Αυγουστίνος Καντιώτης



Αυτοκριτικη με τον Δεκαλογο «Ουαι υμιν, γραμματεις & φαρισαιοι υποκριται…» (Ματθ. 23,13 κ.ε.)

date Απρ 27th, 2021 | filed Filed under: ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΣ

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΗ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2371

Μεγάλη Δευτέρα βράδυ (Ματθ. 22,15 – 23,39)
26 Ἀριλίου 2021

Αυτοκριτικη με τον Δεκαλογο

«Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι ὑποκριταί…» (Ματθ. 23,13 κ.ἑ.)

Γραμματεις Φαρισ.Ἀπόψε, ἀγαπητοί μου, ἐνῷ εἶνε βράδυ, τελεῖται ὁ ὄρθρος τῆς Μεγάλης Τρίτης. Ἂς τ᾽ ἀκούσουν αὐ­τὸ οἱ παλαιοημερολογῖται –ποὺ τοὺς συμπα­θῶ–, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει τὸ δικαίω­μα ν᾽ ἀλ­λά­ζ­ῃ τὸ χρό­νο, ὥστε νὰ παρακολουθή­σῃ τὴν ἀκολουθία αὐτὴ κι ὁ ἐρ­γατικὸς κόσμος.
Στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ ἀκούσαμε (βλ. Ματθ. 22,15 – 23,39) ἡ γλῶσσα τοῦ Χριστοῦ μας δι­αφέ­ρει ἀπὸ τὴν ἤρεμη διδακτική, ποὺ ἑλκύει κάθε ἀκροατή. Ἐδῶ ἀλλάζει ὕ­φος. Νομίζεις πὼς ἀ­στράφτει καὶ βροντᾷ ὁ οὐρανός, πέφτουν ἀ­στροπελέκια. Ἐναντίον τίνων; Τῶν φαρισαίων.
Οἱ φαρισαῖοι γνώριζαν κ᾽ ἑρ­μήνευαν τὸ μωσαϊκὸ νόμο, τηροῦσαν τοὺς τύπους, νήστευαν, προσεύχονταν, εἶχαν τὰ κρά­­σπεδα τῶν ἐνδυμά­των τους μέχρι κάτω, παρουσιάζονταν ὡς ἅγιοι. Ἦταν ὅμως; Κάθε ἄλλο· ἦταν ὑποκριταί, κίβδηλ­α νομίσματα, κ᾽ ἔτσι ἀπατοῦσαν τὸ λαό.
Ἐναντίον τους στρέφεται ἐδῶ ὁ Χριστός μας μὲ γλῶσσα – φραγγέλλιο, καὶ λέει· «Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι ὑποκριταί…» (ἔ.ἀ. 23,13-29). Τὰ ἀστροπελέκια εἶνε ὀχτώ.
Νὰ τὰ ἑρμηνεύσουμε; Ἄλλοτε τὰ ἑρμήνευα καὶ τὰ ἐ­­φάρ­μοζα σὲ ὡρισμένες κατη­γορί­ες. Ἕ­να «οὐ­αί» εἶπα θυμᾶμαι στὸ Μεσολόγγι ἐναν­τίον τῶν ἱε­ρέων – τί θύελλα προκά­λεσε! Ἄλλα εἶπα ἐναντίον τῶν θεολόγων, τῶν ἀρχιερέων, τῶν βασιλέων, τῶν δασκάλων – καθηγητῶν, τῶν βουλευτῶν, πολιτευτῶν κ.λπ.. Τώρα ἀλλάζω. Θὰ κάνω τὸν ἔλεγχο ὄχι ἐναντίον τῆς ἄλφα ἢ βῆ­τα τάξεως – παρατάξεως, ἀλλὰ γενικό.

