Αυγουστίνος Καντιώτης



Archive for the ‘Xαιρετισμοι της Παναγιας’ Category

Συγχρονα ειδωλα – САВРЕМЕНИ ИДОЛИ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Φεβ 19th, 2012 | filed Filed under: Cрпски језик, Xαιρετισμοι της Παναγιας

Β΄ Στάσις Χαιρετισμῶν

Συγχρονα ειδωλα

«Χαῖρε, τῶν εἰδώλων τὸν δόλον ἐλέγξασα» (Ἀκάθ. ὕμν. Λ2β΄)

Ο Ἀκάθιστος ὕμνος, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἀριστούργημα θρησκευτικῆς ποιήσεως. Εἶ­νε πολύεδρο διαμάντι, ποὺ κάθε πλευρά του, κα­θένα ἀπὸ τὰ 144 «χαῖρε», ἀκτινοβολεῖ. Σήμερα μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ θὰ προσπαθήσω νὰ ἐξηγήσω αὐτὸ ποὺ ἀκούσατε· «Χαῖ­ρε, τῶν εἰ­δώλων τὸν δόλον ἐλέγξασα». Χαῖρε Παναγία, διότι ἐσὺ γέννησες ἐκεῖνον ποὺ ἤ­λεγξε τὴν ἀ­πάτη τῶν εἰδώλων καὶ τὰ σάρωσε (Λ2β΄).
Θὰ δοῦμε πρῶτον τί εἶνε εἴδωλο, καὶ δεύτερον ἂν σήμερα ὑπάρχῃ εἰδωλολατρία.

* * *

Α΄. Τί εἶνε εἴδωλο; Πρέπει νὰ γνωρίζουμε, ἀγα­πητοί μου, ὅτι ὁ ἄνθρωπος στὴν ἀρχή, ὅταν πρωτοεμφανίσθηκε, γνώριζε καὶ λάτρευε τὸν ἀ­ληθινὸ Θεό. Ἀλλὰ κατόπιν, μὲ τὴν ἀπομάκρυνσί του ἀπὸ αὐτόν, ὅπως ὅλα τὰ κα­λὰ δι­εστράφησαν, ἔτσι ἀλλοιώθηκε καὶ ἡ πίστι του. Ἔχασε τὸν ἀληθινὸ Θεό, καὶ τὸ κενὸ ποὺ δημι­ουρ­γήθηκε ἦρθαν ν᾽ ἀναπληρώσουν τὰ εἴδωλα. Ἔτσι παρουσιάστηκε ἡ εἰδωλολατρία.
Τὰ εἴδωλα δὲν εἶνε κάτι πραγματικό· τὰ δημιούργησε ἡ φαντασία πάνω στὴν ἀνάγκη τῆς ψυχῆς γιὰ Θεό. Ὁ ἄνθρωπος φαν­τάστηκε κάτι ψεύτικο καὶ ἔπλασε διάφορα ἀπατηλὰ ὑ­ποκατάστατα. Πῆρε π.χ. ἕνα κομμάτι μάρμαρο, τὸ πελέκησε καὶ τοῦ ἔδωσε μιὰ μορφή. Κ᾽ ἐ­μεῖς βέβαια σήμερα κάνουμε ἀγάλματα, ἀλλὰ λέμε· Αὐτὸ εἶνε μιὰ ἀπεικόνισι τοῦ ἄλφα ἢ βῆτ­­τα ἥ­ρωος. Ἐκεῖνοι ὅμως τότε εἶπαν, ὅτι μέσα στὸ ἄγαλμα ἐκεῖνο ὑπάρχει μιὰ θεϊ­κὴ ὕπαρξι, ὅτι τὸ ἴδιο τὸ ἄγαλμα εἶνε θεός.
Ἔτσι ἡ ἀνθρωπότης πρὸ Χριστοῦ θεοποίη­σε τὰ πάντα· τὸν ἥλιο, τὴ σελήνη, τὰ ἄστρα, λίμνες, ποτάμια, δέντρα, ζῷα, πουλιά…. Τὰ πάντα θεός, θεοποίησις τῶν πάντων.
Ἡ εἰδωλολατρία ἁπλώθηκε σὲ ὅλη τὴ γῆ, καὶ στοὺς πλέον εὐγενεῖς λαούς. Ἂν παρακο­λουθήσατε μὲ προσοχὴ τὴν δευτέρα στάσι τῶν Χαιρετισμῶν, θ᾽ ἀκούσατε ὅτι μεταξὺ τῶν ἄλ­λων μνημονεύονται (στὰ στοιχεῖα Κάππα καὶ Λάμβδα) δύο χῶρες, ἡ Αἴγυπτος καὶ ἡ Βαβυλών.
Οἱ Αἰγύπτιοι, ποὺ εἶχαν πολιτισμὸ χιλιετι­ῶν, λάτρευαν ὡς θεὸ τὸ Νεῖλο ποταμό, ποὺ τροφοδοτεῖ τὴ χώρα τους. Λάτρευαν τὰ γερά­κια. Λάτρευαν ―ἀπίστευτο― τὶς γάτες· σὲ ἀ­να­σκαφὲς βρέθηκε νεκροταφεῖο μὲ μικρά, χρυ­σᾶ παρακαλῶ, φέρε­τρα, ποὺ περιεῖχαν σκελετοὺς ἀπὸ γάτες! λάτρευαν τὰ ζῷα (ὅ­πως καὶ σήμερα μερι­κοὶ ζῳόφιλοι). Γι᾽ αὐ­τὸ ἀπόψε, στὸ στοιχεῖο Λάμβδα, ἀ­κοῦμε· «Λάμψας ἐν τῇ Αἰ­γύπτῳ φωτισμὸν ἀ­ληθεί­ας, ἐδίωξας τοῦ ψεύδους τὸ σκότος…».
Εἰδωλολάτρες ἦταν καὶ οἱ Βαβυλώνιοι, μὲ μεγάλο πολιτισμὸ στὴ Μεσοποταμία. Ἄλλοι πάλι αὐτοί. Εἶχαν φτειάξει ἕνα κούφιο ἄγαλμα ἀπὸ μπροῦντζο, τὸ γέμιζαν μὲ εὔφλεκτες ὗλες, τοὺς ἔβαζαν φωτιά, κι ὅταν ὁ μπροῦντζος πυ­ρα­κτωνόταν ἔβαζαν ἐπάνω στὶς τεράστιες ἁ­πλω­μένες παλάμες τοῦ ἀγάλματος – τί; βρέφη, παιδάκια! Τὰ προσέφεραν θυσία κι αὐτὰ καίγον­ταν, ἐνῷ τὰ τύμπανα χτυποῦσαν μανιω­δῶς· γίνον­ταν κάρβουνο, ἔλιωναν σὰν τὸ λιβάνι….
Οἱ Αἰγύπτιοι εἰδωλολάτρες, οἱ Βαβυλώνιοι εἰδωλολάτρες. Οἱ ῾Ρωμαῖοι, κι αὐτοὶ εἰδωλολά­τρες μὲ πλῆθος θεούς. Καὶ οἱ Ἕλληνες; Ὤ οἱ Ἑλληνες, ποὺ εἶχαν τὰ σκῆπτρα τῆς φιλοσοφί­ας καὶ τῶν ἐπιστημῶν, ἦταν κι αὐτοὶ βυθισμέ­νοι σὲ βάλτο. Ἕνα μόνο σᾶς λέω· ὅταν ἦρθε ὁ ἀ­πό­στολος Παῦλος στὴν Ἀ­θήνα νὰ κηρύξῃ τὸ εὐ­αγ­γέλιο, βρῆκε ὅλη τὴν πό­λι «κατείδωλον» – ἔ­τσι ἐκφράζεται ἡ Γραφή (Πράξ. 17,16). Τί θὰ πῇ «κα­τείδωλος»· γεμάτη εἴ­δωλα. Καὶ «παρωξύνετο» (ἔ.ἀ.) τὸ πνεῦμα τοῦ ἀ­ποστόλου βλέποντας εἴδωλα σὲ κάθε γωνιά. Ὅπως εἶπε κάποιος, ἂν μετρούσαμε τοὺς κατοίκους τῆς Ἀθήνας καὶ τὰ εἴδωλα, τὰ εἴδωλα θὰ ἦταν περισσότερα.
Εἰδωλολατρία. Ἔτσι ἦταν ὁ κόσμος ὁλόκλη­ρος. Μόνο σὲ μιὰ γωνιὰ τοῦ κόσμου λάτρευαν τὸν ἀληθινὸ Θεό. Ὁ λαὸς αὐτὸς ἦταν οἱ Ἰουδαῖοι. Ἀλλὰ κ᾽ ἐκεῖ, τόσο μεγάλη ἦταν ἡ ἐ­πιρροὴ τοῦ εἰδωλολατρικοῦ περιβάλλοντος, ὥσ­τε καὶ οἱ Ἰουδαῖοι ἀκόμη ἐρχόταν περίοδος ποὺ λησμονοῦσαν τὸν ἀληθινὸ Θεό, λάτρευαν εἴδωλα, καὶ τότε οἱ γνήσιοι προφῆτες τοῦ Θεοῦ τοὺς ἤλεγχαν μὲ πύρινη γλῶσσα.
Ἐνῷ ὅμως παντοῦ ἐπικρατοῦσε εἰδωλολατρία, ξαφνικὰ ἡ εἰδωλολατρία ἔπεσε! Ποιός τὴν κατήργησε; ἡ φιλοσοφία, ἡ ποίησις, ἡ ῥητο­ρεία; Τίποτε ἀπ᾽ αὐτά. Ὁ Σωκράτης μόλις τόλμησε ν᾽ ἀμφισβητήσῃ τὴν ὕπαρξι τέτοιων θεῶν καὶ καταδικάσθηκε σὲ θάνατο διὰ κωνείου. Πῶς λοιπὸν ἔπεσε ἡ εἰδωλολατρία; Ἔ­πεσε ὅταν γεννήθηκε ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου κι ἀκούστηκε νὰ κηρύττῃ, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶνε ὕλη, μάρμαρο, ξύλο, ἀσήμι· δὲν εἶνε ποταμός, θάλασσα, ἀστέρι· ἀλλὰ «πνεῦμα ὁ Θεός». Τί μεγάλος λόγος αὐτός! Καὶ μόνο ὁ λόγος αὐ­τός, ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς σὲ μία ἁμαρτωλὴ γυναῖκα, ἀξίζει περισσότερο ἀπὸ ὅλη τὴν ἀν­θρώ­πινη σοφία. «Πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσ­κυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν» (Ἰω. 4,24). Ἔτσι ἔπεσε ἡ εἰδωλολατρία, καὶ ἦρθε ἡ πίστι καὶ ἡ λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ.
Ὕστερα ἀπὸ 300 χρόνια ἔγινε καὶ μιὰ προσπάθεια ν᾽ ἀναστηθοῦν τὰ εἴδωλα. Παρουσιάστη­κε ἕνας αὐτοκράτορας, ὁ Ἰουλιανὸς ὁ παρα­βά­της, καὶ εἶπε· Ἐγὼ θὰ καταργήσω τὴ θρη­σκεία τοῦ Ναζωραίου καὶ θὰ ἐπαναφέρω τὴν παλιὰ θρησκεία, θ᾽ ἀναστήσω τὴν εἰδωλολατρία. Ἔ­στειλε καὶ στὸ μαντεῖο τῶν Δελφῶν, ποὺ ἦταν ναὸς τοῦ Ἀπόλλωνος (δηλαδὴ τῶν δαιμό­νων), νὰ ρωτήσῃ γιὰ τὴν ἔκβασι τῆς ἐπιχειρήσεως αὐτῆς. Καὶ τὸ μαντεῖο (δηλαδὴ ὁ ἴδιος ὁ διάβολος) ἀπήντησε· «Χαμαὶ πέσε δαίδαλος αὐλά. Οὐκέτι Φοῖβος ἔχει καλύβην, οὐ μάντιδα δά­φνην, οὐ παγὰν λαλέουσαν. Ἀ­πέσβετο καὶ λάλον ὕδωρ». Ἑλληνικὰ εἶν᾽ αὐ­τά, ἀλλὰ ποιός τώρα τὰ καταλαβαίνει; ἔβαλαν στόχο «πνευμάτων ἀερίων τὰ πλήθη», ποὺ ἀ­κούσαμε σήμε­ρα (καν. Ἀκαθ. η΄ ᾠδ.), νὰ διαλύσουν τὸ ἱστορικὸ τοῦτο ἔθνος. Τί σημαίνει αὐτὴ ἡ ἀπάν­τη­σι τοῦ μαντείου τῶν Δελφῶν; Ὅτι πάει πλέον, ἦρθε τὸ τέλος, δὲν θ᾽ ἀκουστῇ στὸ ἑξῆς ἀπὸ ἐδῶ ἡ φωνὴ τοῦ Ἀπόλλωνος νὰ μαντεύῃ… Θὰ ἀκουγόταν παντοῦ ἡ φωνὴ τοῦ Κυρίου ἡ­μῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὁ Ἰουλιανὸς πεθαίνον­τας εἶ­πε· «Νενίκηκάς με, Ναζωραῖε»· Χριστέ, μὲ νίκη­σες δὲν μπόρεσα νὰ ἐπαναφέ­ρω τὰ εἴδωλα.
Αὐτὸ ἀκριβῶς ὑπογραμμίζει ὁ χαιρετισμὸς «Χαῖρε, τῶν εἰδώλων τὸν δόλον ἐλέγξασα», στὸν ὁποῖο προσπαθοῦμε νὰ δώσουμε μία ἐξ­ήγησι. Ζητοῦν τώρα ὡρισμένοι νὰ τὰ μεταφρά­σουν αὐτά· δὲν μεταφράζονται, εἶνε ἀμετάφραστα. Εἶνε χρυσὸς 24 καρατίων· κάθε ἀπόπειρα γιὰ μετάφρασι εἶνε ματαιοπονία, ἐπιφέ­ρει ἀλλοίωσιν τοῦ ὑπερόχου αὐτοῦ κειμένου.
Β΄. Τὸ δεύτερο τώρα ἐρώτημα· ὑπάρχει σήμε­ρα εἰδωλολατρία; Δυστυχῶς ὑπάρχει! Ρωτῆ­στε τοὺς ἱεραποστόλους ποὺ κηρύττουν στὴν Ἀφρική, τὴν Ἀσία καὶ ἀλλοῦ. Ἕνα δισεκατομμύριο (ἕνας στοὺς τέσσερις κατοίκους τῆς γῆς) λατρεύουν εἴδωλα καὶ ἀσχολοῦνται μὲ τὴ μαγεία κι ὅ,τι δαιμονικὸ φανταστῆτε.
Ἀλλ᾽ ἐκτὸς ἀπὸ αὐτοὺς ὑπάρχουν εἰδωλολά­τρες καὶ – ποῦ; μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν, αὐ­τῶν ποὺ ἔρχονται στὴν ἐκκλησία! Στὸ ὄνομα Χριστιανοί, ἀλλὰ στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τους λα­τρεύουν κρυφὰ εἴδωλα. Ὁ γαστρί­μαργος θεὸ ἔχει τὴν κοιλιὰ καὶ τὸ φαΐ. Ὁ φιλήδονος θεὸ ἔ­χει τὰ ὑπογάστρια καὶ τὸ σέξ. Ὁ φιλόδοξος θεὸ ἔχει τὴ δόξα, τὴν ἐξουσία, τὸ κράτος. Θέλετε κι ἄλλα μικρότερα εἴδωλα; Πολλοὶ ὡς θεὸ λατρεύουν τὸ φουτ-μπώλ, τὴ μπάλλα· ἄλλοι τὸ ποτό, τὸ κρασί· ἄλλοι τὸ χαρτί, τὸ χαρτοπαίγνιο· ἄλλοι τὴν πολιτική, τὸ κόμμα, τὸν ἀρχηγό. Ἕνα παράδει­γμα. Στὴν Ἀθήνα κάποιο φτω­χαδάκι, κα­θὼς ἔβγαινε ἀπὸ μιὰ ταβέρνα, εἶπε ἄσχημο λόγο ―κακῶς― γιὰ τὸν πρωθυπουργό. Ἀμέσως τὸν ἔπιασαν καὶ τὸν δίκασαν ἐπ᾽ αὐ­τοφώρῳ σὲ ὀχτὼ μῆνες φυλακή. Ἐνῷ ἂν κάποιος βλαστημήσῃ τὰ θεῖα, λένε· Ἀθῷος ὁ κατηγορούμενος, δὲν εἶχε κακὴ πρόθεσι… Μεγάλος δηλαδὴ ὁ πρωθυπουργὸς κι ὁ πρόεδρος δημοκρατίας – μικρός, πολὺ μικρὸς ὁ Χριστός!

* * *

Ὑπάρχει λοιπόν, ἀγαπητοί μου, καὶ σήμερα εἰδωλολα­τρία.
Γι᾽ αὐτό, ὅταν ἀπόψε πᾶτε στὸ σπίτι κάντε προσ­ευ­χὴ καὶ πῆτε στὴν Παναγία μας· «Χαῖρε, τῶν εἰ­δώλων τὸν δόλον ἐλέγξασα». Παναγιά, γκρέμισε μέσα μας κάθε εἴδωλο καὶ βοήθα μας νὰ γίνουμε πραγματικοὶ Χριστιανοί.
Ἀνοῖξτε τὴν ἁγία Γραφὴ ἐπίσης καὶ διαβάστε πῶς τελειώνει ἡ πρώτη ἐπιστολὴ τοῦ εὐαγ­γελιστοῦ Ἰωάννου· «Τεκνία», παιδάκια μου, «φυ­λά­ξατε ἑαυτοὺς ἀπὸ τῶν εἰδώλων» (Α΄ Ἰωάν. 5,21).
Καὶ τέλος ἂς ἀ­κουστῇ μέσα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς κάθε πιστοῦ· Κάτω τὰ εἴδωλα!
Εἴθε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς νὰ μᾶς βοηθήσῃ, ὥστε νὰ μὴν εἴμαστε ψευτοχριστι­ανοὶ ποὺ λατρεύουν εἴδωλα, ἀλλὰ νὰ λατρεύ­ουμε Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον τὸν ἐσταυρωμένον· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑ­περυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης Παρασκευὴ 13-3-1987)

______

SERBIKA

_______

САВРЕМЕНИ ИДОЛИ

«Радуј се, јер си лукавство идола изобличила!» (Акат. икос 6)

Акатист Пресветој Богородици је врхунац религиозне прозе. Акатист је  вишестрани дијамант, чија свака страна, од 144 колико их има,  «Радуј се», светли. Данас ћу,  уз помоћ Божију, покушати да вам протумачим оно што сте чули: «Радуј се, јер си лукавство идола изобличила!» (Акат.икос 6). Радуј се Пресвета, јер Ти си родила Онога који је изобличио и уништио лукавство идола!  Запитаћемо се прво шта је идол, и да ли данас постоји идолопоклонство?

