Αυγουστίνος Καντιώτης



Το αντιδοτο του φοβου «Θαρσειτε, εγω ειμι· μη φοβεισθε» (Ματθ. 14,27)

date Αυγ 9th, 2020 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΚΖ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 1599

Κυριακὴ Θ΄ Ματθαίου (Ματθ. 14,22-34)
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

Το αντιδοτο του φοβου

«Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε» (Ματθ. 14,27)

τρυκιμ.-θαλασσα-ιστ

Αδελφοί μου, θὰ σᾶς παρακαλέσω νὰ δώσε­­τε προσοχὴ στὰ ἁπλᾶ λόγια ποὺ θὰ σᾶς πῶ.
Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο εἶνε ἐπίκαιρο, κατάλληλο γιὰ τὴν ἐποχή μας. Μᾶς μεταφέρει νοερῶς στὴ θάλασσα. Καὶ τέτοια ἐποχὴ βλέπουμε, προτοῦ ν᾽ ἀνατείλῃ ὁ ἥλιος, νὰ φεύγῃ κόσμος πρὸς τὰ ἀκρογιάλια γιὰ μπάνιο.
Τὸ νὰ δροσιστῇ κανεὶς στὴ θάλασσα δὲν εἶ­νε κακό. Ἀλλὰ Κυριακὴ πρωὶ τὰ λουτρὰ ἀπαγο­ρεύον­ται· ἔτσι λέ­νε οἱ κανόνες τῆς Ἐκ­κλησίας. Τὴν ὥρα αὐτὴ πρέπει ὅλοι νὰ εἴ­μαστε στοὺς ναούς. Ἐκεῖ γίνεται τὸ λουτρό, τὸ πνευματι­κὸ λουτρό, γιὰ τὸ ὁποῖο ὁ προφήτης λέει «Λούσα­σθε καὶ καθαροὶ γίνεσθε…» (Ἠσ. 1,16).

