Αυγουστίνος Καντιώτης



Ὁ σταυρος του Κυριου ἀπο το βαθος στο υψος – Τι θα λεγατε, ἐαν ἕνας βαπτισμενος χριστιανος επαιρνε τον Εσταυρωμενο της Μ. Παρασκευης & τον ἔρριχνε μεσα σ᾽ ἕνα βοθρο; Ἀνατριχιαζετε; Ἔ, αυτο που εκαναν οι Εβραιοι, το κανουν τωρα οι λεγομενοι χριστιανοι οταν βλασφημουν. (Ομιλια Μητροπολιτου Φλωρινης Αυγουστινου)

date Σεπ 16th, 2025 | filed Filed under: εορτολογιο

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΜΒ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2689

Ὕψωσις τοῦ τιμίου Σταυροῦ
Κυριακὴ 14 Σεπτεμβρίου 2025

Ὁ σταυρος του Κυριου ἀπο το βαθος στο υψος

Μητρ. Φλωρινης Αυγουστινος μικΣήμερα, ἀδελφοί μου, ἑορτάζει ὁ τίμιος σταυ­­­ρός. Καὶ ὄχι μόνο σήμερα ἀλλὰ καὶ τὴν Τρί­­τη (Γ΄) Kυριακὴ τῶν Νηστειῶν, καὶ τὴ Μεγάλη Παρασκευή. Σήμερα εἶνε σὰν Μεγάλη Παρασκευή· ἴδιος ἀπόστολος (βλ. Α΄ Κορ.1,18-24), ἴδιο εὐαγγέλιο (βλ. Ἰω. 19,6-11,13,20,25-28,30-35), ἴδια νηστεία.
Εἶνε λοιπὸν μεγάλη ἑορτή. Ποιό εἶνε τὸ ἱ­στο­ρικὸ τῆς ἡμέρας; τί ἑορτάζουμε σήμερα;

Ὁ σταυρὸς τὴ ῾Ρωμαϊκὴ ἐποχὴ ἦταν ὄργα­νο ἐκτελέσεως τῶν μεγάλων ἐγκληματιῶν. Κά­θε λαὸς εἶχε, πρὸς παραδει­γματισμόν, δικό του ποινολόγιο. Οἱ Ἀθηναῖοι θανάτωναν μὲ κώνει­ον (φαρ­μάκι, ὅπως τὸν Σωκράτη), οἱ Σπαρτι­ᾶ­­τες μὲ κατακρημνισμὸ στὸ βάραθρο τοῦ Καιάδα, οἱ Ἑβραῖοι μὲ λιθο­βολισμό, οἱ Πέρσες μὲ καῦ­σι στὴν πυρά. Οἱ ῾Ρωμαῖοι κατακτηταὶ ἔβγα­ζαν τὸν κατάδικο ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι, ἔδεναν ἢ κάρφωναν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια του σὲ δύο ξύλα δεμένα κόν­τρα τό ᾽να στ᾽ ἄλλο, ἕνα κάθετο κ᾽ ἕνα ὁριζόντιο, καὶ τὸν ἄ­φηναν ἔτσι ἀ­βοήθητο, γυμνό, ἐκτεθειμένο, μετέωρο μετα­ξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς. Ἄλ­λοι κατάδικοι ἔμεναν πάνω στὸ σταυρό, ἀναλόγως τῆς ἀν­το­χῆς τους, μιὰ μέρα, δυὸ μέρες, τρεῖς μέρες, τέσσερις μέρες, ἀκόμα καὶ μία ἑβδομά­­δα. Πονοῦ­σαν, αἱμορραγοῦ­σαν, δι­­ψοῦσαν. Κι ὅταν ξεψυχοῦσαν κοράκια καὶ σκυ­λιὰ πεινα­σμένα ἅρπαζαν κ᾽ ἔτρωγαν τὶς σάρκες τους. Ἀπαίσιος θάνατος.