* * *

Шта је идол? Драги моји, треба да знамо, да је човек од свога постанка упознао и  обожавао истинитог Бога. Како се човек удаљавао од Бога, тако су се и  сва добра изопачила, тако се променила и човекова вера. Човек је изгубио истинитог Бога, а празнину која се при том створила, дошли су да испуне идоли. Тако је настало идолопоклонство.

Идоли нису нешто стварно, створила их је машта из душевне потребе за Богом. Човек је замислио нешто лажно и створио је разне варљиве замене. Узео је, нпр.,  комад мермера и обрадио га, па дао му неки лик. И ми данас, наравно, правимо скулптуре, па  кажемо да је то  један приказ ове или оне особе. Међутим, људи у оно доба су говорили да у тој скулптури постоји неко божанско биће, да је сама скулптура бог. На тај начин су људи пре Христа све обожили: сунце, месец, звезде, језера, реке, дрвеће, животиње, птице…. Све им је било божанство, обожили су све.

Идолопоклонство се распространило на целу планету, па и на учене народе. Ако сте са пажњом послушали другу станку Акатиста, чули сте да се између осталих помињу и (у 6. кондаку и 6. икосу) имена две земље, Египта и Вавилона.

Египћани, који су имали хиљадугодишњу цивилизацију, обожавали су као бога реку Нил, која напаја водом њихову земљу. Обожавали су орлове.  Невероватно! Обожавали су  и мачке, у ископинама су пронађене мале гробнице, молићу лепо, мали  златни кивоти, у којима су се налазили скелети мачака! Обожавали су и животиње (као и данашњи зоофили). Зато вечерас, чујмо: «Засјавши у Египту светлошћу истине, прогнао си таму лажи, јер идоли његови, Спаситељу, попадоше не могући поднети Твоју силу.…». (Акатист. икос 6)

И Вавилонци су били идолопоклоници, са великом цивилизацијом у Месопотамији. Па и они су направили једну шупљу скулптуру од бронзе, пунили би је  са запаљивим материјалима, када би се ватра запалила на раширене руке бронзаног кипа, замислите кога су стављали? Одојчад и малу децу!  Приносили су жртву, док су бубњеви манијакално ударали, деца су постајала угаљ, топили су се као тамјан…

Дакле, идолопоклоници су били: Египћани и Вавилонци.  А тек Римљани? И они су били идолопоклоници, са мноштвом божанстава. Тако и Грци. О, Грци, који су имали штафете филозофије и наука, били су и они утопљени у идолопоклонство. Само ћу вам једно рећи: када је дошао апостол Павле у Атину да проповеда Јеванђеље, затекао је  град «пун идола» –  тако се издражава Писмо,  «А кад их Павле чекаше у Атини, раздражи се дух његов у њему гледајући град пун идола;» (Дела. 17,16). Раздражио се апостолов дух гледајући идоле на сваком ћошку. Као што је неко рекао – када бисмо избројали становнике Атине и идоле, пронашли бисмо више идола.

Идолопоклонство! Такав је био цео свет. Само у једном ћошку света обожавали су истинитог Бога. Народ који је обожавао истинитог Бога је био јудејски. Међутим, и на њих је веома утицало идолопоклонско окружење, чак се дешавало да Јудејци периодично забораве на истинитог Бога, па би тада обожавали идоле, а онда  би их  познати пророци Божији опомињали ватреним језиком.

Свуда је владало идолопоклонство, али је изненада и пало! Да ли га је срушило: филозофија, песништво или риторство? Ништа од свега наведеног. Сократ се једва усудио да посумња у постојање таквих богова и осуђен је на смрт (открован). Како је онда пало идолопоклонство? Пало је када се родио Син од Дјеве и када се чуло да проповеда, да Бог није материја, мермер, дрво, сребро, река, море, звезда, него је «Бог дух». Како је то велика реч! Само и та реч коју је рекао Христос једној грешној жени, вреди више од све људске мудрости. «Бог је дух; и који му се моле, духом и истином треба да се моле» (Јован. 4,24). Тако је пало идолопоклонство, а стигла је вера и обожавање истинитог Бога, Тројичног Бога.

После 300 година покушали су опет да васкрсну идоле. Појавио се један аутократор, Јулијан преступник, који је рекао: «Ја ћу укинути религију Назарећанинову и поново ћу да вратим стару религију – васкрснућу идолопоклонство.» Послао је и у пророчиште у  Делфима, које је било храм Аполона (дакле демона), да упита за извођење те своје замисли. А врач (дакле сам ђаво), је одговорио: – «Χαμαὶ πέσε δαίδαλος αὐλά. Οὐκέτι Φοῖβος ἔχει καλύβην, οὐ μάντιδα δά­φνην, οὐ παγὰν λαλέουσαν. Ἀ­πέσβετο καὶ λάλον ὕδωρ». Грчки је то, али ко то сада да разуме, одредили су  «мноштво небеских духова» што смо чули вечерас у Акатисту, да униште тај историјски народ. Шта значи тај одговор врача из Делфа? То значи да је већ све готово, да је дошао крај,  да се неће чути убудуће глас Аполона како пророкује… чуће се свуда глас Господа нашег Исуса Христа. А Јулијан је  умирући изрекао чувене речи: «Победио си ме, Назарећанине  Христе, победио си ме, нисам могао да  повратим идоле.»

Управо то и наглашавају Поздрави: «Радуј се, јер си лукавство идола изобличила!». Данас појединци покушавају да преведу те речи, али оне су непреводиве. Оне су злато од 24 карата. Сваки покушај да се преведу је узалудан, доводи до измене тога предивног текста.
Да ли данас постоји идолопоклонство? На жалост – постоји! Упитајте мисионаре који проповедају у Африци, Азији и др. Једна милијарда (сваки  четврти становник земље) обожава идоле и бави се врачањем и гатањем.

Међутим, осим њих, где још има идолопоклоника?  Има их међу хришћанима, који долазе у цркву! Они су по имену само хришћани, али у дубини свог срца тајно обожавају идоле. Стомакоугодник има за свог бога желудац и јело. Сластољубац има за божанство доњи абдомен и телесне ужитке.  Славољубив има за бога славу, власт и државу. Да ли желите да наведем неке мање идоле? Многи имају за божанство фудбал, странке, неко лопту, неко пиће, неко вино, неко карте, неко коцкање, неко политичку странку или вођу. Један пример: у Атини неки сиромах, док је излазио из једне кафане, рекао је ружну реч за председника. Одмах су га ухватили и осудили на осам месеци затвора. Али када неко хули на Бога, кажу да је осуђеник  недужан, да није имао лошу намеру…. Тако да су у њиховим очима велики потпредседник и председник неке земље а мали, веома мали за њих је Христос!

* * *

Драги моји, постоји и данас идолопоклонство. Зато вечерас када одете својим домовима, помолите се Пресветој Богомајци овим речима: «Радуј се, јер си лукавство идола изобличила! Пресвета Богородице, уништи у нама сваки идол и помози нам да постанемо истинити хришћани.» Потом отворите Свето писмо, и прочитајте како завршава Прва посланица Јеванђелиста Јована: «Дјечице! чувајте се од незнабоштва. Амин.» (1. Пос. Јов. 5,21). На крају нека се чује из дубине срца сваког верника:  «Доле идоли! Нека нам помогне Господ наш Исус Христос, да не будемо лажни хришћани који обожавају идоле, него да обожавамо Исуса Назарећанина распетог, кога деца Грка, славите и преузносите у све векове. Амин«
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Беседа Митрополита Флоринског о. Августина Кантиота у храму Светог Пантелејмона у Флорини, петак 13-3-1987)

ΠΩΣ ΘΑ ΚΑΘΑΡΘΗ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΙΣ; (КАКО ЋЕ СЕ ОЧИСТИТИ САВЕСТ?)

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 2nd, 2011 | filed Filed under: Cрпски језик, Xαιρετισμοι της Παναγιας

Ἀκάθιστος Ὕμνος

Παρασκευὴ 8 Ἀπριλίου 2011

ΠΩΣ ΘΑ ΚΑΘΑΡΘΗ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΙΣ;

«Χαῖρε, λουτὴρ ἐκπλύνων συνείδησιν» (Ἀκάθ. ὕμν. Φ5α΄ )

ΕΙΚΟΝΕΣ (137)Απόψε, ἀγαπητοί μου, στοὺς ναοὺς τῆς Ὀρθοδοξίας μας ψάλλεται ὁλόκληρος ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος, τὸ ἐμπνευσμένο ποιητικὸ ἀριστούργημα τοῦ Βυζαντίου ποὺ διαρκεῖ αἰῶνες τώρα καὶ ἀποτελεῖ ἐπανάληψι τοῦ πρώτου ἐκείνου χαιρετισμοῦ ποὺ εἶπε ὁ ἄγγελος στὴν ὑπεραγία Θεοτόκο(Λουκ. 1,28)· αὐτὸν ἐπαναλαμβάνει ἐδῶ 144 φορές, κ᾽ εἶ νε ἔκφρασι εὐγνωμοσύνης τῶν ὀρθοδόξων Ἑλλήνων στὴν Παναγία, ποὺ σὲ δύσκολες στιγμὲς ἔγινε ἡ ὑπέρμαχος Στρατηγὸς τοῦ γένους μας.
Ἀπόψε, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, θὰ ἐξηγήσουμε τὸ «Χαῖρε, λουτὴρ ἐκπλύνων συνείδησιν»(Ἀκάθ. ὕμν. Φ5α΄). Ὁμιλεῖ περὶ συνειδήσεως. Δύσκολο τὸ θέμα· θὰ προσπαθήσω νὰ τὸ ἐξηγήσω μὲ ἁπλᾶ λόγια.

* * *

Ὅλοι ἔχουμε ἀ κούσει περὶ συνειδήσεως, ποὺ εἶνε ἕνα μυστηριῶδες φαινόμενο. Ἡ συνείδησις, ὅπως λένε οἱ εἰδικοί, εἶνε δύο εἰδῶν· ψυχολογικὴ καὶ ἠθική. Τί θὰ πῇ ψυχολογικὴ συνείδησι. Εἶνε ἡ ἰδέα ἡ σαφὴς γνῶσις ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος μέσῳ τῶν αἰσθήσεών του ἀφ᾽ ἑνὸς μὲν γιὰ τὸν κόσμο ποὺ τὸν περιβάλλει, καὶ ἀφ᾽ ἑτέρου γιὰ τὸν ἴδιο τὸν ἑ αυτό του. Διὰ μέσου τοῦ νοῦ – τῆς σκέψεώς μας ἔχουμε γνῶσι ὅτι ἐμεῖς ὑπάρχουμε κι ὅτι ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς εἶνε μοναδικὸς καὶ ἀνεπανάληπτος. Προσέξτε το αὐτό· πάνω στὸν πλανήτη αὐτὸν εἶσαι σὺ καὶ ὄχι ἄλλος, εἶσαι αὐτὸς καὶ δὲν εἶ σαι ἄλλος· εἶσαι ὁ Ἀνδρέας, εἶσαι ὁ Κώστας, εἶσαι ὁ Δημήτρης· εἶσαι ἡ Βαρβάρα, εἶσαι ἡ Κατερίνα, εἶσαι ἡ Εἰρήνη. Διὰ τῆς συνειδήσεως αὐτῆς λαμβάνουμε γνῶσι τοῦ ἑαυτοῦ μας. Αὐτὸ ὀνομάζεται αὐτογνωσία. Καὶ αὐτο γνωσία ἔχουν οἱ ἄνθρωποι. Ἐπισκέφθηκα στὸ νοσοκομεῖο «Εὐαγγελισμὸς» ἕνα πρόσωπο πολὺ προσφιλὲς σ᾽ ἐμένα, ἀλλὰ τὸν βρῆκα στὸ τέλος· ἦ ταν σὲ κῶμα πλέον καὶ μόνο ἀνέπνεε· τοῦ μιλοῦσα – τοῦ φώναζα δυνατά, δὲν καταλάβαινε. Μοῦ λέει ὁ γιατρός· Ἔχασε τὴν συνειδητότητα, τὴν ἐπαφὴ μὲ τὸ περιβάλλον. Ἐνῷ ὁ ὑγιὴς ἄνθρωπος, μὲ μιὰ καρφίτσα νὰ τὸν κεντήσῃς, αἰσθάνεται, ἔχει αἴσθησι.
Αὐτὸ λοιπὸν λέγεται συνείδησις ψυχολογικῶς· ἡ ἐπίγνωσις ἀφ᾽ ἑνὸς μὲν τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ ἀφ᾽ ἑτέρου τοῦ κόσμου γύρω μας.

Ἀλλὰ ἐγὼ δὲν θὰ σᾶς πῶ γιὰ τὴ συνείδησι μὲ ψυχολογικὴ ἔννοια· θὰ πῶ λίγα λόγια γιὰ τὴ συνείδησι μὲ ἔννοια ἠθική. Ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτὴ συνείδησις εἶνε ἡ μυστικὴ ἱκανότης ποὺ ἔχει κάθε ἄνθρωπος, ἄντρας γυναίκα ἢ παιδί, ὁπουδήποτε καὶ ἂν κατοικῇ, σὲ ὁποιαδήποτε ἐποχὴ καὶ ἂν ζῇ, σὲ ὅποια τάξι καὶ ἐπίπεδο καὶ ἂν ἀνήκῃ, ἡ ἱκανότης μὲ τὴν ὁποία διακρίνει ποιό εἶνε καλὸ καὶ ποιό εἶνε κακό. Καὶ ὁ πιὸ ἀγράμματος νὰ εἶσαι ―δὲν εἶνε ἀνάγκη νὰ πᾷς σὲ σχολεῖα ἢ κατηχητικὰ ἢ θεολογικὲς σχολές― μέσα στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς σου ἀκοῦς μιὰ φωνή· Αὐτὸ εἶνε καλό – νὰ τὸ κάνῃς! αὐτὸ εἶνε κακό – νὰ μὴν τὸ κάνῃς! Καὶ τὴν ἀκοῦς ἰσχυρά. Γίνεται πάλη, φοβερὴ πάλη, μέσ᾽ στὴν ψυχή· Νὰ τὸ κάνω; –νὰ μὴν τὸ κάνω;… Τέλος ὑποχωρεῖς καὶ κάνεις τὴν ἁμαρτία. Πρὸς στιγμὴν αἰσθάνεσαι μιὰ γλύκα. Καὶ μετὰ τὴ στιγμιαία αὐτὴ ἡδονή, τὸ «κεράτιον»αὐτό –γιὰ νὰ θυμηθοῦμε τὴν παραβολὴ τοῦ ἀσώτου(Λουκ. 15,16), ὤ τί καμίνι ἔχεις μέσα σου! Φωνάζει καὶ ὠρύεται ἡ συνείδησι καὶ σὲ κατηγορεῖ. Ἐὰν ὅμως δὲν ὑποκύψῃς ἀλλὰ πῇς ἕνα ὄχι καὶ δὲν ἀφήσῃς τὸ κακὸ νὰ κυριαρχήσῃ ἐπάνω σου ἀλλὰ κρατήσῃς τὸν ἑαυτό σου ἁγνὸ καὶ καθαρό, τότε αἰσθάνεσαι στὴν ψυχή σου μεγάλη χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι, ἀκοῦς φωνὲς ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, νιώθεις εὐτυχισμένος, ἔστω κι ἂν κάθεσαι σὲ μιὰ καλύβα, ἔστω κι ἂν εἶσαι στὴ φυλακὴ γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ εὐαγγελίου. Μεγάλο πρᾶγμα ἡ συνείδησις. Ὁ ἀπόστο-
λος Παῦλος ἔλεγε· «ἔχω ἀγαθὴ συνείδησι»(βλ. Πράξ. 23,1· 24,16. Β΄ Τιμ. 1,3. Ἑβρ. 13,8). Οἱ ἅγιοι εἶχαν ἀγαθὴ συνείδησι· τὴν ἀπέκτησαν μὲ κόπο καὶ μόχθο καὶ διὰ τοῦ αἵματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Σᾶς κέντησε σκορπιός; Ἐμένα μὲ κέντησε. Ἂν σᾶς κεντήσῃ, ὁ πόνος εἶνε φοβερός. Ἀλλὰ προτιμότερο νὰ σὲ κεντήσῃ σκορπιός, λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, παρὰ νὰ σὲ κεντήσῃ ἡ συνείδησι. Γιὰ νὰ δῆτε τί φοβερὸ πρᾶγμα εἶνε οἱ τύψειςτῆς συνειδήσεως, ἀναφέρω δύο παραδείγματα. Τὸ ἕνα εἶνε ὁ Κάιν, ὁ γυιὸς τοῦ
Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας, ποὺ φθόνησε τόσο πολὺ τὸν ἀθῷο ἀδελφό του τὸν Ἄβελ, ὥστε στὸν ἔβγαλε στὸν κάμπο, μακριὰ ἀπὸ ἀνθρώπινο μάτι, κ᾽ ἐκεῖ τὸν σκότωσε· καὶ μετὰ ἦταν δυστυχισμένος, ἔτρεμε σὰν τὰ φύλλα στὸ δάσος καὶ ἄκουγε φωνή· «Κάιν Κάιν, ποῦ εἶνε ὁ ἀδελφός σου;»(βλ. Γέν. 4,12-14,9). Ἡ τιμωρία του ἦταν νὰ ἐλέγχεται ἀπὸ αὐτὴ τὴ φωνὴ ὣς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του.
Τὸ ἄλλο παράδειγμα τὸ ἀναφέρει ὁ Ἠλίας Μηνιάτης. Στὰ χρόνια τοῦ Βυζαντίου, λέει, ὁ βασιλεὺς Κώνσταςεἶχε ἕνα καλὸ ἀδελφό. Τὸν ὑπωψιάστηκε ὅμως ὅτι θέλει νὰ τοῦ ἁρπάξῃ τὸ θρόνο καὶ τὸν σκότωσε, ὅπως ὁ Ἡρῴδης τὰ νήπια. Ἡσύχασε; Κάθε ἄλλο. Πήγαινε νὰ κοιμηθῇ καὶ ἔβλεπε τρομακτικὸ ὅραμα, τὸν ἀδελφό του νὰ κρατάῃ ποτήρι γεμᾶτο αἷμα ποὺ ἄχνιζε καὶ νὰ τοῦ λέῃ· Ἀδελφέ, «πίε τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου», πιὲς τὸ αἷμα τοῦ ἀδερφοῦ σου!
Ἡ συνείδησις εἶνε φωνὴ τοῦ Θεοῦ. Ἕνας μεγάλος Γερμανὸς φιλόσοφος εἶπε· Δύο πράγματα μὲ πείθουν ὅτι ὑπάρχει Θεός· τὸ ἕνα εἶ νε τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ («Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ…»–Ψαλμ. 18,2) καὶ τὸ ἄλλο ἡ φωνὴ τῆς συνειδήσεως. Ποιός φύτεψε στὰ στήθη ὅλων τῶν ἀνθρώπων τὴ συνείδησι; Μία
ἡ ἀπάντησις· ὁ Θεός.

