ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΕ, ΔΕΝ Σ’ ΑΛΛΑΖΩ
ΣΑΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΕ ΘΑΥΜΑΖΩ !
Ποιημα τoῦ σεβάσμιου ἱερέως Ιωάννου Νικολοπούλου

Αφού μ’ εγκαταλείψανε Παπάδες και Δεσπότες,
πού από Γκεσέμια* γίνανε πανάθλιες, γκιόσες* κότες,
τού Αυγουστίνου έτρεξα τον τάφο να φιλήσω,
με τη δική του την ευχή, προβλήματα να λύσω.
Πρωτόειπα. Τίμιε Γέροντα, για πές μου, τί είχες κάνει
στή Ρούμελη, στα Γρεβενά, Φλώρινα και Κοζάνη
κι’ ή Μάνα μας ή Εκκλησιά, «Άγιο» δεν σ’ έχει κάνει;
Κι’ από το μνήμα ένιωσα μία φωνή να βγαίνη
και μέχρι τά μεσούρανα ψηλά να ανεβαίνη.
Παπά μου, δόξες και τιμές στον κόσμο δεν εζήτησα.
Γι’ αδικημένους και φτωχούς πάντοτε εξαγρύπνησα.
Ωσάν το φίδι απέφευγα πάντα κάθ’ αμαρτία*.
Την τυραννία απόδιωχνα, σκόρπαγα ελευθερία.
Δε συμβιβάστηκα ποτέ με την παρανομία,
Παρέμεινα αδιάλλακτος μέσα στην Κοινωνία.
Στα ιερά καθήκοντα ήμουν έν μετανοία.
Άρτον οκνόν δεν έφαγα*. Μακράν ή ακηδία*.
Ό Άρχοντας τής Πίστης μου, «φωτιά ήρθε ν’ ανάψη»*,
Γι’ αυτό κι’ εγώ δε δίστασα, πλάϊ να έχω κάψει
ό,τι σαπρό εφύτρωνε, αντίθετο απ’ την τάξη,
το ήθος, τήν ευπρέπεια.
Έμπρακτα κάθε αρετή να είν’ έν παρατάξει.
Κανόνες κι’ Ευαγγέλιο είχα στην αγκαλιά μου.
Μ’ αυτά τά δυό -πνευματικά- έθρεψα «τά παιδιά μου»*.
Ποτέ δεν εκατάντησαν στα πόδια «πατητήρι»! Read more »