Θὰ μιλήσω μὲ γλῶσσα ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κρο­στάνδης στὸ βιβλίο «Ἡ ἐν Χρι­στῷ ζωή μου», ποὺ λέει· Δὲν θὰ πῶ «οὐαὶ ὑ­μῖν» (μὲ ὕψιλον), ἀλ­λὰ «ἡμῖν» (μὲ ἦτα), δηλα­δὴ «οὐαὶ σ᾽ ἐμᾶς», «ἀλ­λοίμονο σ᾽ ἐμᾶς». Θὰ συμπεριλάβω στὸν ἔ­λεγχο ὅ­λους μας. Θὰ μιλήσω μὲ γλῶσσα ἁγίου Ἀνδρέα Κρήτης στὸν Μέγα Κανόνα, ποὺ λέει· Ἐγώ, Κύριε, εἶμαι ἡ Εὔα, καὶ ἑλκύομαι ἀ­πὸ τὸν καρπὸ τῆς ἁμαρτίας· ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἀδάμ, ποὺ παρασύρομαι ἀπὸ τὴν Εὔα· ἐγὼ εἶμαι ὁ Δαυΐδ, ποὺ ἁμαρτάνω… Ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς θὰ ποῦ­­με· «οὐαὶ εἰς ἡμᾶς», ἀλλοίμονό μας.
Ἂς τ᾽ ὁμολογήσουμε, ἀδελφοί· ὅλοι εἴ­μαστε ὑποκριταί. Μὲ πλησίασαν κάποτε παι­διὰ κα­τηχη­­τικοῦ καὶ ρώτησα· Ποιός ἀπὸ σᾶς εἶνε ὁ κα­λύτε­ρος; Δὲν μιλοῦσαν, ἀλληλοκοιτάζονταν· καθέ­νας τους θεωροῦ­σε καλύτερο τὸν ἑαυτό του!
Γι᾽ αὐτὸ τώρα, μὲ καθρέπτη τὸν Δεκάλογο, τὸν αἰώνιο νόμο τοῦ Θεοῦ, θὰ καλέσω ὅλους καὶ πρῶ­το τὸν ἑαυτό μου, νὰ καθρεπτισθοῦμε· νὰ δοῦμε τὶς κη­λῖδες, τὶς ἁμαρτίες μας.

