Αυγουστίνος Καντιώτης



Mητροπολιτης Φλωρινης Αυγουστινος Καντιωτης: ΗΤΟ ΕΠΟΧΗ ΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ Ο ΠΙΣΤΟΣ ΛΑΟΣ ΕΞΕΛΕΓΕ ΤΟΥΣ ΠΟΙΜΕΝΑΣ ΤΟΥ, ΣΗΜΕΡΑ Ο ΛΑΟΣ ΑΓΝΟΕΙΤΑΙ. ΜΕ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ΠΛΕΟΝ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ, ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ ΚΑΚΩΝ ΠΟΙΜΕΝΩΝ ΝΑ ΦΩΝΑΖΗ Ο ΛΑΟΣ ΑΝΑΞΙΟΣ

date Μαι 3rd, 2017 | filed Filed under: «ΧΡΙΣΤΙΑΝ. ΣΠΙΘΑ»

«Xριστιανικὴ Σπίθα», Δεκέμβριο 1962, αρ. φυλ. 255
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

 

ΜΙΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΙΣ

Ἐκκλησιαστικὰ θέματα

Τὸ ἔγκλημα!

%ce%b1%ce%bd%ce%b1%ce%be%ce%b9%ce%bf%cf%82-%ce%b2%ce%b1%cf%81%ce%b8%ce%bf%ce%bb%ce%bf%ce%bc%ce%b1%ce%b9%ce%bf%cf%82Τὴν 18ην Μαΐου 1960 ἐν ἡμέρα καθημερινῆ ἐπρόκειτο νὰ λάβη χώραν χειροτονία ἐπισκόπου. Λαὸς πολὺς συνέρρευσεν εἰς τὸν Μητροπολιτικὸν Ναὸν τῶν Ἀθηνῶν. Φίλοι καὶ συγγενεῖς τοῦ χειροτονουμένου, ὡς καὶ ἄλλοι πολλοί, οἱ ὁποῖοι ἐκ περιεργείας σπεύδουν νʼ ἀπολαύσουν τὸ μεγαλοπρεπὲς θέαμα τῆς χειροτονίας ἐπισκόπου, ἀπετέλουν τὸ ἐκκλησίασμα. Εἰς τὸν ναὸν ὅμως ἐκτὸς τῶν συγγενῶν, τῶν φίλων καὶ τῶν φιλοθεαμόνων τὴν ἡμέραν ἐκείνην εἶχον εἰσέλθει καὶ ἑκατοντὰς περίπου ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχον συνείδησιν τῶν δικαιωμάτων καὶ καθηκόντων των ὡς τέκνων τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἔτσι ἐπόθουν νὰ ἴδουν τὴν Ἐκκλησίαν εἰς τὸ ἀρχαῖον αὐτῆς κάλλος.
Ἡ θεία Λειτουργία εἶχεν ἀρχίσει. Ἐν τῶ ναῶ ἄκρα σιγή. Οὐδὲν σημεῖον προμηνῦον θύελλαν. Ἀρχιερεῖς περιβεβλημένοι τὴν λαμπρὰν στολήν των ἐφάνταζον ἀπὸ τὰς ὡραίας πύλης ὡς πρίγκηπες καὶ αὐτοκράτορες τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡ ὥρα τῆς χειροτονίας ἐπλησίαζεν. Ἰδοὺ καὶ ἀκούεται ἡ προτρεπτικὴ φωνὴ τοῦ διακόνου πρὸς τὸν προεξάρχοντα τῆς τελετῆς τῆς χειροτονίας˙ «Κέλευσον˙ Κελεύσατε!». Ἀλλʼ εἰς τὸ σημεῖον τοῦτο ἔκ τινος σημείου τοῦ ναοῦ ἀκούεται φωνὴ Ἀνάξιος! Ἡ φωνὴ αὕτη ἐπαναλαμβάνεται διὰ πολλῶν στομάτων, ὑψώνεται ἐντωνοτέρα, γίνεται κραυγὴ καὶ βοὴ λαοῦ, καὶ μάχεται πρὸς ἄλλας φωνάς, φίλων καὶ συγγενῶν τοῦ χειροτονουμένου, οἱ ὁποῖοι μὲ τὰς κραυγάς των Ἄξιος προσπαθοῦν νὰ πνίξουν τὰς φωνὰς τῆς ἀποδοκιμασίας. Καὶ οἱ τελευταῖοι οὗτοι δὲν ἀρκοῦνται μόνον εἰς τὰ ἐπιφωνήματα Ἄξιος. Ἀλλὰ πλήρεις ὀργῆς καταφεύγουν τινὲς ἐξ αὐτῶν εἰς τὴν βίαν, χρησιμοποιοῦντες γρόνθους καὶ ῥάβδους, διὰ νὰ φιμώσουν τὰ στόματα τῶν φωναζόντων Ἀνάξιος. Ἀλλʼ αὐτοὶ ἐπιμένουν φωνάζοντες Ἀνάξιος. Εἶς δὲ ἐξ αὐτῶν καὶ δέρεται ἀνηλεῶς εἰς τὸ πρόσωπον ὑπό τινος μπράβου. Τὸ αἷμα τοῦ νέου ῥέει καὶ τὸ δάπεδον τοῦ ναοῦ καὶ αἱ βαθμῖδες αὐτοῦ βάφονται ἐρυθρά. Σεβάσμιος Ἱεράρχης, ἥμισυ περίπου αἰῶνος ὑπηρετῶν τὴν Ἐκκλησίαν, ὅταν εἶδε τὸ αἷμα ἐσταυροκοπήθη καὶ εἶπεν˙ Εἰς ποίους καιρούς, Κύριε, ζῶμεν! Ἀνεμνήσθη δὲ Πατερικοῦ τινος λόγου, κατὰ τὸν ὁποῖον χειροτονία βαφόμενη διʼ αἵματος δὲν εἶνε σημεῖον εὐοίωνον διὰ τὴν Ἐκκλησίαν.
Ἐκ τῶν φωνῶν Ἄξιος – Ἀνάξιος θόρυβος μέγας ἐν τῶ ναῶ ἐδημιουργήθη. Οἱ Ἀρχιερεῖς πρὸς στιγμὴν ἐταράχθησαν καὶ ἐστάθησαν ἐνεοί, ἀποροῦντες περὶ τοῦ πρακτέου. Θὰ ἔπρεπε, συμφώνως πρὸς τοὺς Ἱεροὺς Κανόνας (1) νὰ σταματήσουν τὴν χειροτονίαν καὶ νὰ ἐνεργήσουν ἀνακρίσεις, διατὶ ἕκαστος ἐξ αὐτῶν ἐφώναξεν Ἀνάξιος. Ἀλλὰ δυστυχῶς εἰς ἕν νεῦμα τοῦ τότε Ἀρχιεπισκόπου τὰ ἐν τῶ ναῶ ἀστυνομικὰ ὄργανα σπεύδουν καὶ συλλαμβάνουν ὅσους καὶ ὅσας ἀκούουν νὰ φωνάζουν τὸ Ἀνάξιος.

