H ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΑΣ
Ζοῦμε, ἀγαπητοί μου, σὲ μία δημοκρατικὴ χώρα, στὴν ὁποία, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς ναοὺς τῶν ὀρθοδόξων ὑπάρχουν καὶ λειτουργοῦν λατρευτικοὶ χῶροι καὶ ἄλλων χριστιανικῶν δογμάτων. Μεταξὺ αὐτῶν, σὲ ἀστικὰ ἰδίως κέντρα, εἶνε καὶ οἱ αἴθουσες τῶν λεγομένων προτεσταντῶν ἢ εὐαγγελικῶν ἢ διαμαρτυρομένων ἢ πεντηκοστιανῶν ἢ ὅπως ἀλλιῶς θέλουν νὰ ὀνομάζωνται ὅσοι ἀσπάζονται καὶ ἀκολουθοῦν τὴν διδασκαλία καὶ τὶς ἀρχὲς τῶν θρησκευτικῶν αὐτῶν κοινοτήτων.
Ἡ δρᾶσις τῶν ὁμάδων αὐτῶν δὲν εἶνε βέβαια κάτι εὐχάριστο γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας. Ποιά ὅμως εἶνε ἡ ἐνδεδειγμένη στάσι ἑνὸς ὀρθοδόξου ἀπέναντί τους; Θεωρῶ, ὅτι τὸ καλύτερο ποὺ ἔχουμε νὰ κάνουμε εἶνε νὰ γνωρίσουμε καλύτερα τὴν Ἐκκλησία μας, τὴν Ὀρθοδοξία.
* * *
1. Δὲν θέλω, ἀγαπητοί μου, ν᾽ αὐξήσω τὸν φανατισμό, ποὺ ἴσως ὑπάρχει –κακῶς― σὲ ὡρισμένους ἑκατέρωθεν. Ὁ Χριστὸς δὲν μᾶς θέλει φανατικούς. Ὁ φανατικὸς ἐχθρεύεται ὅσους δὲν συμφωνοῦν μὲ τὰ φρονήματά του. Ὁ φανατικὸς μισεῖ, ὁ Χριστιανὸς ἀγαπᾷ. Ἀγαπᾷ ὅλους, ἀκόμα καὶ τοὺς ἐχθρούς του, ἀγαπᾷ κ᾽ ἐκείνους ποὺ ἔχουν διαφορετικὴ θρησκεία.
Ὄχι λοιπὸν μὲ φανατισμό, ἀλλὰ μὲ ἀγάπη πρέπει νὰ ζοῦν οἱ Χριστιανοί, ἔστω καὶ ἂν ἔχουν τὶς θρησκευτικές τους διαφορές. Ὁ καθένας εἶνε ἐλεύθερος νὰ ἐκλέξῃ ὅποιο θρήσκευμα θέλει. Ὁ Χριστιανὸς ποὺ ἔχει κατανοήσει καλὰ τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου ἀναγνωρίζει στὸν καθένα τὸ δικαίωμα αὐτό. Ἀγάπη καὶ ἐλευθερία· αὐτὲς εἶνε δύο βάσεις, πάνω στὶς ὁποῖες στήριξε τὴ θρησκεία του ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, καὶ γι᾽ αὐτὸ θὰ παραμείνῃ αἰωνία. Ἐκεῖνος ποὺ κήρυξε τὸ «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰω. 13,34), εἶπε καὶ τὸ «Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν» (Ματθ. 16,24). Ἀκοῦτε; «Ὅποιος θέλει…». Ὁ Χριστὸς δὲν χρησιμοποιεῖ βίαια μέσα γιὰ νὰ κάνῃ τὸν ἄλλο νὰ τὸν ἀκολουθήσῃ. Διότι αὐτὸ δὲν εἶνε πίστις, εἶνε βία. Ὁ Μωάμεθ χρησιμοποίησε τὸ σπαθὶ γιὰ νὰ ἐξαναγκάσῃ, ὁ Χριστὸς μόνο τὸ λόγο του. Μᾶς ἀφήνει ἐλεύθερους· ὄχι μόνο στὸ ζήτημα τῆς πίστεως, ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε ἄλλο ζήτημα. Μᾶς λέει στὴν ἁγία Γραφή· Ἐμπρός σου, ἄνθρωπε, ἔβαλα δύο πράγματα· τὴ φωτιὰ καὶ τὸ νερό. Ὅπου θέλεις ἁπλώνεις τὸ χέρι σου. Ἐὰν τὸ βάλῃς στὴ φωτιά, θὰ καῇς· ἐὰν τὸ βάλῃς στὸ νερό, θὰ δροσιστῇς. Διάλεξε ὅ,τι θέλεις (βλ. Δευτ. 30,19. Σ. Σειρ. 15,16).