* * *

«Οὐαὶ» λοιπὸν σ᾽ ἐμᾶς, γιατὶ εἴμαστε παραβάτες τῶν δύο πρώτων ἐντο­λῶν, ποὺ λένε· «Ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου, … οὐκ ἔσονταί σοι θεοὶ ἕτεροι πλὴν ἐμοῦ» (Ἔξ. 20,2-3. Δευτ. 5,6) καί· «Οὐ ποιή­σεις σεαυ­τῷ εἴδωλον, …οὐ προσκυνήσεις αὐ­­τοῖς, οὐ­δὲ μὴ λατρεύσεις αὐτοῖς» (Ἔξ. 20,4-5. Δευτ. 5,8). Δὲν θὰ λατρεύσῃς εἴδωλα, λέει. Φαινομενικὰ πιστεύου­με στὸ Θεό· τὸν ἀντικαταστήσαμε μὲ ἄλλα πρόσω­πα ἢ πρά­γματα, εὐτελῆ ὑποκατά­στατα. Τόσο ἐπιτακτικὴ εἶνε ἡ δίψα γιὰ τὸ Θεό, ὥστε ὅποιος δὲν πιστέψῃ Αὐτὸν θὰ πιστέψῃ στὸν διάβολο. Καὶ σήμερα ἔχει μεγάλη δι­άδοσι ἡ μαγεία καὶ ὁ σα­τανισμός. Γέμισε ὁ κόσμος εἴδωλα· τὸ παιδί, ὁ ἄντρας, ἡ γυναί­κα, τὸ κόμμα – ἐνῷ ἡ Γρα­φὴ λέει «Μὴ πεποίθατε ἐπ᾽ ἄρ­χον­τας, ἐπὶ υἱοὺς ἀν­θρώπων, οἷς οὐκ ἔστι σω­τηρία» (Ψαλμ. 145,3). Θεοποιήσαμε τὸν ἀθλητισμό, τὴ μπάλλα! Κάποιοι γυρίζουν στὴν ἀρ­χαία εἰ­δωλολατρία, ἱ­δρύθηκε κόμμα «Ὀλυμ­πι­σμός». «Οὐαὶ» λοιπὸν σ᾽ ἐμᾶς τοὺς νεοειδωλολάτρες.
Τρίτη ἐντολή. Τί λέει· «Οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίῳ» (Ἔξ. 20,7. Δευτ. 5,11). Πάνω ἀπὸ κάθε ὄνομα, «τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα» (Φιλ. 2,9), εἶνε τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, τοῦ Χριστοῦ· καὶ ὅμως σὲ πόλεις καὶ χωριὰ τὰ θεῖα ὑβρίζον­ται μὲ τὸ χυδαι­ότερο τρόπο. «Οὐαὶ» λοιπὸν σ᾽ ἐ­μᾶς τοὺς βλασφήμους τοῦ αἰῶνος τούτου.
Ἡ τετάρτη ἐντολὴ λέει· «Ἓξ ἡμέρας ἐρ­γᾷ καὶ ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου· τῇ δὲ ἡ­μέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου» (Ἔξ. 20,9-10. Δευτ. 5,13-14). Νὰ ἐργάζεσαι τὶς καθη­μερινές, ἀλλὰ νὰ μὴ βεβηλώ­νῃς τὴν ἡμέ­ρα τῆς Κυριακῆς. Χτύπησε καμ­πάνα; στόπ! Ὅλοι στὴν ἐκκλησία, φτερὰ στὰ πόδια. «Ὡς ἀγαπη­τὰ τὰ σκηνώματά σου, Κύριε τῶν δυνάμεων. ἐ­πι­πο­θεῖ καὶ ἐκλείπει ἡ ψυχή μου εἰς τὰς αὐλὰς τοῦ Κυρίου» (Ψαλμ. 83,2-3). Ἔγινε ὅμως στατιστικὴ ποὺ ἔ­δειξε, ὅτι ἐκκλησι­­άζονται μόλις δύο τοῖς ἑκατὸ (2%), ἐνῷ στὴν Τουρκοκρατία, χωρὶς καμπάνες ὅλοι ἔ­τρεχαν στὴν ἐκκλησία. «Οὐαὶ» λοιπὸν σ᾽ ἐμᾶς ποὺ πο­δοπατοῦμε τὴν ἐντολὴ τῆς Κυριακῆς ἀργίας σὺν τοῖς ἄλλοις καὶ μὲ τὶς πολιτικὲς ἐκλογές.
Ἡ πέμπτη ἐντολή. Μετὰ τὸ Θεὸ ἔρχονται οἱ γονεῖς, ἡ μάνα – ὁ πατέρας, πρόσωπα ἱερὰ ποὺ πρέπει νὰ περιθάλπουμε. Θυμᾶμαι ὅμως ἕνα νέο στὴν Ἀ­θήνα ποὺ ἔκλαι­­γε, γιατὶ χάλασε τὸ συνοικέσιο. Ἡ κοπέλλα πα­ραμονὲς τοῦ ἀρ­ραβώνα τοῦ εἶ­πε· –Μήπως ἔ­χεις στὸ σπίτι παλιὰ ἔπιπλα; –Δὲν καταλαβαίνω, λέει. Κι αὐτή· –Ἐννοῶ ἂν ἔ­χῃς γέ­ρους. –Ἔχω, λέει, πατέρα καὶ μάνα. –Ἄ, δὲν μπαίνω σὲ σπίτι μὲ γέρους… Καὶ τὸ διέλυ­σαν· τὴν ἄ­φησε. Πολὺ καλὰ ἔκανε· ἥρωας! Ἤ­θελε νὰ τοῦ πετάξῃ ἔξω αὐτοὺς ποὺ τὸν γέννησαν. Κτηνώδης κατάστασι. Βλέ­πεις γριές, ποὺ τὰ παιδιὰ τὶς διώχνουν, πᾶνε σὲ γηροκομεῖο, καὶ πεθαίνουν ἐκεῖ ἀπὸ λύπη. «Οὐαὶ» σ᾽ ἐμᾶς, γιατὶ ἀτιμάζουμε τὸ τίμιο γῆρας· χάνουμε τὴν εὐλογία «ἵνα εὖ σοι γένηται, καὶ ἵ­να μακροχρόνιος γένῃ ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἔξ. 20,12. Δευτ. 5,16).