Τοὺς ἐξάγουν βιαίως ἐκ τοῦ ναοῦ, τοὺς ῥίπτουν ἐντὸς ἀστυνομικῶν αὐτοκινήτων, τοὺς ὁδηγοῦν εἰς τὸ ἀστυνομικὸν τμῆμα καὶ ἐκεῖ τοὺς ὑποβάλλουν εἰς ἀνάκρισιν διὰ νὰ ἐξακριβώσουν τίνες οἱ ὑποκινηταὶ αὐτῶν, ὡσὰν νὰ μὴ ἦσαν ἐλεύθεροι ἄνθρωποι καὶ ὡσὰν νὰ εἶχον διαπράξει ἔγκλημα καὶ ἔπρεπε νʼ ἀναζητηθοῦν οἱ ἠθικοὶ αὐτουργοί. Οἱ ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι έλαφρᾶ τῆ συνειδήσει καὶ ἐκ συνηθείας ἤ ἐκ λόγων συμφέροντος ἐφώναζον τὸ Ἄξιος, αὐτοὶ ἐτέλουν ὑπὸ τὴν προστασίαν τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν καὶ ἔμειναν ἄθικτοι. Οὐδʼ αὐτὸς ὁ τραυματίσας σοβαρῶς τὸν διαμαρτυρόμενον νέον συνελήφθη.

  • (1) Κανὸν σχετικὸς πρὸς τὸ θέμα ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ εἶναι ὁ ΝΘ΄ τῆς ἐν Καρθαγένη Συνόδου. Οὗτος ἔχει ὡς ἐξῆς: «Ἐκεῖνο ὁρίσαι δεῖ, ὥστε, ἐὰν ποτε πρὸς ἐπιλογὴν Ἐπισκόπου προέλθωμεν καὶ ἀναφανῆ τις ἀντιλογία, ἐπειδὴ τὰ τοιαῦτα παρʼ ἡμῖν ἐτρακταΐσθησαν, τολμηρὸν εἶναι λοιπὸν τρεῖς μόνους πρὸς τὸ καθᾶραι τὸν χειροτονηθησόμενον εὑρεθῆναι, ἀλλὰ τῶ προλεχθέντι ἀριθμῶ προστεθῆ εἰς καὶ δύο, καὶ ἐπὶ αὐτοῦ τοῦ λαοῦ, οὖ μέλλει χειροτονεῖσθαι, ἐξετασθῶσι πρῶτον τὰ πρόσωπα τῶν ἀντιλεγόντων˙ ὕστερον γὰρ καὶ τὰ προτεθειμένα συζευχθῶσι, καὶ ὅτε καθαρὸς φανείη ἐπὶ δημοσίας προσόψεως, εἶθʼ οὕτω χειροτονηθείη». Τὸ νόημα τοῦ Κανόνος τούτου, κατὰ τὴν Ἑρμηνείαν τῶν Κανονολόγων, εἶνε τὸ ἀκόλουθον˙ Ἐὰν κατὰ τῆς ἐκλογῆς ἐπισκόπου ἤθελον ἐγερθῆ ἀντιρρήσεις, ὅσον ἀφορᾶ δηλαδὴ τὸ ἤθος καὶ τὴν ἱκανότητα αὐτοῦ, ἡ σύνοδος τῶν ἐπισκόπων δὲν πρέπει νὰ προχωρήση εἰς χειροτονίαν, ἀλλὰ νὰ πράξη τὰ ἐξῆς˙ Πρῶτον, νὰ ἐμφανισθοῦν ἐνώπιον τοῦ λαοῦ οἱ ἐνιστάμενοι καὶ νὰ ἐξετασθῆ ἐὰν οὗτοι εἶνε πρόσωπα ἀδιάβλητα. Δεύτερον, ἐὰν διαπιστωθῆ ὅτι οὁ κατήγοροι εἶνε πρόσωπα ἀδιάβλητα τότε νʼ ἀρχίζη ἡ ἐξέτασις τῶν κατηγοριῶν κατὰ τοῦ ὑποψηφίου ἐπισκόπου. Τρίτον δέ, ἐὰν αἱ κατηγορίαι διὰ φανερᾶς ἐξετάσεως ἐνώπιον τοῦ λαοῦ ἀποδειχθοῦν ψευδεῖς, τότε νὰ γίνεται ἡ χειροτονία. Ὡς βλέπομεν εἰς τὸν Κανόνα τοῦτον, ἡ Ἐκκλησία ἀποδίδει μεγάλην σημασίαν εἰς τὰς ἀντιρρήσεις τοῦ λαϊκοῦ στοιχείου, δυνάμενου νὰ ἀναλάβη ἤ καὶ νὰ ματαιώση μίαν χειροτονίαν. Ἀλλὰ καὶ τὴν τιμὴν καὶ τὴν ὑπόληψιν τῶν ὑποψηφίων κληρικῶν περιφρουροῦσα ἡ Ἐκκλησία ἐκ βελῶν συκοφαντίας κακοβούλων ἀνθρώπων ὥρισεν, ὅτι μόνον πρόσωπα χαίροντα ἀγαθῆς ἐν τῆ κοινωνία φήμης εἶνε δεκτὰ εἰς κατηγορίας κατὰ ὑποψηφίων κληρικῶν. Ἀλλοίμονον ἐὰν δὲν ὑπῆρχεν ὁ περιορισμὸς αὐτός! Ἄθεοι καὶ δεδηλωμένοι ἔχθροὶ τῆς Ἐκκλησίας καὶ διαβόητοι διὰ τὴν φαυλότητα τοῦ βίου των θὰ ἐπεδοκίμαζον μὲν τὰς χειροτονίας ὁμοίων των, θὰ ἔσπευδον δὲ νὰ ἀποδοκιμάσουν ὑπηψηφίους ἐγνωσμένης ἐντιμότητος καὶ ἀρετῆς, τῶν ὁποίων ἡ ἀνάδειξις εἰς ἐπισκόπους θὰ ἦτο συμφορὰ διὰ τὸν Διάβολον, διʼ αὐτοὺς καὶ τὰ καταχθόνια σχέδιά των. Οἱ ἅγιοι Πατέρες, ἐν Πνεύματι Ἁγίω συγκεπτόμενοι καὶ ἐποφαινόμενοι, τὰ πάντα προέβλεψαν καὶ σαφῶς διέταξαν.