* * *

Ποιός δὲν αἰσθάνθηκετοὺς ἐλέγχους τῆς συνειδήσεως; Ἕνας μόνο εἶνε ἀναμάρτητος· «εἷς ἅγιος, εἷς Κύρι ος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν»(Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.). Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε ἁμαρτωλοί. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες εἶχαν προσωποποιήσει τὴ συνείδησι· φαντάζονταν τὶς τύψεις ὡς τιμωρητικὲς θεότητες, τὶς Ἐρινύες ποὺ λένε οἱ τραγικοί· πίστευαν ὅτι κάθε φορὰ ποὺ ἁμαρτάνει ὁ ἄνθρωπος κάτι ἄγριες γυναῖκες τὸν κυνηγοῦν ἀπηνῶς καὶ δὲ βρίσκει ἡσυχία. Γιὰ τὶς τύψεις ὁμιλεῖ καὶ ὁ Ἄγγλος ποιητὴς Σαίξπηρ. Λέει, ὅτι κάποιος διέπραξε φόνο κι ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ θύματος λέρωσε τὸ δάχτυλό του· καὶ αἰσθάνθηκε τόση ἐνοχή, ποὺ τό ᾽πλενε τό ᾽πλενε τό ᾽πλενε…
Καὶ λέει ὁ Σαίξπηρ· Κι ἂν πλύνῃς τὸ κορμὶ ἀκόμη καὶ μὲ τὰ νερὰ τοῦ Τάμεσι (εἶνε ὁ μεγάλος ποταμὸς ποὺ διασχίζει τὸ Λονδῖνο), δὲν θὰ ἐξαλείψῃς τὴν ἐνοχὴ ἀπ᾽ τὴν ψυχή. Καὶ ὁ Πιλᾶτος πλύθηκε καὶ εἶπε «Ἀθῷός εἰμι ἀπὸ τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου»(Ματθ. 27,24), ἀλλὰ μέσα του αἰσθανόταν τόση ἐνοχὴ ποὺ τελικὰ αὐτοκτόνησε.
Ὑπάρχουν ἀσφαλῶς καὶ ἄνθρωποι ἀ συνείδητοι, ποὺ πνίγουν τὴ φωνὴ τῆς συνειδήσεως· δὲν ἀπευθύνομαι σ᾽ αὐτούς, ἀπευθύνομαι σὲ
ὀρθοδόξους Χριστιανούς, ποὺ δὲν ἔχασαν τὴν εὐαισθησία, ἀλλὰ νιώθουν τὸν ἔλεγχο καὶ ρωτοῦν· Πῶς θὰ ξεπλύνουμε τὴν ἐνοχή, πῶς θὰ εἰρηνεύσουμε τὴ συνείδησι, πῶς θὰ βροῦμε τὴ γαλήνη; Ὑπάρχει τρόπος, ὑπάρχει μέσον;

* * *

Ὑπάρχει, ἀγαπητοί μου. Ἕνα μᾶς καθαρίζει. Ποιό; «Τὸ αἷμα Ἰησοῦ Χριστοῦ»(Α΄ Ἰω. 1,7). Ἂν ὁ ἄνθρωπος μποροῦσε μόνος του ν᾽ ἀπαλλάξῃ τὴ συνείδησι ἀπὸ τὸ ῥύπο, δὲν θὰ ἐρχόταν ὁ Χριστός. Μόνοι μας δὲν μποροῦμε νὰ καθαριστοῦμε. Καὶ ἑκατὸ χρόνια νὰ ἀσκητεύῃς στὸ Ἅγιο Ὄρος μὲ κομποσχοίνια καὶ μετάνοιες, δὲν ἐξαλείφεις οὔτε τὴν πιὸ μικρὴ ἁμαρτία.
Δὲν ὑποτιμοῦμε τὴν ἀξία τῶν μέσων αὐτῶν, ποὺ καλλιεργοῦν τὴ μετάνοια καὶ ἑλκύουν τὴ θεία χάρι, ἀλλὰ κηρύττοντας ἁγνὸ τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ λέμε, ὅτι ἡ κάθαρσις καὶ λύτρωσίς μας ἔγινε μὲ τὸ τίμιο αἷμα τοῦ «ἀμώμου καὶ ἀσπίλου ἀμνοῦ –Χριστοῦ»(Α΄ Πέτρ. 1,19).
Ὤ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἐνανθρώπησε καὶ σταυρώθηκε καὶ σήκωσε στοὺς ὤμους του «τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου»(Ἰω. 1,29) καὶ ἔγινε «κατάρα»καὶ «ἁμαρτία»(βλ. Γαλ. 3,13. Β΄ Κορ. 5,21) γιὰ νὰ μᾶς λυτρώσῃ! «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες»(Ματθ. 26,27). Μιὰ σταγόνα ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔπεσε ἀπὸ τὸ σταυρό, γίνεται Ἰορδάνης ποταμὸς καὶ πλένει ὅλα τὰ ἁμαρτήματά μας.
Τὴν θεμελιώδη αὐτὴ ἀλήθεια ἔχει ὑπ᾽ ὄψιν ὁ ποιητὴς τοῦ Ἀκαθίστου ὅταν λέῃ στὴν Παναγία «Χαῖρε, λουτὴρ ἐκπλύνων συνείδησιν». Διότι ἐκείνη ἔγινε τὸ ὄργανο γιὰ νὰ συντελεσθῇ ἡ λύτρωσίς μας, ἐκείνη βοήθησε νὰ καθαρθῇ ἡ συνείδησί μας ἀπὸ τὴν ἀκαθαρσία. Γι᾽ αὐτό, ὅπως φροντίζουμε τὴν καθαριότητα τοῦ σπιτιοῦ καὶ τῶν ἐνδυμάτων μας, ἔτσι ἂς σπεύσουμε στὸν λουτῆρα τῆς μετανοίας. Στὸ πλυντήριο τὰ ἄπλυτά μας! Ὅλοι νὰ ἐξομολογηθοῦμε. Καὶ τότε θὰ ποῦμε κ᾽ ἐμεῖς στὴν Παναγία· «Χαῖρε, λουτὴρ ἐκπλύνων συνείδησιν».
Εἴθε, ἀγαπητοί μου, διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, νὰ ἑτοιμασθοῦμε γιὰ τὸ Πάσχα καὶ νὰ ποῦμε κ᾽ ἐμεῖς· «Τὴν ἀνάστασίν σου, Χριστὲ Σωτήρ, ἄγγελοι ὑμνοῦσιν ἐν οὐρανοῖς, καὶ ἡμᾶς τοὺς ἐπὶ γῆς καταξίωσον ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ σὲ δοξάζειν»(Κυρ. Πάσχα)· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνηςτὴν 14-4-1989

________________

ΣΕΡΒΙΚΑ

__________________

АКАТИСТ ПРЕСВЕТОЈ БОГОРОДИЦИ

КАКО ЋЕ СЕ ОЧИСТИТИ САВЕСТ?

«Радуј се Умивалиште које умиваш савест! » (Акатист Пресветој Богородици)


Вечерас, драги моји, у храмовима нашег Православља се поје цео Акатист Пресветој Богородици, то предивно музичко дело Византије које траје већ вековима и сачињава се од понављања оног првог Акатиста који је изрекао анђеo Пресветој Богомајци (Лука 1,28); то се овде понавља 144 пута и то је израз захвалности православних Грка Богомајци која је у тешким тренутцима била Воизбрана Војвода нашега рода. Вечерас, уз помоћ Божију, ћемо објаснити следеће: «Радуј се Умивалиште које умиваш савест! » (Акатист Пресветој Богородици). Овде се говори о савести. Тешка је то тема, покушаћемо то све објаснити са једноставним речима.

* * *

Сви ми смо чули о савести, која је један тајанствени феномен. Стручњаци нам говоре да постоје две врсте свести: психолошка и морална свест. Шта то значи «психолошка свест»? То је спознаја или јасно знање које има човек у својим осетилима, са једне стране за свет који га окружује, а са друге стране за самог себе. Кроз свест – наше мисли – имамо осећај да ми постојимо и да је свако од нас јединствен и непоновљив. Пазите на ово, на овој планети си само ти,  а не неко други, само ти и нико други. Ти си Андреј, Коста, Димитрије, Варвара,Катарина, Ирини. Кроз ту свест добијамо спознају о себи. То се назива самопознање. А то познавање имају људи. Посетио сам у болници «Евангелизам» једну мени веома драгу особу, међутим нашао сам га на крају, био је већ у коми и није више дисао. Говорио сам му, викао гласно, није ме прeпознао. Тада ми је рекао лекар: «Изгубио је свест, додир са окружењем». То се, дакле, назива психолошком свешћу: спознаја себе и спознаја света око нас.

Овде вам нећу говорити о савести као психолошком појму, говорићу вам са мало речи о моралној савести. Под тим појмом савест је тајна способност коју има сваки човек – мушкарац, жена или дете, било где и у којем времену да живи, којој класи или роду  да припада, има способност са којом разликује шта је добро, а шта је лоше. И најнеписменији да си – није потребно да идеш у велике црквене или теолошке школе – у дубини свога срца чујеш један глас. То је добро – то да чиниш! То није добро – то немој чинити! И то све чујеш гласно. Настаје велика борба у души. Да ли да то учиним? Да ли да то не учиним?… На крају ипак попушташ и грешиш. На тренутак осећаш неку слаткоћу. А после те тренутачне сласти, осетићеш “гадост”, да се присетимо приче о блудном сину (Лука 16,15), оно што си учинио остаје у теби! Виче и напада савест и оптужује те. Ако ли не попустиш већ кажеш не, и не допустиш да зло овлада тобом већ себе одржиш чедним и чистим, тада осећаш у својој души велику радост и весеље, чујеш гласове анђела и арханђела, осећаш се срећним, иако седиш у једној колиби, иако си у затвору због истине јеванђељске. Веома је важна савест. Апостол Павле је говорио «Имам добру савест.»(ви. Дела. 23,1· 24,16. Б Тим. 1,3. Јев. 13,8).Светитељи су имали добру савест, задобили су је трудом и муком, те кроз крв Исуса Христа. Да ли вас је некада убола шкорпија? Мене јесте. Ако вас убоде, бол је страшна. Боље је да те убоде шкорпија, каже нам Свети Златоуст, него да те убоде савест. Само да видите каква страшна ствар је грижа савести, наводим вам два примера. Један пример је Каин, син Адама и Еве, који је завидео толико свом недужном брату Авељу, тако да га је одвео далеко у неко шипражје, далеко од људских очију и тамо га је убио, а после тога је био несрећан, дрхтао је као лист у шуми и чуо је глас: «Каине, Каине где је твој брат? »(види. Постање. 4,12-14,9). Казна његова је била да се опомиње од тога гласа до краја свога живота. Други пример наводи Илија Миниат. У време Византије, каже, цар Конста је имао једног доброг брата. Посумњао је да му он жели преузети трон и убио га је, као Ирод одојчад. Да ли се умирио? Све друго, само се није смирио. Одлазио је да спава и често је виђао застрашујући призор, видео је свога брата да држи чашу пуну крви која испарава и да му говори: «Брате, попиј крв свога брата»! Савест је глас Божији. Један велики философ Немац је рекао: «Две ствари ме уверавају да постоји Бог: једна су звезде небеске («Небеса казују славу Божију…»(Псалм. 18,1), а друга је глас савести.» Ко је усадио у груди свих људи савест? Само је један одговор: Бог.

* * *

Ко није осетио контролу савести? Само је један безгрешан: «Један је Свет, један Господ Исус Христос у славу Бога Оца. Амин.»(Фил. 2,11 и бож. лит.). Сви ми људи смо грешни. Стари Грци су оликовели савести, замишљали су грижњу савести као божанства која кажњавају, веровали су да сваки пут када човек греши, да га гоне неке дивље жене (Ирвије) и да не проналази мира. За грижу савести говори и енглески песник Шекспир. Каже да је неко извршио убиство и од крви жртве је умрљао свој прст, осетио је толику кривицу да га је прао, прао и прао…  И Шекспир говори: «И да опереш своје тело са свом водом реке Темзе ( која је једна велика рекао која дели Лондон), нећеш сапрати кривицу из душе.» И Пилат се опрао и рекао: «Ја сам невин у крви овога праведника» (Матеј. 27,24), али је у себи осетио такву кривицу, да је на крају извршио самоубиство. Сигурно је и да постоје несавесни људи, који гуше глас савести. Не обраћам се сада њима, обраћам се православним хришћанима који нису изгубили осећај, већ осећају контролу савести и питају: Како да оперемо кривицу, како да умиримо савест, како ћемо наћи мир? Да ли постоји начин, да ли постоји средство?


* * *

Постоји, драги моји. Само једно нас чисти. Шта? «Крв Исуса Христа» (А. Јов. 1,7). Када би човек могао сам да ослободи савест од нечистоће, не би долазио Христос. Сами не можемо да се очистимо. И сто година да се подвизаваш на Свегој гори са бројаницама и метанијама (поклонима), нећеш очистити ни најмањи грех. Не ниподаштавамо вредност тих средстава, која потпомажу покајање и привлаче божанску благодат, али проповедајући чедно Јеванђење Христово кажемо да је наше очишћење и наше избављење дошло часно «скупоценом крвљу Христа, као Јагњета непорочног и безазленог» (А. Пет. 1,19). Крв Христова, који се очовечио и разапео, па понео на својим леђима «грехе света» (Јов. 1,29) и постао је «проклетство» и «грех» (ви. Гал. 3,13. Б Кор. 5,21) да нас избави! «Пијте из ње сви» ( Мат. 26,27). Једна кап Христове крви, која је пала са крста, постаје река Јордан која пере сва наша сагрешења. Ову основну истину је знао и песник Акатиста када говори Пресветој: «Радуј се Умивалиште које умиваш савест! ». Зато што је Она постала инструмент да би се извршило наше избављење, Она је помогла да се очисти наша савест од нечистоће. Зато, као што се бринемо за чистоћу куће и све своје одеће, тако исто и да прибегнемо умивалишту покајања. У машину све наше нечистоће! Сви да се исповедимо. И тада ћемо и ми рећи Пресветој: «Радуј се Умивалиште које умиваш савест!». Да се и ми, драги моји, молитвама Пресвете Богомајке спремимо да дочекамо Пасху и да кажемо: Васкрсење Твоје Христе Спасе, анђели певају на небесима, и нас на земљи удостоји, да чистим срцем, Тебе славимо. (Васкршњи Канон).

(†) πσκοπος Αγουστνος

Снимљени говор Митрополита Флорине о. Августина у храму Св. Пантелејмона у Флорини
14-4-1989

Προγαμιαιες σχεσεις – Предбрачни односи

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαρ 21st, 2011 | filed Filed under: Cрпски језик, Xαιρετισμοι της Παναγιας

Β΄ Στάσις Χαιρετισμῶν

Προγαμιαιες σχεσεις

«Τὴν ὡραιότητα τῆς παρθενίας σου καὶ τὸ ὑπέρλαμπρον τὸ τῆς ἁγνείας σου…» (Ἀκάθ.

π. ΑΥΓ. ΣΤΟΝ ΑΝΒΩΝΑ copyΔΙΣΤΑΖΩ, ἀγαπητοί μου, νὰ μιλήσω. Διστά­ζω γιὰ δύο λόγους. Πρῶτον, διότι ἀμφιβάλ­λω ἂν ὑπάρχουν αὐτιὰ ν᾽ ἀκούσουν ἁ­γνὸ τὸ εὐαγγέλιο. Καὶ δεύτερον, διότι τὸ θέμα ποὺ θὰ θίξω εἶνε θέμα καυτό.
Τὸ κακό, ποὺ ἔχει αὐξηθῆ, εἶνε ἀνάγκη νὰ ἐ­λεγχθῇ. Ἐν τούτοις ὁ κόσμος, ἐνῷ διαπράττει μεγάλα ἐγκλήματα, δείχνει εὐγένεια γλώσ­σης. Τὸ κακὸ τὸ κάνει, ἀλλὰ τὰ πράγματα ντρέπεται νὰ τὰ πῇ· προσπαθεῖ νὰ τὰ δικαιολογήσῃ, νὰ παρου­σιάσῃ τὸ κακὸ ὡς καλό. Εἶ­νε ἐποχή, ὅπως εἶπε κάποιος, ποὺ ἐπικρα­­τεῖ τὸ «κόμμα τῶν εὐφημιστῶν». Προσπα­θοῦν νὰ καλύψουν αἴσχη μὲ ἀραχνοΰφαντο ὕ­φασμα καλῶν λέξεων. Λένε τὸ ξίδι γλυκάδι, τὸ φαρμάκι σιρόπι, καὶ ―μὲ συγχωρεῖτε― τὴν πόρνη φιλενάδα. Ὤ ὑποκρισία! Ἀφήνουν ἔτσι τὸ κακὸ καὶ διαδίδεται ἀκόμα περισσότερο.
Ἀλλ᾽ ἐμεῖς εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ ποῦ­με «τὰ σῦκα σῦκα καὶ τὴ σκάφη σκάφη», τὸ σκότος σκότος, τὸ φῶς φῶς. Ἔτσι θὰ ὀνομάσω κ᾽ ἐγὼ τὰ πράγματα, καὶ ἀδιαφορῶ γιὰ τὴν κριτι­κή. Θ᾽ ἀ­ναγκασθῶ ἀπόψε νὰ μεταχει­ρισθῶ γλῶσσα σκλη­ρή. Δὲν ζητῶ νὰ μὲ πῆτε εὐγενῆ – πέ­στε με ὅπως θέλετε. Ἔχω χρέος νὰ πῶ τὴν ἀλήθεια. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὁ βασιλεὺς τοῦ κηρύγματος, λέει σὲ κάποια ὁμιλία του· «Θὰ λερώσω τὴ γλῶσσα μου». Ὅπως ὁ γιατρὸς ποὺ κάνει ἐγχείρησι λερώνει τὰ χέρια καὶ τὴ μπλού­ζα του μὲ αἵματα, ἔτσι κ᾽ ἐγώ. Ἀ­πόψε κάνω ἐγχείρησι πνευματική, κ᾽ εἶμαι ἀ­ναγκασμένος νὰ λερώσω τὴ γλῶσ­σα μου, κι ἂς σκανδαλισθοῦν οἱ εὐφημισταὶ καὶ εὐγενεῖς. Πνευματικὸς ἰατρὸς εἶμαι, καὶ πρέπει νὰ βυθίσω τὴν μάχαιρα τοῦ λόγου βαθειά.
Ἀφορμὴ μᾶς δίνει ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος, τὸ ἐγκώμιο αὐτὸ τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, ποὺ κλείνει μὲ τὰ ἔξοχα ἐκεῖνα λόγια·
«Τὴν ὡραιότητα τῆς παρθενίας σου
καὶ τὸ ὑπέρλαμπρον τὸ τῆς ἁγνείας σου…».
Ἐδῶ ὑμνεῖται ἡ παρθενία τῆς Παναγίας.

