
Μὰ αὐτὸ τὸ «ζήτω» ἦταν σπαθὶ φαρμακερὸ στὴν καρδιὰ τῶν φθονερῶν ἀρχόντων. Μπᾶ, σοῦ λέει, ὁ φτωχὸς αὐτός, ἀνώτερος ἀπὸ μᾶς καὶ τόσο ἀγαπητός; Φθόνος –κακό, διάβο­λος με­­γάλος– μπῆκε στὴν καρδιὰ τῶν γραμματέων καὶ φαρισαίων. Κι ἀποφάσισαν νὰ τὸν ἐξον­τώ­σουν. Νὰ σκοτώσουν ὄχι μόνο τὸ Χριστό, ἀλ­λὰ καὶ τὸ Λάζαρο, γιατὶ ἐξ αἰτίας του τρέχουν ὅ­λοι στὸ Χριστό. Πλησίασαν τὸν Ἰησοῦ καὶ τοῦ λένε· Αὐτὰ τὰ παιδιὰ καὶ οἱ μαθηταί σου φωνά­ζουν ἐν­οχλητικά, δὲν τοὺς λὲς νὰ σωπάσουν; Καὶ ὁ Κύριος τοὺς ἀπαν­τᾷ· Ποτέ σας δὲν διαβά­σατε στὶς προφητεῖες ὅτι, Ἀπὸ τὸ στόμα νηπί­ων θὰ φτειάξω ὕμνο; (βλ. Ματθ. 21,16 = Ψαλμ. 8,3). Κι ἂν αὐτοὶ σιωπήσουν, τότε κ᾽ οἱ πέτρες ποὺ πατοῦ­­με κε­κράξονται (Λουκ. 19,40). Τοὺς ἔφταιγαν τὰ παι­διά. Ἄχ, κοινω­νία ἄ­τι­μη! σὺ διαφθεί­ρεις τὰ ἀ­θῷα, σὺ κάνεις τ᾽ ἀγγελούδια τεντυμπόηδες.
Ἐνῷ ὅμως ὁ Χριστὸς ἔμπαινε στὴν πόλι σὰν νικητὴς καὶ τὸν ὑποδέχονταν ὅλοι μὲ τέτοιες τιμές, ἐ­κεῖνος δάκρυσε· «ἰδὼν τὴν πόλιν ἔκλαυ­σεν ἐπ᾽ αὐτῇ» (Λουκ. 19,41). Ἂν ἦταν ἄλλος θὰ σκε­πτόταν· Σήμερα εἶνε ἡ πιὸ μεγάλη μέρα τῆς ζωῆς μου!… Τώρα ὅμως, μέσα στὶς ζητωκραυ­­γὲς καὶ στὸ παραλήρημα, βλέπουν δάκρυα στὰ μάτια τοῦ Ἰησοῦ. Γιατί νὰ κλαίῃ ὁ Κύριος; Βλέπει τὴν πόλι ποὺ λάμπει, μὲ τὸ ναὸ τοῦ Σο­λομῶντος, τ᾽ ἀρχοντικὰ τῶν Ἄννα καὶ Κα­ϊάφα καὶ τὸ πραιτώριο τοῦ Πιλάτου, καὶ κλαίει, για­τὶ ξέρει, ὅτι σὲ λίγα χρόνια θὰ γίνουν ὅλα γῆ Μαδιάμ, δὲν θὰ μείνῃ τίποτα ὄρθιο ἀπ᾽ αὐτά.