Οἱ συλληφθέντες παρέμειναν εἰς τὸ κρατητήριον. Κατόπιν δὲ διαμαρτυρίας εὐπολήπτων προσώπων ἐκ τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ ἀφέθησαν ἐλεύθεροι. Ἀλλʼ ὁ μακαρίτης Μητροπολίτης Χίου Παντελεήμων Φωστίνης προσελθὼν εἰς τὴν ἀνάκρισιν ἀπεκάλεσεν ἐνόρκως τοὺς συλληφθέντας διὰ τὸ Ἀνάξιος ταραξίας καὶ τεντυμπόϋδες καὶ ὄργανα ἑτεροκίνητα.
Κατόπιν καὶ τῆς καταθέσεως τοῦ Μητροπολίτου Χίου ἐσχηματίσθη φάκελλος καὶ ὑπὸ τῆς Ἀστυνομίας διεβιβάσθη εἰς τὴν Εἰσαγγελικὴν ἀρχὴν διὰ τὰ περαιτέρω.

* * *

Εἰς τὰς 18 Μαΐου διεπράχθη τὸ ἔγκλημα! Ἔγκλημα δὲ κατὰ τὴν ποινικὴν ἀγωγὴν ἦσαν αἱ ἀκουσθεῖσαι φωναὶ Ἀνάξιος! Ὁ φάκελλος παρέμενεν ἀνενέργητος ἐν τοῖς ἀρχείοις τῆς Εἰσαγγελίας ἐπὶ δύο καὶ πλέον ἔτη. Ἡ ὑπόθεσις εἶχε λησμονηθῆ. Ἀλλʼ αἴφνης διὰ κλητηρίου θεσπίσματος ἐκδοθέντος τὴν 14ην Αὐγούστου 1962 οἱ φωνάξαντες Ἀνάξιος, ὡς καί τινες ἄλλοι θεωρηθέντες συνεργοὶ αὐτῶν, ἐκαλοῦντο ἵνα κατὰ τὴν 7ην Δεκεμβρίου ἐ.ἔ. (2) ἐμφανισθοῦν ἐνώπιον τοῦ Δικαστηρίου τῶν ἐν Ἀθήναις πλημμελειοδικῶν καὶ δικασθοῦν «ἐπὶ διαταράξει θρησκευτικῆς συναθροίσεως».