* * *

Ἀλλὰ τί εἶνε παρθενία; Ἡ παρθενία εἶνε λέξι μὲ βαθὺ περιεχόμενο, σημαίνει κάτι ποὺ δὲν τὸ ἄγγιξε κανείς. Θέλεις εἰκόνες τῆς παρθενί­ας; Ἀνέβα στὴν κορυ­φὴ τοῦ Ὀλύμ­που. Τὸ χιόνι ποὺ τὴν καλύπτει δὲν τὸ πάτησε πόδι ἀν­θρώπου, εἶνε παρθέ­νο. Παρθένες εἶνε οἱ ἀπά­τητες κορυφὲς τῶν ὀ­ρέ­ων. Παρθένο λέγεται τὸ δάσος ποὺ λόγῳ τῆς πυκνῆς βλαστήσεως δὲν εἰσεχώρησε ποτέ μέσα ἄν­θρωπος καὶ μόνο πουλιὰ κελαϊδοῦν στὰ φυλλώματά του.
Εἶνε βεβαιωμένο ψυχολογικῶς· ὁ ἄν­θρω­πος ἐκ φύσεως θέλει τὸ καθα­ρό. Εἶνε μία ῥοπὴ ἔμ­φυτη, τὴν ἔβαλε μέσα του ὁ Θεός. Τὰ θέλει ὅλα καθαρά· θέλει ἀπὸ τὸ ποτήρι ποὺ πίνει νὰ μὴν ἔχῃ πιεῖ ἄλλος, θέλει τὸ πιάτο του νὰ εἶνε ἀ­χρησιμοποίητο, θέλει τὰ παπούτσια του νὰ μὴν τὰ ἔχῃ φορέσει ἄλλος· ἀποφεύγει τὰ παλιὰ καὶ μεταχειρισμένα. Ἔ­τσι λοιπὸν θέλει καὶ τὴν κόρη καὶ τὴ γυναῖκα· νὰ εἶνε ἀνέγγιχτη ἀπὸ χέρι ἀνθρώπου μέχρι τὴν ἡμέρα τοῦ γάμου.
Εἶνε παρατηρημένο ἱστορικῶς ὅτι ἡ παρθε­νία ἐτιμᾶτο ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα, κατ᾽ ἐξο­χὴν μάλιστα ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες. Ἀπόδειξις ὁ Παρ­θενών, ὁ περίφημος γιὰ τὴν ἀρχιτεκτονική του ναὸς τῆς Παρθένου Ἀθηνᾶς στὴν Ἀ­κρόπολι τῶν Ἀθηνῶν, ἀριστούργημα τῶν αἰώνων. Ἀλ­λὰ καὶ οἱ ῾Ρωμαῖοι τιμοῦσαν τὴν παρθενία. Ἀ­πόδειξις ὅτι στὴ ῾Ρώμη, στὸ ναὸ τῆς Ἑστίας, διετηρεῖτο ἄσβεστο πῦρ, ποὺ τὸ φύλασσαν κορίτσια ἁγνὰ καὶ ἀμόλυντα, οἱ Ἑστιάδες.
Ἀργότερα ὅμως ἦρθαν χρόνοι παρακμῆς καὶ τὸ φρόνημα κατέπεσε. Διεφθάρησαν καὶ οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τοὺς σοφιστὰς καὶ ὑλιστάς, καὶ τότε ἡ παρθενία δὲν ἐτιμᾶτο. Ἡ λατρεία ἄλλαξε· οἱ ναοί, ἀντὶ νὰ ὑπηρετοῦν ἐκεῖ παρθένοι Ἑ­στιάδες, κατήντησαν πλέον οἶκοι ἀκο­λασίας. Τέτοιος ναός, διάσημο πορνεῖο, ἦταν ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης στὴν Κόρινθο, ποὺ συν­τηροῦσε χίλιες πόρνες, οἱ ὁποῖ­ες μὲ τὸ ἀκάθαρτο μίσθωμά τους ἐξασφά­λιζαν μεγάλα ἔσο­δα. Ἀντὶ τῆς παρθενίας ἐτιμᾶτο πλέον ἡ πορνεία ἐπισήμως, στὸ πρόσωπο θεῶν καὶ θεαινῶν.
Μόνο ὅταν ἦρθε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο ὕ­ψωσε τὸν ἄνθρωπο. Πῆρε τὴ γυναῖκα, ποὺ εἶχε γίνει ἕνα κουρέλι γιὰ νὰ σκουπίζεται ὁ κάθε ἀ­λήτης, καὶ τὴν ὕψωσε. Κανείς ἄλλος δὲν τίμησε τὴ γυναῖκα ὅπως ὁ Χριστός. Τὴν ὕψωσε πολύ, πάνω ἀπὸ τοὺς γαλαξίες, στὸν κόσμο τῶν πνευμάτων. Τὴν ὕψωσε στὸ πρόσωπο τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἡ ὁποία ὀνομάζεται ὄχι ἁ­πλῶς παρθένος, ἀλλὰ «ἀειπάρθενος». Τὸ «ἀει–» σημαίνει «πάντοτε». «Ἀειπάρθενος» θὰ πῇ «πάντοτε παρθένος»· παρθένος πρὸ τοῦ τόκου, παρθένος κατὰ τὸν τόκον, παρθένος μετὰ τὸν τόκον. Χαῖρε, ἀειπάρθενε Μαρία!
Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία μας ἀνέκαθεν τιμᾷ τὴν παρθενία. Εἶνε ὅρος τοῦ γάμου. Ὅταν ἑ­νωθοῦν παρθένος νέος καὶ παρθένα νέα, δημι­ουργοῦν τὸν ἰδεώδη γάμο.

* * *

Καὶ στὴν Ἑλλάδα ὑπῆρχαν αὐστηρὰ ἤθη. Μέχρι πρὶν ἀπὸ ἑκατὸ – διακόσα χρόνια, ὅταν ἡ νύφη δὲν βρισκόταν παρθένος, ἐδιώχνετο ἀ­­­πὸ τὸ σπίτι τὸ ἴδιο βράδυ τοῦ γάμου· ἡ κοινω­νία δὲν τὸ ἀ­νεχόταν. Ἔτσι ἦταν τότε σπάνιο νὰ βρεθῇ κόρη χωρὶς παρθενία. Ὕστερα ἦρ­θαν καινὰ δαιμόνια, νέα ῥεύματα, ἀπὸ τὴ διεφθαρ­μένη Δύσι, ποὺ ἄρ­χισαν νὰ περιπαίζουν καὶ νὰ κλονίζουν τὴν προσήλωσι στὴν παρθενία.
Τὸ 1944 ἤμουν στὴν Κοζάνη. Ἐκεῖνες τὶς μέ­ρες κατέβηκαν ἀπ᾽ τὰ βουνὰ οἱ ἀντάρτισσες, καμμιὰ τριακοσαριά, κ᾽ ἔκαναν παρέλασι συν­τεταγμένες, μὲ τὴ σημαία μπροστά. Δὲν τὶς κατηγορῶ. Τὸ ἔκαναν ὡς Ἑλληνίδες, πιστεύοντας ὅτι ὑπερασπίζον­ται κι αὐ­τὲς τὴν ἐ­λευ­θερία τῆς πατρίδος. Δὲν ἐξετάζω λοιπὸν τὸ θέμα πολιτικῶς· τὸ θέτω ἀπὸ ἄλλης πλευ­ρᾶς. Ποιό ἦταν τὸ ἀπαράδεκτο· ὅτι εἶχαν καὶ μιὰ ταμ­πέλλα ποὺ ἔγραφε «Κάτω ἡ παρθενία» καὶ φώναζαν «Κάτω ἡ παρθενία»! Δὲν σᾶς λέω κάτι φανταστικό· τὰ εἶδα μὲ τὰ μάτια μου καὶ τ᾽ ἄκουσα μὲ τ᾽ αὐτιά μου. Ποῦ ἔφθασαν αὐ­τὲς οἱ Ἑλληνίδες! Αὐτὸ οὔτε οἱ πόρνες τῶν Παρισίων δὲ τολμοῦν νὰ τὸ ποῦν. Χλεύασαν τὴν παρθενία ὡς δεισιδαιμονία καὶ πρόληψι.
Πρόληψις; Θὰ σᾶς πῶ λοιπὸν κάτι καὶ παρακαλῶ συγχωρέστε με ποὺ θὰ λερώσω τὴ γλῶσσα μου. Δὲν τὸ ἤξερα κ᾽ ἐγώ, μοῦ τὸ εἶ­πε καθηγητὴς πανεπιστημίου τῶν Ἀθηνῶν. Ἔρευ­νες, λέει, ἔδειξαν ὅτι, ὅταν σμίγῃ κάποιος μὲ γυναῖκα ποὺ προηγουμένως εἶχε σχέσι μὲ κάποιον ἄλλο ἐραστή, τὴν ὥρα ποὺ αὐτὴ ἀγκαλιάζει τὸν σύζυγό της, τὸ μυαλό της πηγαίνει σ᾽ ἐκεῖνον, κάνει σύγκρισι, καὶ ξέρετε τί θὰ συμβῇ; Ἀφοῦ ἡ ψυχή της εἶνε προσκολλημένη σ᾽ ἐκεῖνον, τὸ παιδὶ ποὺ θὰ γεννηθῇ θὰ μοιάσῃ ὄχι στὸ νόμιμο σύζυγο ἀλλὰ σ᾽ ἐκεῖνον!
Ὦ Ἐκκλησία γλυκειά μας μάνα, πόσο σωστὰ διδάσκεις ὅτι οἱ προγαμιαῖες σχέσεις εἶνε ἁμαρτία, κ᾽ ἐμεῖς φεύγουμε ἀπ᾽ τὰ λόγια σου!
Δὲν εἶνε πολὺς καιρὸς ποὺ ἦρθε στὴ μητρό­πολι μιὰ κοπέλλα. Ἔκλαιγε καὶ ὕβριζε τὸ νέο ποὺ τὴν ἄφησε 7 μηνῶν ἔγκυο καὶ πέταξε στὴν Αὐστραλία· εἶχαν σμίξει μόλις ἀρραβιωνιάστη­καν, μὲ τὴν ὤθησι τῶν γονέων! Βρῆκα δυστυ­χῶς καὶ στὴν περιφέρειά μου τὸ κάκιστο αὐτὸ ἔθιμο, μόλις ἀρραβωνιάζονται νὰ σμίγουν. Δὲν σταμάτησα νὰ διδάσκω καὶ νὰ τὸ καταπο­λε­μῶ· καὶ περιωρίστηκε, ἀλλὰ δὲν ξερριζώθηκε.
Ἂς δοξάσουμε ὅμως τὸ Θεό, ἀδελφοί, για­τὶ στὸν αἰῶνα αὐτὸ τῆς διαφθορᾶς, ποὺ τὸ φθη­νότερο κρέας κατήντησε τὸ γυναικεῖο ὅπως ἔλεγε ἕνας ναυτικός, ἡ παρθενία δὲν ἐξέλιπε τελείως. Διατηρεῖται σὰν σπάνιο ἄνθος.
Εἶνε πρὸς τιμὴν τῶν τσιγγάνων ὅτι δὲν σμίγουν παρὰ μόνο μετὰ τὸ γάμο. Καὶ εἶνε κρίμα οἱ ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ νὰ παίρνουμε διδάγματα ἀπὸ λαοὺς ἀλλοθρήσκους, ὅπως ἡ Λιβύη τοῦ Καντάφη, ὅπου μὲ νόμο, ὅποιος τολμήσῃ νὰ ἀτιμάσῃ κορίτσι, τὸν κρεμοῦν σὲ τηλεγραφόξυλο γιὰ μιὰ ᾽βδομάδα.

* * *

Ἄλλαξαν, ἀγαπητοί μου, τὰ γράμματα τῆς Ἐκκλησίας καὶ μπῆκαν τὰ γράμματα τοῦ σατα­νᾶ. Ἀπόψε ἐδῶ ψάλλουμε «Τὴν ὡραιότητα τῆς παρθενίας σου…», κι ὁ κόσμος τραγουδάει τὴν ὡ­ραιότητα τοῦ φλέρτ, τῆς πορνείας καὶ μοιχείας, τὴν ὡραιότητα τῆς διαφθορᾶς.
Κορίτσια, μὴν ἀκοῦτε τὸν κόσμο. Ἀκοῦ­στε τὴν ἁγία μας Ἐκκλησία. Μείνετε μέχρι τὸ γάμο ἀνέγγιχτες. Πάρτε ξύλο καὶ σιδερένιο ῥαβδὶ καὶ θραῦστε τὰ κεφάλια τῶν κτηναρί­ων ποὺ σᾶς παρενοχλοῦν, γιὰ νὰ μὴ θρηνήσετε.
Σᾶς ὑπογράφω συμβόλαιο. Ὁ ἄντρας διψᾷ γιὰ γυναῖκα. Ἐὰν ἐσεῖς κρατηθῆτε ἁγνές, δὲν θὰ μείνῃ γυναίκα ἀνύπαντρη· καὶ ἡ πιὸ ἄσχημη θὰ παντρευτῇ. Ἐνῷ τώρα καὶ οἱ πιὸ ὡραῖες μένουν ἀζήτητες, στὸ ῥάφι. Νά ἡ ἀνυπακοή.
Ὅταν σὲ λίγο ἀκουστῇ ὁ ὕμνος τῆς παρθε­νίας τῆς Παναγίας, παρακαλῶ συναισθαν­θῆτε τὸ ἁμάρτημα τῶν προγαμιαίων σχέσεων καὶ μὲ μετάνοια ἐπιστρέψτε στὶς αἰώνιες ῥίζες μας. Ὄχι ὑποκριτικὰ ἀλλὰ μὲ συναίσθησι ἂς ψάλλουμε· «Τὴν ὡραιότητα τῆς παρθενίας σου καὶ τὸ ὑπέρλαμπρον τὸ τῆς ἁγνείας σου…»· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης Παρασκευὴ βράδυ 8-3-1985)

_________________

STA SERBIKA

__________________

Акатист Пресветој Богородици

Предбрачни односи

«Красоту дјевства твојега и пресветло чистоте твоје…»

Оклевам, драги моји, да говорим. Оклевам из два разлога. Први, зато што сумњам да постоје уши којe ће чути чедно Јеванђеље. А други, јер је тема коју ћу покренути актуелна. Зло које се умножило, неопходно је ставити под контролу. У свему томе свет сматра да не чини велике злочине, показује љубазност на језику. Зло чини, али стиди се назвати ствари правим именом, настоји да их оправда, да зло прикаже као нешто добро. Време је, као што је неко већ рекао, када влада „странка феминиста“. Настоје прикрити стид са тканином лепих речи. Називају сирће слаткишем, отров сирупом, а, да ме извинете – проститутку називају пријатељицом. О, претворности људске! Остављају тако да се зло шири све више. Ми смо обавезни да назовемо „смокву смоквом, а брод бродом“, мрак мраком, а светло светлом. Тако ћу и ја назвати ствари и не интересују ме критике. Вечерас ћу бити принуђен да употребим строже изразе. Не тражим од вас да ме назовете љубазним – назовите ме како желите. Дужан сам да вам говорим истину. Свети Хрисостом, цар проповеди, говори у једном свом говору: “Упрљаћу мој језик“. Као када лекар врши операцију, он прља своје руке и блузу са крвљу, тако ћу и ја. Вечерас ћу да извршим духовну операцију, иако ћу бити принуђен да упрљам свој језик, иако ће се неки саблазнути, као феминисти и племенити. Духовни сам лекар, и морам ножем речи дубоко засећи. Наш повод је Акатист Пресветој Богородици, похвала Пресветој Богородици која завршава овим дивним речима:«Красоту дјевства твојега и пресветло чистоте твоје…»

* * *

Шта значи реч «девичанство»? Девичанство је реч са дубоким садржајем, а представља нешто што нико није додирнуо. Да ли желите примере девичанства? Попните се на врх Олимпа – снег који га прекрива није још згазила људска нога, он је недодирљив. Девичански су врхови планина. Девичанским се називају и дубоке шуме, јер због густог шипражја никада човек није зашао туда, само птице певају на њиним гранама. Потврђено је од психолога да човек по својој природи тежи чистом. То је један усађени нагон, који је Бог усадио у нас. Све човек жели чистим, жели да чашу из које пије није никада такнуо неко други, жели да му је тањир чист, његове папуче да нико пре није обувао, човек избегава старо и употребљавано. Исто тако, жели  кћерку и жену да је нeтакнута од друге руке пре брака.  Примећено је да  се још од старог времена  девичанство цени, пре свега од Грка. Доказ за то је Партенон(Девичњак), веома важан архитектонски храм Девице Атине на Акропољу у Атини, грађевина векова. Међутим и Римљани су поштовали девичанство. Доказ је у Риму храм Естије: тамо се чувала неугасива ватра, коју су чувале девојке чисте и невине – Естијаде. После тога су стигле године преврата и морал је пао. И Грци су се испрљали од софиста и материјалиста и од тада девичанство више није поштовано. Обожавање се променило, храмови уместо да у њима служе девице Естијаде, су постали содомске куће. Такав храм, познато место блуда је био Афродитин храм на Коринту, који је одржавао на хиљаде проститутки, које су са својим нечистим послом осигуравале велике своте новца. Уместо девичанства данас се поштује већ јавно блуд, у лицу богова и богиња. Када је Христос дошао на свет, Једини је уздигао човека. Узео је жену, која је постала једна стара крпа с којом се брисао сваки луталица и уздигао је. Нико други није почаствовао ту жену као Христос. Уздигао је много, изнад галаксија, у свет духова. Уздигао је у лицу Пресвете Богородице, која се назива не само Дјевом, већ и „Пречистом“. Речица „пре“ значи „увек“. „Пречиста“ значи „увек дјева“, дјева пре порода, дјева у току порода, дјева после порода.  Радуј се Пречиста Марија! Зато и наша Црква, пре свега, поштује девичанство. То је услов за брак. Када се споје двоје девственика – девојка и младић, ствара се идеалан брак.

