Αυγουστίνος Καντιώτης



Η πολις ερημος και η ερημος πoλις

date Αυγ 6th, 2022 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΘ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2494

Κυριακὴ Η΄ Ματθαίου (Ματθ. 14,14-22)
7 Αὐγούστου 2022
Του Μητροπολὶτου Φλωρινης π. Αυγουστίνου

Η πολις ερημος και η ερημος πoλις

«Προσῆλθον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· Ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος» (Ματθ. 14,15)

fthinopwro-zwdia_bΟἱ πόλεις τῆς πατρίδος μας, ἀγαπητοί μου, στὴν ἐποχή μας προώδευσαν οἰκονομικῶς· ἀλλ᾽ ἀπὸ πλευρᾶς πνευ­ματικῆς καὶ ἠθικῆς ποῦ βρίσκονται; Ἐὰν στοὺς ἄλλους τομεῖς ποῦμε ὅτι βαθμο­λογοῦνται μὲ ἄ­ριστα, στὸν τομέα τῆς χριστια­νι­κῆς πίστε­ως καὶ ζωῆς ἔχω πολλὲς ἀμ­φιβολί­ες. Ὁ Χριστὸς εἶπε· Δὲν θὰ σωθῇ ὅποιος μοῦ λέει Κύριε Κύριε, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ κάνει τὸ θέλημα τοῦ οὐ­ρανίου Πατρός μου (Ματθ. 7,21).
Ἐμεῖς ἐκτελοῦμε ἆραγε τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου; ὑπάρχει χριστιανοσύνη στὶς οἰκογένειες, στὴν κοινωνία μας; Ἐδῶ εἶνε τὸ μεγάλο ἐ­ρώτημα. Δυστυχῶς κινδυνεύουμε νὰ καταν­τήσουμε Σόδομα καὶ Γόμορρα. Καὶ τὸ τέλος ποιό θὰ εἶνε; Χτίζουμε σπίτια, ἐργο­στάσια, κέν­τρα ψυχαγωγίας, τράπεζες, ἐμπορικὰ κέν­τρα, προ­οδεύουμε σ᾽ αὐτά. Καὶ στὰ Σόδομα προώδευαν σὲ πλοῦτο καὶ εὐμάρεια, ποιό ὅ­μως ἦταν τὸ τέλος; Ἐμένα ῥωτᾶτε; Ἀνοῖξτε τὴ Γραφή, τὴν Ἀ­ποκάλυψι, νὰ δῆτε· φωτιὰ καὶ θειάφι! Καὶ φρικτὸ εἶνε πάντα τὸ τέλος κοινωνιῶν καὶ ἐ­θνῶν ποὺ βαδίζουν τὴν ὁδὸ τῆς ἀποστασίας.
Λέει ἡ Ἀποκάλυψις, ὅτι ἡ γῆ θὰ ἐρημωθῇ (βλ. Ἀπ. 17,16 & 18,17). Θὰ πῶ κάτι ὡς παράδειγμα – μὴ φοβη­­θῆτε.