  • (2) Ἄξιον σημειώσεως εἶνε, ὅτι ἡ ὁρισθεῖσα τῆς δίκης κατʼ ἀγαθὴν συγκυρίαν συνέπεσε μὲ τὴν ἑορτὴν τοῦ Ἁγίου Ἀμβροσίου. Περὶ τοῦ μεγάλου τούτου Πατρὸς τῆς Ἐκκλησίας ἱστορεῖται, ὅτι διατελῶν ἔπαρχος τῆς πόλεως Μεδιολάνων ἔσπευσεν εἰς τὸν ναόν, ὅπου τὸ πλῆθος εἶχε συνέλθει πρὸς ἐκλογὴν ἐπισκόπου, διὰ νὰ τηρήση τὴν τάξιν, ἥτις ἐκινδύνευε νὰ διαταραχθῆ ἐκ τοῦ πείσματος, μετὰ τοῦ ὁποίου ἐγίνετο ἡ ἐκλογή, καὶ ὡμίλησε πρὸς τὸ πλῆθος μετὰ γλυκύτητος, συμβουλεύων, ἵνα ἡ ἐκλογὴ διεξαχθῆ ἐν πνεύματι ὁμονοίας. Ἀλλʼ ἐνῶ ὡμίλει, αἴφνης φωνὴ παιδὸς ἠκούσθη κραυγάζουσα˙ Ἄμβρόσιον! Ἀμβρόσιον! Καὶ ἡ φωνὴ τοῦ παιδὸς ἐντὸς ὀλίγου ἐπεκράτησεν ὅλων τῶν ἄλλων φωνῶν καὶ ἐγένετο σύνθημα ὅλων τῶν παρατάξεων˙ Ὁ Ἄμβρόσιος ἄξιος νὰ γίνη ἐπίσκοπος! Ὁ Ἄμβρόσιος ἀκούσας τὴν ἀπροσδόκητον φωνὴν ἐταράχθη σφόδρα καὶ προέβαλε πολλὰς ἀντιρρήσεις καὶ ἐκρύβη καὶ ἀπῆλθεν ἐκ τῆς πόλεως, ἀλλὰ τέλος, βλέπων τὴν ἐπιμονὴν τοῦ λαοῦ καὶ θεωρῶν ταύτην φωνὴν Θεοῦ, ὑπέκυψε, καὶ τὴν 7 Δεκεμβρίου 374 ἐχειροτονήθη ἐπίσκοπος ἐν μέσω πλήθους ἐνθουσιῶντος λαοῦ καὶ παρουσία τοῦ αυτοκράτορος Οὐαλεντινιανοῦ, ὅστις ἐκδηλῶν τὴν χαράν του ἐπὶ τὴ χειροτονία τοῦ ἀνδρὸς ἀνέπεμψε πρὸς τὸν Θεὸν τὴν δοξολογίαν ταύτην˙ «Χάρις σοι, Δέσποτα Παντοκράτορ καὶ Σῶτερ ἡμέτερα, ὅτι τῶδε τῶ ἀνδρὶ ἐγὼ μὲν ἐνεχείρισα σώματα, σὺ δὲ ψυχάς, καὶ τὰς ἐμὰς ψήφους δικαίας ἀπέφηνας».