–Μὰ ὁ Χριστός μας τί ἔκανε καὶ τὸν σταύρωσαν; διέπραξε κανένα κακό;
Ὄχι, ἀδελφοί μου. Ὁ Κύριός μας δὲν ἔκανε καν­έ­να κακό. Ὄχι μόνο μυρ­μήγκι δὲν πάτησε, ἀλλὰ καὶ ἔκανε τὸ κα­λὸ πάντα, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ γεννήθηκε μέχρι ποὺ εἶπε τὸ «Τετέλεσται» (Ἰω. 19,30). Δὲν πέρασε, οὔτε θὰ περάσῃ πάνω στὸν πλανήτη μας ἄνθρωπος σὲ τέτοιο ὕψος ἀρετῆς, ἀ­γάπης, εὐσπλαχνί­ας, αὐταπαρ­νήσεως, μακρο­θυμίας. Πέρασαν πολλοὶ φι­λόσοφοι, ῥήτορες, ποιη­ταί, μεγάλοι καὶ εὐεργετικοὶ ἄνδρες, μὰ κανείς σὰν τὸ Χριστό! Ἀ­πόρησε ὁ Πιλᾶτος· «Πόθεν εἶ σύ;», ἀπὸ ποῦ εἶσαι σύ; (ἔ.ἀ. 19,9), δὲν φαί­νεσαι ἄν­θρωπος τῆς Γῆς. Ὁ Χριστὸς εἶ­πε λόγια ποὺ δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὰ ζυγί­σουμε. Κι ἂν ἀ­κόμα ὑποτεθῇ ὅτι κάπου στὸ σύμπαν ὑπάρχουν ὄντα λογικά, δὲν μποροῦν νὰ ἔχουν θρησκεία ἄλλη ἀπὸ αὐτὴν ποὺ δίδαξε Ἐκεῖνος. Καὶ μόνο τὰ λόγια του ἀποδεικνύουν, ὅτι εἶνε Θεός· ἂν τὰ ἐ­φαρμόζαμε, ἡ Γῆ θὰ ἦταν παράδει­σος. Καὶ ὄχ­ι μόνο λόγια ἀλλὰ καὶ ἔργα – ἐφαρμογὴ εἶχε· κι ἀκόμη θαύματα. Ἅπλωνε τὰ ἅγιά του χέρια καὶ τυφλοὶ ἔβλεπαν, κουφοὶ ἄκουγαν, λεπροὶ καθαρίζονταν, παράλυτοι σηκώνονταν ὄρθιοι, ἀκόμα καὶ νεκροὶ ἀνασταίνονταν. Δὲν ὑ­πῆρ­χε λοιπὸν κανένας λόγος νὰ σταυρωθῇ. Ὁ Πιλᾶτος ἀποφάνθηκε· «Ἐγὼ οὐδεμίαν αἰτί­αν εὑρίσκω ἐν αὐτῷ» (ἔ.ἀ. 18,38). Καὶ ὅμως ἀπὸ κάτω σὰν σκυλιὰ λυσσασμένα οὔρλιαζαν «Σταύ­ρωσον σταύρωσον αὐτόν» (Λουκ. 23,21. Ἰω. 19,6).
–Μά, θὰ μοῦ πῆτε· ὁ παντοδύναμος, ὁ Χριστὸς δὲν μποροῦσε ν᾽ ἀποφύγῃ τὴ σταύρωσι;
Μποροῦσε. Ἐὰν προσέξετε μέσα σὲ ὅσα ψάλλονται σήμερα τονίζεται ἰδιαιτέρως τὸ ἑ­κούσιον τοῦ Πάθους, ὅτι ὁ Χριστός, ἐνῷ μποροῦσε ν᾽ ἀποφύγῃ τὸ σταυρό, δὲν τὸν ἀπέφυ­­­γε (βλ. & Ματθ. 26,53)· τὸ δαχτυλάκι του μόνο νὰ κουνοῦσε, κάρβουνο θὰ γίνονταν καὶ ὁ Πιλᾶ­τος καὶ ὁ Ἄννας καὶ ὁ Καϊάφας, ὅλοι· δὲν θά ᾽μενε κανένας. Παραδόθηκε μόνος του.
–Γιατί λοιπὸν παραδόθηκε;
Ἐδῶ παρακαλῶ νὰ προσέξετε· ἐὰν δὲν τὸ καταλάβετε αὐτό, Χριστιανοὶ δὲν εἶστε. Θέλησε νὰ παραδοθῇ, γιὰ νὰ δείξῃ πόσο μᾶς ἀ­γαπᾷ καὶ γιατὶ δὲν ὑπῆρχε ἄλλος τρόπος σωτηρίας. Ἂν μποροῦσε ὁ κόσμος νὰ σωθῇ μὲ «τὴν σοφίαν τῶν σοφῶν», ποὺ λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Α΄ Κορ. 1,19), διὰ τῆς φιλοσο­φί­ας καὶ τῆς ἐπιστήμης, δὲν θὰ κατέβαινε στὴ Γῆ Ἐκεῖνος. Γιὰ νὰ κατεβῇ, σημαίνει ὅτι δὲν ὑπῆρχε ἄλλο μέσο σωτηρίας παρὰ μόνο ὁ σταυρός του. Σταυρώθηκε ὁ Χριστὸς ὄχι διότι ἔκανε δικές του ἁμαρτίες ἀλλὰ γιὰ τὶς δικές μας ἁμαρτίες· σταυρώθηκε ἀντὶ ἡ­μῶν καὶ ὑπὲρ ἡμῶν. Μὲ ἄλλα λόγια, αὐτὰ ποὺ ὑπέφερε ὁ Χριστὸς ἔπρεπε νὰ τὰ πάθω ἐ­γώ, νὰ τὰ πά­θετε σεῖς. Τὰ δικά μας ἁμαρτω­λὰ χέρια καὶ πόδια ἔπρεπε νὰ καρφωθοῦν, ἡ δι­κή μας γλῶσ­σα ἔπρεπε νὰ ποτιστῇ μὲ ξίδι, ἡ δική μας πλευρὰ ἔπρεπε νὰ λογχισθῇ. Ἔ­πρεπε νὰ πάθουμε ἐμεῖς, ὄχι ὁ Κύριος. Ἔπαθε αὐτὸς καὶ ἐξώφλησε τὸ χρέος μας, τὰ «μύρια τάλαντα» ποὺ ἤμασταν χρεωμένοι (Ματθ. 18,24).
Ἰδού, ἀγαπητοί μου, τὸ μυστήριο τοῦ σταυροῦ· νά γιατί σταυρώθηκε.