Ἐλεύθεροι εἶνε οἱ συνάνθρωποί μας νὰ διαλέξουν τὴ θρησκεία τους καὶ νὰ ζήσουν σύμφωνα μὲ τὶς δικές τους θρησκευτικὲς ἰδέες. Τὸ καθῆκον ποὺ ἔχουμε ἐμεῖς ἀπέναντί τους εἶνε νὰ τοὺς ἀγαποῦμε καὶ ποτέ νὰ μὴν τοὺς μισοῦμε γιὰ τὸ ζήτημα τῆς θρησκείας. Διότι τὸ μῖσος, ὁποιαδήποτε πρόφασι καὶ ἂν ἔχῃ, εἶνε μῖσος, κάτι ξένο πρὸς τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Τὸ μῖσος εἶνε τοῦ διαβόλου, ἡ ἀγάπη εἶνε τοῦ Χριστοῦ. Ἀπέναντί τους λοιπὸν ὀφείλουμε μόνο ἀγάπη.
2. Ἀλλ᾽ ἐὰν ἀπέναντι σ᾽ αὐτοὺς ὀφείλουμε ἀγάπη, ἔχουμε ὅμως καὶ ἄλλο καθῆκον ἀπέναντι σ᾽ ἐμᾶς. Ποιό εἶνε τὸ καθῆκον αὐτό; Ἂς τὸ ἀκούσουν ὅλοι· νὰ μείνουμε πιστοὶ καὶ ἀφωσιωμένοι στὴν Ὀρθόδοξο Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία μας, νὰ κρατήσουμε σφιχτά, παντοτεινά, αἰώνια τὴν Ὀρθόδοξο πίστι μας. Διότι ἡ πίστις ἡ Ὀρθόδοξος εἶνε ἕνας θησαυρός, ποὺ πρέπει πολὺ νὰ τὸν προσέξουμε καὶ νὰ τὸν φυλάξουμε μέσα στὴν καρδιά μας.
Καὶ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας εἶνε θησαυρὸς πολύτιμος, αὐτὸ θ᾽ ἀποδείξουμε ἐδῶ. Παρακαλῶ νὰ δώσετε μεγάλη προσοχὴ σὲ ὅσα θὰ σᾶς πῶ. Διότι πρέπει, ἔστω καὶ μὲ λίγα λόγια, νὰ γνωρίσουμε ποιά εἶνε ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας. Δυστυχῶς δὲν τὴν γνωρίζουμε καλά. Καὶ γι᾽ αὐτὸ ἴσως πολλοὶ σήμερα τὴν περιφρονοῦν. Μοιάζουμε μ᾽ ἐκεῖνο τὸν χωρικὸ ποὺ ἔπεσε στὰ χέρια του ἕνα τσὲκ χιλίων δολλαρίων κι αὐτός, ἀγράμματος, δὲν ἦταν εἰς θέσιν νὰ ἐκτιμήσῃ τί ἀξία ἔχει· τὸ πέρασε ὅτι εἶνε ἕνα χαρτὶ χρωματισμένο, τό ᾽ρριξε στὴ φωτιὰ καὶ τό ᾽καψε ὁ ἄθλιος. Ποὺ ἂν τὸ κρατοῦσε, ἂν ρωτοῦσε κάποιον ποὺ ξέρει νὰ διαβάζῃ, ἂν τὸ πήγαινε σὲ μιὰ τράπεζα, θὰ τὸ ἐξαργύρωνε, κ᾽ ἐκεῖ ποὺ εἶχε καλύβα θὰ ἔκτιζε ἀνάκτορο. Κάτι παρόμοιο παθαίνουμε καὶ μερικοὶ ὀρθόδοξοι. Ἔχουμε στὰ χέρια μας ἕνα θησαυρό, δὲν τὸν γνωρίζουμε, καὶ γι᾽ αὐτὸ τὸν περιφρονοῦμε καὶ τὸν ἀφήνουμε ἐκτεθειμένο στοὺς κλέφτες. Εἶνε λοιπὸν καιρὸς νὰ τὸν ἐκτιμήσουμε καὶ νὰ τὸν φυλάξουμε. Γι᾽ αὐτὸ λέμε τώρα τὰ λόγια αὐτά.
* * *
1. Θησαυρὸς ἡ Ὀρθόδοξος πίστις μας. Γιατί; Διότι πρῶτα-πρῶτα ἡ Ὀρθόδοξος πίστις, στὴν ὁποία ἀνήκουμε κ᾽ ἐμεῖς, εἶνε ἡ ἀρχαιότερη ἀπὸ ὅλες τὶς λεγόμενες ἐκκλησίες. Κι ἀπὸ τὴν Παπικὴ «ἐκκλησία», κι ἀπὸ τὶς Προτεσταντικὲς «ἐκκλησίες». Πόσων χρονῶν εἶνε ὁ Παπισμός; Ἄρχισε τὸ 800 μ.Χ., συνεπῶς εἶνε 1.200 περίπου ἐτῶν. Πόσων χρονῶν εἶνε ὁ Προτεσταντισμός;