* * *

У Грчкој су пре постојале строге норме. Све до пре сто до двеста година, ако млада није била девица, била би протерана из куће исте вечери када се венчала, друштво то није прихватало. Тако да је онда било јако ретко пронаћи девојку без девичанства. После су дошли општи демони, нове струје са нечистог Запада, које су почеле да исмејавају и слабе поштовање према девичанству. Године 1944. био сам у Козанију. У оне дане су са брда сишле побуњенице, негде њих око тристо, и парадирале су по трговима са заставом испред. Не осуђујем их. То су учиниле као Гркиње, верујући да су и оне браниле слободу домовине. Ову тему не образлажем са политичког гледишта, већ са друге стране. Оно што је у свему томе било неприхватљиво, јесте то што су имале једну таблу са натписом: „Доле девичанство“, и то су и узвикивале: „Доле девичанство“! Не говорим вам нешто фантастично, већ су то моје очи виделе и моје уши чуле. Одакле су дошле те Гркиње? То се не усуђују ни проститутке у Паризу да изговоре. Исмејавале су девичанство као сујеверје и предрасуду. Предрасуда: овде ћу вам нешто рећи, али да ми опростите што ћу упрљати свој језик. Ово нисам ни ја знао, док ми то није рекао професор са Атинског универзитета. Рекао ми је како истраживања говоре, да у часу када се неко спаја са својом женом која је већ имала предбрачне односе са неким другим човеком и у часу док он грли своју жену, њен ум одлази претходном љубавнику, успоређује их, и –  знате ли шта ће се догодити? Ако је њена душа повезана са претходним човеком, дете које се роди ће сличити не законитом супругу, већ претходном љубавнику! О, Цркво наша мајко, колико исправно поучаваш да су предбрачни односи грех, а ми одлазимо од твојих речи!Није прошло много времена како је у митрополију дошла једна девојка. Плакала је и клела младића који је оставио у седмом месецу трудноће и одлетео у Аустралију, а спојили су се чим су се верили, са одобрењем родитеља! На жалост и у мојој епархији сам увидео тај лош обичај, чим се вере да се спајају! Нисам престао да поучавам и да се борим против тога, смањило се, али не и искоренило. Славимо Бога, браћо, јер у овоме нечистоме веку, када је најјефтиније месо постало женско као што је говорио један морнар, девичанство није потпуно нестало. Чува се и одржава као редак цвет. На похвалу је циганима што се не спајају пре брака. А велика је штета да ми православни хришћани узимамо наређења од других народа, других религија, као у Гадафијевој  Либији, онога ко се усуди обесчастити неку девојку, вешају на телеграфски ступ за једну седмицу.

* * *

Променила су се, драги моји, слова Цркве и дошла су слова сатане. Вечерас овде појемо: „Лепота твога девичанства…“, а свет пева о лепоти флерта, курварства и прељубе, о лепоти нечистоће. Девојке, немојте слушати свет. Чујте нашу свету Цркву. Останите до брака недодирнуте. Узмите дрво и металне штапове и ударите у главу све оне који покушају да вас додирну,  како не бисте после зажалиле. Потписујем вам уговор. Мушкарац је жедан за женом. Ако се ви одржите чеднима, неће остати ни једна жена неудата, и најружнија ће се удати. Данас и најлепше остају незатражене у ладици. Ето где нас је довело непослушање. Када се ускоро чује химна о девичанству Пресвете Богородице, молим вас да осетите грех предбрачних односа и са покајањем се вратите нашим вечним коренима. Певајмо, не претворно, већ са осећајем:«Красоту дјевства твојега и пресветло чистоте твоје…»

πσκοπος Αγουστνος

(Говор Митрополита Флорине о. Августина Кандиота у светом храму Светог Пантелејмона, Петак увече 8-3-1985)

H ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαρ 21st, 2011 | filed Filed under: Xαιρετισμοι της Παναγιας

H ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ

«Χαῖρε, ἀρχηγὲ νοητῆς ἀναπλάσεως» (Ἀκάθ. ὕμν. Τ2α΄)

ΜΗΤΡΟΠ- ΦΛΩΡ-Απόψε, ἀγαπητοί μου, σὲ ὅλους τοὺς ναοὺς τῆς Ὀρθοδοξίας ψάλλεται ἡ τετάρτη καὶ τελευταία στάσις τοῦ Ἀ καθίστου ὕμνου, ποὺ εἶνε τὸ ἀριστούργημα ἑνὸς ἀγνώστου ποιητοῦ τοῦ Βυζαντίου. Τὸ ποίημα αὐτὸ εἶνε ἔκφρασις τῆς εὐγνωμοσύνης τοῦ γένους μας πρὸς τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο, τὴν ὑπέρμαχο Στρατηγότου.
Ὅσοι ζήσαμε τὸ ἔπος τοῦ ἀλβανικοῦ πολέμουκαὶ εἴδαμε στρατιῶτες καὶ ἀξιωματι κούς μας νὰ ὑψώνουν στὶς κορυφὲς τὴν ἑλληνικὴ σημαία, μᾶς κατελάμβανε συγκίνησι. Δὲν ἄκουσα ποτέ ἄλλοτε τόσο θερμὰ καὶ μὲ δάκρυα νὰ ψάλλεται τὸ «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια… Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε».
Στὸν Ἀκάθιστο ὕμνο ἐπαναλαμβάνεται 144 φορὲς τὸ «χαῖρε»ἐκεῖνο, ποὺ εἶπε στὴν Παναγία ὁ ἀρχάγγε λος Γαβριήλ(Λουκ. 1,28). Ἀπόψε μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ θὰ ἑρμηνεύσουμε τὸν στίχο «Χαῖρε, ἀρχηγὲ νοητῆς ἀναπλάσεως».
Εἶνε κρίμα ὅτι σήμερα τὰ παιδιὰ δὲν καταλαβαίνουν τὴ γλῶσσα αὐτή. Εἶνε εὐφυῆ, ἀλλὰ ἡ παιδεία μας τὰ ὡδήγησε σὲ λεξιπενία, πτωχεία γλώσσης, ὅπως εἶπε καὶ κάποιος ὑπουργός. Γι᾿ αὐτὸ ὡρισμένοι θεολόγοι φρονοῦν, ὅτι τὰ κείμενα αὐτὰ πρέπει νὰ μεταφρασθοῦν, γιὰ νὰ τὰ καταλάβουν οἱ νεοέλληνες. Ἀλλὰ σὲ ποιά γλῶσσα; Δὲ μεταφράζονται. Ἐγώ, ποὺ μεταχειρίζομαι καὶ τὶς δύο γλῶσσες, δὲν τὸ βλέπω ἐφικτό. Εἶνε σὰ νὰ θέλουμε νὰ τετραγωνίσουμε τὸν κύκλο. Εἶνε δυνατόν; Δὲ μεταφράζεται τὸ ἄφθαστο αὐτὸ κάλλος. Ξέρετε πῶς θέλουν ν᾽ ἀποδώσουν οἱ δημοτικισταὶ λ.χ. τὸ «Τὰς κεφαλὰς ὑμῶν τῷ Κυρίῳ κλίνατε»(τῆς θ. Λειτ.); Μὴ γελάσετε· «Σκύψτε τὶς κοῦτρες σας στὸν Ἀφέντη»! Αὐτὸ εἶνε ἐκχυδαϊσμός.

* * *

«Χαῖρε, ἀρχηγὲ νοητῆς ἀναπλάσεως». Ἐδῶ ἔχουμε δύο νοήματα· πλάσις καὶ ἀνάπλασις. Ποιό εἶνε ἀνώτερο, θὰ τὸ δοῦμε ἐν συνεχείᾳ. Θὰ προσπαθήσω νὰ δώσω τὴν ἑρμηνεία μὲ δύο εἰκόνες, μία στὴν ἀρχὴ καὶ μία στὸ τέλος.
⃝ Ὑποθέστε ὅτι ἕνας γλύπτης φτειάχνει ἕνα ἄγαλμαἀπὸ ὀρείχαλκο, μπροῦντζο, λ.χ. τοῦ Θεοδώρου Κολοκοτρώνη. Παίρνει τὸ μέταλλο, τὸ λειώνει στὸ καμίνι καὶ τὸ χύνει στὸ καλούπι.
Μετὰ τὸ κατεργάζεται στὸ ἐργαστήριό του, τέλος τὸ βγάζει ἔξω, τὸ στήνει σὲ βάθρο, γίνονται τὰ ἀποκαλυπτήρια καὶ ὅλοι θαυμάζουν.
Ἀλλὰ τὸ ἄγαλμα, ποὺ τώρα λάμπει κάτω ἀπὸ τὶς ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου, σὺν τῷ χρόνῳ φθείρεται ἀπὸ διάφορες αἰτίες –μαθαίνω, ὅτι καὶ γιὰ τὸν Παρθενῶνα στὴν Ἀκρόπολι τῶν Ἀθηνῶν λαμβάνουν μέτρα, διότι κινδυνεύει ἀπὸ τὰ καυσαέρια. Καὶ τὸ ἄγαλμα λοιπὸν ποὺ κατασκεύασε ὁ γλύπτης αὐτὸς φθείρεται, σκουριάζει ἀπὸ τὴν πολυκαιρία, καταντᾷ ἀγνώριστο. Τί γίνεται τώρα; Ὁ γλύπτης τὸ παίρνει, τὸ ῥίχνει στὸ καμίνι, τὸ λειώ νει, χύνει τὸ μέταλλο πάλι στὸ καλούπι καὶ βγαίνει ἕνα νέο ἄγαλμα, πιὸ ὡραῖο.
Μὲ ἐννοήσατε; Ποιό εἶνε τὸ ἄγαλμα; Ἐμεῖς εἴμαστε τὸ ἄγαλμα, τὸ θαυμαστὸ δημιούργημα, ὅπως λέει ὁ ἰατροφιλόσοφος Καρρὲλ στὸ βιβλίο του «Ὁ ἄνθρωπος, αὐτὸς ὁ ἄγνωστος» ποὺ συνιστῶ νὰ διαβάσουν ἰδίως οἱ διανοούμενοι.
Τολμάει κανεὶς νὰ πῇ γιὰ ἕνα ἄ γαλμα ὅτι ἔτσι φύτρωσε, ἔτσι βγῆκε ἀπὸ τὰ σπλάχνα τοῦ λατομείου; Ἐὰν τὸ πῇ, ποιός θὰ τὸν πιστέψῃ; κι ἂν ἐπιμένῃ, θὰ καλέσουν τὸ «100» νὰ τὸν κλείσῃ στὸ φρενοκομεῖο. Ὥστε ἕνα ἄγαλμα ἔχει κατασκευαστή, γλύπτη, κι ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει; Εἶνε θεῖο δημιούργημα. Πλάστηκε ἀ πὸ χῶμα, ἀλλὰ «κατ᾿ εἰκόνα καὶ ὁ μοίωσιν»τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἐνεφύσησε σ᾿ αὐτὸ «πνοὴν ζω ῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν»(Γέν. 1,26· 2,7).
Καὶ ἐδῶ, ἄνθρωπε ἄπιστε καὶ τυφλέ, δὲν ἔχουμε ἕνα ἄγαλμα ἄψυχο καὶ νεκρό· ἔχουμε ἄγαλμα ἔμψυχο καὶ ζωντανό, ποὺ εἶνε θαῦμα ἀπὸ ὅπου κι ἂν τὸ ἐξετάσῃς. Ἀπὸ πλευρᾶς σωματικῆς; Μοῦ ἔλεγε πανεπιστημιακὸς καθηγητής· Θαυμάζω τὸ Δημιουργό· τὸ ἀνθρώπινο σῶμα ἀποτελεῖται ἀπὸ ἑκατομμύρια κύτταρα, ποὺ τὸ καθένα εἶνε ἕνα ἐρ γοστάσιο, μπροστὰ στὸ ὁποῖο μηδὲν εἶνε τὰ ἐργοστά σιά μας.
Θαυμαστὰ τὰ ὄργανα τοῦ σώματος· τί νὰ ποῦ με γιὰ τὴν καρδιά, τοὺς πνεύμονες, τὰ νεφρά;… Καὶ ἂν εἶνε θαυμαστὸ τὸ σῶμα, τί νὰ ποῦμε γιὰ τὴν ψυχή; Ἐδῶ πλέον εἶνε τὰ μυστήρια τῶν μυστηρίων. Τί νὰ ποῦμε γιὰ τὴ συνείδησι, τὴ σκέψι, τὴ μνήμη, τὴν κρίσι, τὴ φαντασία, τὶς ἐξάρσεις, τὰ ὁράματα, τὶς μετα φυσικὲς πτήσεις, τῆς ἀποφάσεις τῆς βουλήσεως; Φοβερὰ πράγματα. Νὰ βλέπῃς π.χ. ἕνα ταπεινὸ ἄνθρωπο, πάνω ἐκεῖ στὸ ἀλβανικὸ μέ τωπο, ν᾽ ἀναδεικνύεται ἥρωας. Πῶς νὰ τὸ ἐξη γήσουμε; Ἕνας ἀνταποκριτὴς τῶν «Τάιμς»(Times) ἔγραψε· Αὐτὰ τὰ φτωχὰ παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος δὲν ἦταν πλέον ἄνθρωποι· ἀετοὶ ἦταν! Ποιός ἐμπνέει τέτοια αἰσθήμα τα; Θαυμαστὸ «ἄγαλμα» λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος· ἐγὼ ἀπορῶ πῶς ὑπάρχουν ἄπιστοι.
Ἀλλ᾽ ὅπως τὰ ἀγάλματα φθείρονται ἀπὸ τὴν πολυκαιρία καὶ τὰ καυσαέρια, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος ἐφθάρη ἀπὸ ἄλλου εἴδους «καυσαέρια», ἀπὸ ἕναν ἄλλο «κονιορτό», μιὰ ἄλλη «σκουριά»· αὐτὴ εἶνε ἡ ἁ μαρτία, τὸ προπα τορι κὸ ἁ μάρτημα. Δὲν ἐπεκτείνομαι ἐδῶ ὡς πρὸς τὴ φθορὰ ποὺ ὑπέστη σωματικὰ καὶ ψυχικά· ἕνα τονίζω, ὅτι ἀπὸ τὸ φθόνο τοῦ «διαβό λου θάνατοςεἰσῆλθεν εἰς τὸν κόσμον»(Σ. Σολ. 2,24). Ὁ ἄνθρωπος ἔγινε φθαρτὸς καὶ θνητός, ὁδηγεῖται στὸν τάφο. Ἐφθά-ρη καὶ κάθησε πάνω του ἡ «σκουριά», ὅ πως στὰ χάλκινα ἀγάλματα. Πολλὴ «σκουριὰ» καὶ πολλὴ «λάσπη» ἔχουμε. Ὤ ἂν ὑπῆρχε τρόπος νὰ ξύσουμε τὸ ἀκάθαρτο αὐτὸ ἐπίχρισμα καὶ νὰ βρῇ ὁ ἄνθρωπος πάλι τὸ μεγαλεῖο του!
Ἔ λοιπόν, αὐτὸ ἔγινε μὲ τὴν ἐνανθρώπησι τοῦ Λόγου ἀπὸ τὴν Παναγία. Ἕνα χέρι Γλύπτου, ὄχι μικροῦ καὶ ἀσημάντου, ἀλλ᾽ Ἐκείνου ποὺ ἐμπνέει τοὺς γλύπτες νὰ κατασκευάζουν ἀριστουργήματα, ἕνας τέτοιος Νοῦς, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός ―δὲν εἶνε ψέμα, εἶνε ἀλήθεια, τὸ μεγαλύτερο γεγονὸς τῆς ἱστορίας, κι ἂν ἐμεῖς σιωπήσουμε καὶ οἱ πέτρες θὰ τὸ φωνάξουν― κατέβηκε ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς στὴ γῆ, πῆρε τὸν ἄνθρωπο, τὸ σκουριασμένο ἔμψυχο ἄγαλμα, καὶ τὸ ἔρριξε στὸ καμίνι.
Ποιό εἶνε τὸ καμίνι; Τὸ βάπτισμα. Ἂν πιστεύῃς νὰ βαπτισθῇς, ἂν δὲν πιστεύῃς μὴ βαπτισθῇς. Ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ πέσαμε στὸ καμίνι αὐτό. Εὐλογημένοι οἱ γονεῖς μας, ποὺ μᾶς πῆγαν βρέφη στὴν Ἐκκλησία, καὶ εὐλογημένος ὁ ἱερεὺς τοῦ Ὑψίστου, ποὺ μᾶς βάπτισε μέσ᾿ στὴν ἱερὰ κολυμβήθρα, στὰ ἁγιασμένα νερά, καὶ βγήκαμε νέο πλάσμα, «καινὴ κτίσις» (Β΄ Κορ. 5,17. Γαλ. 6,15). Δὲν ἔχουμε πλέον τὴ σκουριὰ τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ἂν μετὰ τὸ βάπτισμα ὁ ἄνθρωπος ἁμαρτάνῃ καὶ νέα σκουριὰ προσ κολλᾶται πάνω του, δὲν ἀπελπίζεται· τώρα ὑπάρχει κ᾽ ἕνα ἄλλο καμίνι ποὺ τὸν καθαρίζει, ἡ μετάνοια.
Αὐτὰ ἐννοεῖ ὁ ποιητὴς ὅταν λέει· Χαῖρε, Παναγία, ποὺ γέννησες τὸ Χριστό· ἐσὺ ἔγινες τὸ πρῶτο πλάσμα ποὺ εἰσ ῆλθε στὴν «καινὴ κτίσι» καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς ἀναδημιουργίας τῶν πάντων (βλ. ἀρχιμ. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, Ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος μετὰ ἑρμηνείας, Ἀθῆναι 1974, σσ. 129, 182).