Οἱ κατηγορούμενοι κατὰ τοῦ κλητηρίου θεσπίσματος τοῦ παραπέμποντος αὐτοὺς ἀπʼ εὐθείας εἰς τὸ Δικαστήριον ἤσκησαν προσφυγὴν ζητοῦντες ἡ ὑπόθεσίς των νὰ παραπεμφθῆ εἰς ἀνακριτήν, νὰ διεξαχθοῦν τακτικαὶ ἀνακρίσεις καὶ νὰ ἐξετασθοῦν μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι λόγω τῆς εἰδικῆς των μορφώσεως θὰ ἦσαν ἱκανοὶ νὰ διαφωτίσουν τὴν ὑπόθεσιν. Διότι, ὡς ἐτονίζετο εἰς τὸ πρὸς τὸν Εἰσαγγελέα Ἐφετῶν ὑπόμνημά των, ὑπόθεσις τοιαύτη διὰ πρώτην φορὰν ἀπὸ τῆς ἀπελευθερώσεως τοῦ Ἔθνους παρουσιαζόμενη εἰς τὰ Δικαστήρια, ἦτο ἰδιαζούσης φύσεως καὶ ἔπρεπε νὰ ἀξιωθῆ ἰδιαιτέρας ἐρεύνης, καὶ σχετικὸν βούλευμα θὰ ἔπρεπε νὰ ἐκδοθῆ. Δυστυχῶς ἡ προσφυγὴ ἀπερρίφθη καὶ οὕτως οἱ κατηγορούμενοι κατὰ τὴν 7ην Δεκεμβρίου προσῆλθον εἰς τὴν αἴθουσαν τοῦ Α΄ Τριμελοῦς Πλημμελειοδικείου διὰ νὰ δικασθοῦν.
Οἱ κατηγορούμενοι ἦσαν οἱ ἐξῆς: 1) Ἀναστάσιος Περιστερόπουλος, 2)Παναγιώτης Μπλίκας, 3) Νικόλαος Ἰωάν. Σωτηρόπουλος, 4) Σταματία Τσιώνη, 5) Παναγιώτης Περσίδης, 6) Γεώργιος Βλαχογιάννης, 7) Ἰωάννης Ἰωαννίδης, 8) Δημήτριος Ἀλικάκος, 9) Γεώργιος Μεταξᾶς, 10) Εὐάγγελος Μαυρομιχαλάκης, 11) Φώτιος Ψαρρᾶς, 12) Διονύσιος Μαρῖνος, 13) Κυριάκος Θεοδωρόπουλος, 14) Βασίλειος Λάμπος, 15) Χρῆστος Λεβέντης, 16) Σοφία Δεμερτζῆ, 17) Κατίνα Βλασταράκου, 18)Ἰωάννης Ζαμάνης, 19) Στέφανος Ἀμοργιανὸς, 20) Εὐρυδ. Πaπαναστασοπούλου, 21) Χρῆστος Βασιλειάδης, 23) Εὐάγγελος Φρατζεσκάκης, 24) Πέτρος Μοσχόπουλος. Μάρτυρες Κατηγορίας ἦσαν ὁ Μητροπολίτης Χίου καὶ τρεῖς ἀστυνομικοί. Μάρτυρες ὑπερασπίσεως ἦσαν 1) ἀρχιμ. Αὐγουστῖνος Καντιώτης, 2) Ἀνδρέας Κεραμίδας, Διευθυντὴς τῆς «Ἐνορίας» 3) Θωμᾶς Οὐλῆς, γυμνασιάρχης, ἀντιπρόεδρος τοῦ Συλλόγου «Τρεῖς Ἱεράρχαι», 4) Παναγιώτης Μπενῆ-Ψάλτης, στρατηγὸς ἐ.ἀ., 5) Βασίλειος Κροκκιδᾶς, συμβολαιογράφος, 7) Σταῦρος Καραμῆτσος, θεολόγος, 8) Χρῆστος Τζούλης, θεολόγος, 9) Δημήτριος Μιχαλόπουλος, ἀνάπηρος πολέμου. Συνήγοροι δὲ συμαρεστάθησαν οἱ δικηγόροι Ἀθηνῶν 1) Μιλτιάδης Βολανάκης, 2) Παῦλος Ἀντωνέας, 3) Γεώργιος Ἀναγνωστόπουλος, 4) Ἰωάννης Κωτσόβελος.
Πρῶτος μάρτυς κατηγορίας καλεῖται ὑπὸ τοῦ προέδρου ὁ Μητροπολίτης Παντελεήμων Φωστίνης. Ἐπὶ τῶ ἀκούσματι τοῦ ὀνόματός του, φωνὴ ἀκούεται ἐκ τοῦ ἀκροατηρίου˙ Ἀπέθανε. Δεηθῶμεν τοῦ Ὑψίστου, ἵνα δοθῆ αὐτῶ συγχώρησις διʼ ὅσα κατὰ τῶν πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας τέκνων κατελάλησε καὶ κατὰ τοῦ ἱεροκήρυκος, τοῦ ὁποίου τοὺς γονεῖς καθύβρισε. Ποῦ ὁδηγεῖ τὸ πάθος!
Κατόπιν καλεῖται ὁ πρῶτος ἐκ τῶν ἀστυνομικῶν, μαρτύρων κατηγορίας. Εἰς ἐρώτησιν τοῦ Προέδρου, ἐὰν δύναται νʼ ἀναγνωρίση μεταξὺ τῶν κατηγορουμένων πρόσωπα, τὰ ὁποῖα ἤκουσε νὰ φωνάζουν Ἀνάξιος, ἀπήντησεν˙ Κύριε Πρόεδρε! Ἐπέρασε τόσος καιρὸς ἀπὸ τότε καὶ δὲν ἐνθυμοῦμαι κανέναν… Ταῦτα περίπου εἶπε καὶ ὁ δεύτερος ἀστυνομικός. Ἰδοὺ ποὺ ὁδηγεῖ ἡ βραδύτης ἐκδικάσεως δικαστικῶν ὑποθέσεων! Οἱ μάρτυρες λησμονοῦν πρόσωπα καὶ πράγματα καὶ κινδυνεύουν νὰ γίνουν ψευδομάρτυρες. Αἱ δικαστικαὶ ὑποθέσεις πρέπει νὰ ἐκδικάζωνται ὅσον τὸ δυνατὸν ταχύτερον. Ἀλλὰ πρέπει νὰ ἐμφανισθῆ ἕνας δεύτερος Δημητρακόπουλος διὰ νʼ ἀναδιοργανώση τὰ Ἑλληνικὰ Δικαστήρια.
Μετὰ τὴν κατάθεσιν τοῦ πρώτου ἀστυνομικοῦ ὁ Πρόεδρος τοῦ Δικαστηρίου ἠρώτησε τὸν Εἰσαγγελέα ἐὰν ἔχη τι νὰ ἐρωτήση. Τὴν εἰσαγγελικὴν δὲ ἕδραν κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην κατεῖχεν ὁ κ. Ἀνδρέας Νιανιάρας. Οὗτος ἠρώτησε˙ Διατὶ συνέλαβες τοὺς κατηγορουμένους; Διότι ἐφώναζον Ἀνάξιος, ἀπαντᾶ ὁ μάρτυς. Καὶ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ἐφώναζον Ἄξιος διατί δὲν τοὺς συνέλαβες; Δὲν διετάρασσον αὐτοὶ μὲ τὰς κραυγάς των τὴν τάξιν; ἐρωτᾶ ὁ Εἰσαγγελεύς. Μάρτυς… Εἰς τὸ σημεῖον τοῦτο ζωηρὰ καὶ παρατεταμένα χειροκροτήματα ἠκούσθησαν ἐκ μέρους τοῦ πυκνοῦ ἀκροατηρίου, ὅπερ εἶχε συρρεύσει διὰ νὰ παρακολουθήση τὴν ἐνδιαφέρουσαν δίκην. Ἀλλʼ ὁ Πρόεδρος ἐπὶ τῶ ἀκούσματι τῶν χειροκροτημάτων, διέταξε τὴν ἐκκένωσιν τῆς αἰθούσης.
Μετὰ τὴν κατάθεσιν τῶν μαρτύρων κατηγορίας ἐκλήθησαν οἱ μάρτυρες ὑπερασπίσεως. Ἐκ τούτων δὲ μόνον δύο ἐχρειάσθησαν νὰ ἐξετασθοῦν, ὁ Ἀρχιμ. Αὐγουστῖνος Καντιώτης καὶ ὁ κ. Ἀνδρέας Κεραμίδας.

