ΜΙΑ ΔΙΚΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ ΠΟΤΕ, ΓΙΑΤΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΘΗΚΕ Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΤΟΝ ΜΑΡΤΥΡΑ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΕΩΣ ΚΑΙ EIΔΕ ΣΥΣΣΩΜΟ ΤΟΝ ΛΑΟ ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΜΑΖΙ ΤΟΥ



«ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΣΠΙΘΑΣ, Φ.243, Δεκ. 1961
Τοῦ Μητροπολιτου Φλωρίνης π. Αὐγουστινου Καντιώτου
ΠΡΩΤΟΦΑΝΗΣ ΔΙΑΣΤΑΣΗ, ΜΕΤΑΞΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
ΣΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ!
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΛΕΓΕ˙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΙΝΗ ΔΙΚΗ, ΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΙ ΚΑΙ Ο ΛΑΟΣ ΦΩΝΑΖΕ· ΘΕΛΟΥΜΕ ΝΑ ΓΙΝΗ ΔΙΚΗ!
Μία ὡραία πόλις
Μία ἑλληνικὴ πόλις, ἡ ὁποία καὶ μόνον μὲ τὸ ὄνομά της διαλαλεῖ τὴν Ὀρθοδοξίαν, εἶνε ἡ πόλις Κατερίνη, ὀρθότερον δὲ Αἰκατερίνη, ὅπως φέρεται εἰς τὰ παλαιότερα βιβλία καὶ χάρτας.
Ἡ πόλις αὕτη, διὰ νὰ κατατοπίσωμεν ὀλίγον γεωγραφικῶς καὶ ἱστορικῶς τὸν φίλον ἀναγνώστην, εὑρίσκεται ἐπὶ μικρᾶς γονίμου Μακεδονικῆς πεδιάδος, ἡ ὁποία ἀρχίζει ἀπὸ τὰς ὑπωρείας τοῦ Ὀλύμπου καὶ φθάνει μέχρι τῶν ἀκτῶν τοῦ Αἰγαίου πελάγους. Ὁ ἐπισκέπτης βλέπει ἀπὸ τὴν πόλιν τὸν ὑπερήφανον γέρο-Ὄλυμπον νὰ φορῆ πάντοτε τὴν ἄσπρη σκούφια του, νὰ ἔχη τὴν κορυφήν του σκεπασμένην μὲ τὸ χιόνι, καὶ μὲ τὴν ἰδδικήν του γλῶσσαν νὰ ὁμιλῆ εἰς κάθε χριστιανικὴν ψυχὴν καὶ διὰ τῆς θέας τῆς χιόνος νὰ ὑπενθυμίζη τὸ ψαλμικόν˙ «Κύριε! Πλυνεῖς με καὶ ὑπὲρ χιόνα λευκανθήσομαι˙ Κύριε! Εἶμαι ἁμαρτωλός, μαῦρος ὡς τὰ πτερὰ τοῦ κόρακος. Πλῦνέ με καὶ πάλιν πλῦνέ με διὰ τῶν δακρύων τῆς μετανοίας καὶ θὰ γίνω ἄσπρος περισσότερον ἀπὸ τὸ χιόνι». Ναί, ἀγαπητοί μας, ἔτσι λευκὴ καὶ ἀμόλυντος θὰ ἔπρεπε νὰ εἶνε ἡ ψυχή μας. Ἔτσι λευκὴ καὶ ἀμόλυντος, ὅπως ἡ κορυφὴ τοῦ οὐρανογείτονος Ὀλύμπου, θὰ ἔπρεπε νὰ εἶνε ἡ ἀγαπητή μας Πατρίς. Πρὸς τὰ ἄστρα, πρὸς τὴν ἠθικὴν τελειότητα θὰ ἔπρεπε νὰ βαίνωμεν ὡς ἄτομα καὶ ὡς ἔθνος.