Ἡ ἕκτη (ἢ ἑβδόμη) ἐντολή· «Οὐ φονεύσεις» (Ἔξ. 20,15. Δευτ. 5,19). Καὶ τώρα γίναμε Κάιν. Σὲ δύο παγ­κοσμίους πολέμους καὶ μὲ τὶς ἐκτρώσεις χύθηκε τόσο αἷμα πού, ὅπως λέει ἡ Ἀποκάλυψις καὶ ἡ προ­φητεία τοῦ Ἀγαθαγγέλου, κολύμπησε τὸ ἄλογο στὸ αἷμα ποὺ ἔφτασε ὣς τὰ χαλινάρια (Ἀπ. 14,20). Κι ἂν ἔρθῃ κι ὁ Ἁρμαγεδώνας, ἡ γῆ θὰ γίνῃ σὰν τὴ σελήνη. «Οὐαὶ» σ᾽ ἐμᾶς τοὺς δολοφόνους τῆς ζωῆς μὲ ποικίλους τρόπους.
Ἡ ἑβδόμη (ἢ ἕκτη) ἐντολὴ εἶνε «Οὐ μοιχεύσεις» (Ἔξ. 20,13. Δευτ. 5,18). Ἐδῶ νὰ κλάψουμε. Μοιχεία καὶ διαζύγιο ἦταν ἄγνωστα· τώρα κηλιδώσαμε τὴν ἀμίαντη κοίτη καὶ διαλύουμε οἰκογένειες μὲ τὰ συναινετικὰ ἢ αὐτόματα δι­αζύγια. Ἐσχα­τόγεροι πετᾶνε γυναῖκα μὲ παιδιὰ καὶ παίρνουν νεαρὲς ἀνδροχωρίστρες. Ἡ μοιχεία δὲν θεωρεῖται πταῖσμα, ἡ πορνεία λέγεται φιλία. «Οὐαὶ» σ᾽ ἐμᾶς τοὺς μοιχοὺς καὶ μοιχαλίδες.
Ἡ ὀγδόη (ἢ 7η) ἐντολή· «Οὐ κλέψεις» (Ἔξ. 20,14. Δευτ. 5,19), μὴν ἀγγίξῃς ξένο πρᾶγμα. Καὶ ἔγινε ῥη­μαδιὸ ἡ πατρίδα μας κ᾽ ἐμεῖς ῥεζίλι στὸν κόσμο. Ἁρπακτικὰ ὄρνεα κλέβουν· κι ὁ Ὄλυμ­πος ἀ­κόμα ἂν ἦταν χρυσάφι, θὰ τὸν τρώγαμε, θὰ τὸν ἰσοπεδώναμε. Σὲ ξένα λεξικὰ στὴ λέξι Γκρέκ (Greek) = κλέφτης. «Οὐαὶ» σ᾽ ἐμᾶς.
Ἡ ἐνάτη ἐντολὴ λέει «Οὐ ψευδομαρτυρή­σεις» (Ἔξ. 20,16. Δευτ. 5,20)· μὴν πῇς καὶ μὴν ὁρκιστῇς ψέματα ἁπλώνοντας καὶ τὸ βρωμερό σου χέρι πάνω στὸ Εὐαγγέλιο. Λειτουργεῖ σήμερα δικαιοσύνη; Ὄχι ὅτι δὲν ἔχουμε δικαστὰς καὶ ἀ­στυνομικοὺς εὐσυνειδήτους, ἀλλ᾽ ὅτι οἱ μάρ­τυρες ψεύδονται. Ποῦ νὰ στηριχθοῦν οἱ δικα­σταί; Κ᾽ ἔτσι ἀθῷοι εἶνε στὶς φυλακές, καὶ δολοφόνοι περπατοῦν ἐλεύθεροι. «Οὐαὶ» σ᾽ ἐμᾶς τοὺς ψευδομαρτυροῦντας ἐνώπιον Κυρίου.
Καὶ μὲ τὴ δεκάτη ἐντολὴ ὁ Δεκάλογος κολάζει ὄχι μόνο τὴν κακὴ πρᾶξι, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ τὴν κακὴ ἐπιθυμία· «Οὐκ ἐπιθυμήσεις», λέει· δὲν θὰ ἐπιθυμήσῃς· Ἄχ νὰ τό ᾽χα αὐτὸ ἢ ἐκεῖ­νο!… Ἀρκέσου σ᾽ αὐτὰ ποὺ σοῦ δί­­νει ὁ Θεός, τὰ ἀναγκαῖα· τὰ παραπάνω εἶνε ἁρπαγή, κακία, φθόνος. Νὰ χαίρεσαι τὴν εὐημερία τοῦ ἄλ­λου. Δυστυχῶς ὅμως λυποῦνται, σκοτεινιά­ζουν, φθονεῖ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. «Οὐκ ἐπιθυμήσεις ὅ­σα τῷ πλησίον σού ἐστι» (Ἔξ. 20,17. Δευτ. 5,21). Ξερρίζωσε καὶ τὴν κακὴ ἐπιθυμία· «ἔκκλινον ἀπὸ κακοῦ καὶ ποίησον ἀγαθόν» (Ψαλμ. 33,15).