Κλαίει ἀκόμα ὁ Χριστὸς καὶ γιὰ ἕναν ἄλλο λόγο. Δὲν τὸν ἐνθουσιάζουν οἱ ἐπευφημίες, για­τὶ ξέρει ὅτι αὐ­τὰ δὲν θὰ βαστάξουν πάνω ἀ­πὸ τέσσερις μέρες· Μεγάλη Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη καὶ Πέμ­πτη· τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ ὅ­λοι αὐτοὶ θὰ πετάξουν τὰ βάγια καὶ κάτω ἀπ᾽ τὸ πραιτώριο, τὰ ἴδια στόματα –ἄχ, κόσμε μάταιε!– θ᾽ ἀφήσουν τὸ «Ὡσαννά», καὶ ἐνῷ ὁ Πιλᾶτος θὰ τοὺς ρωτάῃ, –Μὰ τί κακὸ σᾶς ἔκανε; αὐτοὶ θὰ ὠρύωνται –«Σταύρωσον σταύρω­σον αὐτόν» (Ἰω. 19,6. Λουκ. 23,21). Κι ὅταν ὁ Πιλᾶτος θὰ βά­λῃ μπροστά τους τὸ Βαραββᾶ, ποὺ ἔχει βάψει τὰ χέρια του στὸ αἷμα, καὶ τὸν Ἰησοῦ, καὶ θὰ ρωτήσῃ, –Ποιόν ἀπὸ τοὺς δύο θέλετε νὰ ἐ­λευ­θερώσω, τὸν Ἰησοῦ ἢ τὸ Βαραβᾶ; αὐτοὶ μ᾽ ἕνα στόμα θὰ φωνάξουν, –Τὸ Βαραββᾶ. –Καὶ τί νὰ κά­νω τὸν Ἰησοῦ; –«Σταύρωσον αὐτόν». Νά ποιός εἶνε ὁ ἄστατος κόσμος. Καὶ νά γιατί σήμερα κλαίει ὁ Σωτήρας μας Χριστός.

* * *

Εἴδαμε, ἀγαπητοί μου, πῶς ἡ πόλις τῶν Ἰεροσολύμων ὑποδέχτηκε τὸ Χριστό. Κ᾽ ἐμεῖς ὅ­μως τώρα ἑτοιμαζόμαστε νὰ τὸν ὑποδεχθοῦ­με. Μὴ μοιάσουμε, παρακαλῶ, μὲ τοὺς Ἰουδαί­­ους. Ὄχι ἄστατοι καὶ εὐμετάβολοι. Ἀλλὰ τί;
Ἔβγαλαν ἐκεῖνοι ῥοῦχα καὶ τ᾽ ἅπλωσαν νὰ πατήσῃ ὁ Χριστός; Ἐμεῖς νὰ βγάλουμε ἕνα ἄλ­­λο ῥοῦχο, ποὺ λέρωσε τόσον καιρὸ σὰν πουκάμισο πάνω μας, νὰ τὸ ῥίξου­με στὸ πλυν­τήριο νὰ καθαριστῇ, καὶ τὴ Λαμπρὴ νὰ βάλουμε ῥοῦχο καθαρό. Λερωμένο πουκάμισο εἶνε κ᾽ ἡ ψυχή μας, πλυντήριο καὶ δεξαμενὴ μὲ νερὸ καθαρὸ εἶνε τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως. Ὅσο ἁμαρτωλὸς καὶ νά ᾽σαι, ἔλα στὴν ἐκκλησία, ῥίξε τὶς ἁμαρτίες σου μέσα στὴ δεξαμενὴ τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ, κ᾽ ἐκεῖνος θὰ σὲ καθαρίσῃ.
Πρέπει ν᾽ ἀλλάξουμε ῥοῦχο. Οἱ ἀγρότες ξέρουν, ὅτι τὰ φίδια, ποὺ τὸ χειμῶνα πέφτουν σὲ χειμερία νάρκη, τὴν ἄνοιξι ζωντανεύουν καὶ ἀλ­λάζουν ἐπιδερμίδα· γλιστροῦν μέσ᾽ ἀπὸ τρύ­πες καὶ στενὰ περάσματα σὲ τοίχους καί, κα­θὼς στρι­μώχνον­ται, ἀφήνουν ἐκεῖ τὸ «φιδοπουκάμισό» τους, ὅπως λέμε στὸ χωριό μου, γιὰ νὰ βγάλουν καινούργιο δέρμα. Τί μυστήρια ἔχει ἡ φύσι! ὣς καὶ τὰ φίδια ἀνανεώνον­ται τὴν ἄνοιξι. Ναί, ἀλλὰ τὸ φίδι πουκάμισο καὶ δέρμα ἀλλάζει, δόντι ὅμως δὲν ἀλλάζει· κ᾽ εἶνε φαρμακερό. Καὶ ὁ ἄνθρωπος μὴν ἀλλάξῃ μόνο «πουκάμισο», μὴν ἀλλάξῃ ἐπιφανειακά· ν᾽ ἀλ­λάξῃ κυρίως ἡ καρδιά μας, νὰ γίνουμε ἄν­θρωποι τοῦ Θεοῦ, ὅπως μᾶς θέλει ὁ Κύριος, γιὰ νὰ ἑορτάσουμε τὴν Ἀνάστασι.
