Περίοδος Δ΄ – Ἔτος Λ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 1822
Κυριακὴ ΙΗ΄ [Α΄ Λουκ.] (Β΄ Κορ. 9,6-11)
Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου
Ειδη σπορας
Ἀδελφοί, «ὁ σπείρων φειδομένως φειδομένως καὶ θερίσει, καὶ ὁ σπείρων ἐπ᾽ εὐλογίαις ἐπ᾽ εὐλογίαις καὶ θερίσει» (Β΄ Κορ. 9,6)
Ἀγαπητοί μου, θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ σᾶς πῶ μερικὰ ἁπλᾶ λόγια. Θὰ προσπαθήσω νὰ σᾶς δείξω κάποια θαύματα, θαύματα ἠθικά, ποὺ μποροῦν νὰ συντελεσθοῦν στὴν καρδιὰ τοῦ καθενός μας. Γι᾽ αὐτὰ μιλάει σήμερα ὁ ἀπόστολος. Θὰ ἑρμηνεύσουμε μία μόνο λέξι.
Πῶς ἀρχίζει· Ἀδελφοί, λέει, «ὁ σπείρων φειδομένως», ὅποιος σπέρνει λίγο, «λίγο καὶ θὰ θερίσῃ, καὶ ὅποιος σπέρνει πολύ, πολὺ καὶ θὰ θερίσῃ» (Β΄ Κορ. 9,6). Μιλάει γιὰ σπορὰ καὶ σπορέα.
* * *
῾Ρίχνω ἕνα βλέμμα ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ στὸ βιβλίο τῆς φύσεως κι ἀπὸ τὴν ἄλλη στὸ βιβλίο τῆς ἁγίας Γραφῆς, καὶ διακρίνω 4 – 5 εἴδη σπορᾶς, τὸ ἕνα ἀνώτερο ἀπὸ τὸ ἄλλο.
⃝ Τὸ πρῶτο εἶδος εἶνε ἡ σπορὰ τοῦ φυσικοῦ σπόρου στὴ γῆ ἀπὸ τοὺς γεωργούς. Ἐάν, ἀγαπητοί μου, τώρα τὸ φθινόπωρο βγοῦμε στὴν ὕπαιθρο, θὰ δοῦμε ἕνα ὡραῖο θέαμα. Ἔγινε ἕνα θαῦμα· παρ᾽ ὅλες τὶς ἁμαρτίες καὶ τὶς ἀσέβειές μας, γιὰ τὶς ὁποῖες θά ᾽πρεπε ὁ οὐρανὸς νὰ κλείσῃ, ἔδωσε ὁ Θεὸς κ᾽ ἔπεσε στὰ χωράφια βροχούλα. Αὐτὴ ἡ βροχὴ εἶνε χρυσάφι. Μ᾽ αὐτὴν τὸ χῶμα μαλακώνει, τ᾽ ἀλέτρια ἀνοίγουν αὐλάκια καὶ οἱ γεωργοὶ σπέρνουν τὸ σπόρο. Εὐλογημένη ἡ ὥρα τῆς σπορᾶς, εὐλογημένος ὁ χωρικὸς ποὺ μὲ τὸν ἱδρῶτα του ποτίζει τὴ γῆ νὰ δώσῃ καρπό. Ἡ Ἐκκλησία μας προσεύχεται «ὑπὲρ …εὐφορίας τῶν καρπῶν τῆς γῆς» (θ. Λειτ.).
⃝ Θὰ μοῦ πῆτε· Αὐτὰ νὰ τὰ πῇς στοὺς χωρικούς· ἐμεῖς δὲν ἔχουμε γῆ νὰ καλλιεργήσουμε… Ἀδελφοί μου, καὶ ὁ πιὸ φτωχὸς καὶ ἀκτήμων ἔχει κάποιο ἄλλο χωράφι· χωράφι πνευματικό, ἄυλο, τὸ ὁποῖο εἶνε ὑποχρεωμένος νὰ τὸ καλλιεργήσῃ. Μία γῆ χωρὶς καλλιέργεια γεμίζει πέτρες καὶ χορταριάζει. Ἔτσι καὶ τὸ πνευματικό μας χωράφι, ὁ ἄλλος αὐτὸς ἀγρὸς μὲ τὴν ἀνεκτίμητη ἀξία, δηλαδὴ τὸ πνεῦμα, ἡ ψυχή μας· ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ καλλιέργεια· πρέπει νὰ βγάλουμε μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά μας τὰ ἀγκάθια, τὶς πέτρες, τοὺς ὀγκολίθους· νὰ περάσῃ ἐπάνω στὴν ψυχὴ τὸ ἀλέτρι. Εἶνε καλὸς ὁ λαός μας, εὐγενικός, ἔχει ἀρετές, ἀλλὰ ἔμεινε ἀκαλλιέργητος καὶ ἔγινε γῆ χέρσα. Θέλει καλλιέργεια. Εἶνε κατάρα γιὰ ἕνα τόπο νὰ μένῃ ἡ γῆ του ἀκαλλιέργητη· ἀλλὰ μεγαλύτερη κατάρα εἶνε ὅταν δὲν καλλιεργοῦνται οἱ ψυχές. Ἐπάνω στὶς ψυχὲς τῶν Ἑλλήνων, μικρῶν καὶ μεγάλων, πρέπει νὰ περάσουν τὰ τρακτὲρ τὰ πνευματικά, νὰ σκάψουν βαθειά, καὶ μετὰ νὰ πέσῃ ὁ πολύτιμος σπόρος. Ποιός εἶνε ὁ σπόρος ποὺ πρέπει νὰ πέσῃ στὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ, τοῦ νέου, τοῦ πλουσίου, τοῦ φτωχοῦ, τοῦ κάθε ἁμαρτωλοῦ; Τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου. Εὐλογημένη ἡ ὥρα ποὺ ὁ γεωργὸς σπέρνει στὸ χωράφι, καὶ τρισευλογημένη ἡ ὥρα ποὺ ὁ κήρυκας παίρνει ἀπ᾽ τὴν ἀποθήκη τ᾽ οὐρανοῦ τὸν ἀνεκτίμητο σπόρο τοῦ εὐαγγελίου καὶ σπέρνει ὅπου ὑπάρχει ψυχὴ δεκτική. Δεύτερο λοιπὸν εἶδος σπορᾶς εἶνε τὸ φύτεμα τοῦ θείου λόγου στὸν ἀγρὸ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τοὺς κήρυκες.
⃝ Ἀλλὰ θὰ μοῦ πῇ πάλι κάποιος ἄλλος· Ἐγὼ δὲν εἶμαι οὔτε γεωργὸς οὔτε ἱεροκήρυκας, γιὰ νὰ σπέρνω… Ὑπάρχει, ἀγαπητέ μου, καὶ ἕνα ἄλλο τρίτο εἶδος σπορᾶς. Ποιό; Read more »