* * *

Ἐάν, ἀγαπητοί μου, σήμερα ἔλεγα «Οὐαὶ ὑ­μῖν» μεγά­­λοι καὶ τρανοί, θὰ λέγατε «Καλὰ τοὺς τά ᾽πε!». Τώρα, ποὺ συμ­περιέλαβα στὴν ἐνοχὴ ὅ­λους, θὰ ποῦμε ἆραγε «Ἐ­γὼ εἶμαι ὁ ἔ­νοχος, σ᾽ ἐμένα πρέπει τὸ φραγγέλλιο»;
Πάντοτε νὰ ἔχουμε μετάνοια· ἰδιαιτέρως ὅ­­μως τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες νὰ ἔχουμε καὶ ἐξ­ομολόγησι. Κ᾽ ἐγὼ σήμερα πῆγα κ᾽ ἐξωμολο­γή­θηκα. Δὲν μποροῦμε νὰ ζήσουμε χωρὶς πνευματικό. Ὁ Θεὸς θὰ μᾶς δικάσῃ ὄχι γιατὶ ἁμαρτάνουμε, ἀλλὰ γιατὶ δὲν μετανοοῦμε, κ᾽ ἔχουμε τὴν αὐταπάτη ὥστε νὰ λέμε «Ἐγὼ εἶμαι ὁ κα­λύτερος». Τί καλύτερος! Πέρασε τὸν ἑαυτό σου ἀπὸ τὶς «ἀκτῖνες Ραῖντγκεν», νὰ δῇς τί διαφθορὰ ὑπάρχει στὰ βάθη μας.
Ἂς καλλιεργήσουμε τὴν αὐτοκριτική, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἐξομολόγησι. Ἐλᾶ­τε νὰ δοῦμε τί κάναμε· τηρήσαμε τὶς ἐντολές, ἢ τὶς καταπατήσαμε; Δὲν εἶνε ἀνάγκη νὰ μᾶς τὸ πῇ αὐτὸ ἕνας ψυχολόγος ἢ φιλόσοφος ἢ συγγραφέας· μᾶς τὸ λέει τὸ Εὐαγγέλιο. Ἂς ἔχουμε βαθὺ τὸ αἴ­σθημα τῆς αὐτομεμψίας, ποὺ ἐκφράζει τὸ τρο­πάριο τῆς Κασσιανῆς· ἂς ποῦμε κ᾽ ἐμεῖς «Ἁ­μαρτιῶν μου τὰ πλήθη …τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;» (δοξ. ἀποστ. αἴνων Μ. Τετ.).
Ἔτσι θ᾽ ἀξιωθοῦμε νὰ βροῦμε κ᾽ ἐμεῖς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 9-4-1990 Μ. Δευτέρα βράδυ. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 3-4-2021.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.