* * *

Στὴν ἐκκλησία λοιπὸν ἀκοῦμε σήμερα περὶ θαλάσσης. Ἀλλὰ ἡ θάλασσα ποὺ λέει ἐδῶ τὸ εὐαγγέλιο δὲν εἶνε εὐχάριστη· εἶ­νε ἀ­φρισμένη κι ἀ­νοίγει τὸ στό­­μα νὰ καταπιῇ ἕνα μικρὸ πλοῖο, ποὺ παλεύει μέσ᾽ στὴ νύχτα νὰ σω­θῇ.
Ὅποιος θά ᾽βλεπε τὸ πλοῖο, θά ᾽λεγε πὼς θὰ καταποντισθῇ. Καὶ ὅμως σώθηκε. Πῶς; Μὲ θαῦ­­μα. Καὶ πῶς νὰ μὴ γίνῃ θαῦμα, ἂν σκεφτοῦμε ποιοί ἦταν μέσα! Στὸ πλοῖο ἐκεῖνο δὲν ἦταν ἀ­σεβεῖς καὶ βλάσφημοι, λῃσταὶ καὶ φονιᾶδες· ἦ­ταν οἱ δώ­δεκα ἀπόστολοι, ὅ,τι ἁγιώτερο εἶχε νὰ ἐπιδείξῃ τότε ὁ κόσμος. Πῶς λοιπὸν ὁ Χριστὸς ν᾿ ἀ­φήσῃ νὰ βουλιά­ξῃ τὸ πλοῖο ποὺ μετέ­φερε τοὺς κήρυκες τοῦ εὐαγγελίου του, τὴν Ἐκ­κλησία του, τὴν ἐλπίδα γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου;
Καθὼς πάλευαν μὲ τὰ ἄγρια κύματα, ἐκεῖ κα­τὰ τὶς τρεῖς μετὰ τὰ μεσάνυχτα, παρουσι­άζεται ὁ Ἰησοῦς πάνω στὰ κύματα σὰν φωτει­νὴ σκιά. Τὸν εἶδαν νὰ προχωρῇ, νόμισαν πὼς εἶ­νε φάν­τασμα, τρόμαξαν καὶ ξεφώνισαν ἀπ᾽ τὸ φό­­βο τους. Ἀμέσως ἀκούστηκε ἡ γλυκειὰ φω­νή του νὰ τοὺς λέῃ· «Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰ­μι, μὴ φοβεῖσθε»· ἔχετε θάρρος, ἐγὼ εἶμαι, μὴ φο­βᾶστε (Ματθ. 14,27).
Ἡ παρουσία του τοὺς ἔδωσε τόσο θάρρος, ὥστε ὁ Πέτρος, ὁ πιὸ θαρραλέος, ζή­τησε τὴν ἄ­δεια νὰ πάῃ περπατών­τας κοντά του. Καὶ πράγματι πήδησε στὴ θάλασ­σα· τὸ νερὸ ἔγινε σὰν μάρμαρο κάτω ἀ­π᾽ τὰ πόδια του καὶ ἄρχισε νὰ περπατάῃ! Πλησί­αζε· καὶ εἶχε χαρά, γιατὶ σὲ λίγο θά ᾿σφιγγε τὸ χέρι τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλ᾽ ἀντὶ νὰ κοιτάζῃ συνε­χῶς αὐτόν, γιὰ μιὰ στιγμὴ ἔρ­ριξε τὴ ματιά του στὰ κύματα. Τότε ἄρχισε νὰ βου­λιάζῃ καὶ φώναξε «Κύριε, σῶσόν με». Καὶ ὁ Χριστός, ἀφοῦ τὸν ἐπέπληξε μὲ τὰ λόγια «Ὀλι­γόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας;» ( ἔ.ἀ. 14,30-31), ἅπλωσε τὸ παν­το­δύναμο χέρι του καὶ τὸν ἔπιασε.
Ἀνέβηκαν μαζὶ στὸ πλοῖο. Καὶ μόλις τὰ παν­άχραντα πόδια τοῦ Χριστοῦ μας πάτησαν στὸ κατάστρωμα, ἀμέσως ἡ τρικυμία σταμάτησε καὶ ἔγινε γαλήνη. Κι ὅσοι ἦταν στὸ πλοῖο, ὅ­ταν εἶδαν πῶς τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως ὑπήκουσαν, ἦρθαν, γονάτισαν μπροστὰ στὸ Χριστὸ καὶ τοῦ εἶπαν·«Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ», εἶσαι πράγματι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ – Θεός (ἔ.ἀ. 14,33).