* * *

–Καὶ ὁ σταυρός τί ἔγινε;
Ἄλλη ἱστορία αὐτή. Οἱ Ἑβραῖοι διέλυσαν μὲ περιφρόνησι τὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸν ἔρριξαν μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους δύο σταυροὺς σὲ λάκκο μὲ ἀκαθαρσίες, σὲ σκουπιδότο­πο, κι ἀπὸ πάνω ἔστησαν ἕνα εἰδωλολατρι­κὸ ἄ­γαλμα τῆς Ἀφροδίτης. Τριακόσα χρόνια ἔμεινε ἐκεῖ ὁ σταυρός. Καὶ τότε ἔρχεται μιὰ βασί­λισσα, ἡ ἁγία Ἑλένη μητέρα τοῦ μεγάλου Κων­σταντίνου. Ἔφερε συνεργεῖα· ἔ­σκα­ψαν, ἔψαξαν καὶ τέλος βρῆκαν μέσα στὰ σκουπίδια τοὺς τρεῖς σταυρούς. Ἀποροῦσαν ὅμως ποιός ἀ­πὸ αὐτοὺς εἶνε ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ. Λέει ἡ παράδοσις –ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, δικαί­ωμά τους, ἐμεῖς πιστεύουμε–, ὅτι περνοῦσε μιὰ κηδεία καὶ τὴ σταμάτησαν. Παίρνει ὁ πατριάρχης τὸν ἕνα σταυρό, τὸν ἀγγίζει στὸ φέρετρο· τίποτα. Παίρνει τὸ δεύτερο, τὸν ἀγγίζει· τίποτα. Παίρνει τὸν τρίτο καὶ μόλις τὸν ἄγ­γιξε –ὤ τῆς δυνάμεώς σου, τίμιε Σταυρέ–, ἀ­μέ­σως ὁ νεκρὸς ἀναστήθηκε! Ἔτσι βρῆκαν ποιός εἶνε σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ. Τότε ὁ πατριάρχης Ἰεροσολύμων Μακάριος (314-334 μ.Χ.) ἀνέβηκε στὸν ἄμβωνα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ τὸν ὕψωσε· κι ὅταν τὸν εἶδε τὸ πλῆ­θος τῶν συγκεντρωμένων πιστῶν ἔκραζε τὸ «Κύριε ἐλέησον»!
Αὐτὸ εἶνε τὸ ἱστορικὸ τῆς σημερινῆς ἡμέρας, τῆς Ὑψώσεως τοῦ τιμίου σταυροῦ.