Ὅσοι ἔχουμε ἁμαρτίες –καὶ ποιός δὲν ἔ­χει–, νὰ δείξουμε μετάνοια καὶ νὰ τρέξουμε στὴν ἐξομολόγησι. Χωρὶς ἐξομολόγησι, δὲν γιορτάζει κανεὶς Πάσχα· οὔτε μπορεῖ νὰ πλησι­άσῃ κανεὶς τὸ ἅγιο ποτήριο, γιατὶ ἡ θεία κοινωνία εἶνε φωτιὰ καὶ καίει.
Καὶ κάτι ἀκόμα. Ὅπως τὰ παιδιὰ στὴν ὑποδοχὴ τοῦ Χριστοῦ φώναζαν «Ὡσαννά», ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς. Ἀλλ᾽ ὄχι μόνο σήμερα στὴν ἐκκλησία νὰ κρατοῦμε βάγια καὶ νὰ λέμε «Ὡσαννά», καὶ κατόπιν αὐτὰ νὰ τὰ λησμονοῦμε. Γιατὶ τότε μοιάζουμε μὲ τοὺς ἄστατους Ἰουδαίους. Καὶ δυστυχῶς πολλοὶ λεγόμενοι Χριστιανοὶ σήμερα μὲν στὴν ἐκκλησία λένε «Ὡσαννά» καὶ «Δόξα σοι, ὁ Θεός», ἀλλὰ μόλις βγοῦν ἔ­ξω βλαστημᾶνε τὸ Θεό. Καὶ οἱ μὲν Ἑβραῖοι μιὰ φορὰ σταύρωσαν τὸ Χριστό, ἐμεῖς ὅμως τὸν σταυρώνουμε χιλιάδες φορές. Ἡ πιὸ μεγάλη ἁμαρτία εἶνε ἡ βλασφημία.
Ἔτσι λοιπόν, μὲ στόμα καθαρό, σῶμα ἁγνό, χέρια τίμια, αἰσθήσεις καὶ λογισμοὺς κεκαθαρ­μένους, «ὅ­σοι πιστοί» (θ. Λειτ.), ἂς ἑτοιμαστοῦμε νὰ ὑποδεχθοῦμε τὸν Κύριο καὶ νὰ ἑ­ορτάσουμε τὸ Πάσχα «ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ» (τελ. Ἀναστ.).
Ἀδελφοί μου, πιστέψτε με. Ἂν κήρυττα χω­­ρὶς νὰ πιστεύω, θὰ θεωροῦσα πιὸ τίμιο νὰ κά­νω μιὰ ἄλλη δουλειά, νὰ γίνω λοῦστρος νὰ γυαλί­ζω παπούτσια. Εἶνε μεγάλη, οὐράνια ἡ πίστι μας. Ὅλα μιὰ μέρα θὰ παρέλθουν, γενεὲς γενε­ῶν, αἰῶνες καὶ χιλιετίες· θὰ καταλυθοῦν βασί­λεια, θὰ λειώσουν βουνά, θὰ ξεραθοῦν ποτάμια, θὰ σβήσουν τὰ ἄστρα. Ἕνας μόνο θὰ μείνῃ, ὁ Χριστός μας· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦ­τε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἀναργύρων Περάσματος – Φλωρίνης τὴν 14-4-1968 πρωί. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 23-3-2021.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.