Ὁ πρῶτος εἶπε μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ ἐξῆς: «Ἐὰν ὑπάρχη, κύριοι δικασταί, μία στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποίαν ὄχι μόνον ἐπιτρέπεται, ἀλλὰ ἐπιβάλλεται, ἵνα οἱ ἐν τῶ ναῶ εὑρισκόμενοι φωνάξουν καὶ διὰ τῆς φωνῆς των ἐπιδοκιμάσουν ἤ ἀποδοκιμάσουν, εἶνε ἡ στιγμὴ τῆς χειροτονίας. Βωβὸν δὲν θέλει τὸ ἐκκλησίασμα κατὰ τὴν ὥραν τῆς χειροτονίας ἡ Ἐκκλησία. Αἱ δὲ Ἀποστολικαὶ Διαταγαὶ ὁρίζουν νὰ γίνεται ἡ χειροτονία ὄχι ἐν καθημερινῆ ἡμέρα, ἀλλʼ ἐν Κυριακῆ, διὰ νὰ ὑπάρχη πλῆθος πιστῶν συμμαρτυρούντων. Ἡ ἐν ἀπουσία λαοῦ χειροτονία θεωρεῖται λαθραία. Πλεῖστα παραδείγματα συμμετοχῆς τοῦ λαϊκοῦ στοιχείου εἰς τὴν ἐκλογὴν τῶν ἐπισκόπων ἀναφέρει ἡ Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία. Λείψανον δὲ τῶν δικαιωμάτων τοῦ λαοῦ εἶνε τὸ ἐπιφώνημα Ἄξιος ἤ Ἀνάξιος». Ἐκ τῆς νεωτέρας Ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ανέφερε τὴν περίπτωσιν τοῦ κατὰ τὸ 1903 ἐψηφισμένου Μητροπολίτου Σπάρτης Ἀκακίου, ἐναντίον τῆς ἐκλογῆς τοῦ ὁποίου εἶχον ἐγερθῆ σφοδραὶ ἀντιρρήσεις, διότι οὗτος εἶχε μεταφράσει ὀρθολογιστικὸν βιβλίον. Καὶ ἐπειδὴ οἱ Συνοδικοὶ ἐπέμενον, ἡ ἀείμνηστος Βασίλισσα Ὄλγα διεμνήνυσεν εἰς τὸν Πρόεδρον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ὅτι ἐὰν ἡ Σύνοδος ἐπιμένη νὰ τὸν χειροτονήση, αὐτὴ θὰ κατήρχετο εἰς τὸν Μητροπολιτικὸν ναὸν καὶ θὰ ἐφώναζεν Ἀνάξιος. Συνεπῶς πᾶς πιστὸς ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ἐκφράση τὴν κρίσιν του διὰ τῆς φωνῆς Ἄξιος ἤ Ἀνάξιος χωρὶς νὰ δύναται τοῦτο νὰ χαρακτηρισθῆ ὡς διατάραξις δημοσίας λατρείας. Καὶ σεῖς, κύριε Πρόεδρε, εἶπεν ὁ ἱεροκῆρυξ, ὡς χριστιανὸς θὰ ἔπρεπε νὰ παρευρεθῆτε εἰς τὸν ναὸν καὶ νὰ φωνάξετε κατὰ συνείδησιν.