* * *

Αὐτό, ἀγαπητοί μου, μὲ λίγες λέξεις εἶνε τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Ἀπ᾿ ὅλο τὸ θαῦμα θέλω νὰ προσέξουμε τὰ λόγια ἐκεῖνα τοῦ Χριστοῦ στοὺς ἀ­­ποστόλους· «Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖ­σθε». Τὰ λόγια αὐτά, ποὺ δίνουν θάρρος καὶ παρηγοριά, ἔχουν αἰώνιο κῦρος. Δὲν ἀπευ­θύνον­ται μόνο σ᾽ ἐκείνους, σὲ μία γενεὰ ἀν­θρώπων· ἀ­πευθύνονται σὲ ὅλες τὶς γενεὲς καὶ κατ᾿ ἐξο­χὴν στὴ δική μας, στὸν καθένα ἀπὸ μᾶς.
Ἴσως κάποιος πῇ· Δὲν ζοῦμε τώρα σὲ καιρὸ ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἔτρεμαν τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως· ἐγὼ δὲ φο­βᾶμαι, κ᾽ ἑπομένως δὲν ἔχω ἀνάγκη τέτοια παρηγορία…
Ποῖος εἶν᾽ αὐτός; Ψέματα λέει. Ἂν ἀνοίξῃς τὴν καρδιά του θὰ δῇς, ὅτι αὐτὸς ποὺ κάνει τὸν λέοντα εἶνε πιὸ δει­λὸς κι ἀπ᾽ τὸ λαγό. Εἶ­νε ἡ γενεὰ ποὺ βασανίζε­ται ἀπὸ πλῆθος φο­­βίες. Νὰ ξεφυλλίσουμε τὸ δειγματολόγιό τους;
Ὁ ἄνθρωπος φο­βᾶται. Ἔχει φόβο γιὰ τὴν ὑ­­γεία· παρ᾿ ὅλη τὴν πρόοδο τῆς ἰατρικῆς φοβε­ρὲς ἀσθένειες ταπεινώνουν τὴν ἐπιστήμη· εἶ­νε τιμωρία Θεοῦ, ἕλκη τῆς Ἀποκαλύψεως (βλ. Ἀπ. 16, 2,11). Ἔχει φόβο γιὰ τὴν οἰκονομία· χρέη, φό­ροι, πρόστιμα, ἀπόλυσις, πτώχευσις, μαρασμὸς τὸν ἀ­­πειλοῦν. Φοβᾶται γιὰ τὴν ἀνεργία, τὴν ἀσφά­λι­σι, τὴν ἰατρικὴ περίθαλψι, τὴ συνταξιοδότη­σι…· μύριοι φόβοι τὸν ζώνουν. Καὶ αὐτὰ μὲν ὡς ἄ­το­­μο. Ἔχει ὅμως καὶ ἄλλους φόβους. Φοβᾶ­ται ὡς οἰ­κογενειάρχης, μήπως ἡ γυναίκα του τὸν ἀπα­τᾷ, μήπως τὰ παιδιά του ξεστρατίσουν, μήπως δὲ μπορέσουν νὰ σπουδάσουν, μήπως τὰ κορίτσια του δὲν παντρευτοῦν. Καὶ ὄχι μόνο ὁ φτωχός· καὶ ὁ πλούσιος. Αὐτὸς εἶνε ποὺ φοβᾶ­ται περισ­σότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον. Ὅσο οἱ ἐπιχειρήσεις καὶ τὰ κέρδη αὐξάνονται, τόσο τὸ σκου­λήκι τοῦ φόβου τὸν τρώει βαθύτερα, καὶ ἀγωνιᾷ καὶ ξε­νυ­χτᾷ καὶ διερωτᾶται «τί νὰ κάνω;» (πρβλ. Λουκ. 12,17), ἐνῷ ὁ φτωχὸς κοιμᾶται ἥ­συχος τὸν ὕπνο τοῦ δικαίου. Ἀλλὰ ὅλοι, καὶ ὁ πλούσιος καὶ ὁ φτωχός, καὶ ὁ βασιλιᾶς καὶ ὁ ζητιάνος, καὶ ὁ ἀγράμ­ματος καὶ ὁ ἐπιστήμων, καὶ ὁ γέρος καὶ τὸ παιδί, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς φόβους αὐτούς, νιώ­θουν σή­μερα καὶ κάποιον ἄλλο φόβο· εἶνε ὁ φόβος τῶν ἐ­σχάτων. Στὸ Εὐαγγέλιο ὁ Κύρι­ος λέει· «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ πα­ρέλθωσι» (Ματθ. 24,35). Καὶ ἀλλοῦ λέει· «Καὶ ἔσται ση­μεῖα ἐν ἡλίῳ καὶ σελή­νῃ καὶ ἄστροις», «φόβητρά τε καὶ σημεῖα ἀπ᾽ οὐρανοῦ μεγάλα ἔσται». Στὸν ἥλιο, στὴ σελή­νη καὶ στὰ ἄστρα θὰ γίνουν σημεῖα ἐκπληκτικὰ καὶ «φόβητρα», ποὺ θὰ κάνουν τοὺς ἀνθρώπους νὰ τρέμουν σὰν τὰ φύλλα καὶ νὰ ξεψυχοῦν ἀπὸ τὸ φόβο τους (Λουκ. 21,25,11,26).
Στὸν αἰῶνα λοιπὸν ποὺ καυχᾶται γιὰ τὶς κατακτήσεις του, βλέπω τὸν ἄνθρωπο νὰ τρέ­μῃ! Πάνω ἀπ᾽ τὸ κεφάλι του κρέμεται ἀπὸ μιὰ τρίχα ἕνα σπαθὶ ἕτοιμο νὰ πέσῃ καὶ νὰ σκοτώ­σῃ ὄχι λίγους, ἀλλὰ τὸ ἓν τρίτον ἀπὸ ὅλη ἀδι­ακρίτως τὴν ἀνθρωπότητα, ὅπως λέει ἡ Ἀπο­κάλυψις (βλ. 9,15). Εἶνε ἡ ἐρχομένη ῥομφαία τοῦ Κυρίου.