Ὑποθέστε, ὅτι μιὰ νύχτα ἢ πρωὶ –ἄ­γνω­στο– ἡ πόλι σας ἀδειάζει· ἐρημώνουν μαγαζιά, κέντρα, δρόμοι, ἐργοστάσια…, δὲν μένει ψυχή, καὶ ὅλοι φεύγουν μακριὰ σὲ σπηλιές.
–Μὰ γίνεται σήμερα αὐτὸ ποὺ λές; Ἔγινε! Πότε; Τὸ εἶδα μὲ τὰ μάτια μου τὸ 1941. Ἤ­μουν στὴν Πάτρα. Ἦρθαν τὰ ἰταλι­κ­ὰ ἀεροπλάνα, ἔρ­­ριξαν βόμβες, ἔκαναν κιμᾶ ἑκατὸ – διακόσους ἀνθρώπους. Γέμισαν αἵματα οἱ δρό­μοι· ἔβλεπες ἀλλοῦ κεφαλάκια παιδιῶν, ἀλλοῦ γυναῖ­κες γυμνές, ἀλ­λοῦ νέους κομμάτια… Τὴν ἄλ­λη μέρα ἡ πόλις ἐ­ρήμωσε, δὲν ἔβλεπες ἄνθρω­πο. Τὴ νύχτα ἄκουγες μόνο τὶς ἀρβύλες τῶν στρατιωτῶν ποὺ ἀναχωροῦσαν γιὰ τὸ μέτωπο. Μέ­σα σὲ μιὰ νύχτα ἡ πόλις τῶν ἑκατὸ χιλιά­δων κατοίκων ἄδειασε. Τὸ ἴ­διο καὶ ἄλλες πόλεις.
Νά πῶς μπορεῖ νὰ ἐρημώσουν οἱ πόλεις καὶ νὰ μείνουν μόνο σκυλιὰ καὶ γατιά. Ὦ Θεέ μου! θὰ ἐ­ρημωθῇ ὁ κόσμος. Τὸ βεβαιώνει ἡ Γραφή (βλ. Λευϊτ. 26,22. Σ. Σολ. 5,23. Σ. Σειρ. 16,4· 21,4. Ἠσ. 6,11· 24,6-13· 34,8-11· 60,12. Ἰερ. 33,9).
–Μὰ τί λὲς σήμερα; ἦρθες νὰ σκορπίσῃς ἀν­ησυχία;… Ὄχι, ἀ­δελφοί μου. Τὸ εἶπα σὰν παράδειγμα. Πότε ἀδειάζει μιὰ πό­λις; ὅταν γί­νῃ ἐ­πιδρομὴ βαρβάρων, σεισμός, ἂν πιάσῃ φωτιά, ἂν πέσῃ ἐπιδημία, ἂν συμβῇ ἐμ­φύλιος πό­λεμος. Γι᾽ αὐτὸ παρακαλοῦμε τὸ Θεὸ νὰ μᾶς σώσῃ ἀπ᾽ ὅλα αὐ­τά. Ὑ­πάρχει ὅμως καὶ μιὰ ἄλλη περίπτω­σι, αὐ­τὴ ποὺ λέει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Τί λέει;