Ἡ Κατερίνη εἰς τὰς ἀρχὰς τοῦ παρόντος αἰῶνος ἦτο μία πολίχνη, ἡ ὁποία μόλις ἠρίθμει 5.000 κατοίκων. Ἦτο δὲ ὑπὸ τὴν κυριαρχίαν τῆς ἡμισελήνου. Ἡ ζωὴ τῶν ὑποδούλων σκληρά, ἀφόρητος. Ἀσφάλεια οὐδαμοῦ. Ἡ πρὸς Θεσσαλονὶκην ἄγουσα ὁδός, ὁδὸς αἵματος. Κλοπαὶ καὶ φόνοι καὶ ληστεῖαι ἠκούοντο συχνά. Ἡ εὐφορωτάτη πεδιάς, διηρημένη εἰς τσιφλίκια, ἀνῆλεν εἰς τοὺς Τούρκους. Οἱ ραγιάδες ὡς κτήνη εἰργάζοντο εἰς αὐτά. Οἱ μπέηδες καὶ οἱ ἀγάδες ἔπινον μακαριώτατα τὸν ναργιλέν των καὶ ἔβλεπον γλυκὰ ὄνειρα. Ἡ πόλις, ὅπως καὶ πᾶσα πόλις καὶ χωρίον τῆς Μακεδονικῆς γῆς, ἀνεστέναζε κάτω ἀπὸ τὸ πέλμα τῶν βαρβάρων κατακτητῶν. Ἀλλʼ εὐλογητὸς ὁ Θεὸς τῶν πατέρων καὶ αἰνετὸν καὶ ὑπερδεδοξασμένον τὸ ὄνομα Αὐτοῦ εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀνέτειλε διὰ τὸν τυραννούμενον λαὸν τὸ χρυσοῦν τῆς ἐλευθερίας ἔτος. Ἦτο τὸ 1912. Γενναῖα τῆς Ἑλλάδος παιδιά, στρατιῶται τῆς ἑβδόμης Μεραρχίας, τῆς ὀνομασθείσης διὰ τὴν ὁρμητικότητά τῆς πτερωτῆς, διέβησαν τὰ σύνορα, ἔθραυσαν τὴν ἀντίστασιν, διῆλθον τὰ πατρώνυμα στενὰ τῆς Πέτρας, ἀκάθεκτοι ὥρμησαν πρὸς τὴν πεδιάδα καὶ μίαν ὡραίαν πρωίαν, ποὺ ἔλαμπεν ὁ καθαρώτατος ἥλιος, τὴν πρωίαν τῆς 16 Ὀκτωβρίου 1912 ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς εἰσῆλθεν εἰς τὴν πόλιν˙ ἡ ἡμισέληνος κατεβιβάσθη˙ ἡ σημαία τοῦ σταυροῦ ὑψώθη ἐν μέσω φρενίτιδος ἐνθουσιασμοῦ, χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως ἀπεριγράπτου τῶν κατοίκων, οἱ ὁποῖοι μετὰ τέσσαρας αἰῶνας στυγερᾶς δουλείας ἔβλεπον ἐπὶ τέλους τὸ ἦμαρ τῆς ἐλευθερίας. Ὀλίγον ἔξω τῆς πόλεως ἔπεσεν, μεταξὺ τῶν ἄλλων, γενναίως αγωνιζόμενος ὁ ἀείμνηστος συνταγματάρχης Σβορῶνος. Πρὸς τιμὴν τοῦ ἥρωος τούτου ἕν χωρίον τῆς περιοχῆς ἔλαβε τὸ ὄνομά του. Αἰωνία ἡ μνήμη τοῦ ἥρωος τούτου καὶ ὅλων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἔπεσαν ὑπὲρ τῆς ἀπελευθερώσεως τῆς ἑλληνικῆς Μακεδονίας. Ἄς ἐπιτραπῆ ἐδῶ μία παρέκβασις. Τὸ ἐρχόμενον, σὺν Θεῶ, νέον ἔτος 1962, καθʼ ὅ σημπληροῦται ἡ πρώτη πεντηκονταετία ἀπὸ τῆς ἀπελευθερώσεως τῆς Μακεδονίας, τῆς Ἠπείρου καὶ τῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου αἱ ἑορτάζουσαι πόλεις θὰ πρέπη ὅλως ἰδιαιτέρως νὰ τιμήσουν τοὺς ἐπιζῶντας ἥρωας τοῦ ἱεροῦ ἐκείνου ἀγῶνος καὶ νὰ καλέσουν εἰς τὰς ἑορτὰς τοὺς συγγενεῖς τῶν πεσόντων ἡρώων. Read more »