* * *

Διαβάζον­τας τὰ πάθη τοῦ Ἐ­σταυρωμένου ἀ­νατριχιάζουμε, ῥαγίζει ἡ καρδιά μας, δακρύ­ζουν τὰ μάτια μας. Κλάψτε, ἀδελφοί μου, ἐμ­πρὸς στὸν ἐσταυρω­­μένο Λυτρωτὴ τοῦ κόσμου, ποὺ ἅπλωσε τὰ χέρια καὶ ἀγκάλιασε ὅ­λη τὴν ἀνθρωπότητα. Δῶστε στὸ Χριστὸ τὴν πνοή, τὴν καρδιά, τὰ δάκρυά σας. Ἂν ἀγαπᾷς μιὰ φορὰ τὴ γυναῖ­κα ἢ τὸν ἄντρα ἢ τὸ παιδὶ ἢ τὸν ἀρραβωνιαστικό σου, χίλιες φορὲς ν᾽ ἀ­γαπᾷς Ἐκεῖ­νον. Ὅ­ποιος δὲν ἀγαπάει τὸ Χριστό, εἶνε χυδαῖος ἄνθρωπος· μόνο χυδαῖοι δὲν μποροῦν νὰ τὸν ἀγαπήσουν.
Ὦ Χριστέ μου, τί ὑπέμεινες γιὰ μᾶς! Θέλω νὰ σταματήσω. Δὲν ἔ­πρεπε νὰ μιλήσω. Μοῦ ᾽ρχεται νὰ κλάψω. Θέλω νὰ πάω στὸ Ἅγιο Ὄ­ρος, νὰ βρῶ μιὰ σπηλιά, νὰ κλάψω τὰ ἁμαρτή­ματά μου καὶ τ᾽ ἁ­μαρ­τήματα παπάδων, δεσπο­τάδων, βασιλιάδων· τῶν ἀρχόντων, τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ.
Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ μεγάλα ἁμαρτήματα στὴ χώρα μας εἶνε ἡ βλασφημία. Ἀκοῦμε ὅτι οἱ Ἑ­βραῖοι ἔρριξαν σὲ λάκ­κο μὲ ἀκαθαρσίες τὸ σταυρό. Τί θὰ λέγατε, ἐὰν ἕνας βαπτισμένος χριστιανὸς ἔπαιρνε τὸν Ἐσταυρωμένο τῆς Με­γάλης Παρασκευ­­ῆς καὶ –μὲ συγχωρεῖτε– τὸν ἔρριχνε μέσα σ᾽ ἕνα βόθρο, σ᾽ ἕνα ἀποχωρητήριο; Ἀνατριχιάζετε; Ἔ, αὐτὸ ποὺ ἔκαναν τότε οἱ Ἑ­βραῖοι τὸ κάνουν τώρα λεγόμενοι χριστιανοί. Ἕνα λάκκο ἄνοιξαν γιὰ τὸ σταυρὸ οἱ ἐχθροί του; χίλιους λάκκους τοῦ ἀνοίγουν καὶ τὸν κατεβάζουν δικά του παιδιὰ κάθε φο­ρὰ ποὺ τὸν βλαστημοῦν. Γίναμε ὁ πιὸ βλάστη­μος λαὸς στὰ Βαλκάνια. Ἄχ πατρίδα μου εὐ­λο­γημένη, πῶς κατήντησες τώρα ἔ­τσι; Τὰ παλιὰ τὰ χρόνια βλαστήμια ἐδῶ δὲν ἀκουγόταν.
