Ὁ σταυρος του Κυριου ἀπο το βαθος στο υψος – Τι θα λεγατε, ἐαν ἕνας βαπτισμενος χριστιανος επαιρνε τον Εσταυρωμενο της Μ. Παρασκευης & τον ἔρριχνε μεσα σ᾽ ἕνα βοθρο; Ἀνατριχιαζετε; Ἔ, αυτο που εκαναν οι Εβραιοι, το κανουν τωρα οι λεγομενοι χριστιανοι οταν βλασφημουν. (Ομιλια Μητροπολιτου Φλωρινης Αυγουστινου)


Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΜΒ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2689
Ὕψωσις τοῦ τιμίου Σταυροῦ
Κυριακὴ 14 Σεπτεμβρίου 2025
Ὁ σταυρος του Κυριου ἀπο το βαθος στο υψος
Σήμερα, ἀδελφοί μου, ἑορτάζει ὁ τίμιος σταυρός. Καὶ ὄχι μόνο σήμερα ἀλλὰ καὶ τὴν Τρίτη (Γ΄) Kυριακὴ τῶν Νηστειῶν, καὶ τὴ Μεγάλη Παρασκευή. Σήμερα εἶνε σὰν Μεγάλη Παρασκευή· ἴδιος ἀπόστολος (βλ. Α΄ Κορ.1,18-24), ἴδιο εὐαγγέλιο (βλ. Ἰω. 19,6-11,13,20,25-28,30-35), ἴδια νηστεία.
Εἶνε λοιπὸν μεγάλη ἑορτή. Ποιό εἶνε τὸ ἱστορικὸ τῆς ἡμέρας; τί ἑορτάζουμε σήμερα;
Ὁ σταυρὸς τὴ ῾Ρωμαϊκὴ ἐποχὴ ἦταν ὄργανο ἐκτελέσεως τῶν μεγάλων ἐγκληματιῶν. Κάθε λαὸς εἶχε, πρὸς παραδειγματισμόν, δικό του ποινολόγιο. Οἱ Ἀθηναῖοι θανάτωναν μὲ κώνειον (φαρμάκι, ὅπως τὸν Σωκράτη), οἱ Σπαρτιᾶτες μὲ κατακρημνισμὸ στὸ βάραθρο τοῦ Καιάδα, οἱ Ἑβραῖοι μὲ λιθοβολισμό, οἱ Πέρσες μὲ καῦσι στὴν πυρά. Οἱ ῾Ρωμαῖοι κατακτηταὶ ἔβγαζαν τὸν κατάδικο ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι, ἔδεναν ἢ κάρφωναν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια του σὲ δύο ξύλα δεμένα κόντρα τό ᾽να στ᾽ ἄλλο, ἕνα κάθετο κ᾽ ἕνα ὁριζόντιο, καὶ τὸν ἄφηναν ἔτσι ἀβοήθητο, γυμνό, ἐκτεθειμένο, μετέωρο μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς. Ἄλλοι κατάδικοι ἔμεναν πάνω στὸ σταυρό, ἀναλόγως τῆς ἀντοχῆς τους, μιὰ μέρα, δυὸ μέρες, τρεῖς μέρες, τέσσερις μέρες, ἀκόμα καὶ μία ἑβδομάδα. Πονοῦσαν, αἱμορραγοῦσαν, διψοῦσαν. Κι ὅταν ξεψυχοῦσαν κοράκια καὶ σκυλιὰ πεινασμένα ἅρπαζαν κ᾽ ἔτρωγαν τὶς σάρκες τους. Ἀπαίσιος θάνατος.