* * *

Σᾶς ἔδειξα, ἀγαπητοί μου, τὴν πλάσι καὶ τὴν ἀνάπλασι. Καὶ τώρα σᾶς ἐρωτῶ· ποιό ἀπὸ τὰ δύο εἶνε τὸ θαυμαστότερο; Ἡ ἀνάπλασις. Οἱ πρόγονοί μας ἔλεγαν· «Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον», πολὺ δύσκολο, σχεδὸν ἀδύνατο, εἶνε νὰ μεταβάλῃ κανεὶς τὴν κακὴ φύσι (Μένανδρος, Γνωμικά). Ἕνας Ἀλέξανδρος, ποὺ νίκησε ὅλο τὸν κόσμο, νικήθηκε ἀπὸ τὸ πάθος τῆς οἰ νοποσίας καὶ σκότωσε τὸ φίλο του τὸν Κλεῖτο. Καὶ ἡ εὐγενεστέρα ὕπαρξις νικᾶται ἀπὸ τὰ πάθη. Ὁ Χριστὸς ὅμως πῆρε τὸν ἄνθρωπο, ποὺ δημιούργησε, καὶ τὸν ἀναδημιούργησε. Σ᾿ εὐχαριστοῦμε, Κύριε, ποὺ μιὰ φορὰ μᾶς ἔπλασες, ἀλλὰ σ᾿ εὐχαριστοῦμε καὶ διότι δεύτερη φορὰ μᾶς ἀνέπλασες, ἀφοῦ μᾶς ἔρριξες στὸ καμίνι τοῦ βαπτίσματος καὶ τῆς μετανοίας. Καὶ ἂν αὐτὰ φαίνωνται θεωρητικά, νά δύο παραδείγματα ἀναδημιουργίας· ὁ ἕνας εἶνε ὁ λῃστὴς στὸ Γολγοθᾶ, καὶ ἡ ἄλλη ἡ Μαρία ἡ Αἰγυπτία.
⃝ Ἄρχισα μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ ἀγάλματος· τελειώνω μὲ μία ἄλλη εἰκόνα. Ἡ ἔμφυτη τάσις τῶν ἀνθρώπων καὶ ἰδίως τῶν γυναικῶν νὰ θέλουν νὰ εἶνε ὡραῖοι ―δὲν τὴν κατηγορῶ― δημιούργησε τὰ λεγόμενα ἰνστιτοῦ τα καλλονῆς. Ἐκεῖ μὲ ὀδυνηρὲς πλαστικὲς ἐγχειρήσεις προσπαθοῦν νὰ βελτιώσουν ἐλαττώματα ποὺ ὀφείλονται εἴτε στὸ γῆρας εἴτε σὲ δυστυχήματα. Ἀλλὰ ματαία ἡ προσπάθεια· σὲ λίγο ἔρχεται ὁ χάρος καὶ μεταβάλλει καὶ τὸν πιὸ ὡραῖο ἄνθρωπο σὲ «γυμνὰ ὀστέα»(Νεκρ. ἀκολ.). Θέλω λοιπὸν τώρα νὰ σᾶς συστήσω ἕνα ἰνστιτοῦτο καλλονῆς, ψυχικῆς καλλονῆς· εἶνε ἡ Ἐκκλησία. Πλησιάστε. Ὅλοι εἴμαστε δύσμορφοι. Ὅπως εἶπε ὁ Καρρέλ, μέσα σὲ χίλιους ἀνθρώπους ἕναν θὰ βρῇς ψυχικῶς ὡραῖο. Τὸ ψυχικὸ κάλλος ἔχει τὴν ἀξία· αὐτὸ ἂς ἐπιδιώξουμε. Θὰ τὸ βροῦμε στὸν μόνο ἀναμορφωτὴ καὶ ἀναδημιουργό, τὸν Χριστό.
Πολλοὶ ὑπόσχονται ἀλλαγὴ – ἀναμόρφωσι ―τὸ ἀκοῦμε συχνά―, νὰ δημιουργήσουν νέο κόσμο. Νέος κόσμος δὲν δημιουργεῖται οὔτε μὲ τὸ Μὰρξ οὔτε μὲ τὸ Νίτσε, οὔτε μὲ ὁποιο- δήποτε κόμμα. Ἀναμόρφωσιθὰ γίνῃ μόνο διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 7-4-1989

Η ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΣΩΖΕΙ ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΜΑΣ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαρ 18th, 2011 | filed Filed under: Xαιρετισμοι της Παναγιας

Η ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΣΩΖΕΙ ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΜΑΣ

bgrdc ιστΥΠΑΡΧΟΥΝ, ἀγαπητοί μου, ἔργα τέχνης ποὺ θαυμάζουν οἱ αἰῶνες, ὅπως εἶνε π.χ. ὁ Παρθενὼν στὴν Ἀκρόπολι τῶν Ἀθηνῶν. Ὅ­σον ἀφορᾷ ὅμως στὴ θρησκεία τῶν πατέρων μας, στὴν πίστι μας, ἔργο τέχνης ἄφθαστο εἶ­νε ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος. Εἶνε ἀνώτερος ἀπὸ τὸ καλλιτέχνημα τοῦ Παρθενῶνος. Διότι ἐκεῖ­νος μέν, παρ’ ὅλες τὶς προσπάθειες τῶν εἰδι­κῶν, ὑφίσταται φθορά, ἐνῷ ὁ Ἀκάθιστος ὕ­μνος, ὡς πνευματικὸ δημιούργημα, παραμένει ἀθάνατος.
Ψάλλεται ἀπόψε καὶ ἐδῶ στὴν πατρίδα μας, καὶ στὸ Βελιγράδι, καὶ στὴ Σόφια, καὶ στὸ Βουκουρέστι, καὶ στὸ Στάλινγκραντ, καὶ στὴ Μόσχα, ὁπουδήποτε ὑπάρχουν Χριστιανοὶ ὀρθόδοξοι. Καὶ ἐφ’ ὅσον θὰ ὑπάρχῃ ἥλιος καὶ θ’ ἀνατέλλουν τ’ ἀστέρια καὶ θὰ θάλλουν τὰ δέντρα καὶ θὰ ῥέουν οἱ ποταμοί, ὁ ὕμνος αὐτὸς δὲν θὰ παύσῃ νὰ συγκινῇ τὶς ψυχὲς τῶν ὀρθοδόξων. Ἀριστούργημα εἶνε, Παρθενὼν τοῦ πνεύματος.
Διαιρεῖται σὲ τέσσερις στάσεις, περιέχει εἰ­κοσιτέσσερις οἴκους ἢ στροφές, καὶ ἔχει ἑ­κατὸν σαραντατέσσερα «χαῖρε». Σήμερα θὰ ποῦμε λίγες λέξεις ἐπάνω στὸ ἱστορικὸ τοῦ ὕ­μνου αὐτοῦ. Διότι καὶ ἡ ἱστορία μᾶς διδάσκει.
Σᾶς καλῶ λοιπὸν νὰ κάνουμε ἕνα ταξίδι. Τί ταξίδι; Ποῦ νὰ πᾶμε; στὴ Νέα Ὑόρκη, στὴν Αὐ­στραλία, στοὺς Ἐσκιμώους; Καὶ πῶς νὰ ταξιδέ­ψουμε; μὲ πλοῖο, μὲ ἀεροπλάνο, μὲ πύραυ­λο, μὲ διαστημόπλοιο; Δύσκολα ταξίδια αὐτά. Ὑπάρχει ἕνα ἄλλο μέσο ἀκόμη ταχύτερο, ἰλιγ­γιῶδες· κανένα ἄλλο δὲν τρέχει τόσο γρήγορα. Ποιό εἶν’ αὐτό; Ἡ σκέψις τοῦ ἀνθρώ­που. Θαυμαστὸ δημιούργημα. Βρίσκεσαι ἐδῶ, καὶ αὐτοστιγμεὶ φθάνεις στὰ ἄκρα τῆς γῆς καὶ στὰ βάθη τοῦ χρόνου. Ἕτοιμοι λοιπόν;

* * *

Γυρίζουμε πίσω, διασχίζουμε αἰῶνες, καὶ φθάνουμε στὸ ἔτος 626. Ποῦ, σὲ ποιό μέρος; Σὲ μιὰ πόλι ποὺ μᾶς προκαλεῖ δάκρυα. Ὅσοι ἔχουμε μέσα μας ἔνστικτο πατρίδος καὶ ἐν­δι­αφερόμεθα γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ ἔθνους μας, τὸ ὄνομα τῆς πόλεως αὐτῆς μᾶς συγκινεῖ βαθύτατα‧ εἶνε ἡ Κωνσταντινούπολις. Εὑρισκόμεθα λοιπὸν ἐκεῖ νοερῶς. Τί μεγαλεῖο! δρόμοι, πλατεῖες, ὁ ναὸς τῆς Ἁγίας Σοφίας…, ὅλα ὡ­ραῖα. Ἀλλὰ τὸ ὡραιότερο εἶνε οἱ ἄνθρωποι. Πι­στοὶ Χριστιανοί, ὀρθόδοξοι ἀφωσιωμένοι στὸ δόγμα τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Οὔτε ἕ­νας ἄπιστος, οὔτε ἕνας Τοῦρκος, οὔτε ἕνας Ἑβραῖος. Εὐλογημένη ἐποχή.
Οἱ Χριστιανοὶ ὅμως τοῦ 626 στὴν Πόλι εἶ­χαν κάποια ἀγωνία. Ποιά ἀγωνία; Τὸ Βυζάντιο βρισκόταν σὲ ἐμπόλεμο κατάστασι. Βάρβαρος λαός, οἱ Πέρσες, ὑπὸ τὸν Χοσρόη τὸν βασιλέα τους, ἔκαναν ἐπιδρομή. Ἔφτασαν μέχρι τὰ Ἰεροσόλυμα, βεβήλωσαν τοὺς ἁγίους Τό­πους, καὶ ἅρπαξαν τὸν Τίμιο Σταυρό. Τότε ὁ αὐτοκράτωρ Ἡράκλειος συνήγειρε τὸ στρα­τό του, προσευχήθηκε στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας, καὶ ξεκίνησε. Πέρασε σὰν ἀετὸς τὸν Ἑλ­λήσπον­το, τὸ Σκαμάνδριο πεδίο, τὸ Σαγγάριο ποταμό, τὴν Ἄγκυρα, καὶ εἰσώρμησε στὴ χώρα τῶν Περσῶν. Συγκρούσθηκε μαζί τους, τοὺς νίκησε μὲ τὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ, καὶ πῆρε τὸν Τίμιο Σταυρό.
Ἀλλ’ ἐνῷ ὁ Ἡράκλειος, ἀκολουθῶν τὰ ἴχνη τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου βρισκόταν νικη­τὴς καὶ θριαμβευτὴς στὰ βάθη τῆς Ἀσίας, ὅ­που κατετρόπωσε τὸν Χοσρόη, ἡ Κωνσταντινούπολι κινδύνευσε ἀπὸ τὸ Βορρᾶ, ἀπὸ τοὺς Ἀβάρους, βάρβαρο λαό. Βρῆκαν τὴν εὐκαιρία, κατέβηκαν καὶ πολιόρκησαν τὴν Κωνσταντινούπολι ἀπὸ ξηρᾶς καὶ θαλάσσης. Ἡ φρουρὰ ἦταν πολὺ μικρή, λίγοι στρατιῶτες. Εἶχαν ὅμως ψυχή, ἔκλειναν στὰ στήθη τους τὴν ἀγάπη γιὰ τὴν πίστι καὶ τὴν πατρίδα, καὶ βρέθηκαν κάτω ἀπὸ καλὴ ἡγεσία. Πρωθυπουργὸς ἦταν ὁ πατρίκιος Βῶνος καὶ πατρι­άρχης ὁ Σέργιος.
Ὁ χαγᾶνος (δηλαδὴ ἀρχηγός) τῶν Ἀβάρων ἦταν βέβαιος ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ ὅτι ἡ Πόλις θὰ πέσῃ στὰ χέρια του. Οἱ Βυζαντινοὶ περιῆλθαν σὲ μεγάλη ἀγωνία καὶ ἔστειλαν πρεσβεία γιὰ νὰ βρεθῇ κάποιος συμβιβασμός. Τοὺς δέχθηκε ἀγέρωχος καὶ ἀπέρριψε μὲ ἰταμότη­τα τὶς προτάσεις τους λέγοντας· Ἐντὸς εἰκοσιτεσσάρων ὡρῶν θὰ παραδοθῆτε ὅλοι· ὅ,τι ἔχετε θὰ τὸ ἀφήσετε μέσα στὴν πόλι, γυμνοὶ θὰ βγῆ­τε, τίποτε δὲ θὰ πάρετε μαζί σας! Τέτοιον ὅρο οἱ πρόγονοί μας δὲν μποροῦ­σαν νὰ δεχθοῦν, καὶ τότε ἐκεῖνος τοὺς ἀπείλησε· Δὲ γλυτώνετε μὲ τίποτα· μόνο ἂν γίνετε ψάρια καὶ κολυμπήσετε ἢ πουλιὰ καὶ πετάξετε, θὰ διασωθῆτε. Ἐκεῖνοι ἐπέστρεψαν ἀπελπισμένοι. Δὲν ἀπογοητεύθηκαν ὅμως. Συνέχισαν νὰ ἀγωνίζωνται. Καὶ ἐνῷ οἱ στρατιῶτες φρουροῦσαν στὶς ἐπάλξεις, ὁ λαός, οἱ γέροντες καὶ τὰ γυναικόπαιδα, συγκεντρώθηκαν στοὺς ναοὺς καὶ παρακαλοῦσαν τὸ Θεὸ νὰ τοὺς σώ­σῃ βάζοντας μεσίτη τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο.
Καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε! Δὲν τὸ λέμε ἐμεῖς, τὸ λέει ἡ ἱστορία. Ἐνῷ γινόταν ὁλονυχτία, τὶς πρωινὲς ὧρες φύσηξε ἄνεμος σφοδρός. Ἡ θάλασσα τοῦ Βοσπόρου ταράχθη, ἀγρίεψε, σήκωσε κύματα πελώρια, καὶ μέσα σὲ λίγη ὥρα τὰ ἀμέτρητα πλοιάρια τῶν ἐπιδρομέων συνετρίβησαν. Τὸ πρωὶ μόνο σανίδια ἐπέπλεαν. Ἔντρομοι οἱ Ἄβαροι ἔλυσαν τὴν πολιορκία κ’ ἔφυγαν. Ἔτσι ἡ Πόλις σώθηκε. Καὶ τότε ὅλοι μαζί, μιὰ ψυχὴ – ἕνας λαός, μαζεύτηκαν πάλι στὸ ναὸ τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν, ἔ­μειναν ἐκεῖ ὅλη τὴ νύχτα, καὶ ὄρθιοι ἔ­ψαλαν γιὰ πρώτη φορὰ τὸ «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρα­τηγῷ τὰ νικητήρια…» καὶ τὸν Ἀκάθιστο ὕμνο.
Αὐτὸ εἶνε τὸ ἱστορικὸ τοῦ ὕμνου αὐτοῦ.

* * *

―Αὐτά, θὰ πῇ κάποιος, ἦταν «τῷ και­ρῷ ἐ­κείνῳ». Τώρα ὁ κόσμος ἄλλαξε. Νέες ἰδέες, νέα συστήματα ἐπικρατοῦν. Ἀφῆστε τα αὐτά. Μὲ ἱστορίες τοῦ καιροῦ ἐκείνου δὲ ζοῦμε…
Τί εἶπες, «τῷ και­ρῷ ἐ­κείνῳ»; Λοιπὸν ὁ­ρί­στε· ἂς κάνουμε ἕνα ἄλλο ταξίδι, πιὸ κον­τι­νό. Φεύγουμε ἀπὸ τὸ 626 καὶ τὴν Πόλι, καὶ φτά­νουμε – ποῦ; Στὴν Ἑλλάδα καὶ στὸ ἔτος 1821. Βλέπουμε νὰ ζωντανεύῃ μπροστά μας διὰ τῆς φαντασίας ἕνας ἀπὸ τοὺς ἥρωας τῆς Ἐπαναστάσεως· ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ὁ Γέρος τοῦ Μοριά. Κάτι λέει. Τὸν ἀκούω, σεῖς δὲν τὸν ἀκοῦτε; Μόνο κουφοὶ δὲν ἀκοῦνε. Ἄλ­λος χαγᾶνος καὶ ἄλλος Χοσρόης εἶχαν παρουσιαστῆ τότε, στίφη καὶ τάγματα Αἰγυπτίων καὶ Ἀράβων ποὺ ἐρήμωναν τὴ γῆ τῆς Πελοποννήσου. Φόβος καὶ τρόμος εἶχε πέσει στοὺς Ἕλληνες, καὶ ὁ Κολοκοτρώνης ἔμεινε μόνος. Καὶ τί ἔκανε· μπῆκε ξυπόλητος σ᾽ ἕνα ξωκκλήσι τῆς Παναγιᾶς· γονάτισε, προσ­ευ­χή­θηκε κ’ ἔτρεχαν δάκρυα ἀπὸ τὰ μάτια του. Ὅταν βγῆκε, ἦταν ἄλλος ἄνθρωπος! Καὶ εἶπε λόγια, ποὺ δὲν ὑπάρχει πλάστιγγα νὰ τὰ ζυγίσουμε. ―Τί λές, καπετάνιε; τὸν ρώτησαν· οἱ ἀγαρηνοὶ μᾶς ρήμαξαν, ὑπάρχει ἐλπίδα; Τί ἀπήντησε· ―Ἡ Παναγία ὑπέγραψε τὴν ἐλευθερία τῆς Ἑλλάδος, καὶ δὲν παίρνει πίσω τὴν ὑπογραφή της! Λόγια ἀθάνατα.
Ὁρίστε λοιπόν· δὲν θέλεις τὸ 626; σοῦ λέω τὸ 1821. Δὲν θέλεις τὸ 1821; προχωρῶ κ’ ἔρ­χο­­μαι ἀκόμη πιὸ κοντά, γιὰ νὰ δῇς ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε «χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἑβρ. 13,8). Αὐτὸ ποὺ θὰ πῶ τώ­ρα τὸ ἐνθυμοῦνται οἱ μεγαλύτεροι, ποὺ ζοῦν ἴσως ἀκόμη. Εἶνε τὸ νεώτερο θαῦμα τοῦ 1940-41. Πᾶμε μὲ τὴ φαντασία στὸ μέτωπο τῆς Ἀλ­βανίας. Ἐκεῖ ἕνας νέος χαγᾶνος καὶ νέος Χοσ­ρόης, ὑπερήφανος κ’ ἐγωιστής, ὁ Μουσσολίνι, ἀπειλοῦσε τότε τὴν Ἑλλάδα. Ἑλ­λάς, θὰ πα­ραδοθῇς! εἶπε. Καὶ ἡ Ἑλλὰς παραδόθηκε; Τὰ παιδιά της μὲ θάρρος καὶ αὐταπάρνησι εἶ­παν τὸ ἱστορικὸ «ὄχι». Καὶ νίκησαν! Ἐπάνω στὶς κορυφές, στὰ ψηλὰ βουνά, τοὺς ἄκουγες κλαίοντας νὰ δοξάζουν τὸ Θεὸ καὶ νὰ ψάλλουν «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια…».
Δὲν θέλεις λοιπὸν τὸ 626; πάρε τὸ 1821. Δὲν θέλεις τὸ 1821; πάρε τὸ 1940. Ἂν κι αὐτὸ δὲν σοῦ φτάνῃ, ἀκόμη πιὸ κοντά μας εἶνε ὁ Γράμμος καὶ τὸ Βίτσι τὸ 1949. Πάλι τότε ἡ Ἑλ­λὰς κινδύνευσε νὰ σβήσῃ ἀπὸ ξένη ἐπιβου­λή. Δὲν κατηγορῶ κανένα, ἀλλὰ ἡ ἱστορία εἶ­νε ἱστορία. Κινδύνευσε ἡ Ἑλλὰς νὰ πέσῃ σὲ ὑλιστικὸ καὶ ἄ­θεο καθεστώς. Καὶ τότε τὰ παιδιά της πάλι νίκησαν στὰ ψηλὰ βουνά, καὶ πάλι ἔ­στησαν τὴν ἑλληνικὴ σημαία, σημαία ἐλευ­θερίας καὶ δικαιοσύνης, καὶ πάλι ἐκεῖ ἔψαλαν «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια…».