Ὁ δεύτερος μάρτυς ἐτόνισεν ὅτι εἰς τὴν σημερινὴν παναθλίαν ἐκκλησιαστικὴν κατάστασιν καθʼ ἥν ἡ ψαλὶς μεταξὺ τοῦ γίγνεσθαι καὶ τοῦ δέοντος γίγνεσθαι τείνει νὰ ὁριζοντιωθῆ, ἡ φωνὴ Ἀνάξιος. Κανονικὸν δικαίωμα τῶν πιστῶν, ἀποτελεῖ σημεῖον παρήγορον. Οἱ δὲ κατηγορούμενοι, τοὺς ὁποίους, εἶπε γνωρίζω καλῶς, εἶνε ἁγνὰ παιδιά, πονοῦν τὴν Ἐκκλησίαν καὶ εἶνε τὰ χελιδόνια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀνοίξεως. Ὄχι τιμωρίας, ἀλλʼ ἐπαίνων εἶνε ἄξιοι. Εἰς τοὺς μάρτυρας ὑπερασπίσεως ὁπωσδήποτε θὰ προσετίθετο, ἐὰν ἔζη, ὁ ἀείμνηστος Μητροπολίτης Ἀκαρνανίας Ἱερόθεος. Ἀντὶ τῆς ἐπὶ δικαστηρίου καταθέσεώς του ὑπάρχει σπουδαία συνέντευξίς του τὴν ὁποίαν τὴν ἐπομένην τῶν ἐπεισοδίων εἶχε δώσει εἰς τὸν δημοσιογράφον τοῦ «Ἔθνους» κ. Σπῦρον Ἀλεξίου καὶ ἐδημοσιεύθη εἰς τὸ φύλλον τῆς ἐφημερίδος τῆς 2 Ἰουνίου 1960. Ἐν τῆ συνεντεύξει ἐκείνη μεταξὺ τῶν ἄλλων ὁ ἀείμνηστος Μητροπολίτης εἶπε καὶ τὰ ἐξῆς σπουδαιότατα.
Τὰ «ἀνάξιος» ἐστρέφοντο κυρίως κατὰ τοῦ τρόπου τῆς ἐκλογῆς. Πρέπει νὰ ὁμολογήσωμεν τὴν ἁμαρτίαν μας. Προκειμένου, δηλαδή, νὰ γίνουν ἐκλογαὶ ὀκτὼ ἐπισκόπων, ἐδιχάσθη ἡ Ἱεραρχία εἰς ὁμίλους, οἱ ὁποῖοι προῆλθον εἰς προσυμφωνίας πρωτοστατοῦντος τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, δυστυχῶς, ὥστε ἡ ἐκλογὴ δὲν ἠμποροῦμεν νὰ εἴπωμεν ἀδιστάκτως, ὅτι ἐγένετο ἐν Πνεύματι ἁγίω.
Τὰς παραμονὰς τῶν ἐκλογῶν ἦσαν ἤδη χρισμένοι εἰς τὰ παρασκήνια καὶ αὐτοὶ ἐξελέγησαν. Μόνον διὰ μίαν περίπτωσιν δύναται νὰ λεχθῆ ὅτι ἐξελέγη ὁ ἀνέλπιστος.
Μὲ τὰ «ἀνάξιος», λοιπόν, μᾶς λέγει ἡ μερὶς αὐτὴ τῶν πιστῶν: «Πολὺ καλά! Ἐπήρατε τὸ δικαίωμα νὰ ἐκλέγετε σεῖς μόνοι σας τοὺς ἀρχιερεῖς, χωρὶς νὰ συμμετέχη εἰς τὴν ἐκλογὴν ὁ Κλῆρος καὶ ὁ Λαὸς τῆς ἐπισκοπῆς. Κάμετε, λοιπόν, χρῆσιν τοῦ δικαιώματος αὐτοῦ ἐν φόβω Θεοῦ καὶ οὐχὶ κατὰ ἀνθρωπίνους ὑπολογισμοὺς καὶ συναλλαγάς, εἰς τὰ ὁποῖα ὑποκρύπτεται ὁ Νεπωτισμὸς καὶ ἡ ἐπάρατος Σιμωνία, διὰ τὴν ὁποίαν προβλέπουν οἱ θεῖοι καὶ ἱεροὶ Κανόνες καὶ αὐτοὶ οἱ πολιτικοὶ Νόμοι καθαίρεσιν ὄχι μόνον τὸν χειροτονουμένων, ἀλλὰ καὶ τῶν χειροτονούντων».
Μετὰ τὴν κατάθεσιν τοῦ κ. Ἀνδρ. Κεραμίδα ἤρχισεν ἡ ἀπολογία τῶν κατηγορουμένων. Ἐνῶ δὲ ἡ κατάθεσις τῶν μαρτύρων κατηγορίας ἦτο ἐλλιπής, ὡς μὴ δυναμένων νὰ ὑποδείξουν τίνες ἐκ τῶν κατηγορουμένων εἶχον κραυγάσει Ἀνάξιος, καὶ συνεπῶς ἡ κατηγορία ἦτο ἀναπόδεικτος, ἐν τούτοις οἱ κατηγορούμενοι, ὅσοι πράγματι εἶχον φωνάξει τὸ Ἀνάξιος, μόνοι των ὡμολόγησαν εὐθαρσῶς ὅτι ἐφώναξαν τοῦτο κατʼ ἐπιταγὴν τῆς συνειδήσεώς των. Εἶς δὲ ἐκ τῶν κατηγορουμένων τῶν μὴ παρευρεθέντων εἰς τὴν χειροτονίαν εἶπε˙ «Δυστυχῶς δὲν ἤμουν διὰ νὰ φωνάξω καὶ ἐγώ». Καὶ τέλος εἶς ἐργαζόμενος νέος, εἶπε, ζωηρότερον ὅλων˙ «Κύριε Πρόεδρε, ἐφώναξα. Καὶ δηλῶ, ὅτι ἐὰν παρουσιασθῆ παρομοία περίπτωσις, πάλιν θὰ φωνάξω».
Μετὰ ταῦτα ἠγέρθη καὶ ἠγορευσεν ὁ Εἰσαγγελεὺς κ. Ἀνδρ. Νιανιάρας. Οὗτος ἐτόνισεν ὅτι ὁ μέλλων ἐπίσκοπος πρέπει κατὰ τοὺς Κανόνας νὰ εἶνε ἐν πᾶσιν ἄμεμπτος καὶ νὰ ἔχη τὴν ἔξωθεν μαρτυρίαν, ἥν δίδει ὁ λαός. Τὸ δὲ Ἄξιος ἤ Ἀνάξιος εἶνε λείψανον τῶν ἀρχαίων δικαιωμάτων τοῦ λαοῦ, ὅστις καὶ ἐξέλεγε τοὺς ἐπισκόπους του. Οἱ οὐτωσὶ δὲ τότε ἐκλεγόμενοι ἐπίσκοποι εὑρίσκοντο εἰς τοιοῦτον ὕψος ὥστε ἤλεγχον καὶ αὐτοκράτορας ἀκόμη. Ζητῶ – εἶπε – τὴν ἀθώωσιν τῶν κατηγορουμένων.
Μετὰ τὴν ἀγόρευσιν τοῦ Εἰσαγγελέως καὶ τὴν ἀγόρευσιν τῶν συνηγόρων, οἱ
οποῖοι ἀπὸ πάσης πλευρᾶς ἐξήντλησαν τὸ θέμα, οἱ δικασταὶ ἀπεσύρθησαν εἰς ἰδιαιτέραν σύσκεψιν. Ἐπανῆλθον δὲ εἰς τὰς θέσεις των περὶ τὴν 11ην νυκτερινήν. Ἄκρα σιγὴ ἐν τῶ ἀκροατηρίω. Ὁ Πρόεδρος κ. Κ. Κοντορίσης ἀναγινώσκει τὴν ἀπόφασιν τοῦ Δικαστηρίου. Οἱ κατηγορούμενοι κηρύσσονται ἀθῶοι. Ζωηρὰ καὶ παρατεταμένα χειροκροτήματα τοῦ πυκνοῦ ἀκροατηρίου ὑποδέχονται τὴν ἀπόφασιν τοῦ Δικαστηρίου.