–Μὰ ὁ Χριστός μας τί ἔκανε καὶ τὸν σταύρωσαν; διέπραξε κανένα κακό;
Ὄχι, ἀδελφοί μου. Ὁ Κύριός μας δὲν ἔκανε κανένα κακό. Ὄχι μόνο μυρμήγκι δὲν πάτησε, ἀλλὰ καὶ ἔκανε τὸ καλὸ πάντα, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ γεννήθηκε μέχρι ποὺ εἶπε τὸ «Τετέλεσται» (Ἰω. 19,30). Δὲν πέρασε, οὔτε θὰ περάσῃ πάνω στὸν πλανήτη μας ἄνθρωπος σὲ τέτοιο ὕψος ἀρετῆς, ἀγάπης, εὐσπλαχνίας, αὐταπαρνήσεως, μακροθυμίας. Πέρασαν πολλοὶ φιλόσοφοι, ῥήτορες, ποιηταί, μεγάλοι καὶ εὐεργετικοὶ ἄνδρες, μὰ κανείς σὰν τὸ Χριστό! Ἀπόρησε ὁ Πιλᾶτος· «Πόθεν εἶ σύ;», ἀπὸ ποῦ εἶσαι σύ; (ἔ.ἀ. 19,9), δὲν φαίνεσαι ἄνθρωπος τῆς Γῆς. Ὁ Χριστὸς εἶπε λόγια ποὺ δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὰ ζυγίσουμε. Κι ἂν ἀκόμα ὑποτεθῇ ὅτι κάπου στὸ σύμπαν ὑπάρχουν ὄντα λογικά, δὲν μποροῦν νὰ ἔχουν θρησκεία ἄλλη ἀπὸ αὐτὴν ποὺ δίδαξε Ἐκεῖνος. Καὶ μόνο τὰ λόγια του ἀποδεικνύουν, ὅτι εἶνε Θεός· ἂν τὰ ἐφαρμόζαμε, ἡ Γῆ θὰ ἦταν παράδεισος. Καὶ ὄχι μόνο λόγια ἀλλὰ καὶ ἔργα – ἐφαρμογὴ εἶχε· κι ἀκόμη θαύματα. Ἅπλωνε τὰ ἅγιά του χέρια καὶ τυφλοὶ ἔβλεπαν, κουφοὶ ἄκουγαν, λεπροὶ καθαρίζονταν, παράλυτοι σηκώνονταν ὄρθιοι, ἀκόμα καὶ νεκροὶ ἀνασταίνονταν. Δὲν ὑπῆρχε λοιπὸν κανένας λόγος νὰ σταυρωθῇ. Ὁ Πιλᾶτος ἀποφάνθηκε· «Ἐγὼ οὐδεμίαν αἰτίαν εὑρίσκω ἐν αὐτῷ» (ἔ.ἀ. 18,38). Καὶ ὅμως ἀπὸ κάτω σὰν σκυλιὰ λυσσασμένα οὔρλιαζαν «Σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν» (Λουκ. 23,21. Ἰω. 19,6).
–Μά, θὰ μοῦ πῆτε· ὁ παντοδύναμος, ὁ Χριστὸς δὲν μποροῦσε ν᾽ ἀποφύγῃ τὴ σταύρωσι;
Μποροῦσε. Ἐὰν προσέξετε μέσα σὲ ὅσα ψάλλονται σήμερα τονίζεται ἰδιαιτέρως τὸ ἑκούσιον τοῦ Πάθους, ὅτι ὁ Χριστός, ἐνῷ μποροῦσε ν᾽ ἀποφύγῃ τὸ σταυρό, δὲν τὸν ἀπέφυγε (βλ. & Ματθ. 26,53)· τὸ δαχτυλάκι του μόνο νὰ κουνοῦσε, κάρβουνο θὰ γίνονταν καὶ ὁ Πιλᾶτος καὶ ὁ Ἄννας καὶ ὁ Καϊάφας, ὅλοι· δὲν θά ᾽μενε κανένας. Παραδόθηκε μόνος του.