* * *

Μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο τοῦ φόβου, ἀγαπητοί μου, ἀκούγεται ἡ γλυκειὰ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ μας «Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε». Ἔρ­χεται νὰ προσφέρῃ τὸ ἀντίδοτο τοῦ φόβου. Ποιά λοιπὸν εἶνε τὰ φάρμακα κατὰ τοῦ φόβου;
⃝ Τὸ πρῶτο. Τὸ μυαλὸ νὰ μὴν πηγαί­νῃ πάντα στὰ θλιβερά. Μερικοὶ ἔτσι βασα­νίζουν τὸν ἑ­αυτό τους καὶ τοὺς γύρω τους. Μὰ ὁ κόσμος δὲν εἶνε μόνο σκοτάδι καὶ νύχτα· εἶνε καὶ ἡ­μέρα καὶ φῶς. Ὅπως τὸ μάτι κουράζεται ἂν βλέπῃ συνεχῶς ἕ­να μαῦρο χρῶμα, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ ἂν σκέπτεσαι μόνο τὰ θλιβερά. Ὄχι, ἀ­δελφοί μου! Ἂς διδαχθοῦμε ἀπὸ τὸν Πέτρο. Ὅσο εἶχε τὰ μάτια του στὸ Χριστό, τὸν θεῖο μαγνήτη, βάδιζε κα­λὰ πάνω στὰ κύματα· μόλις τὰ ἀπέσυρε, ἄρχισε νὰ βουλιάζῃ.
Περάσατε ποτὲ ἀπὸ ἐπικίνδυνα – ἀπόκρημνα μέρη; Ἐγὼ πέρασα στὸν Κάβο Ντόρο, σὲ γι­­­δόστρατες ποὺ ἀπὸ κάτω ἦταν χίλια μέτρα χάος. Σὲ τέτοια μέρη ὁ συνοδὸς σοῦ λέει· Πρόσε­ξε καλά, μὴ ῥίξῃς ματιὰ πρὸς τὰ κάτω, στὰ βάρα­θρα, γιατὶ θὰ πάθῃς ἴλιγγο, θὰ ζαλιστῇς καὶ θὰ πέσῃς· νὰ κοιτάζῃς ψηλά. Ἔτσι καὶ στὴν πορεία τῆς ζωῆς· ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδιὰ ψηλά, τὸ μάτι μας στὸ Χριστό! Ἀλλοίμονο ἂν παύσουμε νὰ εἴμαστε προσηλωμένοι σ᾽ ἐκεῖνον· τότε θὰ εἴμαστε «ἐλεεινότεροι πάντων ἀν­θρώ­πων» (Α΄ Κορ. 15,19). Μ᾽ αὐτὸ δὲν ἐννοῶ νὰ πέ­σου­με σὲ ῥαθυμία καὶ ἀμέλεια· ἡ προσήλωσι στὸ Χρι­στὸ θὰ εἶνε ἡ πιὸ δραστικὴ ἐνέργειά μας.
⃝ Καὶ ἂν παρ᾽ ὅλα αὐτὰ μᾶς βρῇ κάποια συμφο­ρά, νὰ μὴ δειλιάσουμε. Ὅταν ἕνα πλοῖο κινδυνεύῃ, ὁ πλοίαρχος παλεύει μὲ ὅ,τι διαθέ­τει· κι ὅταν πλέον δῇ πὼς δὲν μπορεῖ νὰ κάνῃ κάτι ἄλ­­λο, τότε μὲ τὸν ἀσύρματο ἐκπέμπει σῆμα ΣΟΣ (SOS) καὶ ζητᾷ βοήθεια. Κ᾽ ἐμεῖς πλοῖα εἴμαστε