* * *

Νά λοιπόν· τὸ 626 «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατη­γῷ…»‧ τὸ 1821 «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ…»‧ τὸ 1940 «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ…»‧ τὸ 1945-46-47-48-49 πάλι «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ…». Ὁλοζώντανη εἶνε ἡ θρησκεία μας. Δὲν εἶνε μῦ­θος, δὲν εἶνε παραμύθι· εἶνε μιὰ πραγματικότητα. Αὐτὴ ἡ θρησκεία, αὐτὴ ἡ πίστι, μᾶς σῴζει μέχρι σήμερα. Καὶ θὰ μᾶς σώζῃ πάντα, ἀδελφοί μου. Καὶ εἰς πεῖσμα τῶν ἀθέων καὶ τῶν ἀπίστων καὶ ὅλων τῶν ἐχθρῶν τῆς πατρί­δος ἡ Ἑλλὰς θὰ ψάλλῃ‧ «Τῇ ὑπερμά­χῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια…».

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνο Καντιώτη  στον ιερό ναὸ του Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 22-3-1985)

Η ΝΕΑ ΚΤΙΣΙΣ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαρ 16th, 2011 | filed Filed under: Xαιρετισμοι της Παναγιας

Γ΄ Στάσις Χαιρετισμῶν

Η ΝΕΑ ΚΤΙΣΙΣ

«Νέαν ἔδειξε κτίσιν…» (Ἀκάθ. ὕμν. Ν)

ΚΥρ...ΑΠΟΨΕ ψάλλεται ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος. Εἶνε ἕνα τραγούδι. Θὰ προσπαθήσω νὰ μιλήσω γι’ αὐτὸ ἁπλᾶ, ὥστε νὰ μὲ καταλάβετε ὅλοι.
Ὑπάρχουν τραγούδια τοῦ Θεοῦ καὶ τραγού­δια τοῦ διαβόλου. Ποιά εἶνε τὰ τραγούδια τοῦ διαβόλου; Γέμισε ἀπ’ αὐτὰ ὁ κόσμος. Εἶ­νε ἐ­κεῖ­να ποὺ ἀκούγονται στὰ νυκτερινὰ κέν­τρα καὶ ξεμυαλίζουν ὅλους. Ἦρθε στὴ μητρό­πολι μία νεόνυμφη γυναίκα κλαίγοντας. —Θὰ πάρω διαζύγιο, λέει.— Γιατί; —Δὲν τὸν ὑ­ποφέρω· κάθε βράδυ ξενυχτάει στὸ κέν­τρο· γυρίζει μὲ τὰ μηχανάκια του κατὰ τὴ μία – δύο ἡ ὥρα μεθυσμένος, ζαλισμένος, ἀνάστατος ψυ­χικά· σπάει πιάτα, καθρέφτες, τὰ πάντα, καὶ μὲ τυραννάει… Ἔδειχνε τὰ χέρια της γε­μᾶτα πληγὲς καὶ αἵματα. —Γιατί ἐσὺ σὰ δεσπότης δὲ φωνάζεις νὰ κλείσουν αὐτὰ τὰ κέντρα, ποὺ χωρίζουν ἀντρόγυνα καὶ δημιουργοῦν τόση καταστροφή;… Τί νὰ πῶ; Δὲν εἶ­μαι κράτος· ἂν ἤμουν κράτος, σὲ μία νύχτα θὰ τὰ καταργοῦ­σα ὅλα. Εἶμαι ἐκκλησία, ἐπίσκοπος, καὶ φωνάζω πρὸς τὰ ἄνω καὶ πρὸς τὰ κάτω· εἶ­νε ἀπόλυτος ἀνάγκη νὰ κλείσουν αὐτὰ τὰ κατηραμένα κέντρα, στὰ ὁποῖα γίνεται τόση φθορά. Αὐτὰ λοιπὸν τὰ τραγούδια μαθαίνει ὁ κόσμος στὰ κέντρα. Ἀλλὰ καὶ ὅλοι σταθμοὶ τὰ ἴδια μεταδίδουν. Εἶνε τραγούδια τοῦ διαβόλου. Πές μου τί τραγουδᾷς, νὰ σοῦ πῶ ποιός εἶσαι.
Ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος, ποὺ ψάλλεται τώρα, ἀνήκει στὴν ἄλλη κατηγορία. Εἶνε τραγούδι τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὰ ὡραιότερα, τραγούδι τῶν ἀγ­γέλων. Γιὰ νὰ μιλήσω ἁπλᾶ, εἶνε μιὰ ὄμορφη πολυκατοικία· ἔχει τέσσερα διαμερίσματα (τὶς τέσσερις στάσεις), εἰκοσιτέσσερα δωμάτια (τοὺς εἰκοσιτέσσερις οἴκους ἢ στροφές), καὶ ἑκατὸν σαραντατέσσερα παράθυρα (τὰ ἑ­κατὸν σαραντατέσσερα «χαῖρε»).
Θὰ προσπαθήσω νὰ ἐξηγήσω τὸν οἶκο ποὺ ἀρχίζει μὲ τὸ ψηφίο Νῦ καὶ ὁ ὁποῖος λέει· «Νέαν ἔ­δειξε κτίσιν, ἐμφανίσας ὁ Κτίστης, ἡμῖν τοῖς ὑπ’ αὐτοῦ γενομένοις· ἐξ ἀσπόρου βλαστήσας γαστρός, καὶ φυλάξας ταύτην ὥσπερ ἦν ἄφθορον, ἵνα τὸ θαῦμα βλέποντες ὑμνήσωμεν αὐτὴν βοῶντες».

* * *

Τὸ γράμμα «Νῦ» ὁμιλεῖ γιὰ κάποιον κτίστη. Ἀλλ’ ἐὰν προσέξετε τὸ «Κτίστης» γράφεται ὄχι μὲ κάππα μικρὸ ἀλλὰ μὲ κάππα κεφαλαῖο. Γιατί ἆραγε;
Ἐὰν σᾶς βάλω νὰ μετρήσετε τὰ σπίτια τῆς πε­ριοχῆς σας, πόσα εἶνε; Πέντε, δέκα, εἴκοσι, ἑκατό, διακόσια…; Μπορεῖτε νὰ μοῦ δείξετε ἀ­πὸ αὐτὰ ἕνα σπίτι, ποὺ νὰ χτίστηκε χωρὶς νὰ κοπιάσῃ κανείς, ἀλλὰ ἔτσι μιὰ μέρα φύτρωσε; μαζευτήκανε τὰ λιθάρια, οἱ πέτρες, τὸ σίδερο, τὸ τσιμέντο, τὰ ξύλα, τὰ καρφιὰ καὶ κτίστη­κε μόνο του; Ὑπάρχει τέτοιο σπίτι; Δὲν ὑ­πάρχει ἀσφαλῶς. Αὐτὸ λέει κι ὁ ἀπόστολος Παῦ­λος (βλ. Ἑβρ. 3,4)· Κάθε σπίτι κάποιος κτίστης τὸ ἔκτισε. Τὸ ἴδιο σκεπτόμεθα καὶ γιὰ κάθε ἄλ­λο δημιούργημα τοῦ ἀνθρώπου, λ.χ. γιὰ ἕ­να ἐργοστάσιο, ἕνα αὐτοκίνητο, ἕνα πλοῖο, ἕνα ἀεροπλάνο, ἕνα πύραυλο. Ἀλλὰ τί εἶνε αὐ­τὰ μπροστὰ στὴ θεία δημιουργία; Παιχνιδάκια. Ὑπάρχει ἕνα «αὐτοκίνητο», ποὺ χωράει ὄχι πενήντα ἢ ἑβδομήντα ἢ ἑκατὸ ἐπιβάτες, ἀλλὰ δισεκατομμύρια κόσμο· καὶ τρέχει χωρὶς ῥόδες ὄχι μὲ ἑβδομήντα ἢ ἑκατὸ χιλιόμετρα, ἀλλὰ ἀστραπηδὸν καὶ χω­ρὶς νὰ σταματᾷ. Ἐκτελεῖ δρομολόγιο μὲ ἀπόλυτη ἀκρίβεια. Μέσα σ’ αὐτὸ ταξιδεύουμε ὅ­λοι χωρὶς εἰσιτήριο. Εἶνε ἡ γῆ. Καὶ δὲν τρέχει μόνο αὐτὸ τὸ «αὐτοκίνητο» μέσα στὸ σύμ­παν. Τρέχουν καὶ ἄλλα ἀμέτρητα ἀστέρια καὶ πλανῆτες. Ἐγὼ ἀπορῶ γιὰ τὸ ἑξῆς. Πάνω στὴ γῆ κινοῦνται στοὺς δρόμους αὐτοκίνητα καὶ κάθε μέρα συμβαίνουν συγκρούσεις· στὸ  διά­στημα, ποὺ ταξιδεύουν τόσα οὐράνια σώματα, πῶς δὲν συγκρούονται; Τὸ 1910 παρουσιάστη­κε στὸν οὐρανὸ ὁ κομήτης τοῦ Χάλλεϋ καὶ οἱ ἀστρονόμοι ἔλεγαν ὅτι, ἂν ἡ οὐρά του μᾶς ἀγγίξῃ, ἡ γῆ θὰ καῇ. Ἀλλ’ ἐνῷ οἱ ἄνθρωποι ἔ­τρεμαν ἀπὸ ἀγωνία, ὁ κομήτης πέρασε χωρὶς νὰ συγκρουσθῇ μὲ τὴ γῆ. Ἤμουν μικρὸ παιδά­κι τριῶν ἐτῶν καὶ τὸν  εἶδα κ’ ἐγώ. Ἦταν ἕνα φοβερὸ πρᾶγμα· κατέβαινε ἀπὸ τὰ οὐράνια κ’ εἶχε μιὰ μεγάλη οὐρά· σὰν χαρταετὸς ἦταν.
Ποιός τά ᾽φτειαξε ὅλ’ αὐτά, ποιός ἔκανε τὴν κτίσι ποὺ μᾶς περιβάλλει; Κάθε σπίτι τὸ κτίζει κάποιος κτίστης· ἐκεῖνος δὲ ποὺ κατασκεύασε τὸ σύμπαν εἶνε ὁ Θεός, ὅπως λέει ὁ ἀπόστο­λος Παῦλος (ἔ.ἀ.). Γι’ αὐτὸ ὅλοι οἱ ἄλ­λοι εἶνε μικροὶ δημιουργοί, μικροὶ κτίσται· ἐ­κεῖ­νος εἶ­νε ὁ μέγας δημιουργός, ὁ μέγας «Κτί­στης», καὶ γι᾽ αὐτὸ γράφεται μὲ κάππα κεφαλαῖο.
Ἂς ἀφήσουμε τὰ ἄλλα ἀστέρια κι ἂς μείνου­με στὴ γῆ. Αὐτὴ εἶνε τὸ διαμάντι τῆς δημι­ουργίας, τὰ ἄλλα ἀστέρια εἶνε χαλίκια. Ἐδῶ εἶνε ὅλα τὰ ὡραῖα. Αὐτὸ τὸ λέει ἡ Γραφή, ἀλ­λὰ κ’ ἡ ἐπιστήμη θὰ τὸ ἀποδείξῃ σιγά – σιγά. Ἐ­δῶ ὑπάρχει νερό, ἀέρας, ὀξυγόνο, βλάστησι, ζῷα, ψάρια, πουλιά. Στὸ φεγγάρι, ποὺ πῆ­γαν ἀστροναῦτες, βρῆκαν ξεραΰλα· ἔτσι εἶνε καὶ σ’ ὅλα τ᾽ ἀστέρια. Ἐδῶ ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε τὰ πάντα καὶ μᾶς ἔβαλε νὰ ζήσουμε. Τί τοῦ ὀ­φείλουμε; Ἕνα εὐχαριστῶ, ἕνα ἀλληλούια.
Ἀλλὰ δὲ σᾶς εἶπα ἀκόμη τίποτα. Ὅλα αὐτὰ εἶνε ἡ μία κτίσις τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρχει καὶ ἡ ἄλ­λη, ἡ «νέα κτίσις». Ποιό εἶνε τὸ πιὸ μεγάλο ἔρ­­γο τοῦ Θε­οῦ; ὁ ἥλιος, τὸ φεγγάρι, τὰ ἄ­στρα, οἱ πλανῆτες, ἡ γῆ; Ποιό εἶνε τὸ ὑψηλότερο; Ἀλλοίμονο ἂν δὲν τὸ καταλάβουμε. Τὸ θαυμα­στότερο εἶνε αὐτὸ ποὺ ἔγινε πάνω στὴ γῆ. Πόσα χρόνια γυρίζει αὐτὴ ἡ γῆ; Καὶ στὸ διάστημα αὐτὸ πολλὰ ἔγιναν ἐπάνω στὸν  φλοιό της. Τὸ πιὸ σπουδαῖο ὅμως εἶνε, ὅτι μιὰ φορὰ πάνω στὴ γῆ παρουσιάστηκε κάποιος, ποὺ δὲν ἦταν ἁπλὸς ἄνθρωπος σὰν κ’ ἐμᾶς, ἀλλὰ ἦταν κάτι παραπάνω· ἦταν ὁ Θεός. Εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός! Δὲν ἦταν, ὅπως λένε μερικοί, ἕνας δάσκαλος, ἕνας κοινωνιολόγος, ἕνας φιλόσοφος. Ὁ Χριστὸς εἶ­νε ὁ Θεός. Αὐτὸ φωνάζουν τὰ θαύματά του, ἡ διδασκαλία του, ἡ σταύρωσίς του, ἡ ἀ­νάστασίς του, τὸ Εὐαγγέλιό του.
Σ᾽ εὐχαριστοῦμε, Κύριε, γιὰ ὅλα τὰ ὡραῖα ποὺ ἔκανες στὴ φύσι. Ἀλλὰ παραπάνω ἀπ᾽ ὅλα σ᾽ εὐχαριστοῦμε, γιατὶ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ χαμήλωσες καὶ κατέβηκες στὴ γῆ. Ἦλθες καὶ σταυ­ρώθηκες, γιὰ νὰ μᾶς σώσῃς. Εἶσαι ὁ Σωτήρας, ὁ Λυτρωτής μας.
Καὶ πῶς ἦρθε ὁ Χριστὸς στὴ γῆ; «Ἐξ ἀσπόρου βλαστήσας γαστρός», λέει ὁ οἶκος ποὺ ἐξηγοῦμε. Γεννήθηκε δηλαδὴ ἀπὸ Παρθένο.
«Ἄσ’ τα, ρὲ παπᾶ, αὐτὰ τὰ παραμύθια!» μοῦ ᾽λεγε κάποιος σ᾽ ἕνα χωριὸ τῆς Μακεδονίας ὅ­ταν τὸ 1941-42 γύριζα βουνὰ καὶ λαγκάδια μὲ τ᾽ ἄρβυλά μου μὲ κίνδυνο θανάτου (ἦταν ἀ­φύ­λαχτος τότε ἡ πατρίδα καὶ μποροῦσαν νὰ σὲ ξαπλώσουν χάμω μὲ τὴν πρώτη ἁψιμαχία). Ἄσε, ρὲ παπᾶ, τὰ παραμύθια σας ἐδῶ πέρα. Πῶς εἶνε δυνατὸν μιὰ παρθένος, ποὺ δὲ γνώρισε ἄντρα, νὰ γεννήσῃ παιδί;… Ἔτσι μοῦ μιλοῦσε. Ἦταν Ἰούλιος μήνας κ’ ἕνας λαμπρὸς ἥλιος φώτιζε τὴ ματωμένη μας Μακεδονικὴ γῆ. Ἐκείνη τὴν ὥρα, καθὼς ἤμουν μόνος – ὁ­λο­μόναχος ἐκεῖ στὸ δωμάτιο κι αὐτὸς γαύγιζε σὰν σκύλος τῆς ἀθεΐας καὶ τοῦ ὑλισμοῦ, μὲ φώτισε ὁ Θεὸς καὶ τοῦ λέω· ―Βλέπω ν’ ἀγγί­ζῃ τὸ κεφάλι σου ὁ ἥλιος. Δὲ μοῦ λές, πῶς μπῆκε μέσ᾽ στὸ σπίτι σου; Γιά κοίταξε, πῶς πέρασε τὸ τζάμι; Τὸ ἔσπασε; Ὄχι. Ὅπως λοιπὸν ὁ ἥλιος περνάει τὸ τζάμι, ἔτσι καὶ ὁ Χριστός, ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, πέρασε στὴ μήτρα τῆς Παναγίας παρθένου, «φυλάξας ταύτην ὥσ­περ ἦν ἄφθορον», χωρὶς νὰ βλάψῃ τὴν παρθενία της. Ἰδού τὸ θαῦμα, μὲ τὸ ὁποῖο ἄρχισε ἡ ἀ­να­καίνισις τοῦ κόσμου, ἡ «νέα κτίσις».