* * *

Μιὰ μεγάλη πόλις ἀλλὰ καὶ χωριὰ ἄδειασαν· πῆγαν ὅλοι πεζῇ μακριά, σαράντα χιλιόμετρα, μέσα στὴν ἔρημο. Μὰ γιατί; ἔγινε κάτι δυσάρε­στο; Ὄχι δυσάρεστο· ἔγινε κάτι εὐχάριστο. Ὅ­λο αὐτὸ τὸ πλῆθος, μικροὶ – μεγάλοι, βγῆκαν σὰν χείμαρρος στὴν ἐρημιά – νὰ κάνουν τί; τί ἦταν ἐκεῖ πέρα; Ὤ τί ἦταν· ἦταν ὁ Χριστός! Ἐκεῖ­νος τράβηξε ἐκεῖ σὰν μαγνήτης ὅλο τὸν κόσμο. Καὶ τότε συνέβη τὸ παράδοξο· ἡ πόλις ἐρήμωσε καὶ ἡ ἔρημος γέμισε κόσμο!
–Μὰ τί ἤθελε ὁ Χριστὸς στὴν ἔρημο; ἦταν τύπος ἀντικοινωνικός, ἀπέφευγε τὸν κόσμο; Κάθε ἄλλο. Ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν ὅπως οἱ ἀσκηταὶ τοῦ Θιβέτ. Ἀγαποῦσε τοὺς ἀνθρώπους, ζοῦ­σε μέ­σα στὴν κοινωνία, κοντὰ στὶς οἰκογένειες, στοὺς ψα­ρᾶδες, στὰ παιδιά, στοὺς γέρους, στοὺς ἀρρώστους, στοὺς φτωχούς, στοὺς δυσ­τυχι­σμένους· ἦταν ὁ κοινω­νικώτερος τῶν ἀνθρώπων.
–Καὶ τώρα γιατί πῆγε στὴν ἔρημο καὶ τὸν ἔ­χασαν καὶ κουράστηκαν τόσο νὰ τὸν βροῦν; Ἐμένα ῥωτᾶτε; Τί ἑορτά­ζουμε στὸ τέλος Αὐ­γούστου; τὴν ἀποτομὴ τῆς κεφαλῆς Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Γι᾽ αὐτὸ πῆγε στὴν ἔρημο. Πῆγε νὰ πενθήσῃ, νὰ κλάψῃ! Ὅπως ὅλοι ξέρετε, μιὰ αἰ­σχρὴ γυναίκα ἐξώθησε τὸν βασιλέα Ἡρῴδη καὶ αὐτὸς ὅπως ὁ χασάπης σφάζει τὸ ἀρνὶ ἀποκεφάλισε τὸν «ἔνσαρκον ἄγ­γελον». Γιατί; Διότι τὸν ἤ­λεγχε. Δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται, ἔλεγε, νὰ συ­ζῇς μὲ «τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου» (Ματθ. 14,4. Μᾶρκ. 6,18). Ὅταν λοιπὸν ὁ Χριστὸς ἄκουσε τὸ θλιβε­ρὸ αὐτὸ γεγονός, πῆρε τοὺς μαθητάς του καὶ ἔ­φυγε στὴν ἔρημο.
Πολλὲς φορὲς ἡ ἔρημος εἶνε γλυκύτερη καὶ ἀ­σφαλέστερη ἀ­πὸ τὴν πόλι. Ἐκεῖ βέβαια ζοῦν ἄ­γρια θηρία, μὰ στὶς πόλεις ὑπάρχουν ἄν­θρωποι ἀ­γριώτεροι ἀπ᾽ αὐτὰ. Στὴν ἐποχή μας μάλιστα ὁ ἄν­θρωπος ἔγινε θηρίο ἐπιστημονικό· μὲ ἕνα κου­μπὶ ῥίχνει φιάλες Ἀποκαλύψεως καὶ ἀφανίζει πολιτεῖες ὁλόκληρες. Στὴν ἔρημο λύκοι καὶ λιοντάρια ἀναγνώριζαν τὸ Χριστό, ἔρχον­ταν κοντά του σὰν ἀρνάκια· ἀλ­λὰ μέσα στὰ Ἰε­ροσόλυμα οἱ ἄλλοι λύκοι τοῦ ἑτοίμαζαν σταυρό. Δὲν σταυρώθηκε στὴν ἔρη­μο ὁ Κύριός μας, στὶς στάνες καὶ στὰ χωριά· σταυρώθηκε μέσα στὴ μεγάλη πόλι, ἐκεῖ ποὺ δροῦν οἱ «μορφωμέ­­νοι» λῃσταί, ἐκεῖ ποὺ ἀ­σκεῖται ἀν­ενόχλητα ἡ νόμιμη λῃστεία, καὶ καμμιά ἀστυνομία δὲν μπορεῖ νὰ κλείσῃ τὰ …εὐ­πρεπῆ λῃ­σταρχεῖα.
Πῆγε στὴν ἔρημο. Ναί. Μὰ πόσες φορὲς καὶ ὁ ἄντρας, ὅταν ἔχῃ γυναῖκα κακιά, «γλωσσώδη» (Παρ. 21,19. Σ.Σειρ. 25,20), δὲν τρέμει νὰ πάῃ στὸ σπίτι; Εἶδα ἄν­τρα στὴν Ἀ­θήνα πού, ἐνῷ εἶχε θαυμάσιο σπίτι, πέντε νύχτες κοιμόταν στὸ παγ­κάκι. Προτιμῶ νὰ κατοικῶ μὲ τὰ θεριὰ παρὰ μὲ κακοὺς καὶ διεστραμμένους ἀνθρώπους.
Στὴν ἔρημο λοιπὸν πῆγε τώρα ὁ κόσμος γιὰ τὸ Χριστό. Τί ἤθελαν; Ἄλλοι νὰ τὸν δοῦν. Ἄλ­λοι νὰ τὸν ἀκούσουν, ἀφοῦ ἔλεγαν «Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄν­­θρωπος» (Ἰω. 7,46). Ἄλλοι ἔφεραν ἀρρώστους γιὰ θεραπεία. Καὶ ὁ Χριστός, ποὺ ζητοῦ­σε ἡσυχία νὰ κλάψῃ τὸν Ἰωάννη καὶ νὰ προσ­ευχη­θῇ στὸν Πατέρα του, τοὺς ἔ­διω­ξε; τοὺς εἶπε φύγετε; Ὄχι, ἀλ­λά τί· «Σπλαχνίζομαι αὐτὸ τὸ λαό» (Ματθ. 15,32. Μᾶρκ. 8,2)· εἶνε «κοπάδι χω­ρὶς τσο­πᾶνο» (Ματθ. 9,36. Μᾶρκ. 6,34).