καὶ παλεύουμε στὸ πέλαγος τοῦ κόσμου τούτου. Ὅταν λοιπὸν μᾶς βρίσκουν συμ­φορὲς καὶ δὲν μπορῇ τίποτα νὰ μᾶς βοηθή­σῃ, νὰ ἐκπέμ­πουμε σῆμα μὲ τὸ μυστικὸ ἀσύρματο, ποὺ δι­αθέτει κάθε πιστὸς γιὰ νὰ καλεῖ εἰς βοήθειαν τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, τὴν Παναγία, τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἁγίους. Τὸν ἀσύρματο, ἀδελφοί! Αὐτὸ ἔκανε καὶ ὁ ἀ­πόστολος Πέτρος ὅταν ἐξέπεμψε τὶς τρεῖς λέ­ξεις· «Κύριε, σῶσόν με». Ὁ ἀσύρματος εἶνε ἡ προσ­ευχή, ἡ ὁποία γίνεται ὄχι μόνο στὴν ἐκκλησία ἀλ­λὰ σὲ κάθε τόπο καὶ στιγμὴ καὶ περίστασι.
Δὲν ὑπάρχει πιὸ μεγάλη δύναμις. «Κύριε, σῶ­σόν με», φωνάζει ὁ ναυτικὸς ποὺ κινδυνεύει νὰ ναυαγήσῃ, ἡ χήρα μὲ τὰ ὀρφανά της, ὁ ἄρ­ρωστος πάνω στὸ κρεβάτι, ὁ ἄνεργος ποὺ πει­νᾷ, ὁ σύζυγος μὲ τὴν γλωσσώδη γυναίκα, ἡ σύ­ζυ­γος μὲ τὸν θυμώδη ἄντρα, ὁ κάθε Χριστια­νὸς ποὺ ἀπειλεῖται ἀπ᾽ τὰ πάθη του· καὶ ὁ Χριστὸς θὰ βρεθῇ κοντά του. Ἂν κάποιος νέος κιν­δυνεύῃ ἀπὸ τὰ δίχτυα αἰσχρᾶς γυναικός, ἂν κάποιος πατέρας βλέπῃ τὰ παιδιά του νὰ παρασύρωνται, ἂς γονατίσῃ καὶ ἂς φωνάξῃ «Κύριε, σῶσόν με», καὶ θὰ βρῇ βοήθεια. Ὁ παν­το­δύναμος Χριστός μας θ᾽ ἁπλώσῃ τὸ χέρι του, θὰ τὸν πιάσῃ ὅπως τὸν Πέτρο καὶ θὰ τοῦ πῇ·
Βάδιζε, πλέε διὰ μέσου κυμάτων, ὑφάλων, σκοπέλων. Πλέε, ἕως ὅτου ῥίξουμε ἄγκυρα στὸ λιμάνι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, τῆς ὁ­ποίας εἴθε νὰ ἀξιωθοῦμε διὰ πρεσβειῶν τῆς ἁ­γίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Ἰλισσοῦ – Ἀθῆναι τὴν 30-7-1961. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 25-7-2010.
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς περικοπὲς στὸ cd 36α΄Α τῆς σειρᾶς «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868)

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.