* * *

«Τὸ θαῦμα βλέποντες» σὲ ὑμνοῦμε καὶ σ᾽ εὐχαριστοῦμε, Χριστέ· εἶσαι σὺ ποὺ ἔφτειαξες τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ, τὶς πηγὲς καὶ τὴ θάλασσα, τὰ ἄνθη, τὰ ζῷα καὶ τὸν ἄνθρωπο. Πρὸ παντὸς ὅμως σ᾽ εὐχαριστοῦμε, γιατὶ χαμήλωσες καὶ κατέβηκες στὴ γῆ σὰν ἀετός.
Κάποτε, ὅταν ἤμουν στὰ Γρεβενὰ καὶ περι­ώδευα στὴν Πίνδο, βλέπω πάνω ψηλὰ στὸν οὐ­ρανὸ ἕνα μαῦρο σημαδάκι σὰν τελεία. Ἕ­νας τσοπάνος, ποὺ ἦταν κοντά μου, μοῦ λέει· —Τὸ βλέπεις αὐτό; εἶνε χρυσάετος. —Χρυσάετος; εἶπα μὲ θαυμασμό. —Περίμενε, λέει, καὶ θὰ δῇς. Ὁ ἀετὸς πράγματι χαμήλωνε δι­αρκῶς, καὶ τέλος νάτος πῆγε καὶ κά­θησε πάνω σ᾽ ἕνα βράχο. Ἦταν ἕνα θαυμά­σιο θέαμα μὲ συμβολικὴ σημασία· ἀετὸς παρουσιάστηκε τέσσερις – πέντε φορὲς στὰ ψη­λὰ βουνὰ τῆς Πίνδου, σὰν σημεῖο ὅτι πάνω ἐ­κεῖ κάποιοι ἄλλοι ἀετοὶ θ᾽ ἀνέβαιναν νὰ κάνουν τὸ θαῦμα τοῦ σαράντα. Θαύμασα τὸν ἀετό· τὸν εἶδα πρὸ παντός, μὲ τ’ ἀνοιχτὰ φτερά του σὲ σχῆμα σταυροῦ, σὰν σύμβολο τοῦ Χριστοῦ μας.
Νὰ ζοῦμε λοιπόν, ἀδελφοί μου, ὡς «νέα κτί­σις»· μὲ ὅπλο τὸ σταυρό, μὲ ἀγάπη στὴν πα­τρίδα, μὲ πίστι στὸ Θεό, μὲ ὁμόνοια καὶ ἑ­νότητα μεταξύ μας. Τότε ὁ Θεὸς θὰ μᾶς σκεπάσῃ καὶ θὰ μᾶς ἀξιώσῃ νὰ φθάσουμε καὶ στὴν αἰώνιο πατρίδα μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸν εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Νικολάου Παπαγιάννη – Φλωρίνης 26-3-1976)

ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΧΑΡΑ;

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαρ 12th, 2011 | filed Filed under: Xαιρετισμοι της Παναγιας

Α΄ Στάσις τῶν Χαιρετισμῶν

ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΧΑΡΑ;

«Χαῖρε, δι’ ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει» (Ἀκάθ. ὕμν. Α1α΄)

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ ιστ..ΤΟ ΑΣΜΑ, ἀγαπητοί μου, τὸ τραγούδι, ἡ μου­σικὴ εἶνε θεῖο δῶρο. Ἀλλὰ μὲ μία οὐ­σι­ώδη διαφορά· τραγούδι ἀπὸ τραγούδι διαφέρει. Ὑπάρχει τραγούδι ποὺ ὑπηρετεῖ τὸ κα­κό, ἐ­ρεθίζει τὶς κατώτερες ὁρμὲς τοῦ ἀνθρώπου, τὸν βυθίζει στὸν ᾅδη· καὶ ὑπάρχει ἀντιθέτως τραγούδι ποὺ ἐκφράζει τὶς ἀνώτερες ἐφέσεις καὶ τοὺς πόθους του, τοῦ δίνει φτερὰ νὰ φτά­σῃ μέχρι τρίτου οὐρανοῦ καὶ ν’ ἀκούσῃ τὸ ἀλ­λη­λούϊα. Ὑπάρχουν τραγούδια τῆς γῆς, καὶ τρα­­γούδια τοῦ οὐρανοῦ. Ὑπάρχουν τραγούδια ἀνούσια. Ἡ ἐπίδρασί τους εἶνε ἀσήμαντη. Λίγους συγκινοῦν καὶ μέσα σὲ μία γενεὰ σβήνουν· πρέπει νὰ ψάξῃ κανεὶς σὲ παλαιὲς ἀν­θολογίες γιὰ νὰ βρῇ τοὺς στίχους τους.
Ἀλλὰ ἕνα τραγούδι ἐξακολουθεῖ νὰ συγκι­νῇ βαθύτατα τὶς καρδιὲς τῶν ὀρθοδόξων Χριστιανῶν· εἶνε ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος, ὁ ὕμνος τῆς Παρθένου. Ἀπὸ τότε ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ (τὸ 626 μ.Χ.) ἀκούστηκε στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν τῆς Βασιλίδος τῶν πόλεων, ἔχουν περάσει τό­­σοι αἰῶνες, καὶ ὅμως ὁ χρόνος δὲν κατώρθω­σε νὰ σβήσῃ τὸ τραγούδι αὐτό. Ὅπου κι ἂν βρίσκωνται οἱ ὀρθόδοξοι, εἴτε μέσα στὶς πόλεις εἴτε στὴν ὕπαιθρο εἴτε σὲ ἐξωκκλήσια εἴτε στὸ ἐξωτερικὸ εἴτε μέσα σὲ πλοῖα, ὅλοι ἀ­πόψε αἰσθάνονται ἀγαλλίασι ἀκούγοντάς το.
Τί εἶνε ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος; Γιὰ νὰ μιλήσου­με ἁπλούστερα, ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος εἶνε τὸ κόσμημα καὶ καύχημα τῶν Ἑλλήνων. Ἄλλο ποί­ημα μὲ τέτοιο λυρισμό, τέτοιο συν­αί­σθημα, τέ­τοια πτῆσι, τέτοια φτερουγίσματα, δὲν βρίσκει κανείς στὴν παγκόσμια ποί­ησι. Δὲν τὸ λέ­με ἐμεῖς· ξένος γλωσσολόγος διεθνοῦς κύρους εἶπε, ὅτι τὸ ποίημα αὐτὸ μόνο στὴν ἑλ­ληνικὴ γλῶσσα μποροῦσε νὰ γραφῇ. Ἐὰν ἡ γαλλικὴ γλῶσσα εἶνε κατάλληλη γιὰ σαλόνια καὶ διπλωματία, ἐὰν ἡ ἰταλικὴ εἶνε κατάλληλη γιὰ μουσική, ἐὰν ἡ γερμανικὴ εἶνε κατάλληλη γιὰ ἐπιστημονικοὺς ὅρους, ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα μὲ τὸν πλοῦτο τῶν λέξεών της στάθηκε ἱκανὴ νὰ ἐκφράσῃ τὸ ὕψος τῶν ἀληθει­ῶν τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Γι’ αὐτὸ τὸ ποίημα τοῦτο συγκινεῖ τὶς γενεὲς τῶν Ἑλ­λή­νων. Συνεκίνησε τοὺς προγόνους μας, συγ­κινεῖ ἐ­μᾶς, θὰ συγκινῇ τὰ παιδιά μας καὶ τὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν μας. Εἶνε ἀριστούργημα ἀκατάλυτο. Μόνο κάποιος ποὺ αἰσθάνθηκε βαθειὰ τὸ χρι­στιανισμὸ μποροῦσε νὰ τὸ ἐμπνευσθῇ. Ἔχει μεταφραστῆ σὲ πολλὲς γλῶσσες τοῦ κό­­σμου. Οἱ Ἕλληνες μποροῦμε νὰ καυχώμεθα ὄχι τόσο γιὰ τὸν Παρθενῶνα ὅσο γιὰ τὸ ποίημα αὐτὸ ποὺ ὑμνεῖ τὴν παρθενία.
Ἀλλ’, ἀδελφοί μου, τί ἔπαθα; Δὲν εἶμαι λογοτέχνης – κάθε ἄλλο, γιὰ ν’ ἀναλύω τὸ κάλλος τῶν ἐκφράσεων καὶ τῶν νοημάτων ποὺ ἔ­χει τὸ ἀριστούργημα αὐτό. Ἐγὼ ὡς ἱεροκήρυ­κας θέλω νὰ σᾶς δώσω κάτι νὰ ὠφεληθῆτε. Ἀπὸ τὴν ποιητικὴ λοιπὸν αὐτὴ ἀνθοδέσμη κόβω ἕνα ἄνθος, τὸ πρῶ­το ἀπὸ τὰ 144 «χαῖρε», τὸ ὁ­­ποῖο λέει· «Χαῖρε, δι’ ἧς ἡ χα­ρὰ ἐκλάμψει». Χαῖρε, λέει, ὑπεραγία Θεοτόκε, διότι ἔγινες τὸ ὄργανο ποὺ ἔδιωξε τὴ λύπη καὶ ἔφερε τὴ χαρά. Ποῦ εἶνε αὐτοὶ ποὺ κατηγοροῦν τὴ θρησκεία μας ὅτι δημιουργεῖ κατήφεια; Βλέπετε; ὁ Ἀ­κάθιστος ὕμνος ἀρχίζει μὲ τὴ χαρά.

* * *

Ὁ ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, πλάστηκε γιὰ τὴ χαρά. Ὁ Ἀδὰμ ἄρχισε τὴ ζωή του σὲ περιβάλλον χαρᾶς, ὅπως ἦταν ὁ ἐξ­αίρετος ἐκεῖ­νος κῆπος τῆς Ἐδέμ, ὁ παράδεισος. Ἐκεῖ καὶ αὖρες, καὶ ζέφυροι, καὶ πουλιά, μελῳδικά, καὶ νερὰ ποὺ ἔτρεχαν, καὶ ὅ,τι ἄλλο εὐχάριστο.
Ἀλλὰ ἦρθε στιγμὴ κατηραμένη, ποὺ ὁ πρῶ­τος ἄνθρωπος ἐξέκλινε ἀπὸ τὴν τροχιά του. Δὲν θέλησε νὰ ὑπακούσῃ στὸ Θεό. Ὅπως μερικὰ παιδιὰ τεντώνουν τὸ αὐτί τους στὶς φω­νὲς κακῶν φίλων, ἔτσι κι αὐτὸς τέντωσε τὸ αὐτί του ν’ ἀκούσῃ τὴ συμβουλὴ τοῦ ὄφεως. Ποιά συμβουλή· νὰ ἐπαναστατήσῃ, νὰ παρακούσῃ, γιατὶ ἔτσι τάχα θὰ βρῇ τὴν εὐτυχία. Ἡ ἰδέα ὅ­μως αὐτή, τῆς θεοποιήσεως, ἦταν ἐκείνη ποὺ ἔβγαλε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν παράδει­σο. Κι ἀ­πὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ἄρχισε τὸ δάκρυ. Μέσα στὸν παράδεισο ὁ Ἀδὰμ δὲν εἶχε κλάψει. Τὸ πρῶτο δάκρυ κύλισε μόλις ἡ πυρίνη ῥομφαία ἔκλεισε τὴν πύλη τῆς Ἐδέμ. Κ’ ἐκεῖ ποὺ ἔ­σταξαν τὰ πρῶτα δάκρυα τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας, λένε οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἐ­κεῖ φύτρωσαν τότε τὰ πρῶτα ἀγκάθια τῆς γῆς. Ὤ δάκρυα! Ἐὰν ἕνας ἄγγελος μάζευε τὰ δάκρυα ποὺ ἔχυσαν ἀπὸ τότε τὰ δισεκατομμύρια τῶν ἀν­θρώπων, τὰ δάκρυα ποὺ χύνουμε ἐ­μεῖς σήμερα, καὶ τὰ δάκρυα ποὺ θὰ χύσουν οἱ ἑπόμενες γενεές, θὰ σχηματιζόταν ἕνας ποτα­μὸς πικρός, μία πικροτάτη λίμνη.
Τὰ δάκρυα ἄφησαν ζωγραφισμένη στὸ πρό­σωπο τοῦ ἀνθρώπου τὴ λύπη. Καὶ μὴ νομίσετε, ὅτι ἡ λύπη πληγώνει μόνο τοὺς μικροὺς καὶ φτωχοὺς τῆς γῆς. Εἶνε ψέμα. Ὅσο ὁ ἄν­θρωπος ἀνεβαίνει τὶς βαθμῖδες ἀξιωμάτων καὶ δό­ξης, τόσο ἡ λύπη τὸν τρώει μέσα του, ὅπως τὸ σκουλήκι τὸν κορμὸ τοῦ δέντρου.
Πολλοὶ φαίνονται ἐξωτερικῶς χαρούμενοι καὶ χαμογελοῦν. Ἐὰν ὅμως μποροῦσες ν’ ἀ­νοί­­ξῃς τὴν καρδιά τους, θά ’βλεπες ὅτι μέσα τους παίζεται ἕνα δρᾶμα. Μοιάζουμε, ἀγαπητοί μου, μὲ κάποιον ἠθοποιό, ποὺ ἐνῷ στὸ σπί­τι του ἔχει φέρετρο – κηδεία, ἐν τούτοις εἶνε ὑ­ποχρεωμένος, τὴν ἴδια νύχτα, ν’ ἀνεβῇ στὴ σκηνὴ καὶ νὰ κάνῃ τὸν κόσμο νὰ γελάῃ. Ἔτσι κ’ ἐμεῖς. Ἔχουμε προσωπεῖο χαρᾶς, καὶ μ’ αὐ­τὸ πᾶμε νὰ κρύψουμε τὸ δρᾶμα τῆς λύπης.
Ὁ τύραννος τῶν Συρακουσῶν Διονύσιος (430-367 π.Χ.), γιὰ νὰ βγάλῃ τὴν ψεύτικη ἰδέα καὶ νὰ δείξῃ σὲ κάποιον αὐλικό του, τὸ Δαμοκλῆ, ὅτι οἱ ἄρχοντες δὲν εἶνε τόσο εὐτυχεῖς ­ὅ­σο φαίνονται, τί ἔκανε. Διέταξε νὰ στρώσουν γι’ αὐτὸν τραπέζι στὰ ἀνάκτορα, νὰ μαγειρέψουν τὸ καλύτερο φαγητό, νὰ φέρουν ἀπὸ τὰ περι­βόλια τὰ ὡραιότερα λουλούδια, νὰ κρεμάσουν κλουβιὰ μὲ τὰ πιὸ μελῳδικὰ πουλιά, ἀλλ’ ἀπὸ τὴν ὀροφὴ τῆς αἰθούσης κρέμασε ἀ­πὸ τρίχες ἀλόγου ἕνα σπαθὶ γυμνὸ καὶ τὸ ζύγισε ἀκρι­βῶς ἐπάνω στὸ θρόνο. Ἔντυσε τὸν αὐλικό του μὲ βασιλικὴ στολὴ καὶ τὸν ἔβαλε νὰ καθή­σῃ σὰν βασιλιᾶς. Μόλις ὅμως ὁ Δαμο­κλῆς εἶδε στὴν ὀροφὴ τὸ σπαθί, ἄρχισε νὰ τρέμῃ ἀπὸ φόβο. Σηκώθηκε κ’ ἔφυγε.…
Ἔτσι εἶνε, ἀδέρφια μου. Ἂς εἶσαι ἔνδοξος, ἂς ἔχῃς ὅλα τὰ πλούτη· πάνω ἀπ’ τὸ κεφάλι ὅλων μας, μικρῶν καὶ μεγάλων, εἶνε κρεμασμένο σπαθί, ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ γιὰ κάθε ἁμαρ­τωλό. Ἂς παίζουμε, ἂς διασκεδάζουμε, ἂς κάνουμε ὄργια· ὅσο ἀπὸ πάνω μας κρέμεται τὸ σπαθὶ τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ, ποῦ εἶνε ἡ χαρά;
«Ποῦ εἶνε ἡ χαρά;» ρωτοῦσε ἕνας δικός μας ποιητής. Ποῦ νὰ βρῶ τὴ χαρά; Τὴ ζήτησα στὰ παλάτια, δὲν τὴ βρῆκα· τὴ ζήτησα στὰ πλούτη, δὲν τὴ βρῆκα· τὴ ζήτησα στὶς ἐπιστῆ­μες, δὲν τὴ βρῆκα· τὴ ζήτησα σὲ σπίτια πλούσια καὶ φτωχά, δὲν τὴ βρῆκα. Χαρά, ποῦ εἶσαι;
Δὲν πουλιέται, ἀδελφοί μου, ἡ χαρά· ἡ χα­ρὰ χαρίζε­ται. Ποιός τὴν χαρίζει; 5.000 χρόνια ἦταν κλεισμένη ἡ Ἐδέμ. Καὶ προσέξατε τί εἶπε ἀπό­­ψε ἕ­νας ὕμνος· «Χαῖρε Ἐδὲμ ἀνοίξασα τὴν κε­κλεισμένην Ἁγνή» (θ΄ ᾠδὴ καν.). Χαῖρε, λέει, Παν­αγία παρθένε, διότι ἐσὺ ἄνοιξες τὴν κεκλεισμένη Ἐδέμ· ἐσὺ εἶσαι ποὺ ἄνοιξες τὸν πα­­ράδεισο. Ἡ Παναγία, λοιπόν, δίνει στὸν καθένα τὸ χρυσὸ κλειδὶ καὶ λέει· Πάρ’ το παιδί μου, πάρε γέροντα, πάρε νέα, πάρτε γραμμα­τισμένοι καὶ ἀγράμματοι, πάρτε ἀπόψε τὸ χρυ­σὸ κλειδὶ κι ἀνοῖξτε τὸν παράδεισο.

Ποῦ εἶνε ὁ παράδεισος; Δὲν εἶνε μακριά· «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν» (Λουκ. 17, 21). Θέλεις τὸν παράδεισο; Ἀπόψε στὸ σπίτι τὰ μεσάνυχτα, ποὺ θὰ ἐπικρατῇ ἡσυχία, γονάτισε καὶ πὲς τὸν Ἀκάθιστο ὕμνο, καὶ αὔρα οὐ­ρα­νοῦ θὰ σὲ δροσίσῃ. Θέλεις τὸν παράδεισο; Πάρε χαρτί, γράψε τ’ ἁμαρτήματά σου, πή­γαι­νε στὸ γέροντα πνευματικὸ καὶ πές τα ὅ­λα, καὶ φεύγοντας παράδεισος θὰ φυτρώσῃ μέσα σου. Θέλεις τὸν παράδεισο; Βρὲς κάποιο φτω­χόσπιτο, κάνε τὸ ἔλεος, καὶ θ’ ἀκούσῃς νὰ σοῦ ψάλλουν ἄγγελοι.

* * *

Ἀδελφοί μου! Τὴ χαρὰ δὲ θὰ τὴ βροῦμε οὔτε στὰ γλέντια οὔτε στὰ πλούτη οὔτε στὴν ἐπιστήμη, πουθενὰ στὴ γῆ. Τὸ λου­λούδι τῆς χαρᾶς δὲ φυτρώνει στὸν κόσμο ἐτοῦ­το· φυτρώνει μόνο στὸ Γολγοθᾶ. Ὅποιος ἁγιάζεται ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας, αὐτὸς μόνο ἔχει τὴ χαρά. Στὴν πίστι, στὴ θυσία, στὴν ἀγάπη, στὸ καθῆ­κον, ἐκεῖ ὑπάρχει ἡ χαρά.
Αὐτὴ ἡ χαρά, ὅσο ζοῦμε στὸν κόσμο αὐτόν, δὲν θὰ εἶνε πλήρης· ἡ ζωὴ αὐτὴ λέγεται «κοι­λὰς κλαυθμῶνος» (Ψαλμ. 83,7). Ὅταν λήξῃ αὐτὴ ἡ ζωή, ὅταν σήμερα – αὔριο κλείσουμε τὰ μάτια, καὶ ἐὰν φύγουμε ἐν μετανοίᾳ καὶ ἐξομολο­γήσει, τότε ―δὲν εἶ­νε ψέμα, εἶνε ἀλήθει­α― φτερὰ ἀγγέλων θὰ μᾶς πάρουν καὶ θὰ μᾶς ὁ­δηγήσουν στὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ, γιὰ ν’ ἀκοῦ­με ἐκεῖ τὸ ἀλληλούϊα καὶ νὰ λέμε ὁ ἕνας στὸν ἄλλο· «Χαίρωμεν καὶ ἀγαλλιώμεθα καὶ δῶμεν τὴν δόξαν αὐτῷ» (Ἀπ. 19,7). Σ’ αὐτὸν ἀνήκει τιμὴ καὶ κράτος εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου εις τον ιερό ναὸ του Ἁγίου Γεωργίου Ἀκαδημίας Πλάτωνος – Ἀθηνῶν, 4-3-1960)