Κι ἀφοῦ θεράπευσε τοὺς ἀρρώστους, μετὰ ὅ­λοι τέντωσαν τ᾽ αὐτιὰ ν᾽ ἀκούσουν τὰ λόγια του, τὴ φωνὴ τοῦ οὐρανοῦ. Καὶ ἄκουγαν, καὶ ἄ­κουγαν· Καὶ πέρασαν ὧρες, ἄρχισε νὰ βραδιά­ζῃ. Σὲ λίγο θὰ νύχτωνε. Μὰ αὐτοὶ νηστικοὶ τὸν ἄκουγαν. Ποτέ νὰ μὴν τελειώσῃ! εὔχονταν. Καὶ ὅταν βράδια­σε, ὁ Χριστὸς δὲν τοὺς ἄφησε νηστικούς. Ἔκανε θαῦμα. Ποιό θαῦμα; Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, δικαίωμά τους· ἐμεῖς πιστεύουμε. Λένε οἱ μαθηταί· –Δάσκαλε, ἄσ᾽ τους τώρα νὰ φύγουν, νὰ πᾶνε νὰ βροῦν κάτι νὰ φᾶνε. –Δῶστε τους ἐ­σεῖς νὰ φᾶνε. –Μὰ δὲν ἔχουμε τίποτε ἄλλο ἐκ­τὸς ἀπὸ πέντε ψωμιὰ καὶ δύο ψάρια. Ἀκοῦτε τί τρόφιμα εἶχε μαζί του ὁ Χριστὸς μὲ τοὺς μαθητάς του; Ὅλα διδά­σκουν· πέντε ψωμιὰ καὶ δυὸ ψάρια. Τὰ ψωμιὰ τί ἦταν; κρίθινα, λέει ἄλ­λος εὐ­αγγελιστὴς σὲ παρόμοια περίπτωσι (βλ. Ἰω. 6,13). Τρῶ­τε ἐσεῖς κριθαρένιο ψωμί; Ἄχ κόσμε καλομαθημένε! σοῦ πέταξαν τὴν καραμέλλα «καταναλωτικὴ κοινωνία», καὶ τὴν πιπιλίζουν ὅλοι. Δηλαδή· καλὸ φαΐ, ἀνέσεις, εὐκολίες, πολυτέλειες. Ὅ­σο πιὸ πολλὰ ξοδεύουν, τόσο πιὸ προωδευμένοι θεωροῦνται! Αὐτὸ λέγεται πρόοδος. Μὰ τέτοια δὲν ἦταν καὶ ἡ κοινωνία τῶν Σοδόμων; κοινωνία καταπτώσεως. Ὁ Χριστὸς ὅμως ἔτρωγε κρίθινο ψωμί, γιὰ νὰ μᾶς πῇ, ὅτι πρέπει ν᾽ ἀγαποῦμε τὴ λιτότητα, τὴν ἁπλότητα.
Ἕνας ὁδοκαθαριστὴς στὴ Φλώρινα μοῦ εἶ­πε· Ἄχ, παπούλη μου, βλέπω ὅτι θά ᾽ρθῃ πεῖ­να. Κάθε μέρα ἀδειάζω κάδους, καὶ βλέπω νὰ πετᾶνε ψωμιά, τόννους ψωμιά· ἐνῷ στὶς Ἰνδίες καὶ στὴν Οὐγκάντα ἄνθρωποι πεθαίνουν ἀπὸ πεῖνα… Θὰ παρέλθῃ ἡ περίοδος τῆς καταναλωτικῆς κοινωνίας, τῶν παχειῶν ἀγελάδων, καὶ μετὰ ἔρ­χεται ἡ ἄλλη κοινωνία (πρβλ. Γέν. 41,53-57). Ὄχι μόνο στὴν Ἑλ­λάδα ἀλλὰ καὶ στὴν Ἀμερικὴ θ᾽ ἀκοῦς «Λιμῷ ἀ­πόλλυμαι», πεθαίνω ἀπὸ τὴν πεῖνα (Λουκ. 15,17). Ἂν εἶχα ἐξουσία, θὰ ἔκλεινα τὰ κέντρα τῆς ἀσωτί­ας. «Ἄρτον καὶ θεάματα» θέλει ἡ διεφθαρμένη ἐποχή. Κλεῖστε τὰ κέντρα τῆς διαφθορᾶς!
Ὁμιλῶ εὐθαρσῶς ἐνώπιον πάντων, γιατὶ ὡς ἐπίσκοπος ἔχω εὐθῦνες. Καὶ προλέγω, ὅτι σὲ λίγο θὰ ποῦμε «Λιμῷ ἀπόλλυμαι». Ὤ ψω­μὶ κριθαρένιο! Προτιμῶ νὰ φάω μαζὶ μὲ τὸ Χριστὸ ψωμὶ κρίθινο, παρὰ μὲ τὸν διάβολο ψωμὶ ἐκ­λεπτυσμένο μὲ βούτυρο· καὶ προτιμῶ νὰ πιῶ μαζὶ μὲ τὸ Χριστὸ ξίδι, παρὰ τὰ ἡδύποτα τῆς ἁμαρτίας. Ἔ­τσι μᾶς διδάσκει τὸ Εὐαγγέλιο.
Τελειώνω. Ὁ Χριστὸς εὐλόγησε τὰ πέντε ἐ­κεῖνα ψωμιὰ καὶ ἔφαγε στὴν ἔρημο μιὰ πόλις σὰν τὴν Πτολεμαΐδα. Χιλιάδες ἔφαγαν, χόρτασαν, καὶ περίσσεψαν τόσα κλάσματα ὥστε γέμισαν δώδεκα κοφίνια. Τί σημαίνει αὐτό; Παραπάνω ἀπὸ τὸ χρῆμα ποὺ κυνηγᾷς, εἶνε ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ. Νὰ μᾶς εὐλογήσῃ ὁ Χριστός! Καὶ τότε –τὸ πιστεύετε; ἐγὼ τὸ πιστεύω– χῶμα θὰ πιάνῃς, μάλαμα θὰ γίνεται. Ἀλλ᾽ ἐὰν δὲν ἔχῃς τὴν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ, τότε καὶ οἱ πέτρες θὰ γίνουν φίδια νὰ μᾶς φᾶνε.
Οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι ἦταν ἄξιοι τῆς εὐλογί­ας του. «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ» (Ψαλμ. 33,11). Ἂν εὐ­λογήσῃ ὁ Χριστός, τότε ἕνας βόλος χῶμα τρέφει λαὸ ὁλόκληρο· χωρὶς τὴν εὐλογία του καὶ οἱ μεγαλύτεροι σιτοβολῶνες μένουν ἄκαρποι.