–Γιατί λοιπὸν παραδόθηκε;
Ἐδῶ παρακαλῶ νὰ προσέξετε· ἐὰν δὲν τὸ καταλάβετε αὐτό, Χριστιανοὶ δὲν εἶστε. Θέλησε νὰ παραδοθῇ, γιὰ νὰ δείξῃ πόσο μᾶς ἀγαπᾷ καὶ γιατὶ δὲν ὑπῆρχε ἄλλος τρόπος σωτηρίας. Ἂν μποροῦσε ὁ κόσμος νὰ σωθῇ μὲ «τὴν σοφίαν τῶν σοφῶν», ποὺ λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Α΄ Κορ. 1,19), διὰ τῆς φιλοσοφίας καὶ τῆς ἐπιστήμης, δὲν θὰ κατέβαινε στὴ Γῆ Ἐκεῖνος. Γιὰ νὰ κατεβῇ, σημαίνει ὅτι δὲν ὑπῆρχε ἄλλο μέσο σωτηρίας παρὰ μόνο ὁ σταυρός του. Σταυρώθηκε ὁ Χριστὸς ὄχι διότι ἔκανε δικές του ἁμαρτίες ἀλλὰ γιὰ τὶς δικές μας ἁμαρτίες· σταυρώθηκε ἀντὶ ἡμῶν καὶ ὑπὲρ ἡμῶν. Μὲ ἄλλα λόγια, αὐτὰ ποὺ ὑπέφερε ὁ Χριστὸς ἔπρεπε νὰ τὰ πάθω ἐγώ, νὰ τὰ πάθετε σεῖς. Τὰ δικά μας ἁμαρτωλὰ χέρια καὶ πόδια ἔπρεπε νὰ καρφωθοῦν, ἡ δική μας γλῶσσα ἔπρεπε νὰ ποτιστῇ μὲ ξίδι, ἡ δική μας πλευρὰ ἔπρεπε νὰ λογχισθῇ. Ἔπρεπε νὰ πάθουμε ἐμεῖς, ὄχι ὁ Κύριος. Ἔπαθε αὐτὸς καὶ ἐξώφλησε τὸ χρέος μας, τὰ «μύρια τάλαντα» ποὺ ἤμασταν χρεωμένοι (Ματθ. 18,24).
Ἰδού, ἀγαπητοί μου, τὸ μυστήριο τοῦ σταυροῦ· νά γιατί σταυρώθηκε.
* * *
–Καὶ ὁ σταυρός τί ἔγινε;
Ἄλλη ἱστορία αὐτή. Οἱ Ἑβραῖοι διέλυσαν μὲ περιφρόνησι τὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸν ἔρριξαν μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους δύο σταυροὺς σὲ λάκκο μὲ ἀκαθαρσίες, σὲ σκουπιδότοπο, κι ἀπὸ πάνω ἔστησαν ἕνα εἰδωλολατρικὸ ἄγαλμα τῆς Ἀφροδίτης. Τριακόσα χρόνια ἔμεινε ἐκεῖ ὁ σταυρός. Καὶ τότε ἔρχεται μιὰ βασίλισσα, ἡ ἁγία Ἑλένη μητέρα τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου. Ἔφερε συνεργεῖα· ἔσκαψαν, ἔψαξαν καὶ τέλος βρῆκαν μέσα στὰ σκουπίδια τοὺς τρεῖς σταυρούς. Ἀποροῦσαν ὅμως ποιός ἀπὸ αὐτοὺς εἶνε ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ. Λέει ἡ παράδοσις –ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, δικαίωμά τους, ἐμεῖς πιστεύουμε–, ὅτι περνοῦσε μιὰ κηδεία καὶ τὴ σταμάτησαν. Παίρνει ὁ πατριάρχης τὸν ἕνα σταυρό, τὸν ἀγγίζει στὸ φέρετρο· τίποτα. Παίρνει τὸ δεύτερο, τὸν ἀγγίζει· τίποτα. Παίρνει τὸν τρίτο καὶ μόλις τὸν ἄγγιξε –ὤ τῆς δυνάμεώς σου, τίμιε Σταυρέ–, ἀμέσως ὁ νεκρὸς ἀναστήθηκε! Ἔτσι βρῆκαν ποιός εἶνε σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ. Τότε ὁ πατριάρχης Ἰεροσολύμων Μακάριος (314-334 μ.Χ.) ἀνέβηκε στὸν ἄμβωνα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ τὸν ὕψωσε· κι ὅταν τὸν εἶδε τὸ πλῆθος τῶν συγκεντρωμένων πιστῶν ἔκραζε τὸ «Κύριε ἐλέησον»!