Ἡ βλασφημία ἐκτὸς τῶν ἄλλων εἶνε καὶ μεγάλη ἀχαριστία. Ἐδῶ ἕνα σκυλὶ ἔχεις, τοῦ πε­τᾷς ἕνα κόκκαλο καὶ σοῦ κουνάει τὴν οὐρά, σὰ νὰ σοῦ λέῃ εὐχαριστῶ. Καὶ σ᾽ ἐσένα ὁ Κύριος ἔδωσε τὰ πάν­τα· γυναῖκα, παιδιά, πλῆ­θος ἀγαθά. Στὸ φεγγάρι καὶ στ᾽ ἀστέρια δὲν ὑπάρχει τίποτα, ἐπικρατεῖ ἐρημιά! δὲν ὑπάρχει ἕνα τσαμπὶ σταφύλι, ἕνα ἀχλάδι, ἕνα ἄν­θος· δὲν ὑπάρχει ὀξυγόνο. Μόνο ἐδῶ στὴ Γῆ μᾶς τά ᾽δωσε ὅλα ὁ Πανάγαθος· νερό, ψωμί, φροῦτα, ψάρια, θάλασσες, ἰαματικὲς πηγές, τὰ πάντα. Καὶ ὁ ἄνθρωπος, χειρότερος κι ἀπ᾽ τὸ σκυλί, κάνει σὰν λυσσασμένος, βλαστημᾷ τὸ Χριστό μας, τὴν Παναγία, τὸν τίμιο Σταυρό. Ἔπρεπε, ἀδελφοί μου, γιὰ κάθε βλαστήμια ποὺ ἀκούγεται νὰ χτυποῦν νεκρικὰ καμπάνες. Θὰ πληρώσουμε τὶς βλαστήμιες μας μὲ τόκο καὶ ἐπιτόκιο· θὰ στερηθοῦμε, θὰ πεινάσουμε.
Ἀκοῦστε ὄχι ἐμένα τὸν ἁμαρτωλὸ ἐπίσκοπο, ἀκοῦστε τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸ Χρυσόστομο ποὺ σὰν σήμερα πέθανε ἐξόριστος μακριὰ ἀ­πὸ τὸ ποίμνιό του γιὰ τὴν ἀλήθεια. Λέει ὁ Χρυ­σόστομος· Ἀκοῦς νὰ βλαστημᾶνε τὰ θεῖα; συμ­βούλεψε τὸ βλάστημο μία καὶ δύο καὶ τρεῖς φο­ρές. Δὲν ἀκούει; Τότε, ἔχεις χέρι; χτύπα τον. Χέρι ποὺ θὰ χτυπήσῃ βλάστημο θ᾽ ἁγιά­σῃ. Ἐγὼ δὲν σᾶς λέω αὐτό· σᾶς λέω τοὐ­λάχιστον νὰ διαμαρτύρεστε καὶ ὄχι νὰ τὸ ἀνέχεστε.
Οἱ εὐσεβεῖς πρόγονοί μας εἶχαν σὲ ὕψος τὸν τίμιο σταυρό. Θ᾽ ἀξιωθοῦμε νὰ δοῦμε καὶ πάλι τὸ γένος μας νὰ κρατῇ ὑψωμένο τὸ σύμβολο τῆς σωτηρίας μας; Ὦ Χριστέ, ὦ Παναγία, λυπηθῆτε τὴν πατρί­δα μας. «Μνήσθητι ἡ­μῶν, Κύριε, ὅταν ἔλ­θῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου».

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἀναργύρων Λουτρῶν Αἰδηψοῦ τὴν 15-9-1968 Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὕψωσιν πρωί, μὲ νέο τώρα τίτλο].Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 19-8-2025.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.