* * *

Πιστεύετε, ἀδελφοί μου! πιστεύετε, ὅτι πάνω ἀπ᾽ ὅλα εἶνε ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἡ εὐλογία του εἶνε ἐκεῖ ποὺ οἱ ἄνθρωποι ζοῦν μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅπου ὅμως καταπα­τοῦν τὸ θεῖο θέλημα, ὅπου ἀκούγεται βλασφη­μία, ἐκτρώσεις, μοιχεία, πορνεία, κλοπή, ἀδικία, ἐκμετάλλευσι, ἀσωτία, χαρτοπαιξία, ἔριδες, μάγια καὶ ὅλα τὰ δαιμονικά, ἐκεῖ ὑπάρχει ὄχι εὐλογία, ἀλλὰ –μία λέξι ποὺ τρέμω νὰ τὴν πῶ– κατάρα. «Πορεύεσθε ἀπ᾽ ἐμοῦ οἱ κατηρα­μένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον…» (Ματθ. 25,41).
Ἂς ὑπομένουμε, ἂς εἴμαστε συνετοί, ἂς ἔ­χουμε συναίσθησι. Τὸ ρολόι τοῦ κόσμου δείχνει δώδεκα παρὰ πέντε· λίγη διορία ἔχουμε. Μιά ἐλ­πίδα ὑπάρχει νὰ σωθοῦμε· ἡ ἐλπίδα μας εἶνε στὴν Κυρία Θεοτόκο. Ἡ Παναγία μας, ἡ φιλό­στορ­γη μάνα ποὺ μᾶς σκέπασε καὶ μᾶς προ­στάτευσε, ἡ Παναγία μας, γιὰ τὴν ὁ­ποία κ᾽ ἐ­μεῖς χτίσαμε τὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σκέπης στὴν Πτολεμαΐδα, εἰς τι­μὴν καὶ δόξαν αἰ­ωνίαν της, ἂς μᾶς ἐλεήσῃ, ἂς μᾶς εὐσπλαχνισθῇ καὶ ἂς στείλῃ τὸ πλούσιο ἔλεος στὸν κόσμο· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Σκέπης Πτολεμαΐδος τὴν 12-8-1973 τὸ πρωί. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 7-7-2022.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.