Αὐτὸ εἶνε τὸ ἱστορικὸ τῆς σημερινῆς ἡμέρας, τῆς Ὑψώσεως τοῦ τιμίου σταυροῦ.
* * *
Διαβάζοντας τὰ πάθη τοῦ Ἐσταυρωμένου ἀνατριχιάζουμε, ῥαγίζει ἡ καρδιά μας, δακρύζουν τὰ μάτια μας. Κλάψτε, ἀδελφοί μου, ἐμπρὸς στὸν ἐσταυρωμένο Λυτρωτὴ τοῦ κόσμου, ποὺ ἅπλωσε τὰ χέρια καὶ ἀγκάλιασε ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα. Δῶστε στὸ Χριστὸ τὴν πνοή, τὴν καρδιά, τὰ δάκρυά σας. Ἂν ἀγαπᾷς μιὰ φορὰ τὴ γυναῖκα ἢ τὸν ἄντρα ἢ τὸ παιδὶ ἢ τὸν ἀρραβωνιαστικό σου, χίλιες φορὲς ν᾽ ἀγαπᾷς Ἐκεῖνον. Ὅποιος δὲν ἀγαπάει τὸ Χριστό, εἶνε χυδαῖος ἄνθρωπος· μόνο χυδαῖοι δὲν μποροῦν νὰ τὸν ἀγαπήσουν.
Ὦ Χριστέ μου, τί ὑπέμεινες γιὰ μᾶς! Θέλω νὰ σταματήσω. Δὲν ἔπρεπε νὰ μιλήσω. Μοῦ ᾽ρχεται νὰ κλάψω. Θέλω νὰ πάω στὸ Ἅγιο Ὄρος, νὰ βρῶ μιὰ σπηλιά, νὰ κλάψω τὰ ἁμαρτήματά μου καὶ τ᾽ ἁμαρτήματα παπάδων, δεσποτάδων, βασιλιάδων· τῶν ἀρχόντων, τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ.
Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ μεγάλα ἁμαρτήματα στὴ χώρα μας εἶνε ἡ βλασφημία. Ἀκοῦμε ὅτι οἱ Ἑβραῖοι ἔρριξαν σὲ λάκκο μὲ ἀκαθαρσίες τὸ σταυρό. Τί θὰ λέγατε, ἐὰν ἕνας βαπτισμένος χριστιανὸς ἔπαιρνε τὸν Ἐσταυρωμένο τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς καὶ –μὲ συγχωρεῖτε– τὸν ἔρριχνε μέσα σ᾽ ἕνα βόθρο, σ᾽ ἕνα ἀποχωρητήριο; Ἀνατριχιάζετε; Ἔ, αὐτὸ ποὺ ἔκαναν τότε οἱ Ἑβραῖοι τὸ κάνουν τώρα λεγόμενοι χριστιανοί. Ἕνα λάκκο ἄνοιξαν γιὰ τὸ σταυρὸ οἱ ἐχθροί του; χίλιους λάκκους τοῦ ἀνοίγουν καὶ τὸν κατεβάζουν δικά του παιδιὰ κάθε φορὰ ποὺ τὸν βλαστημοῦν. Γίναμε ὁ πιὸ βλάστημος λαὸς στὰ Βαλκάνια. Ἄχ πατρίδα μου εὐλογημένη, πῶς κατήντησες τώρα ἔτσι; Τὰ παλιὰ τὰ χρόνια βλαστήμια ἐδῶ δὲν ἀκουγόταν.