* * *

Ἀγαπητοὶ ἀναγνῶσται! Ἡ ἀπόφασις, τὴν ὁποίαν ἐξέδωκε τὸ πρῶτον Πρωτοδικεῖον τῆς ἑλληνικῆς Πατρίδος εἶναι σπουδαιοτάτη. Τοῦ λοιποῦ δὲν θὰ δύνανται τὰ ἀστυνομικὰ ὄργανα νὰ εἰσέρχωνται ἐντὸς τοῦ ναοῦ κατὰ τὴν χειροτονίαν καὶ νὰ συλλαμβάνουν ὅσους διὰ λόγους συνειδήσεως φωνάζουν τὸ Ἀνάξιος. Ἡ φωνὴ αὕτη δὲν θὰ δύναται πλέον νὰ χαρακτηρίζεται ὑπὸ τῆς Ποινικῆς Ἀγωγῆς ὡς διατάραξις δημοσίας λατρείας. Ἀλλὰ θὰ θεωρῆται ὡς ἄσκησις δικαιώματος ἅμα καὶ καθἠκοντος τοῦ πιστοῦ λαοῦ. Εἶνε ὡς ἡ ψῆφος τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ Ἀνάξιος ἔχει τὴν δύναμιν κατὰ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνας νὰ σταματήση τὴν χειροτονίαν. Ἐὰν δὲ μετὰ τὸ ἄκουσμα τῶν φωνῶν Ἀνάξιος ἡ χειροτονία συνεχισθῆ ὅ τε χειροτονηθεῖς καὶ ὁ χειροτονήσα κρίνονται ἀμφότεροι ἄξιοι καθαιρέσεως.
Ἑλληνικὲ λαέ! Ἦτο ποτε ἐποχὴ ἐν τῆ Ἐκκλησία κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ λαὸς ἐξέλεγε τοὺς ποιμένας του. Δυστυχῶς ὅμως ὁ λαὸς ἀγνοεῖται σήμερον καὶ διάκονοι καὶ πρεσβύτεροι καὶ ἐπίσκοποι ἐκλέγονται ἄνευ τῆς γνώμης του. Θλιβερὰ ἡ κατάστασις καὶ πολλῶν θρήνων ἀξία. Τὸ μόνον ὅπλον ὅπερ ὑπελείφθη εἰς τὰς χεῖρας τοῦ λαοῦ εἶνε τὸ Ἀνάξιος, ὅπερ μέχρι χθὲς ἐθεωρεῖτο ἔγκλημα, ἀλλʼ ἤδη διὰ τῆς ἀποφάσεως τοῦ Πρωτοδικείου ἀνεγνωρίσθη ὡς δικαίωμα. Τὸ ὅπλον τοῦτο πρέπει νὰ τεθῆ πάλιν εἰς χρῆσιν. Ἐάν, πιστὲ λαὲ τοῦ Θεοῦ, εἴτε εἰς πόλεις εἴτε εἰς χωρία κατοικεῖς, πληροφορηθῆς ὅτι φαῦλον καὶ ἀνίκανον ἄτομον μέλλει νὰ περιβληθῆ τὸ ῥάσον καὶ νὰ εἰσέλθη εἰς τὰ ἅγια τῶν ἁγίων ἔχεις ἱερὸν καθῆκον νὰ σπεύσης εἰς τὸν ναὸν καὶ μόλις ἀκούσης τὸ «κέλευσον˙ κελεύσατε!» νὰ φωνάξης Ἀνάξιος. Ἡ γλῶσσα ποὺ φωνάζει Ἀνάξιος κατὰ φαύλν καὶ ἀνικάνων ὑποκειμένων, ποὺ πρόκειται νὰ ἐξελιχθοῦν εἰς προβατόσχημους καὶ βαρεῖς λύκους, ἡ γλῶσσα, λέγομεν, αὐτὴ ἁγιάζεται. Ἄλλως, ἀδιαφορῶν καὶ σιωπῶν, ἔχεις καὶ σὺ τὸ μερίδιον τῆς εὐθύνης διὰ τὴν χειροτονίαν ἀναξίων. Πιστὲ λαέ! Μετὰ τὴν ἀθωωτικὴν ἀπόφασιν τοῦ πρώτου Πρωτοδικείου τῆς Ἑλλάδος, τοῦ Πρωτοδικείου Ἀθηνῶν, εἶσαι καὶ νομικῶς κατωχυρωμένος. Καὶ στερεῖσαι πάσης προφάσεως, ἐὰν δὲν θελήσης νʼ ἀσκήσης τὸ ἱερὸν τοῦτο καθῆκον καὶ δικαίωμά σου.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.