Ἡ βλασφημία ἐκτὸς τῶν ἄλλων εἶνε καὶ μεγάλη ἀχαριστία. Ἐδῶ ἕνα σκυλὶ ἔχεις, τοῦ πετᾷς ἕνα κόκκαλο καὶ σοῦ κουνάει τὴν οὐρά, σὰ νὰ σοῦ λέῃ εὐχαριστῶ. Καὶ σ᾽ ἐσένα ὁ Κύριος ἔδωσε τὰ πάντα· γυναῖκα, παιδιά, πλῆθος ἀγαθά. Στὸ φεγγάρι καὶ στ᾽ ἀστέρια δὲν ὑπάρχει τίποτα, ἐπικρατεῖ ἐρημιά! δὲν ὑπάρχει ἕνα τσαμπὶ σταφύλι, ἕνα ἀχλάδι, ἕνα ἄνθος· δὲν ὑπάρχει ὀξυγόνο. Μόνο ἐδῶ στὴ Γῆ μᾶς τά ᾽δωσε ὅλα ὁ Πανάγαθος· νερό, ψωμί, φροῦτα, ψάρια, θάλασσες, ἰαματικὲς πηγές, τὰ πάντα. Καὶ ὁ ἄνθρωπος, χειρότερος κι ἀπ᾽ τὸ σκυλί, κάνει σὰν λυσσασμένος, βλαστημᾷ τὸ Χριστό μας, τὴν Παναγία, τὸν τίμιο Σταυρό. Ἔπρεπε, ἀδελφοί μου, γιὰ κάθε βλαστήμια ποὺ ἀκούγεται νὰ χτυποῦν νεκρικὰ καμπάνες. Θὰ πληρώσουμε τὶς βλαστήμιες μας μὲ τόκο καὶ ἐπιτόκιο· θὰ στερηθοῦμε, θὰ πεινάσουμε.
Ἀκοῦστε ὄχι ἐμένα τὸν ἁμαρτωλὸ ἐπίσκοπο, ἀκοῦστε τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸ Χρυσόστομο ποὺ σὰν σήμερα πέθανε ἐξόριστος μακριὰ ἀπὸ τὸ ποίμνιό του γιὰ τὴν ἀλήθεια. Λέει ὁ Χρυσόστομος· Ἀκοῦς νὰ βλαστημᾶνε τὰ θεῖα; συμβούλεψε τὸ βλάστημο μία καὶ δύο καὶ τρεῖς φορές. Δὲν ἀκούει; Τότε, ἔχεις χέρι; χτύπα τον. Χέρι ποὺ θὰ χτυπήσῃ βλάστημο θ᾽ ἁγιάσῃ. Ἐγὼ δὲν σᾶς λέω αὐτό· σᾶς λέω τοὐλάχιστον νὰ διαμαρτύρεστε καὶ ὄχι νὰ τὸ ἀνέχεστε.
Οἱ εὐσεβεῖς πρόγονοί μας εἶχαν σὲ ὕψος τὸν τίμιο σταυρό. Θ᾽ ἀξιωθοῦμε νὰ δοῦμε καὶ πάλι τὸ γένος μας νὰ κρατῇ ὑψωμένο τὸ σύμβολο τῆς σωτηρίας μας; Ὦ Χριστέ, ὦ Παναγία, λυπηθῆτε τὴν πατρίδα μας. «Μνήσθητι ἡμῶν, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου».
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἀναργύρων Λουτρῶν Αἰδηψοῦ τὴν 15-9-1968 Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὕψωσιν πρωί, μὲ νέο τώρα τίτλο].Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 19-8-2025.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.